Περιορισμοί στην κατοχή μετοχικού κεφαλαίου τραπεζών

17.-(1)(α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο σκοπεύει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, έλεγχο μιας τράπεζας που συστάθηκε στη Δημοκρατία οφείλει να ενημερώνει προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα και να της κοινοποιεί το μέγεθος της προτιθέμενης κατοχής.

(β) Απαγορεύεται σε οποιονδήποτε είτε με συνεργάτη ή συνεργάτες να έχει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο οποιασδήποτε τράπεζας που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή της μητρικής της εταιρείας, εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.

(2)(α) Για οποιαδήποτε πρόθεση αύξησης του ελέγχου του φυσικού ή νομικού προσώπου σε τράπεζα ή στη μητρική της εταιρεία ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το 20%, το 33% ή το 50%, ή  η τράπεζα να καταστεί θυγατρική του, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να ενημερώνει προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα και απαιτείται η προηγούμενη έγκρισή της προτού  το εν λόγω πρόσωπο προχωρήσει σε απόκτηση της προτιθέμενης συμμετοχής.

(β) Εάν το πρόσωπο που προτίθεται να αποκτήσει έλεγχο τράπεζας ή να αυξήσει τον έλεγχο, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει σε οποιαδήποτε τράπεζα να φθάσει ή να υπερβεί το 20%, το 33% ή το 50% ή η τράπεζα να καταστεί θυγατρική του, είναι τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος, ή μητρική τράπεζας, ασφαλιστικής επιχείρησης ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος, και εάν, λόγω αυτής της εξαγοράς, η τράπεζα στην οποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει έλεγχο καθίσταται θυγατρική του εν λόγω αγοραστή ή περιέρχεται υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της εξαγοράς υπόκειται στη διαδικασία της προηγούμενης διαβούλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 4(8) έως (10).

(3)(α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο σκοπεύει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε τράπεζα, ενημερώνει προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα για το ύψος της προτιθέμενης κατοχής.

(β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενημερώνει, ομοίως, την Κεντρική Τράπεζα, εφόσον σκοπεύει να μειώσει τον έλεγχό του έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει σε τράπεζα ή στη μητρική της εταιρεία να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 33% ή το 50% ή έτσι ώστε η τράπεζα να παύσει να είναι θυγατρική του.

(4) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, εάν μια συμμετοχή σε τράπεζα ή στη μητρική της εταιρεία αποκτηθεί παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας, αυτή ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που δύναται να επιβάλει, ορίζει είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου, είτε την ακυρότητα ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα έχει μέγιστη προθεσμία τριών μηνών, από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της πρόθεσης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), προκειμένου να αντιταχθεί στο εν λόγω σχέδιο εάν, με γνώμονα την ανάγκη να εξασφαλισθεί συνετή και χρηστή διαχείριση της τράπεζας, δεν έχει πειστεί για την καταλληλότητα του προτεινόμενου προσώπου:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα εφόσον δεν αντιταχθεί, μπορεί να ορίσει μέγιστη προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου απόκτησης της προτεινόμενης συμμετοχής.

(6)(α) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο όρος «συνεργάτης» σε σχέση με πρόσωπο που αγοράζει ή κατέχει μετοχές περιλαμβάνει -

(α) σύζυγο ή πρόσωπα πρώτου βαθμού συγγένειας του προσώπου αυτού∙

(β) οποιαδήποτε εταιρεία της οποίας το πρόσωπο αυτό είναι σύμβουλος ή έχει τον έλεγχό της·

(γ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι συνέταιρος του προσώπου αυτού και σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό είναι εταιρεία -

(i) οποιοδήποτε σύμβουλο ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο της εταιρείας αυτής,

(ii) οποιαδήποτε θυγατρική εταιρεία της εταιρείας αυτής, και

(iii) οποιοδήποτε σύμβουλο οποιασδήποτε τέτοιας θυγατρικής εταιρείας∙

(δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα, κατά τη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας, είναι αλληλοεξαρτώμενα με τα συμφέροντα του προσώπου αυτού:

(7)(α) Οι τράπεζες, μόλις πληροφορηθούν αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από το δέκα τοις εκατό (10%) ενημερώνουν σχετικά την Κεντρική Τράπεζα.

(β) Οι τράπεζες ανακοινώνουν επίσης στην Κεντρική Τράπεζα, τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, τα ονόματα των μετόχων ή μελών που έχουν συμμετοχή 10% ή περισσότερη καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι τράπεζες οι μετοχές των οποίων διαπραγματεύονται σε αναγνωρισμένα χρηματιστήρια, όπως αυτά ορίζονται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.

(8)(α) Σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων που κατέχουν έλεγχο σε τράπεζα, είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της τράπεζας, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, στα μέτρα που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνονται διαταγές, κυρώσεις κατά των διευθυνόντων ή αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή μέλη της τράπεζας.

(γ) Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα, η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (1).

(9) Για τον προσδιορισμό του ελέγχου στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που ορίζονται στο άρθρο 169 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου.

(10) Η τράπεζα οφείλει να γνωρίζει για κάθε νομικό πρόσωπο που κατέχει τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) του εκδομένου μετοχικού της κεφαλαίου, τα ονόματα των φυσικών προσώπων στα οποία το κάθε νομικό πρόσωπο ανήκει, και να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο ή εφόσον έχει επέλθει μεταβολή ή αλλαγή στα στοιχεία.