Ενοποιημένη εποπτεία

39.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ασκεί ενοποιημένη εποπτεία, η οποία καλύπτει το ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, όλες τις θυγατρικές και συνδεδεμένες εταιρείες του ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή τις θυγατρικές εταιρείες της μητρικής εταιρείας, οι οποίες διεξάγουν εργασίες πιστωτικού ιδρύματος ή άλλες εργασίες, που κατά κύριο λόγο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με εργασίες πιστωτικού ιδρύματος ή σχετίζονται στενά με αυτές, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 13 και οποιαδήποτε μητρική εταιρεία οποιασδήποτε από τις πιο πάνω εταιρείες.  Για το σκοπό αυτό, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται  σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία ή τη μητρική της εταιρεία σε ενοποιημένη βάση και επιπρόσθετα εφαρμόζονται ξεχωριστά σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία εκείνες οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίσει ότι  οποιαδήποτε από τις θυγατρικές εταιρείες ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και ή της μητρικής εταιρείας ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία θα θεωρείται ή θα θεωρούνται ότι είναι πιστωτικό ίδρυμα για σκοπούς οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει και η σχετική διάταξη ή οι διατάξεις θα εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία είτε ξεχωριστά είτε πάνω σε ενοποιημένη βάση.

(3) Όπου η μητρική εταιρεία και οποιαδήποτε από τις θυγατρικές εταιρείες ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία εποπτεύονται από άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, η Κεντρική Τράπεζα θα ενεργεί βάσει του εδαφίου (2) έπειτα από συνεννόηση με τις αρχές αυτές.

(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (3), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ασκήσει ενοποιημένη εποπτεία, υπό  τη μορφή που η ίδια κρίνει αναγκαία σε περίπτωση, κατά την οποία -

(α) ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ασκεί, κατά την κρίση της Κεντρικής Τράπεζας, σημαντική επιρροή επί ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών που, κατά κύριο λόγο, ασκούν δραστηριότητες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με εργασίες πιστωτικού ιδρύματος χωρίς όμως να διαθέτει οποιοδήποτε ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο τους ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά·

(β) δύο ή περισσότερα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία ή εταιρείες που, κατά κύριο λόγο, ασκούν δραστηριότητες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με εργασίες πιστωτικού ιδρύματος τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού:

Νοείται ότι, όταν η ενοποιημένη εποπτεία επιβάλλεται κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (7), οι επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνονται στην ενοποίηση στις ίδιες περιπτώσεις και με τις ίδιες μεθόδους όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 39Β και στο παρόν εδάφιο.

(5)(α)Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 11, η Κεντρική Τράπεζα ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται  μεταξύ του ΑΠΙ, της μητρικής του εταιρείας και οποιασδήποτε θυγατρικής της μητρικής του εταιρείας.

(β) η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από τα ΑΠΙ να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τις πιο πάνω εταιρείες:

Νοείται ότι, τα ΑΠΙ γνωστοποιούν προς την Κεντρική Τράπεζα, εντός ενός μηνός από την πραγματοποίηση της συναλλαγής, οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή που πραγματοποιείται με τις εταιρείες αυτές.

(γ) όταν οι προαναφερθείσες συναλλαγές απειλούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ΑΠΙ, η   Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

(6) Σε περίπτωση ΑΠΙ, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι  πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία -

(α)  που ασκεί κατά κύριο λόγο εργασίες, οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με εργασίες πιστωτικού ιδρύματος ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 και

(β) που έχει συσταθεί σε τρίτη χώρα,  ενώ δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, κατά τις διατάξεις των εδαφίων (4) και (5),

η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει κατά πόσον αυτό το ΑΠΙ υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από την αρμόδια εποπτική αρχή της εν λόγω τρίτης χώρας, που είναι ισοδύναμη και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στο παρόν άρθρο:

Νοείται ότι, για το σκοπό αυτό, η Κεντρική Τράπεζα διαβουλεύεται με τυχόν άλλες ενεχόμενες αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών-μελών:

Νοείται περαιτέρω ότι, η Κεντρική Τράπεζα, για σκοπούς ελέγχου, λαμβάνει υπόψη τις γενικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών, ως προς το κατά πόσον τα καθεστώτα ενοποιημένης εποπτείας των αρμόδιων εποπτικών αρχών τρίτων χωρών είναι σε θέση να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας που καθορίζονται στο παρόν άρθρο σε σχέση με τα ΑΠΙ, η μητρική εταιρεία των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα. Για το σκοπό αυτό, η Κεντρική Τράπεζα ζητά τη γνώμη της ΕΑΤ πριν λάβει απόφαση:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει σε αυτό το ΑΠΙ, κατ’ αναλογία, τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(7)(α) Όταν η μητρική επιχείρηση ΑΠΙ είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος-μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν χορήγησε στην εν λόγω μητρική την άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 ή τις αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις των άλλων κρατών-μελών.

(β) Όταν η μητρική επιχείρηση ΑΠΙ είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν χορήγησε στο εν λόγω ΑΠΙ την άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 ή τις αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις των άλλων κρατών-μελών.

(γ) Στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη-μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος-μέλος στην οποία συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών.

(δ) Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη-μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη-μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη-μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, εάν είναι η αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

(ε) Όταν πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος-μέλος στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα αν χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, θεωρείται ως το πιστωτικό ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(στ) Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κοινή συναινέσει με τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, να παρεκκλίνει από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (γ), (δ) και (ε) εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα πιστωτικά ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέτει σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση· στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, η Κεντρική Τράπεζα παρέχει στο εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μητρικό πιστωτικό ίδρυμα ή στην εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην Επιτροπή και την ΕΑΤ όλες τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

(8) Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.

(9) Βάσει των ρυθμίσεων αυτών, δύνανται να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.

(10)(α) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση άδειας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία είναι πιστωτικό ίδρυμα, δύναται, με διμερή συμφωνία, σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσει την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών· η ΕΑΤ διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.

(10Α)(α) Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Διαβιβάζουν μεταξύ τους όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Από την άποψη αυτή, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και διαβιβάζουν ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες. Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του εν λόγω Κανονισμού.

(β) Οι πληροφορίες για τις οποίες γίνεται αναφορά στην παράγραφο (α) θεωρούνται ουσιώδεις, αν μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας ενός ΑΠΙ ή ενός πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος-μέλος.

(γ) Συγκεκριμένα, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή  που είναι επιφορτισμένη με την ενοποιημένη εποπτεία μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρέχει κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών-μελών αυτών.

(δ) Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος (α) περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:

(i) τον προσδιορισμό της διάρθρωσης όλων των μείζονος σημασίας πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου, καθώς και των αρχών που είναι αρμόδιες για τα πιστωτικά ιδρύματα του ομίλου,

(ii) τις διαδικασίες συγκέντρωσης πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα ενός ομίλου και την επαλήθευση των πληροφοριών αυτών,

(iii) αρνητικές εξελίξεις σε πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες οντότητες ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα πιστωτικά ιδρύματα, και

(iv) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2006/48/ΔΕΚ, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει, της παραγράφου 1 του Άρθρου 136 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 105 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(ε) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις-

(i) μη διαβίβασης ουσιωδών πληροφοριών από αρμόδια αρχή, ή

(ii) απόρριψης ή μη διεκπεραίωσης, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αιτήματος συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών.

(11)(α) Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική ενός μητρικού ΑΠΙ που έλαβε άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα δύνανται, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στην Κεντρική Τράπεζα με σκοπό η Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(β)  Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Επιτροπή για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών.

(11Α) (α)(i) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, συγκροτεί σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που αναφέρονται στα εδάφια (6), (6Α), (7) και (8) του άρθρου 27 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου και σε πλαίσιο συμβατότητας με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλίζει τον απαραίτητο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών όπου χρειαστεί.

(ii) Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την Κεντρική Τράπεζα, την ΕΑΤ και τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των ακόλουθων εργασιών:

(Α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,

(Β) συμφωνία σχετικά με την προαιρετική ανάθεση εργασιών και την προαιρετική ανάθεση αρμοδιοτήτων, όπου ενδείκνυται·

(Γ) καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης που βασίζονται σε αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα εδάφια (6) έως (10) του άρθρου 26·

(Δ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με  την απάλειψη περιττών επικαλύψεων στις εποπτικές απαιτήσεις, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (9) του άρθρου 27 και στο εδάφιο (13) του άρθρου 39·

(Ε) συνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ σε όλες τις οντότητες του τραπεζικού ομίλου, με την επιφύλαξη των επιλογών και διακριτικών ευχερειών που παρέχονται από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

(ΣΤ) εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που μπορεί να δημιουργηθούν στον τομέα αυτό.

(iii) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών και την ΕΑΤ· οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (4) και (5) του άρθρου 27 και των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β και 28Γ, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας  και των άλλων αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών, ενώ η συγκρότηση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών κατά την Οδηγία 2006/48/ΕΚ.

(β)(i) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39(8) έως (11) και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(ii) Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αρμόδιες αρχές μιας χώρας υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 27Ε, οι κεντρικές τράπεζες κατά περίπτωση, καθώς και αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά  το άρθρο 27(1), (2) και (5) και τα άρθρα  27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28Δ.

(iii) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Η  Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τα όσα ενεργούνται σε αυτές τις συνεδριάσεις και με τα μέτρα που λαμβάνονται.

(iv) Στην απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 26(1Β), και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 27Ε(2).

(v)Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (4) και (5) του άρθρου 27 και των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, και 28Γ, ενημερώνει την EAT σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην  ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.

(12) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ΑΠΙ ελεγχόμενων από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση επικοινωνεί όποτε είναι δυνατόν με την αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν έχει ανάγκη πληροφοριών όσον αφορά την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η εν λόγω αρχή.

(13)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα πιο κάτω θέματα, σε περίπτωση που η απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:

(i) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμοδίων αρχών, και

(ii) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 136 της Οδηγίας αυτής και/ή δυνάμει της υποπαραγράφου (vi) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια όπως ορίζεται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.

(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ζητεί πάντοτε τη γνώμη της αρμόδιας για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση αρχής.

Ωστόσο, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αποφασίσει να μην συμβουλευθεί κανέναν σε επείγουσες περιπτώσεις ή στις αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικόοποίες τητα των αποφάσεών της. Στην περίπτωση αυτή, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει πάραυτα τις άλλες αρμόδιες αρχές.

(14) [Καταργήθηκε].

(15)  Η Κεντρική Τράπεζα, εφόσον έχει αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, καταρτίζει κατάλογο των μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στην Κυπριακή Δημοκρατία· ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.