Περιορισμός σε πιστωτικές διευκολύνσεις

11.-(1) Απαγορεύεται σε τράπεζα που συστάθηκε στη Δημοκρατία-

(α) να επιτρέψει συνολικό χρηματοδοτικό άνοιγμα, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου που καθορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010, στο ίδιο πρόσωπο ή σε ομάδα συνδεδεμένων προσώπων, η αξία του οποίου υπερβαίνει το εικοσιπέντε τοις εκατόν (25%) των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας:

Νοείται ότι, εφόσον το πρόσωπο είναι ίδρυμα ή η ομάδα συνδεδεμένων προσώπων περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το εικοσιπέντε τοις εκατόν (25%) των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας ή το ποσό των εκατόν πενήντα εκατομμυρίων ευρώ, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου που ορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010 σε όλα τα συνδεδεμένα πρόσωπα που δεν είναι ιδρύματα, δεν υπερβαίνει το εικοσιπέντε τοις εκατόν (25%) των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας:

Νοείται περαιτέρω ότι, εάν το εικοσιπέντε τοις εκατόν (25%) των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας δεν υπερβαίνει τα εκατό πενήντα εκατομμύρια ευρώ, η αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου, που καθορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010, δεν πρέπει να υπερβαίνει ένα εύλογο όριο σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας. Το όριο αυτό καθορίζεται από τις τράπεζες, σύμφωνα με τις πολιτικές και διαδικασίες για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο του κινδύνου συγκέντρωσης που ορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010, και δεν υπερβαίνει το  εκατό τοις εκατόν (100%) των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται με Οδηγίες να καθορίζει όριο χαμηλότερο από 150 εκατομμύρια ευρώ και, εφόσον καθορίσει χαμηλότερο όριο, οφείλει να ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή:

Νοείται έτι έτι περαιτέρω ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιτρέψει χρηματοδοτικά ανοίγματα ποσοστού πέραν του είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας, νοουμένου ότι, η υπέρβαση σχετίζεται με ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών όπως ορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010 και, καλύπτεται με επιπρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση, όπως καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα, δυνάμει του άρθρου 21.

(β) [Διαγράφηκε]

(γ) να χορηγήσει σε οποιοδήποτε από τους συμβούλους οποιαδήποτε πιστωτική διευκόλυνση εκτός αν η συναλλαγή έτυχε της προηγούμενης έγκρισης του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας με απόφαση του που λήφθηκε με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών του και ο ενδιαφερόμενος σύμβουλος δεν παρίστατο κατά τη συζήτηση του θέματος αυτού από το Συμβούλιο και ούτε μετείχε στη σχετική ψηφοφορία, τα   ανοίγματα   που   παραχωρούνται   σε   τέτοια περίπτωση, παραχωρούνται με τους ίδιους εμπορικούς όρους που η τράπεζα επιβάλλει στους πελάτες της για παρόμοια ανοίγματα σύμφωνα με τη συνήθη τραπεζική πρακτική·

(δ) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1)(α), να επιτρέψει όπως η συνολική αξία των πιστωτικών διευκολύνσεων προς όλους τους συμβούλους της υπερβεί το είκοσι τοις εκατό των ιδίων κεφαλαίων της ή οποιοδήποτε άλλο χαμηλότερο ποσοστό που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε οποτεδήποτε ορίσει·

(ε) να επιτρέψει όπως η συνολική αξία των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, που δεν εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια και που παραχωρούνται προς όλους τους συμβούλους της, υπερβεί οποτεδήποτε το δύο τοις εκατό των ιδίων κεφαλαίων της ή οποιοδήποτε άλλο χαμηλότερο ποσοστό που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε οποτεδήποτε ορίσει.

(1Α) Κάθε τράπεζα οφείλει να τηρεί ανά πάσα στιγμή το όριο που καθορίζεται στο εδάφιο (1). Εάν, σε εξαιρετική περίπτωση, τα αναληφθέντα χρηματοδοτικά ανοίγματα υπερβαίνουν το εν λόγω όριο, η αξία του ανοίγματος κοινοποιείται χωρίς καθυστέρηση στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία δύναται, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, να ορίσει περιορισμένη προθεσμία προκειμένου η τράπεζα να συμμορφωθεί προς το όριο.

(1Β) Στις περιπτώσεις εφαρμογής του προβλεπόμενου στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) ορίου των εκατόν πενήντα εκατομμυρίων ευρώ, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιτρέπει, κατά περίπτωση, υπέρβαση του ορίου του εκατόν τοις εκατόν (100 %) της κεφαλαιακής βάσης της τράπεζας.

(2) Για τη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση με το εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα  δύναται  να εξαιρεί από καιρό σε καιρό οποιοδήποτε χρηματοδοτικό άνοιγμα, αφού λάβει υπόψη της ή τον εξαιρετικά χαμηλό κίνδυνο που συνεπάγονται τα εν λόγω χρηματοδοτικά ανοίγματα, νοουμένου ότι τέτοιες εξαιρέσεις δεν συγκρούονται με τις ισχύουσες στη Δημοκρατία πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίσει ότι πρόσωπα αποτελούν ομάδα συνδεδεμένων προσώπων όταν-

(α) δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πλην αντιθέτου απόδειξης, αντιπροσωπεύουν έναν ενιαίο κίνδυνο διότι το ένα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, εξουσία ελέγχου επί του άλλου ή των άλλων, ή

(β) δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση ελέγχου κατά την έννοια της παραγράφου (α), θεωρούνται ότι αποτελούν ένα ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο που, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, και ιδίως δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής, το άλλο ή όλα τα άλλα πιθανόν να αντιμετωπίσουν επίσης δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής.

(3Α) Προκειμένου να καθοριστεί η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων προσώπων, όπως αυτή ορίζεται στο εδάφιο (3), για τα ανοίγματα που υπάγονται στις κλάσεις:

(i) Θέσεων τιτλοποίησης,

(ii) Απαιτήσεων υπό μορφή Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων (ΟΣΕ), ή

(iii) Άλλων στοιχείων,

οι οποίες καθορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010, όταν υπάρχει άνοιγμα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού, η τράπεζα οφείλει να αξιολογεί είτε το σχέδιο, είτε τα υποκείμενα ανοίγματα, είτε και τα δύο. Για το σκοπό αυτό, η τράπεζα αξιολογεί την οικονομική ουσία και τους κινδύνους που ενέχει η διάρθρωση της συναλλαγής.

(4) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού-

(α) "χρηματοδοτικό άνοιγμα" σε σχέση με πρόσωπο σημαίνει τη χορήγηση οποιουδήποτε δανείου ή το άνοιγμα τρεχούμενου χρεωστικού λογαριασμού για το πρόσωπο αυτό, ή τη χορήγηση οποιασδήποτε χρηματοδοτικής μίσθωσης (financial leasing), συμπεριλαμβανομένης και χρηματοδότησης με ενοικιαγορά, ή την προεξόφληση γραμματίου ή συναλλαγματικής για την οποία το πρόσωπο αυτό υπέχει ευθύνη είτε ως αποδέκτης είτε ως εκδότης είτε ως οπισθογράφος, ή τη χορήγηση οποιασδήποτε οικονομικής εγγύησης, ή την ανάληψη οποιασδήποτε άλλης οικονομικής ευθύνης ή υποχρέωσης για λογαριασμό του προσώπου αυτού, ή τη συμμετοχή σε αξίες που εκδόθηκαν από το πρόσωπο αυτό, ή την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης για τη χορήγηση οποιωνδήποτε από τα πιο πάνω και περιλαμβάνει οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις που γίνονται προς όφελος τρίτου με την εγγύηση του προσώπου αυτού, περιλαμβάνει δε οποιοδήποτε άλλο άμεσο ή έμμεσο στοιχείο ενεργητικού εντός ή εκτός ισολογισμού τράπεζας σε σχέση με το πρόσωπο αυτό·

(β) "μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα" σημαίνει χρηματοδοτικό άνοιγμα, που παραχωρείται στο ίδιο πρόσωπο ή σε μια ομάδα συνδεδεμένων προσώπων, όταν η αξία του ισούται ή υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό των ιδίων κεφαλαίων τράπεζας·

(γ) "χρηματοδοτικό άνοιγμα που δεν εξασφαλίζεται με εμπράγματη ασφάλεια" σημαίνει οποιοδήποτε χρηματοδοτικό άνοιγμα εκτός εκείνου το οποίο παραχωρείται με εμπράγματη ασφάλεια περιουσιακού στοιχείου, του οποίου η αξία δεν είναι μικρότερη από το ποσό του ανοίγματος ή εκείνο το μέρος του ανοίγματος το οποίο υπερβαίνει την αξία του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί την ασφάλεια. Η αξία υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα σε οδηγία που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41.

(δ) στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

(i) στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού, κατά την περίοδο δύο εργάσιμων ημερών μετά την πληρωμή,

(ii) στην περίπτωση συναλλαγών για την αγορά ή πώληση τίτλων, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κατά τη συνήθη διαδικασία διακανονισμού εντός των πέντε εργάσιμων ημερών που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, οποιαδήποτε εκ των δύο γίνει νωρίτερα,

(iii) στην περίπτωση της παροχής πράξεων μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών ή των υπηρεσιών εκκαθάρισης, διακανονισμού και φύλαξης χρηματοοικονομικών μέσων σε  πρόσωπα, οι καθυστερημένες εισπράξεις χρηματοδότησης και τα άλλα ανοίγματα που προκύπτουν από δραστηριότητες του  προσώπου, τα οποία δεν διαρκούν περισσότερο από την επόμενη εργάσιμη ημέρα, ή

(iv) στην περίπτωση της παροχής πράξεων μεταβίβασης χρημάτων, συμπεριλαμβα-νομένης της εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών, της εκκαθάρισης και διακανονισμού σε οποιοδήποτε νόμισμα και της τραπεζικής μέσω ανταποκριτών, τα εντός της ημέρας ανοίγματα έναντι των ιδρυμάτων που παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές.

(ε)  Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που εξαιρούνται, εν όλω ή εν μέρει, από την εφαρμογή του εδαφίου (1) καθορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010.

(5) Για τον σκοπό του υπολογισμού της αξίας των ανοιγμάτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ο όρος «τράπεζα» περιλαμβάνει επίσης κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αυτής, η οποία πληροί τον ορισμό του όρου «πιστωτικό ίδρυμα» και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.

(6) Κάθε τράπεζα οφείλει να έχει συνετές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου για την επισήμανση και τη λογιστική καταγραφή όλων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και των επακόλουθων μεταβολών τους, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες Οδηγίες, καθώς και για την εποπτεία αυτών των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική που ακολουθεί η τράπεζα σε θέματα χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.