Συνεργασία με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές

27.-(1)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 26, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες -

(α) με αρμόδιες εποπτικές αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, Ε.Π.Ε.Υ., χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή κεφαλαιαγορών, είτε στη Δημοκρατία είτε σε τρίτη χώρα, και,

(β) με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, Ε.Π.Ε.Υ., χρηματοδοτικών˙ ιδρυμάτων ή κεφαλαιαγορών των κρατών-μελών, για να τις βοηθήσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους ή για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

(2) Όταν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές κράτους-μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες που απαιτούνται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους σχετικά με τράπεζα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών, εταιρεία η οποία διεξάγει εργασίες που κατά κύριο λόγο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (ι) του εδαφίου (3) του άρθρου 13, θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 39Α ή θυγατρική μιας τράπεζας ή μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, ή τη μητρική εταιρεία των εταιρειών αυτών, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, πρέπει να ζητήσουν από την Κεντρική Τράπεζα τη διενέργεια αυτής της επαλήθευσης. Η Κεντρική Τράπεζα αφού λάβει τέτοια αίτηση, οφείλει να δράσει -(3) Όταν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές κράτους-μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες που απαιτούνται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους αναφορικά με τράπεζα ή εταιρεία, η οποία διεξάγει εργασίες που κατά κύριο λόγο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 13 ή τη μητρική εταιρεία των εταιρειών αυτών, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία, πρέπει να ζητήσουν από την Κεντρική Τράπεζα τη διενέργεια  αυτής της επαλήθευσης. Η Κεντρική Τράπεζα αφού λάβει τέτοια αίτηση, οφείλει να δράσει -

(α) διενεργώντας η ίδια την επαλήθευση αυτή·

(β) επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες την επαλήθευση· ή

(γ) επιτρέποντας τη διενέργειά της από εγκεκριμένο ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα:

Νοείται ότι η αρμόδια εποπτική αρχή που έχει υποβάλει το αίτημα δύναται, εφόσον επιθυμεί, να συμμετάσχει στην επαλήθευση, όταν δεν την πραγματοποιεί η ίδια.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση υποκαταστήματος τράπεζας που διεξάγει τραπεζικές εργασίες στη Δημοκρατία, τα κεντρικά γραφεία της οποίας είναι σε τρίτη χώρα, η αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας που είναι επιφορτισμένη με την επο πτεία της εν λόγω τράπεζας δύναται να διενεργεί ελέγχους επί του εν λόγω υποκαταστήματος, εφόσον προηγηθεί συνεννόηση και δοθεί η συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας.

(4) Οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών γίνεται μόνον όταν η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εμπιστευτικότητας από την αρμόδια εποπτική αρχή που τις λαμβάνει όπως εφαρμόζονται για την Κεντρική Τράπεζα.

(5) Σε περιπτώσεις όπου συγκεκριμένη πληροφορία που λαμβάνεται από την Κεντρική Τράπεζα προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, αυτή δύναται να κοινοποιηθεί μόνο μετά από ρητή έγκριση των αρμοδίων αρχών που τη διαβίβασαν και, όπου αυτό ισχύει, μόνο για τους σκοπούς, για τους οποίους δόθηκε η έγκριση αυτή από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές.

(6) Επιπροσθέτως των ευθυνών που της ανατίθενται δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τραπεζών ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ασκεί και τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α) το συντονισμό της συγκέντρωσης και της διαβίβασης συναφών ή ουσιωδών πληροφοριών, τόσο σε περίοδο ομαλής λειτουργίας όσο και σε περίπτωση κρίσης, και

(β) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε περίοδο ομαλής λειτουργίας, καθώς και σε περίπτωση κρίσης, περιλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 26, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.

(7)(α)(i) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κατόπιν αίτησης, να επιτρέπει σε τράπεζες να υπολογίζουν το ύψος των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων («μέθοδος IRB») ή/και να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για ζημιά σε περίπτωση αθέτησης και συντελεστές μετατροπής ή/και να χρησιμοποιούν εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης βάσει των δικών τους συστημάτων μέτρησης λειτουργικού κινδύνου και σχετικών μοντέλων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια ή/και να χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος (ΜΕΥ), όπως εξειδικεύονται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.

(ii) Οι τράπεζες μπορούν να προσδιορίζουν την αξία ανοίγματος για τις συμβάσεις επί παραγώγων, τις συναλλαγές επαναγοράς, τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, τις πράξεις δανεισμού περιθωρίου, και τις συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού (long settlement transactions), όπως εξειδικεύονται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.

(iii) Για τις αιτήσεις που υποβάλλονται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις θυγατρικές του, ή από μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις θυγατρικές της, ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται και συνεννοείται πλήρως με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να πληρούνται για τη χορήγησή της.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς την αίτηση εντός χρονικού πλαισίου που δεν ξεπερνά τους έξι μήνες. Η κοινή αυτή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, η οποία διαβιβάζεται στον αιτητή από την Κεντρική Τράπεζα.

(γ) Η προθεσμία της παραγράφου (β) αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την Κεντρική Τράπεζα. Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει αμέσως την πλήρη αίτηση στις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

(δ) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός έξι μηνών, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει μόνη της απόφαση σχετικά με την αίτηση. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών. Η απόφαση διαβιβάζεται στον αιτητή και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, από την Κεντρική Τράπεζα.

(ε) Οι αποφάσεις που μνημονεύονται στις παραγράφους (β) και (δ) αναγνωρίζονται ως εκτελεστές και εφαρμόζονται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

(8) Σε περίπτωση κρίσης εντός τραπεζικού ομίλου, που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη-μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ειδοποιεί, το συντομότερο δυνατό, δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (5). Η υποχρέωση αυτή ισχύει για όλες τις περιπτώσεις που με βάση τα εδάφια (6) και (7) του άρθρου 27 και το εδάφιο (7) του άρθρου 39, η Κεντρική Τράπεζα καθορίζεται ως αρμόδια αρχή για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, σε σχέση με συγκεκριμένο όμιλο.  Όπου είναι δυνατόν, η Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποιεί υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που ενέχονται στην εποπτεία.

(10) Για την εποπτεία της δραστηριότητος των τραπεζών, που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών, περιλαμβανομένης και της Κεντρικής Τράπεζας, συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν ή μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των τραπεζών, που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο αυτών των τραπεζών, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

(11) Όταν μια τράπεζα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ασκεί τη δραστηριότητά της και στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στην επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (10).

(12) Η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής, δύναται επίσης να προσφεύγει, για τον έλεγχο του υποκαταστήματός στη Δημοκρατία, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27.

(13) Τα εδάφια (11) και (12) δεν θίγουν το δικαίωμα της Κεντρικής Τράπεζας, ως αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει στον επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στο έδαφος της Δημοκρατίας υποκαταστημάτων τραπεζών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(14) Όταν μια τράπεζα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα ασκεί τη δραστηριότητά της και σε άλλο κράτος-μέλος μέσω υποκαταστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ότι επιθυμεί να προβεί, η ίδια ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στην επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (10).

(15) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους- μέλους καταγωγής, μπορεί επίσης να ζητά να προσφεύγει, για τον έλεγχο του υποκαταστήματος στο κράτος-μέλος υποδοχής, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 27(2).

(16) Τα εδάφια (14) και (15) δεν θίγουν το δικαίωμα της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει στον επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στο έδαφός της υποκαταστημάτων τραπεζών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων, οι οποίες της απονέμονται βάσει νομοθεσίας του κράτους-μέλους υποδοχής  ανάλογης με τον παρόντα Νόμο.