Περιορισμοί στην κατοχή μετοχικού κεφαλαίου

13.-(1) Εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα χορηγήσει προηγουμένως γραπτή έγκριση με οποιουσδήποτε όρους που η ίδια κρίνει σκόπιμο να επιβάλει, απαγορεύεται σε τράπεζα να αποκτά ή να κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μετοχικό κεφάλαιο οποιασδήποτε εταιρείας σε ποσοστό μεγαλύτερο του δέκα τοις εκατό του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας ή να έχει τον έλεγχο μιας τέτοιας εταιρείας και σε περίπτωση τράπεζας που συστάθηκε στη Δημοκρατία η συνολική αξία του μετοχικού κεφαλαίου που κατέχεται από αυτή σε οποιαδήποτε εταιρεία δε θα υπερβαίνει το ποσοστό του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και σε όλες τις εταιρείες συνολικά δε θα υπερβαίνει το ποσοστό του εξήντα τοις εκατό (60%) των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας.

(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που η τράπεζα αποκτά ή κατέχει-

(α) Οποιοδήποτε μέρος του μετοχικού κεφαλαίου άλλης εταιρείας βάσει σύμβασης για την εξασφάλιση ή αντεξασφάλιση έκδοσης των μετοχών της άλλης εταιρείας και για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει σκόπιμο να παρατείνει την προθεσμία των δύο ετών λόγω εξαιρετικών περιστάσεων·

(β) οποιαδήποτε συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας η οποία διεξάγει τραπεζικές εργασίες ή εργασίες εντολοδόχου, εκτελεστή ή επιτρόπου ή άλλες εργασίες που κατά κύριο λόγο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές με την προϋπόθεση ότι η εταιρεία αυτή συστάθηκε στη Δημοκρατία.

(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου 2 τα ακόλουθα συνιστούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές·

(α) χορήγηση πιστώσεων στην οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η καταναλωτική πίστη, η ενυπόθηκη πίστη, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής και η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting)·

(α1) χρηματοδοτική μίσθωση, περιλαμβανομένης και χρηματοδότησης με ενοικιαγορά·

(β)  υπηρεσίες πληρωμών, κατά την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου του 2009∙

(γ) έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής, περιλαμβανομένων ταξιδιωτικών επιταγών και επιταγών τραπεζίτη, στην έκταση που οι εργασίες αυτές δεν καλύπτονται από την παράγραφο (β)∙

(δ) εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων·

(ε) διεξαγωγή συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό της εταιρείας ή των πελατών της που έχουν σχέση με -

(i) μέσα της χρηματαγοράς περιλαμβανομένων επιταγών, συναλλαγματικών, γραμματίων και ομολόγων καταθέσεων,

(ii) αγορές συναλλάγματος,

(iii) χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (financial futures) ή δικαιώματα προαίρεσης (options),

(iν) μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια,

(ν) κινητές αξίες.

(στ) συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών·

(ζ) παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και παροχή συμβουλών καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της αγοράς επιχειρήσεων·

(η) μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές·

(θ) διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου·

(ι) φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών·

(ια) παροχή πληροφοριών για φερεγγυότητα·

(ιβ) εκμίσθωση θυρίδων·

(ιγ) υπηρεσίες μηχανογράφησης και επεξεργασίας δεδομένων·

(ιδ) υπηρεσίες διαμεσολάβησης για ασφαλιστικές εργασίες·

(ιε) οποιεσδήποτε άλλες εργασίες θα ορίσει η Κεντρική Τράπεζα.

(4) Για σκοπούς συμμόρφωσης με το εδάφιο (1) εξαιρείται οποιοδήποτε μετοχικό κεφάλαιο άλλης εταιρείας που αποκτήθηκε από την τράπεζα κατά το διακανονισμό οφειλών προς την τράπεζα νοουμένου ότι το μετοχικό αυτό κεφάλαιο διατίθεται το αργότερο εντός τριών ετών από την ημερομηνία απόκτησης του εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει σκόπιμο να παρατείνει την προθεσμία των τριών ετών λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.