Συνεργασία με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές

27.- (1)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 26, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες -

(α) με αρμόδιες εποπτικές αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, Ε.Π.Ε.Υ., χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή κεφαλαιαγορών, είτε στη Δημοκρατία είτε σε τρίτη χώρα, και,

(β) με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, Ε.Π.Ε.Υ., χρηματοδοτικών˙ ιδρυμάτων ή κεφαλαιαγορών των κρατών-μελών, για να τις βοηθήσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους ή για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

(2) Όταν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές κράτους-μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες που απαιτούνται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους σχετικά με τράπεζα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών, εταιρεία η οποία διεξάγει εργασίες που κατά κύριο λόγο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (ι) του εδαφίου (3) του άρθρου 13, θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 39Α ή θυγατρική μιας τράπεζας ή μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, ή τη μητρική εταιρεία των εταιρειών αυτών, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, πρέπει να ζητήσουν από την Κεντρική Τράπεζα τη διενέργεια αυτής της επαλήθευσης. Η Κεντρική Τράπεζα αφού λάβει τέτοια αίτηση, οφείλει να δράσει -(3) Όταν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές κράτους-μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες που απαιτούνται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους αναφορικά με τράπεζα ή εταιρεία, η οποία διεξάγει εργασίες που κατά κύριο λόγο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 13 ή τη μητρική εταιρεία των εταιρειών αυτών, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, πρέπει να ζητήσουν από την Κεντρική Τράπεζα τη διενέργεια  αυτής της επαλήθευσης. Η Κεντρική Τράπεζα αφού λάβει τέτοια αίτηση, οφείλει να δράσει -

(α) διενεργώντας η ίδια την επαλήθευση αυτή·

(β) επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες την επαλήθευση· ή

(γ) επιτρέποντας τη διενέργειά της από εγκεκριμένο ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα:

Νοείται ότι η αρμόδια εποπτική αρχή που έχει υποβάλει το αίτημα δύναται, εφόσον επιθυμεί, να συμμετάσχει στην επαλήθευση, όταν δεν την πραγματοποιεί η ίδια.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση υποκαταστήματος τράπεζας που διεξάγει τραπεζικές εργασίες στη Δημοκρατία, τα κεντρικά γραφεία της οποίας είναι σε τρίτη χώρα, η αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας που είναι επιφορτισμένη με την επο πτεία της εν λόγω τράπεζας δύναται να διενεργεί ελέγχους επί του εν λόγω υποκαταστήματος, εφόσον προηγηθεί συνεννόηση και δοθεί η συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας.

(4) Οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών γίνεται μόνον όταν η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εμπιστευτικότητας από την αρμόδια εποπτική αρχή που τις λαμβάνει όπως εφαρμόζονται για την Κεντρική Τράπεζα.

(5) Σε περιπτώσεις όπου συγκεκριμένη πληροφορία που λαμβάνεται από την Κεντρική Τράπεζα προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, αυτή δύναται να κοινοποιηθεί μόνο μετά από ρητή έγκριση των αρμοδίων αρχών που τη διαβίβασαν και, όπου αυτό ισχύει, μόνο για τους σκοπούς, για τους οποίους δόθηκε η έγκριση αυτή από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές.

(6) Επιπροσθέτως των ευθυνών που της ανατίθενται δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τραπεζών ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ασκεί και τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) το συντονισμό της συγκέντρωσης και της διαβίβασης συναφών ή ουσιωδών πληροφοριών, τόσο σε περίοδο ομαλής λειτουργίας όσο και σε περίπτωση κρίσης, και

(β) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 19Α, 26(6) έως (10) 30(1)(β)(vi) έως (x), 25(3), τις δημοσιοποιήσεις πληροφοριών από τις τράπεζες όπως καθορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010 και στα τεχνικά κριτήρια για την οργάνωση και την αντιμετώπιση των κινδύνων που καθορίζονται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές, και

(γ) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, εφόσον είναι δυνατόν, καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων. Ο προγραμματισμός και συντονισμός αυτών των εποπτικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 39(13)(α)(ii), τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.

(6Α)(α)  Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια για ενοποιημένη εποπτεία αρχή και/ή όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή που ευθύνεται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί μαζί με τις αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 19Α και του άρθρου 26(6) έως (10) για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 30(1)(β)(vi) έως (x) σε κάθε οντότητα του τραπεζικού ομίλου και σε ενοποιημένη βάση.

(β) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας σε περίπτωση που αυτή ενεργεί ως η αρμόδια για ενοποιημένη εποπτεία αρχή προς τις άλλες αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 19A και το άρθρο 26(6) έως (10). Η κοινή απόφαση λαμβάνει επίσης δεόντως υπόψη τις αξιολογήσεις κινδύνου που πραγματοποιούν οι σχετικές αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές βάσει του άρθρου 19Α και του άρθρου 26(6) έως (10).

(γ) Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, η οποία διαβιβάζεται στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Κεντρική Τράπεζα, εάν είναι η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, κατόπιν αίτησης οποιασδήποτε άλλης από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, δύναται να συμβουλεύεται την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας με δική της πρωτοβουλία.

(δ) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών, η απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 19Α, του άρθρου 26(6) έως(10)  και του άρθρου 30(1)(β)(vi) έως (x) λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές.

(ε)  Η απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 19Α, του άρθρου 26(6) έως (10)  και του άρθρου 30(1)(β)(vi) έως (x)  λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ατομική βάση ή στη βάση μερικής ενοποίησης, όπως καθορίζεται στις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010, έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή.

(στ) Οι εν λόγω αποφάσεις δημοσιεύονται σε έγγραφο που περιέχει τις πλήρως αιτιολογημένες αποφάσεις και λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου, τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων μηνών. Το έγγραφο διαβιβάζεται από την Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, προς όλες τις οικείες αρμόδιες αρχές και προς το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(ζ) Όταν ζητείται η συμβουλή της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τη συμβουλή αυτή και επεξηγεί κάθε σημαντική παρέκκλιση από αυτή.

(η) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) και οι αποφάσεις που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από αυτήν.  Η Κεντρική Τράπεζα επίσης αναγνωρίζει ως καθοριστικές και εφαρμόζει τις αποφάσεις άλλων αρμόδιων αρχών, κατά το Άρθρο 129, παράγραφος 3, όγδοο εδάφιο, της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(θ) Η κοινή απόφαση κατά την παράγραφο (α) και οι αποφάσεις κατά τις παραγράφους (δ) και (ε) προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 30(1)(β)(vi) έως (x). Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής  και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

(ι)  Ανεξάρτητα από τις παραγράφους (β), (δ) και (στ), μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012, οι εν λόγω παράγραφοι εφαρμόζονται ως εάν να αναφέρουν προθεσμία έξι μηνών αντί τεσσάρων μηνών.

(7)(α)(i) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κατόπιν αίτησης, να επιτρέπει σε τράπεζες να υπολογίζουν το ύψος των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων («μέθοδος IRB») ή/και να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για ζημιά σε περίπτωση αθέτησης και συντελεστές μετατροπής ή/και να χρησιμοποιούν εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης βάσει των δικών τους συστημάτων μέτρησης λειτουργικού κινδύνου και σχετικών μοντέλων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια ή/και να χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος (ΜΕΥ), όπως εξειδικεύονται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.

(ii) Οι τράπεζες μπορούν να προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος για τις συμβάσεις επί παραγώγων, τις συναλλαγές επαναγοράς, τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, τις πράξεις δανεισμού περιθωρίου, και τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού (long settlement transactions), όπως εξειδικεύονται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.

(iii) Για τις αιτήσεις που υποβάλλονται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις θυγατρικές του, ή από μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις θυγατρικές της, ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται και συνεννοείται πλήρως με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να πληρούνται για τη χορήγησή της.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς την αίτηση εντός χρονικού πλαισίου που δεν ξεπερνά τους έξι μήνες. Η κοινή αυτή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, η οποία διαβιβάζεται στον αιτητή από την Κεντρική Τράπεζα.

(γ) Η προθεσμία της παραγράφου (β) αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την Κεντρική Τράπεζα. Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει αμέσως την πλήρη αίτηση στις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

(δ) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει μόνη της απόφαση σχετικά με την αίτηση. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών. Η απόφαση διαβιβάζεται στον αιτητή και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, από την Κεντρική Τράπεζα.

(ε) Οι αποφάσεις που μνημονεύονται στις παραγράφους (β) και (δ) αναγνωρίζονται ως εκτελεστές και εφαρμόζονται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

(8)(α)  Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μεταξύ άλλων αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 27Ε, η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, τηρουμένων του άρθρου 27(1), (2) και (5) και των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28Δ, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρχές αναφέρονται στο άρθρο 27Γ(1)(α) και στο άρθρο 28Γ και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για την Κεντρική Τράπεζα σε περίπτωση που ενεργεί ως η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή ή σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αποτελεί αρμόδια αρχή τράπεζας για σκοπούς του άρθρου 39(7)(δ) και 39(7)(ε) χωρίς να ασκεί εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

(β)  Εάν η Κεντρική Τράπεζα αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στην παράγραφο (α), ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν οντότητες που ανήκουν σε μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος.  Στο μέτρο του δυνατού, χρησιμοποιούνται υπάρχοντες καθορισμένοι δίαυλοι επικοινωνίας.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που ενέχονται στην εποπτεία.

(10) Για την εποπτεία της δραστηριότητος των τραπεζών, που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών, περιλαμβανομένης και της Κεντρικής Τράπεζας, συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν ή μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των τραπεζών, που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο αυτών των τραπεζών, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

(11) Όταν μια τράπεζα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ασκεί τη δραστηριότητά της και στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στην επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (10).

(12) Η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής, δύναται επίσης να προσφεύγει, για τον έλεγχο του υποκαταστήματός στη Δημοκρατία, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27.

(13) Τα εδάφια (11) και (12) δεν θίγουν το δικαίωμα της Κεντρικής Τράπεζας, ως αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει στον επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στο έδαφος της Δημοκρατίας υποκαταστημάτων τραπεζών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(14) Όταν μια τράπεζα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα ασκεί τη δραστηριότητά της και σε άλλο κράτος-μέλος μέσω υποκαταστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ότι επιθυμεί να προβεί, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στην επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (10).

(15) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους- μέλους καταγωγής, μπορεί επίσης να ζητά να προσφεύγει, για τον έλεγχο του υποκαταστήματος στο κράτος-μέλος υποδοχής, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 27(2).

(16) Τα εδάφια (14) και (15) δεν θίγουν το δικαίωμα της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει στον επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στο έδαφός της υποκαταστημάτων τραπεζών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων, οι οποίες της απονέμονται βάσει νομοθεσίας του κράτους-μέλους υποδοχής  ανάλογης με τον παρόντα Νόμο.