Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Οι περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμοι του 1997 μέχρι 2000 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμοι του 1997 μέχρι 2000.

Ερμηνεία

2. (1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

"άδεια" [Διαγράφηκε]·

“αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα” ή “ΑΠΙ” σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) πιστωτικό ίδρυμα που συστάθηκε στη Δημοκρατία και στο οποίο χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και περιλαμβάνει τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης ως διέπεται από τον περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμο,

(β) υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας·

"ανώτατα διοικητικά στελέχη"  σημαίνει τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα στο πιστωτικό ίδρυμα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος.

"ανώτερος οικονομικός διευθυντής" σημαίνει πρόσωπο, το οποίο είναι συνολικά αρμόδιο για τη διαχείριση όλων των δραστηριοτήτων του ΑΠΙ που αφορούν τη διαχείριση οικονομικών πόρων, τον οικονομικό προγραμματισμό και τις χρηματοοικονομικές αναφορέςˑ

"απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων", για σκοπούς των άρθρων 32Δ και 32Ε του παρόντος Νόμου, σημαίνει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα Άρθρα 92 έως 98 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

"αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή" [Διαγράφηκε]∙

"αρμόδια υπουργεία" σημαίνει -

(α) αναφορικά με τη Δημοκρατία, το Υπουργείο Οικονομικών, και

(β) αναφορικά με άλλα κράτη-μέλη, τα υπουργεία οικονομικών ή άλλα υπουργεία, τα οποία είναι αρμόδια για οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις εθνικές αρμοδιότητες ·

"αρμόδιες εποπτικές αρχές" [Διαγράφηκε]˙

"αρχείο καταγραφής συναλλαγών" σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο συγκεντρώνει και τηρεί κεντρικά τα αρχεία παραγώγων·

“αρχή εξυγίανσης” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του Νόμου Εξυγίανσης·

"αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου" έχει την έννοια που  αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου Εξυγίανσης∙

"ασφαλιστική επιχείρηση" [Διαγράφηκε]·

"βιβλία ή έγγραφα" σημαίνει λογαριασμούς, αξιόγραφα, συμβόλαια, έντυπα και έγγραφα, σε οποιαδήποτε μορφή και περιλαμβάνει "βιβλία ή έγγραφα" εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές·

"γραφείο αντιπροσωπείας" σημαίνει γραφείο από το οποίο προωθούνται ή υποβοηθούνται με οποιοδήποτε τρόπο τα συμφέροντα του ιδρύματος στο οποίο ανήκει αλλά στο οποίο δεν διεξάγονται εργασίες πιστωτικού ιδρύματος στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία·

"δεσμός ελέγχου" [Διαγράφηκε]˙

"διαδικασία εκκαθάρισης" [Διαγράφηκε]·

"διαχειριστής εργασιών καλυμμένων αξιογράφων" έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου του 2010∙

"διευθυντής" [Διαγράφηκε]·

“διευθύνων σύμβουλος” σημαίνει-

(α) πρόσωπο, το οποίο είναι αρμόδιο για τη διαχείριση και το συντονισμό του συνόλου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ΑΠΙ, ή

(β) σε περίπτωση ΑΠΙ που δεν συστάθηκε στη Δημοκρατία, πρόσωπο το οποίο, είτε μόνο του είτε από κοινού με άλλα πρόσωπα, είναι υπεύθυνο για τη διεξαγωγή των εργασιών του ΑΠΙ στην ή από την Δημοκρατίαˑ

"διοικητικό όργανο" σημαίνει το όργανο ή τα όργανα ενός πιστωτικού ιδρύματος, τα οποία ορίζονται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, κατά περίπτωση, τα οποία εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του πιστωτικού ιδρύματος και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη λήψη αποφάσεων από τη διεύθυνση και περιλαμβάνουν  τα πρόσωπα που πράγματι κατευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύματος∙

"διοικητικό όργανο με εποπτική αρμοδιότητα" σημαίνει το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση του ρόλου της επίβλεψης και παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση∙

"δυνατότητα ανάκαμψης" σημαίνει δυνατότητα ενός ΑΠΙ να αποκαταστήσει την οικονομική του θέση μετά από σημαντική επιδείνωση·

"δυνητικός πελάτης" σημαίνει, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κάτοικο ή μη κάτοικο στη Δημοκρατία, σε σχέση με το οποίο πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται σε διαδικασία εξέτασης αίτησης για τη χορήγηση χρηματοδοτικού ανοίγματος∙

"ΕΑΤ" σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙

"εγκεκριμένος ελεγκτής" σημαίνει το νόμιμο ελεγκτή και νόμιμο ελεγκτικό γραφείο, κατά την έννοια που αποδίδονται στους όρους αυτούς από το άρθρο 2 του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου·

"εκκαθάριση" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό -

(α) σε σχέση με τράπεζα, από το Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου, και

(β) σε σχέση με συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστάθηκε στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους IX του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταταιˑ

"εκκαθαριστής" έχει την έννοια που αποδίδεται  -

(α) σε σχέση με τράπεζα, στον όρο "εκκαθαριστής" από το Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου και στους όρους  ‘παραλήπτης’ και ‘διαχειριστής’ από το Μέρος VI  του περί Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται· και

(β) σε σχέση με συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστάθηκε στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΧ του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"έλεγχος" [Διαγράφηκε]·

“εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις” περιλαμβάνει τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ διατάξεις του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας Διακυβέρνησης, του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, οι οποίες διατάξεις εφαρμόζονται επί των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου·

"ενδοομιλική στήριξη" σημαίνει σύμβαση με την οποία μια οντότητα ομίλου εγγυάται για τις υποχρεώσεις άλλης οντότητας του ομίλου προς ένα τρίτο μέρος·

"επενδυτής" σημαίνει πρόσωπο που καταθέτει χρήματα ή τίτλους σε μια επιχείρηση επενδύσεων, στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών∙

“επικεφαλής των λειτουργιών του συστήματος εσωτερικού ελέγχου” σημαίνει πρόσωπο στο ανώτατο ιεραρχικό επίπεδο, το οποίο είναι επιφορτισμένο με την αποτελεσματική διαχείριση της καθημερινής λειτουργίας των ανεξάρτητων λειτουργιών διαχείρισης κινδύνου, κανονιστικής συμμόρφωσης και εσωτερικού ελέγχου και ασφάλειας πληροφοριών∙

"επιλέξιμες καταθέσεις" σημαίνει τις καταθέσεις που αναφέρονται στον Κανονισμό 6 των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών του 2016·

“επιλέξιμες υποχρεώσεις” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του Νόμου Εξυγίανσης˙

"επιτροπεία" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"Επιτροπή" σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

"Επίτροπος" [Διαγράφηκε]·

"επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών" ή "ΕΠΕΥ" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «επιχείρηση επενδύσεων» από το Άρθρο 4(2) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

"επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών" [Διαγράφηκε]·

"εργασίες αποδοχής καταθέσεων" [Διαγράφηκε]·

"εργασίες πιστωτικού ιδρύματος" σημαίνει τις εργασίες που παρατίθενται στο Παράρτημα IV·

"εργάσιμη ημέρα" σημαίνει κάθε ημέρα εκτός Σαββάτου, Κυριακής ή δημόσιας αργίας στη Δημοκρατία ή σε εμπλεκόμενο κράτος μέλος, αναλόγως·

"εσωτερικές προσεγγίσεις" σημαίνει τη μέθοδο που βασίζεται στις εσωτερικές αξιολογήσεις η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 143, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 221 του εν λόγω Κανονισμού, τη μέθοδο εσωτερικών διαβαθμίσεων η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 225 του εν λόγω Κανονισμού, τις εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης που αναφέρονται στο Άρθρο 312, παράγραφος 2, του εν λόγω Κανονισμού, τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στα Άρθρα 283 και 363 του εν λόγω Κανονισμού και τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος που αναφέρεται στο Άρθρο 259, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού·

"εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «εταιρεία διαχείρισης» από το ΄Αρθρο 4(19) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

"εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών" [Διαγράφηκε]˙

"Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών" σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που ιδρύθηκε με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής τραπεζών (2004/10/ΕΚ)» όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

"Ευρωπαïκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)" ή "ΕΑΚΑΑ" σημαίνει την αρχή που συγκροτήθηκε διά του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010

"ΕΣΣΚ" σημαίνει το  Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που ιδρύθηκε με  τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010∙

"ηλεκτρονικό χρήμα" [Διαγράφηκε]·

"ηλεκτρονικός υπολογιστής" σημαίνει οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή για την αποθήκευση ή επεξεργασία πληροφοριών·

“θυγατρική” σημαίνει θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 2, σημείο 16) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, για σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 23Γ, 32Δ, 32Ε, 32ΣΤ, 32Ι και 32ΙΑ στους ομίλους εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου “όμιλος εξυγίανσης” στο άρθρο 2(1) του Νόμου Εξυγίανσης, περιλαμβάνει, όπου και όπως αρμόζει, πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, τον ίδιο τον κεντρικό οργανισμό και στις αντίστοιχες θυγατρικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω όμιλοι εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρο 25Δ(3) του Νόμου Εξυγίανσης·

"ίδρυμα" [Διαγράφηκε]·

"ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος" [Διαγράφηκε]·

"ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων" έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου του 2010∙

"ίδρυμα τρίτης χώρας" σημαίνει οντότητα της οποίας η κεντρική διοίκηση εδρεύει σε τρίτη χώρα και η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ενέπιπτε στον ορισμό του όρου «ίδρυμα»·

"κάλυμμα" έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου του 2010∙

"καλυπτόμενες καταθέσεις" έχουν την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό 2 των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών του 2016·

"κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας" σημαίνει συλλογική διαδικασία αφερεγγυότητας η οποία συνεπάγεται τη μερική ή ολική εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του ΑΠΙ και το διορισμό εκκαθαριστή ή ειδικού εκκαθαριστή και η οποία εφαρμόζεται βάσει των άρθρων 33Α έως 33Ξ τα οποία προνοούν για την εκκαθάριση και την ειδική εκκαθάριση ΑΠΙ·

"Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/1010" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ»∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2015/89/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012»∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ.1024/2013" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου  της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων» ως διορθώθηκε·

"Κανονισμός (ΕE) 2016/679" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)»˙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

“Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2175 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2019˙

"Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο "Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2017 σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012"˙

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2019/2033” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ)  αριθ. 2019/2033  του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014” ως διορθώθηκεˑ

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο "Κανονισμός (ΕΕ)  αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012", ως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2019/2175 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2019ˑ

"κατάθεση" ο όρος «κατάθεση» έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 2 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου˙

"κάτοχοι καίριων θέσεων" σημαίνει πρόσωπα, τα οποία ασκούν σημαντική επιρροή στη διοίκηση του ΑΠΙ, αλλά δεν είναι ούτε μέλη του διοικητικού οργάνου ούτε ο διευθύνων σύμβουλος, και περιλαμβάνει-

(α) τους επικεφαλής των λειτουργιών του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, σε περίπτωση που δεν είναι μέλη του διοικητικού οργάνου,

(β) τον ανώτερο οικονομικό διευθυντή, σε περίπτωση που δεν είναι μέλος του διοικητικού οργάνου,

(γ) σε περίπτωση που προσδιορίζονται από τα ΑΠΙ σύμφωνα με μία προσέγγιση βάσει κινδύνου, άλλα πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις και τον επικεφαλής υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας,

(δ) τους επικεφαλής σημαντικών επιχειρηματικών τομέων, τους επικεφαλής των γραφείων αντιπροσωπείας υποκαταστημάτων ιδρύματος εντός και εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, θυγατρικών τρίτων χωρών και άλλων εσωτερικών λειτουργιώνˑ

"Κεντρική Τράπεζα" σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

"Κεντρικός Φορέας" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στον όρο “κεντρικός οργανισμός”·

“κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του Νόμου Εξυγίανσης˙

"κράτος-μέλος" σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται˙

"κράτος-μέλος καταγωγής" [Διαγράφηκε]·

"κράτος-μέλος υποδοχής" [Διαγράφηκε]·

"λειτουργικός κίνδυνος" [Διαγράφηκε]˙

"μεικτή εταιρεία συμμετοχών" [Διαγράφηκε]˙

“μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

"μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1" σημαίνει κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στα άρθρα  28, 29 και 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

"μέτρα αναδιοργάνωσης" σημαίνει τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να επηρεάσουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή μείωσης των απαιτήσεων, όσο και τα μέτρα που προβλέπονται, σε περίπτωση ΑΠΙ, από τα άρθρα 198 έως 201ΚΔ του περί Εταιρειών Νόμου ως διορθώθηκε και, σε περίπτωση ΣΠΙ, από το άρθρο 49Β του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, και περιλαμβάνουν την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στο Νόμο Εξυγίανσης·

"μέτρο πρόληψης κρίσεων" σημαίνει την άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση των ελλείψεων ή εξάλειψη εμποδίων προς τη δυνατότητα ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 23Β(6) του παρόντος Νόμου, την άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 20, 21 ή 22 του Νόμου Εξυγίανσης, την εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 30Γ του παρόντος Νόμου και με το άρθρο 24  του Νόμου Εξυγίανσης, το διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με το άρθρο 30Ε του παρόντος Νόμου, ή την άσκηση εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 32Δ του παρόντος Νόμου και το άρθρο 57 του Νόμου Εξυγίανσης·

"μη διαθέσιμη κατάθεση" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 2 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου·

"μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος" [Διαγράφηκε]·

"μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση" [Διαγράφηκε]·

"μητρική επιχείρηση της ΕΕ" σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ·

"μητρική εταιρεία" και "θυγατρική εταιρεία" [Διαγράφηκε]·

"μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος-μέλος" [Διαγράφηκε]∙

"μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση" [Διαγράφηκε]∙

"μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος" [Διαγράφηκε]∙

"μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση" [Διαγράφηκε]∙

"μηχανισμός ανταλλαγής δεδομένων ΑΙΑΝΤΑΣ" [Διαγράφηκε]∙

"μηχανισμός ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ" σημαίνει το σύστημα ή μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων, που ανήκει στην και τυγχάνει επεξεργασίας από την ΑΡΤΕΜΙΣ Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών Λτδ., στον οποίο συμμετέχουν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

"νομικό πρόσωπο" περιλαμβάνει εταιρεία ή οποιαδήποτε ένωση προσώπων, είτε αυτή συστάθηκε στη Δημοκρατία είτε αλλού·

"Νόμος Εξυγίανσης" σημαίνει τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμο του 2016 όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"Οδηγία 2006/48/ΕΚ" [Διαγράφηκε]·

"Οδηγία 2002/87/ΕΚ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών  δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ»∙

"Οδηγία 2004/39/ΕΚ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου»∙

"Οδηγία 2013/36/ΕΕ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο "Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ", ως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019·

"Οδηγία 2014/49/ΕΕ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων»·

"Οδηγία 2014/59/ΕΕ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου  2014 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012»·

"Οδηγία 2015/849/ΕΕ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 σχετικά µε την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής”·

"Οδηγία 2001/24/ΕΚ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων·

“Οδηγία 2009/138/ΕΚ” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II)”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2019/2177 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2019˙

“Οδηγία 2014/65/ΕΕ” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019˙

“Οδηγία (ΕΕ) 2015/849” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2019/2177 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2019˙

“Οδηγία 2014/65/ΕΕ” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (αναδιατύπωση)», ως διορθώθηκε και ως τροποποιήθηκε από την Οδηγία (ΕΕ) 2021/338  του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021ˑ

"Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο "Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ", ως διορθώθηκε·

“μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

"Οδηγία Διακυβέρνησης" σημαίνει την περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Οδηγία του 2014.

“όμιλος” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 138) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013˙

“όμιλος εξυγίανσης” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του Νόμου Εξυγίανσης˙

“όμιλος τρίτης χώρας” σημαίνει όμιλο του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα·

“ουδέτερες προς το φύλο”, αναφορικά με πολιτική ή πρακτική αποδοχών, σημαίνει πολιτική ή πρακτική αποδοχών που βασίζεται στην ισότητα αμοιβής μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας·

“παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα” ή “G-SII” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 133) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

"παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ" ή "εκτός ΕΕ G-SII" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παραγράφος 1, σημείο 134) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

"πελάτης" σημαίνει, για τους σκοπούς του ορισμού του όρου "σύστημα ή μηχανισμός ανταλλαγής δεδομένων" και για τους σκοπούς των άρθρων 28Δ, 28Ε, 29(2) (ζiv), 41(6) και 41(7), φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει χρηματοδοτικό άνοιγμα και περιλαμβάνει υφιστάμενο πελάτη, εγγυητή του πελάτη και παροχέα εξασφάλισης του πελάτη και των συνδεδεμένων προσώπων τους·

"πιστωτικό ίδρυμα" [Διαγράφηκε]·

"σημαντικό υποκατάστημα" σημαίνει υποκατάστημα που στο κράτος μέλος υποδοχής θα κρινόταν σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 27Ε και μετά την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 50, σύμφωνα με το άρθρο 56(1)·

"στενοί δεσμοί" [Διαγράφηκε]˙

"στόχοι εξυγίανσης" έχουν την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 2 του Νόμου Εξυγίανσης∙

"συγγενής επιχείρηση" σημαίνει την επιχείρηση στην οποία έχει συμμετοχή άλλη επιχείρηση και επί των λειτουργικών και οικονομικών πολιτικών της οποίας αυτή η άλλη επιχείρηση ασκεί σημαντική επιρροή. τεκμαίρεται ότι μια επιχείρηση ασκεί σημαντική επιρροή σε άλλη επιχείρηση όταν κατέχει τουλάχιστον το 20% των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή εταίρων της άλλης επιχείρησης∙

"σύμβουλος" [Διαγράφηκε]·

"συμφωνία συμψηφισμού" σημαίνει συμφωνία βάσει της οποίας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση, όπως ή όπου ορίζεται, επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, ούτως ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητές, ή να τερματίζονται και σε κάθε έτερη περίπτωση να μετατρέπονται σε ή να αντικαθίστανται από μια ενιαία καθαρή απαίτηση και περιλαμβάνει τις ρήτρες συμψηφισμού κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί των Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου, και το «συμψηφισμό» κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου·

"συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας" σημαίνει το συνολικό κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 το οποίο χρειάζεται για την εκπλήρωση της απαίτησης τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, στο οποίο προστίθενται τα εξής, κατά περίπτωση:

(α) ειδικό για κάθε ίδρυμα αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας,

(β) απόθεμα ασφαλείας G-SII,

(γ) απόθεμα ασφαλείας O-SII,

(δ) απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου∙

"συνδεδεμένη εταιρεία" [Διαγράφηκε]·

"συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα" ή "ΣΠΙ" σημαίνει αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο συστάθηκε είτε δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου είτε δυνάμει ανάλογης νομοθεσίας τρίτης χώρας και διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία·

"σύστημα εγγύησης καταθέσεων" ή "ΣΕΚ" έχουν την έννοια που αποδίδει στον όρο «ΣΕΚ» από τις διατάξεις του άρθρου 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου·

"σύστημα ή μηχανισμός ανταλλαγής δεδομένων" σημαίνει σύστημα ή μηχανισμό που πληροί όλες τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) η λειτουργία του συνίσταται στην παροχή, προς συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα, υπηρεσιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πελατών ή και στη συγκέντρωση, καταχώριση, αποθήκευση, επεξεργασία, μετάδοση προς τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα του Νόμου ή και ανταλλαγή μεταξύ των συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων δεδομένων, στοιχείων ή και πληροφοριών αναφορικά με όλες τις διευκολύνσεις των πελατών με σκοπό την αξιολόγηση του αξιόχρεου πελατών πιστωτικών ιδρυμάτων και συνδεδεμένων με αυτούς προσώπων για την αποτελεσματικότερη  διαχείριση του πιστωτικού ή/και άλλων συναφών κινδύνων,

(β) παρέχει πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 28Ε και σε οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου,  στην Κεντρική Τράπεζα για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο, μεταξύ άλλων, για τον υπολογισμό της πιθανότητας αθέτησης και της ζημιάς λόγω αθέτησης, και

(γ) στο σύστημα ή το μηχανισμό αυτό συμμετέχουν αποκλειστικά ΑΠΙ και πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 10Α ή και εταιρείες η κύρια δραστηριότητα των οποίων συνίσταται στη διεξαγωγή μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στο Παράρτημα IV∙

"συστημικά σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα" σημαίνει μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή πιστωτικό ίδρυμα, η αποτυχία ή δυσλειτουργία του οποίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε συστημικό κίνδυνο∙

"συστημικός κίνδυνος" σημαίνει τον κίνδυνο αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία∙

"σχέδιο ανάκαμψης" σημαίνει σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται και διατηρείται από ΑΠΙ σύμφωνα με το άρθρο 23Α·

"σχέδιο ανάκαμψης ομίλου" σημαίνει σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που καταρτίζεται και διατηρείται σύμφωνα με το άρθρο 23Γ·

"σχέδιο εξυγίανσης" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2(1) του Νόμου Εξυγίανσης∙

"σώμα εποπτείας" σημαίνει σώμα εποπτών που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 39(11Α) του παρόντος Νόμου και σύμφωνα με το Άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

"ταμείο εξυγίανσης" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου·

"τράπεζα" σημαίνει ΑΠΙ που συστάθηκε -

(α) δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ή

(β) δυνάμει ανάλογης νομοθεσίας τρίτης χώρας και που διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία·

"τραπεζικές εργασίες" [Διαγράφηκε]·

"τρίτη χώρα" σημαίνει κράτος άλλο από κράτος-μέλος·

"υποκατάστημα" [Διαγράφηκε]·

"υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας" σημαίνει υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο πιστωτικό ίδρυμα συστάθηκε σε τρίτη χώρα και στο οποίο χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για να ασκεί τραπεζικές δραστηριότητες στη Δημοκρατία και στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία∙

"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·

“υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα”  έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του Νόμου Εξυγίανσης·

"ΥΣΕ" σημαίνει την Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών που προβλέπεται στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο·

"χαρτοφυλάκιο συναλλαγών" [Διαγράφηκε]·

"Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου" ή κατά ταυτόσημη έννοια "Χ.Α.Κ.", σημαίνει το χρηματιστήριο που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 3 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ. 4) του 2002·

“χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών” έχει την έννοια που του αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 20) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

"χρηματοδοτικό ίδρυμα" [Διαγράφηκε]·

"χρηματοπιστωτικό μέσο" [Διαγράφηκε].

(2) [Διαγράφηκε].

(3)(α) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(β) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες, οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(4) Για σκοπούς του παρόντος Νόμου, όροι που δεν ορίζονται σε αυτόν, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, έχουν την έννοια την οποία αποδίδει σε αυτούς ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(5) Τυχόν όροι που παρατίθενται σε γλώσσα άλλη από την Ελληνική χρησιμοποιούνται, όχι ως μέρος του επίσημου κειμένου του παρόντος Νόμου, αλλά προς καθοδηγητική βοήθεια και για καλύτερη κατανόηση των όρων που χρησιμοποιούνται στο επίσημο κείμενο του παρόντος Νόμου.

Πεδίο εφαρμογής

2Α.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος  εφαρμόζεται:

(α) στα ΑΠΙ· και

(β) στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει  του άρθρου 10Α.

(2)(α) Τα άρθρα του παρόντος Νόμου που αφορούν την ανάκαμψη και την εξυγίανση εφαρμόζονται από τα ΑΠΙ και όσον αφορά τα ΑΠΙ που είναι υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας, σύμφωνα με τις ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο Μέρος ΙΧ του Νόμου Εξυγίανσης, καθώς και από τις ακόλουθες οντότητες:

(i) Χρηματοδοτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στη Δημοκρατία όταν το χρηματοδοτικό ίδρυμα είναι θυγατρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) ή (iii) και καλύπτεται από την εποπτεία της μητρικής επιχείρησης σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τα Άρθρα 6 έως 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(ii) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές εταιρείες συμμετοχών, που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία·

(iii) μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ.

(β) Εκτός όπου αναφέρεται διαφορετικά, στις διατάξεις που αφορούν την ανάκαμψη και εξυγίανση, η αναφορά σε ΑΠΙ συμπεριλαμβάνει τις οντότητες που παρατίθενται στις υποπαραγράφους (i) έως (iii) της παραγράφου (α).

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των απαιτήσεων που αφορούν την ανάκαμψη και εξυγίανση και όταν χρησιμοποιεί τα διάφορα μέτρα που έχει στη διάθεσή της όσον αφορά τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α), καθώς και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, λαμβάνει υπόψη τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη μετοχική δομή, τη νομική μορφή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος και το νομικό καθεστώς της οντότητας, τις διασυνδέσεις της με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, ή τη συμμετοχή της σε θεσμικό σύστημα προστασίας που πληροί τις απαιτήσεις του Άρθρου 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 113, παράγραφος 6, του εν λόγω Κανονισμού, καθώς και κατά πόσον η υπό αναφορά οντότητα ασκεί οποιεσδήποτε επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες όπως ορίζονται στο άρθρο 2(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να θεσπίζει ή να διατηρεί αυστηρότερους κανόνες ή πρόσθετους κανόνες πέραν αυτών που θεσπίζονται στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ και στις κατ’ εξουσιοδότηση ή στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει αυτής της Oδηγίας, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί έχουν γενική ισχύ και δεν αντίκεινται στην εν λόγω Οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει της εν λόγω Οδηγίας.

(ε) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων που αναφέρονται στην ανάκαμψη και εξυγίανση, όροι που δεν ορίζονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 έχουν την έννοια την οποία τους αποδίδει το άρθρο 2 του Νόμου Εξυγίανσης.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες ενσωματώνουν διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δεν εφαρμόζονται ως προς τις περιπτώσεις ή οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 5, σημεία 2) έως 24) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(4) Για σκοπούς διασφάλισης ότι οι απαιτήσεις ή εποπτικές εξουσίες που καθορίζονται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζονται σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τον εν λόγω Κανονισμό, οι όροι “ίδρυμα”, “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος”, “μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ” και “μητρική επιχείρηση” περιλαμβάνουν επίσης-

(α) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στις οποίες έχει χορηγηθεί έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4Γ,

(β) καθορισμένα ιδρύματα ελεγχόμενα από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, εφόσον η οικεία μητρική εταιρεία δεν υπόκειται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4Γ(4)∙ και

(γ) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή ιδρύματα που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4Γ(6)(β)(iv).

ΜΕΡΟΣ I(Α) ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ
Γενικές εξουσίες Κεντρικής Τράπεζας

2Β.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ασκεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΤ, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό λειτουργιών και καθηκόντων.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί τις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων, και κατά περίπτωση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, προκειμένου να αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει τις πληροφορίες που χρειάζεται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και κατά περίπτωση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να ερευνά πιθανές παραβιάσεις των εν λόγω απαιτήσεων.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι διαθέτει την εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους, την επιχειρησιακή ικανότητα, τις εξουσίες και την ανεξαρτησία που απαιτούνται για την επιτέλεση των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας, έρευνας και επιβολής κυρώσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(5)(α) Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β)  Οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των πιστωτικών ιδρυμάτων επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τον παρόντα Νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και τις δυνάμει αυτών εκδιδόμενες οδηγίες.

(6) Τα πιστωτικά ιδρύματα καταχωρούν όλες τις συναλλαγές τους και καταγράφουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ώστε η Κεντρική Τράπεζα να μπορεί να ελέγξει ανά πάσα στιγμή τη συμμόρφωση τους με τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Συντονισμός Κεντρικής Τράπεζας με την αρμόδια για την προληπτική εποπτεία των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων κυπριακή αρχή

2Γ. Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για συντονισμό με την αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη, κατά περίπτωση, με την προληπτική εποπτεία των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

ΜΕΡΟΣ II ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΙΚΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ
Απαγόρευση σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό

3.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10Α, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν είναι ΑΠΙ να ασκεί κατ’ επάγγελμα τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό, στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα έχει εύλογες υπόνοιες ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί δραστηριότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (1), δύναται, με γραπτή ειδοποίηση προς το πρόσωπο αυτό, να το καλέσει να παρουσιάσει σε αρμόδιο λειτουργό της, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση, οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα που ορίζονται στην ειδοποίηση για να εξακριβωθεί από το λειτουργό αυτό κατά πόσο ασκήθηκε οποιαδήποτε εργασία η οποία απαγορεύεται σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(3) Η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να εξαιρεί ορισμένες συναλλαγές από τον ορισμό της <κατάθεσης>, με αναφορά σε οποιουσδήποτε παράγοντες που κρίνει κατάλληλους και, ιδιαίτερα, με αναφορά σε οποιουσδήποτε από τους ακόλουθους όρους -

(α) Tο ποσό της κατάθεσης·

(β) τη συνολική υποχρέωσή του προσώπου που αποδέχεται την κατάθεση προς τους καταθέτες του·

(γ) τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ή το σκοπό, για τον οποίο έγινε η κατάθεση·

(δ) τον αριθμό ή τα ποσά των συναλλαγών οποιασδήποτε ιδιαίτερης περιγραφής που διενεργούνται από το πρόσωπο που αποδέχεται την κατάθεση ή τη συχνότητα, με την οποία το πρόσωπο αυτό διενεργεί συναλλαγές οποιασδήποτε ιδιαίτερης περιγραφής.

(4) Το εδάφιο (1) δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων κεφαλαίων επιστρεπτέων από κράτος-μέλος, από τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές κράτους-μέλους, από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους είναι μέλη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή για τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στον παρόντα Νόμο ή στο ενωσιακό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε κανονισμούς και ελέγχους που αποσκοπούν στην προστασία των καταθετών και των επενδυτών.

(5)(α) ΑΠΙ δεν επιτρέπεται να δέχεται καταθέσεις αν δεν συμμετέχει στο ΣΕΚ που συστάθηκε σύμφωνα με τον περί  Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο.

(β) ΑΠΙ που αποτελεί υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος τρίτης χώρας και δεν συμμετέχει στο ΣΕΚ επιτρέπεται να δέχεται καταθέσεις μόνο εάν συμμετέχει σε σύστημα εγγύησης καταθέσεων στην τρίτη χώρα το οποίο, με βάση έλεγχο που διενεργήθηκε σύμφωνα με τον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμο και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, διαθέτει προστασία ισοδύναμη με την προστασία που παρέχεται με την Οδηγία 2014/49/ΕΕ.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τυχόν νομοθεσία της Δημοκρατίας που επιτρέπει ρητά σε επιχειρήσεις πλην των ΑΠΙ να ασκούν τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

(7) Σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Κεντρική Τράπεζα δεν δύναται να απαλλάσσει ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία από την εφαρμογή των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άδεια λειτουργίας

4.- (1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10Α, πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα πριν την έναρξη των δραστηριοτήτων του στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία.

(β)(i) Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους IV, άδεια λειτουργίας εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα μόνο σε νομικό πρόσωπο που συστάθηκε στη Δημοκρατία δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, και σε πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί και έχει λάβει άδεια σε τρίτη χώρα δυνάμει ανάλογης νομοθεσίας της χώρας αυτής, προκειμένου να λειτουργεί στη Δημοκρατία μέσω υποκασταστήματος.

(ii) Πιστωτικό ίδρυμα που συστάθηκε στη Δημοκρατία οφείλει να έχει την καταστατική του έδρα καθώς και την έδρα της κεντρικής του διοίκησης  στη Δημοκρατία·

(iii) Πιστωτικά ιδρύματα εκτός εκείνων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii), έχουν την έδρα της κεντρικής τους διοίκησης στο κράτος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους και στο οποίο διεξάγουν πράγματι τις εργασίες τους.

(β1) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, σε περίπτωση κατά την οποία το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει χωριστά ίδια κεφάλαια ή όταν το αρχικό του κεφάλαιο είναι μικρότερο από πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000).

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα της έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει την ταυτότητα των μετόχων ή μελών, είτε άμεσων είτε έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή καθώς και το ποσοστό αυτών των συμμετοχών ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των είκοσι (20) μεγαλύτερων μετόχων ή μελών.

Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπουν τα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 του εν λόγω Νόμου.

Η Κεντρική Τράπεζα δε λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές τις οποίες τυχόν κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα, ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε, υπό τον όρο ότι τα δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον, ενόψει της αναγκαιότητας να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος δεν έχει πειστεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 17Α(1)∙ οι διατάξεις του άρθρου 17Α(3) και (4) και του άρθρου 17Β εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.

(ε) Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

(στ) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

(ζ) Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που ζητεί, ώστε να δύναται να παρακολουθεί σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(2)(α) Αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας υποβάλλεται, από ή εκ μέρους του αιτητή, στην Κεντρική Τράπεζα και συνοδεύεται από το πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο περιγράφει τα είδη των προβλεπόμενων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος συμπεριλαμβανομένης της ένδειξης των μητρικών επιχειρήσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών εντός του ομίλου, και από περιγραφή των ρυθμίσεων, των διαδικασιών και των μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 19(2) και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα και πληροφορίες που δυνατό να απαιτήσει η Κεντρική Τράπεζα.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εκτός εάν έχει πειστεί ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 19(2) καθιστούν δυνατή την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων από το εν λόγω ίδρυμα.

(γ) Το αρχικό κεφάλαιο αποτελείται από  ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως ε), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να χορηγεί άδεια σε ειδικές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων το αρχικό κεφάλαιο των οποίων είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1), εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

(i) το αρχικό κεφάλαιο δεν είναι μικρότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000),

(ii) η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους λόγους για τους οποίους κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής.

(2Α)(α) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος μόνο με την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα κατευθύνουν αποτελεσματικά τις εργασίες του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας εάν -

(i) τα μέλη του διοικητικού οργάνου, δεν έχουν καλή φήμη και επαρκείς γνώσεις, προσόντα και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

(ii) η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου δεν αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών, και

(iii) τα μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014.

(3)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος ενημερώνει γραπτώς τον αιτούντα για την απόφασή της καθώς και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή  εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης ή εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την λήψη απόφασης.

(β) Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης άδειας λειτουργίας εντός   δώδεκα (12) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

(4)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3) η Κεντρική Τράπεζα δύναται, να τροποποιεί ή να ανακαλεί οποτεδήποτε, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, οποιουσδήποτε όρους που έχουν επιβληθεί σε χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας, ή να επιβάλλει οποιουσδήποτε νέους όρους σε αυτή.

(β) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (2Α) και (5), η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει με οδηγία της τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας τις οποίες κοινοποιεί στην ΕΑΤ.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα δεν εξετάζει την αίτηση για άδεια λειτουργίας βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(6)(α) Πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας δύναται να παραδώσει την άδεια λειτουργίας του με γραπτή ειδοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα.

(β) Η παράδοση ισχύει από την ημερομηνία της ειδοποίησης ή αν σε αυτή καθορίζεται μεταγενέστερη ημερομηνία ισχύει η ημερομηνία εκείνη και όπου καθορίζεται μεταγενέστερη ημερομηνία στην ειδοποίηση, το πιστωτικό ίδρυμα δύναται με νέα γραπτή ειδοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα να καθορίσει ενωρίτερη ημερομηνία παράδοσης, η οποία δεν μπορεί να είναι ενωρίτερα από την ημερομηνία της αρχικής ειδοποίησής της.

(γ) Η παράδοση άδειας λειτουργίας είναι ανέκκλητη εκτός εάν ρητά καθορίζεται ότι θα ισχύσει σε μεταγενέστερη ημερομηνία και πριν την ημερομηνία εκείνη η Κεντρική Τράπεζα με γραπτή ειδοποίησή της προς το πιστωτικό ίδρυμα επιστρέψει την ανάκλησή της.

(7)  Η πολιτική σε ότι αφορά την αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα με οδηγία που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 41.

(8) Η Κεντρική Τράπεζα ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους-μέλους, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας όταν το πιστωτικό ίδρυμα -

(i) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος ή

(ii) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος ή

(iii) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους-μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ΕΠΕΥ,  όπου το πιστωτικό ίδρυμα-

(α) Είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ΕΠΕΥ με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή ΕΠΕΥ με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(10) Η Κεντρική Τράπεζα και οι σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (8) και (9) διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων, καθώς και της φήμης και της εμπειρίας των μελών του διοικητικού οργάνου που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου, και ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων και τη φήμη και εμπειρία των μελών του διοικητικού οργάνου,  που είναι σχετική για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.

(11)(α)  Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας την οποία χορηγεί δυνάμει του παρόντος Νόμου, η δε κοινοποίηση περιλαμβάνει τις επωνυμίες των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και προσδιορίζει τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα ως τέτοια.

(α1) Όταν η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί, σύμφωνα με την παράγραφο (α), στην ΕΑΤ τις άδειες λειτουργίας που χορηγεί σύμφωνα με το εδάφιο (1), δηλώνει το σύστημα εγγύησης καταθέσεων στο οποίο είναι μέλος το ΑΠΙ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, παρέχει στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο ΑΠΙ σύμφωνα με τις παραγράφους (ε), (στ) και (ζ) του εδαφίου (1) του  παρόντος άρθρου, τα εδάφια (2), (3) και (5) του άρθρου 19, το άρθρο 19ΣΤ και το άρθρο 30Β του παρόντος Νόμου και την Οδηγία Διακυβέρνησης, ιδίως σχετικά με τη νομική και οργανωτική διάρθρωση του ομίλου καθώς και τη διακυβέρνησή του.

(γ) Ο κατάλογος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει τις επωνυμίες των ΑΠΙ που συστάθηκαν στην Δημοκρατία που δεν διαθέτουν το κεφάλαιο που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) και καθορίζει τα εν λόγω ΑΠΙ ως τέτοια.

(12)(α) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δεν απαιτεί άδεια λειτουργίας ή προικώο κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη-μέλη.

(β) Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 6, της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 10Α, των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 10Α, του εδαφίου (1) και της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 10Β, των εδαφίων (1), (1Α), (2), (4) και (7) του άρθρου 10Γ, του εδαφίου (4) του άρθρου 10Γδις, των άρθρων 10Δ, 10Ε και 10ΣΤ, των εδαφίων (2), (3) και (5) του άρθρου 19, των εδαφίων (1) και (1Β) του άρθρου 26,  του εδαφίου (2) του άρθρου 26Γ, του εδαφίου (1) του άρθρου 26Δ και του άρθρου 30Β.

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

4Α. (1)  Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει την άδεια ΑΠΙ μόνον όταν το ΑΠΙ –

(α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έτους, παραιτείται ρητώς απ’ αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια παύει να ισχύει,

(α1) χρησιμοποιεί την άδεια λειτουργίας του αποκλειστικά για την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και έχει, για περίοδο πέντε (5) συναπτών ετών, μέσο όρο συνολικών στοιχείων ενεργητικού μικρότερο από τα όρια που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο,

(β) απέκτησε την άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια,

(δ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο Τρίτο, Τέταρτο ή Έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα Άρθρα 92 α) και 92 β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 26Θ ή 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν παρέχει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,

(ε) υπάγεται σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στην κυπριακή νομοθεσία, ως το εδάφιο (9) του άρθρου 45 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου,

(στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 41Δ.

(2) Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και οι λόγοι να γνωστοποιούνται από την Κεντρική Τράπεζα στους ενδιαφερόμενους.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας μαζί με τους λόγους της σχετικής ανάκλησης.

Αδειοδότηση και λειτουργία μεταβατικού ΑΠΙ

4Β.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγήσει άδεια σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 50 του Νόμου Εξυγίανσης, προκειμένου αυτό να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες που αποκτά δυνάμει της μεταβίβασης που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 50 του Νόμου Εξυγίανσης.

(2) Το μεταβατικό αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα πληροί τις εποπτικές απαιτήσεις και υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τον παρόντα Νόμο και τον περί  Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμο  και τις δυνάμει αυτών εκδιδόμενες οδηγίες.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κατόπιν αιτήματος της αρχής εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης, να χορηγήσει άδεια σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του, υποδεικνύοντας την περίοδο για την οποία το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα απαλλάσσεται από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

Έγκριση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

4Γ.-(1)(α) Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών στη Δημοκρατία, οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στη Δημοκρατία, οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ και οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Άλλες χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ζητούν έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν απαιτείται συμμόρφωσή τους με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε υποενοποιημένη βάση.

(2)(α) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο, παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εφόσον είναι διαφορετική, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου του οποίου η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποτελεί μέρος, με σαφή αναφορά στις οικείες θυγατρικές και, κατά περίπτωση, στις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τον τόπο και το είδος της δραστηριότητας που ασκείται από καθεμία από τις οντότητες του ομίλου·

(ii) πληροφορίες σχετικά με τον διορισμό τουλάχιστον δύο προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 19(4) περί της επάρκειας των μελών του διοικητικού οργάνου·

(iii) πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια του άρθρου 4(1)(γ) έως (ζ) περί των μετόχων και των μελών, εφόσον η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει πιστωτικό ίδρυμα ως θυγατρική της·

(iv) την εσωτερική οργάνωση και την κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου· 

(v) κάθε άλλη πληροφορία που δυνατό να είναι αναγκαία για τη διενέργεια των αξιολογήσεων που αναφέρονται στα εδάφια (3) και (4).

(β) Στην περίπτωση κατά την οποία η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συμπίπτει χρονικώς με την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 17, η Κεντρική Τράπεζα συντονίζεται καταλλήλως με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών∙ στην περίπτωση αυτή, η περίοδος αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 17(2)(β) αναστέλλεται για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται να χορηγεί σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μόνο εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι εσωτερικές ρυθμίσεις και η κατανομή καθηκόντων στο εσωτερικό του ομίλου επαρκούν για τον σκοπό της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις και ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και είναι, ιδίως, κατάλληλες για-

(i) τον συντονισμό όλων των θυγατρικών της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μεταξύ άλλων, εφόσον απαιτείται, μέσω της κατάλληλης κατανομής καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών ιδρυμάτων,

(ii) την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στο εσωτερικό του ομίλου, και

(iii) την επιβολή πολιτικών, οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και καθορίζονται από τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε ολόκληρο τον όμιλο·

(β) η οργανωτική διάρθρωση του ομίλου, μέρος του οποίου αποτελεί η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, δεν εμποδίζει κατ' άλλον τρόπο την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών ιδρυμάτων ή των μητρικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις ατομικές, τις ενοποιημένες και, κατά περίπτωση, τις υποενοποιημένες υποχρεώσεις στις οποίες υπόκεινται· για την αξιολόγηση του εν λόγω κριτηρίου λαμβάνονται υπόψη ιδίως-

(i) η θέση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε πολυεπίπεδο όμιλο,

(ii) η μετοχική δομή∙ και

(iii) ο ρόλος της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εντός του ομίλου·

(γ) πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4(1)(γ) έως (ζ) και οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 19(4).

(4)(α) Δεν απαιτείται έγκριση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών βάσει του παρόντος άρθρου, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Κύρια δραστηριότητα της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές ή, στην περίπτωση μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κύρια δραστηριότητά της έναντι ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων είναι η απόκτηση συμμετοχών σε θυγατρικές·

(ii) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν έχει οριστεί ως οντότητα εξυγίανσης σε οποιονδήποτε από τους ομίλους εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή εξυγίανσης βάσει του Νόμου Εξυγίανσης ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

(iii) ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα έχει οριστεί υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα και η νόμιμη εξουσία να εκπληρώνει αποτελεσματικά τις εν λόγω υποχρεώσεις·

(iv) η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει στη λήψη διαχειριστικών, επιχειρησιακών ή οικονομικών αποφάσεων που επηρεάζουν τον όμιλο ή τις θυγατρικές του οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα·

(v) δεν υπάρχει κώλυμα για την αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.

(β) Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών απαλλασσόμενες από τις απαιτήσεις έγκρισης σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν αποκλείονται από την περίμετρο της ενοποίησης όπως καθορίζεται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(5)(α)  Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τους όρους του εδαφίου (3) ή, κατά περίπτωση, του εδαφίου (4) εξακολουθητικά.

(β) Οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, τις πληροφορίες που ζητεί για να παρακολουθεί εξακολουθητικά την οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη συμμόρφωση προς τους όρους του εδαφίου (3) ή, κατά περίπτωση, του εδαφίου (4).

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(6)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι όροι του εδαφίου (3), η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ενδεδειγμένα μέτρα εποπτείας για τη διασφάλιση ή την αποκατάσταση, κατά περίπτωση, της συνέχειας και της ακεραιότητας της ενοποιημένης εποπτείας και της εξασφάλισης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ  νομοθετικές διατάξεις και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ενοποιημένη βάση∙ στην περίπτωση μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, τα μέτρα εποπτείας λαμβάνουν, ιδίως, υπόψη τις επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων.

(β) Τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δύναται να περιλαμβάνουν-

(i) αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια των θυγατρικών ιδρυμάτων που κατέχει η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών·

(ii) έκδοση προσωρινών μέτρων ή κυρώσεων κατά της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυντικών στελεχών, τηρουμένων των άρθρων 17(8) και (9), 41Α, 41Γ, 41Δ, 41Ε, 42Β, 42Γ και 42Δ·

(iii) παροχή εντολών ή οδηγιών στη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών να μεταβιβάσει στους μετόχους της τις συμμετοχές στα θυγατρικά της ιδρύματα·

(iv) καθορισμό σε προσωρινή βάση άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή ιδρύματος εντός του ομίλου, ως υπευθύνων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ  νομοθετικές διατάξεις και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ενοποιημένη βάση·

(v) περιορισμό ή απαγόρευση της διανομής κερδών ή της καταβολής τόκων στους μετόχους·

(vi) απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να προβούν σε εκποίηση ή περιορισμό των συμμετοχών σε ιδρύματα ή άλλες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα·

(vii) απαίτηση από τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση, χωρίς καθυστέρηση, της συμμόρφωσης.

(7)   Εφόσον η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαπιστώσει ότι οι όροι του εδαφίου (4) δεν πληρούνται πλέον, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ζητεί έγκριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(8) Για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση και την απαλλαγή από την υποχρέωση έγκρισης κατά τα εδάφια (3) και (4), αντίστοιχα, και τα μέτρα εποπτείας κατά τα εδάφια (6) και (7), στην περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτεία είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η Κεντρική Τράπεζα συμμορφώνεται με το Άρθρο 21α, παράγραφος 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(9)(α)  Στην περίπτωση μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμε-τοχών, εάν η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, είναι διαφορετική από τον συντονιστή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 11 των περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων Οδηγιών του 2012 και 2016 ή, κατά περίπτωση, με το Άρθρο 10 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ, τότε απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή για τους σκοπούς των αποφάσεων ή των κοινών αποφάσεων που αναφέρονται στα εδάφια (3), (4), (6) και (7), κατά περίπτωση.

(β) Σε περίπτωση  που απαιτείται η συγκατάθεση του συντονιστή, σύμφωνα με την παράγραφο (α), οι διαφωνίες παραπέμπονται στην ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA), που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. 

(γ) Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν θίγει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων Οδηγίες του 2012 και 2016 ή τον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο ή, κατά περίπτωση, στην Οδηγία 2002/87/ΕΚ ή την Οδηγία 2009/138/ΕΚ.

(10)(α) Εφόσον η έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο έχει απορριφθεί, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφαση και το σκεπτικό της εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραλαβή του συνόλου των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση.

(β) Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση χορήγησης ή άρνησης έγκρισης εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

(γ) Η άρνηση δύναται να συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από οποιοδήποτε εκ των προβλεπόμενων  μέτρων στο εδάφιο (6).

Ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση

4Δ.-(1) Δύο ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, έχουν μία μόνο ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή  Ένωση:

Νοείται ότι, το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα ιδρύματα είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία.

(2)  Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) να έχουν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, εάν διαπιστώσει ότι η εγκατάσταση μίας μόνο ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης-

(α) θα ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που επιβάλλουν οι κανόνες ή οι εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση του ομίλου τρίτης χώρας∙ ή

(β) θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με αξιολόγηση που έχει διενεργήσει η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης:

Νοείται ότι, το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα ιδρύματα είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία.

(3)(α) Η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4Γ του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με υποχρεωτική απαίτηση, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2), η ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή η δεύτερη ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση επιτρέπεται να είναι επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και η οποία υπόκειται στον Νόμο Εξυγίανσης ή, κατά περίπτωση, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το Άρθρο 5, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και η οποία υπόκειται στο Νόμο Εξυγίανσης, στον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο και στον περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων Νόμο, στον Κανονισμό 6 των περί Συστημάτων Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών ή, κατά περίπτωση, στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ.

(4) Τα εδάφια (1), (2) και (3) δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χαμηλότερη από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000).

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -

(α) η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση του ομίλου τρίτης χώρας είναι το άθροισμα των ακόλουθων:

(i) Tης συνολικής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή όπως προκύπτει από τους χωριστούς ισολογισμούς τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος και

(ii) της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα  με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

(β) ο όρος “ίδρυμα” περιλαμβάνει και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί στην ΕΑΤ για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στη δικαιοδοσία της τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας·

(β) επωνυμίες και συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία  σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τα είδη δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν·

(γ) επωνυμία και είδος, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3), οποιασδήποτε ενδιάμεσης ενωσιακής μητρικής επιχείρησης που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι κάθε ίδρυμα που υπάγεται στη δικαιοδοσία της και ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση·

(β) είναι ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση·

(γ) είναι το μόνο ίδρυμα του ομίλου τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ή

(δ) ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάτω από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000).

(8) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), οι όμιλοι τρίτης χώρας, που λειτουργούν μέσω περισσότερων του ενός ιδρυμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση ίση ή μεγαλύτερη από σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ (€40.000.000.000) κατά την 27η Ιουνίου 2019, επιτρέπεται να έχουν ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση ή, σε περίπτωση που εφαρμόζεται το εδάφιο (2), δύο ενδιάμεσες ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις έως την 30ή Δεκεμβρίου 2023.

Ειδικές απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

4Ε.-(1) Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι οποίες έχουν ήδη λάβει άδεια λειτουργίας, βάσει του Τίτλου II του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, υποβάλλουν αίτηση άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, το αργότερο την ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα οποιοδήποτε από τα ακόλουθα γεγονότα:

(α) Ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών, είναι ίσος ή υπερβαίνει το ποσό των τριάντα δισεκατομμυρίων ευρώ (€30.000.000.000)∙ ή

(β) ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών, είναι χαμηλότερος από τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ (€30.000.000.000) και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας χαμηλότερης των τριάντα δισεκατομμυρίων ευρώ (€30.000.000.000) και ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα, Μέρος Ι, σημεία 3) και 6), του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, είναι ίση ή υπερβαίνει τα τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ (€30.000.000.000), αμφότερα υπολογιζόμενα κατά μέσο όρο σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών.

(2) Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύναται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μέχρι να λάβουν την άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.

(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οι οποίες στις 24 Δεκεμβρίου 2019 ασκούσαν δραστηριότητες ως επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, υποβάλλουν αίτηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος Νόμου, έως την 27η Δεκεμβρίου 2020.

(4) Όταν η Κεντρική Τράπεζα, αφού λάβει τις πληροφορίες που απαιτούνται, σύμφωνα με τις εναρμονιστικές διατάξεις του κυπριακού νόμου που μεταφέρει το Άρθρο 95α της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεωρεί ότι μια επιχείρηση πρέπει να λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 4, ειδοποιεί την επιχείρηση και την αρμόδια αρχή ως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και αναλαμβάνει τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας από την ημερομηνία της εν λόγω ειδοποίησης.

(5) Σε περίπτωση χορήγησης νέας άδειας, η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι η διαδικασία είναι όσο το δυνατόν πιο εξορθολογισμένη και ότι λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες από τις υφιστάμενες άδειες.

Τέλη αδειοδότησης

4ΣΤ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί όπως τα νομικά πρόσωπα, τα οποία υποβάλλουν αίτηση για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος καταβάλλουν σε αυτή τα έξοδα που σχετίζονται με την εξέταση της αίτησής τους.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για τον κοστοστρεφή καθορισμό και την καταβολή των εν λόγω εξόδων.

ΜΕΡΟΣ III ΟΝΟΜΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ
Περιορισμός της χρήσης των λέξεων “τράπεζα” και “ταμιευτήριo” και των φράσεων “πιστωτικό ίδρυμα” και “συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα”

5. (1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο:

(α) εκτός από τράπεζα, να χρησιμοποιεί σε οποιαδήποτε γλώσσα τη λέξη “τράπεζα” και

(β) εκτός από ΣΠΙ, να χρησιμοποιεί σε οποιαδήποτε γλώσσα τη  φράση “συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα” ή τη λέξη “ταμιευτήριο”

ή οποιαδήποτε γραμματική παραλλαγή των λέξεων “τράπεζα” ή “ταμιευτήριο” ή των φράσεων “πιστωτικό ίδρυμα” ή “συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα” αναφορικά με οποιαδήποτε επιχείρηση ή εργασία που διεξάγεται από αυτό, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα χορηγήσει προηγουμένως γραπτή έγκριση για το σκοπό αυτό με οποιουσδήποτε όρους η ίδια κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.

(2) Για τους σκοπούς της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, δύνανται να χρησιμοποιούν στη Δημοκρατία την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στο κράτος όπου ευρίσκεται η έδρα τους. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί, για λόγους σαφήνειας όπως η επωνυμία συνοδεύεται από ορισμένα επεξηγηματικά στοιχεία.

(3) Τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία δύνανται να χρησιμοποιούν σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στη Δημοκρατία, ανεξαρτήτως των διατάξεων του κράτους-μέλους υποδοχής όσον αφορά τη χρήση των λέξεων "τράπεζα" ή "ταμιευτήριο" ή άλλων παρομοίων τραπεζικών επωνυμιών. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί σύγχυση, τα υποκαταστήματα των ΑΠΙ οφείλουν εάν το απαιτήσει η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, για λόγους σαφήνειας, να συνοδεύουν την επωνυμία τους με επεξηγηματικά στοιχεία.

Διαφήμιση

6.-(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να διαφημίζει, να προκαλεί ή να επιτρέπει να διαφημίζεται ή να υποβοηθά στη διαφήμιση ή να εκδίδει, ή να προκαλεί ή να επιτρέπει την έκδοση ή να υποβοηθά οποιαδήποτε διαφήμιση ή να υποβοηθά στην έκδοση οποιασδήποτε διαφήμισης ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που αποσκοπεί ή που είναι ενδεχόμενο να ωθήσει το κοινό να επενδύσει χρήματα σε καταθέσεις σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν είναι ΑΠΙ ή με τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης που συστάθηκε δυνάμει του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος "διαφήμιση" περιλαμβάνει κάθε μορφή διαφήμισης ή προβολής η οποία γίνεται με δημοσίευση ή έκθεση γνωστοποιήσεων ή με εγκυκλίους ή άλλα έγγραφα ή με έκθεση φωτογραφιών ή κινηματογραφικών ή άλλων ταινιών ή μέσω ραδιοφώνου, τηλεόρασης ή άλλου μέσου μαζικής επικοινωνίας και αναφορά στην έκδοση διαφήμισης θα ερμηνεύεται ανάλογα.

(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δε θα ερμηνεύονται ότι απαγορεύουν την εισαγωγή και συνήθη διανομή στη Δημοκρατία εφημερίδων, περιοδικών και βιβλίων ευρείας κυκλοφορίας στο εξωτερικό για το λόγο και μόνο ότι αυτά περιέχουν διαφημίσεις για προσέλκυση καταθέσεων σε ιδρύματα που λειτουργούν στο εξωτερικό.

(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) του άρθρου 10Β και της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 10Β, και των άρθρων 10Δ, 10Ε, 10ΣΤ, 10Ζ και 26ΙΒ, δεν εμποδίζουν πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία και το οποίο παρέχει στη Δημοκρατία υπηρεσίες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10Α, να διαφημίζει στη Δημοκρατία τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχει με όλα τα διαθέσιμα μέσα επικοινωνίας, τηρουμένων των κανόνων που ενδεχομένως διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης που έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος.

ΜΕΡΟΣ IV ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Τόπος εργασίας εκτός της Δημοκρατίας

7.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10Γ, απαγορεύεται σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία να εγκαθιστά ή να διατηρεί υποκατάστημα ή γραφείο αντιπροσωπείας εκτός της Δημοκρατίας χωρίς προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας. Τέτοια έγκριση μπορεί να χορηγείται με οποιουσδήποτε όρους τους οποίους η Κεντρική Τράπεζα δυνατό να κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται οποτεδήποτε, με γραπτή ειδοποίηση, να επιβάλλει σε έγκριση που χορηγείται δυνάμει του εδαφίου (1) οποιουσδήποτε νέους όρους ή να τροποποιεί ή να ανακαλεί οποιουσδήποτε όρους που έχουν επιβληθεί, όπως αυτή δυνατό να κρίνει σκόπιμο.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 41(2) η Κεντρική Τράπεζα δύναται οποτεδήποτε, με γραπτή ειδοποίηση, να ανακαλεί έγκριση που χορηγήθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) και η λειτουργία του υποκαταστήματος ή γραφείου αντιπροσωπείας, ανάλογα με την περίπτωση, τερματίζεται εντός τακτής χρονικής περιόδου που ορίζεται στην ειδοποίηση.

Γραφεία αντιπροσωπείας αλλοδαπών ιδρυμάτων

8.-(1) Απαγορεύεται σε ίδρυμα που δυνάμει των νόμων μιας άλλης χώρας δύναται να ασκεί εργασίες πιστωτικού ιδρύματος, να εγκαταστήσει γραφείο αντιπροσωπείας στη Δημοκρατία χωρίς προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας η οποία δύναται να χορηγεί την έγκριση της με οποιουσδήποτε όρους τους οποίους η ίδια κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.

(2)Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 5, γραφείο αντιπροσωπείας που εγκαθίσταται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να χρησιμοποιεί τη λέξη "τράπεζα" ή “ταμιευτήριο” ή “πιστωτικό ίδρυμα” ή “συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα” ή οποιαδήποτε γραμματική της παραλλαγή ως μέρος του ονόματος του, νοουμένου ότι το ίδρυμα στο οποίο ανήκει διεξάγει με το όνομα αυτό τις εργασίες του στη χώρα προέλευσης του και νοουμένου περαιτέρω ότι το όνομα αυτό χρησιμοποιείται στη Δημοκρατία σε συνδυασμό με την περιγραφή "Γραφείο Αντιπροσωπείας Κύπρου".

(3) Στην έγκριση που παραχώρησε με βάση το εδάφιο (1) η Κεντρική Τράπεζα δύναται οποτεδήποτε με γραπτή ειδοποίηση της να επιβάλλει οποιουσδήποτε νέους όρους ή να τροποποιεί ή να ανακαλεί οποιουσδήποτε όρους που έχουν επιβληθεί όπως αυτή δυνατό να κρίνει σκόπιμο.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται οποτεδήποτε με γραπτή ειδοποίηση να ανακαλεί οποιαδήποτε έγκριση που χορηγήθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) και η λειτουργία του γραφείου αντιπροσωπείας τερματίζεται εντός τακτής χρονικής περιόδου που ορίζεται στην ειδοποίηση.

Τερματισμός εργασιών υποκαταστήματος

9. ΑΠΙ που έχει συσταθεί σε τρίτη χώρα που προτίθεται να  τερματίσει τις εργασίες του υποκαταστήματός του στη Δημοκρατία ή ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία  που προτίθεται να τερματίσει τις εργασίες οποιουδήποτε υποκαταστήματός του εκτός της Δημοκρατίας οφείλει να δώσει προηγουμένως προς την Κεντρική Τράπεζα τριών μηνών γραπτή προειδοποίηση για την πρόθεση αυτή ή τέτοια άλλη βραχύτερη γραπτή προειδοποίηση που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε εκάστοτε επιτρέψει.

Αλλαγή Ιδρυτικού Εγγράφου και Καταστατικού

10.-(1) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα, το συντομότερο δυνατό, και οπωσδήποτε όχι αργότερα από ένα μήνα μετά την αλλαγή του ονόματος της ή την τροποποίηση του ιδρυτικού της Εγγράφου ή του Καταστατικού της ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου που αφορά τη σύσταση της ή που είναι καθοριστικό για τη σύσταση της, τις λεπτομέρειες των εν λόγω αλλαγών ή τροποποιήσεων.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να φέρει ένσταση στην αλλαγή ή στις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και σε τέτοια περίπτωση το ΑΠΙ οφείλει να συμμορφωθεί με τις οποιεσδήποτε υποδείξεις της Κεντρικής Τράπεζας στο θέμα αυτό το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες.

(3) ΑΠΙ εκτός από ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα, το συντομότερο δυνατό, και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τρεις μήνες μετά την αλλαγή του ονόματος της ή τροποποίηση του Ιδρυτικού της Εγγράφου ή του Καταστατικού της ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου που αφορά τη σύσταση της ή που είναι καθοριστικό για τη σύσταση της, τις λεπτομέρειες των εν λόγω αλλαγών ή τροποποιήσεων.

Ελευθερία εγκατάστασης και παροχή υπηρεσιών από πιστωτικό ίδρυμα, ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που είναι θυγατρικό πιστωτικού ιδρύματος, με έδρα άλλο κράτος-μέλος

10Α.- (1) Οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος IV δύναται να ασκούνται στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 35 και του Άρθρου 39, παράγραφοι 1 και 2,  της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και του εδαφίου (4) του άρθρου 6, της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) και των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 10Α, του εδαφίου (4) και της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 10Δ, του εδαφίου (1) του άρθρου 10ΣΤ, του άρθρου 51, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 52 και των εδαφίων (1) έως (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, είτε μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος είτε μέσω της παροχής υπηρεσιών, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους- μέλους, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του και εφόσον η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους-μέλους γνωστοποιήσει προς την Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση υποκαταστήματος, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Άρθρο 35, παράγραφος 2, στοιχεία β), γ) και δ), της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ καθώς και την πληροφόρηση που αναφέρεται στο Άρθρο 35, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και σε περίπτωση ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Άρθρο 39, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(2)(α) [Διαγράφηκε].

(β) [Διαγράφηκε].

(γ) [Διαγράφηκε].

(δ) Πριν το υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους-μέλους αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής, έχει προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή από την αρμόδια  αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, των απαραίτητων πληροφοριών που αναφέρονται στο Άρθρο 35, παράγραφος 2, στοιχεία β), γ) και δ), της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, προκειμένου να οργανώσει την εποπτεία του εν λόγω υποκαταστήματος σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 10Β και την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και του άρθρου 10Β, των άρθρων 10Δ, 10Ε, 10ΣΤ, 10Ζ και 26ΙΒ, και εάν κρίνεται απαραίτητο να κοινοποιήσει, τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αυτές οι δραστηριότητες θα ασκούνται στη Δημοκρατία.

(3) [Διαγράφηκε].

(4) Το πιστωτικό ίδρυμα,  μόλις λάβει την κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) από την  Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής, ή, σε περίπτωση που λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) χωρίς επικοινωνία από την Κεντρική Τράπεζα, δύναται να εγκατασταθεί και να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία.

(5) Σε περίπτωση μεταβολής οποιασδήποτε πληροφορίας που γνωστοποιήθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 2, στοιχεία β), γ) και δ), της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ από το πιστωτικό ίδρυμα τόσο στην αρμόδια αρχή κράτους-μέλους προέλευσης όσο και στην Κεντρική Τράπεζα για σκοπούς της ελεύθερης εγκατάστασης, το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί γραπτώς αυτή τη μεταβολή τόσο στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής όσο και στην Κεντρική Τράπεζα, τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, ώστε η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής να αποφασίσει σε σχέση με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2).

Απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή εκθέσεων υποκαταστημάτων

10Β.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δύναται να απαιτεί για στατιστικούς σκοπούς από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει υποκατάστημα στην Δημοκρατία, να της αποστέλλει κατά περιόδους έκθεση για  τις δραστηριότητες που ασκούνται στη Δημοκρατία.

(2) (α) Για την άσκηση της εποπτείας της ρευστότητας υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος κράτους-μέλους, βάσει της παραγράφου (β), η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δύναται να απαιτεί από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που κατάγονται από άλλα κράτη-μέλη τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτεί για το σκοπό αυτό από τα ΑΠΙ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής, εξακολουθεί να έχει, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, την ευθύνη της εποπτείας της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων.

(γ) Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής διατηρεί πλήρη ευθύνη των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της.

(δ) Τα εν λόγω μέτρα δεν επιτρέπουν διάκριση ή περιοριστική μεταχείριση, λόγω του γεγονότος ότι πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος.

(3) Περισσότερες της μιας έδρες εκμετάλλευσης τις οποίες έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος-μέλος ένα πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος θεωρούνται ως ένα μόνον υποκατάστημα.

Χρηματοδοτικά ιδρύματα

10Βδις.-(1) Οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο  του Παραρτήματος IV του παρόντος Νόμου δύναται να ασκούνται στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις των Άρθρων 35, 36, παράγραφοι 1, 2 και 3, 39 παράγραφοι 1 και 2, και 40 έως 46 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είτε μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος ή μέσω της παροχής υπηρεσιών, από κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα άλλου κράτους-μέλους, που είτε είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος είτε κοινή θυγατρική δύο ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων, του οποίου το καταστατικό και το ιδρυτικό έγγραφο επιτρέπουν την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων και το οποίο πληροί όλες τις παρακάτω προϋποθέσεις-

(α) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος-μέλος το δίκαιο του οποίου διέπει το χρηματοδοτικό ίδρυμα,

(β) οι εν λόγω δραστηριότητες πράγματι ασκούνται στο ίδιο κράτος μέλος,

(γ) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν τουλάχιστον το 90% των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές του χρηματοδοτικού ιδρύματος,

(δ) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις ικανοποιούν την Κεντρική Τράπεζα ότι η διαχείριση του χρηματοδοτικού ιδρύματος ασκείται με σύνεση και, με τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης, δηλώνουν ότι εγγυούνται αλληλεγγύως και κεχωρισμένα τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοδοτικό ίδρυμα,

(ε) το χρηματοδοτικό ίδρυμα περιλαμβάνεται αποτελεσματικά, ιδίως ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες, στην ενοποιημένη εποπτεία στην οποία υπόκειται η μητρική του επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές του επιχειρήσεις, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 19, τα εδάφια (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, τα εδάφια (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11), (11Α), (12) και (13) του άρθρου 39, τα άρθρα 39Α, 39Β, 39Γ, 39Δ, 39Ε και 39ΣΤ και το εδάφιο (4) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου και το Πρώτο Μέρος, Τίτλος II, Κεφάλαιο 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδίως για σκοπούς των απαιτήσεων των ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Άρθρο 92 του εν λόγω κανονισμού, για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προβλέπεται στο Τέταρτο Μέρος του εν λόγω Κανονισμού και για σκοπούς περιορισμού των συμμετοχών που προβλέπεται στα Άρθρα 89 και 90 του εν λόγω Κανονισμού.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, λαμβάνει πιστοποιητικό συμμόρφωσης του χρηματοδοτικού ιδρύματος με τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο εδάφιο (1) από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης του χρηματοδοτικού ιδρύματος, το οποίο πιστοποιητικό αποτελεί μέρος του πακέτου γνωστοποιήσεων που αναφέρονται στα Άρθρα 35 και 39 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(3) Εάν η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης, ότι το χρηματοδοτικό ίδρυμα, που περιγράφεται στο εδάφιο (1), παύσει να πληροί οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, οι δραστηριότητες που ασκεί το χρηματοδοτικό ίδρυμα στη Δημοκρατία διέπονται πλέον από την κυπριακή νομοθεσία.

(4) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις θυγατρικές χρηματοδοτικού ιδρύματος.

Απαίτηση γνωστοποίησης και συνεργασίας Κεντρικής Τράπεζας, ως κράτος-μέλος προέλευσης, με άλλες αρμόδιες αρχές

10Γ.-(1) ΑΠΙ που συστάθηκε στην Δημοκρατία και που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους προβαίνει σε γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα.

(1Α) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και επιθυμεί την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος-μέλος, συνοδεύει την γνωστοποίηση που προβλέπει το εδάφιο (1) με όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) το κράτος-μέλος στο έδαφος του οποίου σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα,

(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων και η οργανωτική δομή του υποκαταστήματος,

(γ) τη διεύθυνση στο εν λόγω κράτος-μέλος υποδοχής, από το οποίο είναι δυνατό να ζητούνται και να λαμβάνονται έγγραφα,

(δ) τα ονόματα των ατόμων που θα είναι υπεύθυνα για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος·

(2)(α) Εφόσον η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, λαμβάνοντας υπόψη τις προβλεπόμενες δραστηριότητες δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του εν λόγω ΑΠΙ, εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της γνωστοποίησης και των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (1Α), κοινοποιεί στις αρμόδιες εποπτικές αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, αυτές τις πληροφορίες και ενημερώνει σχετικά το εν λόγω ΑΠΙ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, κοινοποιεί επίσης το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων καθώς και το σύνολο των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του ΑΠΙ δυνάμει του Άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3) [Διαγράφηκε].

(4) Σε περίπτωση, κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, αρνείται να κοινοποιήσει τα στοιχεία κατά το εδάφιο (1Α) στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί στο ΑΠΙ τους λόγους της άρνησης της εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία  παραλαβής όλων των πληροφοριών.

Η άρνηση κοινοποίησης ή η παράλειψη απάντησης αποτελεί λόγο προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(4Α) Σε περίπτωση μεταβολής οποιασδήποτε πληροφορίας που γνωστοποιήθηκε σύμφωνα με τις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1Α), το ΑΠΙ γνωστοποιεί, γραπτώς, αυτή τη μεταβολή στην Κεντρική Τράπεζα και στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, τουλάχιστον ένα μήνα πριν τη μεταβολή, ώστε η Κεντρική Τράπεζα να μπορεί να λάβει απόφαση έπειτα από τη γνωστοποίηση δυνάμει του εδαφίου (1) και οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής να λάβουν απόφαση σε σχέση με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες για λόγους δημοσίου συμφέροντος αυτές οι δραστηριότητες θα ασκούνται στο κράτος-μέλος υποδοχής.

(5) ΑΠΙ που επιθυμεί να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος ΙV και τις οποίες προτίθεται να ασκήσει.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (5), εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την  Επιτροπή και την ΕΑΤ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (4Α) του παρόντος άρθρου.

(8) Οι διατάξεις των εδαφίων (5) και (6) δεν θίγουν τα δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί από ΑΠΙ που παρείχαν υπηρεσίες πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993.

Χρηματοδοτικά ιδρύματα - εγκατάσταση σε άλλο κράτος-μέλος

10Γδις.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ΑΠΙ που αποτελεί μητρική χρηματοδοτικού ιδρύματος, ελέγχει την εκπλήρωση όλων των προϋποθέσεων που παρατίθενται στις παραγράφους (α) έως (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 36 και εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του εδαφίου (1) αυτού χορηγεί στο χρηματοδοτικό ίδρυμα σχετικό πιστοποιητικό συμμόρφωσης που επισυνάπτεται στη γνωστοποίηση που παρέχεται στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής.

(2) Εάν το χρηματοδοτικό ίδρυμα, παύσει να πληροί μια από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής ώστε η δραστηριότητα που ασκεί το χρηματοδοτικό ίδρυμα στο κράτος-μέλος υποδοχής να διέπεται πλέον από το δίκαιο του κράτους-μέλους υποδοχής.

(3) Τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις θυγατρικές χρηματοδοτικού ιδρύματος.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, κοινοποιεί επίσης, στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος καθώς και το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο που υπολογίζεται κατά το Άρθρο 92, παράγραφοι 3 και 4, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του ΑΠΙ που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση.

Μέτρα που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα αναφορικά με δραστηριότητες ασκούμενες από υποκατάστημα

10Δ.-(1) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10Α, δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να  επανορθώσει και να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Εάν το εμπλεκόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφωθεί, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης.

(3) Εάν, παρά τη λήψη των μέτρων που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης ή λόγω της ανεπάρκειας τους ή επειδή δεν προβλέπονταν μέτρα στο εν λόγω κράτος-μέλος προέλευσης, το πιστωτικό ίδρυμα συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να κατασταλούν νέες παραβιάσεις και, στο βαθμό που είναι απαραίτητο, μπορεί να εμποδίσει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στη Δημοκρατία.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 10Β και των εδαφίων (1) έως (3) του παρόντος άρθρου η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την τιμωρία των διαπραττόμενων στη Δημοκρατία παραβάσεων του παρόντος Νόμου ή των κανόνων που έχει θεσπίσει δυνάμει του παρόντος Νόμου ή για λόγους γενικού συμφέροντος.  Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, μεταξύ άλλων, να εμποδίζει τα πιστωτικά ιδρύματα που παρατυπούν να προβαίνουν σε νέες πράξεις στη Δημοκρατία.

(4Α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής ότι ΑΠΙ που λειτουργεί στο κράτος-μέλος δεν τηρεί τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/EE όπως αυτές μεταφέρθηκαν στη νομοθεσία του κράτους-μέλους, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης λαμβάνει αμελλητί όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι το ΑΠΙ θα επανορθώσει και θα συμμορφωθεί και ενημερώνει για τη φύση αυτών των μέτρων την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής.

(5)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, αιτιολογεί δεόντως και ενημερώνει το υπό αναφορά πιστωτικό ίδρυμα για κάθε μέτρο που λαμβάνει κατ’ εφαρμογή των εδαφίων (1) και (4) του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 10Ε, και περιλαμβάνει την επιβολή κυρώσεων ή περιορισμών στην άσκηση ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, αιτιολογεί δεόντως και ενημερώνει τα υπό αναφορά ΑΠΙ για κάθε μέτρο που λαμβάνει κατ’ εφαρμογή των εδαφίων (1) και (4) του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 10Ε, και περιλαμβάνει την επιβολή κυρώσεων ή περιορισμών στην άσκηση ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης σε άλλο κράτος-μέλος.

Λήψη προληπτικών μέτρων

10Ε.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10Δ, δύναται ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών και άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες και ενημερώνει το συντομότερο δυνατόν την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των  λοιπών εμπλεκόμενων κρατών-μελών για τα μέτρα αυτά.

(2) Τα μέτρα που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν κατόπιν απόφασης της Επιτροπής η οποία διαβουλεύεται για το σκοπό αυτό με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Μέτρα μετά την ανάκληση άδειας λειτουργίας

10ΣΤ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής, μόλις ενημερωθεί για την ανάκληση άδειας πιστωτικού ιδρύματος από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσει το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφος της Δημοκρατίας και να διασφαλίσει τα συμφέροντα των καταθετών.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή κράτους-μέλους προέλευσης ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία.

Κοινοποίηση σε σχέση με υποκαταστήματα τρίτων χωρών και όροι πρόσβασης για τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία ανήκουν τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών

10Ζ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δεν εφαρμόζει επί των υποκαταστημάτων ΑΠΙ που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, κατά την έναρξη ή κατά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους στην Ένωση.

(1Α) Η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από ΑΠΙ, τα οποία συνιστούν  υποκαταστήματα ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, να της υποβάλλουν έκθεση, τουλάχιστον ετησίως, με τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Τα συνολικά στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες του υποκαταστήματος το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία·

(β) πληροφορίες σχετικά με τα διαθέσιμα ρευστά στοιχεία του υποκαταστήματος, ιδίως τη διαθεσιμότητα των ρευστών στοιχείων σε νομίσματα των κρατών μελών·

(γ) τα ίδια κεφάλαια που είναι στη διάθεση του υποκαταστήματος·

(δ) τους μηχανισμούς προστασίας των καταθέσεων που είναι διαθέσιμοι στους καταθέτες στο υποκατάστημα·

(ε) τις ρυθμίσεις για τη διαχείριση των κινδύνων·

(στ) τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος·

(ζ) τα σχέδια ανάκαμψης που καλύπτουν το υποκατάστημα·

(η) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την Κεντρική Τράπεζα για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.

(2)  Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για τα εξής:

(α) Όλες τις άδειες λειτουργίας οι οποίες χορηγούνται σε ΑΠΙ τα οποία αποτελούν υποκαταστήματα ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω αδειών·

(β) τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των  ΑΠΙ τα οποία αποτελούν υποκαταστήματα ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα, βάσει των περιοδικών εκθέσεων·

(γ) επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.

(2Α) Η Κεντρική Τράπεζα συμμορφώνεται με το Άρθρο 47, παράγραφος 2α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν εποπτεύει ΑΠΙ που συνιστούν υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα ή όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου της εν λόγω τρίτης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΜΕΡΟΣ V ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ
Περιορισμός σε πιστωτικές διευκολύνσεις

11. [Διαγράφηκε]
Περιορισμοί στην κατοχή ακινήτων

12.-(1) Απαγορεύεται σε ΑΠΙ να αποκτά ή να αγοράζει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία ή να κατέχει οποιοδήποτε συμφέρον σε ακίνητη ιδιοκτησία παρά μόνο-

(α) Εφόσον η ιδιοκτησία απαιτείται για την αντιμετώπιση τρεχουσών αναγκών σχετικά με τη διεξαγωγή των εργασιών του ΑΠΙ ή για σκοπούς παροχής διευκολύνσεων ψυχαγωγίας στο προσωπικό της ή με την προηγούμενη γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας για σκοπούς δημιουργίας πολιτιστικού κέντρου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα· ή

(β) εφόσον η ιδιοκτησία αποκτάται κατ' ακολουθία διαδικασίας εκποιήσεως ακινήτου προς είσπραξη οφειλής προς ΑΠΙ ή για διακανονισμό οφειλών προς ΑΠΙ υπό τον όρο ότι το ακίνητο θα εκποιηθεί από το ΑΠΙ το ταχύτερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός τριών ετών εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα παρατείνει την προθεσμία των τριών ετών, αν κρίνει σκόπιμο ότι μια τέτοια παράταση είναι καθ' όλα δικαιολογημένη λόγω εξαιρετικών περιστάσεων:

Νοείται ότι στην περίπτωση κατά την οποία το ΑΠΙ είναι αλλοδαπή οι διατάξεις του περί Κτήσεως Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Αλλοδαποί) Νόμου δε θα εφαρμόζονται.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος "ακίνητη ιδιοκτησία" έχει την έννοια που αποδίδεται σ' αυτόν από το άρθρο 2 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου.

Περιορισμοί στην κατοχή μετοχικού κεφαλαίου

13. [Διαγράφηκε]
Απαγόρευση εμπορικών δραστηριοτήτων

14.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 46 και τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1Α), (1Β) και (1Γ) του παρόντος άρθρου, απαγορεύεται σε ΑΠΙ να ασκεί για ίδιο λογαριασμό ή με προμήθεια εμπορική δραστηριότητα, εκτός εάν η δραστηριότητα περιλαμβάνεται στις δραστηριότητες που περιγράφονται στο Παράρτημα ΙV του παρόντος Νόμου ή εκτός εάν η δραστηριότητα συνιστά επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 18) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(1Α) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12, πιστωτικό ίδρυμα που, κατ’ ακολουθία διαδικασίας διακανονισμού οφειλών προς αυτό, κατέχει ακίνητη ιδιοκτησία ή μετοχικό κεφάλαιο άλλης εταιρείας, επιτρέπεται–

(α) Να επιλαμβάνεται οποιωνδήποτε απαραίτητων εργασιών συντήρησης,

(β) να ενοικιάζει το ακίνητο ή την επιχείρηση σε τρίτους, νοουμένου ότι η ενοικίαση δεν  περιορίζει τη δυνατότητα πώλησης του ακινήτου ή της επιχείρησης, και

(γ) να προβαίνει στην ολοκλήρωση ημιτελών έργων ή σε άλλη ανάπτυξη του ακινήτου, προκειμένου αυτό να καταστεί εμπορεύσιμο βάσει σχετικής μελέτης βιωσιμότητας, νοουμένου ότι έχει προβεί προηγουμένως σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για πώληση του ακινήτου, αλλά αυτές απέβησαν άκαρπες.

(1Β) Πιστωτικό ίδρυμα που, κατ’ ακολουθία διαδικασίας διακανονισμού οφειλών προς αυτό αποκτά μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας, επιτρέπεται, νοουμένου ότι δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα άλλων μετόχων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ως διορθώθηκε, να διορίσει –

(α) Παραλήπτη/διευθυντή, προκειμένου να προβεί στην εκκαθάριση της εταιρείας· ή

(β) να διορίσει διευθυντή, προκειμένου να διαχειρίζεται την εταιρεία με σκοπό τη διατήρηση της αξίας της μέχρι τη διάθεσή της.

(1Γ) Μετοχικό κεφάλαιο άλλης εταιρείας που αποκτήθηκε από  πιστωτικό ίδρυμα κατά το διακανονισμό οφειλών προς αυτό διατίθεται το αργότερο εντός τριών (3) ετών από την ημερομηνία απόκτησής του, εκτός εάν, κατόπιν εμπεριστατωμένης αίτησης του πιστωτικού ιδρύματος, η Κεντρική Τράπεζα κρίνει σκόπιμο να παρατείνει την προθεσμία των τριών (3) ετών λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.

(2) [Διαγράφηκε].

(3) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ΑΠΙ δύναται με την προηγούμενη γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας, να προβεί σε ενοικίαση σε τρίτους ακίνητης ιδιοκτησίας που αγόρασε ή απόκτησε για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 12.

Απαγόρευση σε ΑΠΙ εμπορίας μετοχών του

15. Απαγορεύεται σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία-

(α) να αποκτά ή να εμπορεύεται για ίδιο λογαριασμό δικές του μετοχές χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία χορηγείται τηρουμένων των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, που αφορούν το δικαίωμα εταιρείας για εξαγορά ή απόκτηση δικών της μετοχών· ή

(β) να χορηγεί πιστωτικές διευκολύνσεις άμεσες ή έμμεσες για  αγορά των δικών του κεφαλαιακών μέσων ή των κεφαλαιακών μέσων της μητρικής του επιχείρησης ή των μετοχών οποιασδήποτε θυγατρικής επιχείρησης του ΑΠΙ ή της μητρικής του επιχείρησης:

Νοείται ότι, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις θυγατρικής εταιρείας ΑΠΙ, η οποία έχει συσταθεί με σκοπό την απόκτηση ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο διακανονισμού οφειλών, νοουμένου ότι ο δανειολήπτης στον οποίο χορηγείται πιστωτική διευκόλυνση για την απόκτηση του μετοχικού κεφαλαίου τέτοιας εταιρείας δεν είναι ο ίδιος ή δεν συνδέεται μέσω ενιαίου πιστωτικού κινδύνου με το δανειολήπτη που είχε μεταβιβάσει στην εν λόγω θυγατρική εταιρεία του ΑΠΙ ακίνητο ή άλλο περιουσιακό στοιχείο στο πλαίσιο διακανονισμού οφειλών.

Άνοιγμα λογαριασμού και στοιχεία ταυτότητας πελάτη

15Α. [Διαγράφηκε]
ΜΕΡΟΣ VI ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΙ
Συγχώνευση

16.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου ισχύοντος Νόμου-

(α) Απαγορεύεται σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία να πωλήσει ή να διαθέσει το σύνολο ή μέρος των εργασιών της μέσω συγχώνευσης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας·

(β) απαγορεύεται σε ΑΠΙ εκτός από ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία να πωλήσει ή να διαθέσει το σύνολο ή μέρος των εργασιών της που διεξάγει στη Δημοκρατία, μέσω συγχώνευσης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας·

(2) Οποιαδήποτε έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του εδαφίου (1) δυνατό να δοθεί υπό όρους που η Κεντρική Τράπεζα θα κρίνει σκόπιμο να επιβάλει.

Πώληση ή εκχώρηση ή διάθεση δανειακού χαρτοφυλακίου και/ή δικαιωμάτων που απορρέουν από συμβάσεις πιστωτικής διευκόλυνσης υπό προϋποθέσεις

16Α. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 168(I)/2015
Περιορισμοί στην κατοχή μετοχικού κεφαλαίου ΑΠΙ

17.-(1)  Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εφεξής, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 17Α και 17Β, ‘ο υποψήφιος αγοραστής‘), το οποίο μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΠΙ που συστάθηκε στην Δημοκρατία είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, τέτοια ειδική συμμετοχή σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το είκοσι τοις εκατό (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%) ή ώστε το ΑΠΙ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (εφεξής, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 17Α και 17Β, ‘η προτεινόμενη απόκτηση’),  απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στην Κεντρική Τράπεζα, εκ των προτέρων, προσδιορίζοντας το ύψος της προτεινόμενης συμμετοχής καθώς και τις σχετικές πληροφορίες όπως καθορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 17Α.

(2)(α)  Η Κεντρική Τράπεζα, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης καθώς και των επιπλέον πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (3), επιβεβαιώνει εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή τους.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα (60) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 17Α (στο εξής, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 17Α και 17Β, «η περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 17Α (στο εξής, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 17Α και 17Β, «η αξιολόγηση»).

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κατά την περίοδο αξιολόγησης εάν το κρίνει απαραίτητο και όχι μετά την πεντηκοστή (50ή) εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητά εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης καθορίζοντας τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία.

(β) Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την Κεντρική Τράπεζα και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης από τον υποψήφιο αγοραστή, αναστέλλεται η περίοδος αξιολόγησης. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες.

Η Κεντρική Τράπεζα έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο τρίτης χώρας· ή είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των νομικών διατάξεων άλλων κρατών-μελών οι οποίες ενσωματώνουν -

(α) την Οδηγία 2013/36/ΕΕ,

(β) την Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ),

(γ) την Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), ή

(δ) την Οδηγία 2004/39/ΕΚ.

(5) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, αφού ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών και σε κάθε περίπτωση πριν από την εκπνοή της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασής της. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται σε κάθε περίπτωση να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψηφίου αγοραστή.

(6) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

(8) Σε περίπτωση κατά την οποία, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με –

(α) τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 3, όσον αφορά τη δραστηριότητα αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό όταν ο αποδέκτης δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα,

(α1) την άσκηση τουλάχιστον μίας από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με κάλυψη του ορίου που αναφέρεται στο εν λόγω Άρθρο, χωρίς άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,

(β) τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4, όσον αφορά την έναρξη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος χωρίς άδεια λειτουργίας,

(γ) τις διατάξεις του εδαφίου (1), όσον αφορά πρόσωπο που προβαίνει στην απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή στην περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κατεχόμενου μεριδίου κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 17, ή ώστε το ΑΠΙ να καταστεί θυγατρική επιχείρησή του, χωρίς έγγραφη κοινοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα, κατά το χρονικό διάστημα αξιολόγησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας,

(δ) τις διατάξεις του εδαφίου (1) όσον αφορά πρόσωπο που προβαίνει σε παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή σε μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κατεχόμενου κεφαλαίου να καταστεί μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 17Γ ή ώστε το εν λόγω ΑΠΙ να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς την έγγραφη κοινοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα,

(ε) τις διατάξεις του άρθρου 4Γ, όσον αφορά τη μη υποβολή αίτησης για έγκριση χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή οποιαδήποτε άλλη παράβαση των απαιτήσεων του εν λόγω άρθρου,

ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο που έχει υποπέσει σε παράβαση ή μη συμμόρφωση των πιο πάνω, έχει εξουσία να επιβάλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο μέχρι ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο από διακόσια ευρώ (€200) μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(9) Ανεξάρτητα από τα διοικητικά πρόστιμα που δύναται να επιβληθούν δυνάμει του εδαφίου (8), ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλλει τα ακόλουθα διοικητικά μέτρα όσον αφορά τις περιπτώσεις που παρατίθενται στο εδάφιο (1):

(α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ΑΠΙ, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών καθώς και η φύση της παράβασης,

(β) διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και μη επανάληψή της στο μέλλον,

(γ) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών που κατέχει είναι άκυρη,

(δ) απαγόρευση απόκτησης, δια δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ΑΠΙ∙ ή

(ε) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ΑΠΙ που απορρέουν από τις μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ΑΠΙ,

(στ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές εισπρακτέες σύμφωνα με το άρθρο 316 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος,

(ζ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000),

(η) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος δύναται να καθοριστεί,

(θ) αναστολή των εκλογικών δικαιωμάτων του μετόχου ή των μετόχων που είναι υπεύθυνοι για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1):

Νοείται ότι, στην περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

(10)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (8) και (9), σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που παραβαίνει την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωση της κοινοποίησης προς την Κεντρική Τράπεζα ή που αποκτά ειδική συμμετοχή παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας, ο Διοικητής δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 42.

(β) Σε περίπτωση νομικού προσώπου, ο Διοικητής δύναται να επιβάλει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) κυρώσεις και στα μέλη διοικητικών οργάνων ή/και διευθυντές εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας ή παράλειψης ή εν γνώσει των οποίων το νομικό πρόσωπο-

(i) παραβαίνει την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωση της κοινοποίησης προς την Κεντρική Τράπεζα, ή

(ii) αποκτά ειδική συμμετοχή παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας.

(11) Η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει οδηγία δυνάμει του άρθρου 41 προκειμένου να προσδιορίσει τα κριτήρια αξιολόγησης για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

Κριτήρια αξιολόγησης

17Α.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί τη γνωστοποίηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 17 και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 17, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση του ΑΠΙ για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή από τον υποψήφιου αγοραστή στο ΑΠΙ, αξιολογεί  την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης από χρηματοοικονομική άποψη, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή·

(β) τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζονται στην περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014, οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου το οποίο θα κατευθύνει τις δραστηριότητες του ΑΠΙ κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης·

(γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το ΑΠΙ για την οποία προτείνεται η εν λόγω απόκτηση·

(δ) την ικανότητα του ΑΠΙ να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, βάσει του ενωσιακού δικαίου και των κυπριακών εναρμονιστικών διατάξεων με αυτό και κυρίως του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου και της περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων Οδηγίας του 2012, ιδίως κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων αρχών· και

(ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση είναι δυνατόν να αυξήσει αυτό τον κίνδυνο.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για αυτό με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1) ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται  στην ίδια κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 17. Οι απαιτούμενες πληροφορίες πρέπει να είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δεν απαιτεί πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

(5) Ανεξάρτητα από τα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 17, σε περίπτωση που κοινοποιηθούν στην Κεντρική Τράπεζα δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ειδικής συμμετοχής ή αύξηση ειδικής συμμετοχής στο ίδιο ΑΠΙ, η Κεντρική Τράπεζα αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών

17Β.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις άλλες οικείες εποπτικές αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι -

(α)  πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·

(β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή

(γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα στην απόφαση της που ετοιμάζει για την προτεινομένη απόκτηση συμμετοχής σε ΑΠΙ που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία, επισημαίνει τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.

(3) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι αρμόδια για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή:

(α) παρέχει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση και διαβιβάζει στις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες,

(β)δύναται να εκφράσει τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις της στην άλλη αρμόδια αρχή προκειμένου να περιληφθούν στην απόφαση.

Κοινοποίηση στην περίπτωση διάθεσης συμμετοχής

17Γ.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να διαθέσει, άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, οφείλει να το γνωστοποιήσει στην Κεντρική Τράπεζα γραπτώς εκ των προτέρων προσδιορίζοντας το ύψος της  συμμετοχής που προτίθεται να διαθέσει.

(2) Το εν λόγω πρόσωπο γνωστοποιεί, επίσης, στην Κεντρική Τράπεζα, την απόφαση του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, κατά τρόπο ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω από το είκοσι τοις εκατό (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%), ή τόσο ώστε το ΑΠΙ να παύσει να είναι θυγατρική του.

Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις

17Δ.-(1)(α) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, μόλις πληροφορηθεί για αποκτήσεις ή πωλήσεις ειδικών συμμετοχών στο κεφάλαιό του οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 17 και στο άρθρο 17Γ, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα.

(β) Τα ΑΠΙ των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνουν την Κεντρική Τράπεζα, τουλάχιστον ετησίως, με τα ονόματα των μετόχων ή μελών  που έχουν ειδική συμμετοχή καθώς και το ποσοστό τέτοιων συμμετοχών, όπως προκύπτει ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώνονται κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές διαπραγματεύονται σε ρυθμιζόμενη αγορά.

(2)(α) Σε περίπτωση που η άσκηση επιρροής προσώπου στο οποίο αναφέρεται το εδάφιο (1) του άρθρου 17 είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή ή κατάσταση, όπως προσωρινά μέτρα, κυρώσεις, δυνάμει των εδαφίων (8) έως (10) του άρθρου 17 και των άρθρων 41Α, 41Γ, 41Δ, 41Ε, 42Β, 42Γ και 42Δ κατά των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυντικών στελεχών ή διατάσσει την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι μέτοχοι ή τα μέλη του εν λόγω ΑΠΙ.

(β) Παρόμοια μέτρα όπως αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο (α) εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να παρέχουν τις πληροφορίες που ορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 17 και σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (8) έως (10) του άρθρου 17 και των άρθρων 41Α, 41Γ,  41Δ, 41Ε, 42Β, 42Γ και 42Δ.

(γ) Σε περίπτωση που αποκτηθεί ειδική συμμετοχή παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας και ανεξάρτητα από τις κυρώσεις που δύναται να επιβληθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται  επιπλέον να διατάξει την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου, είτε την ακυρότητά τους ή την ακύρωση των σχετικών ψήφων.

(3)(α) Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής όπως αναφέρονται στα άρθρα 17, 17Γ και στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπονται στα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου, καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 του εν λόγω Νόμου.

(β) Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής κατά τα άρθρα 17, 17Γ και τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα δε λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή  τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων όπως διορθώθηκαν,  υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη, και αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(4) Το ΑΠΙ οφείλει να γνωρίζει για κάθε νομικό πρόσωπο που κατέχει τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) του εκδομένου μετοχικού της κεφαλαίου, τους πραγματικούς δικαιούχους του και να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα τουλάχιστον μία φορά το χρόνο ή εφόσον έχει επέλθει μεταβολή ή αλλαγή στα στοιχεία:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο που κατέχει τουλάχιστον πέντε τοις εκατόν (5%) του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου του ΑΠΙ είναι εταιρεία η οποία έχει τουλάχιστον είκοσι (20) μετόχους, το ΑΠΙ φείλει να γνωρίζει μόνο τους μετόχους του νομικού προσώπου που κατέχουν τουλάχιστον το πέντε τοις εκατόν (5%) του εκδομένου μετοχικού του κεφαλαίου και να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο ή εφόσον έχει επέλθει μεταβολή ή αλλαγή στα στοιχεία:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο που κατέχει τουλάχιστον πέντε τοις εκατόν (5%) του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου του ΑΠΙ είναι εταιρεία της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, το ΑΠΙ οφείλει να γνωρίζει μόνο τους μετόχους του νομικού προσώπου που κατέχουν τουλάχιστον το πέντε τοις εκατόν (5%) του εκδομένου μετοχικού του κεφαλαίου και να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα μία φορά το χρόνο:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που δεν κατέστη εφικτό μετά από εύλογες προσπάθειες το ΑΠΙ να γνωρίζει τους πραγματικούς δικαιούχους και τους μετόχους ως ανωτέρω, θα ενημερώνει προς τούτο την Κεντρική Τράπεζα η οποία θα έχει τη διακριτική ευχέρεια να απαλλάσσει το ΑΠΙ από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου.

Αξιολόγηση των μετόχων σε περιπτώσεις διάσωσης με ίδια μέσα ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων

17Ε.-(1) Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 17 έως 17Γ του παρόντος Νόμου και από την υποχρέωση ενημέρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 17Δ του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που η εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ή η μετατροπή κεφαλαιακών μέσων που προβλέπεται στο άρθρο 34 του Νόμου Εξυγίανσης θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα πραγματοποιεί εγκαίρως την αξιολόγηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ή τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων και κατά τρόπο που δεν εμποδίζει τις ενέργειες εξυγίανσης να κατορθώσουν τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.

(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα δεν ολοκληρώσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) κατά την ημερομηνία εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ή της μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, εφαρμόζεται το άρθρο 17Ζ(2) σε κάθε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής από τον αποκτώντα που προκύπτει από την εφαρμογή του μέτρου  διάσωσης με ίδια μέσα ή από τη μετατροπή κεφαλαιακών μέσων.

Άδεια σε αγοραστή μετοχών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ΑΠΙ υπό εξυγίανση

17ΣΤ.-(1) Σε περίπτωση που, δυνάμει του άρθρου 48 του Νόμου Εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει-

(α) Μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ΑΠΙ που τελεί υπό εξυγίανση, ή

(β) όλα ή οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ΑΠΙ που τελεί υπό εξυγίανση,

σε αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ΑΠΙ, η Κεντρική Τράπεζα προβαίνει σε έγκαιρη εξέταση της αίτησης χορήγησης της άδειας σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση.

 

Αξιολόγηση νέων μετόχων ΑΠΙ υπό εξυγίανση κατά την εφαρμογή του μέτρου πώλησης δραστηριοτήτων

17Ζ.-(1) Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 17 έως 17Γ του παρόντος Νόμου και από την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 17Δ του παρόντος Νόμου για ενημέρωση προς την Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας δυνάμει της εφαρμογής του μέτρου πώλησης δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 48 του Νόμου Εξυγίανσης θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ΑΠΙ, η Κεντρική Τράπεζα διεξάγει την αξιολόγηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα έγκαιρα και κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του μέτρου πώλησης δραστηριοτήτων και που δεν εμποδίζει την επιτυχία των στόχων εξυγίανσης.

(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα δεν έχει ολοκληρώσει την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) κατά την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του μέτρου πώλησης δραστηριοτήτων από την αρχή εξυγίανσης, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) H εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή έχει αμέσως νομική ισχύ·

(β) κατά τη διάρκεια της περιόδου αξιολόγησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο (στ), τα δικαιώματα ψήφου του αγοραστή βάσει των εν λόγω μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας αναστέλλονται και εκχωρούνται αποκλειστικά στην αρχή εξυγίανσης·

(γ) κατά τη διάρκεια της περιόδου αξιολόγησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο (στ), οι κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα για παράβαση των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 17(8) και (9) και 41Δ και 42Β δεν εφαρμόζονται για την εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

(δ) η Κεντρική Τράπεζα, αμέσως μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση, γνωστοποιεί γραπτώς στην αρχή εξυγίανσης και στον αγοραστή την έγκρισή της ή την σύμφωνα με το άρθρου 17(5) αντίθεσή της στη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή·

(ε) εάν η Κεντρική Τράπεζα εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή, τα δικαιώματα ψήφου βάσει των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας θεωρείται ότι έχουν πλήρως εκχωρηθεί στον αγοραστή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρχή εξυγίανσης και ο αγοραστής λαμβάνουν την εν λόγω γνωστοποίηση περί έγκρισης·

(στ) εάν η Κεντρική Τράπεζα αντιταχθεί στη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή, τότε -

(i) τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας όπως προβλέπονται στην παράγραφο (β), παραμένουν σε πλήρη ισχύ · και

(ii) σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 48(8)(δ)(ii) του Νόμου Εξυγίανσης απαιτήσει από τον αγοραστή να εκποιήσει αυτές τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας εντός συγκεκριμένης περιόδου και ο αγοραστής δεν ολοκληρώσει την εν λόγω εκποίηση εντός αυτής της περιόδου εκποίησης, η Κεντρική Τράπεζα, με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης, δύναται να επιβάλει στον αγοραστή κυρώσεις και άλλα μέτρα για την παράβαση των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών που προβλέπονται στα άρθρα 17(8) και (9) και 41Δ και 42Β του παρόντος Νόμου.

(3) Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε άλλο κράτος-μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10Γ, ο αγοραστής θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ΑΠΙ υπό εξυγίανση, και δύναται να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ΑΠΙ υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Αξιολόγηση και έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα μελών διοικητικών οργάνων, ανώτατων διοικητικών στελεχών και κατόχων καίριων θέσεων

18. (1)(α) Απαγορεύεται σε νομικά πρόσωπα να ενεργούν ως μέλη διοικητικού οργάνου ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή/και μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, ως διορθώθηκε,  απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου ή ως ανώτατο διοικητικό στέλεχος ή να κατέχει καίρια θέση ή να συμμετέχει με οποιοδήποτε τρόπο στις συνεδριάσεις διοικητικού οργάνου οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο (α), εάν δεν έχει λάβει εκ των προτέρων την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας:

Nοείται ότι, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις εμπειρογνωμόνων και διευθυντικών στελεχών της οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) που καλούνται να παρέχουν συμβουλή για συγκεκριμένα θέματα που εξετάζει το διοικητικό όργανο.

(γ) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (β) και τηρουμένων των διατάξεων του περί Πτώχευσης Νόμου και του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, πρόσωπο το οποίο-

(i) κηρυχτεί σε πτώχευση· ή

(ii) έχει καταδικαστεί σε οποιαδήποτε χώρα για αδίκημα που ενέχει δόλο ή ανεντιμότητα· ή

(iii) έχει καταδικαστεί για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου,

απαγορεύεται να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου ή ως ανώτατο διοικητικό στέλεχος ή να κατέχει καίρια θέση σε οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.

(δ) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία οφείλει  να λάβει εκ των προτέρων την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας για να προχωρήσει στο διορισμό μέλους στο διοικητικό όργανο θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος που συστάθηκε σε τρίτη χώρα, ανεξαρτήτως των προνοιών που ισχύουν στην τρίτη χώρα.

(2) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με αξιολόγηση της Κεντρικής Τράπεζας, οποιοδήποτε μέλος διοικητικού οργάνου, διευθύνων σύμβουλος, ανώτατο διοικητικό στέλεχος ή κάτοχος καίριας θέσης σε οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), δεν είναι ικανό και κατάλληλο πρόσωπο για να συνεχίσει να ενεργεί στην αντίστοιχη θέση, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διατάξει όπως το πρόσωπο αυτό παύσει να κατέχει τη θέση.

(3) Για να καθορίσει κατά πόσο ένα άτομο είναι ικανό και κατάλληλο πρόσωπο για να κατέχει θέση μέλους διοικητικού οργάνου, διευθύνων συμβούλου, ανώτατου διοικητικού στελέχους ή για να είναι κάτοχος καίριας θέσης, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη την ακεραιότητα του, την ικανότητα και ευθυκρισία του για την εκπλήρωση  των υποχρεώσεων της  θέσης, την επιμέλεια, με την οποία εκπληρώνει ή είναι πιθανό να εκπληρώνει αυτές τις υποχρεώσεις και, κατά πόσο τα συμφέροντα των καταθετών ή πιθανών καταθετών του ΑΠΙ απειλούνται ή πιθανό να απειληθούν κατά οποιοδήποτε τρόπο με το να κατέχει τη θέση αυτή. Περαιτέρω, η Κεντρική Τράπεζα δεν θεωρεί ότι ένα πρόσωπο είναι ικανό και κατάλληλο για να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου, διευθύνων σύμβουλος ή ανώτατο διοικητικό στέλεχος ή κάτοχος καίριας θέσης ΑΠΙ, εάν το πρόσωπο αυτό δεν έχει την απαιτούμενη εντιμότητα ή επαρκή πείρα για να κατέχει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω θέσεις.

(4) Η διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και τα κριτήρια ικανότητας και καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου, των ανώτατων διοικητικών στελεχών και των κατόχων καίριων θέσεων καθορίζονται στην περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών Διοικητικού Οργάνου και Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014.

ΜΕΡΟΣ VI(A) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Διοίκηση ΑΠΙ και χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών

19.-(1) [Διαγράφηκε].

(2) Κάθε πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν προς και να προωθούν τις αρχές της χρηστής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων. Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών πρέπει να είναι ουδέτερες προς το φύλο.

(3) Οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στο εδάφιο (2) είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 5(1) και (2)(α) έως (β) και (3), 6(δ) και (ε), 8(1) και (2), 9(1) και (5), 12(3), 17(1) και (2), 26(1)(γ) και (δ) και (5), 35(1), (2) και (3), 41(1)(α), (β), (γ) και (δ), 42, 43(1) και (2), 44, 50, 51(α) έως (ζ), 52, 63, 64, 65, 66(1) και (2), 67(1), (3), (4) και (5), 68, 69(1) και (2), 70(1) και (2), 71(1), (2), (3), (4), (5), (6), (7), (8), (9), (10), (11) και (12), 76(1), 78(1) και (2), 84(1), (2) και (3) της Οδηγίας Διακυβέρνησης και στα άρθρα 19Β(2), 19Γ(1), (2) και (3), 19Δ(1) και (2), 22Ε, 24Α(1), (2), (3) και (4), 24Β, 26(12), (13) και (14) και 26Γ(1) του παρόντος Νόμου.

(4) Τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρεία συμμετοχών πρέπει να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και αρκετές γνώσεις, ικανότητα και πείρα, για την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως προνοείται, σε σχέση με τα μέλη του διοικητικού οργάνου ΑΠΙ στην περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014 λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο ρόλο της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει οδηγία δυνάμει του άρθρου 41, όσον αφορά τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (2), σύμφωνα με το εδάφιο (3), καθώς και τον καθορισμό των τεχνικών κριτηρίων για την οργάνωση και την αντιμετώπιση κινδύνων που οφείλουν να εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

Διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας του εσωτερικού κεφαλαίου

19Α.-(1) Τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία οφείλουν να διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και πλήρεις στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων που θεωρούν επαρκή για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων στους οποίους έχουν εκτεθεί ή στους οποίους ενδέχεται να εκτεθούν.

(2) Οι στρατηγικές και διαδικασίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επιθεώρηση, ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΑΠΙ.

(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει οδηγία δυνάμει του άρθρου 41.

Διοικητικό όργανο

19Β.-(1) Η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου και ο Πρόεδρος του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ είναι ανεξάρτητα. Τα κριτήρια ανεξαρτησίας των μελών του διοικητικού οργάνου ορίζονται στην οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με τίτλο περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας των Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών ΑΠΙ Οδηγία του 2014.

(2) Τα μέλη του διοικητικού οργάνου των ΑΠΙ οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα ανώτατα διοικητικά στελέχη είναι ικανά και κατάλληλα προς τη διεκπεραίωση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών που τους αναθέτουν.

Εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

19Γ.-(1)(α) H Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία που είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του  ενισχύει σημαντικά τις διαδικασίες αντιμετώπισης πιστωτικού κινδύνου με την ανάπτυξη εσωτερικών προσεγγίσεων για την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου και την αυξημένη χρήση της προσέγγισης που βασίζεται στις εσωτερικές του αξιολογήσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον πιστοληπτικό κίνδυνο, ιδίως στις περιπτώσεις που τα ανοίγματά του είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχει ταυτόχρονα ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισυμβαλλόμενων.

(β) Το παρόν εδάφιο δεν θίγει την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο Τρίτο Μέρος, Τίτλος Ι, Κεφάλαιο 3, Τμήμα 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, δεν πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για την αξιολόγηση της φερεγγυότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και που είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ενισχύει σημαντικά τις διαδικασίες αντιμετώπισης του κινδύνου αγοράς με την ανάπτυξη εσωτερικών ικανοτήτων για την αξιολόγηση του εσωτερικού πιστοληπτικού κινδύνου και την αυξημένη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων του χαρτοφυλακίου καθώς και εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αθέτησης και μετατόπισης ιδίως όταν η έκθεσή του σε συγκεκριμένο κίνδυνο είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν πολλές καθαρές θέσεις σε χρεόγραφα διαφορετικών εκδοτών.

(β) Το παρόν εδάφιο δεν θίγει την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στο Τρίτο Μέρος, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 5, Τμήματα 1 έως 5, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

19Δ.-(1) Τα ΑΠΙ που έλαβαν άδεια για να χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων εκτός του λειτουργικού κινδύνου, γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών των εσωτερικών προσεγγίσεών τους για τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς. Τα ΑΠΙ υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τους, σύμφωνα με τον μορφότυπο που ανέπτυξε η ΕΑΤ, στην Κεντρική Τράπεζα και στην ΕΑΤ ετησίως.

(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αναπτύσσει ειδικά χαρτοφυλάκια, τα ΑΠΙ γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών χωριστά από τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τα χαρτοφυλάκια της ΕΑΤ.

Εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας

19Ε.-(1)(α) Κάθε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, που δεν είναι ούτε θυγατρική στη Δημοκρατία ούτε μητρική επιχείρηση, και κάθε ΑΠΙ που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 19Α του παρόντος Νόμου σε ατομική βάση.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαλλάσσει πιστωτικό ίδρυμα από τις απαιτήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 19Α εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και που αποτελεί μητρική επιχείρηση στη Δημοκρατία, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος ΙΙ, Κεφάλαιο 2, Τμήματα 2 και 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οφείλει να τηρεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19Α του παρόντος Νόμου σε ενοποιημένη βάση.

(3) [Διαγράφηκε].

(4) ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία και που είναι θυγατρικά ιδρύματα, εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 19Α σε υποενοποιημένη βάση αν αυτά ή η μητρική επιχείρηση, αν αυτή είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, έχει πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων όπως ορίζονται στην Οδηγία 2002/87/ΕΚ, ως θυγατρική τους σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.

Διευθετήσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία

19ΣΤ.-(1) Εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα κάνει χρήση της παρέκκλισης του Άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα ΑΠΙ τηρούν σε ατομική βάση τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 19(2), (3) και (5), 19Β(2), 19Γ, 19Δ, 22Ε, 24Α, 24Β, 26(12) έως (14), 26Γ(1) και (2), 26Δ και 22Ε του παρόντος Νόμου και στις παραγράφους 5(1) έως (3), 6(δ) και (ε), 8, 9(1) και (5), 12(3), 17(1), (2) και (5), 26(1)(γ) και (δ) και (5), 35(1) έως (3), 41(1)(α) έως (δ), 42, 43(1) και (2), 44, 50, 51, 52, 62(4), 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 76(1), 78(1) και (2), 84, 108(3), 109(4)(β) της Οδηγίας Διακυβέρνησης.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από τα ΑΠΙ που συνιστούν μητρικές επιχειρήσεις ή θυγατρικές επιχειρήσεις να τηρούν τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) υποχρεώσεις σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση και να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί, που απαιτούνται με βάση το εδάφιο (1) του παρόντος Νόμου και την Οδηγία Διακυβέρνησης, είναι συνεπείς και καλά ενσωματωμένες και ότι δύναται να παραχθούν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν τον σκοπό εποπτείας.

(β) Τα ΑΠΙ που προβλέπονται στην παράγραφο (α), εφαρμόζουν τις εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων και όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα∙ οι εν λόγω ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί απαιτείται να είναι συνεπείς και καλά ενσωματωμένες και οι εν λόγω θυγατρικές να είναι σε θέση να παράγουν οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία αφορούν τον σκοπό της εποπτείας.

(γ) Οι θυγατρικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται οι ίδιες στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αφορούν ειδικά τον τομέα τους σε ατομική βάση.

(3) Δεν εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) υποχρεώσεις επί θυγατρικών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν υπόκεινται οι ίδιες στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, εάν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ δύναται να αποδείξει στην Κεντρική Τράπεζα ότι είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική, η εφαρμογή των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) διατάξεων του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας Διακυβέρνησης.

(4) Οι απαιτήσεις αποδοχών, που ορίζονται στις παραγράφους 35, 42, 43, 50 και 51 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, δεν εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στις ακόλουθες οντότητες:

(α)  Θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλες από την Οδηγία 2013/36/ΕΕ,

(β) θυγατρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον θα υπόκειντο σε ειδικές απαιτήσεις αποδοχών σύμφωνα με νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης άλλες από την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (4) και για την αποφυγή της καταστρατήγησης των κανόνων που ορίζονται στις παραγράφους 35, 42, 43, 50 και 51 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις εν λόγω παραγράφους εφαρμόζονται στα μέλη του προσωπικού των θυγατρικών, οι οποίες δεν υπόκεινται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις σε ατομική βάση, εφόσον-

(α) η θυγατρική είναι είτε εταιρεία διαχείρισης είτε επιχείρηση που παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που απαριθμούνται στο Παράρτημα I, Τμήμα Α, σημεία 2), 3), 4), 6) και 7) της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ∙ και

(β) τα εν λόγω μέλη του προσωπικού έχουν λάβει εντολή να εκτελούν επαγγελματικές δραστηριότητες που έχουν άμεσο ουσιώδη αντίκτυπο στα χαρακτηριστικά κινδύνου ή τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων εντός του ομίλου.

(6) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (4) και (5), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εφαρμόζει τις απαιτήσεις αποδοχών που ορίζονται στις παραγράφους 35, 42, 43, 50 και 51 της Οδηγίας Διακυβέρνησης σε ενοποιημένη βάση σε ευρύτερο φάσμα θυγατρικών επιχειρήσεων και στο προσωπικό τους.

ΜΕΡΟΣ VII ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ελάχιστο κεφάλαιο

20. [Διαγράφηκε]
Κεφαλαιακή επάρκεια

21. [Διαγράφηκε]
Επάρκεια Κεφαλαίου

22. [Διαγράφηκε]
Αναγνώριση εξωτερικών οργανισμών πιστοληπτικής αξιολόγησης

22Α. [Διαγράφηκε]
ΜΕΡΟΣ VIIA ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Απαιτήσεις τήρησης αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου

22Β. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 94(I)/2021
Περιορισμοί διανομής κερδών

22Γ.-(1) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία που πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας απαγορεύεται να προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, στο βαθμό που τέτοια διανομή θα μείωνε το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μην πληρούται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

(2)(α) ΑΠΙ που δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό (εφεξής, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «το ΜΔΠ») σύμφωνα με το εδάφιο (4) και κοινοποιεί το εν λόγω ΜΔΠ στην Κεντρική Τράπεζα.

(β) Όπου ισχύει η παράγραφος (α), το ΑΠΙ απαγορεύεται να προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:

(i) να προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

(ii) να δημιουργεί υποχρέωση καταβολής μεταβλητής αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή να καταβάλει μεταβλητή αμοιβή, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε ενώ το ΑΠΙ δεν πληρούσε τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας,

(iii) να προβαίνει σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.

(3) Σε περίπτωση που ΑΠΙ δεν πληροί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας του, απαγορεύεται να διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) μέσω οποιασδήποτε ενέργειας που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2).

(4) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία υπολογίζει το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται βάσει του εδαφίου (5) με τον συντελεστή που καθορίζεται βάσει του εδαφίου (6). Από το ΜΔΠ αφαιρείται οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2).

(5) Το ποσό που πολλαπλασιάζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) αποτελείται από-

(α) οποιαδήποτε ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26 παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από οποιαδήποτε ενέργεια που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου,

συν

(β) τα κέρδη στο τέλος της χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή που προκύπτει από οποιαδήποτε ενέργεια που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου,

μείον

(γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α) και (β) κατακρατούνται.

(6)(α) Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:

(i) Όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατηρεί το ΑΠΙ και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούται οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0∙

(ii) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατηρεί το ΑΠΙ και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούται οποιαδήποτε εκ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρου 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2∙

(iii) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατηρεί το ΑΠΙ και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρου 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4∙

(iv) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατηρεί το ΑΠΙ και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που καθορίζεται στο άρθρο 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου,, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.

(β) Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

Κατώτατο όριο τεταρτημορίου =

Συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας x (Qn - 1)

4

Ανώτατο όριο τεταρτημορίου =

Συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας  x  Qn

4

όπου Qn είναι ο αριθμός (1,2,3 ή 4) του σχετικού τεταρτημορίου.

(7) Οι περιορισμοί που επιβάλλει το παρόν άρθρο ισχύουν μόνο για πληρωμές που προκαλούν μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η αναστολή πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ΑΠΙ.

(8) Όταν ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και προτίθεται να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που περιγράφεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), οφείλει να ειδοποιήσει την Κεντρική Τράπεζα, και να υποβάλει τα εξής στοιχεία:

(α) το ποσό του κεφαλαίου που διατηρεί, υποδιαιρεμένο ως εξής:

(i) κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,

(ii) πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1,

(iii) κεφάλαιο της Κατηγορίας 2,

(β) το ποσό των προσωρινών κερδών και των κερδών στο τέλος της χρήσης,

(γ) το ΜΔΠ που υπολογίσθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (4),

(δ) το ποσό των διανεμητέων κερδών που προτίθεται να κατανέμει ως εξής:

(i) πληρωμή μερισμάτων,

(ii) εξαγορές ιδίων μετοχών,

(iii) πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1,

(iv) καταβολή μεταβλητής αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, είτε με τη δημιουργία νέας υποχρέωσης καταβολής είτε βάσει υποχρέωσης καταβολής που δημιουργήθηκε ενώ το ΑΠΙ δεν πληρούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας.

(9) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία οφείλει να εφαρμόζει διευθετήσεις ώστε να διασφαλίζει ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και οφείλει επίσης να είναι σε θέση να αποδεικνύει αυτήν την ακρίβεια στην Κεντρική Τράπεζα εάν του ζητηθεί.

(10) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2), η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

(α) καταβολή μερισμάτων σε μετρητά,

(β) διανομή πλήρως ή μερικώς πληρωθέντων μετοχών που διανέμονται δωρεάν ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο α), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(γ) εξαργύρωση ή αγορά από το ΑΠΙ ιδίων μετοχών ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο α), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(δ) αποπληρωμή ποσών που καταβλήθηκαν για κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στο στοιχείο α), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(ε) διανομή στοιχείων που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία β) έως ε), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Μη τήρηση της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας

22Γδις. ΑΠΙ θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς του άρθρου 22Γ, εφόσον δεν διαθέτει ίδια κεφάλαια στην ποσότητα και την ποιότητα που απαιτούνται για να εκπληρωθεί ταυτόχρονα η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και καθεμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(α) Του Άρθρου 92, παράγραφος 1, στοιχείο α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου·

(β) του Άρθρου 92, παράγραφος 1, στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου·

(γ) του Άρθρου 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου.

Περιορισμός στις διανομές σε περίπτωση μη τήρησης της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης

22Γτρις.-(1) ΑΠΙ, που πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης κατά το Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν προβαίνει σε διανομή που αφορά το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1, στον βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το οικείο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τονδείκτη μόχλευσης.

(2)(α) ΑΠΙ, που δεν ικανοποιεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, υπολογίζει το μέγιστο διανεμητέο ποσό που αφορά τον δείκτη μόχλευσης (εφεξής, στο παρόν άρθρο, «το Μ-ΜΔΠ») σύμφωνα με το εδάφιο (4) και το κοινοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα.

(β) Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου (α), το ΑΠΙ δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες, προτού υπολογίσει το Μ-ΜΔΠ-

(i) σε διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1· ή

(ii) στη δημιουργία υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε στην καταβολή μεταβλητών αποδοχών, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε κατά τον χρόνο όπου το ΑΠΙ δεν πληρούσε την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για το δείκτη μόχλευσης· ή

(iii) σε πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.

(3) Σε περίπτωση που ΑΠΙ δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για το δείκτη μόχλευσης, δεν επιτρέπεται να διανέμει περισσότερο από το Μ-ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με το εδάφιο (4) μέσω οποιασδήποτε ενέργειας που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2).

(4) Τα ΑΠΙ υπολογίζουν το Μ-ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίσθηκε δυνάμει του εδαφίου (5) με τον συντελεστή που προσδιορίζεται βάσει του εδαφίου (6)∙ το Μ-ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προέρχεται από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2).

(5) Το ποσό που πολλαπλασιάζεται δυνάμει του εδαφίου (4) περιλαμβάνει-

(α) τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2),

συν

(β) τυχόν κέρδη τέλους χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθαρά από οποιαδήποτε διανομή κερδών ή οποιαδήποτε πληρωμή αφορά τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (2),

μείον

(γ) ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν τα είδη που προσδιορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) δεν διανέμονταν.

(6)(α) Ο συντελεστής που αναφέρεται στo εδάφιο (4) καθορίζεται ως εξής:

(i) Όπου το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ΑΠΙ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429, παράγραφος 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0·

(ii) όπου το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ΑΠΙ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου, όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429, παράγραφος 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,2·

(iii) όπου το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ΑΠΙ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου,  όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429, παράγραφος 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,4·

(iv) όπου το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ΑΠΙ, το οποίο δεν χρησιμοποιείται για να πληρούνται οι απαιτήσεις σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και σύμφωνα με το άρθρο 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου,  όταν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που εκφράζεται ως ποσοστό του μέτρου συνολικού ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429, παράγραφος 4 του εν λόγω Κανονισμού, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, ο συντελεστής είναι 0,6.

(β) Το κατώτατο και το ανώτατο όριο κάθε τεταρτημόριου της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζονται ως εξής:

Κατώτατο όριο τεταρτημορίου =

Απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης x (Qn - 1)

4

Ανώτατο όριο τεταρτημορίου =

Απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης x  Qn

4
όπου Qn  είναι ο αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.

(7) Οι περιορισμοί που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στις πληρωμές που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 ή τη μείωση των κερδών και όπου η αναστολή πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών δυνάμει του πλαισίου αφερεγγυότητας  που ισχύει για το ΑΠΙ.

(8) Σε περίπτωση που ΑΠΙ δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για το δείκτη μόχλευσης και προτίθεται να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε ενέργεια που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii), της παραγράφου (β), του εδαφίου (2), ειδοποιεί την Κεντρική Τράπεζα και υποβάλλει τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 22Γ(8), με εξαίρεση την υποπαράγραφο (iii), της παραγράφου (α), του εν λόγω άρθρου και το Μ-ΜΔΠ που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.

(9) Τα ΑΠΙ εφαρμόζουν ρυθμίσεις, ώστε να διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το Μ-ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και είναι σε θέση να αποδεικνύουν αυτή την ακρίβεια στην Κεντρική Τράπεζα, εάν τους ζητηθεί.

(10) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2), η διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο  22Γ(10).

Μη τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης

22Γτετράκις. Ένα ΑΠΙ θεωρείται ότι δεν πληροί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης για τους σκοπούς του άρθρου 22Γτρις, όταν δεν διαθέτει κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 στο ποσό που απαιτείται, ώστε να πληροί ταυτοχρόνως την απαίτηση που προβλέπεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την απαίτηση του Άρθρου 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του εν λόγω Κανονισμού και του άρθρου 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου κατά την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου

22Δ.-(1)(α) Όταν ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία αδυνατεί να εκπληρώσει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, ή, κατά περίπτωση, την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για το δείκτη μόχλευσης, οφείλει να καταρτίσει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και να το υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που διαπιστώνει ότι δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση, εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα εγκρίνει μεγαλύτερη προθεσμία μέχρι δέκα (10) ημέρες.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να δώσει τέτοια έγκριση μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης του ΑΠΙ, και λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του.

(2) Το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

(α) Εκτιμήσεις των εσόδων και των εξόδων και προβλεπόμενο ισολογισμό,

(β) μέτρα για την αύξηση των δεικτών κεφαλαίων του ΑΠΙ,

(γ) σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας,

(δ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία η Κεντρική Τράπεζα κρίνει απαραίτητη για να προβεί στην αξιολόγηση που προνοείται στο εδάφιο (3).

(3) Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει μόνο εάν κρίνει πως το σχέδιο, εάν εφαρμοσθεί, έχει εύλογες πιθανότητες να διατηρήσει ή να αντλήσει επαρκή κεφάλαια ώστε το ΑΠΙ να πληροί τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας εντός χρονικής περιόδου που η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί κατάλληλη.

(4) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με το εδάφιο (3), επιβάλλει ένα ή και τα δύο από τα ακόλουθα μέτρα:

(α) Απαιτεί από το ΑΠΙ να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του σε συγκεκριμένα επίπεδα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας,

(β) ασκεί εξουσία δυνάμει του άρθρου 29Α για την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών στη διανομή που απαιτούνται βάσει του άρθρου 22Γ.

ΜΕΡΟΣ VIIB ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΙΑ ΣΚΟΠΟΥΣ ΜΕΤΡΩΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Εφαρμογή ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

22Δδις. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 94(I)/2021
Διατήρηση επαρκούς εγκεκριμένου κεφαλαίου και άρση διαδικαστικών εμποδίων στη διάσωση με ίδια μέσα

22Δτρις.-(1) Τηρουμένου του άρθρου 65(1)(β)(ix) του Νόμου Εξυγίανσης, τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία διατηρούν, ανά πάσα στιγμή, επαρκές ποσό εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου ή άλλων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ούτως ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει τις εξουσίες που στο Άρθρο 63, παράγραφος 1, στοιχεία ε) και στ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ έναντι του ΑΠΙ ή κάποιας θυγατρικής του, το ΑΠΙ να μην εμποδίζεται να εκδώσει επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να διενεργηθεί αποτελεσματικά η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή σε άλλα μέσα ιδιοκτησίας.

(2) Εάν στο σχέδιο εξυγίανσης προβλέπεται η ενδεχόμενη εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, η Κεντρική Τράπεζα εξακριβώνει κατά πόσο το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο ή άλλα εγκεκριμένα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είναι επαρκή για την κάλυψη του ποσού που αφορά τη μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ώστε να αποκατασταθεί εν όλω ή εν μέρει αναλόγως, ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι δεν υπάρχουν διαδικαστικά εμπόδια στη μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή σε άλλα μέσα ιδιοκτησίας, βάσει του ιδρυτικού εγγράφου ή του καταστατικού του ΑΠΙ, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης των μετόχων ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.

Πώληση επιλέξιμων υποχρεώσεων και άλλων μέσων σε ιδιώτες πελάτες

22Δτετράκις.-(1) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε ΑΠΙ και οντότητα η οποία αναφέρεται στο άρθρο 2A(2)(α), (εφεξής, στο παρόν άρθρο, «ο πωλητής»), που προτίθεται να πωλήσει-

(α) επιλέξιμες υποχρεώσεις οι οποίες πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του Άρθρου 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση τις προϋποθέσεις του άρθρου 72α παράγραφος 1, στοιχείο β) του εν λόγω Κανονισμού και τις προϋποθέσεις των  παραγράφων 3 έως 5 του Άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού∙ ή/και

(β) χρεωστικά μέσα, μέσα χαμηλής κατάταξης, μέσα της κατηγορίας 2 και πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1∙ ή/και

(γ) άλλα μέσα που δύναται να καθορίσει με οδηγία της η Κεντρική Τράπεζα.

(2) Πωλητής δύναται να πωλήσει επιλέξιμες υποχρεώσεις ή μέσα, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), σε ιδιώτη πελάτη ως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, μόνο εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο πωλητής έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας σύμφωνα με το άρθρο 26(2) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου∙

(β) ο πωλητής έχει πειστεί, με βάση τον έλεγχο που αναφέρεται στην παράγραφο (α), ότι οι υποχρεώσεις ή/και τα μέσα είναι κατάλληλα για τον εν λόγω ιδιώτη πελάτη∙

(γ) ο πωλητής τεκμηριώνει την καταλληλότητα σύμφωνα με το άρθρο 26(6) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου.

(3) Σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και το χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών μέσων του ιδιώτη πελάτη δεν υπερβαίνει, κατά τον χρόνο της αγοράς, τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), ο πωλητής διασφαλίζει, με βάση τις πληροφορίες που του παρέχονται από τον ιδιώτη πελάτη δυνάμει του εδαφίου (4), ότι κατά τη στιγμή της αγοράς πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Το συνολικό ποσό που επενδύει ο ιδιώτης πελάτης σε επιλέξιμες υποχρεώσεις και μέσα, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), δεν υπερβαίνει το 10% του χαρτοφυλακίου χρηματοοικονομικών μέσων του∙

(β) το ποσό της αρχικής επένδυσης που επενδύθηκε σε μία ή περισσότερες επιλέξιμες υποχρεώσεις ή/και σε ένα ή περισσότερα μέσα, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ανέρχεται σε τουλάχιστον δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).

(4)(α) Ο ιδιώτης πελάτης παρέχει στον πωλητή ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών μέσων του, περιλαμβανομένων τυχόν επενδύσεων σε υποχρεώσεις ή/και μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(β) Σε περίπτωση που ο ιδιώτης πελάτης παραλείψει να ενεργήσει ως ανωτέρω και η παράλειψη περιέλθει σε γνώση του πωλητή, ο πωλητής προειδοποιεί τον ιδιώτη πελάτη ότι ο πωλητής δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει κατά πόσο οι υποχρεώσεις ή/και μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι συμβατά με τον ιδιώτη πελάτη:

Νοείται ότι, η προειδοποίηση δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

(5) Για τους σκοπούς των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4), το χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών μέσων του ιδιώτη πελάτη περιλαμβάνει καταθέσεις μετρητών και χρηματοοικονομικά μέσα, αποκλειομένων τυχόν χρηματοοικονομικών μέσων που έχουν δοθεί ως ασφάλεια.

(6) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε επιλέξιμες  υποχρεώσεις ή/και μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και που έχουν εκδοθεί πριν, κατά ή μετά την 28η Δεκεμβρίου 2020.

ΜΕΡΟΣ VIII ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ
Κίνδυνος ρευστότητας

22Ε. Tα πιστωτικά ιδρύματα, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, οφείλουν να διασφαλίζουν ότι έχουν προφίλ κινδύνου ρευστότητας που συνάδει με τα απαιτούμενα για ένα εύρυθμο και άρτιο σύστημα, χωρίς να τα υπερβαίνει.

Διατήρηση ρευστότητας

23.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίζει ελάχιστο ποσοστό ρευστοποιήσιμων στοιχείων ενεργητικού το οποίο τα ΑΠΙ οφείλουν να διατηρούν σε σχέση με τα στοιχεία παθητικού και άλλες υποχρεώσεις τους που λήγουν ή έχουν λήξει εντός περιόδου ή περιόδων που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε εκάστοτε ορίσει.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 41(2), η Κεντρική Τράπεζα με γραπτή ειδοποίηση προς τα ΑΠΙ ορίζει τα στοιχεία παθητικού και τα ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού για τους σκοπούς του εδαφίου (1) και τη μέθοδο υπολογισμού τους.

(3) Οι εξουσίες τις οποίες η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ασκεί δυνάμει του παρόντος άρθρου θα είναι πρόσθετες και δεν αντικαθιστούν τις εξουσίες που της παρέχονται δυνάμει του άρθρου 38 του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου.

ΜΕΡΟΣ VIIIA ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΚΑΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ
Σχέδια ανάκαμψης

23Α.-(1) Κάθε ΑΠΙ, που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 39, καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο προβλέπει τα μέτρα που θα λάβει το ΑΠΙ για την αποκατάσταση της οικονομικής του θέσης έπειτα από σημαντική επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης. Τα σχέδια ανάκαμψης θεωρούνται ως ρύθμιση διακυβέρνησης κατά την έννοια του άρθρου 19.

(2)(α) Τα ΑΠΙ επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον ετησίως ή έπειτα από μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή τους, στις δραστηριότητές τους ή στην οικονομική τους κατάσταση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά ή να απαιτήσει αλλαγή στο σχέδιο ανάκαμψης.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από ΑΠΙ να επικαιροποιεί το σχέδιο ανάκαμψής του σε συχνότερη βάση.

(3) Τα σχέδια ανάκαμψης δεν προβλέπουν πρόσβαση σε ή λήψη έκτακτης δημόσιας χρηματοοικονομικής στήριξης.

(4) Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν, όπου εφαρμόζεται, ανάλυση του πώς και πότε ένα ΑΠΙ δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο σχέδιο, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχει η Κεντρική Τράπεζα και προσδιορίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις.

(5)(α) Με την επιφύλαξη του άρθρου 23ΣΤ, τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο Παράρτημα V.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει όπως περιλαμβάνονται επιπρόσθετες πληροφορίες στα σχέδια ανάκαμψης.

(γ) Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν επίσης ενδεχόμενα μέτρα που δύναται να λαμβάνει το ΑΠΙ όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 30Γ.

(6)(α) Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν κατάλληλες προϋποθέσεις και διαδικασίες για να διασφαλίζεται η έγκαιρη εφαρμογή των δράσεων ανάκαμψης, καθώς και ένα ευρύ φάσμα επιλογών ανάκαμψης.

(β) Τα σχέδια ανάκαμψης επεξεργάζονται διάφορα σενάρια σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες συνθήκες του ΑΠΙ, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων του ευρύτερου συστήματος και πιέσεων συγκεκριμένων προς νομικά πρόσωπα και ομίλους.

(7) Τα ΑΠΙ διατηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες το ΑΠΙ είναι συμβαλλόμενο μέρος.

(8) Το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ  που αναφέρεται στο εδάφιο (1) αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης πριν το υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα.

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης

23Β.-(1) Τα ΑΠΙ που οφείλουν να εκπονούν σχέδια ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 23Α(1) και το άρθρο 23Γ(1) υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ανάκαμψης στην Κεντρική Τράπεζα προς εξέταση και αποδεικνύουν στην Κεντρική Τράπεζα ότι τα σχέδια αυτά πληρούν τα κριτήρια (α) και (β) του εδαφίου (2).

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, εντός έξι μηνών από την υποβολή κάθε σχεδίου και μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στο βαθμό που το σχέδιο αφορά το συγκεκριμένο υποκατάστημα, εξετάζει τα εν λόγω σχέδια και αξιολογεί κατά πόσον κάθε σχέδιο ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 23Α, καθώς και τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Η εφαρμογή των ρυθμίσεων που προτείνονται στο σχέδιο είναι ευλόγως πιθανό να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα και την οικονομική θέση του ΑΠΙ ή του ομίλου, λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών μέτρων που έχει λάβει ή προγραμματίζει να λάβει το ΑΠΙ·

(β) το σχέδιο και οι συγκεκριμένες επιλογές στο πλαίσιο του σχεδίου είναι ευλόγως πιθανό να εφαρμοστούν ταχέως και αποτελεσματικά σε καταστάσεις χρηματοοικονομικών δυσχερειών, αποφεύγοντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και σεναρίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν άλλα ΑΠΙ στην εφαρμογή σχεδίων ανάκαμψης εντός της ιδίας χρονικής περιόδου.

(3) Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των σχεδίων ανάκαμψης, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη της την καταλληλότητα της δομής του κεφαλαίου και χρηματοδότησης σε σχέση με το βαθμό της πολυπλοκότητας της οργανωτικής δομής και το προφίλ κινδύνου του ΑΠΙ.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει το σχέδιο ανάκαμψης στην αρχή εξυγίανσης, προκειμένου αυτή να εντοπίσει οποιεσδήποτε δράσεις στο σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του ΑΠΙ και να προβεί σε συστάσεις όσον αφορά τα θέματα αυτά.

(5)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή σημαντικά εμπόδια στην εφαρμογή του, κοινοποιεί στο ΑΠΙ ή τη μητρική επιχείρηση του ομίλου την αξιολόγησή της και απαιτεί όπως το ΑΠΙ υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, την οποία προθεσμία δύναται να επεκτείνει κατά ένα μήνα, αναθεωρημένο σχέδιο που να προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι εν λόγω ελλείψεις ή εμπόδια.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, πριν απαιτήσει από ΑΠΙ να υποβάλει εκ νέου σχέδιο ανάκαμψης, παρέχει την ευκαιρία στο ΑΠΙ να διατυπώσει τη γνώμη του για την απαίτηση αυτή.

(γ) Εάν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι οι ελλείψεις και τα εμπόδια δεν αντιμετωπίσθηκαν επαρκώς στο αναθεωρημένο σχέδιο, δύναται να απαιτήσει από το ΑΠΙ να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο.

(6)(α) Εάν το ΑΠΙ δεν υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης ή εάν η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώσει ότι το αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τις ελλείψεις και τα δυνητικά εμπόδια που εντοπίστηκαν κατά την αρχική της αξιολόγηση, και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επαρκώς οι ελλείψεις ή τα εμπόδια μέσω απαίτησης για συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο, η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από το ΑΠΙ να προσδιορίσει, εντός εύλογης προθεσμίας, αλλαγές τις οποίες μπορεί να επιφέρει στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης.

(β) Εάν το ΑΠΙ δεν προσδιορίσει τις αλλαγές αυτές εντός της ορισθείσας από την Κεντρική Τράπεζα προθεσμίας, ή εάν η Κεντρική Τράπεζα εκτιμήσει ότι οι προτεινόμενες από το ΑΠΙ ενέργειες δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τις ελλείψεις ή τα εμπόδια, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από το ΑΠΙ να λάβει κάθε μέτρο που κρίνει απαραίτητο και αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των ελλείψεων και των εμποδίων και την επίπτωση των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ΑΠΙ.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 30(1) έως (4), να απαιτήσει από το ΑΠΙ -

(i) Να μειώσει το προφίλ κινδύνου του, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ρευστότητας·

(ii) να καταστήσει δυνατή την έγκαιρη λήψη μέτρων ανακεφαλαιοποίησης·

(iii) να επανεξετάσει τη στρατηγική και τη δομή του·(iv) να πραγματοποιήσει αλλαγές στη στρατηγική λήψης χρηματοδότησης, ώστε να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

(v) να πραγματοποιήσει αλλαγές στη δομή διακυβέρνησής του ΑΠΙ:

Νοείται ότι, ο  κατάλογος μέτρων που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζει την Κεντρική Τράπεζα να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(7)(α) Όταν η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από ΑΠΙ να λάβει μέτρα σύμφωνα με το εδάφιο (6), η απόφασή της σχετικά με τα μέτρα είναι αιτιολογημένη και αναλογική.

(β) Η απόφαση κοινοποιείται γραπτώς στο ΑΠΙ και δύναται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Σχέδια ανάκαμψης ομίλου

23Γ.-(1)(α) ΑΠΙ, το οποίο αποτελεί μητρική επιχείρηση στη Δημοκρατία, οφείλει να εκπονεί και να υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου το οποίο συνίσταται σε σχέδιο ανάκαμψης για ολόκληρο τον όμιλο με επικεφαλής τη μητρική επιχείρηση.

(β) Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προβλέπει μέτρα που εφαρμόζονται στο επίπεδο του μητρικού ΑΠΙ στη Δημοκρατία καθώς και σε επίπεδο κάθε θυγατρικού ιδρύματος.

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 23Δ, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από ΑΠΙ  που είναι θυγατρικές να εκπονήσουν και να υποβάλουν σχέδια ανάκαμψης σε ατομική βάση και σε υπο-ενοποιημένη βάση.

(3) Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαβιβάζει τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου -

(α) Στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα Άρθρα 115 και 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ· και

(β) στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα ΑΠΙ, στο βαθμό στον οποίο τα σχέδια αφορούν το συγκεκριμένο υποκατάστημα· και

(γ) στην αρχή εξυγίανσης, ως αρμόδια αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου· και

(δ) στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

(4)(α) Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου έχει ως στόχο να επιτευχθεί η σταθεροποίηση του ομίλου ως συνόλου ή οποιουδήποτε πιστωτικού ιδρύματος του ομίλου, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πίεσης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα αίτια των δυσχερειών και να αποκατασταθεί η οικονομική θέση του ομίλου ή του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την οικονομική θέση άλλων οντοτήτων του ομίλου.

(β) Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη διασφάλιση του συντονισμού και της συνέπειας των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο του ΑΠΙ ως την μητρική επιχείρηση στη Δημοκρατία, στο επίπεδο των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2Α(2)(γ) και (δ), καθώς και των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο των θυγατρικών και, όπου αυτό προβλέπεται σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, στο επίπεδο των σημαντικών υποκαταστημάτων.

(5)(α) Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, καθώς και κάθε σχέδιο που εκπονείται στην ατομική βάση θυγατρικής, περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται στο άρθρο 23Α.

(β) Τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου περιλαμβάνουν, όπου εφαρμόζεται, ρυθμίσεις για ενδοομιλική οικονομική στήριξη οι οποίες υιοθετούνται με βάση συμφωνία για ενδοομιλική οικονομική στήριξη, η οποία έχει συναφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 23Z έως 23ΙΔ.

(6)(α) Τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου περιλαμβάνουν σειρά επιλογών ανάκαμψης, όπου παρατίθενται οι ενέργειες για την αντιμετώπιση των σεναρίων που προβλέπονται στο άρθρο 23Α(6).

(β) Για έκαστο από τα σενάρια, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προσδιορίζει κατά πόσο υπάρχουν εμπόδια στην εφαρμογή μέτρων ανάκαμψης εντός του ομίλου, περιλαμβανομένου και σε ατομικό επίπεδο των οντοτήτων που καλύπτει το σχέδιο, και κατά πόσο υπάρχουν ουσιαστικά πρακτικά ή νομικά κωλύματα ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την αποπληρωμή υποχρεώσεων ή τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου.

(7) Το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ που εκπονεί το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με το εδάφιο (1), αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, πριν το υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα ως την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης ομίλου

23Δ.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εξετάζει, από κοινού με τις αρμόδιες αρχές για τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 39 και με τις αρμόδιες αρχές των σημαντικών υποκαταστημάτων, στο βαθμό που αυτό αφορά το σημαντικό υποκατάστημα, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ικανοποιεί τις απαιτήσεις και τα κριτήρια που παρατίθενται στα άρθρα 23Β και 23Γ.

(β) Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 23Β και στο παρόν άρθρο και λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων ανάκαμψης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις αρμόδιες αρχές για τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και με την αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για θυγατρικά ΑΠΙ σχετικά με τα εξής:

(i) Την εξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου·

(ii) την εκπόνηση σχεδίου ανάκαμψης σε ατομική βάση για πιστωτικά ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ομίλου· και

(iii) την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 23Β(5) και (6).

(β)(i) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προσπαθεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαβιβάζει το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 23Γ(3).

(ii) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή θυγατρικού ΑΠΙ, προσπαθεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με το Άρθρο 7, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να υποβάλει αίτηση στην ΕΑΤ για να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία βάσει του Άρθρου 31, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(3)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με την εξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου ή σχετικά με οποιαδήποτε άλλα μέτρα που απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 23B(5), να λάβει ΑΠΙ που είναι η μητρική επιχείρηση στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τα ζητήματα αυτά.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, λαμβάνει απόφαση αφού λάβει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις που εκφράστηκαν από τις άλλες αρμόδιες αρχές κατά την τετράμηνη περίοδο.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, γνωστοποιεί την απόφαση στο μητρικό ΑΠΙ και στις άλλες αρμόδιες αρχές.

(δ) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο (2) έχει παραπέμψει θέμα που αναφέρεται στο εδάφιο (7) στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.

(ε) Η Κεντρική Τράπεζα δεν δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(στ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(4)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με -

(i) Την εκπόνηση σχεδίου ανάκαμψης σε ατομική βάση για πιστωτικά ιδρύματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία μιας αρμόδιας αρχής, και

(ii) την εφαρμογή, σε επίπεδο θυγατρικών, των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 23B(5) και (6)·

κάθε αρμόδια αρχή αποφασίζει η ίδια επί του εν λόγω ζητήματος.

(β) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (7) στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για τη θυγατρική, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

(γ) Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.

(δ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(ε) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για το θυγατρικό ΑΠΙ σε ατομικό επίπεδο.

(5) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα και  άλλες αρμόδιες αρχές δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου όσον αφορά τις οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.

(6) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στα εδάφια (2) ή (5) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ελλείψει κοινής απόφασης, όπως αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4), αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα σχετικά κράτη μέλη.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να υποβάλει αίτημα σύμφωνα με τα εδάφια (3) ή (4) στην ΕΑΤ να βοηθήσει την Κεντρική Τράπεζα και τις άλλες αρμόδιες αρχές προς την επίτευξη συμφωνίας, βάσει του Άρθρου 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης και την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 23Β(6)(α), (β) και (γ).

Δείκτες σχεδίου ανάκαμψης

23Ε.-(1)(α) Για τους σκοπούς των άρθρων 23Α έως 23Δ, κάθε σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει πλαίσιο δεικτών που καταρτίζεται από το ΑΠΙ και προσδιορίζει τα σημεία στα οποία μπορούν να ληφθούν οι αναφερόμενες στο σχέδιο κατάλληλες δράσεις.

(β) Οι δείκτες αυτοί συμφωνούνται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των σχεδίων ανάκαμψης όπως προβλέπεται στα άρθρα 23Β και 23Δ.

(γ) Οι δείκτες μπορεί να είναι ποιοτικής ή ποσοτικής φύσης, σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση του ΑΠΙ, και παρέχουν τη δυνατότητα της εύκολης παρακολούθησής τους.

(δ) Τα ΑΠΙ οφείλουν να εφαρμόζουν κατάλληλες ρυθμίσεις για την τακτική παρακολούθηση των δεικτών.

(2)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ΑΠΙ δύναται -

(i) να λάβει δράση στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψής του, εάν δεν πληρείται ο σχετικός δείκτης, σε περίπτωση που το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ κρίνει αυτήν τη δράση κατάλληλη λόγω των συνθηκών· ή

(ii) να αποφύγει να λάβει τέτοιου είδους δράση, εάν το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ δεν κρίνει αυτήν τη δράση κατάλληλη λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων.

(β) Το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα χωρίς καθυστέρηση την απόφασή του να ληφθεί δράση που αναφέρεται στο σχέδιο ανάκαμψης ή την απόφασή του να μην ληφθεί τέτοια δράση.

Απλουστευμένες υποχρεώσεις για ορισμένα ΑΠΙ

23ΣΤ.-(1)(α) Έχοντας υπόψη τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η αποτυχία ενός ΑΠΙ, λόγω της φύσης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, της μετοχικής δομής του, της νομικής μορφής, του προφίλ κινδύνου, του μεγέθους και του νομικού καθεστώτος του, της διασύνδεσής του με άλλα πιστωτικά ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, οποιασδήποτε άσκησης επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, της συμμετοχής σε θεσμικό σύστημα προστασίας ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και κατά πόσο η αποτυχία και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει με οδηγία που εκδίδει δυνάμει του άρθρου 41 τα ακόλουθα:

(i) Το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης, που προβλέπονται στα άρθρα 23A έως 23Ζ·

(ii) το περιεχόμενο και τα επιμέρους στοιχεία των πληροφοριών που απαιτούνται από τα ΑΠΙ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23Α(5) και στο Παράρτημα V.

(β)(i) Τα ΑΠΙ οφείλουν να καταρτίσουν τα  πρώτα σχέδια ανάκαμψης το αργότερο μέχρι την 30η Απριλίου 2016.

(ii) Τα ΑΠΙ οφείλουν να επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον ετησίως ή έπειτα από μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή τους, στις δραστηριότητές τους ή στην οικονομική τους κατάσταση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά ή να απαιτεί αλλαγή στο σχέδιο ανάκαμψης.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα πραγματοποιεί την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) λαμβάνοντας υπόψη, όπου ενδείκνυται, όλα τα θέματα που αφορούν την ιδιότητά της ως αρμόδια αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

(3) Στην περίπτωση εφαρμογής των απλουστευμένων υποχρεώσεων, η Κεντρική Τράπεζα δύναται ανά πάσα στιγμή να επιβάλει πλήρεις, μη απλουστευμένες, υποχρεώσεις.

(4) Η εφαρμογή απλουστευμένων υποχρεώσεων δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής τις εξουσίες της Κεντρικής Τράπεζας να λαμβάνει μέτρα πρόληψης κρίσεων ή μέτρα διαχείρισης κρίσεων.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ με ποιον τρόπο εφάρμοσε τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (6) του παρόντος άρθρου και τις διατάξεις του άρθρου 25Α(10), στα ΑΠΙ.

(6)(α) Τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία και που τελούν υπό την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με το Άρθρο 6, παράγραφος 4, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 ή τα ΑΠΙ που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Δημοκρατίας, καταρτίζουν δικά τους σχέδια ανάκαμψης σύμφωνα με τα άρθρα 23Α έως 23Ζ.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, οι λειτουργίες ενός ΑΠΙ θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη Δημοκρατία εάν πληρούν οιεσδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Η συνολική αξία του ενεργητικού του υπερβαίνει τα τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ·

(ii) το ποσοστό του συνόλου του ενεργητικού του ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Δημοκρατίας υπερβαίνει το 20%, εκτός εάν η συνολική αξία του ενεργητικού του δεν υπερβαίνει τα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ.

Συμφωνία οικονομικής στήριξης ομίλου

23Ζ.-(1)(α) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, δύναται να συνάπτει συμφωνία παροχής οικονομικής στήριξης προς θυγατρικές του στη Δημοκρατία και σε άλλα κράτη-μέλη ή τρίτες χώρες, οι οποίες είναι πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα που καλύπτονται από την ενοποιημένη εποπτεία του μητρικού ΑΠΙ εφόσον η συμβαλλόμενη θυγατρική πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 30Γ του παρόντος Νόμου ή με το Άρθρο 27 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ αναλόγως, νοουμένου ότι πληρούνται και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 23Η έως 23ΙΔ  του παρόντος Νόμου.

(β) ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία και αποτελούν θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος ή μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ένωση δύνανται να συνάπτουν με τη μητρική τους, συμφωνία για την παροχή οικονομικής στήριξης στο αντισυμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας που πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 30Γ του παρόντος Νόμου και με το Άρθρο 27 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εφόσον πληρούνται και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 23Η έως 23ΙΔ  του παρόντος Νόμου και στο Κεφάλαιο III της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(2) Οι πρόνοιες του παρόντος άρθρου και των άρθρων 23Η έως 23ΙΔ δεν εφαρμόζονται στις ενδοομιλικές χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων χρηματοδότησης και της λειτουργίας κεντροποιημένων ρυθμίσεων χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη των ρυθμίσεων αυτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης.

(3) Η συμφωνία οικονομικής στήριξης ομίλου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο -

(α) Για την παροχή οικονομικής στήριξης ομίλου σε οιαδήποτε οντότητα του ομίλου αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, εάν το ΑΠΙ το αποφασίσει, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις πολιτικές του ομίλου, εφόσον αυτή η στήριξη δεν συνιστά κίνδυνο για το σύνολο του ομίλου· ή

(β) για την ανάπτυξη δραστηριότητας στη Δημοκρατία.

(4) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας της Δημοκρατίας, συναλλαγές στήριξης εντός ομίλου δύναται να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των άρθρων 23Η έως 23ΙΔ του παρόντος Νόμου και του Κεφαλαίου ΙΙΙ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ νοουμένου ότι καμία προρρηθείσα διάταξη δεν εμποδίζει την Κεντρική Τράπεζα να επιβάλλει περιορισμούς στις ενδοομιλικές συναλλαγές βάσει της Οδηγίας για τις Διακριτικές Ευχέρειες η οποία εφαρμόζει τις επιλογές που παρέχει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου που αποτελούν μεταφορά των προνοιών της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή άλλη νομοθεσία που απαιτεί το διαχωρισμό τμημάτων ενός ομίλου ή δραστηριοτήτων που διεξάγονται εντός ενός ομίλου για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(5) Η συμφωνία οικονομικής στήριξης ομίλου δύναται -

(α) Να καλύπτει μία ή περισσότερες θυγατρικές του ομίλου και να προνοεί για την οικονομική στήριξη από τη μητρική επιχείρηση προς θυγατρικές, από θυγατρικές προς τη μητρική επιχείρηση, μεταξύ θυγατρικών του ομίλου που αποτελούν μέρη της συμφωνίας, ή κάθε άλλου συνδυασμού αυτών των οντοτήτων·

(β) να προνοεί για οικονομική στήριξη με τη μορφή δανείου, παροχής εγγυήσεων ή παροχής περιουσιακών στοιχείων για χρήση ως εξασφάλιση, ή οποιονδήποτε συνδυασμό των εν λόγω μορφών οικονομικής στήριξης, σε μία ή περισσότερες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών μεταξύ του δικαιούχου της στήριξης και τρίτου μέρους.

(6) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας οικονομικής στήριξης ομίλου, μια οντότητα του ομίλου συμφωνήσει να παρέχει οικονομική στήριξη σε άλλη οντότητα του ομίλου, η συμφωνία δύναται να περιλαμβάνει αμοιβαία συμφωνία εκ μέρους της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη να παρέχει οικονομική στήριξη στην οντότητα του ομίλου που παρέχει τη στήριξη.

(7)(α) Η συμφωνία οικονομικής στήριξης ομίλου προσδιορίζει τις αρχές για τον υπολογισμό της αντιπαροχής για κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται δυνάμει της συμφωνίας. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν την απαίτηση όπως η αντιπαροχή καθορίζεται κατά την παροχή της οικονομικής στήριξης.

(β) Η συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των αρχών υπολογισμού της αντιπαροχής για την παροχή οικονομικής στήριξης και των λοιπών όρων της συμφωνίας, συμμορφώνεται προς τις ακόλουθες αρχές:

(i) Κάθε μέρος ενεργεί ελεύθερα κατά τη σύναψη της συμφωνίας,

(ii) κατά τη σύναψη της συμφωνίας και τον καθορισμό της αντιπαροχής για την οικονομική στήριξη, κάθε συμβαλλόμενο μέρος ενεργεί προς το μέγιστο συμφέρον του, λαμβάνοντας υπόψη κάθε άμεσο ή έμμεσο όφελος που ενδέχεται να προκύψει για ένα συμβαλλόμενο ως αποτέλεσμα της παροχής οικονομικής στήριξης,

(iii) κάθε μέρος, που παρέχει οικονομική στήριξη, έχει πλήρη αποκάλυψη των σχετικών πληροφοριών από οποιοδήποτε μέρος που λαμβάνει οικονομική στήριξη πριν από τον καθορισμό της αντιπαροχής για την οικονομική στήριξη και πριν από κάθε απόφαση για την παροχή οικονομικής στήριξης,

(iv) η αντιπαροχή για την παροχή οικονομικής στήριξης δύναται να λαμβάνει υπόψη πληροφορίες που κατέχει το συμβαλλόμενο μέρος που παρέχει την οικονομική στήριξη βάσει του γεγονότος ότι ανήκει στον ίδιο όμιλο με το συμβαλλόμενο που λαμβάνει την οικονομική στήριξη και οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες στην αγορά,

(v) οι αρχές για τον υπολογισμό της αντιπαροχής για την παροχή οικονομικής στήριξης δεν είναι υποχρεωτικό να λαμβάνουν υπόψη οποιονδήποτε αναμενόμενο προσωρινό αντίκτυπο στις τιμές αγοράς ο οποίος προκύπτει από εξωγενή από τον όμιλο γεγονότα.

(8) Η συμφωνία οικονομικής στήριξης ομίλου δύναται να συνάπτεται μόνον εφόσον, κατά την περίοδο της σύναψης προτεινόμενης συμφωνίας, η Κεντρική Τράπεζα και οι άλλες αντίστοιχες αρμόδιες αρχές εκτιμούν ότι κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν πληροί τις προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση.

(9) Κάθε δικαίωμα, απαίτηση ή ενέργεια, που προκύπτει από τη συμφωνία, δύναται να ασκείται μόνον από τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας οικονομικής στήριξης ομίλου, εξαιρουμένων τρίτων μερών.

Εξέταση από την Κεντρική Τράπεζα προτεινόμενης συμφωνίας οικονομικής στήριξης και διαμεσολάβηση

23Η.-(1)(α) Μητρικό ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα, ως την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αίτηση για εξουσιοδότηση κάθε προτεινόμενης συμφωνίας οικονομικής στήριξης που προτείνεται βάσει του άρθρου 23Ζ.

(β) Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) περιλαμβάνει το κείμενο της προτεινόμενης συμφωνίας και προσδιορίζει τις οντότητες του ομίλου που προτείνονται ως συμβαλλόμενα μέρη.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση την αίτηση στις αρμόδιες αρχές κάθε θυγατρικής που προτείνεται στην αίτηση να συμβληθεί στη συμφωνία, προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, χορηγεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (5) και (6), την άδεια, εφόσον οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις οικονομικής στήριξης που καθορίζονται στο άρθρο 23ΙΑ.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δύναται, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (5) και (6), να απαγορεύσει τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας, εάν κρίνει ότι δεν συνάδει με τις προϋποθέσεις οικονομικής στήριξης που καθορίζονται στο άρθρο 23ΙΑ.

(5)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο, συμπεριλαμβανομένης οιασδήποτε δημοσιονομικής συνέπειας, από την εφαρμογή της συμφωνίας σε όλα τα κράτη-μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος και κατά πόσον οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις οικονομικής στήριξης που καθορίζονται στο άρθρο 23ΙΑ, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης από την Κεντρική Τράπεζα.

(β) Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, το οποίο διαβιβάζεται στον αιτούντα από την Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή θυγατρικού ΑΠΙ, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές και την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί τη βοήθεια της ΕΑΤ για να επιτευχθεί συμφωνία, σύμφωνα με το Άρθρο 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών εντός τεσσάρων μηνών, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με την αίτηση.

(β) Η απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κοινοποιεί την απόφασή της στον αιτούντα και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.

(7)(α) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιανδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

(β) Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Έγκριση από τους μετόχους της προτεινόμενης συμφωνίας οικονομικής στήριξης

23Θ.-(1)(α) Κάθε προτεινόμενη συμφωνία για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια από την Κεντρική Τράπεζα και τις άλλες αρμόδιες αρχές, υποβάλλεται προς έγκριση στους μετόχους κάθε οντότητας του ομίλου που προτίθεται να συνάψει τη συμφωνία.

(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), η συμφωνία ισχύει μόνο για τις οντότητες των οποίων οι μέτοχοι ενέκριναν τη συμφωνία σύμφωνα με το εδάφιο (2).

(2) Συμφωνία οικονομικής στήριξης του ομίλου είναι έγκυρη ως προς μια οντότητα του ομίλου, μόνον εφόσον οι μέτοχοί της έχουν εξουσιοδοτήσει το διοικητικό όργανο της εν λόγω οντότητας του ομίλου να αποφασίσει ότι το ίδρυμα αυτό παρέχει ή λαμβάνει οικονομική στήριξη σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας καθώς και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 23Ζ έως 23ΙΔ και εφόσον η εν λόγω έγκριση των μετόχων δεν έχει ανακληθεί.

(3) Το διοικητικό όργανο κάθε οντότητας που αποτελεί μέρος της συμφωνίας υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση στους μετόχους σχετικά με την εκτέλεση της συμφωνίας και την εφαρμογή οποιασδήποτε απόφασης λαμβάνεται κατ’ ακολουθία της συμφωνίας.

Διαβίβαση των συμφωνιών οικονομικής στήριξης ομίλου στις αρχές εξυγίανσης

23Ι. Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει στις σχετικές αρχές εξυγίανσης τις συμφωνίες οικονομικής στήριξης ομίλου που έχει εγκρίνει καθώς και τυχόν αλλαγές σε αυτές.

Προϋποθέσεις για την οικονομική στήριξη ομίλου

23ΙΑ. Η οικονομική στήριξη μπορεί να παρέχεται από οντότητα του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 23Ζ μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η παρεχόμενη στήριξη θα αποκαταστήσει σημαντικά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η οντότητα του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη∙

(β) η παροχή οικονομικής στήριξης στοχεύει στη διατήρηση ή την αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας του  ομίλου στο σύνολό του ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου και είναι προς το συμφέρον της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

(γ) η οικονομική στήριξη παρέχεται υπό όρους, συμπεριλαμβανομένης της αντιπαροχής σύμφωνα με το άρθρο 23Ζ(7)·

(δ) υπάρχει εύλογη προοπτική, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου που παρέχει την οικονομική στήριξη κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση παροχής της οικονομικής στήριξης, ότι η αντιπαροχή για τη στήριξη θα καταβληθεί, και εάν η στήριξη δοθεί υπό μορφή δανείου, ότι το δάνειο θα αποπληρωθεί από την οντότητα του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη∙ εάν η στήριξη δοθεί υπό μορφή εγγύησης ή οιασδήποτε άλλης μορφής εξασφάλισης, ισχύει ο ίδιος όρος για την υποχρέωση που προκύπτει από την επιβολή της εγγύησης ή εξασφάλισης για την αποδέκτρια οντότητα·

(ε) η παροχή της οικονομικής στήριξης δεν θέτει σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

(στ) η παροχή της οικονομικής στήριξης δεν δημιουργεί απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως στο κράτος-μέλος στο οποίο βρίσκεται η οντότητα του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

(ζ) ΑΠΙ παρέχει οικονομική στήριξη σε οντότητα του ομίλου στον οποίο ανήκει μόνον εάν,  κατά τη στιγμή παροχής της στήριξης, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου όσον αφορά το κεφάλαιο ή τη ρευστότητα καθώς και με κάθε απαίτηση που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 30(3) του παρόντος Νόμου, η δε παροχή της οικονομικής στήριξης δεν οδηγεί το ΑΠΙ σε παράβαση των εν λόγω απαιτήσεων εκτός εάν το επιτρέψει η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία σε ατομική βάση του ΑΠΙ που παρέχει τη στήριξη·

(η) ΑΠΙ παρέχει οικονομική στήριξη σε οντότητα του ομίλου αν, κατά τη στιγμή παροχής της στήριξης, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,  του παρόντος Νόμου, των παραγράφων 62 έως 71 της περί Ρυθμίσεων  Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Οδηγίας και της παραγράφου 8 της περί των Διακριτικών Ευχερειών που παρέχονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 Οδηγίας, η δε παροχή της οικονομικής στήριξης δεν οδηγεί το ΑΠΙ σε παράβαση των εν λόγω απαιτήσεων εκτός εάν το επιτρέψει η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση του ΑΠΙ που παρέχει τη στήριξη·

(θ) η παροχή της οικονομικής στήριξης δεν υπονομεύει τη δυνατότητα εξυγίανσης του ΑΠΙ που παρέχει τη στήριξη.

Απόφαση για παροχή οικονομικής στήριξης

23ΙΒ.-(1)(α) Η απόφαση για παροχή ενδοομιλικής οικονομικής στήριξης στο πλαίσιο συμφωνίας, λαμβάνεται από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ που παρέχει την οικονομική στήριξη.

(β) Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και αναφέρει το στόχο της προτεινόμενης οικονομικής στήριξης και σε αυτήν περιλαμβάνεται επεξήγηση πώς η παροχή της οικονομικής στήριξης είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 23ΙΑ.

(2) Η απόφαση για αποδοχή ενδοομιλικής οικονομικής στήριξης στο πλαίσιο συμφωνίας, λαμβάνεται από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ που λαμβάνει την οικονομική στήριξη.

Δικαίωμα εναντίωσης της Κεντρικής Τράπεζας

23ΙΓ.-(1)(α) Πριν από την παροχή στήριξης στο πλαίσιο συμφωνίας οικονομικής στήριξης ομίλου, το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ που προτίθεται να παράσχει οικονομική στήριξη σε οντότητα του ομίλου γνωστοποιεί την πρόθεσή του-

(i) Στην Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του· και

(ii) κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (iii)· και

(iii) στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει την οικονομική στήριξη, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii)· και

(iv) στην ΕΑΤ.

(β) Η σχετική γνωστοποίηση περιλαμβάνει την αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 23ΙΒ και τις λεπτομέρειες της προτεινόμενης οικονομικής στήριξης, συμπεριλαμβανομένου αντιγράφου της συμφωνίας οικονομικής στήριξης ομίλου.

(2)(α) Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους γνωστοποίησης, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του ΑΠΙ που παρέχει την οικονομική στήριξη, δύναται να συμφωνήσει για την παροχή της οικονομικής στήριξης, ή να την απαγορεύσει ή περιορίσει εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι της οικονομικής στήριξης ομίλου που θεσπίζονται στο άρθρο 23ΙΑ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποφασίζει να απαγορεύσει ή περιορίσει την οικονομική στήριξη.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί αμέσως την απόφασή της να χορηγήσει, απαγορεύσει ή περιορίσει την οικονομική στήριξη:

(α) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

(β) στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη· και

(γ) στην ΕΑΤ.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει αμέσως τα λοιπά μέλη του σώματος εποπτείας καθώς και τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

(5) Εάν η Κεντρική Τράπεζα, είτε ενεργώντας ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή του ΑΠΙ που λαμβάνει στήριξη, έχει αντιρρήσεις σχετικά με την απόφαση απαγόρευσης ή περιορισμού της οικονομικής στήριξης, δύναται εντός δύο ημερών να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν απαγορεύσει ούτε περιορίσει την παροχή οικονομικής στήριξης εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται στο εδάφιο (2), ή εάν συμφωνήσει πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος για την παροχή της εν λόγω στήριξης, η οικονομική στήριξη δύναται να παρασχεθεί σύμφωνα με τους όρους που έχουν υποβληθεί στην Κεντρική Τράπεζα.

(7)(α) Η απόφαση του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ να παρέχει την οικονομική στήριξη διαβιβάζεται -

(i) Στην Κεντρική Τράπεζα· και

(ii) κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (iii)· και

(iii) στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει την οικονομική στήριξη,  εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii)· και

(iv) στην ΕΑΤ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει αμέσως τα λοιπά μέλη του σώματος εποπτείας και τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

(8)(α) Εάν η Κεντρική Τράπεζα περιορίσει ή απαγορεύσει την οικονομική στήριξη ομίλου σύμφωνα με το εδάφιο (2) και σε περίπτωση που το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου βάσει του άρθρου 23Γ(5) μνημονεύει ενδοομιλική οικονομική στήριξη η αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου σε σχέση με την οποία περιορίζεται ή απαγορεύεται η στήριξη, δύναται να ζητήσει από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να δρομολογήσει μια επαναξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 23Δ ή, σε περίπτωση που το σχέδιο ανάκαμψης καταρτίζεται σε ατομική βάση, να ζητήσει από την οντότητα του ομίλου να υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης.

(β) Εάν η αρμόδια αρχή οντότητας ομίλου, στον οποίο ανήκει ΑΠΙ, περιορίσει ή απαγορεύσει την οικονομική στήριξη ομίλου σύμφωνα με το εδάφιο (2), και εάν το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου βάσει του άρθρου 23Γ(5) μνημονεύει ενδοομιλική οικονομική στήριξη, η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του ΑΠΙ σε σχέση με το οποίο περιορίζεται ή απαγορεύεται η στήριξη, δύναται να ζητήσει από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να δρομολογήσει μια επαναξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 23Δ ή, σε περίπτωση που το σχέδιο ανάκαμψης καταρτίζεται σε ατομική βάση, να ζητήσει από το ΑΠΙ να υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης.

Δημοσιοποίηση συμφωνίας ενδοομιλικής στήριξης

23ΙΔ.-(α) Τα ΑΠΙ τα οποία ανήκουν σε όμιλο δημοσιοποιούν κατά πόσον έχουν συνάψει συμφωνία παροχής οικονομικής στήριξης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 23Ζ και δημοσιοποιούν περιγραφή των γενικών όρων κάθε τέτοιας συμφωνίας και των επωνυμιών των οντοτήτων ομίλου που αποτελούν μέρη της συμφωνίας, και επικαιροποιούν τις εν λόγω πληροφορίες τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

(β) Για τους σκοπούς της δημοσιοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο (α), εφαρμόζονται τα Άρθρα 431 έως 434 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

 

Πληροφορίες προς την αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς των σχεδίων εξυγίανσης

23ΙΕ.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παρέχει στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση και την εφαρμογή των σχεδίων εξυγίανσης.

(β) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων πληροφοριών, τις πληροφορίες και την ανάλυση που καθορίζονται στο  Τμήμα Β του Παραρτήματος της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως αρμόδια αρχή, συνεργάζεται  με την αρχή εξυγίανσης και με άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης, προκειμένου να επαληθεύσει αν είναι ήδη διαθέσιμες κάποιες ή όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1). Εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες, η Κεντρική Τράπεζα τις παρέχει στην αρχή εξυγίανσης και στις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης για οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ΑΠΙ ή στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του ή στην οικονομική του θέση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του σχεδίου εξυγίανσης και η οποία καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση ή επικαιροποίηση του σχεδίου.

Σχέδια εξυγίανσης ομίλου

23ΙΣΤ. Κατά τη διαδικασία λήψης κοινής απόφασης σε σχέση με την κατάρτιση και διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παρέχει τις απόψεις της στην αρχή εξυγίανσης και στις άλλες εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης και σε περίπτωση όπου δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση κατά την τετράμηνη περίοδο συμβιβασμού κατά την έννοια που αποδίδεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκφράζει τυχόν επιφυλάξεις.

Ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών

23ΙΖ.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα συνάπτει μη δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας  στο πλαίσιο ρυθμίσεων που συνάπτει η ΕΑΤ με τις ακόλουθες σχετικές αρχές τρίτων χωρών:

(i) Τις σχετικές αρχές της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η μητρική ενός ΑΠΙ και τουλάχιστον ακόμη ενός θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

(ii) τη σχετική αρχή τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένο πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στη Δημοκρατία δυνάμει άδειας που έλαβε από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο 4, νοουμένου ότι το πιστωτικό ίδρυμα λειτουργεί υποκατάστημα τουλάχιστον σε ακόμη ένα κράτος-μέλος·

(iii) σε περιπτώσεις που η μητρική επιχείρηση ενός ΑΠΙ το οποίο είναι θυγατρική ή σημαντικό υποκατάστημα στη Δημοκρατία, έχει επίσης ένα ή περισσότερα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου είναι εγκατεστημένα αυτά τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα·

(iv) σε περιπτώσεις που ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία έχει θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα ή σημαντικό υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος και ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου είναι εγκατεστημένα αυτά τα υποκαταστήματα.

(β) Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την Κεντρική Τράπεζα να συνάπτει διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το Άρθρο 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί στην ΕΑΤ οποιεσδήποτε ρυθμίσεις συνεργασίας έχει συνάψει σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

23ΙΗ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων ανάκαμψης, με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι εν λόγω αρχές τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις και πρότυπα επαγγελματικού απορρήτου που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμα, κατά την άποψη της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων εμπλεκόμενων αρμόδιων αρχών, με αυτά που επιβάλλονται σύμφωνα με το Άρθρο 84 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ:

Νοείται ότι, στο βαθμό που η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά προσωπικά δεδομένα, ο χειρισμός και η διαβίβαση αυτών των προσωπικών δεδομένων σε αρχές τρίτων χωρών διέπονται από τον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο, και το εφαρμοστέο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί προστασίας των δεδομένων·

(β) οι πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση, από τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, των περί εξυγίανσης καθηκόντων τους βάσει της εθνικής νομοθεσίας τα οποία είναι συγκρίσιμα με εκείνα που προβλέπονται στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ και, με την επιφύλαξη της παραγράφου (α), δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.

(2) Σε περίπτωση όπου εμπιστευτικές πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, η Κεντρική Τράπεζα δεν  αποκαλύπτει αυτές τις πληροφορίες στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η σχετική αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες, εφεξής «η αρχή προέλευσης», συμφωνεί για την εν λόγω αποκάλυψη· και

(β) οι πληροφορίες αποκαλύπτονται μόνο για τους σκοπούς που έδωσε την άδειά της η αρχή προέλευσης.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας δυνάμει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνεργασία με την ΕΑΤ

23ΙΘ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Νόμου που αφορούν την ανάκαμψη και εξυγίανση σύμφωνα με τον Κανονισμό 1093/2010.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΜΕΡΟΣ IX ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ
Υποβολή και δημοσίευση ισολογισμού κτλ.

24.-(1) Κάθε ΑΠΙ υποβάλλει σε ηλεκτρονική μορφή στην Κεντρική Τράπεζα, εντός τεσσάρων (4) μηνών από το τέλος κάθε οικονομικού έτους, την ελεγμένη ετήσια έκθεση, μαζί με υπογραμμένο αντίγραφο της έκθεσης ελέγχου του εγκεκριμένου ελεγκτή:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιτρέψει την υποβολή των προαναφερθέντων εγγράφων εντός περιόδου μεγαλύτερης των τεσσάρων μηνών από το τέλος κάθε οικονομικού έτους.

(2) [Καταργήθηκε].

(3) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία δημοσιεύει, εντός έξι μηνών από το τέλος κάθε οικονομικού έτους, με τέτοιο τρόπο και τύπο που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει, τον ισολογισμό και το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως για το εν λόγω έτος μαζί με την έκθεση του εγκεκριμένου ελεγκτή.

(3A) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει όπως:

(α) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία δημοσιοποιεί τα στοιχεία που αναφέρονται στο ΄Ογδοο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 περισσότερο από μία φορά το χρόνο και να θέσει προθεσμία δημοσίευσης.

(β) Τα ΑΠΙ χρησιμοποιούν συγκεκριμένα μέσα και τοποθεσίες για τις δημοσιεύσεις εκτός των οικονομικών εκθέσεων.

(γ) ΑΠΙ που αποτελούν μητρικές επιχειρήσεις δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, είτε ως πλήρες κείμενο ή με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, περιγραφή της νομικής δομής και διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου του ΑΠΙ σύμφωνα με το εδάφιο (1), παράγραφοι (γ) έως (ζ) του άρθρου 4, το εδάφιο (2) του άρθρου 19 και το εδάφιο (2) του άρθρου 19ΣΤ.

(4) ΑΠΙ, εκτός από ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, θα δημοσιεύει, με τέτοιο τρόπο και τύπο που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει, τον ισολογισμό και το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως για κάθε οικονομικό έτος, που θα καλύπτουν όλες συνολικά τις εργασίες της.

Υποβολή εκθέσεων ανά χώρα

24Α.-(1) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία δημοσιοποιεί ετησίως, αναλυτικά ανά κράτος μέλος και τρίτη χώρα στις οποίες διαθέτει εγκατάσταση, τις ακόλουθες πληροφορίες σε ενοποιημένη βάση για το οικονομικό έτος:

(α) επωνυμία/επωνυμίες, φύση δραστηριοτήτων και γεωγραφική θέση,

(β) κύκλο εργασιών,

(γ) αριθμό υπαλλήλων σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης,

(δ) κέρδη ή ζημιές προ φόρων,

(ε) φόροι επί των κερδών ή ζημιών,

(στ) εισπραχθείσες δημόσιες επιδοτήσεις.

(2) [Διαγράφηκε].

(3) Όλα τα παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ΑΠΙ που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία, όπως προσδιορίζονται διεθνώς, οφείλουν να  υποβάλουν στην Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση, τις πληροφορίες των παραγράφων (δ), (ε) και (στ) του εδαφίου (1).

(4) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ελέγχονται σύμφωνα με τον περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμο και δημοσιεύονται, εφόσον είναι δυνατό, ως παράρτημα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή, όπου εφαρμόζεται, των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του ΑΠΙ.

Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων ενεργητικού

24Β. Τα AΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία στην ετήσια έκθεσή τους μεταξύ των βασικών δεικτών δημοσιοποιούν την απόδοση των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενη ως το καθαρό κέρδος τους διαιρούμενο με το συνολικό ισολογισμό.

Καταστάσεις και πληροφορίες από ΑΠΙ

25.-(1) Κάθε ΑΠΙ υποβάλλει, εντός δεκαπέντε ημερών ή εντός τέτοιας άλλης χρονικής προθεσμίας που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει από το τέλος κάθε μήνα, πιστοποιημένη κατάσταση του ενεργητικού και παθητικού της στο τέλος του εν λόγω μήνα σε τύπο που ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί και να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και να απαιτεί μέσα σε ταχθείσα προθεσμία, την παροχή πληροφοριών από ΑΠΙ και από κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της κείμενης νομοθεσίας.

(β) Υπάλληλος ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντεταλμένο προς λήψη πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου λογίζεται ως δημόσιος λειτουργός κατά την έννοια της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 29, τόσο για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου όσο και για τους σκοπούς  του άρθρου 26.

(γ) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, η απαίτηση για παροχή πληροφοριών μπορεί να περιλαμβάνει την απαίτηση προς προσκόμιση, παράθεση και κατάθεση κάθε είδους γραπτών στοιχείων και πληροφοριών, περιλαμβανομένων στοιχείων που αφορούν πελάτες του ΑΠΙ και οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

(δ) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει ειδοποίηση για παροχή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου οφείλει να μην την κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και να τη χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.

(ε) Οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί την υποβολή πληροφοριών οφείλει να συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση.

(3) Κάθε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία δημοσιεύει, με τον τρόπο που ορίζεται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας, πληροφορίες που αφορούν τη λειτουργία της, περιλαμβανομένων των στόχων και των ποιοτικών χαρακτηριστικών της πολιτικής διαχείρισης των κινδύνων, ποσοτικών στοιχείων για τους κινδύνους που έχει αναλάβει, πληροφορίες σχετικά με τα ίδια της κεφάλαια, τον τρόπο υπολογισμού της κεφαλαιακής της επάρκειας και την παρακολούθηση των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, καθώς και πληροφόρηση κατά πόσο συμμορφώνεται με το δείκτη ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας που ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 21.

Σύνδεση πιστωτικών ιδρυμάτων με Κεντρικό Φορέα

25Α. (1) [Διαγράφηκε].

(2) [Διαγράφηκε].

(3) [Διαγράφηκε].

(4) [Διαγράφηκε].

(5)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαλλάσσει από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (2Α) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτόν.

Η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει οδηγία, δυνάμει του άρθρου 41, αναφορικά με την παραχώρηση ή την ανάκληση παρεκκλίσεων.

(β) Όταν η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει την παρέκκλιση της παραγράφου (α), το εδάφιο (12) του άρθρου 4, το εδάφιο (4) του άρθρου 6, τα εδάφια (1), (2), (4) και (5) του άρθρου 10Α, το εδάφιο (4Α) του άρθρου 10Γ, τα άρθρα 10Β, 10Βδις, 10Γ, 10Γδις, 10Δ, 10Ε, 10ΣΤ, 19, 19Β, 19Γ, 19Δ, 22Γ, 22Δ, 22Ε, 23, τα εδάφια (13) και (14) του άρθρου 26, το εδάφιο (1) του άρθρου 26Γ, το εδάφιο (2) του άρθρου 26Γ και το άρθρο 26Δ του παρόντος Νόμου οι διατάξεις της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014, και οι διατάξεις του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου, εφαρμόζονται στο σύνολο, που αποτελείται από τον Κεντρικό Φορέα και τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.

(6) [Διαγράφηκε].

(7) [Διαγράφηκε].

(8) [Διαγράφηκε].

(9) [Διαγράφηκε].

(10)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου και των διατάξεων του εδαφίου (6) του άρθρου 23ΣΤ, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, με σχετική Οδηγία της, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 25Α και 41 του παρόντος Νόμου, να εξαιρεί από την εφαρμογή των απαιτήσεων των άρθρων 23Α, 23Β, 23Γ, 23Δ, 23ΙΕ ή/και 23ΙΣΤ του παρόντος Νόμου, τα ΑΠΙ που είναι συνδεδεμένα με Κεντρικό Φορέα και τα οποία εξαιρούνται πλήρως ή μερικώς από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με το Άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Στην περίπτωση που χορηγείται εξαίρεση, σύμφωνα με την παράγραφο (α), η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει, σε ενοποιημένη βάση, τις απαιτήσεις των άρθρων 23Α, 23Β, 23Γ, 23Δ, 23Ε, 23ΙΕ ή/και 23ΙΣΤ του παρόντος Νόμου στον Κεντρικό Φορέα και στα ΑΠΙ που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του  Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(γ) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί εξαίρεση στα ΑΠΙ που συνδέονται με Κεντρικό Φορέα, σύμφωνα με την παράγραφο (α), κάθε αναφορά σε όμιλο στα  άρθρα 23Α, 23Β, 23Γ, 23Δ, 23Ε, 23ΙΕ ή/και 23ΙΣΤ του παρόντος Νόμου περιλαμβάνει τον  Κεντρικό Φορέα και τα ΑΠΙ που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με αυτόν κατά την έννοια του Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις θυγατρικές τους, και κάθε αναφορά σε μητρικές επιχειρήσεις ή σε ΑΠΙ που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 39 περιλαμβάνει τον Κεντρικό Φορέα.

ΜΕΡΟΣ Χ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
Εποπτεία και επιθεώρηση από την Κεντρική Τράπεζα

26.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα έχει αρμοδιότητα να εποπτεύει τα πιστωτικά ιδρύματα προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.

(β) Την προληπτική εποπτεία επί των ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων και των βάσει του άρθρου 10Γ δραστηριοτήτων τους, ασκεί η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, τηρουμένων των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ που απονέμει αρμοδιότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής.

(γ) Η προληπτική εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί στη Δημοκρατία  βάσει των άρθρων 10Α, 10Βδις και 10Γδις, τελεί υπό την ευθύνη των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου που αναθέτουν αρμοδιότητα στην Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής.

(δ) Την προληπτική εποπτεία υποκαταστημάτων ΑΠΙ τρίτων χωρών ασκεί η Κεντρική Τράπεζα με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(ε) Το παρόν εδάφιο δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με  τον παρόντα Νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(1Α) Η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τη χρήση των εποπτικών εργαλείων και των εποπτικών πρακτικών κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που υιοθετούνται βάσει της Οδηγίας 2013/36/EE και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Για το σκοπό αυτό, η Κεντρική Τράπεζα-

(α) ως μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), συνεργάζεται με εμπιστοσύνη και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ της και άλλων μερών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

(β) συμμετέχει στις δραστηριότητες της ΕΑΤ και κατά περίπτωση στα σώματα εποπτών,

(γ) καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να  ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010,

(δ) συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ,

(ε) εκτελεί τα καθήκοντα της, ως μέλος της ΕΑΤ, του ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση, ή βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανεξάρτητα από τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του κυπριακού δικαίου.

(1Β) Η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων της, εκτιμά δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκόμενων κρατών-μελών, και ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.

(2) Κάθε ΑΠΙ οφείλει, όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα, να θέσει στη διάθεση δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού της Κεντρικής Τράπεζας για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία ή έγγραφα, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν τη χορήγηση δανείων και άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων καθώς επίσης και τις εκθέσεις που λαμβάνονται από το ΑΠΙ αναφορικά με τις εργασίες και την οικονομική κατάσταση των οφειλετών της:

Νοείται ότι ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να βοηθάται από δεόντως προσοντούχο πρόσωπο που κατονομάζεται για το σκοπό αυτό από την Κεντρική Τράπεζα και το οποίο θα υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις όσον αφορά την εμπιστευτικότητα όπως εκείνες που εφαρμόζονται στην περίπτωση λειτουργών της Κεντρικής Τράπεζας.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να απαιτεί όπως τα ΑΠΙ καταβάλλουν σε αυτήν όλα τα έξοδα, που σχετίζονται με την εποπτεία και επιθεώρηση τους σύμφωνα με οδηγίες της.

(4) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, του εδαφίου (4) του άρθρου 3 και των άρθρων 24, 25 και 28, εκτός από εκείνες που δημοσιεύονται, θα τηρούνται απόρρητες και θα χρησιμοποιούνται μόνο για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου ή του παρόντος Νόμου.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε από τις πληροφορίες που της παρέχονται δυνάμει του παρόντος Νόμου για τον καταρτισμό συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων και τη δημοσίευση τους.

(6) Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που  παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙΙ, η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει τις διευθετήσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, προκειμένου να  συμμορφωθούν προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και αξιολογεί –

(α) κινδύνους στους οποίους τα ΑΠΙ έχουν εκτεθεί ή ενδέχεται να εκτεθούν,

(β) [Διαγράφηκε].

(γ) κινδύνους που αποκαλύπτονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΑΠΙ.

(7) Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (6)  καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας Ιδρυμάτων Νόμου και των οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει αυτών καθώς και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(8) Βάσει της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (6), η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει κατά πόσο οι διευθετήσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ΑΠΙ, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους και η ρευστότητά τους, διασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

(9)(α) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει τη συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στο εδάφιο (6) λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ΑΠΙ, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

(β) Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα ΑΠΙ που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26Ε.

(γ) Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρονται στο εδάφιο (6), η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει του άρθρου 26Α(1)(γ).

(9δις)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να προσαρμόσει τις μεθοδολογίες για τη διενέργεια της εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρονται στο εδάφιο (6), προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ΑΠΙ με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων∙ οι εξατομικευμένες μεθοδολογίες δύναται να περιλαμβάνουν δείκτες αναφοράς με γνώμονα τον κίνδυνο, καθώς και ποσοτικούς δείκτες, επιτρέπουν τη δέουσα συνεκτίμηση των ειδικών κινδύνων στους οποίους δύναται να εκτίθεται κάθε ΑΠΙ και δεν θίγουν τον ειδικό για κάθε ΑΠΙ χαρακτήρα των μέτρων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi), (vii), (viii), (ix) και (x), (η), (θ), (ι), (ια), (ιβ), (ιγ) και (ιδ) και (3)(α) έως (στ) και (4).

(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποιεί εξατομικευμένες μεθοδολογίες σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, ενημερώνει την ΕΑΤ.

(9Α) Σε περίπτωση που από την εξέταση προκύπτει ότι ένα ΑΠΙ ενδέχεται να ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

(9Β)(α) Σε περίπτωση που εξέταση, ιδίως η αξιολόγηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων ενός ΑΠΙ, παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα βάσιμους λόγους να εικάζει ότι, σε σχέση με το εν λόγω ΑΠΙ, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει αμέσως την ΕΑΤ και την αρχή ή τον φορέα που εποπτεύει το ΑΠΙ σύμφωνα με τον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο και έχει αρμοδιότητα να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τον εν λόγω Νόμο.

(β) Σε περίπτωση δυνητικού αυξημένου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Κεντρική Τράπεζα και η αρχή ή ο φορέας που εποπτεύει το ΑΠΙ σύμφωνα με τον προαναφερόμενο Νόμο και έχει αρμοδιότητα να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τον εν λόγω Νόμο έρχονται σε επαφή και κοινοποιούν αμέσως την κοινή τους εκτίμησή στην ΕΑΤ.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει καταλλήλως μέτρα σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις.

(10)  Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από την Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία και ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους∙ η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει μέτρα στην περίπτωση ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία των οποίων η οικονομική αξία μειώνεται κατά περισσότερο από είκοσι τοις εκατόν (20%) των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, το μέγεθος της οποίας μεταβολής αποφασίζεται από την Κεντρική Τράπεζα και εφαρμόζεται εξ’ ίσου για όλα τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία.

(11) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διενεργεί ελέγχους απαραίτητους για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ως προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, και προς τούτο δύναται να ζητεί, να ελέγχει και να συλλέγει πληροφορίες, να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των υπό έλεγχο ΑΠΙ και να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα τους:

Νοείται ότι ο έλεγχος και η συλλογή πληροφοριών, στα πλαίσια του παρόντος εδαφίου και η λήψη αντιγράφων ή αποσπασμάτων δεν εκτείνεται σε κείμενα που συνιστούν προσωπική αλληλογραφία ή επικοινωνία των υπαλλήλων ή και συνεργατών του υπό έλεγχο ΑΠΙ.

(12) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, παρακολουθεί ότι αυτά δεν βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για την αξιολόγηση της φερεγγυότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

(13)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει, βάσει των πληροφοριών που της υποβάλλουν τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία σε σχέση με τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 19Δ, το εύρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις των εν λόγω ΑΠΙ. Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί τουλάχιστον κάθε χρόνο, την ποιότητα των προσεγγίσεων αυτών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα εξής:

(i) Προσεγγίσεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμα,

(ii) προσεγγίσεις με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή απόκλιση και επίσης προσεγγίσεις με σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

(β) Όταν συγκεκριμένα ΑΠΙ παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από την πλειοψηφία των ομολόγων τους ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στην προσέγγιση που οδηγεί σε μεγάλη απόκλιση των αποτελεσμάτων, η Κεντρική Τράπεζα ερευνά τα σχετικά αίτια και, εφόσον μπορεί να διαπιστωθεί σαφώς ότι η προσέγγιση ενός ΑΠΙ έχει ως αποτέλεσμα υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές των υποκείμενων κινδύνων των ανοιγμάτων ή θέσεων, λαμβάνει διορθωτικά μέτρα.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις της σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο (β) τηρούν την αρχή ότι τέτοιες ενέργειες είναι σύμφωνες με τους στόχους της εσωτερικής προσέγγισης και συνεπώς-

(i) δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδους,

(ii) δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητρα, και

(iii) δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.

(14)(α) Η Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά το προφίλ κινδύνου ρευστότητας, όπως για παράδειγμα, τον σχεδιασμό προϊόντων και τον όγκο, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τις συγκεντρώσεις χρηματοδότησης.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα αναλαμβάνει αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) μπορεί να οδηγήσουν είτε σε αστάθεια μεμονωμένου πιστωτικού ιδρύματος είτε σε συστημική αστάθεια.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε ενέργειες που αναλαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο (β).

Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης από την Κεντρική Τράπεζα

26A.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) τα κείμενα νόμων, κανονισμών, οδηγιών, διοικητικών πράξεων και γενικής καθοδήγησης που εκδίδονται στη Δημοκρατία όσον αφορά τον τομέα της εποπτικής ρύθμισης,

(β) τον τρόπο άσκησης των επιλογών και των διακριτικών ευχερειών που παρέχει η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

(γ) τα γενικά κριτήρια και μεθόδους που χρησιμοποιεί για την εξέταση και την αξιολόγηση που αναφέρεται στα εδάφια (6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β) του άρθρου 26, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που αναφέρονται στο εδάφιο (9) του άρθρου 26,

(δ) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 26Γ(2), 27(4) και (5), 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28ΣΤ του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, τα συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για τα καίρια σημεία της υλοποίησης του πλαισίου προληπτικής εποπτείας από την Κεντρική Τράπεζα, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και της φύσης των εποπτικών μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 29(1)(α) και των διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 41Γ.

(2) Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) επαρκούν για την αξιόπιστη σύγκριση των μεθόδων που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών-μελών και δημοσιοποιούνται σύμφωνα με κοινό μορφότυπο και ενημερώνονται τακτικά, και είναι προσβάσιμες μέσω μιας και μόνης ηλεκτρονικής τοποθεσίας.

Δημοσιοποιήσεις από την Κεντρική Τράπεζα

26Β.-(1) Για τους σκοπούς του Πέμπτου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) τα γενικά κριτήρια και μεθόδους που ακολουθούνται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τα Άρθρα 405 έως 409 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 26Γ, των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 27, και των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28ΣΤ του παρόντος Νόμου, συνοπτική περιγραφή του αποτελέσματος της εποπτικής αξιολόγησης και περιγραφή των μέτρων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τα Άρθρα 405 έως 409 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που εντοπίζονται σε ετήσια βάση.

(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ασκεί τη διακριτική ευχέρεια που προβλέπεται στο Άρθρο 7, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δημοσιεύει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων πόρων ή την κάλυψη υποχρεώσεων∙

(β) τον αριθμό των μητρικών ΑΠΙ που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 7, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και εκείνων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα∙

(γ) συνολικά για τη Δημοκρατία:

(i) τα συνολικά ίδια κεφάλαια σε ενοποιημένη βάση του ευρισκόμενου στη Δημοκρατία μητρικού ΑΠΙ που ωφελείται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες,

(ii) το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση του ευρισκόμενου στη Δημοκρατία μητρικού ΑΠΙ που ωφελείται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 7, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα,

(iii) το ποσοστό των απαιτούμενων συνολικών ιδίων κεφαλαίων, βάσει του Άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ενοποιημένη βάση των μητρικών ΑΠΙ που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 7, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει όλες τις ακόλουθες πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 9, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

(α) τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζει ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την αποπληρωμή υποχρεώσεων∙

(β) τον αριθμό των μητρικών ΑΠΙ που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 9, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και τον αριθμό σχετικών μητρικών ΑΠΙ που περιλαμβάνουν τις θυγατρικές σε τρίτη χώρα∙ και

(γ) στη συνολική βάση της Δημοκρατίας-

(i) το ποσό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των μητρικών ΑΠΙ που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 9, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα οποία τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες,

(ii) το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των μητρικών ΑΠΙ που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 9, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα,

(iii) το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει του Άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των μητρικών ΑΠΙ που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο Άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί σε ίδια κεφάλαια που τηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτη χώρα.

Συλλογή πληροφοριών από την Κεντρική Τράπεζα

26Γ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα συλλέγει τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το Άρθρο 435, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις χρησιμοποιεί για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών πολυμορφίας και τις παρέχει στην ΕΑΤ, η οποία τις χρησιμοποιεί για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών πολυμορφίας σε επίπεδο Ένωσης.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα συγκεντρώνει πληροφορίες για τον αριθμό των φυσικών προσώπων ανά ΑΠΙ με αποδοχές ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000) ή περισσότερο ανά οικονομικό έτος, ανά κατηγορία σε επίπεδο αμοιβών ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000), συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων των θέσεων απασχόλησης αυτών, του σχετικού επιχειρηματικού τομέα και των κυριότερων στοιχείων μισθού, πρόσθετων αμοιβών, φιλοδώρημα των μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και συνταξιοδοτικών εισφορών. Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ, η οποία τις δημοσιεύει σε συνολική βάση κράτους μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο πληροφόρησης.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από τα πιστωτικά ιδρύματα σχετικά με τις αποφάσεις των μετόχων ή ιδιοκτητών ή μελών τους που αφορούν τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το 100% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο, για τη συγκριτική αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις διαβιβάζει στην ΕΑΤ.

 

Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών

26Δ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα συλλέγει τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στο Άρθρο 450, παράγραφος 1, στοιχεία ζ), η), θ) και ια) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχουν τα ΑΠΙ σχετικά με τη διαφορά αποδοχών μεταξύ των φύλων, και χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές και παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΑΤ.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, με οδηγία που εκδίδει δυνάμει του άρθρου 41, να καθορίσει όρια που αφορούν τα μεταβλητά στοιχεία των αποδοχών.

Πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης

26Ε.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά το χρόνο για τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στην Δημοκρατία, το οποίο λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης σύμφωνα με τα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26, περιλαμβάνει τα εξής:

(α) ένδειξη του πώς η Κεντρική Τράπεζα σκοπεύει να ασκήσει τα καθήκοντά της και να κατανείμει τους πόρους της,

(β) προσδιορισμός των ΑΠΙ που πρόκειται να τεθούν υπό ενισχυμένη εποπτεία και τα μέτρα που λαμβάνονται για τέτοια εποπτεία όπως καθορίζεται στο εδάφιο (3),

(γ) σχέδιο για επιθεωρήσεις των εγκαταστάσεων ΑΠΙ, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών αυτού που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 28Α, 39Α και 39Β.

(2) Τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ΑΠΙ:

(α) ΑΠΙ για τα οποία τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που προνοούνται στα σημεία (α) και (ζ) της παραγράφου (1) του Παραρτήματος ΙΙΙ και του άρθρου 26ΣΤ ή το αποτέλεσμα της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης βάσει των εδάφιων (6) έως (9Α) του άρθρου 26 δείχνουν την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων για τη συνεχή χρηματοοικονομική τους αρτιότητα ή μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, καθώς και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(β) [Διαγράφηκε],

(γ) οποιαδήποτε άλλα ΑΠΙ που η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί αναγκαίο.

(3) Όποτε αυτό κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με τα εδάφια (6) έως (9Α) του  άρθρου 26, αν είναι απαραίτητο λαμβάνονται, ειδικότερα, τα ακόλουθα μέτρα:

(α) αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπου επιθεωρήσεων του ΑΠΙ,

(β) μόνιμη παρουσία της αρμόδιας αρχής στο ΑΠΙ,

(γ) υποβολή πρόσθετης ή συχνότερης πληροφόρησης από το ΑΠΙ,

(δ) πρόσθετες ή συχνότερες εξετάσεις του λειτουργικού, στρατηγικού ή επιχειρηματικού σχεδίου του ΑΠΙ,

(ε) θεματικές εξετάσεις που παρακολουθούν συγκεκριμένους κινδύνους που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν.

(4) Η θέσπιση προγράμματος εποπτικής εξέτασης από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να διενεργούν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ΑΠΙ στο έδαφός τους σύμφωνα με το ΄Αρθρο 52, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων

26ΣΤ. Η Κεντρική Τράπεζα διενεργεί τις ενδεδειγμένες, τουλάχιστον μια φορά ετησίως, εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης που προβλέπεται στα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26.

Διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων

26Ζ.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα αναθεωρεί σε τακτική βάση και τουλάχιστον κάθε τρία έτη, τη συμμόρφωση των ΑΠΙ προς τις απαιτήσεις αναφορικά με τις προσεγγίσεις που απαιτούν την έγκριση της προτού χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή σε αλλαγές στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ΑΠΙ και στην εφαρμογή αυτών των προσεγγίσεων σε νέα προϊόντα.

(β) Όταν εντοπίζει σημαντικές ελλείψεις της εσωτερικής προσέγγισης στη σύλληψη κινδύνων, η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι αυτές διορθώνονται ή λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την απάμβλυνση των επιπτώσεών τους, περιλαμβανομένου και μέσω της επιβολής υψηλότερων πολλαπλασιαστικών συντελεστών, ή της επιβολής κεφαλαιακών προσαυξήσεων, ή άλλων προσφορών και αποτελεσματικών μέτρων.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ειδικότερα εξετάζει και αξιολογεί κατά πόσο το ΑΠΙ χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές για τις εν λόγω προσεγγίσεις.

(3) Αν σε εσωτερικό μοντέλο κινδύνου αγοράς, πληθώρα υπερβάσεων όπως αυτές που αναφέρονται στο Άρθρο 366 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δείχνουν ότι το μοντέλο δεν είναι ή δεν είναι πλέον αρκετά ακριβές, η Κεντρική Τράπεζα ανακαλεί την άδεια χρήσης του εσωτερικού μοντέλου ή επιβάλλει κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το μοντέλο θα βελτιωθεί άμεσα.

(4)(α) Εάν ΑΠΙ έχει λάβει έγκριση να εφαρμόσει προσέγγιση που απαιτεί την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας πριν από τη χρήση της εν λόγω προσέγγισης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αλλά δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης αυτής, η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί όπως  το ΑΠΙ είτε αποδείξει στην Κεντρική Τράπεζα ότι οι επιπτώσεις από τη μη συμμόρφωσή είναι ασήμαντες, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είτε καταθέσει σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις και όπως ορίσει προθεσμία εφαρμογής του. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει βελτιώσεις στο σχέδιο αν αυτό δεν αναμένεται να επιφέρει πλήρη συμμόρφωση ή αν η προθεσμία είναι ακατάλληλη.

(β) Αν το ΑΠΙ δεν αναμένεται να μπορέσει να επαναφέρει τη συμμόρφωση εντός κατάλληλης προθεσμίας και, κατά περίπτωση, δεν έχει αποδείξει ικανοποιητικά ότι οι επιπτώσεις από τη μη συμμόρφωση είναι ασήμαντες, η έγκριση για την εφαρμογή της προσέγγισης αυτής ανακαλείται ή περιορίζεται στα συμμορφούμενα τμήματα ή στα τμήματα στα οποία η συμμόρφωση είναι εφικτή εντός κατάλληλης προθεσμίας.

(5) Κατά την εξέταση των εγκρίσεων χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων τις οποίες παρέχει σε ΑΠΙ η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη αναλύσεις και τα συγκριτικά κριτήρια ιδίως για τον ορισμό των ανοιγμάτων σε αθέτηση και το χειρισμό παρόμοιων κινδύνων και ανοιγμάτων, που περιέχονται σε κατευθυντήριες γραμμές που αναπτύσσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Εφαρμογή εποπτικών μέτρων σε ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία με παρόμοια προφίλ κινδύνου

26Η. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 94(I)/2021
Συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας

26Θ.-(1) Για τον σκοπό του καθορισμού του κατάλληλου επιπέδου απαιτήσεων ρευστότητας με βάση τον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 26(6) έως (9Α), 26Ε, 26ΣΤ, 26Ζ, και το Παράρτημα ΙΙΙ, η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή συγκεκριμένης απαίτησης ρευστότητας, για τη σύλληψη των κινδύνων ρευστότητας στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί το ΑΠΙ, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

(α) το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο του ΑΠΙ,

(β) τις διευθετήσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του ΑΠΙ που αναφέρονται στα άρθρα 19, 19Β, 19Γ, 19Δ, 22Ε, στα εδάφια (13) και (14) του άρθρου 26,  στο εδάφιο (1) του άρθρου 26Γ, στο εδάφιο (2) του άρθρου 26Γ, στο άρθρο 26Δ και στο άρθρο 30Β καθώς και στην Οδηγία Διακυβέρνησης, και ειδικότερα σχετικά με τον κίνδυνο ρευστότητας,

(γ) το αποτέλεσμα της εξέτασης και της αξιολόγησης που διενεργούνται σύμφωνα με τα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26,

(δ) [Διαγράφηκε].

(2) Ειδικότερα και ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 41Δ, η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει την ανάγκη εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, περιλαμβανομένων προληπτικών χρεώσεων, το ύψος των οποίων σε γενικές γραμμές σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης ρευστότητας του ΑΠΙ και των απαιτήσεων ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης που θεσπίζονται με οδηγία που εκδίδει για το σκοπό αυτό η Κεντρική Τράπεζα ή με νομοθεσία της Ένωσης.

Εξέταση και αξιολόγηση και εποπτικά μέτρα

26Ι. Η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης που προνοείται στα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26, στα άρθρα 26Ε, 26ΣΤ, 26Ζ, στο Παράρτημα ΙΙΙ και τα εποπτικά μέτρα που προνοούνται στο εδάφιο (3) του άρθρου 25, στα άρθρα 26Η, 26Θ, 26ΙΑ, 29Α και 30, του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με το βαθμό εφαρμογής των απαιτήσεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που ορίζονται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος II, του εν λόγω Κανονισμού.

Συνέπεια των εποπτικών εξετάσεων, αξιολογήσεων και εποπτικών μέτρων

26ΙΑ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα προκειμένου η ΕΑΤ να προβεί σε ανάπτυξη συγκλινουσών διαδικασιών εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης ενημερώνει την ΕΑΤ για:

(α) τη λειτουργία της διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης που προβλέπεται στα εδάφια (6) έως (9Α) του Άρθρου 26, και

(β) τη μεθοδολογία που ακολουθεί για τη λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 26ΣΤ, 26Ζ, 26Θ, 29Α, 30 και το Παράρτημα ΙΙΙ σχετικά με τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο (α).

(2) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει πρόσθετες πληροφορίες εφόσον της ζητηθούν από την ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση

26ΙΒ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή προκειμένου να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων άσκησης της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ως προς:

(α) τα πιστωτικά ιδρύματα η μητρική επιχείρηση των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα, ή

(β) τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα και οι μητρικές επιχειρήσεις των οποίων είναι πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εδρεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(2) Οι συμφωνίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) αποσκοπούν ιδίως στη διασφάλιση ότι:

(α) η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να συγκεντρώνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, βάσει της ενοποιημένης οικονομικής τους κατάστασης, ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία, που έχουν ως θυγατρικές πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ευρισκόμενα σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτές,

(β) η Κεντρική Τράπεζα παρέχει σε εποπτικές αρχές τρίτων χωρών πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες και έχουν ως θυγατρικές ΑΠΙ ή χρηματοδοτικά ιδρύματα που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία ή κατέχουν συμμετοχή σε αυτά, και

(γ) η Κεντρική Τράπεζα παρέχει στην ΕΑΤ τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις εθνικές αρχές τρίτων χωρών, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Συνεργασία με άλλες εποπτικές αρχές

27.- (1)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 26, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες -

(α) με αρμόδιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, Ε.Π.Ε.Υ., χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή κεφαλαιαγορών, είτε στη Δημοκρατία είτε σε τρίτη χώρα, και,

(β) με τις αρμόδιες αρχές πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, Ε.Π.Ε.Υ., χρηματοδοτικών˙ ιδρυμάτων ή κεφαλαιαγορών των κρατών-μελών, για να τις βοηθήσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους ή για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

(2)(α) Όταν, στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να ελέγξει πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 39Α ή στο εδάφιο (3) του άρθρου 39Β του παρόντος Νόμου, οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος-μέλος, πρέπει να ζητήσει από την αρμόδια αρχή αυτού του κράτους-μέλους να διενεργήσει τον έλεγχο αυτό.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα διενεργεί η ίδια τον έλεγχο μόνο εάν οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) της το επιτρέψουν.

(γ) Όταν η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή που υπέβαλε το αίτημα δεν πραγματοποιεί η ίδια τον έλεγχο, μπορεί, εάν το επιθυμεί, να συμμετέχει στον έλεγχο.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή των επιχειρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και λάβει αίτηση από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους για έλεγχο πληροφοριών που αφορούν αυτές τις επιχειρήσεις, οφείλει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της να ενεργήσει είτε διενεργώντας η ίδια τον έλεγχο αυτό,  είτε επιτρέποντας στην αρχή που υπέβαλε την αίτηση να διενεργήσει αυτή τον έλεγχο , είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του ελέγχου, από εγκεκριμένο ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση υποκαταστήματος ΑΠΙ, τα κεντρικά γραφεία του οποίου είναι σε τρίτη χώρα, η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία του εν λόγω ΑΠΙ δύναται να διενεργεί ελέγχους επί του εν λόγω υποκαταστήματος, εφόσον προηγηθεί συνεννόηση και δοθεί η συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας.

(4) Σύμφωνα με το Άρθρο 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα και η ΕΑΤ μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών σύμφωνα με τα άρθρα 27Α και 27Β(1) του παρόντος Νόμου, μόνο αν οι  πληροφορίες που κοινοποιούνται υπόκεινται σε εγγύηση τήρησης των απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμων με αυτές που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α του παρόντος Νόμου. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών γίνεται με σκοπό την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

(5) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος-μέλος,  η Κεντρική Τράπεζα τις κοινοποιεί μόνο με τη ρητή  συγκατάθεση των αρχών που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

(6) Τηρουμένων των υποχρεώσεών της δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, εκτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) το συντονισμό της συγκέντρωσης και της διάδοσης συναφών ή ουσιωδών πληροφοριών, τόσο σε περίοδο δρώσας δραστηριότητας όσο και σε επείγουσες καταστάσεις,

(β) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων  σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 19, στα εδάφια (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, στα εδάφια (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11), (11Α), (12) και (13) του άρθρου 39, στα άρθρα 39Α, 39Β, 39Δ, 39Ε, 39ΣΤ και 39Ζ και στο εδάφιο (4) του άρθρου 42 σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές,

(γ) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε πιστωτικά ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, όπου είναι δυνατόν, υφιστάμενους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.  Ο προγραμματισμός και συντονισμός αυτών των εποπτικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (13) του άρθρου 39, τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.

(6δις) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά της κατά το εδάφιο (6) ή εάν οι άλλες αρμόδιες αρχές δε συνεργάζονται με την Κεντρική Τράπεζα στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του εδαφίου (6), η Κεντρική Τράπεζα και οποιαδήποτε από τις άλλες αρμόδιες αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της δυνάμει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6Α) (α)  Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια για ενοποιημένη εποπτεία αρχή και/ή όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για την εποπτεία ΑΠΙ που είναι θυγατρική ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει μαζί με τις αρμόδιες αρχές στα άλλα κράτη-μέλη σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:

(i) την εφαρμογή των ΄Αρθρων 73 και 97 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του ΄Αρθρου 104, παράγραφος 1, στοιχείο α), της εν λόγω Οδηγίας, σε κάθε οντότητα εντός του ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση∙

(ii) μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιαστικών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την μεταχείριση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το ΄Αρθρο 86 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και όσων αφορούν την ανάγκη απαιτήσεων ρευστότητας για το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το ΄Αρθρο 105 της εν λόγω Οδηγίας∙

(iii) οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο Άρθρο 104β, παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(β) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή που ευθύνεται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) λαμβάνονται -

(i) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με σύμφωνα με το άρθρο 30δις∙

(ii) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii), της παραγράφου (α), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με σύμφωνα με την παράγραφο 71 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, του άρθρου 22Ε, του εδαφίου (14) του άρθρου 26 και του άρθρου 26Θ του παρόντος Νόμου, καθώς και των Άρθρων 86 και 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπου αυτά εφαρμόζονται∙

(iii) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), της παραγράφου (α), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 30τρις.

Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 19Α(1) και (2), το άρθρο 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α), και (9Β), το άρθρο 30δις και το άρθρο 30τρις.

(γ) Οι κοινές αποφάσεις, που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) ή (ii) της παραγράφου (α), παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που δίνεται στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας∙ σε περίπτωση διαφωνίας, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε της εμπλεκόμενης αρμόδιας αρχής, και δύναται της να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.

(δ)(i) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο (β), η απόφαση για την εφαρμογή των Άρθρων 73, 86, 97, 104, παράγραφος 1, στοιχείο α), 104β και 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει, για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές.

(iii) Αν στο τέλος των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα  με τις διατάξεις του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με τις διατάξεις τους Άρθρου 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει  απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ.

(iii) Οι περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο (β) θεωρούνται ως οι περίοδοι συμβιβασμού, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό (ΕΕ) αρ. 1093/2010.

(iv) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

(ε)(i) Η απόφαση για την εφαρμογή  του άρθρου 19Α(1) και (2), του άρθρου 22Ε, του άρθρου 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α), (9Β) και (14), του άρθρου 26Θ, του άρθρου 30(1)(β)(vi), του άρθρου 30τρις του παρόντος Νόμου ή της παραγράφου 71 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, λαμβάνεται από την Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(ii) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, εκφράζει τις απόψεις και επιφυλάξεις της στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία σε ατομική ή σε υποενοποιημένη βάση θυγατρικών εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση είτε μητρικού ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, είτε, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στη Δημοκρατία, προκειμένου εκείνες οι αρχές να λάβουν απόφαση για την εφαρμογή των διατάξεων που θεσπίζουν τα κράτη-μέλη όπου είναι εγκατεστημένες οι θυγατρικές για σκοπούς εναρμόνισης με τα ΄Αρθρα 73, 86, 97, 104, παράγραφος 1, στοιχείο α), 104β και 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(iii) Αν, στο τέλος οιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο (β), οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία σε ατομική ή σε υποενοποιημένη βάση θυγατρικών εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, ή όταν είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που να συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ.

Οι περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο (β) θεωρούνται ως οι περίοδοι συμβιβασμού, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(iv) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά από τη λήψη κοινής απόφασης.

(στ) Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο (β). Το έγγραφο υποβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σε όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και προς το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(ζ) Όταν ζητείται η συμβουλή της ΕΑΤ, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τη γνώμη αυτή και επεξηγεί κάθε σημαντική απόκλιση από αυτή.

(η) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και οι αποφάσεις που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο (δ) αναγνωρίζονται ως καθοριστικές.   Η Κεντρική Τράπεζα επίσης αναγνωρίζει ως καθοριστικές και εφαρμόζει τις αποφάσεις άλλων αρμόδιων αρχών, κατά το Άρθρο 113, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2013/36/ΕΚ.

(θ) Οι κοινές αποφάσεις κατά την παράγραφο (α) και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο (δ) επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η Κεντρική Τράπεζα αφενός ενεργεί ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην  Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και αφετέρου υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 26Θ, του άρθρου 30(1)(β)(vi) ή του άρθρου 30τρις∙ στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η επικαιροποίηση δύναται να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της Κεντρικής Τράπεζας ως της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

(ι) [Διαγράφηκε].

(7) [Διαγράφηκε].

(8)(α) Σε περίπτωση που προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο Άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη, όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή έχουν εγκατασταθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά τις εναρμονιστικές με το Άρθρο 51 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 26Γ(2), 27(4) και (5), 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28ΣΤ του παρόντος Νόμου, και των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό την ΕΑΤ και τις αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 27Γ(4) και 28Γ και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους.

(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ως μέλος του ΕΣΚΤ, αντιληφθεί κατάσταση που περιγράφεται στην παράγραφο (α), ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (6δις) του άρθρου 27 και την ΕΑΤ.

(γ) Στο μέτρο του δυνατού, η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 27Γ, χρησιμοποιούν υφιστάμενους διαύλους επικοινωνίας.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή πληροφόρηση στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.

(10)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή συνεργάζεται στενά με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές κρατών-μελών για την εποπτεία των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα ανταλλάσει με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται σε αυτό, οι οποίες δύναται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων έγκρισης  τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που πιθανόν να διευκολύνουν την παρακολούθηση αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τις διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου.

(11) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης υποκαταστήματος που λειτουργεί στη Δημοκρατία δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 10Α, μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένου, σε επιτόπιους ελέγχους των πληροφοριών που προβλέπονται στο ΄Αρθρο 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(12) Η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, δύναται επίσης να προσφεύγει, για τον έλεγχο του υποκαταστήματός στη Δημοκρατία, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27.

(13) Τα εδάφια (11) και (12) δεν επηρεάζουν το δικαίωμα της Κεντρικής Τράπεζας, ως αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, να διενεργεί, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της βάσει του παρόντος Νόμου, επιτόπιους ελέγχους στα υποκαταστήματα που βρίσκονται στο έδαφός της.

(14) Όταν ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ασκεί τη δραστηριότητά του και σε άλλο κράτος-μέλος μέσω υποκαταστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του Άρθρου 159 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δύναται ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αφού ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβεί η ίδια ή μέσω εντεταλμένου σε επιτόπιο έλεγχο πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (10) του άρθρου 27.

(15) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους- μέλους καταγωγής, μπορεί επίσης να ζητά να προσφεύγει, για τον έλεγχο του υποκαταστήματος στο κράτος-μέλος υποδοχής, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 27(2).

(16) Τα εδάφια (14) και (15) δεν θίγουν το δικαίωμα της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει στον επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στο έδαφός της υποκαταστημάτων ΑΠΙ που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, οι οποίες της απονέμονται βάσει νομοθεσίας του κράτους-μέλους υποδοχής  ανάλογης με τον παρόντα Νόμο.

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών

27Α.-(1) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 28Α και του άρθρου 28Β δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και άλλων αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας, άλλων αρμόδιων αρχών κρατών-μελών καθώς και των ακόλουθων, για την εκπλήρωση της εποπτικής της αποστολής:

(α) αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και αρχών που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών,

(β) αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη-μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων,

(γ) οργάνων ή αρχών αναδιοργάνωσης που αποσκοπούν στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,

(δ) συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(ε) οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,

(στ) προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον εκ του νόμου έλεγχο των λογαριασμών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,

(ζ) αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, αναφορικά με τη συμμόρφωση με τον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο ή, κατά περίπτωση, την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849, καθώς και μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών· και

(η) αρμόδιων αρχών ή φορέων που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των κανόνων περί διαρθρωτικού διαχωρισμού στο εσωτερικό τραπεζικού ομίλου.

(2) Τα άρθρα 28Α(1) και 28Β δεν εμποδίζουν τη διαβίβαση, σε οργανισμούς αρμόδιους για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης επενδυτών, πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

(3) Οι λαμβανόμενες πληροφορίες σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α.

Ανταλλαγή πληροφοριών με όργανα επίβλεψης

27Β.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 27 και των άρθρων 28Α και 28Β, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία -

(α) των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση ιδρυμάτων καθώς και σε άλλες παρόμοιες διαδικασίες,

(β) των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(γ) των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διεξαγωγή του εκ του νόμου έλεγχου των λογαριασμών των ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

(2) Για τις περιπτώσεις του εδαφίου (1), πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:

(α) οι πληροφορίες ανταλλάσσονται για την διεκπεραίωση των καθηκόντων που αναφέρονται στο εδάφιο (1),

(β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α,

(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος-μέλος, δεν γνωστοποιούνται χωρίς τη ρητή συμφωνία των αρμοδίων αρχών που τις παρέχουν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 27 και των άρθρων 28Α και 28Β, η Κεντρική Τράπεζα, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοοικονομικού συστήματος, δύναται να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρχές ή τα όργανα που είναι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό και την διερεύνηση παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών.

(4) Για τις περιπτώσεις του εδαφίου (3) πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:

(α) οι πληροφορίες ανταλλάσσονται με σκοπό τον εντοπισμό και τη διερεύνηση παραβάσεων εταιρικού δικαίου,

(β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α,

(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος-μέλος, διαβιβάζονται μόνο με τη ρητή συμφωνία των αρμοδίων αρχών που τις παρέχουν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

(5) Εάν οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) προβαίνουν στον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες, λόγω ειδικών προσόντων, εντεταλμένων για το σκοπό αυτό προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του εδαφίου (3) δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών δύναται να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (4).

(6) Για την εφαρμογή του εδαφίου (5), οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο εδάφιο (4) ενημερώνουν την Κεντρική Τράπεζα, η οποία κοινοποιεί τις πληροφορίες για την ταυτότητα και τις ακριβείς ευθύνες των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία δύναται να λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει  του παρόντος άρθρου.

(8) Τηρουμένου του Άρθρου 84 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ που αφορά την εμπιστευτικότητα, η Κεντρική Τράπεζα κατόπιν αιτήματος, διαβιβάζει, στις αρχές εξυγίανσης και στις άλλες αρμόδιες αρχές, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων που αναλαμβάνουν βάσει του Νόμου Εξυγίανσης και της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν νομισματικά θέματα, θέματα προστασίας των καταθέσεων, συστημικά θέματα και θέματα πληρωμών

27Γ.-(1)  Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (8) έως (10) του άρθρου 17, των εδαφίων (1), (1Β) και (2) του άρθρου 26, του εδαφίου (2) του άρθρου 26Γ, των εδαφίων (4), (5), (10), (11), (12), (13), (14) και (16) του άρθρου 27, των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 27Ε, των εδαφίων (3) και (3Α) του άρθρου 28, και των άρθρων 28Α, 28Β, 28Γ, 28ΣΤ, 41Α, 41Β, 41Γ,  41Δ,41Ε, 42Β και 42Γ η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διαβιβάζει πληροφορίες προς τους ακόλουθους φορείς, για σκοπούς άσκησης των καθηκόντων τους:

(α) κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ και  άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, σε περίπτωση που οι πληροφορίες είναι σχετικές για την άσκηση των θεσμικών καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,

(β) συμβατικά ή θεσμικά συστήματα προστασίας όπως αναφέρονται στο Άρθρο 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(γ) όπου ενδείκνυται, άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών,

(δ) το ΕΣΣΚ, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (η «ΕΑΑΕΣ») και την ΕΑΚΑΑ όταν οι πληροφορίες αυτές είναι σχετικές με την άσκηση των αποστολών τους σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή (ΕΕ) αριθ. 1095/2010:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την άρση εμποδίων στην διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με το παρόν εδάφιο.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (8) έως (10) του άρθρου 17, των εδαφίων (1), (1Β) και (2) του άρθρου 26, του εδαφίου (2) του άρθρου 26Γ, των εδαφίων (4), (5), (10), (11), (12), (13), (14) και (16) του άρθρου 27, των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 27Ε, των εδαφίων (3) και (3Α) του άρθρου 28, και των άρθρων 28Α, 28Β, 28Γ, 28ΣΤ,  41Α, 41Β, 41Γ, 41Δ, 41Ε, 42Β, 42Γ , η  Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τις πληροφορίες που χρειάζεται για τους σκοπούς του άρθρου 28Β από τις αρχές και τους οργανισμούς που αναφέρονται στo  εδάφιο (1).

(3) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο εδάφιο (8) του άρθρου 27, διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σχετικές με την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης της νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο ΕΣΣΚ όταν οι πληροφορίες αυτές είναι σχετικές με την άσκηση των θεσμικών αποστολών του.

Διαβίβαση πληροφοριών σε διεθνείς οργανισμούς

27Γδις.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 28Α(1) και του άρθρου 28Β, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, υπό την επιφύλαξη των όρων των εδαφίων (2), (3) και (4), να διαβιβάζει ή να ανταλλάσσει ορισμένες πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:

(α) Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, για τους σκοπούς των αξιολογήσεων για το Πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα·

(β) την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, για τους σκοπούς των μελετών ποσοτικών επιπτώσεων·

(γ) το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για τους σκοπούς της οικείας λειτουργίας επιτήρησης.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο κατόπιν ρητού αιτήματος του σχετικού φορέα, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Το αίτημα είναι δεόντως δικαιολογημένο από τα ειδικά καθήκοντα που εκτελεί ο αιτών φορέας σύμφωνα με την καταστατική αποστολή του·

(β) το αίτημα είναι αρκούντως ακριβές ως προς τη φύση, την έκταση και τον μορφότυπο των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τα μέσα της κοινοποίησης ή διαβίβασής του·

(γ) οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων του αιτούντος φορέα και δεν υπερβαίνουν τα καταστατικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον αιτούντα φορέα·

(δ) οι πληροφορίες διαβιβάζονται ή γνωστοποιούνται αποκλειστικά στα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται άμεσα στην εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων·

(ε) τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες  στο άρθρο 28Α(1).

(3) Εφόσον το αίτημα υποβάλλεται από οποιαδήποτε από τις οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1),  η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διαβιβάζει μόνο συγκεντρωτικά ή ανωνυμοποιημένα στοιχεία και δύναται να ανταλλάσσει άλλες πληροφορίες μόνο στις εγκαταστάσεις της.

(4) Στον βαθμό που η γνωστοποίηση πληροφοριών αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον αιτούντα φορέα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον Κανονισμό (ΕE) 2016/679.

Κοινοποίηση πληροφοριών που αφορούν υπηρεσίες εκκαθάρισης και διακανονισμού

27Δ.-(1) Οι διατάξεις σχετικές με το επαγγελματικό απόρρητο που προβλέπονται στα εδάφια (8) έως (10) του άρθρου 17, στα εδάφια (1), (1Β) και (2) του άρθρου 26, το εδάφιο (2) του άρθρου 26Γ, τα εδάφια (4), (5), (10), (11), (12), (13), (14) και (16) του άρθρου 27, τα άρθρα 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 27Ε, τα εδάφια (3) και (3Α) του άρθρου 28, και τα άρθρα 28Α, 28Β, 28Γ, 28ΣΤ, 41Α, 41Β, 41Γ, 41Ε, 42Β, 42Γ  δεν εμποδίζουν την Κεντρική Τράπεζα να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 27 και στα άρθρα 28Α και 28Β σε οίκο διακανονισμού ή εκκαθάρισης ή σε άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο υπό κυπριακό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά της Δημοκρατίας, εάν θεωρεί την κοινοποίηση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών σε σχέση με αθετήσεις ή ενδεχόμενες αθετήσεις των συμμετεχόντων στην αγορά αυτή:

Νοείται ότι, οι ληφθείσες πληροφορίες  υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα μεριμνά ώστε οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου 28Α να μην κοινοποιούνται στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περιπτώσεις, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις γνωστοποίησαν.

Σημαντικό υποκατάστημα στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος-μέλος

27Ε.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, δύναται να ζητήσει  είτε από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27, είτε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης, όπως υποκατάστημα ενός ΑΠΙ  θεωρηθεί σημαντικό.  Το αίτημα παραθέτει τους λόγους για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εξής:

(i)  κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) στη Δημοκρατία·

(ii) τον πιθανό αντίκτυπο της αναστολής ή του τερματισμού των εργασιών του πιστωτικού ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού στη Δημοκρατία· και

(iii) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, οι  αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης και η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή όπου εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27 καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τον καθορισμό του υποκαταστήματος ως σημαντικού.

(γ) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο (α),  η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, αποφασίζει η ίδια, εντός περαιτέρω  προθεσμίας δύο μηνών, κατά πόσο το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Για τη λήψη της απόφασης αυτής, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη όλες τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής ή των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους καταγωγής.

(γ1) [Διαγράφηκε].

(δ) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), παρατίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολόγηση, διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκομένων κρατών-μελών.

(ε)  Ο καθορισμός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών υπό την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(στ) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής σημαντικού υποκαταστήματος λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης τις πληροφορίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iv) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (10Α) του άρθρου 39 και συνεργάζεται με αυτή προκειμένου να εκτελέσουν τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27.

(2)(α)  Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αποτελεί εποπτική αρχή κράτους-μέλους προέλευσης, διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 39(10Α)(γ) και (δ) και εκτελεί τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 27(6)(γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής.

(β) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως εποπτική αρχή κράτους-μέλους προέλευσης και αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης εντός πιστωτικού ιδρύματος κατά το άρθρο 27(8), ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 27Γ(1) και τις αρχές της Δημοκρατίας που προβλέπονται στο άρθρο 28Γ.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους- μέλους υποδοχής σημαντικού υποκαταστήματος λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης τις πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (10Α) του άρθρου 39 και συνεργάζεται με αυτή προκειμένου να εκτελέσουν τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27.

(3)(α) Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το εδάφιο (11Α) του άρθρου 39, η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή που εποπτεύει  ΑΠΙ με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη-μέλη, συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει την κατάληξη σε κοινή απόφαση ως προς τον προσδιορισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 28Γ. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές διευθετήσεις που καθορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή κράτους-μέλους προέλευσης, έπειτα από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, αποφασίζει για το ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

(β)  Στην απόφαση της η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις εμπλεκόμενες αρχές, ιδίως δε τον ενδεχόμενο αντίκτυπο στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1Β) του άρθρου 26, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.

Χρηματοδοτικά ιδρύματα

27ΣΤ. Οι οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος  5, σημεία 3) έως 24) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα κατά την εφαρμογή των ακόλουθων διατάξεων του παρόντος Νόμου:

(α) Άρθρο 10Βδις·

(β) άρθρο 10Γδις(1), (2) και (3)·

(γ) άρθρο 19(4)·

(δ) άρθρο 27(2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9)·

(ε) άρθρο 39(5), (7), (8), (10), (10Α), (11), (11Α), (12), (13) και (15)·

(στ) άρθρο 39Α(1) και (2)·

(ζ) άρθρο 39Β(1), (2) και (3)·

(η) άρθρο 39Γ(1), (2) και (3)·

(θ) άρθρο 39Δ(1) και (2)·

(ι) άρθρο 39Ε(1) και (2)·

(ια) άρθρο 39ΣΤ(1) και (2)·

(ιβ) άρθρο 42(4).

Εφαρμογή διατάξεων στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και στις μεικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση

27Ζ.  Οι διατάξεις του άρθρου 10Βδις, του εδαφίου (4) του άρθρου 19, των εδαφίων (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, των εδαφίων (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11Α), (12), (13) και (15) του άρθρου 39, των άρθρων 39Α, 39Γ, 39Δ, 39Ε, 39ΣΤ, 39Ζ, και του εδαφίου (4) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται και στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στις μικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Διορισμός εγκεκριμένου ελεγκτή

27Η. (1)  Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους Χ του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου και του άρθρου 19 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, για το διορισμό εγκεκριμένου ελεγκτή  για τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών ΑΠΙ, απαιτείται η ρητή  έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.

(2) Για την έγκριση εγκεκριμένου ελεγκτή κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί κατά πόσο ο εγκεκριμένος ελεγκτής κατέχει τα εχέγγυα για τον αποτελεσματικό και αμερόληπτο έλεγχο του ΑΠΙ.

(3) Ο εγκεκριμένος ελεγκτής πιστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα ότι ο υποχρεωτικός έλεγχος του ΑΠΙ διεξάγεται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα ελέγχου και οποιεσδήποτε επιπρόσθετες απαιτήσεις που καθορίζονται με οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(4) Σε περίπτωση παράλειψης από ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία να διορίσει εγκεκριμένο ελεγκτή  για τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών του, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διορίσει τέτοιο ελεγκτή και να ορίσει την αμοιβή του που θα καταβάλλεται από το εν λόγω ΑΠΙ.

Επικοινωνία μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Ελεγκτών και υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

28.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διευθετεί, τριμερείς συναντήσεις με κάθε ΑΠΙ και τον εγκεκριμένο ελεγκτή της για συζήτηση θεμάτων που σχετίζονται με τις εποπτικές αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας και οι οποίες προκύπτουν από τον έλεγχο που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 24, περιλαμβανομένων σχετικών πτυχών των εργασιών της, του λογιστικού συστήματος, του εσωτερικού ελέγχου και του ετήσιου ισολογισμού και λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται αν το θεωρήσει επιθυμητό ή αναγκαίο προς το συμφέρον των καταθετών να διευθετεί διμερείς συναντήσεις με τους εγκεκριμένους ελεγκτές ΑΠΙ.

(3) Η καλή τη πίστη γνωστοποίηση στην Κεντρική Τράπεζα ή σε άλλη εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή, γεγονότων ή αποφάσεων του εδαφίου (1), από εγκεκριμένο ελεγκτή δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται συμβατικά ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά. Αυτή η γνωστοποίηση διενεργείται ταυτόχρονα στο διοικητικό όργανο του πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για το αντίθετο.

(3Α)(α) Ο εγκεκριμένος ελεγκτής υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Κεντρική Τράπεζα κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά πιστωτικό ίδρυμα, των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχό του και τα οποία είναι δυνατόν-

(i) να αποτελούν σημαντική παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος,

(ii) να επηρεάσουν τη συνεχή λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος, ή

(iii) να οδηγήσουν σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

(β) Ο εγκεκριμένος ελεγκτής  υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Κεντρική Τράπεζα  γεγονότα ή αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχο επιχείρησης που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο εγκεκριμένος ελεγκτής  αυτό διενεργεί τον εν λόγω έλεγχο.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από ΑΠΙ να προβεί σε αντικατάσταση εγκεκριμένου ελεγκτή, εάν αυτός παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των παραγράφων (α) ή/και (β) του παρόντος εδαφίου.

Επαγγελματικό απόρρητο

28Α.-(1)(α) Όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την Κεντρική Τράπεζα καθώς και οι εντεταλμένοι από την Κεντρική Τράπεζα ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες δεσμεύονται από την υποχρέωση της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

(β) Οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) προσώπων, κατά την άσκηση των  καθηκόντων τους δημοσιοποιούνται μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην αποκαλύπτεται η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

(γ) Οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του, επιτρέπεται να γνωστοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εμποδίζουν την Κεντρική Τράπεζα να ανταλλάζει πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές ή να διαβιβάζει πληροφορίες προς το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ ή την ΕΑΚΚΑ, σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ διατάξεις του παρόντος Νόμου, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, το Άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, τα Άρθρα 31, 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τα Άρθρα 31 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, την Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 και με άλλες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα:

Νοείται ότι, οι εν λόγω πληροφορίες υπόκεινται στις διατάξεις του εδαφίου (1).

(3) Το εδάφιο (1) δεν εμποδίζει την Κεντρική Τράπεζα να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 26ΣΤ του παρόντος Νόμου ή το Άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή να μεταδίδει τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ με σκοπό τη δημοσίευση από την ΕΑΤ των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά την Ένωση.

Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών

28Β. Όταν η Κεντρική Τράπεζα δέχεται εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28Α, δύναται να τις χρησιμοποιεί μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων της και μόνο για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:

(α) για να ελέγχει ότι πληρούνται οι όροι πρόσβασης στη δραστηριότητα ΑΠΙ και προς διευκόλυνση της παρακολούθησης, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, της διεξαγωγής αυτής της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων καθώς και των διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου,

(β) για την επιβολή κυρώσεων,

(γ) στο πλαίσιο προσφυγής εναντίον απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών προσφυγών δυνάμει του άρθρου 42Δ,

(δ) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Εξουσίες έρευνας Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

28Βδις.  Οι διατάξεις των άρθρων 28Α και 28Β δεν θίγουν τις εξουσίες έρευνας που ανατίθενται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει του Άρθρου 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διαβίβαση πληροφοριών σε άλλες οντότητες

28Γ.(1)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 28Α και του άρθρου 28Β, δυνάμει διατάξεων που θεσπίζονται με νόμο, ορισμένες πληροφορίες δύναται να γνωστοποιηθούν σε άλλα τμήματα της διοίκησης της κεντρικής κυβέρνησης της Δημοκρατίας που είναι αρμόδια για τη νομοθεσία περί εποπτείας ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών εταιρειών καθώς και στους επιθεωρητές τους που ενεργούν εκ μέρους αυτών των τμημάτων.

(β) Οι γνωστοποιήσεις πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο (α) επιτρέπονται μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικής εποπτείας, καθώς και πρόληψης και εξυγίανσης υπό πτώχευση ιδρυμάτων. Χωρίς επηρεασμό των προνοιών του εδαφίου (2), τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α.

(1Α) Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο εδάφιο (8) του άρθρου 27, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να γνωστοποιεί σχετικές πληροφορίες προς τα τμήματα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη.

(1Β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να κοινοποιεί ορισμένες πληροφορίες που αφορούν την προληπτική εποπτεία ΑΠΙ προς κοινοβουλευτικές ερευνητικές επιτροπές, ελεγκτικά συνέδρια και άλλες παρόμοιες οντότητες αρμόδιες για διερεύνηση στη Δημοκρατία, υπό τις εξής προϋποθέσεις:

(α) οι οντότητες έχουν συγκεκριμένη εντολή βάσει νόμου να διερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες της Κεντρικής Τράπεζας ως αρμόδιας αρχής για την εποπτεία και ρύθμιση των ΑΠΙ,

(β) οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στην παράγραφο (α),

(γ) τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α,

(δ) όταν η πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος-μέλος, δεν κοινοποιείται χωρίς τη ρητή συμφωνία των αρμόδιων αρχών που την παρέχουν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι εν λόγω αρχές.

(1Γ) Στο βαθμό που η κοινοποίηση πληροφοριών που αφορά την προληπτική εποπτεία περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οποιαδήποτε επεξεργασία από τις οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) τηρεί τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.

(2) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει των εδαφίων (13) και (16) του άρθρου 27,  του εδαφίου (2) του  άρθρου 28Α και του άρθρου 27Α, καθώς και πληροφορίες που λαμβάνονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους ή επιθεωρήσεις που προβλέπονται στα εδάφια (11), (12), (14) και (15) του άρθρου 27,  δεν αποτελούν αντικείμενο των κοινοποιήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 28Γ χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας ή άλλης αρμόδιας αρχής που παρείχε τις πληροφορίες ή της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους όπου διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος ή επιθεώρηση.

Μηχανισμός Ανταλλαγής Δεδομένων

28Δ.(1) Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να συμμετέχουν και να παρέχουν δεδομένα στο μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ.

(2) Τα δεδομένα που παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα του Νόμου στο μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ, καθορίζονται με οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και περιλαμβάνουν στοιχεία για όλες τις χορηγήσεις του πελάτη, εξυπηρετούμενες ή μη.

(3) [Διαγράφηκε].

(4) Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, που υπόκεινται στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και που συμμετέχουν στο μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα που τηρούνται στους εν λόγω μηχανισμούς, με  κύριο σκοπό την αξιολόγηση του αξιόχρεου των πελατών τους και την αποτελεσματικότερη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου ή και άλλων συναφών κινδύνων.

(5) Τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα έχουν και όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία και οι οποίες περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη  εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας.

(6)(α) Διαβίβαση δεδομένων από το μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ σε άλλα συστήματα ή μηχανισμούς ανταλλαγής δεδομένων εκτός της Δημοκρατίας λαμβάνει χώραν αφού πρώτα υποβληθεί από τον αιτούντα τη διαβίβαση τεκμηριωμένη έκθεση στην Κεντρική Τράπεζα· σε περίπτωση που η εν λόγω έκθεση δεν περιλαμβάνει τα πορίσματα διαβούλευσης με τα πιστωτικά ιδρύματα, σε σχέση με τη διαβίβαση, η Κεντρική Τράπεζα προχωρεί η ίδια σε διαβούλευση.

(β) Η  Κεντρική Τράπεζα, αφού συμφωνήσει με τους λόγους και το σκοπό της αιτούμενης διαβίβασης και αφού καθορίσει τα δεδομένα τα οποία δυνατό να διαβιβασθούν από το μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ, προβαίνει σε όλες τις ενέργειες που απορρέουν από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2016/679 και τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, σε σχέση με έκδοση σχετικής άδειας λειτουργίας, όπου αυτό ισχύει.

(7) Οι διατάξεις του άρθρου 29 εφαρμόζονται σε κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση δεδομένων και πληροφοριών από μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων.

(8) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει, με οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 41(6), τη διαδικασία επιβολής τελών προς πιστωτικά ιδρύματα από το μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ ή/και καθορίζει το ύψος των τελών χρέωσης όπως η ίδια κρίνει σκόπιμο.

Εξουσίες πρόσβασης, εποπτείας και ελέγχου

28Ε.(1) Η Κεντρική Τράπεζα έχει αρμοδιότητα να εποπτεύει μηχανισμούς ή συστήματα ανταλλαγής δεδομένων προς διασφάλιση της ορθής διαχείρισης των στοιχείων που υπάρχουν στη βάση δεδομένων τους.

(2) Για σκοπούς άσκησης του ελέγχου της, η Κεντρική Τράπεζα ή οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο έχει δικαίωμα εισόδου και πρόσβασης σε όλα τα συστήματα, στοιχεία και λειτουργίες του μηχανισμού ή συστήματος ανταλλαγής δεδομένων.

(3) Πρόσβαση στα δεδομένα που τηρούνται σε μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων παρέχεται δια του παρόντος Νόμου στην Κεντρική Τράπεζα ή σε οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από την ΑΡΤΕΜΙΣ Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών Λτδ., ως διαχειριστή του μηχανισμού ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ, την πρόσβαση σε αρχεία και έγγραφα και την παραγωγή εκθέσεων για σκοπούς εκτέλεσης των αρμοδιοτήτων της.

Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί, μεταξύ άλλων, πληροφορίες και εκθέσεις για το συνολικό άνοιγμα και την απόδοση ενός πελάτη και των συνδεδεμένων με αυτόν προσώπων και στατιστικά στοιχεία για τη δημιουργία στατιστικού μοντέλου για τον υπολογισμό της πιθανότητας αθέτησης και της ζημιάς λόγω αθέτησης.

(5) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου τηρούνται απόρρητες και χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία που λαμβάνει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

28ΣΤ. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου διενεργείται σύμφωνα με τον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμο και, κατά περίπτωση, τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Επαγγελματικό απόρρητο κατά την ανάκαμψη και εξυγίανση ΑΠΙ

28Ζ.-(1) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν την ανάκαμψη και εξυγίανση ΑΠΙ, οι απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου είναι δεσμευτικές όσον αφορά την Κεντρική Τράπεζα και τα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Τις αρχές εξυγίανσης·

(β) τις άλλες αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ·

(γ) τα αρμόδια υπουργεία·

(δ) τους προσωρινούς διαχειριστές που διορίζονται βάσει του άρθρου 30Ε·

(ε) τους πιθανούς αγοραστές με τους οποίους έρχεται σε επαφή η Κεντρική Τράπεζα, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω επαφή πραγματοποιήθηκε ως προετοιμασία για τη χρήση του μέτρου πώλησης δραστηριοτήτων και ανεξαρτήτως αν κατέληξε σε πώληση·

(στ) τους ελεγκτές, λογιστές, νομικούς και επαγγελματικούς συμβούλους, εκτιμητές και άλλους εμπειρογνώμονες τους οποίους προσλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα η Κεντρική Τράπεζα, οι αρχές εξυγίανσης, άλλες αρμόδιες αρχές, τα αρμόδια υπουργεία ή οι πιθανοί αγοραστές που αναφέρονται στην παράγραφο (ε)·

(ζ) τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων·

(η) τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης επενδυτών·

(θ) το φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

(ι) τις άλλες κεντρικές τράπεζες και αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης·

(ια) το μεταβατικό ΑΠΙ ή το φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

(ιβ) κάθε άλλο πρόσωπο που παρέχει ή έχει παράσχει υπηρεσίες άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, στα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ια)∙

(ιγ) τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και τα μέλη του διοικητικού οργάνου καθώς και τους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας και των οντοτήτων και φορέων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ια), πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το διορισμό τους·

(2) Προκειμένου να τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που παρατίθενται στα εδάφια (1) και (3), η Κεντρική Τράπεζα μεριμνά ώστε να υπάρχουν εσωτερικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για τη διασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών, μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξυγίανσης.

(3)(α) Ανεξάρτητα από τη γενικότητα των απαιτήσεων του εδαφίου (1), τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο απαγορεύεται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων είτε από την Κεντρική Τράπεζα είτε από άλλες αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις λειτουργίες τους που αφορούν την ανάκαμψη ΑΠΙ, σε οιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος Νόμου ή σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση συγκεκριμένου ΑΠΙ ή με τη ρητή και προηγούμενη συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας ή άλλης σχετικής αρχής ή του ΑΠΙ που παρείχε τις πληροφορίες.

(β)(i) Απαγορεύεται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) να αποκαλύπτουν οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία.

(ii) Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί τις πιθανές επιπτώσεις από την αποκάλυψη πληροφοριών στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική καθώς επίσης και τα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, το σκοπό των επιθεωρήσεων, τις έρευνες και τους ελέγχους.

(γ) Η διαδικασία εξακρίβωσης των επιπτώσεων της αποκάλυψης πληροφοριών, που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του παρόντος άρθρου, περιλαμβάνει ειδική αξιολόγηση των επιπτώσεων οιασδήποτε αποκάλυψης του περιεχομένου και των λεπτομερειών του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 23Α, 23Γ και 23ΙΕ του παρόντος Νόμου και στα άρθρα 10, 11 και 13  του Νόμου Εξυγίανσης καθώς και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 23Β, 23Δ και 32Η του παρόντος Νόμου.

(δ) Κάθε πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υπέχει αστικής ευθύνης σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

(4) Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει -

(α) Τους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες των φορέων ή οντοτήτων που αναφέρονται στα σημεία (α) έως (ι) του εδαφίου (1) από τη μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών εντός εκάστου φορέα ή οντότητας· ή

(β) την Κεντρική Τράπεζα συμπεριλαμβανο-μένων των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων της, να ανταλλάσσει πληροφορίες με την Αρχή Εξυγίανσης, άλλες αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, συστήματα εγγύησης καταθέσεων, συστήματα αποζημίωσης επενδυτών, αρχές αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη-μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, αρμόδιους για τη διεξαγωγή των θεσμικών ελέγχων, την ΕΑΤ ή, τηρουμένου του άρθρου 102 του Νόμου Εξυγίανσης, αρχές τρίτων χωρών που επιτελούν ισοδύναμα καθήκοντα με τις αρχές εξυγίανσης, ή, υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, με ενδεχόμενο αγοραστή για το σκοπό του σχεδιασμού ή της εκτέλεσης δράσης εξυγίανσης.

(5) Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης διάταξης του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του σχεδιασμού ή της εκτέλεσης δράσης εξυγίανσης·

(β) κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στη Δημοκρατία,  το Ελεγκτικό Συμβούλιο και άλλες οντότητες υπεύθυνες για διερευνήσεις στη Δημοκρατία, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις· και

(γ) εθνικές αρχές στη Δημοκρατία που είναι υπεύθυνες για τα συστήματα πληρωμών, αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, αρχές που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τους επιθεωρητές που είναι εντεταλμένοι από αυτές, και πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διεξαγωγή των θεσμικών ελέγχων.

(6) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου όσον αφορά την αποκάλυψη πληροφοριών για τους σκοπούς δικαστικών διαδικασιών σε ποινικές ή αστικές υποθέσεις.

 

ΜΕΡΟΣ XI ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Τήρηση τραπεζικού απορρήτου

29.-(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε μέλος διοικητικού οργάνου, μέλος διοικητικού οργάνου, ανώτατο διοικητικό στέλεχος, διευθυντή, λειτουργό, υπάλληλο ή εκπρόσωπο ΑΠΙ και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο έχει με οποιοδήποτε τρόπο πρόσβαση στα αρχεία ΑΠΙ, να παρέχει, κοινοποιεί, αποκαλύπτει ή προς ίδιο όφελος χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με το λογαριασμό συγκεκριμένου πελάτη του  ΑΠΙ, είτε ενόσω η εργοδότηση ή η επαγγελματική του σχέση με το ΑΠΙ, ανάλογα με την περίπτωση, συνεχίζεται, είτε μετά τον τερματισμό της.

(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου-

(α) Ο πελάτης ή οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι του παρέχει ή παρέχουν τη γραπτή συγκατάθεση τους για το σκοπό αυτό· ή

(β) ο πελάτης έχει κηρυχτεί σε πτώχευση ή αν ο πελάτης είναι εταιρεία, η εταιρεία ευρίσκεται υπό διάλυση· ή

(γ) έχει εγερθεί δικαστική διαδικασία μεταξύ του ΑΠΙ και του πελάτη ή του εγγυητή του αναφορικά με λογαριασμό του πελάτη· ή

(δ) οι πληροφορίες παρέχονται στην αστυνομία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή σε δημόσιο λειτουργό που είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένος από το σχετικό Νόμο να λάβει τις πληροφορίες αυτές ή σε δικαστήριο κατά τη δίωξη ή εκδίκαση ποινικού αδικήματος δυνάμει του σχετικού Νόμου· ή

(ε) έχει επιδοθεί στο ΑΠΙ δικαστικό διάταγμα κατάσχεσης χρημάτων που βρίσκονται σε πίστη λογαριασμού πελάτη· ή

(στ) οι πληροφορίες απαιτούνται από συνάδελφο που εργοδοτείται από το ίδιο ΑΠΙ ή τη μητρική του επιχείρηση ή θυγατρική εταιρεία του ΑΠΙ ή της μητρικής του επιχείρησης ή εγκεκριμένο ελεγκτή ή νομικό σύμβουλο του ΑΠΙ, για την εκτέλεση των καθηκόντων τους· ή

(ζ) οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση του αξιόχρεου πελατών αναφορικά ή σε σχέση με καλόπιστη (bona fide) εμπορική πράξη ή μέλλουσα εμπορική πράξη εφόσον οι πληροφορίες που απαιτούνται είναι γενικής φύσης και σε καμιά περίπτωση δε σχετίζονται με στοιχεία λογαριασμού συγκεκριμένου πελάτη· ή

(ζi) οι πληροφορίες παρέχονται για σκοπούς τήρησης και λειτουργίας του δυνάμει των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 41 προνοουμένου Κεντρικού Αρχείου Πληροφοριών· ή

(ζii) οι πληροφορίες παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 74 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου∙ ή

(ζiii) οι πληροφορίες παρέχονται στον Κεντρικό Φορέα από πιστωτικό ίδρυμα που έχει συνδεθεί με αυτόν δυνάμει του άρθρου 25Α · ή

(ζiv) οι πληροφορίες παρέχονται σε σύστημα ή μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων δυνάμει του παρόντος Νόμου και οδηγιών που εκδίδονται με βάση το άρθρο 41(6):

Νοείται ότι, εκτός αν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει μέσω συστήματος ή μηχανισμού ανταλλαγής δεδομένων ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο πρόσβαση στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν σε σύστημα ή μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων, να παρέχει, κοινοποιεί, αποκαλύπτει ή προς ίδιο όφελος χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με το λογαριασμό συγκεκριμένου πελάτη πιστωτικού ιδρύματος, είτε ενόσω η εργοδότηση ή η επαγγελματική σχέση, χάρη στην οποία απέκτησε πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, συνεχίζεται είτε μετά τον τερματισμό της· ή

(ζv)  οι πληροφορίες παρέχονται στην Aρχή Πληροφόρησης ως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 6 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, κατ’ εφαρμογή του στοιχείου (α)  της παραγράφου (5) του άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΕ.) αριθ. 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 περί της διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις·

(ζvi) οι πληροφορίες παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου· ή

(ζvii) οι πληροφορίες παρέχονται στο Τμήμα Φορολογίας της Δημοκρατίας, για σκοπούς συμμόρφωσης με τις πρόνοιες πολυκρατικών ή διακρατικών συμφωνιών ή με τις διατάξεις νομοθεσιών· ή

(η) η παροχή των πληροφοριών επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος ή είναι αναγκαία για λόγους προστασίας των συμφερόντων του ΑΠΙ·

(θ) χωρίς περιορισμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος εδαφίου, η παροχή των πληροφοριών είναι αναγκαία για-

(i) την κατάλληλη αξιολόγηση του ΑΠΙ ή οποιουδήποτε μέρους του ενεργητικού του ΑΠΙ αναφορικά με καλόπιστη (bona fide) εμπορική πράξη ή μέλλουσα εμπορική πράξη-

(Α) για πώληση, είτε με παραχώρηση (“allotment”) είτε αλλιώς, από το ΑΠΙ σε δυνητικό αγοραστή, εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου του ΑΠΙ που ισούται με τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) του συνολικού εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου του ΑΠΙ (υπολογιζόμενου κατά το χρόνο αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω πώλησης)˙ ή/και

(Β) για πώληση (είτε με εκχώρηση είτε αλλιώς), από το ΑΠΙ σε δυνητικό αγοραστή, οποιουδήποτε μέρους του ενεργητικού του ΑΠΙ˙ ή/και

(Γ) για συνομολόγηση, με το ΑΠΙ, συμφωνίας συμμετοχής όπου τρίτο πρόσωπο (το οποίο για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου θα αναφέρεται εφεξής ως «ο συμμετέχων») αναλαμβάνει μέρος ή το σύνολο των κινδύνων πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν από το ΑΠΙ (“participation/sub-participation agreement”)˙ ή/και

(Δ) για επιβάρυνση από το ΑΠΙ οποιουδήποτε μέρους του ενεργητικού του ΑΠΙ προς όφελος τρίτου προσώπου (το οποίο για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου θα αναφέρεται εφεξής ως «ο αντισυμβαλλόμενος») ˙ ή/και

(ii) την ανάθεση, από το ΑΠΙ, εργασιών ή/και υπηρεσιών ή/και δραστη-ριοτήτων σε συνεργάτη, ή/και την αγορά ή/και την απόκτηση από το ΑΠΙ προϊόντων ή/και υπηρεσιών που παρέχονται από συνεργάτη˙ ή/και

(iii) την ολοκλήρωση ή/και εφαρμογή οποιασδήποτε εκ των πράξεων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii), νοουμένου ότι οι πληροφορίες παρέχονται, κοινοποιούνται ή αποκαλύπτονται αποκλειστικά για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου -

(Α) σε δυνητικό ή πραγματικό αγοραστή ή εκδοχέα εκχώρησης ή συμμετέχοντα ή αντισυμβαλλόμενο ή συνεργάτη˙ ή/και

(Β) στη μητρική επιχείρηση οποιουδήποτε εκ των προσώπων που αναφέρονται στο σημείο (Α) της υποπαραγράφου (iii)˙ ή/και

(Γ) στη θυγατρική εταιρεία είτε οποιουδήποτε εκ των προσώπων που αναφέρονται στο σημείο (Α) της υποπαγράφου (iii) είτε της μητρικής του επιχείρησης˙ ή/και

(Δ) σε πρόσωπο που παρέχει διευκολύνσεις σε οποιοδήποτε εκ των προσώπων που αναφέρονται στο σημείο (Α) της υποπαραγράφου (iii) για τους σκοπούς οποιασδήποτε εκ των πράξεων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii)˙ ή/και

(Ε) σε επαγγελματία σύμβουλο ή άλλο συνεργάτη ή/και οποιοδήποτε υπάλληλο, αξιωματούχο, αντιπρόσωπο, διευθυντή, διαχειριστή ή/και εμπιστευματοδόχο οποιουδήποτε εκ των προσώπων που αναφέρονται στο σημείο (Α) της υποπαραγράφου (iii):

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η με οποιοδήποτε τρόπο πρόσβαση και διάθεση πληροφοριών, που αφορούν τραπεζικούς λογαριασμούς φυσικών προσώπων, οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια του όρου «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 4(1) του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, γίνεται μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού.

ΜΕΡΟΣ XII ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ
Εποπτικά μέτρα

29Α.-(1) Τα ΑΠΙ οφείλουν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα σε πρώιμο στάδιο για να αντιμετωπίσουν συναφή προβλήματα στις εξής καταστάσεις:

(α) το ΑΠΙ δεν τηρεί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών ή τους όρους της άδειάς του,

(β) η Κεντρική Τράπεζα έχει στοιχεία ότι το ΑΠΙ ενδέχεται να παραβεί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), στις εξουσίες της Κεντρικής Τράπεζας περιλαμβάνονται εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 30.

Εποπτικές εξουσίες

30.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα για σκοπούς των άρθρων 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β), 26Ζ(4), 29Α και των παραγράφων (4) και (5) του Παραρτήματος ΙΙΙ ή σε περίπτωση που ΑΠΙ παραλείπει να συμμορφωθεί με τους όρους της άδειάς του, ή όταν η ρευστότητα και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του έχουν κατά τη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας αλλοιωθεί ή επηρεαστεί δυσμενώς, ή όταν υφίσταται κίνδυνος να ελαττωθεί η ικανότητα του ΑΠΙ για έγκαιρη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του, ή όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την εξασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών ή πιστωτών, καθώς και για σκοπούς της εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχει τις κατωτέρω εξουσίες:

(α) Να απαιτήσει από το ΑΠΙ να λάβει αμέσως τέτοια μέτρα για θεραπεία της κατάστασης όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει ή να περιορίσει τις εργασίες του ΑΠΙ με την επιβολή όρων στην άδεια λειτουργίας της όταν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει τούτο σκόπιμο·

(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α) πιο πάνω, να επιβάλει όρους δυνάμει του άρθρου αυτού ειδικά για-

(i) να απαιτήσει από το ΑΠΙ να πάρει ορισμένα μέτρα ή να αποφύγει να υιοθετήσει ή να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή να περιορίσει το πεδίο των εργασιών της καθοιονδήποτε τρόπο·

(ii) να επιβάλει περιορισμούς στην αποδοχή καταθέσεων, την παροχή χορηγήσεων ή την πραγματοποίηση επενδύσεων από το ΑΠΙ·

(iii) να απαγορεύσει την προσέλκυση καταθέσεων από το ΑΠΙ, είτε γενικά, είτε από καθορισμένα πρόσωπα ή τάξη προσώπων·

(iv) να απαγορεύσει στο ΑΠΙ να διεξάγει οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή ή τάξη συναλλαγών·

(v) να απαιτήσει την απομάκρυνση οποιουδήποτε μέλους διοικητικού οργάνου, διευθύνων συμβούλου ή διευθυντή του ΑΠΙ ·

(vi) να απαιτήσει από ΑΠΙ να διαθέτει πρόσθετα ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 30δις∙

(vii) να απαιτήσει την ενίσχυση των διευθετήσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που τέθηκαν σε εφαρμογή από το ΑΠΙ σύμφωνα με τα εδάφια (2), (3) και (5) του άρθρου 19 και το άρθρο 19Α∙

(viii) να απαιτήσει από ΑΠΙ να εφαρμόσει ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων∙

(ix) να θέσει περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, το επιχειρηματικό φάσμα ή το δίκτυο των ΑΠΙ ή να ζητά την εκποίηση δραστηριοτήτων που θέτουν υπερβολικούς κινδύνους στην ευρωστία του ΑΠΙ∙

(x) να απαιτήσει τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα του ΑΠΙ συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους:

Νοείται ότι η λήψη των μέτρων που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), υπόκεινται στις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (5) του άρθρου 27 και στα άρθρα 27Α, 27Β, 27Γ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28Δ του παρόντος νόμου˙

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τροποποιεί ή να ανακαλεί οποιουσδήποτε όρους που έχουν επιβληθεί δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) πιο πάνω.

(γ) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 4Α να προβεί σε διαβουλεύσεις με άλλα πιστωτικά ιδρύματα για τον καθορισμό των μέτρων που πρέπει να ληφθούν·

(δ) να αναλάβει τη διαχείριση των εργασιών του ΑΠΙ και να τις διεξάγει εξ ονόματος της για τόσο χρονικό διάστημα όσο η Κεντρική Τράπεζα κρίνει αναγκαίο. Σε τέτοια περίπτωση το ΑΠΙ υποχρεούται να παρέχει προς την Κεντρική Τράπεζα όλες τις διευκολύνσεις που η τελευταία δυνατό να ζητήσει για τη διεξαγωγή των εργασιών του ΑΠΙ·

(ε) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 4Α, να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του ΑΠΙ·

(στ) να απαιτήσει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 30Α:

Νοείται ότι οι διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, εφαρμόζονται στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις πρόνοιες περί αύξησης μετοχικού κεφαλαίου όπως προβλέπονται στο άρθρο 30Α του παρόντος Νόμου.

(ζ) [Διαγράφηκε]∙

(η) να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από ΑΠΙ στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους των Πρόσθετων Μέσων Κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά γεγονός αθέτησης υποχρέωσης του ΑΠΙ, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων∙

(θ) να απαιτεί από ΑΠΙ τον περιορισμό της μεταβλητής αμοιβής ως ποσοστού των καθαρών εσόδων όταν το ύψος της δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης∙

(ι) να απαιτήσει από το ΑΠΙ να της υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών και να ορίζει προθεσμία για την εφαρμογή του, περιλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία∙

(ια) να απαιτήσει από ΑΠΙ να χρησιμοποιεί τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων∙

(ιβ) να επιβάλλει απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, περιλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με τα ίδια κεφάλαια,  τη ρευστότητα και τη μόχλευση∙

(ιγ) να επιβάλλει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, περιλαμβανομένων περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού∙

(ιδ) να απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες·

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού προβεί στη λήψη οποιουδήποτε μέτρου δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1), υποβάλλει έκθεση προς το ΑΠΙ με την οποία την καλεί να υποβάλει τις απόψεις της εντός τακτής προθεσμίας τριών τουλάχιστον ημερών από την ημερομηνία παράδοσης της έκθεσης.

(3)(α) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ιβ) του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλλει στα ΑΠΙ απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, μόνο όταν η σχετική απαίτηση είναι κατάλληλη και αναλογική ως προς τον σκοπό για τον οποίο απαιτούνται οι πληροφορίες και οι ζητούμενες πληροφορίες δεν είναι αλληλεπικαλυπτόμενες.

(β) Για τους σκοπούς των άρθρων 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β), 26Ε, 26ΣΤ, 26Ζ, 29Α και του Παραρτήματος ΙΙΙ, κάθε πρόσθετη πληροφορία που μπορεί να απαιτείται από τα  ΑΠΙ θεωρείται ως επαναληπτική, όταν οι ίδιες ή οι κατ' ουσίαν ίδιες πληροφορίες έχουν ήδη αναφερθεί με άλλο τρόπο στην Κεντρική Τράπεζα ή μπορούν να παράγονται από την Κεντρική Τράπεζα.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δεν απαιτεί την αναφορά πρόσθετων πληροφοριών από ΑΠΙ, όταν τις έχει ήδη λάβει υπό διαφορετική μορφή ή επίπεδο ανάλυσης και αυτή η διαφορετική μορφή ή το επίπεδο ανάλυσης δεν αποτρέπουν την Κεντρική Τράπεζα από την παραγωγή πληροφοριών ίδιας ποιότητας και αξιοπιστίας με εκείνες που παράγονται με βάση τις πρόσθετες πληροφορίες που θα αναφέρονταν με άλλο τρόπο σε αυτή.

(4) [Διαγράφηκε].

Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

30δις.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα επιβάλλει την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(1)(β)(vi) εάν, βάσει των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β) και 26Ζ, διαπιστώσει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις για ένα συγκεκριμένο ΑΠΙ:

(i) Το ΑΠΙ είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς, όπως ορίζει το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο, και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402·

(ii) το ΑΠΙ δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 19(2), (3) και (5) και 19Α του παρόντος Νόμου ή στο Άρθρο 393 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πιθανώς άλλα μέτρα εποπτείας δεν θα επαρκούσαν ώστε να μπορούν να τηρηθούν οι απαιτήσεις αυτές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος·

(iii) οι προσαρμογές που αναφέρονται στην παράγραφο (4) του Παραρτήματος ΙΙΙ θεωρούνται ανεπαρκείς, ώστε να επιτρέψουν στο ΑΠΙ να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς·

(iv) η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 26Ζ(4) αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων·

(v) το ΑΠΙ αδυνατεί επανειλημμένως να καθορίζει ή να τηρεί επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της καθοδήγησης που ανακοινώνεται σύμφωνα με το άρθρο 30τρις(3)·

(vi) άλλες καταστάσεις που αφορούν μεμονωμένα ΑΠΙ, οι οποίες η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι προκαλούν σημαντικές εποπτικές ανησυχίες.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα επιβάλλει την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(1)(β)(vi), μόνο για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένα ΑΠΙ λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου συγκεκριμένου ΑΠΙ.

(2)(α) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνου θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την Κεντρική Τράπεζα, λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής επανεξέτασης της αξιολόγησης που διενεργείται από τα ΑΠΙ σύμφωνα με το άρθρο 19Α(1), είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε επιμέρους ΑΠΙ, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ΑΠΙ, μεταξύ άλλων-

(i) τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ΑΠΙ ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402·

(ii) τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ΑΠΙ ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(γ) Στον βαθμό που οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις ή διατάξεις αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν θεωρούνται κίνδυνοι ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(δ) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), τα κεφάλαια που θεωρούνται επαρκή καλύπτουν όλους τους κινδύνους ή τα στοιχεία κινδύνων που προσδιορίζονται ως σημαντικοί σύμφωνα με την αξιολόγηση που ορίζεται στην παράγραφο (β), οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(ε) Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών δύναται να θεωρηθεί σημαντικός τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (5) του Παραρτήματος ΙΙΙ, εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα, κατά την εκτέλεση του ελέγχου και της αξιολόγησης, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση από το ΑΠΙ του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ΑΠΙ δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

(3)(α) Σε περίπτωση που απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτονται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με το εδάφιο (2) και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(β) Σε περίπτωση που απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Τρίτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(4)(α) Το ΑΠΙ συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η Κεντρική Τράπεζα βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης με ίδια κεφάλαια που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαια της κατηγορίας 1·

(ii) τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1:

Νοείται ότι, το ίδρυμα συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η Κεντρική Τράπεζα βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης με κεφάλαια της κατηγορίας 1.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από συγκεκριμένο ΑΠΙ να πληροί την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 ή κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του ΑΠΙ.

(γ) Ίδια κεφάλαια, που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(β)(vi) και επιβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(ii) της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας·

(iii) της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 30τρις(3), όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

(δ) Ίδια κεφάλαια, που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(β)(vi) και επιβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(ii) της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(iii) της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται  στο άρθρο 30τρις(3), όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους υπερβολικής μόχλευσης.

(5)(α) Η Κεντρική Τράπεζα αιτιολογεί δεόντως και γραπτώς προς κάθε όργανο την απόφαση της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi), παρέχοντας τουλάχιστον σαφή εικόνα για την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια (1) έως (4).

(β) Η αιτιολόγηση περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (v) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια δεν θεωρείται πλέον επαρκής.

Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια

30τρις.-(1) Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 19Α, τα ΑΠΙ καθορίζουν το εσωτερικό τους κεφάλαιο σε κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που επαρκεί, ώστε να καλύπτονται όλοι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ένα ΑΠΙ και να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια του ΑΠΙ μπορούν να απορροφήσουν δυνητικές ζημιές που απορρέουν από σενάρια ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων όσων προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26ΣΤ.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα επανεξετάζει τακτικά το επίπεδο του εσωτερικού κεφαλαίου που καθορίζεται από κάθε ΑΠΙ, σύμφωνα με το εδάφιο (1) στο πλαίσιο των ελέγχων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β) και 26Ζ, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26ΣΤ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει, με βάση την επανεξέταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) για κάθε ΑΠΙ το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που κρίνει κατάλληλο.

(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ανακοινώνει στα ΑΠΙ την καθοδήγησή της ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια.

(β) Τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια τα οποία αφορά η καθοδήγηση είναι τα ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με το Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, το άρθρο 30(1)(β)(vi) και τον ορισμό του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου ή σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, τα οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη του συνολικού επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που θεωρείται κατάλληλο από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με το εδάφιο (2).

(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με το εδάφιο (3), ειδικά για κάθε ΑΠΙ.

(β) Η καθοδήγηση δύναται να καλύπτει κινδύνους οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 30(1)(β)(vi), μόνο στον βαθμό που καλύπτει πτυχές των κινδύνων αυτών, οι οποίες δεν καλύπτονται ήδη βάσει της εν λόγω απαίτησης.

(5)(α) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σύμφωνα με το εδάφιο (3) για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(ii) της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 30δις και επιβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

(β) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται βάσει του εδαφίου (3) για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την κάλυψη της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 30δις του παρόντος Νόμου που επιβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(6) Η μη κάλυψη της καθοδήγησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), όταν ένα ΑΠΙ πληροί τις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του Τρίτου, Τέταρτου και Έβδομου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του Κεφαλαίου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν συνεπάγεται την εφαρμογή των περιορισμών του άρθρου 22Γ ή 22Γτρις του παρόντος Νόμου.

Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης

30τετράκις. Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί στις σχετικές αρχές εξυγίανσης την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει σε ΑΠΙ βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) και κάθε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σε ΑΠΙ σύμφωνα με το άρθρο 30τρις(3).

Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία

30Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 30, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και με όρους, όπως η ίδια θεωρήσει αναγκαίους, προσδιορίζοντας το ελάχιστο ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, προκειμένου ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία να διαθέτει ίδια κεφάλαια ανταποκρινόμενα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου εφαρμόζονται στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις πρόνοιες περί αύξησης μετοχικού κεφαλαίου όπως προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(2) Εντός τριών (3) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του εδαφίου (1), το ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα τα μέτρα τα οποία προτίθεται να λάβει προς συμμόρφωση με την απόφαση αυτή και καταθέτει σχετικό χρονοδιάγραμμα, το οποίο εγκρίνεται από την Κεντρική Τράπεζα.

(3)(α) Το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ συγκαλεί έκτακτη γενική συνέλευση σε χρόνο που αποφασίζεται από την Κεντρική Τράπεζα κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).

(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 127 του περί Εταιρειών Νόμου και των διατάξεων του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, το ΑΠΙ δίνει γραπτή ειδοποίηση στους μετόχους για σύγκληση της έκτακτης γενικής συνέλευσης εντός τριών (3) ημερών.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 62 του περί Εταιρειών Νόμου και των διατάξεων του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται και αντικαθίστανται, το ΑΠΙ οφείλει μέσα σε επτά (7) ημέρες από την έγκριση ψηφίσματος που εξουσιοδοτεί την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου να δώσει, σε περίπτωση τράπεζας, στον Έφορο Εταιρειών, ειδοποίηση έτσι ώστε να καταχωρηθεί η εν λόγω αύξηση∙ η επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 62 του περί Εταιρειών Νόμου δεν εφαρμόζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

(5) Σε περίπτωση που το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ δεν συγκαλέσει έκτακτη γενική συνέλευση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) ή σε περίπτωση που δεν αποσταλεί ειδοποίηση στον Έφορο Εταιρειών για να καταχωρήσει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ως η εξουσιοδότηση της έκτακτης γενικής συνέλευσης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλλει σε κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου που παρέλειψε να συμμορφωθεί πρόστιμο μέχρι εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000).

Σχέδια ανάκαμψης και αναδιοργάνωσης

30Β. [Διαγράφηκε]
Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

30Γ.-(1) Σε περίπτωση που ΑΠΙ παραβιάζει ή, λόγω, μεταξύ άλλων, μιας ταχέως επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένης επιδεινούμενης ρευστοτικής  κατάστασης, καθώς και αυξανόμενου επιπέδου μόχλευσης, μη εξυπηρετούμενων δανείων ή συγκέντρωσης ανοιγμάτων, όπως η κατάσταση αυτή αξιολογείται βάσει ενός συνόλου δεικτών, στους οποίους μπορεί να περιλαμβάνεται το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για το ΑΠΙ προσαυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, ή που ενδέχεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, ανεξάρτητα από τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (η) έως (ιδ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 30(3) και (4) του παρόντος Νόμου, να επιβάλει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

(α) Να απαιτήσει από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης ή, σύμφωνα με το άρθρο 23Α(2), να επικαιροποιήσει το σχέδιο ανάκαμψης αν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές του αρχικού σχεδίου ανάκαμψης και να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα του επικαιροποιημένου σχεδίου εντός ορισμένης προθεσμίας προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν ισχύουν πια οι συνθήκες που αναφέρονται στην εισαγωγική πρόταση του παρόντος άρθρου·

(β) να απαιτήσει από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να εξετάσει την κατάσταση, να προσδιορίσει μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν και να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης, προκειμένου να ξεπεραστούν τα εν λόγω προβλήματα, καθώς και χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του·

(γ) να απαιτήσει από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να συγκαλέσει συνέλευση ή, αν το διοικητικό όργανο δεν συμμορφωθεί με αυτήν την απαίτηση, να συγκαλέσει η Κεντρική Τράπεζα άμεσα συνέλευση των μετόχων του ΑΠΙ και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να ορίσει την ημερήσια διάταξη, καθώς και να απαιτήσει όπως ορισμένες αποφάσεις εξεταστούν για έγκριση από τους μετόχους·

(δ) να απαιτήσει να απομακρυνθεί ή να αντικατασταθεί ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού οργάνου ή ανώτατα διοικητικά στελέχη, αν τα εν λόγω πρόσωπα κριθούν ακατάλληλα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με το άρθρο 4(2Α)(α) και (β)∙

(ε) να απαιτήσει από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να καταρτίσει σχέδιο προς διαπραγμάτευση σχετικά με την αναδιάρθρωση χρέους με μερικούς ή όλους τους πιστωτές του σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, κατά περίπτωση·

(στ) να απαιτήσει αλλαγές στην επιχειρηματική στρατηγική του ΑΠΙ·

(ζ) να απαιτήσει αλλαγές στις νομικές ή λειτουργικές δομές του ΑΠΙ·

(η) να συγκεντρώσει, μεταξύ άλλων μέσω επιτόπιων επιθεωρήσεων, και να διαβιβάσει στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου αυτή να προβεί στην επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης και να προετοιμαστεί για ενδεχόμενη εξυγίανση του ΑΠΙ και αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων του ΑΠΙ σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 47 του Νόμου Εξυγίανσης.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρχή εξυγίανσης, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που παρατίθενται στο εδάφιο (1) σε σχέση με ΑΠΙ.

(3) Για καθένα από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα θέτει κατάλληλη προθεσμία για την υλοποίησή του, προκειμένου να είναι σε θέση να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου.

Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου

30Δ.-(1) Σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση ΑΠΙ ή υπάρχουν σοβαρές παραβάσεις νόμων ή κανονισμών ή των ιδρυτικών εγγράφων του ΑΠΙ ή σοβαρές διοικητικές παρατυπίες, και τα άλλα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 30Γ δεν επαρκούν για να ανατραπεί η εν λόγω επιδείνωση, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει την απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ, είτε στο σύνολο είτε σε ατομική βάση.

(2) Ο διορισμός των νέων ανώτατων διοικητικών στελεχών και του νέου διοικητικού οργάνου πραγματοποιείται, τηρουμένων των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου ως διορθώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος Νόμου ως διορθώθηκε και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και δη της Οδηγίας περί Ικανότητας και Καταλληλότητας του 2014 και υπόκειται στην έγκριση ή συγκατάθεση, αναλόγως, της Κεντρικής Τράπεζας.

Προσωρινός διαχειριστής

30Ε.-(1)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι η αντικατάσταση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 30Δ, είναι ανεπαρκής για την επανόρθωση της κατάστασης, δύναται να διορίσει στο ΑΠΙ έναν ή περισσότερους προσωρινούς διαχειριστές.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, με βάση τις περιστάσεις, να διορίσει προσωρινό διαχειριστή είτε για να αντικαταστήσει προσωρινά το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ είτε για να συνεργαστεί προσωρινά με το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ, και καθορίζει αυτή την απόφαση κατά τη στιγμή του διορισμού.

(γ) Εάν η Κεντρική Τράπεζα διορίσει προσωρινό διαχειριστή προκειμένου να συνεργαστεί με το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ, καθορίζει περαιτέρω, κατά τη στιγμή του διορισμού, το ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή, καθώς και οποιεσδήποτε απαιτήσεις ώστε το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να συμβουλεύεται ή να λαμβάνει τη συναίνεση του προσωρινού διαχειριστή πριν από τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων ή την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή, εκτός στις περιπτώσεις όπου ο προσωρινός διαχειριστής δεν έχει αρμοδιότητα εκπροσώπησης του ΑΠΙ.

(ε) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι ο προσωρινός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του, και ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα  καθορίζει τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού του και πρέπει να είναι ανάλογες με τις περιστάσεις.

(β) Οι εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή δύναται να περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις εξουσίες του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ όπως αυτές προβλέπονται στο καταστατικό του ΑΠΙ και στην κείμενη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να ασκεί ορισμένα ή όλα τα διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ.

(3)(α) Ο ρόλος και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή διευκρινίζονται από την Κεντρική Τράπεζα  κατά τη στιγμή του διορισμού του και δύναται να περιλαμβάνουν την εξακρίβωση της οικονομικής θέσης του ΑΠΙ, τη διαχείριση των δραστηριοτήτων ή μέρους των δραστηριοτήτων του ΑΠΙ με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της οικονομικής του θέσης, καθώς και τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της υγιούς και συνετής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ΑΠΙ.

(β) H Κεντρική Τράπεζα καθορίζει οποιαδήποτε όρια στο ρόλο και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού.

(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα έχει την αποκλειστική εξουσία για το διορισμό και την απομάκρυνση του προσωρινού διαχειριστή.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απομακρύνει τον προσωρινό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τροποποιήσει τους όρους διορισμού του προσωρινού διαχειριστή ανά πάσα στιγμή, τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου.

(5)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί όπως ορισμένες ενέργειες του προσωρινού διαχειριστή υπόκεινται στην εκ των προτέρων συγκατάθεσή της.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) κατά τη στιγμή του διορισμού του προσωρινού διαχειριστή ή κατά τη στιγμή οποιασδήποτε τροποποίησης των όρων διορισμού του.

(γ) Σε κάθε περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής δύναται να συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων του ΑΠΙ και να διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη μόνο με την εκ των προτέρω συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από τον προσωρινό διαχειριστή να συντάσσει εκθέσεις με θέμα την οικονομική κατάσταση του ΑΠΙ και τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του διορισμού του, τόσο ανά χρονικά διαστήματα που ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα όσο και κατά τη λήξη της θητείας του.

(7)(α) Ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν υπερβαίνει σε διάρκεια το ένα έτος αλλά η εν λόγω περίοδος δύναται κατ’ εξαίρεση να παραταθεί, αν εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις διορισμού του.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα έχει την ευθύνη να αποφασίσει κατά πόσον οι συνθήκες είναι κατάλληλες για την παραμονή του προσωρινού διαχειριστή.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δικαιολογεί κάθε απόφασή της για παραμονή του  προσωρινού διαχειριστή στους μετόχους.

(8) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν θίγει τα δικαιώματα των μετόχων τα οποία προβλέπονται στον περί Εταιρειών Νόμο ως διορθώθηκε ή στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, κατά περίπτωση, και από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(9) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 42Δ(3), ο προσωρινός διαχειριστής δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών του καθώς και για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

(10) Ο προσωρινός διαχειριστής που διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται σκιώδης σύμβουλος ούτε σύμβουλος εκ των πραγμάτων.

Συντονισμός των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και διορισμού προσωρινού διαχειριστή στην περίπτωση ομίλων

30ΣΤ.-(1)(α) Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 30Γ ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε όσον αφορά ΑΠΙ που είναι μητρική στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως  αρχή ενοποιημένης εποπτείας, το γνωστοποιεί στην ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας.

(β) Μετά τη γνωστοποίηση και διαβούλευση που προβλέπονται στην παράγραφο (α), η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει κατά πόσο θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 30Ε στο μητρικό ΑΠΙ, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου που βρίσκονται σε άλλα κράτη-μέλη.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, γνωστοποιεί την απόφασή της στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

(δ) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή πιστωτικού ιδρύματος που είναι θυγατρική ΑΠΙ όσον αφορά τη λήψη μέτρων ή το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στη θυγατρική, δύναται να αξιολογήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή τέτοιων απαιτήσεων ή από το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στη θυγατρική,  στον όμιλο ή σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη-μέλη και διαβιβάζει την εν λόγω αξιολόγηση στην αρμόδια αρχή της θυγατρικής εντός τριών ημερών.

(2)(α) Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 30Γ ή το διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε όσον αφορά ΑΠΙ που είναι θυγατρική στη Δημοκρατία μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του θυγατρικού ΑΠΙ ειδοποιεί την ΕΑΤ σε περίπτωση που προτίθεται να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(β)(i) Μετά την ειδοποίηση στην ΕΑΤ και τη διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του θυγατρικού ΑΠΙ αποφασίζει κατά πόσο θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 30Γ ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε.

(ii) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιαδήποτε αξιολόγηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

(iii) Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί την απόφασή της στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

(3)(α) Σε περίπτωση που τόσο η Κεντρική Τράπεζα όσο και άλλες  αρμόδιες αρχές προτίθενται να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή ή να εφαρμόσουν οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ σε περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα του ίδιου ομίλου, η Κεντρική Τράπεζα και οι λοιπές αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, εξετάζουν κατά πόσο ενδείκνυται περισσότερο -

(i) Ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες, ή

(ii) να συντονίσουν την εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ σε περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να διευκολυνθούν οι ενέργειες αποκατάστασης της οικονομικής θέσης του σχετικού πιστωτικού ιδρύματος.

(β) Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των υπόλοιπων σχετικών αρμοδίων αρχών.

(γ) H κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ή στο εδάφιο (2), αναλόγως.

(δ) Η κοινή απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να περιλαμβάνεται σε έγγραφο:

Noείται ότι, στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, παρέχει την έγγραφη κοινή απόφασή της στο μητρικό  ΑΠΙ στη Δημοκρατία.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί στην ΕΑΤ να βοηθήσει στην κατάληξη συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(5)(α) Ελλείψει κοινής αποφάσεως εντός πέντε ημερών, η Κεντρική Τράπεζα, είτε όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία ΑΠΙ που είναι θυγατρική, δύναται να λάβει η ίδια απόφαση σχετικά με το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία είναι υπεύθυνη καθώς και σχετικά με την εφαρμογή οποιωνδήποτε από τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 30Γ.

(β) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν συμφωνεί με απόφαση που γνωστοποιείται είτε από άλλη αρμόδια αρχή στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1)  είτε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2), ή ελλείψει κοινής αποφάσεως σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (3), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το εδάφιο (6).

(6) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ σε περίπτωση πρόθεσης για εφαρμογή, είτε από την ίδια είτε από άλλη αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενός ή περισσοτέρων από τα μέτρα που προβλέπονται στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο α), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε σχέση με τις παραγράφους  (4), (10), (11) και (19) του Παραρτήματος V του παρόντος Νόμου, στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ε) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ζ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7)(α) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας είναι αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο διαβούλευσης ή κατά το χρονικό διάστημα των πέντε ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (3), καθώς και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος τόσο στη Δημοκρατία όσο και στα σχετικά κράτη-μέλη.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαβιβάζει την απόφαση στα ΑΠΙ.

(8)(α) Στις περιπτώσεις που πριν από το τέλος της περιόδου διαβούλευσης που αναφέρεται στα εδάφια (1) και (2) ή κατά το τέλος του χρονικού διαστήματος των πέντε ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (3), είτε η Κεντρική Τράπεζα είτε οποιαδήποτε από τις άλλες εμπλεκόμενες σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση δύναται να λάβει η ΕΑΤ εντός τριών ημερών σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

(β) Το πενθήμερο χρονικό διάστημα θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Κεντρική Τράπεζα δεν δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της πενθήμερης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(γ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός τριών ημερών, η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει την απόφαση που λαμβάνει η ίδια σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (2) ή (5).

Συνέπειες ανάκλησης άδειας λειτουργίας

31.-(1) Όταν η άδεια λειτουργίας ΑΠΙ ανακαλείται, η Κεντρική Τράπεζα ειδοποιεί γραπτώς το ΑΠΙ για την ανάκληση και το ΑΠΙ παύει να διεξάγει εργασίες πιστωτικού ιδρύματος στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία από την ημερομηνία που ορίζεται στην ειδοποίηση.

(2) Η ανάκληση άδειας λειτουργίας δυνάμει του εδαφίου (1) δεν επηρεάζει την από οποιοδήποτε πρόσωπο διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος ή απαίτησης εναντίον του ΑΠΙ ή τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος ή απαίτησης του ΑΠΙ εναντίον οποιουδήποτε προσώπου.

Ευθύνη Κεντρικής Τράπεζας

32.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι σύμβουλος ή λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει οποιωνδήποτε κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

(2) Η προστασία που προνοείται στο εδάφιο (1) επεκτείνεται κατά τον ίδιο τρόπο στη Διαχειριστική Επιτροπή και στα δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 41 διοριζόμενα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής του Κεντρικού Αρχείου Πληροφοριών αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων τους.

Καταμερισμός εποπτικών και καθηκόντων που αφορούν εξυγίανση

32Α.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντά της είναι διακριτά και ανεξάρτητα από τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση όπως αυτά προβλέπονται στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΤ, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.

(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ και των λειτουργιών της Αρχής Εξυγίανσης όπως προβλέπονται στον Νόμο Εξυγίανσης, με την επιφύλαξη της ανταλλαγής πληροφοριών και των υποχρεώσεων συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο (β). Ειδικότερα, η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι υπάρχει λειτουργική ανεξαρτησία μεταξύ της λειτουργίας εξυγίανσης και  των λειτουργιών εποπτείας.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα και τα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα εποπτείας εξ ονόματός της συνεργάζονται στενά με την αρχή εξυγίανσης κατά την προετοιμασία, τον προγραμματισμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης.

(γ) Κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν την ανάκαμψη των ΑΠΙ, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης τόσο στη Δημοκρατία όσο και σε όλα τα κράτη-μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ΑΠΙ και ελαχιστοποιεί τις αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στη Δημοκρατία και στα κράτη-μέλη.

Απαιτήσεις γνωστοποίησης αφερεγγυότητας

32Β.-(1) Το διοικητικό όργανο ΑΠΙ ενημερώνει γραπτώς την Κεντρική Τράπεζα όταν κρίνει ότι το ΑΠΙ τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 32Γ(2).

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τις σχετικές αρχές εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε γνωστοποίηση λαμβάνει σύμφωνα με το εδάφιο (1), και σχετικά με κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή με κάθε ενέργεια την οποία απαιτεί να λάβει το ΑΠΙ δυνάμει του άρθρου 30(1).

(3) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώσει ότι το ΑΠΙ εμπίπτει σε περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Γ(2), κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τη διαπίστωση αυτή στις ακόλουθες αρχές:

(α) Στην αρχή εξυγίανσης·

(β) στην αρμόδια αρχή κάθε υποκαταστήματος του ΑΠΙ·

(γ) στην αρχή εξυγίανσης κάθε υποκαταστήματος του ΑΠΙ·

(δ) στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων που συστάθηκε σύμφωνα με τον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο, όπου είναι απαραίτητο, ώστε το σύστημα εγγύησης καταθέσεων να επιτελέσει τα καθήκοντά του·

(ε) στο φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, όπου είναι απαραίτητο, ώστε να επιτελέσει τις λειτουργίες των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης·

(στ) όπου εφαρμόζεται, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

(ζ) στο αρμόδιο υπουργείο·

(η) εάν το ΑΠΙ υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον Τίτλο VII, Κεφάλαιο 3, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας· και

(θ) στο ΕΣΣΚ.

 

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

32Γ.-(1) Κατά την εξακρίβωση από την αρχή εξυγίανσης της ύπαρξης προϋποθέσεων εξυγίανσης βάσει του άρθρου 42 του Νόμου Εξυγίανσης, η Κεντρική Τράπεζα έχει την ευθύνη να προβεί στη διαπίστωση, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, ότι ένα ΑΠΙ τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ΑΠΙ θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν το ΑΠΙ παραβιάζει ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που στηρίζουν το συμπέρασμα ότι πρόκειται στο εγγύς μέλλον να παραβιάσει απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η διατήρηση της άδειας λειτουργίας του, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, μεταξύ άλλων διότι το ΑΠΙ έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλο ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του·

(β) όταν τα περιουσιακά στοιχεία του ΑΠΙ υπολείπονται, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που στηρίζουν το συμπέρασμα ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ΑΠΙ πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να υπολείπονται, των υποχρεώσεών του·

(γ) όταν το ΑΠΙ δεν είναι σε θέση ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που στηρίζουν το συμπέρασμα ότι το ΑΠΙ δεν θα είναι σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να αποπληρώσει τα χρέη του ή να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

(δ) όταν απαιτείται έκτακτη δημόσια οικονομική στήριξη εκτός εάν, προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία και να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα  στη Δημοκρατία, η έκτακτη δημόσια οικονομική στήριξη πάρει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:

(i) κρατική εγγύηση για την κάλυψη διευκολύνσεων ρευστότητας που παρέχονται από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τους όρους της Κεντρικής Τράπεζας,

(ii) κρατική εγγύηση για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, ή

(iii) ένεση ιδίων κεφαλαίων ή αγορά κεφαλαιακών μέσων σε τιμές και με όρους που δεν παρέχουν πλεονέκτημα υπέρ του ΑΠΙ, εφόσον δεν υφίστανται ούτε οι περιστάσεις που παρατίθενται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του παρόντος εδαφίου ούτε οι περιστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32Δ(1) κατά τη στιγμή της χορήγησης της κρατικής στήριξης.

(3)(α) Σε καθεμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2), η εγγύηση ή άλλα ισοδύναμα μέτρα που αναφέρονται περιορίζονται σε φερέγγυα ΑΠΙ και τελούν υπό την προϋπόθεση τελικής έγκρισης δυνάμει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων της Ευρωπαïκής Ένωσης.

(β) Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) έχουν προληπτικό και προσωρινό χαρακτήρα, είναι αναλογικά ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής και δεν χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν ζημίες που ήδη έχει υποστεί το ΑΠΙ ή που είναι πιθανό να υποστεί στο εγγύς μέλλον.

(γ) Τα μέτρα στήριξης που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) περιορίζονται σε ενέσεις που είναι απαραίτητες για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη κεφαλαίων που έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στο επίπεδο της Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ενιαίου μηχανισμού εποπτείας, ή στο πλαίσιο ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου ελέγχου που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την ΕΑΤ ή την Κεντρική Τράπεζα, κατά περίπτωση, με επιβεβαίωση από την Κεντρική Τράπεζα.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να προβεί στη διαπίστωση, ενημερώνοντας την αρχή εξυγίανσης προς τούτο, ότι κανένα εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας, και καμία αναλαμβανόμενη εποπτική δράση έναντι του ΑΠΙ, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 30(1) του Νόμου Εξυγίανσης, δεν θα απέτρεπε την αφερεγγυότητα του ΑΠΙ εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους.

Απομείωση ή μετατροπή σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

32Δ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου αυτή να προβεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του Νόμου Εξυγίανσης, σε απομείωση ή μετατροπή σχετικών κεφαλαιακών μέσων και αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμων υποχρεώσεων, που αφορούν ΑΠΙ ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) του παρόντος Νόμου, όταν -

(α) Διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που παρατίθενται στο άρθρο 32Γ του παρόντος Νόμου και στα άρθρα 42, 42Α ή 43 του Νόμου Εξυγίανσης·

(β) διαπιστώσει ότι, αν η αρχή εξυγίανσης δεν προβεί σε απομείωση ή μετατροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του Νόμου Εξυγίανσης, όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα, το ΑΠΙ θα παύσει να είναι βιώσιμο και τις αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ΑΠΙ ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) του παρόντος Νόμου θα παύσει να είναι βιώσιμο ή βιώσιμη·

(γ) σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από θυγατρική τα οποία αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη Δημοκρατία είτε ως αρμόδια αρχή θυγατρικού ΑΠΙ, από κοινού με την ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής ή την αρχή ενοποιημένης εποπτείας αντίστοιχα διαπιστώνουν, με τη μορφή κοινής απόφασης σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφοι 3 και 4, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

(δ) ενεργώντας ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη Δημοκρατία, σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από ΑΠΙ που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση και που αναγνωρίζονται για σκοπούς κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο του μητρικού ΑΠΙ ή σε ενοποιημένη βάση, διαπιστώνει ότι, αν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

(ε) απαιτείται έκτακτη δημόσια οικονομική στήριξη για το ΑΠΙ εκτός από οποιεσδήποτε από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32Γ(2)(δ)(iii).

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ένα ΑΠΙ, μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) ή ένας όμιλος θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμα μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Το ΑΠΙ, η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) ή ο όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας·

(β) λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου και άλλων σχετικών συνθηκών, δεν υπάρχει εύλογη προοπτική ότι οποιαδήποτε δράση, περιλαμβανομένων των εναλλακτικών μέτρων του ιδιωτικού τομέα ή της εποπτικής δράσης (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης), πλην της απομείωσης ή της μετατροπής κεφαλαιακών μέσων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμων υποχρεώσεων, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, δύναται να αποτρέψει την αφερεγγυότητα του ΑΠΙ, της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) ή του ομίλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), ένα ΑΠΙ θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις περιστάσεις που παρατίθενται στο άρθρο 32Γ(2).

(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν παραβιάζει, ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια που στηρίζουν τη διαπίστωση ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, μεταξύ άλλων, αλλά άνευ περιορισμού, διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.

(5) Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.

(6) Όταν η Κεντρική Τράπεζα καταλήγει στη διαπίστωση ότι ένας όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, την γνωστοποιεί αμέσως στην αρμόδια αρχή εξυγίανσης.

(7) Πριν καταλήξει στη διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1), όσον αφορά θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται για τους σκοπούς κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει  τις απαιτήσεις γνωστοποίησης και διαβούλευσης που προβλέπονται στο άρθρο 32ΣΤ.

Η Κεντρική Τράπεζα αρμόδια αρχή για την διαπίστωση προϋποθέσεων εξυγίανσης

32Ε.-(1) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση σύμφωνα με το Άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή για να προβαίνει σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ.

(1Α) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή οι αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμες υποχρεώσεις αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε(1) του Νόμου Εξυγίανσης, όσον αφορά ΑΠΙ ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii), που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με τον τίτλο ΙΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή για να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ.

(2) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική και αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση, η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32Δ(1) ως ακολούθως:

(α) Σε περίπτωση που η θυγατρική είναι ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα είναι αρμόδια αρχή να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(γ)∙

(β) στην περίπτωση που η θυγατρική είναι θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα ενός ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους-μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η θυγατρική που εξέδωσε τα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα, σύμφωνα με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, προβαίνουν σε κοινή διαπίστωση που λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως αναφέρεται στο Άρθρο 59, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Ενοποιημένη εφαρμογή και διαδικασία διαπίστωσης

32ΣΤ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα προτού προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(β), (γ), (δ) ή (ε) του παρόντος Νόμου όσον αφορά κεφαλαιακά μέσα ή αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμες υποχρεώσεις, για τους σκοπούς εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε του Νόμου Εξυγίανσης σε ατομική βάση ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία μέσα αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή σε ενοποιημένη βάση, τα οποία εκδόθηκαν από θυγατρική, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή εξυγίανσης, αποστέλλει γνωστοποίηση εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης-

(α) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας∙

(β) στις αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν άμεσα ή έμμεσα υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Ε(3) του Νόμου Εξυγίανσης,  από την οντότητα που υπόκειται στο άρθρο 25Ε(1) και 25Ε(2) του Νόμου Εξυγίανσης∙

(1Α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν εξετάζει εάν θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(γ), αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε ΑΠΙ ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii), που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθούν οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, εάν γίνει αυτή η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις ενδεδειγμένες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(β), (γ), (δ) ή (ε) όσον αφορά ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή όμιλο με διασυνοριακή δραστηριότητα, λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη-μέλη στα οποία το ΑΠΙ ή ο όμιλος λειτουργεί.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα συνοδεύει την γνωστοποίηση που διενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) με επεξήγηση των λόγων για τους οποίους εξετάζει κατά πόσο θα προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.

(4) Όταν έχει πραγματοποιηθεί η γνωστοποίηση με βάση το εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες έγινε η γνωστοποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1), αξιολογεί τα ακόλουθα ζητήματα:

(α) Εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 32Δ(1)·

(β) εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·

(γ) εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε επαρκές χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη η διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1).

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4), ως εναλλακτικά μέτρα νοούνται τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 30Γ, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 30(1) ή η μεταβίβαση πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.

(6) Εάν, βάσει του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η γνωστοποίηση, κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εν λόγω εδαφίου, διασφαλίζει ότι τα μέτρα αυτά θα εφαρμοστούν.

(7) Όπου, στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η γνωστοποίηση, κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει κατά πόσο η υπό εξέταση διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1), είναι κατάλληλη.

(8) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 32Δ(1)(γ), αποστέλλει αμελλητί γνωστοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στο άρθρο 94(3) και (4) του Νόμου Εξυγίανσης. Ελλείψει κοινής απόφασης, δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει του άρθρου 32Δ(1)(Γ).

Αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων

32Ζ.-(1) Τα ΑΠΙ οφείλουν να  διατηρούν λεπτομερή αρχεία των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων.

(2) Κατόπιν αιτήματος της Κεντρικής Τράπεζας, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση της Κεντρικής Τράπεζας προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις και εντολές της, σύμφωνα με το Άρθρο 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ΑΠΙ

32Η. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει μέρος στη διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης όσον αφορά την αξιολόγηση για τον βαθμό στον οποίο ΑΠΙ που δεν αποτελεί μέρος ομίλου είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο άρθρο 18 του Νόμου Εξυγίανσης και που αφορούν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, επείγουσα ή άλλης μορφής στήριξη ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων

32Θ. Η Κεντρική Τράπεζα, είτε ενεργώντας ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως  αρμόδια αρχή θυγατρικών ΑΠΙ, δύναται να παρέχει τη γνώμη της στη διαβούλευση που διενεργείται από τις αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά την αξιολόγηση για τον βαθμό στον οποίο ΑΠΙ είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο άρθρο 19 του Νόμου Εξυγίανσης και που αφορούν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, επείγουσα ή άλλης μορφής στήριξη ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Διαβούλευση για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

32Ι. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 94(I)/2021
Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

32ΙΑ. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 94(I)/2021
Γενικές αρχές σχετικά με τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη Δημοκρατία και άλλα κράτη-μέλη

32ΙΒ. Κατά τη λήψη αποφάσεων ή την ανάληψη δράσης δυνάμει της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει  υπόψη τις ακόλουθες γενικές αρχές:

(α) Την επιτακτική ανάγκη για την αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων·

(β) ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται και δράση αναλαμβάνεται εγκαίρως και με τη διαδικασία επείγουσας ανάγκης, όποτε αυτό απαιτείται·

(γ) η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με τις αρχές εξυγίανσης και τις λοιπές αρμόδιες αρχές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

(δ) οι λειτουργίες και οι ευθύνες της Κεντρικής Τράπεζας καθορίζονται με σαφήνεια·

(ε) λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των κρατών-μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι μητρικές επιχειρήσεις των ΑΠΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους δημοσιονομικούς πόρους, στο ταμείο εξυγίανσης, στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή στο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών των εν λόγω κρατών-μελών·

(στ) λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους-μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο πιστωτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική του ΑΠΙ και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους δημοσιονομικούς πόρους, στο ταμείο εξυγίανσης, στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή στο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αυτού του κράτους-μέλους·

(ζ) λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους-μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα του ΑΠΙ και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυτού του κράτους-μέλους·

(η) λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι στόχοι της εξισορρόπησης των συμφερόντων των διάφορων εμπλεκόμενων κρατών-μελών και της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων κρατών-μελών, μεταξύ άλλων αποφεύγοντας την άνιση κατανομή βάρους μεταξύ κρατών-μελών·

(θ) κάθε υποχρέωση, δυνάμει της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, για διαβούλευση με αρχή, προτού ληφθεί απόφαση ή αναληφθεί δράση, συνεπάγεται τουλάχιστον υποχρέωση διαβούλευσης με αυτήν την αρχή για όσα στοιχεία της προτεινόμενης απόφασης ή δράσης έχουν ή ενδέχεται να έχουν-

(i) επίπτωση στη μητρική επιχείρηση του ΑΠΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη θυγατρική ή το υποκατάστημα του ΑΠΙ, κατά περίπτωση, και

(ii) επίπτωση στη σταθερότητα του κράτους-μέλους όπου έχει εγκατασταθεί ή βρίσκεται η μητρική επιχείρηση του ΑΠΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η θυγατρική ή το υποκατάστημα του ΑΠΙ·

(ι) απαίτηση διαφάνειας οποτεδήποτε προτεινόμενη απόφαση ή δράση ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους δημοσιονομικούς πόρους, στο ταμείο εξυγίανσης, στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή στο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών σχετικού κράτους-μέλους· και

(ια) αναγνώριση ότι με το συντονισμό και τη συνεργασία είναι πιθανότερο να επιτευχθεί αποτέλεσμα που μειώνει το συνολικό κόστος της εξυγίανσης.

Συμμόρφωση με τεχνικά πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

32ΙΓ. Τα ΑΠΙ και οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) συμμορφώνονται με τα σχετικά με τα εν λόγω ΑΠΙ και, κατά περίπτωση, τα σχετικά με τις εν λόγω οντότητες εκτελεστικά ή ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία θεσπίζονται ως προβλέπει η Οδηγία 2014/59/ΕΕ ή η Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

Περιορισμός δικαστικών διαδικασιών

32ΙΔ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 87 του Νόμου Εξυγίανσης, δεν κινούνται οι κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας έναντι ΑΠΙ υπό εξυγίανση ή έναντι ΑΠΙ για το οποίο έχει διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση παρά μόνο με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης και  απόφαση για να τεθεί ΑΠΙ στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας λαμβάνεται μόνο με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) -

(α) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει αμελλητί γνωστοποίηση οιασδήποτε αίτησης για έναρξη των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας έναντι ΑΠΙ ανεξαρτήτως εάν το ΑΠΙ βρίσκεται υπό εξυγίανση ή έχει δημοσιοποιηθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 84(3) και (4) του Νόμου Εξυγίανσης·

(β) δεν εκδίδεται απόφαση επί της αίτησης, εκτός αν έχουν γίνει οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και ισχύει μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

(i) η αρχή εξυγίανσης έχει γνωστοποιήσει στην Κεντρική Τράπεζα  ως την αρμόδια αρχή για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ότι δεν προτίθεται να αναλάβει καμία δράση εξυγίανσης έναντι του ΑΠΙ, ή

(ii) έχει παρέλθει περίοδος επτά ημερών, αρχομένη από την ημερομηνία κατά την οποία έγιναν οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α).

ΜΕΡΟΣ XIII ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ, ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΣΗΣ
Μέτρα αναδιοργάνωσης

33.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 16, 33Η, 33Θ, 33Ι, 33Κ και 33Λ και του εδαφίου (8), τα μέτρα αναδιοργάνωσης που εφαρμόζονται σε οποιοδήποτε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ισχύουν και για οποιοδήποτε υποκατάστημα, το οποίο διατηρείται από ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία και επιφέρουν από της λήψης τους πλήρη αποτελέσματα και στο εν λόγω άλλο κράτος-μέλος χωρίς άλλες διατυπώσεις, ακόμα και εάν η νομοθεσία του άλλου κράτους-μέλους δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις που δεν πληρούνται:

Νοείται ότι, στην περίπτωση υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, μέτρα αναδιοργάνωσης που έχουν διαταχθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού ισχύουν αυτόματα και στη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση λήψης μέτρων αναδιοργάνωσης σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και -

(α) που είναι -

(i) τράπεζα που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να προτείνει συμβιβασμό ή διακανονισμό, το δε Δικαστήριο δύναται με συνοπτική αίτηση της Κεντρικής Τράπεζας να διατάξει σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών της τράπεζας κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου ή

(ii) ΣΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να προτείνει διευθέτηση, το δε Δικαστήριο δύναται με συνοπτική αίτηση της Κεντρικής Τράπεζας να διατάξει τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης των μελών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 49Β του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, και

(β) το Δικαστήριο επικυρώνει τον εν λόγω συμβιβασμό ή διακανονισμό ή διευθέτηση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), μόνο αφού ακούσει τις απόψεις της Κεντρικής Τράπεζας κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου και του εδαφίου (2) του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, τα οποία άρθρα εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

(3) Η λήψη μέτρων αναδιοργάνωσης δεν εμποδίζει τη διάλυση του ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισής του.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών για τη λήψη μέτρων αναδιοργάνωσης σε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, καθώς και για τα ενδεχόμενα πρακτικά αποτελέσματα των μέτρων αυτών.

(5) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (6), η λήψη μέτρων αναδιοργάνωσης δημοσιεύεται το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε ημερών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε δύο εφημερίδες κάθε κράτους-μέλους υποδοχής.  Στη δημοσίευση αναφέρεται ρητά -

(α) ο σκοπός της απόφασης για τη λήψη των μέτρων αναδιοργάνωσης και ότι τα μέτρα αυτά, εκτός όπου στον παρόντα Νόμο προβλέπεται διαφορετικά, διέπονται από την ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία·

(β) η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων και ένδειξη της ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας αυτής· και

(γ) η ακριβής διεύθυνση των αρχών που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί του ενδίκου μέσου.

(6) Τα μέτρα αναδιοργάνωσης εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την πραγματοποίηση των δημοσιεύσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (5) και επιφέρουν πλήρη αποτελέσματα έναντι των πιστωτών.

(7) Όπου, με βάση το μέτρο αναδιοργάνωσης, τίθενται κανόνες για ακυρότητα, ακύρωση ή κήρυξη του ανενεργού πράξεων που είναι επιβλαβείς για το σύνολο των πιστωτών και που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από τη λήψη του μέτρου, οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, αναλόγως, δεν ισχύουν, εάν το πρόσωπο που ωφελήθηκε από συμφωνία επιβλαβή για το σύνολο των πιστωτών αποδείξει ότι η εν λόγω συμφωνία διέπεται από τη νομοθεσία  κράτους-μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, η οποία δεν προβλέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση προσβολή της εν λόγω συμφωνίας.

(8) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται οποτεδήποτε ήθελε κρίνει αναγκαίο, να ζητήσει την εφαρμογή ενός ή περισσοτέρων μέτρων αναδιοργάνωσης σε τράπεζα ή ΣΠΙ, με δεόντως αιτιολογημένη αίτηση που υποβάλλεται στο Δικαστήριο∙ σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο  δύναται να επικυρώσει τα μέτρα αναδιοργάνωσης παρά το γεγονός ότι, σε περίπτωση τράπεζας, δεν έχει συγκληθεί η κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 198 του περί Εταιρειών Νόμου συνέλευση των πιστωτών ή των μελών,  και σε περίπτωση ΣΠΙ δεν έχει συγκληθεί έκτακτη γενική συνέλευση μελών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 49Β του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, που εφαρμόζονται κατ΄αναλογία:

Νοείται ότι, το επηρεαζόμενο ΑΠΙ έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει τις απαιτούμενες πληροφορίες σε όλους τους πιστωτές του και σε όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο μετοχικό του κεφάλαιο όπως προβλέπεται σε περίπτωση τράπεζας από το άρθρο 199 του περί Εταιρειών Νόμου και σε περίπτωση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος από το άρθρο 49Β του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου.

(9) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) μέχρι (8) εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στην περίπτωση εφαρμογής μέτρων αναδιοργάνωσης σε υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος, η έδρα του οποίου βρίσκεται σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία.

(10) Η παράγραφος (ε) του άρθρου 33Α εφαρμόζεται και στην περίπτωση λήψης μέτρων αναδιοργάνωσης.

(11) Η Κεντρική Τράπεζα μεριμνά για τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας των μέτρων αναδιοργάνωσης που έχουν ληφθεί σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία.

(12) Στην περίπτωση ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία που είναι ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων, οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου εφαρμόζονται τηρουμένου των διατάξεων του άρθρου 76 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου.

(13) Τα εδάφια (4) και (7) δεν εφαρμόζονται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 84 του Νόμου Εξυγίανσης το οποίο αφορά τις διαδικαστικές υποχρεώσεις των αρχών εξυγίανσης.

(14) Το Άρθρο 33 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ δεν εφαρμόζεται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 28Ζ του παρόντος Νόμου που αφορά την εμπιστευτικότητα.

Σχέδιο αναδιοργάνωσης

33δις.-(α) ΑΠΙ που τελεί υπό μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, καταρτίζει και εφαρμόζει σχέδιο αναδιοργάνωσης σύμφωνα με το άρθρο 61 του Νόμου Εξυγίανσης.

(β) H Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί το σχέδιο αναδιοργάνωσης προκειμένου να δώσει τη γνώμη της στην αρχή εξυγίανσης κατά πόσο ικανοποιείται ότι με την εφαρμογή αυτού του σχεδίου είναι κατορθωτός ο στόχος της αποκατάστασης  της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ΑΠΙ.

(γ) Σε περίπτωση που κρίνεται ότι με το σχέδιο αναδιοργάνωσης δε θα επιτευχθεί ο στόχος της αποκατάστασης, η Κεντρική Τράπεζα δίνει τη σύμφωνη γνώμη της στην αρχή εξυγίανσης προκειμένου αυτή να γνωστοποιήσει στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74 του Νόμου Εξυγίανσης τα θέματα που την προβληματίζουν και να απαιτήσει τροποποίηση του σχεδίου, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα συμφωνεί το τελικό σχέδιο αναδιοργάνωσης με την αρχή εξυγίανσης.

Εκκαθάριση

33Α. Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 33Η, 33Θ, 33Ι, 33Κ, 33Λ, 33Ν, 33Ξ και 33Ο, η έκδοση απόφασης για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η διαδικασία της εκκαθάρισης και τα αποτελέσματά της διέπονται από τις σχετικές διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και αφορούν ιδιαίτερα -

(α) τα στοιχεία του ενεργητικού που εξακολουθούν να αποτελούν περιουσία του ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, καθώς και τη μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού που απέκτησε το ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης·

(β) τις εκάστοτε εξουσίες του ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και του εκκαθαριστή·

(γ) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4Β) του άρθρου 33O, τις προϋποθέσεις συμψηφισμούˑ

(δ) τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις συμβάσεις που έχει συνάψει το ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία·

(ε) τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης σε ατομικές διώξεις πιστωτών, με εξαίρεση τα αποτελέσματα από υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον Δικαστηρίου αναφορικά με στοιχεία ενεργητικού ή δικαιώματα που έχει απεκδυθεί το ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, τα οποία ρυθμίζονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη·

(στ) τις απαιτήσεις που εγείρονται μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, εναντίον του ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και τον τρόπο, με τον οποίο αυτά αναγνωρίζονται στον ισολογισμό του ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία·

(ζ) τους κανόνες που διέπουν την υποβολή, επαλήθευση και αποδοχή των απαιτήσεων·

(η) τους κανόνες που διέπουν την διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων, τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών που έχουν ικανοποιηθεί μερικώς μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δυνάμει εμπράγματου δικαιώματος ή μέσω συμψηφισμού·

(θ) τους όρους και τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης·

(ι) τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης·

(ια) τον καταλογισμό των εξόδων και των δαπανών της διαδικασίας εκκαθάρισης·

(ιβ) τους κανονισμούς που καθιστούν άκυρες, ακυρώσιμες ή ανενεργές τις επιβλαβείς για το σύνολο των πιστωτών συμφωνίες, εκτός εάν το πρόσωπο που ωφελήθηκε από συμφωνία επιβλαβή για το σύνολο των πιστωτών αποδείξει ότι -

(i) η εν λόγω συμφωνία διέπεται από τη νομοθεσία κράτους-μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, και

(ii) η νομοθεσία αυτή δεν προβλέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσβολή της συμφωνίας:

Νοείται ότι, οποιοδήποτε υποκατάστημα που το υπό εκκαθάριση ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία διατηρεί σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, υπόκειται στην έκταση που αφορά η εν λόγω εκκαθάριση, στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως εάν το υποκατάστημα αυτό ήταν εγκατεστημένο και λειτουργούσε στη Δημοκρατία:

Νοείται περαιτέρω ότι στην περίπτωση ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία που είναι ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων -

(α) οι όροι «περιουσία της εταιρείας», «ιδιοκτησία της εταιρείας», «ενεργητικό της εταιρείας» και «επιχείρηση της εταιρείας» που απαντώνται στις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με την εκκαθάριση εταιρείας, διαβάζονται, σε ό,τι αφορά την εκκαθάριση τέτοιου ιδρύματος, ως να μην περιέχουν τα στοιχεία ενεργητικού και τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε κάλυμμα·

(β) το άρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου δεν επιφέρει ακυρότητα της εισαγωγής στοιχείων ενεργητικού και συμβάσεων σε κάλυμμα, εφόσον η εισαγωγή αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου·

(γ) οι διατάξεις του άρθρου 40(3) του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου εφαρμόζονται χωρίς να επηρεάζονται από τις διατάξεις του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου.

Διάλυση και διορισμός εκκαθαριστή

33Β. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου για την εκκαθάριση εταιρείας και των διατάξεων του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου αναφορικά με την εκκαθάριση συνεργατικής εταιρείας, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ΑΠΙ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4Α, δεν αποτελεί λόγο εκκαθάρισης αυτού, παρά μόνο κατά τη διακριτική ευχέρεια της Κεντρικής Τράπεζας και μετά από απόφαση του Δικαστηρίου σε υποβληθείσα υπό της Κεντρικής Τράπεζας αίτηση, το οποίο για το διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή ή εκκαθαριστή ΑΠΙ άλλου από τον Επίσημο Παραλήπτη, ακούει προηγουμένως τις απόψεις της Κεντρικής Τράπεζας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης, τα καταστατικά όργανα του ΑΠΙ ζητούν την γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας προτού λάβουν τέτοια απόφαση, ενώ σε περίπτωση εκκαθάρισης, είτε από το Δικαστήριο, είτε υπό την επίβλεψη Δικαστηρίου, το Δικαστήριο ενημερώνει αμέσως την Κεντρική Τράπεζα για τη λήψη της εν λόγω απόφασης:

Νοείται περαιτέρω ότι οποιαδήποτε απόφαση για εκκαθάριση ΑΠΙ τυγχάνει εφαρμογής και επιφέρει αμέσως αποτελέσματα σε όλα τα κράτη-μέλη, στα οποία το ΑΠΙ διατηρεί υποκαταστήματα,  χωρίς άλλες διατυπώσεις:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ανεξαρτήτως των προνοιών οποιουδήποτε άλλου νόμου, και τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 33Η, 33Θ, 33Ι, 33Κ και 33Λ, σε περίπτωση υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, οποιαδήποτε απόφαση για εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος που λαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης, αναγνωρίζεται και επιφέρει αποτελέσματα χωρίς περιορισμούς στη Δημοκρατία από τη στιγμή που αναγνωρίζεται και επιφέρει αποτελέσματα στο κράτος-μέλος προέλευσης, και η διαδικασία εκκαθάρισης και όλα τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 33Α διέπονται από τη νομοθεσία που ισχύει στο κράτος-μέλος προέλευσης, ενώ οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί των Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, τυγχάνουν εφαρμογής στη Δημοκρατία στο βαθμό που δεν συγκρούονται με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους-μέλους προέλευσης.

Ειδική εκκαθάριση ΑΠΙ

33Βδις. (1) Ανεξάρτητα από το άρθρο  33Β, η Κεντρική Τράπεζα καταχωρεί αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης και διορισμό ειδικού εκκαθαριστή τράπεζας ή ΣΠΙ αντίστοιχα ως το εδάφιο (2) στις περιπτώσεις όπου -

(α) έχει ανακληθεί άδεια λειτουργίας ΑΠΙ δυνάμει του άρθρου 30(1Α) ή δυνάμει του άρθρου 4Α ή έχει παραδοθεί άδεια ΑΠΙ λειτουργίας δυνάμει του  άρθρου 4(6)∙ και

(β) το εν λόγω ΑΠΙ διατηρεί καταθέσεις που καλύπτονται από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, το οποίο προβλέπεται στον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο∙ και

(γ) η ειδική εκκαθάριση του εν λόγω ΑΠΙ εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον:

Νοείται ότι οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου εφαρμόζονται στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του Μέρους XIII για την εκκαθάριση ΑΠΙ εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις ειδικής εκκαθάρισης ΑΠΙ, εκτός όπου έρχονται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.

(2)(α) Το Δικαστήριο εκδίδει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα, εφόσον πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο εν λόγω εδάφιο και διορίζει ειδικό εκκαθαριστή, και το Δικαστήριο διορίζει ειδικό εκκαθαριστή άλλο από τον Επίσημο Παραλήπτη κατόπιν σύστασης της Κεντρικής Τράπεζας και αφού ακούσει τις απόψεις της, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 229 του περί Εταιρειών Νόμου.

(β)(i) Το εν λόγω διάταγμα εκδίδεται από το Δικαστήριο μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση κατ’ εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

(ii) Για σκοπούς καταχώρησης ένστασης ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του ΑΠΙ ο λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το οικείο Δικαστήριο καθορίζεται σε διάστημα που δεν υπερβαίνει τις τρεις (3) ημέρες.

(γ) Στο εν λόγω διάταγμα αναφέρεται ότι ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας.

(3)(α) Ο ειδικός εκκαθαριστής επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε χρηματοπιστωτικά θέματα.

(β) Η αμοιβή του ειδικού εκκαθαριστή και τα έξοδα διαδικασίας καταβάλλονται από το υπό ειδική εκκαθάριση ΑΠΙ. Σε περίπτωση αδυναμίας του να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Κεντρική Τράπεζα αναλαμβάνει τη σχετική υποχρέωση.

(4) Ο ειδικός εκκαθαριστής έχει -

(α) Ως πρωταρχικό καθήκον, να συνεργάζεται με τη Διαχειριστική Επιτροπή του ΣΕΚ και να διασφαλίζει, το συντομότερο δυνατό, την καταβολή σε καταθέτες αποζημιώσεων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο και στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς∙

(β) ως δευτερεύον καθήκον, να επιφέρει με τη διενέργεια ειδικής εκκαθάρισης τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για όλους τους πιστωτές του ΑΠΙ:

Νοείται ότι η επίτευξη του πρωταρχικού καθήκοντος του ειδικού εκκαθαριστή που προβλέπεται στην παράγραφο (α) υπερισχύει του καθήκοντός του που προβλέπεται στην παράγραφο (β), ο ειδικός εκκαθαριστής όμως έχει υποχρέωση να εργαστεί προς επίτευξη και των δύο καθηκόντων.

(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών εκκαθαριστή ως αυτές διαλαμβάνονται στο άρθρο 233 του περί Εταιρειών Νόμου και στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, ο ειδικός εκκαθαριστής έχει επιπρόσθετα προς αυτές και τις ακόλουθες εξουσίες:

(i) Να διατηρεί και να συνάπτει ασφαλιστικά συμβόλαια σε σχέση με τις εργασίες και τα περιουσιακά στοιχεία του ΑΠΙ,

(ii) να προβαίνει σε αναγκαίες, κατά τη κρίση του, ενέργειες προς ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ΑΠΙ, και

(iii) να διενεργεί όλες τις αναγκαίες, κατά την κρίση του, πληρωμές που είναι σχετικές με την επίτευξη των στόχων του και των εξουσιών του.

(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 233 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με την έγκριση του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης, ο ειδικός εκκαθαριστής ασκεί ή εκτελεί τις εξουσίες του μετά από έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.

(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 259 του περί Εταιρειών Νόμου και χωρίς επηρεασμό της επιφύλαξης του εν λόγω άρθρου, οι αναφερόμενες σε αυτό εξουσίες ασκούνται ή εκτελούνται από τον ειδικό εκκαθαριστή τράπεζας υπό τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας.

(δ) Τα ανήκοντα στους πελάτες του ΑΠΙ χρηματοοικονομικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα το ΑΠΙ επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία του ΑΠΙ, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, καθώς και το περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων, αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός αν -

(i) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή, ή

(ii) υφίσταται απαίτηση του ΑΠΙ κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα έχει υποχρέωση να διασφαλίζει ότι ο ειδικός εκκαθαριστής ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα, μόλις καταστεί εφικτό, προβαίνει σε συστάσεις προς τον ειδικό εκκαθαριστή  αναφορικά με τους κατάλληλους τρόπους επίτευξης του πρωταρχικού του καθήκοντος ως αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) και ο ειδικός εκκαθαριστής έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με οποιεσδήποτε τέτοιες συστάσεις.

(8) Ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα, έκθεση για οποιοδήποτε θέμα -

(α) μετά από απαίτηση της Κεντρικής Τράπεζας και εντός χρονοδιαγράμματος που αποφασίζεται από αυτήν, ή

(β)   οποτεδήποτε ο ειδικός εκκαθαριστής θεωρεί αναγκαίο.

(9) Ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα σε σχέση με την πρόοδό του προς επίτευξη του πρωταρχικού του καθήκοντος, ως αυτό προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4), και ειδοποιεί γραπτώς την Κεντρική Τράπεζα, όταν κατά την κρίση του, το καθήκον αυτό έχει επιτευχθεί στην ολότητά του ή έως ένα σημείο το οποίο θεωρεί ως το πιο πρακτικά δυνατό.

(10) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν παραλάβει την ειδοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (9) -

(α) αποφασίζει ότι το πρωταρχικό καθήκον του ειδικού εκκαθαριστή, ως αυτό προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4), έχει επιτευχθεί στην ολότητά του ή ως το πιο πρακτικά δυνατό σημείο, ή

(β)  απευθύνεται, στο Δικαστήριο αιτούμενη οδηγίες για την άσκηση των εξουσιών που της παρέχει το παρόν άρθρο.

(11) Σε περίπτωση που έχουν εφαρμοστεί μέτρα αναδιοργάνωσης σε ΑΠΙ σύμφωνα με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο, η ειδική εκκαθάριση του εν λόγω ΑΠΙ ολοκληρώνεται μόνο όταν η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων έχει ολοκληρωθεί.

(12) Σε περίπτωση κατά την οποία εκούσια εκκαθάριση ΑΠΙ έχει ήδη αρχίσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καταχωρήσει αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης όπως αναφέρεται στον παρόν άρθρο.

(13)  Από την ημέρα έκδοσης του διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης και διορισμού ειδικού εκκαθαριστή, ουδεμία αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον του υπό εκκαθάριση ΑΠΙ.

(14)  Ο ειδικός εκκαθαριστής εκτελεί τα καθήκοντά του μέχρι-

(α) Να παραιτηθεί από αυτά με ειδοποίηση προς το Δικαστήριο και κοινοποίηση αυτής στην Κεντρική Τράπεζα, ή

(β)  να απαλλαγεί από αυτά με διάταγμα  Δικαστηρίου  κατόπιν σύστασης της Κεντρικής Τράπεζας.

(15) Ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρεία αμέλεια. Δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη για χρέη του υπό ειδική εκκαθάριση ΑΠΙ που γεννήθηκαν πριν από το διορισμό του.

Ενημέρωση αρμόδιων αρχών άλλων κρατών-μελών

33Γ. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών για την απόφαση να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης, καθώς και για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής.

Εκούσια εκκαθάριση

33Δ. Η εκούσια εκκαθάριση ΑΠΙ δεν αποκλείει την υιοθέτηση μέτρου αναδιοργάνωσης ή την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης.

Έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης

33Ε.-(1) Σε περίπτωση όπου αποφασίζεται η έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ΑΠΙ ενώ δεν έχουν ληφθεί μέτρα αναδιοργάνωσης ή τα ληφθέντα μέτρα αναδιοργάνωσης έχουν αποτύχει, η άδεια λειτουργίας του εν λόγω ΑΠΙ ανακαλείται από την Κεντρική Τράπεζα, ενώ η τελευταία ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών όπου το ΑΠΙ διατηρεί υποκαταστήματα:

Νοείται ότι, όπου η Κεντρική Τράπεζα αποφασίσει να ανακαλέσει άδεια λειτουργίας ΑΠΙ που συστάθηκε σε τρίτη χώρα, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών για την εν λόγω απόφασή της, πριν την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, παρέχοντας λεπτομέρειες αναφορικά με τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής.

(2) Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) δεν εμποδίζει τον εκκαθαριστή να εξακολουθήσει ορισμένες δραστηριότητες του ΑΠΙ στο βαθμό που απαιτείται ή ενδείκνυται για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, νοουμένου ότι οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται με τη συγκατάθεση και υπό τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας.

Δημοσίευση

33Ζ. Ο εκκαθαριστής μεριμνά για τη δημοσίευση μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, της απόφασης για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και σε δύο εφημερίδες που κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια κάθε κράτους-μέλους υποδοχής.

Επιπτώσεις σε σχέση με συγκεκριμένες συμβάσεις

33Η.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 33 και 33Α, τα αποτελέσματα των μέτρων αναδιοργάνωσης ή της έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης επί -

(α) των συμβάσεων και σχέσεων εργασίας· και

(β) των δικαιωμάτων επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους τα οποία χρήζουν καταχώρησης σε Μητρώο, διέπονται από τη νομοθεσία του κράτους-μέλους που διέπει τη σύμβαση εργασίας ή επιτάσσει τη τήρηση του Μητρώου, ανάλογα με την περίπτωση, ενώ τα αποτελέσματα τέτοιων μέτρων επί συμβάσεων που παρέχουν δικαίωμα κάρπωσης ακινήτου ή απόκτησης της κυριότητάς του,

διέπονται αποκλειστικά από τη νομοθεσία του κράτους-μέλους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ακίνητο:

Νοείται ότι, η άσκηση των δικαιωμάτων κυριότητας ή άλλων δικαιωμάτων επί τίτλων, η ύπαρξη ή μεταβίβαση των οποίων προϋποθέτει την εγγραφή τους σε Μητρώο, λογαριασμό ή κεντρικό σύστημα καταθέσεων, διέπεται από τους νόμους του κράτους-μέλους, στο οποίο τηρείται ή βρίσκεται το Μητρώο, ο λογαριασμός ή το κεντρικό σύστημα καταθέσεων, στο οποίο έχουν εγγραφεί αυτά τα δικαιώματα:

(2)(α) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 70 και 73 του Νόμου Εξυγίανσης, οι συμφωνίες συμψηφισμού διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία διέπει τις συμφωνίες αυτές.

(β) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 70 και 73 του Νόμου Εξυγίανσης και με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, οι συμφωνίες επαναγοράς διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία διέπει τις συμφωνίες αυτές.

(γ) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), οι συναλλαγές που διενεργούνται στο πλαίσιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, διέπονται αποκλειστικά από τους νόμους που εφαρμόζονται στη σύμβαση που διέπει τις εν λόγω συμφωνίες ή τις εν λόγω συναλλαγές.

Δικαιώματα τρίτων

33Θ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (7) του άρθρου 33 και της παραγράφου (ιβ) του άρθρου 33Α, η εφαρμογή των μέτρων αναδιοργάνωσης ή η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν επηρεάζουν το εμπράγματο δικαίωμα πιστωτή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, επί κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία ανήκουν στο ΑΠΙ και βρίσκονται στο έδαφος κράτους-μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, κατά τη στιγμή της εφαρμογής των μέτρων αυτών ή της έναρξης της εν λόγω διαδικασίας.

(2) Τα δικαιώματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνουν ιδίως -

(α) το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου, διάθεσης περιουσιακού στοιχείου και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης·

(β) το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης απαίτησης, ιδίως όπου το δικαίωμα αυτό είναι εξασφαλισμένο, είτε με ενέχυρο, αντικείμενο του οποίου είναι η απαίτηση, είτε με εκχώρηση της απαίτησης αυτής·

(γ) το δικαίωμα διεκδίκησης ή επιστροφής του περιουσιακού στοιχείου από οποιονδήποτε που το κατέχει ή το καρπούται αντίθετα προς την επιθυμία του δικαιούχου·

(δ) το εμπράγματο δικαίωμα κάρπωσης περιουσιακού στοιχείου:

Νοείται ότι, δικαίωμα που εγγράφεται σε Μητρώο και εφαρμόζεται έναντι οποιουδήποτε προσώπου, με βάση, το οποίο είναι δυνατόν να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα, κατά την έννοια του εδαφίου (1), θεωρείται εμπράγματο δικαίωμα.

Επιφυλάξεις σε σχέση με την κυριότητα. 10(Ι) του 1994, 8(Ι) του 1995, 9(Ι) του 1995, 101(Ι) του 1999

33Ι.-(1) Τηρουμένων του εδαφίου (7) του άρθρου 33 και της παραγράφου (ιβ) του άρθρου 33Α, καθώς και των διατάξεων των περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμων του 1994 έως 1999 -

(α) η εφαρμογή των μέτρων αναδιοργάνωσης ή η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ΑΠΙ που αγοράζει περιουσιακό στοιχείο δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του πωλητή, σ’ ότι αφορά την κυριότητα, εάν κατά την στιγμή της εφαρμογής των μέτρων αυτών ή της έναρξης της εν λόγω διαδικασίας, το περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους άλλου από τη Δημοκρατία·

(β) η εφαρμογή των μέτρων αναδιοργάνωσης ή η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ΑΠΙ που πωλεί περιουσιακό στοιχείο, μετά την παράδοση του, δεν συνιστά λόγο λύσης ή καταγγελίας της πώλησης και δεν εμποδίζει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος στοιχείου, εάν κατά τη στιγμή της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων αναδιοργάνωσης ή της έναρξης της εν λόγω διαδικασίας, το περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται στο έδαφος κράτους-μέλους άλλου από τη Δημοκρατία.

Συμψηφισμός

33Κ. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και των άρθρων 33(7) και 33Α(ιβ) του παρόντος Νόμου και, όταν το ΑΠΙ είναι ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων, του άρθρου 40(4) του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου, η εφαρμογή των μέτρων αναδιοργάνωσης ή η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν επηρεάζουν το δικαίωμα πιστωτή να ζητήσει το συμψηφισμό της απαίτησής του με την απαίτηση του ΑΠΙ, εφόσον ο συμψηφισμός αυτός επιτρέπεται από τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πιστωτή και του ΑΠΙ.

Προστασία τρίτων σε ειδικές περιπτώσεις

33Λ. Σε περίπτωση που ΑΠΙ , μετά τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναδιοργάνωσης ή την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, συνάπτει συμφωνία μέσω της οποίας διατίθενται -

(α) ακίνητο·

(β) πλοίο ή αεροσκάφος που εγγράφεται υποχρεωτικά σε Μητρώο· ή

(γ) κινητές αξίες ή άλλοι τίτλοι ή δικαιώματα σε τίτλους, προϋπόθεση της ύπαρξης ή της μεταβίβασης των οποίων, είναι η εγγραφή σε Μητρώο ή σε λογαριασμό ή όπου τέτοιες αξίες ή τέτοιοι τίτλοι τοποθετούνται σε κεντρικό σύστημα καταθέσων που τηρείται ή βρίσκεται στη Δημοκρατία ή άλλο κράτος-μέλος,

το κύρος της συμφωνίας διέπεται από τους νόμους του κράτους-μέλους, στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο ή το οποίο επιτάσσει την τήρηση των προαναφερθέντων Μητρώων, του λογαριασμού ή του συστήματος.

Βεβαίωση σε σχέση με διορισμό εκκαθαριστή

33Μ. Η προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης διορισμού εκκαθαριστή πιστωτικού ιδρύματος που συστάθηκε σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία και διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία ή η βεβαίωση από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους του διορισμού του προσώπου αυτού, αποτελεί ικανοποιητική απόδειξη και δεν απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση.

Εξουσίες του εκκαθαριστή

33Ν.-(1) Κατά την άσκηση των εξουσιών του σε κράτος-μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, ο εκκαθαριστής συμμορφώνεται με τους νόμους του κράτους αυτού, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και ενημέρωσης των εργαζομένων:

Νοείται ότι, οι εξουσίες αυτές δεν μπορούν να περιλαμβάνουν την εξουσία λήψης απόφασης επί νομικής διαδικασίας ή διαφοράς.

(2) Κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του εδαφίου (1), ο εκκαθαριστής δύναται να ορίσει πρόσωπα για να τον εκπροσωπούν ή να ενεργούν εκ μέρους και για λογαριασμό του, είτε στη Δημοκρατία, είτε σε άλλο κράτος-μέλος.

Διάλυση ΑΠΙ που είναι ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων

33Ξ. Για τους σκοπούς των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου ή  του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου που προβλέπουν για τη διάλυση εταιρείας μετά την πλήρη εκκαθάριση των υποθέσεων της, ΑΠΙ που είναι ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων δε διαλύεται, παρά το ότι εκκαθαρίστηκαν πλήρως οι υποθέσεις του, προτού η Κεντρική Τράπεζα τερματίσει το διορισμό διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 67 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου και γνωστοποιήσει την απόφαση αυτού του τερματισμού σύμφωνα με το εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου.

Κατάταξη των απαιτήσεων στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας

33Ο.-(1) Κατά τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ΑΠΙ, εφαρμόζονται, κατά προτεραιότητα, οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (7) του άρθρου 45 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου και των διατάξεων του Άρθρου 22, παράγραφος 6, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, καταβάλλονται με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας τα πιο κάτω χρέη και απαιτήσεις:

(α) Χρέη ή απαιτήσεις εξασφαλισμένες με επιβάρυνση στο ενεργητικό του ΑΠΙ μέχρι του ποσού που προκύπτει από τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης ή η εξασφάλιση παραδίδεται στο δικαιούχο πιστωτή∙

(β) απαιτήσεις που απορρέουν από πιστώσεις που παραχωρήθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα πριν το διορισμό του εκκαθαριστή ή ειδικού εκκαθαριστή∙

(γ) αναγκαία και εύλογα έξοδα του εκκαθαριστή ή του ειδικού εκκαθαριστή, συμπεριλαμβανομένων επαγγελματικών εξόδων κατά την εφαρμογή των διατάξεων της εκκαθάρισης ή της ειδικής εκκαθάρισης, αναλόγως∙

(δ) τα ακόλουθα με την ίδια σειρά προτεραιότητας:

(i) οι καλυπτόμενες καταθέσεις,

(ii) το σύστημα εγγύησης καταθέσεων που υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καλυπτόμενων  καταθετών σε περίπτωση αφερεγγυότητας∙

(ε) τα ακόλουθα με την ίδια σειρά προτεραιότητας:

(i) το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών  προσώπων  και  πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων  επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στους Κανονισμούς 8 και 9 των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών,

(ii) οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες εάν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανήκουν σε πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

(στ)  τα ακόλουθα με την ίδια σειρά προτεραιότητας:

(i) λοιπές καταθέσεις,

(ii) απαιτήσεις από εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, που συνδέεται με την παροχή στο ίδρυμα ή στο σχετικό πρόσωπο αγαθών και υπηρεσιών για την καθημερινή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων∙

(ζ) κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις φυσικών ή νομικών προσώπων, περιλαμβανομένων απαιτήσεων από παράγωγα, καθώς και των απαιτήσεων από χρεωστικά μέσα, με εξαίρεση τις απαιτήσεις από χρεωστικά μέσα που προβλέπονται στις παραγράφους (η), (θ), (ι) και (ια) του παρόντος εδαφίου, κατά οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 2Α του παρόντος Νόμου·

(η) μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) η αρχική συμβατική διάρκεια των χρεωστικών μέσων είναι τουλάχιστον ένα έτος,

(ii) τα χρεωστικά μέσα δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα:

Νοείται ότι τα χρεωστικά μέσα με κυμαινόμενο επιτόκιο, που προέρχεται από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς και τα χρεωστικά μέσα που δεν είναι εκφρασμένα στο εθνικό νόμισμα του εκδότη εφόσον το κεφάλαιο, η αποπληρωμή και οι τόκοι είναι στο ίδιο νόμισμα, δεν θεωρούνται χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα μόνον λόγω αυτών των χαρακτηριστικών,

(iii) τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και κατά περίπτωση το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση αναφέρουν ρητά την χαμηλότερη σειρά κατάταξης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο (η)∙

(θ) χρέη ή απαιτήσεις από χρεωστικά μέσα, χαμηλής κατάταξης εξαιρουμένων των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (ι) και (ια)∙

(ι) απαιτήσεις από μέσα της κατηγορίας 2∙

(ια) απαιτήσεις από πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1∙

(ιβ) απαιτήσεις από κοινές μετοχές της κατηγορίας 1.

(3)(α) Απαιτήσεις, που απορρέουν από χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, η οποία είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα διαλαμβανόμενα στα Άρθρα 107 έως 109 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν προτεραιότητα σε σχέση με απαιτήσεις ίδιας μορφής που δεν απορρέουν από χορήγηση κρατικής ενίσχυσης.

(β) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (2) και του εδαφίου (3), απαιτήσεις που απορρέουν από τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, η οποία κρίθηκε συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα διαλαμβανόμενα στα Άρθρο 107 έως 109 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν προτεραιότητα σε σχέση με απαιτήσεις ίδιας μορφής που δεν απορρέουν από χορήγηση κρατικής ενίσχυσης.

(4) Η κυπριακή νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ως είχε στις 31 Δεκεμβρίου 2016, εφαρμόζεται στην κατάταξη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα από οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 2Α του παρόντος Νόμου, πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019.

(4Α)(α) Το σύνολο των απαιτήσεων, που προκύπτουν από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, έναντι ΑΠΙ ή οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i) έως (iii), έχουν χαμηλότερη κατάταξη στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, στον βαθμό που ένα μέσο έχει μόνο μερικώς αναγνωριστεί ως στοιχείο ιδίων κεφαλαίων, το σύνολο του μέσου αντιμετωπίζεται ως απαίτηση που προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων και κατατάσσεται χαμηλότερα από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων.

(4Β) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 298Β του περί Εταιρειών Νόμου, το άρθρο 35 του περί Πτώχευσης Νόμου, δεν τυγχάνει εφαρμογής αναφορικά με χρέη ή απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (ζ) έως (ια) του εδάφιου (2), πλην των απαιτήσεων από παράγωγα που αναφέρονται στην παράγραφο (ζ) του εν λόγω εδαφίου.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -

Οι όροι «επιλέξιμες καταθέσεις», «μέσα της κατηγορίας 2», «παράγωγα», «πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» και «πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1» έχουν την έννοια που τους αποδίδει ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμος∙

«χρέη ή απαιτήσεις από χρεωστικά μέσα, χαμηλής κατάταξης» σημαίνει χρέη ή απαιτήσεις από δάνεια ή χρεωστικά μέσα που εκδίδονται για να παρέχουν επικουρική απαίτηση έναντι του ιδρύματος έκδοσης, η οποία μπορεί να ασκηθεί μόνο αφού έχουν ικανοποιηθεί όλες οι απαιτήσεις υψηλότερης κατάταξης·

ο όρος «χρεωστικά μέσα» σημαίνει ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών και μέσα με τα οποία δημιουργείται η αναγνωρίζεται μια οφειλή.

ΜΕΡΟΣ XIV ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Παροχή πληροφοριών στη Διαχειριστική Επιτροπή του ΣΕΚ

34.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει στη Διαχειριστική Επιτροπή του ΣΕΚ οποιεσδήποτε πληροφορίες έχει στην κατοχή της, οι οποίες ενδέχεται να βοηθήσουν τη Διαχειριστική Επιτροπή στην άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων της.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που διαπιστώσει προβλήματα σε οποιοδήποτε ΑΠΙ τα οποία πιθανόν να ενεργοποιήσουν την παρέμβαση του ΣΕΚ, ενημερώνει τη Διαχειριστική Επιτροπή του ΣΕΚ το συντομότερο δυνατό.

(3)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώσει ότι ΑΠΙ δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατάθεση για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση και δεν προβλέπεται να καταστεί ικανό προς τούτο στο προσεχές μέλλον, ενημερώνει αμέσως τη Διαχειριστική Επιτροπή του ΣΕΚ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα προβαίνει στην πιο πάνω διαπίστωση το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από τη στιγμή που απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το ΑΠΙ δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις.

ΜΕΡΟΣ XV ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εφαρμογή του παρόντος Νόμου στην Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα

35. [Διαγράφηκε]
Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης

36. [Διαγράφηκε]
Καταργήθηκε

37. Καταργήθηκε.

Εφαρμογή ορισμένων άρθρων του παρόντος Νόμου σε εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα

38. [Διαγράφηκε]
Ενοποιημένη εποπτεία

39.-(1) [Διαγράφηκε].

(2) [Διαγράφηκε].

(3) [Διαγράφηκε].

(4) [Διαγράφηκε].

(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Τέταρτου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εάν η μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ΑΠΙ είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Κεντρική Τράπεζα ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του ΑΠΙ και της μικτής εταιρείας συμμετοχών καθώς και των θυγατρικών της.

(β)(i) Τα ΑΠΙ οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων συνετών διαδικασιών πληροφόρησης και λογιστικής, ώστε να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με την μητρική τους μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της.

(ii) Τα ΑΠΙ ενημερώνουν την Κεντρική Τράπεζα για οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή που πραγματοποιείται με τις οντότητες αυτές, με την εξαίρεση της συναλλαγής που προβλέπεται στο Άρθρο 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,  εντός ενός (1) μηνός από την πραγματοποίηση της συναλλαγής.

(iii) Οι διαδικασίες και οι σημαντικές συναλλαγές που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο υπόκεινται σε έλεγχο από την Κεντρική Τράπεζα.

(γ) [Διαγράφηκε].

(6) [Διαγράφηκε].

(7)(α)(i) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ή όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ατομική βάση.

(ii) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν είναι η αρμόδια αρχή για το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα ή, όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, εάν είναι η αρμόδια αρχή για το πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

(β) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή που εποπτεύει το πιστωτικό ίδρυμα σε ατομική βάση.

(γ) Σε περίπτωση κατά την οποία ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και ένα ή περισσότερα πιστωτικά  ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ,  η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα-

(i) όταν είναι η αρμόδια αρχή για το πιστωτικό ίδρυμα και ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα πιστωτικό ίδρυμα·

(ii) όταν είναι η αρμόδια αρχή για το πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού και ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα.

(δ) Σε περίπτωση που απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφος 3 ή 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, εάν είναι η αρμόδια αρχή για το πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

(ε) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (γ) και της παραγράφου (δ), η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου και το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή.

(στ)(i) Σε ειδικές περιπτώσεις, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, σε κοινή συμφωνία με τις άλλες αρμόδιες αρχές, να μην εφαρμόζει τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (γ) και (δ), όταν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δεν θα ήταν εν προκειμένω σκόπιμη, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα και τη σχετική σημασία των δραστηριοτήτων τους στη Δημοκρατία, ή την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή, και να αναθέτει σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

(ii) Η Κεντρική Τράπεζα, στις προβλεπόμενες στην υπό παράγραφο (i) περιπτώσεις, προτού λάβει τέτοια απόφαση, παρέχει στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού κατά περίπτωση, το δικαίωμα ακρόασης.

(iii) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ όλες τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

(8) Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.

(9) Βάσει των ρυθμίσεων αυτών, δύνανται να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.

(10)(α) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία είναι πιστωτικό ίδρυμα, δύναται, με διμερή συμφωνία, σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσει την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών· η ΕΑΤ διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.

(10Α)(α) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις άλλες αρμόδιες αρχές και διαβιβάζει σε αυτές ιδία πρωτοβουλία όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και κατόπιν αιτήσεων όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες στην ΕΑΤ για να επιτελέσει το έργο της βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(β) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) θεωρούνται ουσιώδεις, αν ενδέχεται να επηρεάσουν ουσιαστικά την αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής υγείας ενός πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος-μέλος.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή  ενοποιημένης εποπτείας μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, παρέχει κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τη σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοοικονομικό σύστημα αυτών των κρατών-μελών.

(δ)  Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες γίνεται αναφορά στην παράγραφο (α) περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:

(i) προσδιορισμό της νομικής δομής, της δομής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής, καλύπτοντας όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τα σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το εδάφιο (1), παράγραφοι (ε) έως (ζ) του άρθρου 4,  το εδάφιο (2) του άρθρου 19, και το εδάφιο (2) του άρθρου 19ΣΤ,καθώς και τις αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου,

(ii) τις διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα του ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών,

(iii) αρνητικές εξελίξεις σε πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες οντότητες του ομίλου που δύναται να επηρεάσουν σοβαρά τα πιστωτικά ιδρύματα, και

(iv) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΚ, τον παρόντα Νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 30 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων  ιδίων κεφαλαίων βάσει  του Άρθρου 312, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(ε) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις, για σκοπούς άσκησης από την ΕΑΤ των εξουσιών που της παρέχονται δια του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010:

(i) μια αρμόδια αρχή δεν έχει διαβιβάσει ουσιώδεις πληροφορίες,

(ii) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(11)(α) Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική ενός μητρικού ΑΠΙ δύνανται, με διμερή συμφωνία και σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στην Κεντρική Τράπεζα με σκοπό η Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(β)  Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Επιτροπή για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών.

(11δις) Όταν η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που ενεργεί ως η αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το Άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στα εδάφια (8) και (9) συνάπτονται επίσης με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.

(11Α)(α)(i) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, συγκροτεί σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της άσκησης των εργασιών που αναφέρονται στα εδάφιο (6), (6δις), (6Α) και (8) του άρθρου 27, και, τηρουμένων των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο εδάφιο (2) και του ενωσιακού δικαίου,  διασφαλίζει τον απαραίτητο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών όπου χρειάζεται.

Στα σώματα εποπτών, η Κεντρική Τράπεζα προσκαλεί την ΕΑΤ η οποία συμμετέχει όπως κρίνεται κατάλληλο και θεωρείται αρμόδια αρχή προκειμένου να συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(ii)  Τα σώματα εποπτών παρέχουν το πλαίσιο για την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, την ΕΑΤ και τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, για τη διεξαγωγή των ακόλουθων εργασιών:

(Α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,

(Β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια εκχώρηση αρμοδιοτήτων, όπου ενδείκνυται,

(Γ) καθορισμός προγραμμάτων του εποπτικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 26Ε που βασίζονται στην αξιολόγηση του κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26,

(Δ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με την απάλειψη μη απαραίτητων επικαλύψεων των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που προβλέπονται στα εδάφια (8) και (9) τoυ άρθρου 27 και στο εδάφιο (12) του άρθρου 39,

(Ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων εναλλακτικών επιλογών και  διακριτικών ευχερειών που παρέχονται από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

(ΣΤ) εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως συσταθεί στον τομέα αυτόν.

(iiδις) Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 27(6) και (8) και στο άρθρο 39(8) και (9), η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές εποπτείας των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του Κεφαλαίου 1, Τμήμα ΙΙ, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, των Άρθρων 76 και 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(iii) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή που συμμετέχει στα σώματα εποπτών, συνεργάζεται στενά με τις άλλες αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στα σώματα εποπτών και με την ΕΑΤ:

Νοείται ότι, οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 26Γ(2), 27(4) και (5), 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28ΣΤ του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών και η σύσταση και λειτουργία των σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ διατάξεων του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β)(i) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39(8) έως (11) και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(ii) Επιτρέπεται να συμμετέχουν στα σώματα εποπτών οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μίας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μίας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους υποδοχής όπου έχουν εγκατασταθεί σημαντικά υποκαταστήματα, όπως προβλέπονται στο άρθρο 56, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση, καθώς και οι εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και τηρουμένων των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις των διατάξεων των άρθρων 26Γ(2), 27(4) και (5), 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28ΣΤ του παρόντος Νόμου και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4Γ του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μπορεί να συμμετέχει στο σχετικό σώμα εποπτών.

(iii) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Η  Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τα όσα ενεργούνται σε αυτές τις συνεδριάσεις και με τα μέτρα που λαμβάνονται.

(iv) Στην απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 26(1Β), και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 27Ε(2).

(v) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27(1), (4) και (5),  27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, και 28Γ του παρόντος Νόμου και, όπου συντρέχει περίπτωση,  των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, ενημερώνει την EAT σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην  ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.

(vi) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά  με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες  αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(12) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ΑΠΙ ελεγχόμενων από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση επικοινωνεί όποτε είναι δυνατόν με την αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν χρειάζεται πληροφορίες που αφορούν την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(13)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει σημασία για τα εποπτικά καθήκοντα των άλλων αρμόδιων αρχών:

(i) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων του ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμοδίων αρχών και

(ii) σημαντικές κυρώσεις ή εξαιρετικά μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές  με την Οδηγία 2013/36/ΕΚ, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του Άρθρου 104 της εν λόγω Οδηγίας και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ζητεί πάντοτε τη γνώμη της αρμόδιας για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση αρχής.

Ωστόσο, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αποφασίσει να μην συμβουλευθεί κανέναν σε επείγουσες περιπτώσεις ή στις αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικόοποίες τητα των αποφάσεών της. Στην περίπτωση αυτή, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει πάραυτα τις άλλες αρμόδιες αρχές.

(13Α) Η Κεντρική Τράπεζα, οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ως προς τη συμμόρφωση τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τα αντίστοιχα καθήκοντά τους δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και, κατά περίπτωση, της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο της Δημοκρατίας ή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2 παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

(14) [Καταργήθηκε].

(15) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, καταρτίζει κατάλογο των μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο Άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τον οποίο  κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.

Αιτήματα για πληροφορίες και επιθεωρήσεις

39A.-(1) Όταν η μητρική ενός ή πλειόνων ΑΠΙ είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από τη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών που αποτελούν ΑΠΙ, την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικής με την άσκηση της εποπτείας των εν λόγω θυγατρικών.

(2) H Κεντρική Τράπεζα δύναται να προβεί η ίδια ή να αναθέσει σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επιθεώρηση για τον έλεγχο των πληροφοριών που απέστειλαν οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους.  Αν η μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, η Κεντρική Τράπεζα δύναται επίσης να χρησιμοποιήσει την διαδικασία που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 42. Αν μικτή εταιρεία συμμετοχών ή μία εκ των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος-μέλος άλλο από αυτό του θυγατρικού ΑΠΙ, ο επιτόπιος έλεγχος των πληροφοριών γίνεται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 39Γ.

Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία

39Β.-(1) Με την επιφύλαξη του άρθρου 4Γ, η Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο της ενοποιημένης εποπτείας περιλαμβάνει χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών.

(2) Όταν θυγατρική που αποτελεί ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία κατ’ εφαρμογή μιας των περιπτώσεων του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ζητεί από τη μητρική επιχείρηση του ΑΠΙ πληροφορίες που δυνατόν να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας της εν λόγω θυγατρικής.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται να ζητά από τις θυγατρικές ενός ΑΠΙ, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, οι οποίες θυγατρικές δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 39Α και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 39Α διαδικασίες διαβίβασης και ελέγχου των πληροφοριών.

Εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

39Γ.-(1) Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος Νόμου καθώς και δυνάμει της περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων Οδηγίας του 2012, ιδίως όσον αφορά την εποπτεία βάση κινδύνου, η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών, να εφαρμόσει στο επίπεδο της εν λόγω μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών μόνο τις διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας.

(2) Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων και δυνάμει του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρχή  ενοποιημένης εποπτείας δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνο τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις ή μόνο τις διατάξεις του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου που έχουν σχέση με τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στην παράγραφο  3(2) των περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων Οδηγιών του 2012 και 2016.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (η «ΕΑΑΕΣ») σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνει δυνάμει των εδαφίων (1) και (2).

Ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με την ενοποιημένη εποπτεία

39Δ.-(1) Τα ΑΠΙ επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει κανένα νομικό κώλυμα που να εμποδίζει τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία, τις μικτές εταιρείες συμμετοχών και τις θυγατρικές τους ή τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (3) του άρθρου 39Γ θυγατρικές, να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικές με την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 19, το άρθρο 26Ι, τα εδάφια (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, τα εδάφια (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11), (11Α), (12) και (13) του άρθρου 39, τα άρθρα 39Α, 39Β, 39Γ, 39Δ, 39Ε και 39ΣΤ και το εδάφιο (4) του άρθρου 42.

(2)(α) Όταν η μητρική επιχείρηση και οποιεσδήποτε από θυγατρικές της που είναι πιστωτικό ίδρυμα είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη, η Κεντρική Τράπεζα επικοινωνεί με τις αρμόδιες αρχές κάθε κράτους-μέλους προκειμένου να ανταλλάξουν μεταξύ τους όλες τις σχετικές πληροφορίες που δύναται να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

(β) Όταν μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία αλλά η Κεντρική Τράπεζα δεν είναι η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 39, δύναται, εφόσον της ζητηθεί από την αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, να ζητήσει από τη μητρική πληροφορίες που αφορούν την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας και να τις διαβιβάσει σε αυτή την αρμόδια αρχή.

(γ) Η ανταλλαγή, μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών, των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), επιτρέπεται υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται ότι η Κεντρική Τράπεζα υποχρεούται να ασκεί σε ατομική βάση την εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.

(δ) Η ανταλλαγή, μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (6δις) του άρθρου 27, επιτρέπεται υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται ότι η Κεντρική Τράπεζα ασκεί εποπτεία στη μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα ούτε στις θυγατρικές που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 39Β.

Συνεργασία

39Ε.-(1)(α) Όταν ΑΠΙ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των ασφαλιστικών εταιρειών ή των επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες.

(β) Χωρίς επηρεασμό των αρμοδιοτήτων της, η Κεντρική Τράπεζα παρέχει και δύναται να αιτείται όλες τις πληροφορίες που ενδέχεται να διευκολύνουν το έργο τόσο των άλλων αρμόδιων αρχών όσο και το δικό της και όσον αφορά την εποπτεία της δραστηριότητας και της συνολικής οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων που εποπτεύουν.

(γ) Όταν,  σύμφωνα με το άρθρο 39(7), η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και ο συντονιστής που καθορίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 11 των περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων Οδηγιών του 2012 και 2016, δεν είναι η Κεντρική Τράπεζα, τότε η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και ο συντονιστής συνεργάζονται με σκοπό την εφαρμογή των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η συνεργασία, η Κεντρική Τράπεζα και ο συντονιστής συνάπτουν γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας.

(2) Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ διατάξεις του παρόντος Νόμος ή στην ίδια την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 28Α(1) του παρόντος Νόμου ή στο Άρθρο 15 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

Αξιολόγηση της ισοδυναμίας τρίτων χωρών στην ενοποιημένη εποπτεία

39ΣΤ.-(1)(α) Σε περίπτωση ΑΠΙ, που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 39, η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει κατά πόσον το ΑΠΙ αυτό υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από εποπτική αρχή τρίτης χώρας, η οποία είναι ισοδύναμη με τις αρχές που διέπει η Οδηγία 2013/36/ΕΕ και με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος II, Κεφάλαιο 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η αξιολόγηση διενεργείται από την Κεντρική Τράπεζα, εάν είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή με δική της πρωτοβουλία. Η Κεντρική Τράπεζα συμβουλεύεται με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν διεξάγει την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), λαμβάνει υπόψη της οποιαδήποτε σχετική καθοδήγηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών και για το σκοπό αυτό συμβουλεύεται την ΕΑΤ προτού λάβει απόφαση.

(2)(α) Ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει κατ’ αναλογία στο ΑΠΙ τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή εφαρμόζει άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση.

(β) Οι εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την Κεντρική Τράπεζα όταν είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, έπειτα από διαβούλευση με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται ιδίως να ζητά τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και να εφαρμόζει τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή στην ενοποιημένη θέση των πιστωτικών ιδρυμάτων της εν λόγω μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

(δ) Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 19, στα εδάφια (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, στα εδάφια (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11), (11Α), (12) και (13) του άρθρου 39, στα άρθρα 39Α, 39Β, 39Γ, 39Δ, 39Ε, 39ΣΤ και 39ΣΤ και στο εδάφιο (4) του άρθρου 42 και γνωστοποιούνται στις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, την ΕΑΤ και την Επιτροπή.

ΑΠΙ που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους

40. Αν οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα έχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ενδέχεται να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες ή να καταστεί ανίκανο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή αν πρόκειται να αναστείλει πληρωμές ή εάν αντιληφθεί οποιαδήποτε ουσιαστική χειροτέρευση στην κατάστασή του, οφείλει να ειδοποιήσει αμέσως την Κεντρική Τράπεζα.

ΜΕΡΟΣ XVA ΕΠΟΠΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ, ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Εξουσία έκδοσης οδηγιών

41 .-(1) Η Κεντρική Τράπεζα για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου καθώς και την εκτέλεση των δυνάμει του παρόντος Νόμου και του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου αρμοδιοτήτων της και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες τις οποίες γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει.

(2) Κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας όπου αυτή προβλέπεται σε οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα θα ενεργεί αφού λάβει υπόψη για καθοδηγητικούς σκοπούς τη διεθνή πρακτική και τις Οδηγίες και τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την προστασία των καταθετών και τα συμφέροντα των πελατών των ΑΠΙ γενικά, καθώς και την ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση ή οδηγίες.

(3) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των εδαφίων (1) και (2), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες για θέματα τραπεζικής πρακτικής και δεοντολογίας, περιλαμβανομένων οδηγιών αναφορικά με τις προϋποθέσεις και διαδικασίες ανοίγματος, τήρησης, λειτουργίας και κλεισίματος τρεχούμενων λογαριασμών, καθώς και για τις προϋποθέσεις και διαδικασίες παραχώρησης ή ανάκλησης παραχωρούμενων βιβλιαρίων επιταγών.

(4) Στα πλαίσια των πιο πάνω εξουσιών της και με σκοπό την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των ακάλυπτων επιταγών, συμπεριλαμβανομένων επιταγών που εκδόθηκαν οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που αυτές κατέστησαν πληρωτέες, η Κεντρική Τράπεζα θέλει εκδώσει οδηγίες, δημοσιευόμενες στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για τη δημιουργία, τήρηση και λειτουργία Κεντρικού Αρχείου Πληροφοριών στο οποίο δύνανται να καταχωρούνται, σύμφωνα με διαδικασία σαφώς καθοριζομένη στις οδηγίες, πληροφορίες και στοιχεία αναφορικά με εκδότες ακάλυπτων επιταγών, πτωχεύσαντες ή εκκαθαρισθέντες, καθώς και καταδικασθέντες για αδικήματα σχετικά με την έκδοση ακάλυπτων επιταγών, με σκοπό την επιβολή σ' αυτούς τέτοιων μέτρων στερητικών του δικαιώματος κατοχής, κτήσης ή χρησιμοποίησης βιβλιαρίων επιταγών ή τρεχούμενων τραπεζικών λογαριασμών όπως ήθελε ειδικότερα καθορίζεται στις οδηγίες. Η ευθύνη της λειτουργίας, ενημέρωσης και τήρησης του εν λόγω Κεντρικού Αρχείου Πληροφοριών ανατίθεται από την Κεντρική Τράπεζα σε Διαχειριστική Επιτροπή που διορίζεται για το σκοπό αυτό.

(5) Οι δυνάμει του εδαφίου (4) εκδιδόμενες οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας περιέχουν πρόνοιες που διέπουν ή ρυθμίζουν ειδικότερα-

(α) Τη σύνθεση, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της Διαχειριστικής Επιτροπής,

(β) τα θέματα αμοιβής ή αποζημίωσης των μελών που θα διοριστούν στη Διαχειριστική Επιτροπή,

(γ) την ακολουθητέα από τη Διαχειριστική Επιτροπή διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και τα βασικά κριτήρια ή αρχές που θα λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη των αποφάσεων αυτών,

(δ) το δικαίωμα και τον τρόπο χρήσης ή πρόσβασης στα στοιχεία ή τις πληροφορίες του Κεντρικού Αρχείου Πληροφοριών,

(ε) οποιοδήποτε άλλο θέμα ήθελε κριθεί χρήσιμο ή σκόπιμο να ρυθμιστεί ή καθοριστεί στις οδηγίες, περιλαμβανομένου ενός δίκαιου τρόπου ανάκτησης από την Κεντρική Τράπεζα των δαπανών που υφίσταται για την αρχική εγκατάσταση και τη μετέπειτα λειτουργία του Κεντρικού Αρχείου Πληροφοριών.

(6) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των εδαφίων (1) και (2), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες σχετικά με τους όρους, προϋποθέσεις και διαδικασίες λειτουργίας συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων που σχετίζονται με τη χρήση από την Κεντρική Τράπεζα των δεδομένων για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο και την αξιολόγηση του αξιόχρεου των πελατών και συνδεδεμένων με αυτών προσώπων από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους όρους, προϋποθέσεις και διαδικασίες συνεργασίας τέτοιων συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων με άλλες αντίστοιχες διευθετήσεις ή με πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικούς οργανισμούς στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό:

Νοείται ότι, η οδηγία που εκδίδεται με βάση το παρόν εδάφιο δύναται να προβλέπει περί ανταλλαγής μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων μόνο εκείνων των δεδομένων, στοιχείων και πληροφοριών που είναι απολύτως απαραίτητα για σκοπούς που σχετίζονται με την αξιολόγηση του αξιόχρεου των πελατών και των συνδεδεμένων με αυτούς προσώπων και τη διαχείριση του πιστωτικού ή και άλλων συναφών κινδύνων καθώς και για τη χρήση από την Κεντρική Τράπεζα των πληροφοριών αυτών που κρίνονται απαραίτητα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο.

(7) Οι δυνάμει του εδαφίου (6) εκδιδόμενες οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας περιέχουν πρόνοιες που διέπουν ή ρυθμίζουν ειδικότερα:

(α) Τα στοιχεία ή τις πληροφορίες που καταχωρούνται στη βάση δεδομένων συστήματος ή μηχανισμού ανταλλαγής δεδομένων.

(β) τη συχνότητα της παροχής στοιχείων ή πληροφοριών στη βάση δεδομένων συστήματος ή μηχανισμού ανταλλαγής δεδομένων.

(γ) το δικαίωμα και τον τρόπο χρήσης ή πρόσβασης στα στοιχεία ή τις πληροφορίες των συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων.

(δ) τις υποχρεώσεις του διαχειριστή του μηχανισμού ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ.

(ε) τη διαδικασία χειρισμού παραπόνων πελατών που σχετίζονται με δεδομένα, στοιχεία ή πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο σύστημα ή μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων.

(ζ) οποιοδήποτε άλλο θέμα ήθελε κριθεί χρήσιμο ή σκόπιμο να ρυθμιστεί ή καθοριστεί στις οδηγίες.

(8) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των εδαφίων (1) και (2) και τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες προς τα ΑΠΙ για σκοπούς περιορισμού της παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων προς-

(α) τα μέλη του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ, με σκοπό τη διασφάλιση της καταλληλότητάς τους και ειδικότερα για την αποφυγή του κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων, και

(β) τους μετόχους που έχουν ειδική συμμετοχή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εσωτερικής διακυβέρνησης του ΑΠΙ και την αποφυγή του κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων όσον αφορά αποφάσεις του διοικητικού οργάνου που τυχόν επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τα συμφέροντα των εν λόγω μετόχων,

και οι εν λόγω περιορισμοί δύνανται να εφαρμόζονται σε σχέση με το ΑΠΙ σε ενοποιημένη βάση.

Καταγγελίες παραβάσεων

41Α.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, με οδηγία που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 41, θεσπίζει αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών προς αυτήν ενδεχόμενων ή πραγματοποιηθέντων παραβάσεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και εγκυκλίων, επιστολών καθώς και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2) Η οδηγία που προβλέπεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει πρόνοιες για τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) συγκεκριμένες διαδικασίες για τη λήψη και την παρακολούθηση καταγγελιών για παραβάσεις,

(β) κατάλληλη προστασία για εργαζομένους στα ΑΠΙ που κοινοποιούν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ΑΠΙ, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης,

(γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που κατ’ ισχυρισμό διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με τον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο,

(δ) σαφείς κανόνες ώστε να διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα σε όλες τις περιπτώσεις σχετικά με το πρόσωπο που καταγγέλλει τις παραβάσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί εντός του ΑΠΙ, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης ποινικής διαδικασίας.

(3)(α) Τα ΑΠΙ θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες ώστε οι εργαζόμενοι να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

Ο δίαυλος αυτός μπορεί επίσης να παρέχεται με ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Ισχύει η ίδια προστασία με εκείνη που προβλέπεται στις παραγράφους (β) έως (δ) του εδαφίου (2).

Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων

41Β.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου, του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να παρεμβαίνει στις δραστηριότητες των ΑΠΙ, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και να ασκεί τις εξουσίες που της παρέχονται δυνάμει αυτών για την άσκηση των καθηκόντων της, περιλαμβανομένων ειδικότερα του δικαιώματος ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 4Α(1) του παρόντος Νόμου, των εξουσιών που προβλέπονται στα άρθρα 4Α(1), 29Α, 26Θ και 30(1)(β)(vi), (vii), (viii), (ix) και (x), (η), (θ), (ι), (ια), (ιβ), (ιγ) και (ιδ) και (3)(α) έως (στ) και (4) του παρόντος Νόμου, καθώς και των εξουσιών λήψης των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 4Γ(6) του παρόντος Νόμου.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ασκεί τις εποπτικές της εξουσίες και τις εξουσίες της για την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και με άλλη σχετική νομοθεσία με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) απευθείας,

(β) σε συνεργασία με άλλες αρχές,

(γ) υπό την ευθύνη της με ανάθεση καθηκόντων στις εν λόγω αρχές,

(δ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

(3) Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των εποπτικών της εξουσιών και των εξουσιών της για την επιβολή κυρώσεων, αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

41Γ.-(1)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 41Β, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών, κατευθυντήριων γραμμών και εγκυκλίων και σε περίπτωση παραβάσεων επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που ορίζονται στον παρόντα Νόμο.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλει έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

(2) Όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) εφαρμόζονται σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, κατευθυντήριων γραμμών και εγκυκλίων επιστολών καθώς και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλλει κυρώσεις στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα έχει κάθε εξουσία συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και τηρουμένων άλλων σχετικών διατάξεων που θεσπίζονται στον παρόντα Νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στις εν λόγω εξουσίες συμπεριλαμβάνονται:

(α) η εξουσία να απαιτείται από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων της, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν τη χορήγηση δανείων και άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων καθώς και τις εκθέσεις που λαμβάνονται από το πιστωτικό ίδρυμα αναφορικά με τις εργασίες και την οικονομική κατάσταση των οφειλετών του συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με συγκεκριμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς:

(i) πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα ή ευρισκόμενα στη Δημοκρατία,

(ii) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία,

(iii) μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία,

(iv) εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων εγκατεστημένες στη Δημοκρατία,

(v) πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv),

(vi) τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv) ανέθεσαν λειτουργικά καθήκοντα ή δραστηριότητες,

(β) η εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων ερευνών για οιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) εγκατεστημένο ή ευρισκόμενο στη Δημοκρατία, όπου είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της Κεντρικής Τράπεζας συμπεριλαμβανομένων-

(i) του δικαιώματος να απαιτείται η υποβολή εγγράφων,

(ii) της εξέτασης των βιβλίων και αρχείων των προσώπων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) και της λήψης αντιγράφων ή αποσπασμάτων από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία,

(iii) της λήψης προφορικών ή γραπτών εξηγήσεων από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του και

(iv) της συνέντευξης οποιουδήποτε άλλου προσώπου που συναινεί προς τούτο με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών που αφορούν το αντικείμενο έρευνας,

(γ) τηρουμένων άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο, η εξουσία διεξαγωγής όλων των απαραίτητων επιθεωρήσεων στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) και οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία όταν η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, υπό την προϋπόθεση ότι ενημερώνει εκ των προτέρων τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Λοιπές διοικητικές κυρώσεις και μέτρα

41Δ.-(1) Το παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) ΑΠΙ απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

(β) ΑΠΙ, αφού πληροφορήθηκε για απόκτηση ή εκποίηση συμμετοχών στο κεφάλαιό του οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής κάτω από ένα από τα όρια του εδαφίου (1) του άρθρου 17, ή του άρθρου 17Γ, δεν ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την απόκτηση ή εκποίηση, κατά παράβαση της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 17Δ,

(γ) ΑΠΙ εισηγμένο σε ρυθμιζόμενη αγορά που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που πρόκειται να δημοσιευθεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 47 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ δεν ενημερώνει, τουλάχιστον ετησίως, την Κεντρική Τράπεζα τα ονόματα των μετόχων ή μελών που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, κατά παράβαση του εδαφίου (1) του άρθρου 17Δ,

(δ) ΑΠΙ δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτείται σύμφωνα με τα εδάφια (2), (3) και (5) του άρθρου 19 και του άρθρου 30Β,

(ε) ΑΠΙ δεν υποβάλλει πληροφορίες ή υποβάλλει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που παρατίθενται στο άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στην Κεντρική Τράπεζα κατά παράβαση του άρθρου 99 παράγραφος 1 του εν λόγω Κανονισμού,

(στ) ΑΠΙ δεν υποβάλλει πληροφορίες ή υποβάλλει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(ζ) ΑΠΙ δεν υποβάλλει πληροφορίες ή υποβάλλει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα κατά παράβαση του άρθρου 394 παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(η) ΑΠΙ δεν υποβάλλει πληροφορίες ή υποβάλλει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τη ρευστότητά του κατά παράβαση του άρθρου 415 παράγραφοι 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(θ) ΑΠΙ δεν υποβάλλει πληροφορίες ή υποβάλλει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα σχετικά με το δείκτη μόχλευσης κατά παράβαση του άρθρου 430 παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(ι) ΑΠΙ κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο ή επίμονο δεν διατηρεί ρευστά διαθέσιμα κατά παράβαση του Άρθρου 412 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(ια) ΑΠΙ παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το Άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(ιβ) ΑΠΙ είναι εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο θέσης τιτλοποίησης χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 405 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(ιγ) ΑΠΙ δεν παρέχει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες κατά παράβαση του Άρθρου 431, παράγραφοι 1, 2 και 3, ή του Άρθρου 451, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(ιδ) ΑΠΙ καταβάλλει πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαιά του κατά παράβαση του άρθρου 22Γ του παρόντος Νόμου ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα Άρθρα 28, 51 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια,

(ιε) διαπιστώθηκε ότι ΑΠΙ ευθύνεται για σοβαρές παραβάσεις οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας προς τα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 59(4) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου,

(ιστ) ΑΠΙ επιτρέπει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με την περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014, να καταστούν ή να παραμείνουν μέλη του διοικητικού οργάνου,

(ιζ) μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν προβαίνει σε ενέργεια που ενδέχεται να απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο Τρίτο, Τέταρτο, Έκτο ή Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 30(1)(β)(vi) ή του άρθρου 26Θ του παρόντος Νόμου σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση.

(2) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώσει οποιαδήποτε περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας έχει εξουσία να επιβάλει τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα-

(α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία προσδιορίζεται το ΑΠΙ, το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η φύση της παράβασης,

(β) διαταγή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για να παύσει την παράνομη συμπεριφορά και να απέχει από επανάληψή της στο μέλλον,

(γ) στην περίπτωση ΑΠΙ, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 4Α,

(δ) με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 41Γ, προσωρινή απαγόρευση κατά μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου άσκησης καθηκόντων στο ΑΠΙ,

(ε) στην περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού ετήσιου καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το Άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος,

(στ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000),

(ζ) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να καθοριστούν:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που επιχείρηση της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα θα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από την Κεντρική Τράπεζα

41Ε. Η Κεντρική Τράπεζα, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται αναλόγως:

(α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,

(β) ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

(γ) η οικονομική ισχύς του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου,

(δ) το ποσό των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,

(ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,

(στ) ο βαθμός συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την Κεντρική Τράπεζα,

(ζ) προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

(η) ενδεχόμενες συστημικές συνέπειες της παράβασης.

Ειδικές διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα που αφορούν τις πρόνοιες ανάκαμψης και εξυγίανσης

41ΣΤ.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που προβλέπουν και επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, σε περιπτώσεις που -

(α) Δεν έχουν καταρτιστεί, δεν διατηρούνται ούτε επικαιροποιούνται σχέδια ανάκαμψης ή σχέδια ανάκαμψης ομίλου, κατά παράβαση του άρθρου 23Α ή 23Γ αντίστοιχα, ή

(β) δεν έχει γνωστοποιηθεί στην Κεντρική Τράπεζα η πρόθεση να παρασχεθεί οικονομική στήριξη ομίλου, κατά παράβαση του άρθρου 23ΙΓ, ή

(γ) το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ δεν έχει γνωστοποιήσει στην Κεντρική Τράπεζα το γεγονός ότι το ΑΠΙ τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, κατά παράβαση του άρθρου 32Β,

ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας αφού καλέσει προηγουμένως σε απολογία τα μέλη του διοικητικού οργάνου ή και οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση, έχει εξουσία να επιβάλει τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και  διοικητικά μέτρα ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης:

(i) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, ΑΠΙ, χρηματοδοτικό ίδρυμα, μητρική επιχείρηση της ΕΕ ή άλλο νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·

(ii) διαταγή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για να παύσει την παράνομη συμπεριφορά και να απέχει από επανάληψή της στο μέλλον·

(iii) προσωρινή απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ ή άλλου φυσικού προσώπου, που θεωρείται υπαίτιο, να ασκεί καθήκοντα σε ΑΠΙ·

(iv) σε περίπτωση ΑΠΙ, διοικητικά πρόστιμα μέχρι και 10% του συνολικού ετήσιου καθαρού ύψους του κύκλου εργασιών του εν λόγω ΑΠΙ κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος∙ σε περίπτωση ΑΠΙ που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός κύκλος εργασιών είναι ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος·

(v) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικό χρηματικό πρόστιμο μέχρι και πέντε εκατομμύρια ευρώ·

(vi) διοικητικό χρηματικό πρόστιμο μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να καθοριστούν∙

(vii) σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, και ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, διοικητικό χρηματικό πρόστιμο μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(2) Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων, η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις αρχές εξυγίανσης, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις ή τα λοιπά μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και, σε περίπτωση διασυνοριακών υποθέσεων, συντονίζουν τις ενέργειές τους.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα ασκεί τις εξουσίες επιβολής διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και με το κυπριακό δίκαιο με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) Άμεσα·

(β) σε συνεργασία με άλλες αρχές·

(γ) υπό την ευθύνη της, με ανάθεση καθηκόντων σε άλλες αρχές·

(δ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Διοικητικό πρόστιμο

42. (1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (8) έως (10) του άρθρου 17, του άρθρου 29Α, του εδαφίου  (1) του άρθρου 30 και των άρθρων 41Β και 41Γ, σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων αυτής προς έλεγχο και εποπτεία των ΑΠΙ δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων αυτής προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα δυνάμει των άρθρων 25 και 26, διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε ΑΠΙ-

(α) Παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε νόμιμα εκδιδομένη προς τα ΑΠΙ οδηγία ή εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(β) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί, μέσα στην τακτή προθεσμία ή ελλείψει αυτής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, προς οποιαδήποτε νόμιμα υποβαλλόμενη ή απευθυνόμενη προς αυτή απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(γ) συμμορφούμενο προς οποιαδήποτε τέτοια οδηγία, εγκύκλιο, απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας ή προς οποιαδήποτε διάταξη ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου του 2014 ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών, παρέχει ή επιδεικνύει οποιαδήποτε παραπλανητικά, ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ή

(δ) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το ΑΠΙ, έχει εξουσία να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο, από χίλια μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1), σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της προς τον έλεγχο και την εποπτεία των ΑΠΙ δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, περιλαμβανομένων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα δυνάμει των άρθρων 25 και 26, διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε ΑΠΙ, λόγω υπαιτιότητας ή αμέλειας ή παράλειψης ή εν γνώσει του μέλους του διοικητικού οργάνου του ή/και του ανωτάτου διοικητικού στελέχους του ή/και διευθυντή του -

(α) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε νόμιμα εκδιδομένη προς τα ΑΠΙ οδηγία ή εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(β) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί μέσα στην τακτή προθεσμία ή ελλείψει αυτής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, προς οποιαδήποτε νόμιμα υποβαλλόμενη ή απευθυνόμενη προς αυτή απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(γ) συμμορφούμενη προς οποιαδήποτε τέτοια οδηγία, απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας ή προς οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου του 2014 ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών, παρέχει ή επιδεικνύει οποιαδήποτε παραπλανητικά, ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ή

(δ) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το μέλος του διοικητικού οργάνου του ή/και ανώτατο διοικητικό στέλεχος ή/και διευθυντή του, έχει εξουσία να του επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια ευρώ (€1.000) μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Διοικητικής της Κεντρικής Τράπεζας έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό ευρώ (€100) μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(3)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της προς έλεγχο και εποπτεία των συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της προς είσοδο και έρευνα δυνάμει του άρθρου 28Ε, διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός ανταλλαγής δεδομένων-

(i) Παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε νόμιμα εκδιδομένη προς τα συστήματα ή τους μηχανισμούς ανταλλαγής δεδομένων οδηγία ή εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(ii) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί μέσα στην τακτή προθεσμία ή ελλείψει αυτής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, προς οποιαδήποτε νόμιμα υποβαλλόμενη ή απευθυνόμενη προς αυτό απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(iii) συμμορφούμενο προς οποιαδήποτε τέτοια οδηγία, απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας ή προς οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, παρέχει ή επιδεικνύει οποιαδήποτε παραπλανητικά, ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα,

ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τους διαχειριστές των συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων, έχει εξουσία να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια (€1,000) μέχρι ογδόντα χιλιάδες (€80,000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό (€100) μέχρι οκτώ (€8,000) χιλιάδες ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(β) Χωρίς επηρεασμό της παραγράφου (α), σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της προς έλεγχο και εποπτεία των συστημάτων ή μηχανισμών ανταλλαγής δεδομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, περιλαμβανομένων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της προς είσοδο και έρευνα δυνάμει του άρθρου 28Ε, διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός ανταλλαγής δεδομένων, λόγω υπαιτιότητας ή αμέλειας ή παράλειψης ή εν γνώσει των μελών του διοικητικού οργάνου ή/και ανώτατου διοικητικού στελέχους ή/και του Διευθυντή-

(i) Παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε νόμιμα εκδιδομένη προς τις τράπεζες οδηγία ή εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(ii) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί μέσα στην τακτή προθεσμία ή ελλείψει αυτής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, προς οποιαδήποτε νόμιμα υποβαλλόμενη ή απευθυνόμενη προς αυτό απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(iii) συμμορφούμενο προς οποιαδήποτε τέτοια οδηγία, απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας ή προς οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, παρέχει ή επιδεικνύει οποιαδήποτε παραπλανητικά, ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα,

ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τα μέλη του διοικητικού οργάνου ή/και το ανώτατο διοικητικό στέλεχος ή/και το διευθυντή, έχει εξουσία να του επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο από χίλια (€1,000) μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20,000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό (€100) μέχρι χίλια ευρώ (€1,000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(4)(α) H Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που στοχεύουν στην παύση διαπιστωμένων παραβάσεων ή των αιτίων αυτών των παραβάσεων σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών ή στα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους, που παραβαίνουν τον παρόντα Νόμο και τις οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει αυτού καθώς και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, οι πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2).

Διοικητικό πρόστιμο

42Α. Σε περίπτωση που ΑΠΙ παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 924/2009, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει το ΑΠΙ, να της επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλλει επιπρόσθετα, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500), για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.

Δημοσιοποίηση διοικητικών κυρώσεων

42Β.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί στην ιστοσελίδα της τουλάχιστον τις διοικητικές κυρώσεις εναντίον των οποίων δεν έχει κινηθεί προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, και που επιβάλλονται για παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να δημοσιοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ιστοσελίδα της, τις μη τελεσίδικες κυρώσεις και πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών που έχουν κινηθεί εναντίον των αποφάσεων αυτών και τα αποτελέσματά τους.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί τις κυρώσεις ανωνύμως, κατά νόμιμο τρόπο, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και, μετά από υποχρεωτική εκ των προτέρων αξιολόγηση, η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη,

(β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα,

(γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στο βαθμό που αυτό μπορεί να προσδιορισθεί, δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα ΑΠΙ, υποκαταστήματα ή φυσικά πρόσωπα.

Εναλλακτικά, όταν οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο είναι πιθανόν να εκλείψουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αποφασίσει ότι η κατά το εδάφιο (1) δημοσιοποίηση μπορεί να αναβληθεί για το εν λόγω χρονικό διάστημα.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει των εδαφίων (1) ή (2) παραμένουν στην ιστοσελίδα της για τουλάχιστον πέντε (5) έτη. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στην ιστοσελίδα της μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.

Ανταλλαγή πληροφοριών για τις κυρώσεις και τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ

42Γ.-(1) Με την επιφύλαξη τήρησης των απαιτήσεων του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για όλες τις διοικητικές κυρώσεις, περιλαμβανομένων όλων των μόνιμων απαγορεύσεων, που επιβάλλονται σύμφωνα με τα εδάφια (8) έως (10) του άρθρου 17 και τα άρθρα 41Γ, 41Δ και 41ΣΤ καθώς και για κάθε σχετική προσφυγή και τα αποτελέσματά της, προκειμένου η ΕΑΤ να διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Αυτή η βάση δεδομένων είναι προσβάσιμη μόνο στις αρμόδιες αρχές και ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

(2) Όταν η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί την καλή φήμη για τους σκοπούς των εδαφίων (2Α) και (10) του άρθρου 4 και του εδαφίου (4) του άρθρου 19 καθώς και για τους σκοπούς της περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014, συμβουλεύεται τη βάση δεδομένων της ΕΑΤ με τις διοικητικές κυρώσεις. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ σε περίπτωση αλλαγής περιλαμβανομένης επιτυχημένης προσφυγής.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, την ύπαρξη σχετικής καταδίκης στο ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου. Για τον σκοπό αυτό ανταλλάσσονται πληροφορίες σύμφωνα με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 71.068.

(4) Η δημοσίευση των διοικητικών κυρώσεων από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο 42Β συνδέεται ηλεκτρονικά μέσω συνδέσμου στην ιστοσελίδα της ΕΑΤ και περιλαμβάνει αναφορά στο χρονικό διάστημα για το οποίο η Δημοκρατία δημοσιεύει τις διοικητικές κυρώσεις.

Δικαίωμα προσφυγής

42Δ.-(1) Κατά των αποφάσεων και μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δύναται να ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με της διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα δεν λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την ημερομηνία υποβολής αίτησης άδειας λειτουργίας η οποία περιέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες, ο αιτητής έχει δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(3) Οποιοδήποτε θιγόμενο πρόσωπο έχει δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κατά απόφασης για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή απόφασης για την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του παρόντος Νόμου που αφορούν την ανάκαμψη και εξυγίανση.

ΜΕΡΟΣ XVI ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ, ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΩΞΕΙΣ
Διοικητικό πρόστιμο

43.-(1) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται.

(2) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 8, 9, 10, 12, 13, 15, 21, 23, 24, 25 ή 26 του παρόντος Νόμου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είτε αυτό διαπράττεται από ΑΠΙ είτε από οργανισμό προσώπων με νομική ή χωρίς νομική προσωπικότητα, τότε οποιοδήποτε μέλος διοικητικού οργάνου, διευθύνων σύμβουλου, διευθυντής, συνέταιρος ή άλλος λειτουργός ή υπάλληλος της Τράπεζας ή του οργανισμού που εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξη του, είναι ένοχος του αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στα εδάφια (1) ή (2) αναλόγως της περιπτώσεως.

Διώξεις από ή με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

44. Διώξεις σε σχέση με οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ασκούνται μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεση του.

ΜΕΡΟΣ XVII ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Υφιστάμενες άδειες λειτουργίας θεωρούνται άδειες δυνάμει του παρόντος Νόμου

45. [Διαγράφηκε]
Άδειες λειτουργίας

45Α. [Διαγράφηκε]
Συμμόρφωση με τον παρόντα Νόμο

46. [Διαγράφηκε]
Παράταση της προθεσμίας για συμμόρφωση με τον παρόντα Νόμο

47. Αν για σκοπούς προσαρμογής ΑΠΙ με τον παρόντα Νόμο σύμφωνα με το άρθρο 46 επιβάλλεται η πώληση ορισμένων στοιχείων ενεργητικού ή η ανάκληση ορισμένων πιστωτικών διευκολύνσεων η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παρατείνει την προς θεραπεία της κατάστασης προβλεπόμενη ανώτατη περίοδο που δε θα υπερβαίνει τα δύο έτη αν ικανοποιηθεί ότι η διάθεση στοιχείων ενεργητικού ή η ανάκληση των πιστωτικών διευκολύνσεων εντός της ορισμένης περιόδου θα επέφερε ουσιαστικές ζημιές για το ΑΠΙ ή τους πελάτες του.

Πεδίο εφαρμογής υφιστάμενων κανονισμών ή οδηγιών

47Α. Κανονισμοί, οδηγίες ή άλλες διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου προς τις τράπεζες ισχύουν και εφαρμόζονται και για ΣΠΙ, στην έκταση που δεν είναι ασυμβίβαστοι με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών

47Β.-(1) Οι μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, που υφίστανται ήδη κατά την  27η Ιουνίου 2019, υποβάλλουν αίτηση για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4Γ έως την 28η Ιουνίου 2021, και, σε περίπτωση που χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν υποβάλει αίτηση για έγκριση έως την 28η Ιουνίου 2021, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 4Γ(6).

(2) Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει όλες τις αναγκαίες εποπτικές εξουσίες που της ανατίθενται μέσω του παρόντος Νόμου σε σχέση με τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που υπόκεινται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4Γ για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

Κατάργηση

48. Ο περί Τραπεζικών Εργασιών (Προσωρινοί Περιορισμοί) Νόμος καταργείται.

Ερμηνευτική διάταξη

49.  Όπου στον παρόντα Νόμο γίνεται αναφορά σε «Κεντρική Τράπεζα» υπό την ιδιότητά της ως αρχής αναδιοργάνωσης ως αυτή καθορίζετο στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 ως είχε προ της τροποποίησής του με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2013, αντικαθίσταται από την αναφορά σε «Αρχή Εξυγίανσης» ως αυτή καθορίζεται στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 ως αυτός έχει τροποποιηθεί με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2013.

ΜΕΡΟΣ XVIII ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Πεδίο εφαρμογής

50. Οι διατάξεις των άρθρων 51 έως 56 ισχύουν από την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε εφαρμογή απαίτηση κάλυψης της ρευστότητας σύμφωνα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θα εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει του Άρθρου 460 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων

51.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από πιστωτικό ίδρυμα κράτους-μέλους, που έχει υποκατάστημα στην Δημοκρατία, να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση για τις δραστηριότητες που ασκούνται στη  Δημοκρατία.

(2) Οι εκθέσεις αυτές ζητούνται μόνον για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς, για την εφαρμογή του Άρθρου 51 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ή για σκοπούς εποπτείας σύμφωνα με τα Άρθρα 40 έως 48 της εν λόγω Οδηγίας και υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο Άρθρο 53, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται ως κράτος-μέλος υποδοχής ιδίως να απαιτεί πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) προκειμένου να μπορεί να αξιολογήσει κατά πόσον ένα υποκατάστημα είναι σημαντικό σύμφωνα με το Άρθρο 51, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Μέτρα λαμβανόμενα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης σε σχέση με δραστηριότητες ασκούμενες στη Δημοκρατία ως κράτος-μέλος υποδοχής

52-(1) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής, με βάση πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης δυνάμει του Άρθρου 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία, πληροί μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις σε σχέση με τις δραστηριότητες που ασκεί στη Δημοκρατία, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης προκειμένου να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα:

(α) το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή προς τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις δυνάμει αυτών εκδιδόμενες οδηγίες, κατευθυντήριες γραμμές ή εγκύκλιους επιστολές,

(β) υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το πιστωτικό ίδρυμα να μην συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή προς τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις δυνάμει αυτών εκδιδόμενες οδηγίες, κατευθυντήριες γραμμές ή εγκύκλιους επιστολές.

(2) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης δεν εκπλήρωσαν ή δεν θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, ήτοι τη λήψη κατάλληλων μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος ως προς τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 575/2013, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης εάν λάβει από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους όπου ΑΠΙ διαθέτει υποκατάστημα πληροφορίες σε σχέση με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 51, λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το υπό αναφορά ΑΠΙ θα διορθώσει τη μη συμμόρφωσή του ή θα λάβει μέτρα αποτροπής του κινδύνου μη συμμόρφωσης.  Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής.

Προληπτικά μέτρα

53.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο Άρθρο 41 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής δύναται, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, ενόσω εκκρεμεί η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης ή μέτρων αναδιοργάνωσης σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για προστασία από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στη Δημοκρατία.

(2)(α) Οποιαδήποτε προληπτικά μέτρα λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (1) είναι αναλογικά προς τον σκοπό τους να προστατεύσουν από χρηματοοικονομική αστάθεια που ενδεχομένως θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στη Δημοκρατία. Στα προληπτικά μέτρα αυτά δύναται να περιλαμβάνεται η αναστολή πληρωμών.

(β) Τα προληπτικά μέτρα δεν δύναται να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος στη Δημοκρατία έναντι των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος σε άλλα κράτη-μέλη.

(3) Τα τυχόν ληφθέντα δυνάμει του εδαφίου (1) προληπτικά μέτρα παύουν να ισχύουν μόλις οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης λάβουν μέτρα αναδιοργάνωσης δυνάμει του Άρθρου 3 της προαναφερόμενης Οδηγίας 2001/24/ΕΚ.

(4) H Κεντρική Τράπεζα αίρει τα προληπτικά μέτρα μόλις θεωρήσει ότι τα εν λόγω μέτρα έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου βάσει του Άρθρου 41 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, εκτός εάν παύσουν να ισχύουν σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών προέλευσης καθώς και τις άλλες επηρεαζόμενες αρμόδιες αρχές για τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνει δυνάμει του εδαφίου (1).

(6) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης ή ως οποιαδήποτε άλλη επηρεαζόμενη αρχή έχει αντιρρήσεις ως προς προληπτικά μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Αρμοδιότητες και καθήκοντα της Κεντρικής Τράπεζας ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους προέλευσης και ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής

54.-(1) Η προληπτική εποπτεία επί των ΑΠΙ που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 10Γ και 10Γδις του παρόντος Νόμου δραστηριότητές τους, ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής.

(2) Η προληπτική εποπτεία επί των υποκαταστημάτων στη Δημοκρατία ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής ή ως αρμόδια αρχή αδειοδότησης ΑΠΙ που εδρεύει σε τρίτη χώρα ως η αρμοδιότητα αυτή απονέμεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(3) Το εδάφιο (1) δεν θίγει την αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας για εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

(4) Τα μέτρα που λαμβάνονται από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δεν επιτρέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση έναντι υποκαταστήματος βάσει του γεγονότος ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος.

Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία

55.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών για την εποπτεία, ιδίως όσον αφορά της δραστηριότητες των ΑΠΙ που λειτουργούν μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη καθώς και για την εποπτεία υποκαταστημάτων που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει του εδαφίου (1) του  άρθρου 10Α.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα ανταλλάσει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές, που σχετίζονται με τη διοίκηση, τη διαχείριση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, που δύναται να διευκολύνουν την εποπτεία της και την εξέταση των όρων χορήγησης άδειας λειτουργίας της, καθώς και τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την παρακολούθηση αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το πιστωτικό ίδρυμα, της διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και της μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης-

(α) παρέχει πάραυτα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή ευρήματα που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με το Έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το εδάφιο (4) του άρθρου 19, τα εδάφια (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, τα εδάφια (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11), (11Α), (12) και (13) του άρθρου 39, τα άρθρα 39Α, 39Β, 39Γ, 39Δ, 39Ε, 39Γ και 39ΣΤ και το εδάφιο (4) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου των δραστηριοτήτων που ασκεί το ΑΠΙ μέσω των υποκαταστημάτων του, στον βαθμό που οι πληροφορίες και τα ευρήματα αυτά είναι σχετικά με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος-μέλος υποδοχής,

(β) ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών υποδοχής όταν προκύπτει ή αναμένεται ευλόγως να προκύψει κρίση ρευστότητας και στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει της λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή σχεδίου ανάκαμψης καθώς και με ενδεχόμενα προληπτικά εποπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο,

(γ) ενημερώνει και εξηγεί, εφόσον της ζητηθεί, τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής πως ελήφθησαν υπόψη οι πληροφορίες και τα ευρήματα που της κοινοποιήθηκαν από αυτές,

(δ) εάν διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους προέλευσης για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη πληροφορίες και ευρήματα που η Κεντρική Τράπεζα της διαβίβασε.

(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, μετά την κοινοποίηση των πληροφοριών και ευρημάτων, θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, μπορεί, αφού πρώτα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ούτως ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και άλλων της οποίους παρέχονται υπηρεσίες ή για να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις κατά της οποίες αίτημα συνεργασίας, ειδικά ανταλλαγής πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Σημαντικά υποκαταστήματα

56.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να ζητεί είτε από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27, είτε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής όπως θεωρηθεί σημαντικό υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος.

(β) Στο αίτημα παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εξής:

(i) Κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) στη Δημοκρατία·

(ii) τον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα καθώς και στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού στη Δημοκρατία· και

(iii) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή είτε κράτους-μέλους υποδοχής είτε κράτους-μέλους προέλευσης είτε ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές  να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον προσδιορισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.

(β) Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από την λήψη αιτήματος βάσει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής λαμβάνει αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο (2) μηνών, σχετικά με τον προσδιορισμό του υποκαταστήματος ως σημαντικό. Για την απόφαση αυτή, λαμβάνει υπόψη όλες τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής ή των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης.

(γ) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου, παρατίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, αναγνωρίζονται δε ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη.

(δ) Ο προσδιορισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(3)  Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους προέλευσης-

(α) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (10Α) του άρθρου 39 και εκτελεί τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27,  σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής,

(β) εάν αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά το εδάφιο (8) του άρθρου 27, ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 27Γ, και τις αρχές της Δημοκρατίας που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Γ,

(γ) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων κινδύνων των ΑΠΙ στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα όπως αναφέρεται στα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26 και, κατά περίπτωση στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (6Α) του άρθρου 27, και διαβιβάζει τις αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 26Θ και 30 στον βαθμό που οι εν λόγω αξιολογήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα,

(δ) διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014,  όταν αυτό ενδείκνυται όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής,

(ε) εάν δεν έχει διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επιμένουν ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014,  δεν είναι κατάλληλα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(4)(α) Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το εδάφιο (11Α) του άρθρου 39, η Κεντρική Τράπεζα, όταν εποπτεύει ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία το οποίο έχει σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη-μέλη, συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 55.

(β) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτές διευθετήσεις που καθορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.

(γ) Για την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) απόφαση η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις εμπλεκόμενες αρχές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1Β) του άρθρου 26, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα  ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.

Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος-μέλος

57.-(1)(α) Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ασκεί τη δραστηριότητά του και στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στον επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 55 καθώς και στις επιθεωρήσεις αυτών των υποκαταστημάτων.

(β) Ο έλεγχος υποκαταστημάτων που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 10Α, υπόκειται επίσης, με προσφυγή της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους προέλευσης, στις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27.

(γ)(i) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, έχει την εξουσία να διεξάγει, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που διενεργούν τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων στο έδαφος της Δημοκρατίας και να απαιτεί πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του καθώς και για λόγους εποπτείας, εφόσον το κρίνει σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.

(ii) Πριν από τη διεξαγωγή των ελέγχων και επιθεωρήσεων που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (i), η Κεντρική Τράπεζα πραγματοποιεί διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης.

(iii) Μετά από τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις αυτές, η Κεντρική Τράπεζα μεταβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης τις πληροφορίες που λαμβάνει και τα ευρήματα που είναι σχετικά με την αξιολόγηση κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας προκειμένου αυτές να καθορίσουν το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 26Ε, και προκειμένου να λάβουν επίσης υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας ως κράτος-μέλος υποδοχής.

(2)(α) Όταν ένα ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ασκεί τη δραστηριότητά του και σε άλλο κράτος-μέλος μέσω υποκαταστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται αφού ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβεί, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στον επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 55 καθώς και στις επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, δύναται επίσης να προσφεύγει, για τον έλεγχο υποκαταστημάτων σε άλλο κράτος-μέλος, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πληροφορίες και τα ευρήματα που της διαβιβάζει η αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής προκειμένου να καθορίσει το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 39Β και επίσης λαμβάνει υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους-μέλους υποδοχής.

(3) Οι επιτόπιοι έλεγχοι και επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων διεξάγονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος ή η επιθεώρηση.

Αναστολή της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 16Α του βασικού νόμου

58. [Διαγράφηκε]
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ

Τμήμα A

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες:

(1) Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα.

(2) Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών.

(3) Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό.

(4) Διαχείριση χαρτοφυλακίων.

(5) Παροχή επενδυτικών συμβουλών.

(6) Αναδοχή χρηματοοικονομικών μέσων και/ή διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης.

(7) Διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης.

(8) Λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης.

 

Τμήμα B

Παρεπόμενες υπηρεσίες -

(1) Φύλαξη και διαχείριση χρηματοοικονομικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/ παρεχόμενων ασφαλειών.

(2) Παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα, στην οποία εμπλέκεται η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο.

(3) Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων.

(4) Υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.

(5) Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα.

(6) Υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή.

(7) Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες του είδους που αναφέρεται στα Τμήματα Α ή Β του παρόντος Παραρτήματος σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στα σημεία (5), (6), (7) και (10) του  Τμήματος Γ  του παρόντος Παραρτήματος εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

Τμήμα Γ

Χρηματοοικονομικά μέσα -

(1) Μεταβιβάσιμες κινητές αξίες.

(2) Μέσα χρηματαγοράς.

(3) Μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.

(4) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες παράγωγες συμβάσεις σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, ή άλλα παράγωγα μέσα, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα.

(5) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους (αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης).

(6) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που επιδέχονται εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση, εφόσον είναι διαπραγματεύσιμα σε ρυθμιζόμενη αγορά ή/και Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ).

(7) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που επιδέχονται εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο σημείο (6) του παρόντος Τμήματος και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων.

(8) Παράγωγα μέσα για τη μετακύληση του πιστωτικού κινδύνου.

(9) Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences).

(10) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους, άδειες εκπομπής ρύπων, ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους (αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης) καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι διαπραγματεύσιμα σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
[Διαγράφηκε]
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΤΕΧΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

 

(1) Επιπρόσθετα από τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει των εδαφίων (6) έως (9Α) του άρθρου 26 καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διεξάγονται σύμφωνα με το Άρθρο 177 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 από τα ΑΠΙ που εφαρμόζουν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων,

(β) το βαθμό έκθεσης των ΑΠΙ σε κίνδυνο συγκέντρωσης καθώς και τη διαχείριση των κινδύνων αυτών, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης των ΑΠΙ με τις απαιτήσεις του τέταρτου μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014,

(γ) την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ΑΠΙ για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,

(δ) το βαθμό στον οποίο είναι επαρκή τα ίδια κεφάλαια που διατηρεί το ΑΠΙ σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής ουσίας της συναλλαγής και του επιτευχθέντος βαθμού μεταφοράς κινδύνου,

(ε) την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ΑΠΙ και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, συμπεριλαμβανομένων της ανάπτυξης αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης παραγόντων που μειώνουν τον κίνδυνο (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης,

(στ) τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές παραμετροποιούνται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων,

(ζ) τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διεξάγουν τα ΑΠΙ που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς βάσει του Τρίτου Μέρους Τίτλος IV Κεφάλαιο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

(η) τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ΑΠΙ,

(θ) το επιχειρηματικό μοντέλο του ΑΠΙ.

(2)(α) Για τους σκοπούς  της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα διεξάγει σε τακτά διαστήματα περιεκτική αξιολόγηση του συνόλου της διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα ΑΠΙ και προάγει την ανάπτυξη χρηστών εσωτερικών μεθοδολογιών.

(β) Κατά τη διεξαγωγή αξιολογήσεων όπως αναφέρονται στην παράγραφο (α), η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη το ρόλο που διαδραματίζουν τα ΑΠΙ στις χρηματοοικονομικές αγορές και λαμβάνει δεόντως υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε όλα τα άλλα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη.

(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει κατά πόσο ΑΠΙ παράσχει έμμεση υποστήριξη σε  τιτλοποίηση.

(β) Εάν διαπιστωθεί ότι ΑΠΙ έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει κατάλληλα μέτρα που αντικατοπτρίζουν την αυξημένη προσδοκία ότι το ΑΠΙ θα παράσχει μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και δεν θα μπορέσει να επιτύχει ουσιαστική μεταφορά του κινδύνου.

(4) Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει του εδαφίου (8) του άρθρου 26, η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει εάν οι αναπροσαρμογές αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις ή χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το Άρθρο 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, επιτρέπουν στο ΑΠΙ να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς να υποστεί σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

(5)(α) Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από την Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνει την έκθεση του ΑΠΙ σε κίνδυνο επιτοκίου ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους.

(β) Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i) εφόσον η οικονομική αξία των μετοχών ΑΠΙ, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 68 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, μειώνεται κατά περισσότερο από το 15% του οικείου κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των έξι (6) εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια,

(ii) εφόσον ένα ΑΠΙ αντιμετωπίσει μεγάλη μείωση στα καθαρά του έσοδα από τόκους, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 68 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των δύο (2) εποπτικών σεναρίων διαταραχών που εφαρμόζονται στα επιτόκια.

(γ) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (β), η Κεντρική Τράπεζα δεν υποχρεούται να ασκεί εποπτικές εξουσίες όταν κρίνει, βάσει της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, ότι η διαχείριση στην οποία προβαίνει το ΑΠΙ έναντι του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ΑΠΙ δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου.

(δ) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, “εποπτικές εξουσίες” σημαίνει τις εξουσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 30(1)(β)(vi), (vii), (viii), (ix) και (x) και (η), (θ), (ι), (ια), (ιβ), (ιγ) και (ιδ) του παρόντος Νόμου ή την εξουσία καθορισμού παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, πλην εκείνων που προσδιορίζονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 98, παράγραφος 5α, στοιχείο β) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ που πρέπει να αποτυπώνονται από τα ΑΠΙ στον υπολογισμό τους όσον αφορά την οικονομική αξία των μετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 68 της Οδηγίας Διακυβέρνησης.

(6)(α) Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνει την έκθεση των ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης όπως αντικατοπτρίζεται από δείκτες υπερβολικής μόχλευσης, συμπεριλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Για τον καθορισμό της επάρκειας του δείκτη μόχλευσης των ΑΠΙ και των διευθετήσεων, στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανισμών που εφαρμόζουν τα ΑΠΙ για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο των ΑΠΙ.

(7)(α) Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνει τις διευθετήσεις διακυβέρνησης των ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, την εταιρική τους κουλτούρα, τις εταιρικές τους αξίες και την ικανότητα των μελών του διοικητικού οργάνου να εκτελούν τα καθήκοντά τους.

(β) Κατά την εξέταση και αξιολόγηση αυτή, η Κεντρική Τράπεζα έχει τουλάχιστον πρόσβαση στις ημερήσιες διατάξεις και τα δικαιολογητικά έγγραφα των συνεδριάσεων του διοικητικού οργάνου και των επιτροπών αυτού καθώς και τα αποτελέσματα της εσωτερικής ή εξωτερικής αξιολόγησης της επίδοσης του διοικητικού οργάνου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ

ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

1. Αποδοχή καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.

2. Χορήγηση πιστώσεων στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, η ενυπόθηκη πίστη, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής και η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting).

3. Χρηματοδοτική μίσθωση, περιλαμβανομένης και χρηματοδότησης με ενοικιαγορά.

4. Υπηρεσίες πληρωμών, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου του 2018 [Σ.Σ: δηλαδή του Ν. 31(Ι)/2018].

5. Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής, περιλαμβανομένων ταξιδιωτικών επιταγών και επιταγών τραπεζίτη, στην έκταση που οι εργασίες αυτές δεν καλύπτονται από την παράγραφο 4.

6. Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων.

7. Συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό του ιδρύματος ή των πελατών του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) μέσα της χρηματαγοράς περιλαμβανομένων επιταγών, συναλλαγματικών, γραμματίων και ομολόγων καταθέσεων,

(β) αγορές συναλλάγματος,

(γ) χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης  ή δικαιώματα προαίρεσης,

(δ) μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια,

(ε) κινητές αξίες.

8. Συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών.

9. Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και παροχή συμβουλών καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της αγοράς επιχειρήσεων.

10. Μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές.

11. Διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου.

12. Φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών.

13. Εμπορικές πληροφορίες.

14. Εκμίσθωση θυρίδων.

15. Έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.

Οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, Τμήματα Α και Β, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όταν αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, Τμήμα Γ, της εν λόγω Οδηγίας, υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ

 

Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(1) Σύνοψη των κύριων στοιχείων του σχεδίου και σύνοψη της συνολικής δυνατότητας ανάκαμψης·

(2) σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ΑΠΙ από τότε που υπεβλήθη το πλέον πρόσφατο σχέδιο ανάκαμψης·

(3) σχέδιο επικοινωνίας και κοινοποίησης, όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο σκοπεύει το ΑΠΙ να διαχειριστεί οποιαδήποτε ενδεχόμενη αρνητική αντίδραση της αγοράς·

(4) μια σειρά δράσεων σε επίπεδο κεφαλαίων και ρευστότητας οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της βιωσιμότητας και της οικονομικής θέσης του ΑΠΙ·

(5) εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

(6) λεπτομερή περιγραφή οποιουδήποτε ουσιώδους εμποδίου στην αποτελεσματική και έγκαιρη εκτέλεση του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης του αντικτύπου στον υπόλοιπο όμιλο, στους πελάτες και στους αντισυμβαλλομένους·

(7) προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών·

(8) λεπτομερή περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των βασικών επιχειρηματικών τομέων, των εργασιών και των περιουσιακών στοιχείων του ΑΠΙ∙

(9) λεπτομερή περιγραφή του τρόπου ενσωμάτωσης του σχεδίου ανάκαμψης στη δομή εταιρικής διακυβέρνησης του ΑΠΙ, καθώς και των πολιτικών και διαδικασιών που διέπουν την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και τον προσδιορισμό των προσώπων στον οργανισμό που είναι αρμόδια για την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου∙

(10) ρυθμίσεις και μέτρα για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των ιδίων κεφαλαίων του ΑΠΙ∙

(11) ρυθμίσεις και μέτρα για τη διασφάλιση ότι το ΑΠΙ έχει επαρκή πρόσβαση σε έκτακτες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων πηγών ρευστότητας, της αξιολόγησης των διαθέσιμων εξασφαλίσεων και της αξιολόγησης της πιθανότητας μεταφοράς ρευστότητας μεταξύ των οντοτήτων του ομίλου και των επιχειρηματικών τομέων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των εργασιών του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές καθίστανται απαιτητές∙

(12) ρυθμίσεις και μέτρα για τη μείωση του κινδύνου και της μόχλευσης∙

(13) ρυθμίσεις και μέτρα για την αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων∙

(14) ρυθμίσεις και μέτρα για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τομέων∙

(15) ρυθμίσεις και μέτρα που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της συνεχούς πρόσβασης στις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών∙

(16) ρυθμίσεις και μέτρα που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των λειτουργικών διαδικασιών του ΑΠΙ, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των υπηρεσιών πληροφορικής∙

(17) προπαρασκευαστικές ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της πώλησης στοιχείων ενεργητικού ή επιχειρηματικών τομέων εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου για την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας∙

(18) άλλες διοικητικές ενέργειες ή στρατηγικές για την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας και εκτίμηση του αναμενόμενου οικονομικού αποτελέσματος των εν λόγω ενεργειών ή στρατηγικών∙

(19) προπαρασκευαστικά μέτρα που έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει το ΑΠΙ προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αναγκαία για να καταστήσουν δυνατή την έγκαιρη ανακεφαλαιοποίηση του ΑΠΙ∙

(20) πλαίσιο δεικτών που προσδιορίζει τα σημεία στα οποία δύναται να αναληφθούν οι κατάλληλες ενέργειες που αναφέρονται στο σχέδιο.

Σημείωση
25 του Ν.119(Ι)/2003Έναρξη ισχύος του Ν.119(I)/2003

25.-(1)  Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.119( Ι)/2003] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η παράγραφος (δ) του άρθρου 4, τα άρθρα 7, 8 και 9 τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σημείωση
8 του Ν100(Ι)/2009Έναρξη Ισχύος του Ν.100(Ι)/2003

8.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος λογίζεται ότι τίθεται σε  ισχύ  την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Το άρθρο 3 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.100(Ι)/2003] λογίζεται ότι τίθεται σε ισχύ σε ένα έτος από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Σημείωση
11 του Ν. 14(Ι)/2013Κατάργηση Κανονισμών

11.-(1) Καταργούνται οι περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων Κανονισμοί του 2000 μέχρι 2009 που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 34 του βασικού νόμου.

(2) Οι αποφάσεις της Διαχειριστικής Επιτροπής, που έχουν εκδοθεί δυνάμει των Κανονισμών που καταργούνται βάσει του εδαφίου (1), παραμένουν σε ισχύ.

Σημείωση
84 του Ν. 5(Ι)/2015Κατάργηση Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας

84.-(1) Η Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2013 καταργείται.

(2) Οποιαδήποτε αναφορά σε οδηγίες, εγκυκλίους ή άλλους νόμους, στην Οδηγία για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2013 ή στην Οδηγία 2006/48/ΕΕ ή στην Οδηγία 2006/49/ΕΕ, θεωρούνται ότι γίνονται στον παρόντα Νόμο ή στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, και θα διαβάζονται σύμφωνα με τους πίνακες αντιστοιχίας που παρουσιάζονται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο Παράρτημα ΙV του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Σημείωση
14 του Ν. 38(Ι)/2017Αναδρομική ισχύς των διατάξεων του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2017]

Οι διατάξεις του άρθρου 12 [Σ.Σ.: δηλαδή του άρθρου 46 του Βασικού Νόμου] του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 38(Ι)/2017] λογίζεται ότι άρχισαν την 31η Δεκεμβρίου 2016.

Σημείωση
3 του Ν. 28(Ι)2018Έναρξη της ισχύος του Ν. 28(Ι)/2018

3. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 28(Ι)/2018] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου του 2018 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 31(Ι)/2018].

Σημείωση
16 του Ν. 163(Ι)/2021Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.:δηλαδή του Ν. 163(Ι)/2021]

16.  Ο παρών Νόμος  [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 163(Ι)/2021] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.