Προοίμιο

ΕΠΕΙΔΗ δυνάμει του Άρθρου 118 του Συντάγματος θα ιδρυθή Εκδοτική Τράπεζα της Δημοκρατίας, ο δε Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος διορίζουσιν από κοινού τον Διοικητήν και Υποδιοικητήν της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας~

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ αι αρμοδιότητες της Εκδοτικής Τραπέζης ησκούντο υπό του Γενικού Λογιστού ενεργούντος δυνάμει του περί Νομίσματος Νόμου ως αναπληρωτού του Εφόρου επί του Νομίσματος~

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, κατ’ εφαρμογήν της πρώτης παραγράφου του Άρθρου 118 του Συντάγματος, διά των διοικητικών αυτών πράξεων, δημοσιευθεισών εν τη υπ’ αρ. 1568 Γνωστοποιήσει της επισήμου εφημερίδος της Δημοκρατίας της 20ής Δεκεμβρίου 1962, προέβησαν εις τον διορισμόν του Διοικητού και Υποδιοικητού της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας~

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρείται νυν σκόπιμον όπως η Εκδοτική Τράπεζα της Δημοκρατίας μετατραπή εις Κεντρικήν Τράπεζαν ως προβλέπεται εν Άρθρω 121 του Συντάγματος.

Συνοπτικός τίτλος

1. Οι περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμοι του 1963 έως 1999 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμοι του 1963 έως 1999.

ΜΕΡΟΣ Ι ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ
Ερμηνεία

2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου-

“Διοικητής” σημαίνει τον Διοικητήν της Τραπέζης˙

“εξουσιοδοτημένον” σημαίνει εξουσιοδοτημένον υπό Κανονισμών εκδιδομένων υπό της Τραπέζης δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

“Επιτροπή“ σημαίνει την Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής, η οποία καθιδρύεται με το άρθρο 19Α·

“Γραμμάτιον του Δημοσίου” σημαίνει Κυπριακόν Γραμμάτιον του δημοσίου εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων του περί Κυπριακών Γραμματίων του Δημοσίου Νόμου˙

“λίρα” σημαίνει την Κυπριακήν Λίραν ως προβλέπεται εν άρθρω 20˙

“Συμβούλιον” σημαίνει το συγκροτούμενον δυνάμει του παρόντος Νόμου Διοικητικόν Συμβούλιον˙

“Σύμβουλος” σημαίνει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, του Διοικητού και Υποδιοικητού εξαιρουμένων˙

“Σύνταγμα” σημαίνει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας˙

“Τράπεζα” σημαίνει την ιδρυομένην δυνάμει του παρόντος Νόμου Κεντρικήν Τράπεζαν της Κύπρου˙

“Υποδιοικητής” σημαίνει τον Υποδιοικητήν της Τραπέζης˙

“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργόν Οικονομικών.

(2) Εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου, οι εν τω παρόντι Νόμω μη άλλως καθοριζόμενοι όροι κέκτηνται την έννοιαν ην το Σύνταγμα αντιστοίχως απέδωκεν εις τους όρους τούτους.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΙΔΡΥΣΙΣ, ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Ίδρυσις και σύστασις

3. Διά του παρόντος ιδρύεται Τράπεζα καλουμένη “Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου” ήτις συνιστά νομικόν πρόσωπον έχον συνεχή διαδοχήν και κοινήν σφραγίδα, ως και εξουσίαν κτήσεως, κατοχής και διαθέσεως περιουσιακών στοιχείων, συνάψεως συμβάσεων, ικανότητα του παρίστασθαι επί δικαστηρίω ως ενάγων ή εναγόμενος υπό την εταιρικήν αυτής επωνυμίαν, ως και της διενεργείας οιασδήποτε πράξεως διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

Σκοπός της Τραπέζης

4. Κύριος σκοπός της Τραπέζης, υφ’ ου η Τράπεζα κατευθύνεται εν πάση αυτής ενεργεία, είναι να δημιουργήση συνθήκας νομισματικής σταθερότητος και πιστωτικάς συνθήκας, και συνθήκας αφορώσας εις το ισοζύγιον πληρωμών συντελούσας εις την αρμονικήν ανάπτυξιν της οικονομίας της Δημοκρατίας.

Κεντρικά Γραφεία, υποκαταστήματα και αντιπροσωπείαι

5.-(1) Τα Κεντρικά Γραφεία της Τραπέζης κείνται εν Λευκωσία.

(2) Η Τράπεζα δύναται να ιδρύη και κλείη υποκαταστήματα εν τη Δημοκρατία.

(3) Η Τράπεζα δύναται να διορίζη και ανακαλή τον διορισμόν πρακτόρων ή ανταποκριτών εν τη Δημοκρατία ή αλλαχού.

Λειτουργίαι της Τραπέζης

6.-(1) Η Τράπεζα θα ενασκή πάσαν λειτουργίαν αναγκαίαν διά την επίτευξιν του κυρίου αυτής σκοπού του προνοουμένου εν άρθρω 4, και διά την ρύθμισιν και έλεγχον του νομισματικού και τραπεζικού συστήματος της Δημοκρατίας, λαμβανομένων δε δεόντως υπ’ όψιν των εν τη Δημοκρατία κρατουσών οικονομικών συνθηκών, η Τράπεζα θα ενασκή τοιαύτας ετέρας λειτουργίας ως αι συνήθως ενασκούμεναι υπό Κεντρικών Τραπεζών.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος των εν εδαφίω (1) διαλαμβανομένων διατάξεων, η Τράπεζα κέκτηται εξουσίαν όπως:

(α) ρυθμίζη την προσφοράν χρήματος και πίστεως˙

(β) διοική και διαχειρίζηται τα διεθνή αποθέματα της Δημοκρατίας˙

(γ) εποπτεύη τας εν τη Δημοκρατία Τραπέζας, επιφυλασσομένων των διατάξεων παντός ετέρου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου αφορώντος εις τας Τραπέζας˙

(δ) ενεργή ως τραπεζίτης και οικονομικός πράκτωρ της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Διοικητικόν Συμβούλιον

7.-(1) Συνιστάται Διοικητικόν Συμβούλιον της Τραπέζης συγκείμενον εκ του Διοικητού, του Υποδιοικητού και πέντε ετέρων Συμβούλων διοριζομένων συμφώνως τω παρόντι Νόμω.

(2) Επίτροπος του Υπουργού (εν τοις εφεξής καλούμενος “Υπουργικός Επίτροπος”) υποδεικνυόμενος υπ’ αυτού κέκτηται το δικαίωμα όπως προτείνη θέματα ίνα περιληφθώσιν εν τη ημερησία διατάξει, και όπως παρίσταται εις πάσαν συνεδρίαν του Συμβουλίου δικαιούμενος να συμμετέχη εις τας συζητήσεις και να εκφράζη τας επί τούτω απόψεις αυτού, στερούμενος όμως του προς ψήφον δικαιώματος.

Διοικητής και Υποδιοικητής

8.-(1) Τηρουμένης της παραγράφου 1 του Άρθρου 118 του Συντάγματος, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής διορίζονται υπό του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

(2) Ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής δέον όπως είναι πολίται της Δημοκρατίας, και πρόσωπα κατάλληλα και αποδεδειγμένης οικονομικής πείρας.

(3) Διαφυλαττομένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του Άρθρου 118 του Συντάγματος, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής διορίζονται διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη, καθοριζομένην εν τω εγγράφω του διορισμού αυτών~ ούτοι δύνανται να επαναδιορισθώσιν διά περαιτέρω περιόδους, εκάστη των οποίων δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη, καθοριζομένας εν τω εγγράφω του επαναδιορισμού αυτών.

(4) Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Διοικητού και του Υποδιοικητού αναφέρονται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, εν τω εγγράφω του διορισμού αυτών:

Νοείται ότι οι τοιούτοι όροι υπηρεσίας θα περιλαμβάνωσι, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 5 του Άρθρου 118 του Συντάγματος, πρόνοιαν περί καταβολής επαρκούς αποζημιώσεως εις τον Διοικητήν, ή τον Υποδιοικητήν ή, αναλόγως της περιπτώσεως, εις αμφοτέρους, εν περιπτώσει τερματισμού του διορισμού αυτών προ της λήξεως του χρόνου της θητείας των.

Σύμβουλοι

9.-(1) Οι Σύμβουλοι διορίζονται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, είναι δε πολίται της Δημοκρατίας αποδεδειγμένης πείρας περί το εμπόριον, τα οικονομικά, την βιομηχανίαν ή γεωργίαν, οίτινες δεν στερούνται της ικανότητος προς διορισμόν δυνάμει του άρθρου 10.

(2) Έκαστος Σύμβουλος διορίζεται διά περίοδον πέντε ετών, δύναται δε να επαναδιορισθή διά περαιτέρω περιόδους εκ πέντε ετών εκάστης:

Νοείται ότι εκ των πρώτων πέντε Συμβούλων ο εις διορίζεται διά περίοδον ενός έτους, οι δε λοιποί τέσσαρες διά περίοδον δύο, τριών, τεσσάρων και πέντε ετών αντιστοίχως. Αι αντίστοιχοι περίοδοι διορισμού των πρώτων πέντε Συμβούλων καθορίζονται (εκτός εάν ούτοι ήθελον συμφωνήσει άλλως πως) διά κλήρου.

(3) Οσάκις πρόσωπον τι παύη να είναι Σύμβουλος προ της λήξεως του χρόνου της θητείας αυτού, το Υπουργικόν Συμβούλιον διορίζει ως Σύμβουλον διά την μη εκπνεύσασαν περίοδον της τοιαύτης θητείας, πολίτην της Δημοκρατίας έχοντα τα εν εδαφίω (1) προβλεπόμενα προσόντα.

Ανικανότης

10. Ουδείς δύναται να διορισθή ως μέλος του Συμβουλίου εφ’ όσον-

(α) είναι υπουργός, ή μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων ή Κοινοτικής Συνελεύσεως:

(β) είναι μέλος Δημοτικού Συμβουλίου, του Δημάρχου περιλαμβανομένου˙

(γ) είναι μέλος των ενόπλων δυνάμεων, ή των δυνάμεων ασφαλείας της Δημοκρατίας˙

(δ) κατέχει δημοσίαν ή δημοτικήν θέσιν, ή ενεργεί ως αναπληρωτής εν τοιαύτη θέσει, ή εις περίπτωσιν μέλους της Τουρκικής Κοινότητος είναι θρησκευτικός λειτουργός:

Νοείται ότι η δυνάμει της παρούσης παραγράφου ανικανότης δεν αναφέρεται εις πρόσωπον όπερ-

(i) κατέχει συμβουλευτικήν τινα θέσιν εις επιτροπήν ή συμβούλιον εις ο η Δημοκρατία ενεπιστεύθη την άσκησιν δημοσίων καθηκόντων, ή όπερ είναι μέλος τοιαύτης επιτροπής ή συμβουλίου˙

(ii) κατέχει θέσιν καθηγητού παρά τινι Πανεπιστημίω, ή ετέρω ιδρύματι ανωτέρας εκπαιδεύσεως εν τη Δημοκρατία˙

(iii) εκτελεί χρέη αντιπροσώπου της Δημοκρατίας παρά τινι διεθνεί νομισματικώ, ή οικονομικώ οργανισμώ του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος˙

(iv) κατέχον δημοσίαν τινά θέσιν, πρόκειται να είναι ο Διοικητής ή ο Υποδιοικητής.

Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου “δημοσία θέσις” σημαίνει πάσαν επί κέρδει θέσιν εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής τινος Συνελεύσεως εφ’ όσον αι απολαβαί αυτής υπόκεινται εις τον έλεγχον είτε της Δημοκρατίας είτε Κοινοτικής τινος Συνελεύσεως, περιλαμβάνει δε πάσαν θέσιν εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν κοινής ωφελείας.

(ε) εκηρύχθη δικαστικώς ή άλλως πως εν πτωχεύσει δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ εν τη Δημοκρατία νόμου, εφ’ όσον δεν εχώρησεν η αποκατάστασις αυτού, ή τελεί υπό αναγκαστικήν διαχείρισιν, ή ευρίσκεται εις συμβιβασμόν μετά των πιστωτών του˙

(στ) είναι δικαστικώς απηγορευμένον λόγω φρενοβλαβίας, ή όπερ άλλως πως εκηρύχθη δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ εν τη Δημοκρατία νόμου ως μειωμένου νοητικού˙

(ζ) είναι σύμβουλος, αξιωματούχος, ή υπάλληλος ετέρας Τραπέζης ή οικονομικού ιδρύματος, ή κέκτηται ως μέτοχος συμφέρον δυνάμει του οποίου ελέγχεται υπ’ αυτού οιαδήποτε ετέρα Τράπεζα ή οικονομικόν ίδρυμα λειτουργούν εν τη Δημοκρατία.

Χηρεύουσαι θέσεις

11.-(1) Η θέσις μέλους του Συμβουλίου χηρεύει-

(α) επί τω θανάτω αυτού˙

(β) επί τη εγγράφω παραιτήσει αυτού˙

(γ) άμα ως το μέλος καταστή φυσικώς ή διανοητικώς ανίκανον προς εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού˙

(δ) άμα τη καταδίκη αυτού δι’ αδίκημα εμπεριέχον ατιμίαν ή ηθικήν κατάπτωσιν˙

(ε) εάν άνευ της προς τούτο συναινέσεως του Συμβουλίου απουσιάση τριών συναπτών τακτικών συνεδριών του Συμβουλίου˙

(στ) άμα ως επισυμβή οιονδήποτε των εν άρθρω 10 αναφερομένων γεγονότων, ή επί τη απωλεία της ιθαγενείας της Δημοκρατίας˙

(ζ) εις την περίπτωσιν του Διοικητού ή του Υποδιοικητού, άμα ως επισυμβή οιονδήποτε των εν τοις όροις υπηρεσίας αυτών προνοουμένων γεγονότων.

Συνεδρίαι Συμβουλίου

12.-(1) Ο Διοικητής, ή εν περιπτώσει προσωρινής αυτού απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος, ο Υποδιοικητής ή εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αμφοτέρων, ο Υπουργικός Επίτροπος συγκαλεί το Συμβούλιον εις συνεδρίαν δι’ ειδοποιήσεως αποστελλομένης εις άπαντα τα μέλη αυτού ως και εις τον Υπουργικόν Επίτροπον.

Αι τοιαύται συνεδρίαι συγκαλούνται οσάκις το επιβάλλη η διεξαγωγή των εργασιών, οπωσδήποτε δε άπαξ τουλάχιστον του μηνός.

(2) Το Συμβούλιον συγκαλείται ωσαύτως εις συνεδρίαν τη εγγράφω αιτήσει υποβαλλομένη επί τούτω είτε υπό του Υπουργού είτε υπό δύο Συμβούλων, εν η καθορίζονται τα θέματα δι’ άτινα ζητείται η σύγκλησις συνεδρίας.

(3) Ο Διοικητής, ή εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αυτού, ο Υποδιοικητής, προεδρεύει των συνεδριών του Συμβουλίου, εάν δε αμφότεροι απουσιάζωσι συνεδρίας τινός, τα παρόντα εις την συνεδρίαν μέλη του Συμβουλίου εκλέγουσι μεταξύ αυτών τον προεδρεύοντα της τοιαύτης συνεδρίας.

(4) Τέσσαρα μέλη του Συμβουλίου συνιστώσιν απαρτίαν εις πάσαν συνεδρίαν, αι δε αποφάσεις λαμβάνονται δι’ απλής πλειοψηφίας των παρόντων μελών. Εν περιπτώσει ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδρίας κέκτηται δευτέραν ψήφον.

(5) Ουδέν των μελών του Συμβουλίου δύναται να λαμβάνη, εφ’ όσον ήθελεν αποφασισθή ότι κέκτηται προσωπικόν συμφέρον επί τινος υπό συζήτησιν θέματος, περαιτέρω μέρος εις την συζήτησιν οιουδήποτε τοιούτου θέματος ή να ψηφίζη επί τούτου.

(6) Ο Υπουργικός Επίτροπος δύναται δι’ ειδοποιήσεως αυτού επιδιδομένης κατά τον καθωρισμένον τρόπον να αναστείλη την ενέργειαν της τοιαύτης αποφάσεως επί πέντε ημέρας, εάν έχη την γνώμην ότι η απόφασις είναι ασυμβίβαστος προς τους σκοπούς και διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή ότι πιθανόν αντίκειται προς το δημόσιον συμφέρον. Εν τοιαύτη περιπτώσει εάν εντός της προμνησθείσης περιόδου ο Υπουργός δεν δώση εγγράφως ετέρας οδηγίας, η απόφασις είναι έγκυρος:

Νοείται ότι το Συμβούλιον δύναται εντός οκτώ ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Υπουργού να εκκαλέση την τοιαύτην απόφασιν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, ούτινος η επί τούτω απόφασις είναι τελεσίδικος.

(7) Τα πρακτικά εκάστης συνεδρίας του Συμβουλίου τηρούνται εν τω καθοριζομένω υπό του Συμβουλίου τύπω, αι τυπικαί όμως αποφάσεις αυτού καταγράφονται επί λέξει. Εκτός εάν άλλως ορίση το Συμβούλιον τα πρακτικά των συνεδριών αυτού είναι εμπιστευτικά.

(8) Ουδεμία πράξις ή ενέργεια του Συμβουλίου δύναται να θεωρηθή ως ανίσχυρος λόγω οιασδήποτε χηρευούσης θέσεως εν τω Συμβουλίω.

Αρμοδιότητες Συμβουλίου

13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιον είναι υπεύθυνον διά την πολιτικήν της Τραπέζης και την γενικήν εποπτείαν της διαχειρίσεως αυτής, διά τους σκοπούς δε τούτους θα ενασκή πάσας τας προς τούτο αναγκαίας ή παρεμπιπτούσας εξουσίας και καθήκοντα.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1) το Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως-

(α) καθορίζη και εφαρμόζη την γενικήν πολιτικήν της Τραπέζης, συμφώνως προς τους σκοπούς της Τραπέζης, λαμβάνον δεόντως υπ’ όψιν οιασδήποτε υποδείξεις του Υπουργού αφού ούτος ζητήση προηγουμένως την γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου, οσάκις τούτο είναι αναγκαίον˙

(β) τηρουμένων των διατάξεων των εκάστοτε εν ισχύϊ νόμων, εκδίδει τη συστάσει του Διοικητού κανονισμούς διέποντας την εσωτερικήν οργάνωσιν της Τραπέζης, καθορίζοντας, τη εγκρίσει του Υπουργού, τους όρους υπηρεσίας απάντων των αξιωματούχων και υπαλλήλων της Τραπέζης, και ρυθμίζοντας τας εξουσίας και καθήκοντα αυτών ως και την επί των αξιωματούχων και υπαλλήλων τούτων άσκησιν του πειθαρχικού ελέγχου.

Κανονισμοί

14. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου το Συμβούλιον δύναται να εκδώση Κανονισμούς ρυθμίζοντας την ενάσκησιν των λειτουργιών της Τραπέζης, την ιδίαν αυτού διαδικασίαν, και γενικώς την καλήν οργάνωσιν και λειτουργίαν της Τραπέζης.

Αρμοδιότητες Διοικητού

15.-(1) Ο Διοικητής είναι το ανώτατον εκτελεστικόν όργανον της Τραπέζης, εφαρμόζει την πολιτικήν της Τραπέζης και έχει την διεύθυνσιν και έλεγχον των εργασιών αυτής, αναφορικώς δε προς την διεξαγωγήν των εργασιών της Τραπέζης έχει αρμοδιότητα ενεργείας εις άπαντα τα ζητήματα άτινα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού γενομένων Κανονισμών δεν υπάγονται ειδικώς εις την αρμοδιότητα του Συμβουλίου.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), ο Διοικητής διορίζει, θέτει εις διαθεσιμότητα ή απολύει άπαντας τους αξιωματούχους ή υπαλλήλους της Τραπέζης πλην εκείνων δι’ ους γίνεται ειδική πρόνοια εν τω παρόντι Νόμω, τηρουμένων των εκάστοτε εν ισχύϊ νόμων και συμφώνως προς Κανονισμούς γενομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς τους αξιωματούχους και υπαλλήλους της Τραπέζης.

(3)(α) Ο Διοικητής εν τη ενασκήσει οιασδήποτε των αρμοδιοτήτων αυτού δυνάμει του εδαφίου (2) ενεργεί συμφώνως προς γνωμοδότησιν Επιτροπής επί τούτω συνιστωμένης (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι εδαφίω αναφερομένης ως “η Επιτροπή”) και συγκειμένης εκ του ιδίου ως Προέδρου, του Υποδιοικητού, του Υπουργικού Επιτρόπου και δύο ετέρων προσώπων επί τούτω διοριζομένων υπό του Συμβουλίου διά θητείαν δύο ετών, εκτός εάν παυθώσι προηγουμένως υπό του Διοικητού.

(β) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε μέλος της Επιτροπής αδυνατεί να παραστή εις συνεδρίαν της Επιτροπής δι’ οιονδήποτε λόγον, η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να ορίση έτερον πρόσωπον όπως αντ’ αυτού παραστή εις την συνεδρίαν.

(γ) Η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να εκχωρή οιανδήποτε των εξουσιών της, ως η Επιτροπή ήθελεν ορίσει, εις υπεπιτροπήν αποτελουμένην εξ ουχί ολιγωτέρων των τριών προσώπων.

(δ) Η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να εκδίδη κανονισμούς ρυθμίζοντας τας συνεδρίας και την διαδικασίαν των συνεδριών αυτής ως και οιασδήποτε υπεπιτροπής εις την οποίαν ήθελον εκχωρηθή εξουσίαι αυτής δυνάμει της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου.

(4) Ο Διοικητής είναι ο κύριος εκπρόσωπος της Τραπέζης και εν τη ιδιότητι ταύτη έχει εξουσίαν όπως-

(α) εκπροσωπή την Τράπεζαν εις πάσαν σχέσιν αυτής μεθ’ ετέρων προσώπων, περιλαμβανομένης και της Κυβερνήσεως˙

(β) εκπροσωπή την Τράπεζαν, προσωπικώς ή διά δικηγόρου, εις πάσαν νομικήν διαδικασίαν εις ην η Τράπεζα είναι διάδικος˙

(γ) υπογράφη συμβάσεις συναπτομένας υπό της Τραπέζης ως και τας ετησίας εκθέσεις, τους ισολογισμούς, τας αναλύσεις του λογαριασμού κερδών και ζημιών, την αλληλογραφίαν και τα λοιπά έγγραφα της Τραπέζης.

(δ) αναθέτη την άσκησιν οιωνδήποτε των εν παραγράφοις (α), (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου προβλεπομένων εξουσιών εις ετέρους αξιωματούχους της Τραπέζης υπό ιδίαν αυτού ευθύνην.

(5) Ο Διοικητής οφείλει να τηρή το Συμβούλιον και τον Υπουργικόν Επίτροπον ενημέρους εφ’ απάντων των τρεχόντων ζητημάτων άτινα χρήζουν της προσοχής του Συμβουλίου, να παρέχη δε εις το Συμβούλιον και εις τον Υπουργικόν Επίτροπον, εφ’ όσον τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, τοιαύτα στοιχεία και γνωμοδοτήσεις άτινα θα διευκολύνουν το Συμβούλιον εις την λήψιν αποφάσεων και εις τον καθορισμόν της πολιτικής. Ο Διοικητής προσέτι υποβάλλει εις το Συμβούλιον προς έγκρισιν σχέδια μέτρων ή αποφάσεων άτινα κατά την κρίσιν αυτού είναι αναγκαία διά την πραγματοποίησιν των σκοπών και της πολιτικής της Τραπέζης.

(6) Το Συμβούλιον δύναται εκάστοτε να αναθέτη οιασδήποτε των εξουσιών αυτού εις τον Διοικητήν υπό τοιούτους όρους και διά τοιαύτας περιόδους, ως το Συμβούλιον ήθελε καθορίσει.

(7) Ο Υποδιοικητής βοηθεί τον Διοικητήν εν τη ασκήσει των αρμοδιοτήτων αυτού, και εν περιπτώσει απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του Διοικητού, ασκεί πάσας τας εξουσίας και εκτελεί άπαντα τα καθήκοντα και υπηρεσίας του Διοικητού ως προβλέπεται υπό του Συντάγματος ή του παρόντος Νόμου.

Πλήρης απασχόλησις του Διοικητού και Υποδιοικητού εν τη υπηρεσία της Τραπέζης

16.-(1) Τηρουμένης της εν παραγράφω (δ) του άρθρου 10 διαλαμβανομένης επιφυλάξεως, ο Διοικητής και Υποδιοικητής οφείλουσιν όπως διαρκούσης της θητείας αυτών αφιερώσιν ολόκληρον τον χρόνον αυτών εις την υπηρεσίαν της Τραπέζης, και όπως μη ασχολώνται εις οιανδήποτε ετέραν εργασίαν, εμπόριον ή επιχείρησιν.

(2) Δι’ εν έτος μετά τον τερματισμόν του διορισμού αυτών ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής δεν δύνανται άνευ της εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου να αναλάβωσιν εν τη Δημοκρατία οιανδήποτε θέσιν, ή να αποδεχθώσιν συμφέρον τι εν οιωδήποτε τραπεζικώ ή οικονομικώ ιδρύματι, ή να δεχθώσιν οιανδήποτε αντιμισθίαν εξ αυτών.

Αξιωματούχοι και υπάλληλοι

17.-(1) Διά την άσκησιν των δυνάμει του παρόντος Νόμου λειτουργιών της Τραπέζης διορίζονται, ως προνοείται εν τω παρόντι Νόμω, οι εκάστοτε αναγκαίοι αξιωματούχοι και υπάλληλοι.

(2) Ο διορισμός παντός αξιωματούχου ή υπαλλήλου της Τραπέζης γίνεται έναντι αντιμισθίας και υπό ετέρους όρους προβλεπομένους εις Κανονισμούς ή όρους υπηρεσίας γενομένους επί τούτω δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Τηρουμένων οιωνδήποτε Κανονισμών γενομένων επί τούτω δυνάμει του παρόντος Νόμου, ουδείς δύναται να κατέχη οιανδήποτε θέσιν εις την Τράπεζαν εάν συγχρόνως-

(α) κατέχη οιανδήποτε θέσιν εις ετέραν τράπεζαν ή οικονομικόν ίδρυμα λειτουργούν εν τη Δημοκρατία˙

(β) κέκτηται οιονδήποτε οικονομικόν συμφέρον εις τοιαύτην τράπεζαν ή οικονομικόν ίδρυμα εάν δεν γνωστοποιήση τούτο και λάβη την άδειαν του Συμβουλίου:

Νοείται ότι το Συμβούλιον οφείλει να αρνηθή να παράσχη την χορήγησιν τοιαύτης αδείας εάν το συμφέρον όπερ ούτος κέκτηται είναι φύσεως τοιαύτης εξασφαλιζούσης έλεγχον.

(4) Έκαστος Σύμβουλος, αξιωματούχος ή υπάλληλος της Τραπέζης έχει υποχρέωσιν προς τήρησιν του απορρήτου, διά τους σκοπούς δε του Ποινικού Κώδικος θεωρείται ως ανήκων εις την δημοσίαν υπηρεσίαν αι δε διατάξεις του περί Προστασίας Δημοσίων Υπαλλήλων Νόμου εφαρμόζονται επ’ αυτών ως εάν ούτοι ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των εν εκάστη περιπτώσει καθοριζομένων υπό του Συμβουλίου όρων υπηρεσίας, δύνανται να προσληφθώσι τοιαύτα πρόσωπα διά την άσκησιν τοιούτων ειδικών λειτουργιών ως αι εκάστοτε καθοριζόμεναι εις την σύμβασιν εργασίας.

Όρκος Συμβούλων, κ.λ.π.

18. Πας όστις αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Διοικητού, Υποδιοικητού, Συμβούλου, αξιωματούχου ή υπαλλήλου της Τραπέζης οφείλη όπως, πριν ή αναλάβη ταύτα, υπογράψη και δώση τον εν τω Πρώτω Παραρτήματι διαλαμβανόμενον όρκον.

Αντιμισθία Συμβούλων, κ.λ.π.

19.-(1) Η αντιμισθία των Συμβούλων καθορίζεται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.

(2) Διά τους σκοπούς των άρθρων 17 και 19 ο όρος “αντιμισθία” περιλαμβάνει μισθόν, ημερομίσθια, αμοιβήν, επίδομα ως και τας πάσης φύσεως ετέρας πληρωμάς.

Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής

19Α.-(1) Καθιδρύεται Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής με συμβουλευτικό χαρακτήρα, η οποία εξετάζει θέματα σχετικά με την ελευθεροποίηση του επιτοκίου δυνάμει του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου και την εν γένει νομισματική πολιτική της Δημοκρατίας και υποβάλλει σχετικές εισηγήσεις προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας.

(2) Η Επιτροπή απαρτίζεται από το Διοικητή και πέντε μέλη, δύο από τα οποία διορίζονται από το Διοικητή. Τα υπόλοιπα τρία μέλη διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από διαβουλεύσεις του με το Διοικητή.

(3) Ουδείς διορίζεται ως μέλος της Επιτροπής αν δεν είναι πολίτης της Δημοκρατίας, δεν είναι πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και δεν κατέχει την αναγκαία γνώση και πείρα σε νομισματικά ή χρηματοοικονομικά θέματα:

Νοείται ότι οι πρόνοιες του άρθρου 10 ισχύουν και σε σχέση με τα μέλη της Επιτροπής με εξαίρεση τους αξιωματούχους της Τράπεζας.

(4) Η θητεία των μελών της Επιτροπής είναι τριετής και αρχίζει από την ημερομηνία διορισμού τους.

(5) Της Επιτροπής προεδρεύει ο Διοικητής, ο οποίος συγκαλεί τις συνεδρίες της μια τουλάχιστο φορά το μήνα, καθώς και οποτεδήποτε άλλοτε κρίνει τούτο αναγκαίο.

(6) Η Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται τρία τουλάχιστο μέλη και λαμβάνει αποφάσεις κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο Πρόεδρος έχει νικώσα ψήφο.

(7) Η έδρα μέλους της Επιτροπής χηρεύει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Λόγω θανάτου του·

(β) με τη γραπτή παραίτησή του·

(γ) αν καταστεί οριστικά ανίκανο για εκτέλεση των καθηκόντων του·

(δ) αν έχει επέλθει οποιαδήποτε περίπτωση ανικάνοτητας από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 10 ή έχει απωλέσει την ιθαγένεια της Κυπριακής Δημοκρατίας·

(ε) αν έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα ηθικού ή ατιμωτικού χαρακτήρα από την ημερομηνία διορισμού του και εντεύθεν.

(8) Σε περίπτωση θανάτου ή αποχώρησης μέλους της Επιτροπής για οποιοδήποτε λόγο, εκτός του Διοικητή, πριν από τη λήξη της θητείας του, διορίζεται σε αντικατάστασή του κατάλληλο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου πρόσωπο, η θητεία του οποίου διαρκεί για το υπόλοιπο της θητείας του αποθανόντος ή αποχωρήσαντος μέλους.

(9) (α) Κάθε μέλος της Επιτροπής έχει την υποχρέωση να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο και οφείλει πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του να υπογράψει και να δώσει τον σύμφωνα με το άρθρο 18 διαλαμβανόμενο στο Πρώτο Παράρτημα όρκο.

(β) Τα μέλη της Επιτροπής οφείλουν μετά την παύση των καθηκόντων τους να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες περιήλθαν σε γνώση τους κατά την διάρκεια της θητείας τους και οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

(10) Η Επιτροπή αποφασίζει για την οργάνωση και τη διαδικασία λειτουργίας της.

(11) Ο Πρόεδρος της Επιτροπής καταρτίζει και υποβάλλει στη Βουλή των Αντιπροσώπων εξαμηνιαία έκθεση επί των πεπραγμένων της Επιτροπής, περιλαμβανομένων και των εξελίξεων στο τραπεζικό σύστημα.

(12) Στα μέλη της Επιτροπής, με εξαίρεση το Διοικητή και τους αξιωματούχους της Τράπεζας, καταβάλλεται αντιμισθία που θα αντιστοιχεί με την αντιμισθία των Συμβούλων της Τράπεζας δυνάμει του άρθρου 19.

ΜΕΡΟΣ IV NOMIΣΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΩΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΧΡΗΜΑ
Νομισματική μονάς

20.-(1) Νομισματική μονάς της Δημοκρατίας είναι η Κυπριακή Λίρα.

(2) Η νομισματική μονάς διαιρείται εις πολλαπλά κλάσματα καθοριζόμενα υπό του Υπουργικού Συμβουλίου:

Νοείται ότι μέχρι της λήψεως της τοιαύτης αποφάσεως συμφώνως τω παρόντι εδαφίω, αι ήδη ισχύουσαι υποδιαιρέσεις της λίρας κατά την ημέραν της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου θα θεωρώνται ως υποδιαιρέσεις καθορισθείσαι δυνάμει του παρόντος εδαφίου.

Ισοτιμία Κυπριακής λίρας

21. Το βάρος της νομισματικής μονάδος εις χρυσόν ή η αξία της εν σχέσει προς ξένα νομίσματα, καθορίζεται ή μεταβάλλεται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου μετά προηγουμένην γνωμοδότησιν της Τραπέζης.

Αι χρηματικαί συναλλαγαί τεκμαίρονται γενόμεναι εις Κυπριακάς λίρας

22.-(1) Άπασαι αι χρηματικαί συναλλαγαί αίτινες διενεργούνται εν τη Δημοκρατία τεκμαίρονται ως εκπεφρασμέναι εις Κυπριακάς λίρας εκτός εάν, τηρουμένων των διατάξεων των εκάστοτε εν ισχύϊ Νόμων, άλλως συμφωνηθή μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των εκάστοτε εν ισχύϊ Νόμων, άπασαι αι χρηματικαί συναλλαγαί αίτινες διενεργούνται εν τη Δημοκρατία διακανονίζονται εις Κυπριακάς λίρας, εκτός εάν άλλως προβλέπηται εν τινι δημοσίω εσωτερικώ ή διεθνή νομοθετικώ μέτρω ή εκτός εάν άλλως συμφωνηθή μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

Έκδοσις τραπεζογραμματίων και νομισμάτων

23. Η Τράπεζα κέκτηται αποκλειστικόν δικαίωμα εκδόσεως τραπεζογραμματίων και νομισμάτων εις την Κύπρον.

Αξία και τύπος τραπεζογραμματίων και νομισμάτων

24.-(1) Η αξία, αι επιγραφαί, ο τύπος, η ύλη και τα λοιπά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τραπεζογραμματίων και των νομισμάτων καθορίζονται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, υπό της Τραπέζης κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.

(2) Η Τράπεζα δημοσιεύει εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας τας αξίας και τα λοιπά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τραπεζογραμματίων και νομισμάτων άτινα η Τράπεζα σκοπεύει να εκδώσει δυνάμει του άρθρου 23.

Νομίμως κυκλοφορούν χρήμα, τα υπό της Τραπέζης εκδιδόμενα τραπεζογραμμάτια και νομίσματα

25.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) τραπεζογραμμάτια και νομίσματα εκδιδόμενα υπό της Τραπέζης είναι το νομίμως κυκλοφορούν χρήμα και γίνονται αποδεκτά άνευ περιορισμού ως προς το ποσόν, εν τω διακανονισμώ απάντων των χρεών, δημοσίων τε και ιδιωτικών.

(2) Χαρτονομίσματα άτινα εξεδόθησαν ή άτινα λογίζονται εκδοθέντα υπό του Εφόρου επί του Νομίσματος δυνάμει του άρθρου 11 ή του άρθρου 24 του περί Νομίσματος Νόμου, και νομίσματα νομίμως κυκλοφορούντα εν τη Δημοκρατία δυνάμει των άρθρων 2 και 9 του ως άνω Νόμου, θα παραμείνωσι νομίμως κυκλοφορούν χρήμα, μέχρις ου αποσυρθώσι της κυκλοφορίας συμφώνως τω εδαφίω (3).

(3) Η Τράπεζα δύναται διά γνωστοποιήσεως αυτής δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας να κηρύξει ότι ωρισμέναι εκδόσεις ή αξίαι τραπεζογραμματίων ή νομισμάτων έπαυσαν να είναι νομίμως κυκλοφορούν χρήμα αφ’ ωρισμένης ημερομηνίας. Διά της άνω γνωστοποιήσεως δέον όπως καθορίζηται εύλογος τις προθεσμία εν η τα τοιαύτα τραπεζογραμμάτια ή νομίσματα θα ανταλλάσσωνται εις την Τράπεζαν δι’ ετέρων άτινα κατά τον τρέχοντα χρόνον είναι έγκυρον νομίμως κυκλοφορούν χρήμα.

Κανονισμοί αφορώντες εις κατεστραμμένα τραπεζογραμμάτια και νομίσματα

26. Η Τράπεζα εκδίδει Κανονισμούς δημοσιευομένους εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, εν οις προβλέπονται οι όροι υφ’ ους κατεστραμμένα, παραποιημένα ή άλλως πως ελαττωματικά τραπεζογραμμάτια ή νομίσματα δύνανται να αλλαγώσιν εν τη Τραπέζη.

Αποθέματα έναντι τραπεζογραμματίων, κ.λ.π.

27.-(1) Η Τράπεζα διατηρεί εν τω ενεργητικώ αυτής απόθεμα χρυσού, αλλοδαπού ενεργητικού συγκειμένου εξ εξωτερικού συναλλάγματος, ή εκ των προβλεπομένων εν εδαφίω (2) εξωτερικών χρεωγράφων.

(2) Το Συμβούλιον δύναται εκάστοτε-

(α) να καθορίζη το εξωτερικόν συνάλλαγμα όπερ δύναται να αποτελέση μέρος των εν εδαφίω (1) μνημονευομένων αποθεμάτων˙

(β) να καθορίζη τας ποικίλας κατηγορίας εξωτερικών χρεωγράφων και πιστωτικών τίτλων ους η Τράπεζα δύναται να κατέχη δυνάμει του εδαφίου (1).

Ποσοστόν διεθνών αποθεμάτων

28.-(1) Το απόθεμα, ως τούτο καθορίζεται εν άρθρω 27, δέον να είναι εν παντί χρόνω ίσον προς τριάκοντα τουλάχιστον επί τοις εκατόν της αξίας του ολικού ποσού των εν κυκλοφορία τραπεζογραμματίων και νομισμάτων και των υποχρεώσεων όψεως της Τραπέζης.

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε των εν κυκλοφορία νομισμάτων περιέχει χρυσόν ή άργυρον, η αξία της εις χρυσόν ή άργυρον περιεκτικότητος αυτού, δύναται να αφαιρήται εκ της αντιστοίχου ονομαστικής αυτού αξίας.

(2) Εάν το καθοριζόμενον εν άρθρω 27 απόθεμα ενδέχεται να υποστή μείωσιν κατά τοιούτον τρόπον ώστε να θέση εν κινδύνω την κατάστασιν των αποθεμάτων της Τραπέζης, η Τράπεζα οφείλει να υποβάλη προς το Υπουργικόν Συμβούλιον διά του Υπουργού έκθεσιν περί των αιτίων άτινα δυνατόν να οδηγήσωσιν εις την τοιαύτην μείωσιν των αποθεμάτων και να προτείνη μέτρα άτινα κατά την κρίσιν αυτής πιθανόν να θεραπεύσωσι την κατάστασιν.

ΜΕΡΟΣ V ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΑΙ ΕΙΣ ΧΡΥΣΟΝ
Δοσοληψίαι εις εξωτερικόν συνάλλαγμα

29.-(1) Η Τράπεζα δύναται να αγοράζη, πωλή ή να δέχηται καταθέσεις παντός τύπου εξωτερικού συναλλάγματος. Η Τράπεζα κατά την αγοράν ή πώλησιν εξωτερικού συναλλάγματος δύναται να συναλλάττηται τοις μετρητοίς ή επί προθεσμία.

(2) Η Τράπεζα δύναται να κρατή υπόλοιπα, ων η αξία εκφράζεται εις ξένον νόμισμα, παρά τραπέζαις του εξωτερικού ή τους εν τη αλλοδαπή αντιπροσώπους ή πράκτορας αυτών, δύναται δε να επενδύση κατά το δοκούν τα τοιαύτα υπόλοιπα εις αμέσως ρευστοποιήσιμα εξωτερικά χρεώγραφα.

Συναλλαγαί εις εξωτερικόν συνάλλαγμα

30. Η Τράπεζα δύναται να διενεργή συναλλαγάς εις εξωτερικόν συνάλλαγμα, μόνον μετά-

(α) τραπεζών εχουσών εξουσίαν του συναλλάττεσθαι εις εξωτερικόν συνάλλαγμα, ή μετά προσώπων εχόντων εξουσίαν του συναλλάττεσθαι εις εξωτερικόν συνάλλαγμα, οίτινες δεν είναι αδειούχοι τράπεζαι εν τη Δημοκρατία˙

(β) μετά της Κυβερνήσεως ή οιωνδήποτε των ιδρυμάτων αυτής˙

(γ) μετά ξένων κεντρικών τραπεζών, ξένων τραπεζών ή ξένων οικονομικών ιδρυμάτων˙

(δ) μετά ξένων Κυβερνήσεων ή ιδρυμάτων αυτών˙

(ε) μετά διεθνών οικονομικών ιδρυμάτων.

Συναλλαγαί εις χρυσόν

31. Ανεξαρτήτως παντός εν ετέρω εκάστοτε εν ισχύϊ νόμω διαλαμβανομένου, η Τράπεζα δύναται να εισάγη, εξάγη, αγοράζη, πωλή, κατέχη, ή άλλως συναλλάττηται εις χρυσόν.

Εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι, κ.λ.π.

32.-(1) Η Τράπεζα δύναται να διορίση εξουσιοδοτημένας τραπέζας και πράκτορας με εξουσίαν του συναλλάττεσθαι εις χρυσόν ή εξωτερικόν συνάλλαγμα ή εις αμφότερα.

(2) Η Τράπεζα δύναται, συμφωνούντος του Υπουργού, να εκδώση Κανονισμούς αφορώντας εις τας εις χρυσόν και εξωτερικόν συνάλλαγμα συναλλαγάς των εξουσιοδοτημένων τραπεζών και πρακτόρων ως και εις τα εις χρυσόν και εξωτερικόν συνάλλαγμα αποθέματα αυτών.

Τιμαί εις ας διενεργούνται συναλλαγαί εις ξένον νόμισμα

33.-(1) Η Τράπεζα λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα ίνα διασφαλίση ότι αι ανώταται και κατώταται τιμαί εις ας διενεργούνται αι συναλλαγαί εις ξένα νομίσματα εν τη Δημοκρατία κείνται εντός των ορίων άτινα καθορίζονται υπό διεθνών συνθηκών εις ας η Δημοκρατία είναι εν των συμβαλλομένων μερών ή άτινα είναι σύμφωνα προς τας τοιαύτας συνθήκας.

(2) Η Τράπεζα προβαίνει ανά καιρούς εις δημοσίευσιν των τιμών αγοράς και πωλήσεως εις ας η Τράπεζα είναι διατεθειμένη να συναλλαγή εις τα έχοντα σημασίαν διά τας διεθνείς οικονομικάς σχέσεις της Δημοκρατίας ξένα νομίσματα.

Νομοθεσία ελέγχου εξωτερικού συναλλάγματος

34. Η Τράπεζα, ως αντιπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών, είναι υπεύθυνος διά την εφαρμογήν της εκάστοτε εν ισχύϊ εν τη Δημοκρατία νομοθεσίας περί τον έλεγχον του εξωτερικού συναλλάγματος.

Κέρδη ή ζημίαι ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως

35. Κέρδη ή ζημίαι προκύπτουσαι εκ της ανατιμήσεως του εις χρυσόν ή ξένα νομίσματα καθαρού ενεργητικού ή παθητικού της Τραπέζης ως αποτέλεσμα μεταβολής της εις το άρτιον αξίας της Κυπριακής λίρας ή της νομισματικής μονάδος ετέρας χώρας, αποκλείονται του υπολογισμού των ετησίων κερδών και ζημιών της Τραπέζης και πιστούνται, ή αναλόγως της περιπτώσεως, χρεούνται, εις εκκρεμή λογαριασμόν, διενεργούνται δε διαβουλεύσεις μεταξύ της Τραπέζης και του Υπουργού περί της αποπληρωμής ή της χρησιμοποιήσεως του άνω λογαριασμού.

ΜΕΡΟΣ VI ΡΥΘΜΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Επιτόκια

36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Τόκου Νόμου ή παντός ετέρου εν ισχύϊ νόμου αφορώντος εις τον τόκον, η Τράπεζα:

(α) καθορίζει το επιτόκιον εις ο η Τράπεζα είναι διατεθειμένη να αναπροεξοφλήση ή προεξοφλήση αξιόγραφα πληρούντα τας προς τούτο προϋποθέσεις·

(β) δύναται να παράσχη χορηγήσεις ή δάνεια εις τραπέζας και έτερα εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα˙

(γ) δύναται να καθορίση το ανώτατον και κατώτατον επιτόκιον, ή αμφότερα, άτινα τράπεζαι και έτερα εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα δύνανται να χρεώνωσι επί διαφόρων κατηγοριών δανείων και χορηγήσεων, ή επί ετέρων πιστωτικών συναλλαγών ή να καταβάλλωσιν επί των διαφόρων κατηγοριών καταθέσεων.

(2) Η Τράπεζα δύναται να καθορίση διάφορα επιτόκια διά διαφόρους κατηγορίας συναλλαγών και καταθέσεων.

Υποχρέωσις προς διατήρησιν ωρισμένου ενεργητικού παρά τη Τραπέζη

37.-(1) Η Τράπεζα δύναται από καιρού εις καιρόν να απαιτή όπως αι τράπεζαι και έτερα εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα τηρώσι παρά τη Τραπέζη υπόλοιπον ίσον κατ’ ανώτατον όριον προς είκοσι επί τοις εκατόν των εκ καταθέσεων υποχρεώσεων αυτών.

(2) Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις και ίνα προστατευθή η εσωτερική και εξωτερική σταθερότης του νομίσματος, η Τράπεζα δύναται, τη εγκρίσει του Υπουργού, να απαιτήση παρά των τραπεζών και των εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων όπως τηρώσι παρά τη Τραπέζη υπόλοιπον ουχί μείζον των δέκα επί τοις εκατόν των εκ καταθέσεων υποχρεώσεων αυτών, πέραν του απαιτουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) τοιούτου.

(3) Εντός των ανωτέρω ορίων η Τράπεζα δύναται να καθορίση διάφορα ποσοστά επί καταθέσεων όψεως, καταθέσεων ταμιευτηρίου και καταθέσεων επί προθεσμία.

(4) Η Τράπεζα δύναται να εκδώση Κανονισμούς καθορίζοντας τας ποικίλας κατηγορίας καταθέσεων έναντι των οποίων δέον όπως τηρήται το απαιτούμενον απόθεμα, ως και την μέθοδον υπολογισμού των τοιούτων αποθεμάτων.

(5) Του καθορισμού ή της μεταβολής της υποχρεώσεως προς τήρησιν κατωτάτου αποθέματος συμφώνως τω παρόντι άρθρω προηγείται κατόπιν ειδοποιήσεως δεκαπέντε τουλάχιστον ημερών προς τας οικείας τραπέζας και λοιπά οικονομικά ιδρύματα.

(6) Το κατώτατον ποσοστόν αποθέματος το καθοριζόμενον υπό της Τραπέζης συμφώνως τω παρόντι άρθρω, είναι ομοιόμορφον δι’ απάσας τα τραπέζας και τα λοιπά εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα της αυτής κατηγορίας.

(7) Εάν τράπεζα τις ή εξουσιοδοτημένον οικονομικόν ίδρυμα δεν συμμορφωθή προς την περί τηρήσεως κατωτάτου αποθέματος υποχρέωσιν, εκτός των προβλεπομένων εν άρθρω 59 κυρώσεων, η τράπεζα ή το ίδρυμα δυνατόν να υπόκειται εις την διενέργειαν τοιούτων προσθέτων καταθέσεων προς την Τράπεζαν, ως η Τράπεζα ήθελε διά Κανονισμών καθορίσει εις ην δε περίπτωσιν η τοιαύτη τράπεζα ή το τοιούτον εξουσιοδοτημένον οικονομικόν ίδρυμα εμμένει και δεν συμμορφούται προς την περί τηρήσεως κατωτάτου αποθέματος υποχρέωσιν, η Τράπεζα δύναται, επιπροσθέτως των ανωτέρω, να απαγορεύση εις την τοιαύτην τράπεζαν ή εις το τοιούτον ίδρυμα την αποδοχήν νέων καταθέσεων, την χορήγησιν νέων δανείων ή την παροχήν νέων χορηγήσεων.

Καθορισμός τρόπου εργασίας ετέρων τραπεζών

38.-(1) Αναφορικώς προς τα δάνεια, χορηγήσεις, ή επενδύσεις των τραπεζών και ετέρων εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων, η Τράπεζα δύναται:

(α) να καθορίση τους σκοπούς δι’ ους αι τοιαύται πράξεις δύνανται να διενεργηθώσιν, ή να μη διενεργηθώσιν˙

(β) να καθορίση το ανώτατον όριον λήξεως ή, εις την περίπτωσιν δανείων, χορηγήσεων ή πιστωτικών επιστολών, τον Τύπον και το ποσόν της απαιτουμένης ασφαλείας˙

(γ) να καθορίση όρια δι’ οιανδήποτε κατηγορίαν δανείων, χορηγήσεων και επενδύσεων, ή διά το οφειλόμενον ολικόν ποσόν.

(2) Εις περίπτωσιν καθ’ ην τα δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) καθορισθέντα όρια είναι υπό μορφήν διατηρήσεως σχέσεως τινος ρευστού ενεργητικού και στοιχείων παθητικού, η Τράπεζα θα καθορίζη τα εκάστοτε υπό την έννοιαν ρευστού ενεργητικού εμπίπτοντα στοιχεία και τα στοιχεία παθητικού έναντι των οποίων η ρηθείσα σχέσις θα διατηρήται.

Εφαρμογή των μέτρων, κ.λ.π.

39. Άπαντα τα γενικής εφαρμογής μέτρα, τα καθοριζόμενα υπό της Τραπέζης δυνάμει του παρόντος Μέρους, θα δημοσιεύωνται και ανακοινούνται προσηκόντως ομού μετά των ημερομηνιών ενάρξεως της ισχύος αυτών, κατά τρόπον καθοριζόμενον υπό της Τραπέζης, οι δε δυνάμει του παρόντος Μέρους γενόμενοι Κανονισμοί θα δημοσιεύωνται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

ΜΕΡΟΣ VII ΣΥΝΑΛΛΑΓΑΙ ΜΕΤΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΕΤΕΡΩΝ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Όροι συναλλαγών μεθ’ ετέρων τραπεζών

40. Η Τράπεζα δύναται να καθορίση τους όρους και προϋποθέσεις υφ’ ων διέπονται αι συναλλαγαί αυτής μετά τραπεζών και ετέρων εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων.

Ειδικαί διατάξεις αφορώσαι εις τας συναλλαγάς

41.-(1) Η Τράπεζα δύναται να διενεργή μετά τραπεζών και ετέρων εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων συναλλαγάς επαγομένας την αναπροεξόφλησιν, προεξόφλησιν ή αγοράν συναλλαγματικών, γραμματίων εις διαταγήν, και ετέρων πιστωτικών τίτλων οίτινες φέρουσι την υπογραφήν δύο τουλάχιστον προσώπων καλής οικονομικής καταστάσεως, εν των οποίων δέον να είναι τράπεζα ή εξουσιοδοτημένον οικονομικόν ίδρυμα, και καθορίζουσιν ημερομηνίαν λήξεως ουχί πέραν των εκατόν ογδοήκοντα ημερών από της αναπροεξοφλήσεως, προεξοφλήσεως, ή αγοράς αυτών υπό της Τραπέζης, προκύπτουσι δε εκ συναλλαγών προερχομένων εκ-

(α) της εισαγωγής, εξαγωγής, αγοράς, και πωλήσεως αγαθών και υπηρεσιών ή της μεταφοράς αγαθών˙

(β) της αποθηκεύσεως εμπορευσίμων αγαθών και προϊόντων, άτινα είναι προσηκόντως ησφαλισμένα και κατατεθειμένα υπό συνθήκας διασφαλιζούσας την συντήρησιν αυτών εις εγκεκριμένας αποθήκας, ή εις ετέρους χώρους οίτινες ήθελον τύχει της εγκρίσεως της Τραπέζης˙

(γ) βιομηχανικής παραγωγής.

(2) Εν περιπτώσει συναλλαγών προερχομένων εκ γεωργικής παραγωγής η Τράπεζα δύναται, εάν εύρη ότι τούτο είναι προς το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, να αναπροεξοφλήση ή προεξοφλήση ή αγοράση τους εν εδαφίω (1) αναφερομένους τίτλους με προθεσμίαν λήξεως ουχί πέραν των διακοσίων εβδομήκοντα ημερών από της ημερομηνίας της αναπροεξοφλήσεως, προεξοφλήσεως ή αγοράς αυτών υπό της Τραπέζης. Η Τράπεζα δύναται να απαιτήση όπως επί μέρους έγγραφα, ή έγγραφα εφ’ ων η Τράπεζα έχει δικαίωμα κατοχής ή κυριότητος ως αποτέλεσμα συναλλαγής τινος δυνάμει του παρόντος εδαφίου, εξασφαλισθώσι δι’ ενεχυριάσεως, επιβαρύνσεως ή εκχωρήσεως των παραγομένων προϊόντων ή εσοδείας.

Χορηγήσεις εις τραπέζας, κ.λ.π.

42.-(1) Η Τράπεζα δύναται να παρέχη χορηγήσεις ή δάνεια προς τραπέζας και εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα διά καθωρισμένας περιόδους έναντι της ακολούθου ασφαλείας:

(α) των μνημονευομένων εν άρθρω 41 πιστωτικών τίτλων˙ ή

(β) διαπραγματευσίμων γραμματίων του Δημοσίου υπό τους εν εδαφίω (2) του άρθρου 50 προβλεπομένους περιορισμούς˙

(γ) κρατικά χρεώγραφα ή χρεώγραφα ηγγυημένα υπό του Δημοσίου προσφερθέντα δημοσίως προς πώλησιν υπό τους εν εδαφίω (3) του άρθρου 50 προβλεπομένους περιορισμούς˙

(δ) πρώτης τάξεως χρεώγραφα τακτής λήξεως φέροντα ωρισμένον επιτόκιον εκδοθέντα υπό εγχωρίων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και προσφερθέντα προς πώλησιν εις το κοινόν:

Νοείται ότι το σύνολον των ούτω καλυπτομένων χορηγήσεων και δανείων δεν θα υπερβαίνη, καθ’ οιονδήποτε χρόνον, τα πέντε επί τοις εκατόν του συνόλου των υποχρεώσεων της Τραπέζης, περιλαμβανομένων των εν κυκλοφορία τραπεζογραμματίων και νομισμάτων αλλ’ ουχί των κυβερνητικών και ετέρων λογαριασμών του Δημοσίου.

(2) Η περίοδος δι’ ην η Τράπεζα δύναται να παρέχη χορηγήσεις ή δάνεια συμφώνως τω εδαφίω (1), δεν δύναται να υπερβαίνη την προθεσμίαν λήξεως των πιστωτικών τίτλων ή των γραμματίων του Δημοσίου ή των ετέρων χρεωγράφων άτινα κρατούνται υπό της Τραπέζης ως επιβοηθητική ασφάλεια, η δε τοιαύτη περίοδος εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να υπερβαίνη τους εξ μήνας.

Αγορά χρεωγράφων, κ.λ.π.

43. Η Τράπεζα επί τω τέλει προαγωγής της κεφαλαιαγοράς και διά σκοπούς νομισματικής πολιτικής δύναται να αγοράζη και πωλή πρώτης τάξεως χρεώγραφα καθωρισμένης προθεσμίας και με καθωρισμένον επιτόκιον, εκδοθέντα υπό εγχωρίων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, και προσφερθέντα δημοσίως προς πώλησιν:

Νοείται ότι το ολικόν ποσόν των τοιούτων χρεωγράφων, περιλαμβανομένων χρεωγράφων άτινα κρατούνται υπό της Τραπέζης ως επιβοηθητική ασφάλεια συμφώνως τη παραγράφω (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 42, εν ουδενί χρόνω θα υπερβαίνη τα πέντε τοις εκατόν του συνόλου των υποχρεώσεων της Τραπέζης, νοουμένου ότι αι τοιαύται υποχρεώσεις περιλαμβάνουσιν εν κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια και νομίσματα αλλά δεν περιλαμβάνουσι κυβερνητικούς ή ετέρους λογαριασμούς του Δημοσίου.

Αποδοχή χρημάτων επί καταθέσει, κ.λ.π.

44.-(1) Η Τράπεζα δέχεται χρήματα επί καταθέσει εκ μέρους τραπεζών και εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων, δύναται δε να εισπράττη χρήματα διά λογαριασμόν αυτών.

(2) Η Τράπεζα δύναται να καταβάλλη τόκον επί οριζομένων καταθέσεων γενομένων υπό τραπεζών ή εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων των καταθέσεων τας οποίας η Τράπεζα δυνατόν να απαιτήση δυνάμει του άρθρου 37.

(3) Η Τράπεζα δύναται να παρέχη χορηγήσεις επί ασφαλεία, ή να παρέχη δάνεια επί ασφαλεία εις τραπέζας ή εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα διά καθωρισμένας περιόδους και διά σκοπούς ους η Τράπεζα ήθελε καθορίσει.

Υπηρεσίαι εις ετέρας τραπέζας, κ.λ.π

45. Η Τράπεζα δύναται να παρέχη υπό όρους και προϋποθέσεις τας οποίας αύτη ήθελεν ορίσει, ενδεδειγμένας υπηρεσίας εις τραπέζας και εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα.

ΜΕΡΟΣ VIII ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
Η Τράπεζα ως τραπεζίτης, κ.λ.π., της Κυβερνήσεως

46.-(1) Εκτός οσάκις ο Υπουργός άλλως ήθελεν ορίσει προς το δημόσιον συμφέρον αναφορικώς προς ωρισμένας οικονομικάς συναλλαγάς, η Τράπεζα ενεργεί ως οικονομικός πράκτωρ και τραπεζίτης της Κυβερνήσεως.

(2) Η Τράπεζα δύναται ωσαύτως να ασκή αρμοδιότητας οικονομικού πράκτορος και τραπεζίτου δι’ οιανδήποτε Κοινοτικήν Συνέλευσιν, δι’ οιονδήποτε δήμον ή νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου εν τη Δημοκρατία, συμφώνως προς ειδικάς διευθετήσεις γενομένας μεταξύ της Τραπέζης και της οικείας Κοινοτικής Συνελεύσεως, ή του οικείου δήμου, ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, και εντός των καθορισθέντων διά των τοιούτων διευθετήσεων πλαισίων.

Καθήκοντα Τραπέζης ως τραπεζίτου, κ.λ.π., δυνάμει του άρθρου 46

47. Η Τράπεζα εν τη ιδιότητι αυτής ως οικονομικού πράκτορος και τραπεζίτου της Κυβερνήσεως-

(α) είναι, τηρουμένων των εν άρθρω 63 διατάξεων, ο επίσημος θεματοφύλαξ της Κυβερνήσεως, και δέχεται καταθέσεις, και ενεργεί πληρωμάς διά λογαριασμόν της Κυβερνήσεως:

Νοείται ότι η Τράπεζα δύναται, μετά προηγουμένην γνωμοδότησιν του Υπουργού, να επιλέξη τραπέζας ή εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα, ίνα ενεργώσιν εν ονόματι και διά λογαριασμόν αυτής, ως επίσημοι θεματοφύλακες της Κυβερνήσεως εις τόπους ένθα η Τράπεζα δεν έχει υποκαταστήματα˙

(β) είναι ο διαχειριστής των διαφόρων ταμείων του δημοσίου, συμφώνως προς διευθετήσεις αίτινες ήθελον γενή μεταξύ της Τραπέζης και του Υπουργού˙

(γ) τηρουμένων των διευθετήσεων των γενομένων μεταξύ της Τραπέζης και της Κυβερνήσεως, ή των υπηρεσιών αυτής, ή της οικείας Κοινοτικής Συνελεύσεως, του οικείου δήμου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, είναι ο διαχειριστής του δημοσίου χρέους, περιλαμβανομένης της εκδόσεως και της εξυπηρετήσεως ομολογιών και ετέρων χρεωγράφων της Κυβερνήσεως και ιδρυμάτων αυτής, Κοινοτικής τινος Συνελεύσεως, δήμου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εν τη Δημοκρατία˙

(δ) πληρώνει, διαβιβάζει, εισπράττει ή θέτει υπό την νόμιμον αυτής φύλαξιν χρήματα εν τη Δημοκρατία ή εν τη αλλοδαπή˙

(ε) αγοράζει, πωλεί, μεταβιβάζει, ή θέτει υπό την νόμιμον αυτής φύλαξιν επιταγάς, συναλλαγματικάς και χρεώγραφα˙

(στ) εισπράττει παν ποσόν, συγκείμενον εκ κεφαλαίου, ή τόκων, όπερ ήθελε προκύψει εκ της διά λογαριασμόν της Κυβερνήσεως γενομένης πωλήσεως χρεωγράφων ή ετέρων περιουσιακών στοιχείων, ή παν τοιούτον ποσόν όπερ ήθελε περιέλθει εις την Κυβέρνησιν ως εκ της κατοχής χρεωγράφων ή ετέρων περιουσιακών στοιχείων˙

(ζ) αγοράζει, πωλεί, μεταβιβάζει, ή λαμβάνει υπό την φύλαξιν αυτής χρυσόν, άργυρον και εξωτερικόν συνάλλαγμα.

Ουδείς τόκος καταβάλλεται υπό της Τραπέζης και ουδεμία πληρωμή καταβάλλεται αυτή

48.-(1) Η Τράπεζα ουδένα τόκον καταβάλλει επί καταθέσεων άτινας κρατεί συμφώνως τη παραγράφω (α) του άρθρου 47.

(2) Εκτός εάν άλλως συμφωνηθή, η Τράπεζα ουδεμίαν αμοιβήν λαμβάνει διά τας παρεχομένας τη Κυβερνήσει υπηρεσίας.

Χορηγήσεις προς την Κυβέρνησιν

49.-(1) H Tράπεζα διά να αντισταθμίση τας μεταξύ εισπράξεων και πληρωμών της Κυβερνήσεως υφισταμένας διακυμάνσεις, δύναται να παρέχη εις την Κυβέρνησιν απ’ ευθείας χορηγήσεις.

(2) Το ποσόν των τοιούτων εν εκκρεμότητι χορηγήσεων εν ουδενί χρόνω δύναται να υπερβαίνη τα είκοσι πέντε επί τοις εκατόν των προϋπολογισμένων τακτικών εσόδων της Κυβερνήσεως, διά το οικονομικόν έτος καθ’ ο πρόκειται να διενεργηθή η χορήγησις.

Νοείται ότι από την ημέρα έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 1993 το πιο πάνω ποσοστό του είκοσι πέντε επί τοις εκατόν αυξάνεται σε σαράντα επί τοις εκατόν και από την 1η Μαρτίου 1993 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1994 το πιο πάνω ποσοστό αυξάνεται σε σαράντα δύο και μισό επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1995 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1995 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε σαράντα επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1996 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε τριάντα οκτώ τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1997 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1997 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται στο τριάντα έξι τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε τριάντα τέσσερα τοις εκατόν.

(3) Αι τοιαύται απ’ ευθείας χορηγήσεις είναι αποπληρωτέαι ουχί βραδύτερον των εξ μηνών των επομένων του τέλους του οικονομικού έτους της Δημοκρατίας.

Γραμμάτια του Δημοσίου και έτερα Κρατικά Χρεώγραφα

50.-(1) Η Τράπεζα δύναται να αγοράζη διαπραγματεύσιμα γραμμάτια του Δημοσίου έχοντα χρόνον λήξεως ουχί πέραν των δώδεκα μηνών από της ημερομηνίας κτήσεως αυτών παρά της Τραπέζης.

(2) Εν ουδενί χρόνω το ποσόν των τοιούτων γραμματίων του Δημοσίου περιλαμβανομένων των κρατουμένων υπό της Τραπέζης ως επιβοηθητική ασφάλεια συμφώνως τη παραγράφω (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 42, δύναται να υπερβαίνει τα τριάκοντα επί τοις εκατόν των προϋπολογισμένων τακτικών εσόδων της Κυβερνήσεως.

Νοείται ότι από την ημέρα έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 1993 το πιο πάνω ποσοστό του τριάντα επί τοις εκατόν αυξάνεται σε σαράντα πέντε επί τοις εκατόν και από την 1η Μαρτίου 1993 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1994 το πιο πάνω ποσοστό αυξάνεται σε σαράντα επτά και μισό επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1995 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1995 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε σαράντα πέντε επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1996 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε σαράντα τρία τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1997 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1997 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται στο σαράντα ένα τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε τριάντα εννέα τοις εκατόν.

(3) Η Τράπεζα δύναται να πωλή και επαναγοράζη κρατικά χρεώγραφα άτινα, δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 64, η Τράπεζα θα αναλάβη εκ του Ταμείου Καλύμματος Χαρτονομίσματος, δύναται δε να πωλή και αγοράζη κρατικά χρεώγραφα, και κρατικά ηγγυημένα χρεώγραφα, άτινα προσεφέρθησαν δημοσίως προς πώλησιν:

Νοείται ότι το ολικόν ποσόν των τοιούτων χρεωγράφων άτινα κατά κυριότητα ανήκουσι τη Τραπέζη, εν ουδενί χρόνω δύναται να υπερβαίνη το ποσόν των κρατικών χρεωγράφων άτινα ανέλαβεν εκ του Ταμείου Καλύμματος Χαρτονομίσματος δυνάμει του άρθρου 64 κατά ποσοστόν μείζον των είκοσι επί τοις εκατόν του συνόλου των υποχρεώσεων όψεως της Τραπέζης.

Νοείται ότι από την ημέρα έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 1993 το πιο πάνω ποσοστό του είκοσι επί τοις εκατόν αυξάνεται σε τριάντα πέντε επί τοις εκατόν και από την 1η Μαρτίου του 1993 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1994 το πιο πάνω ποσοστό αυξάνεται σε τριάντα επτά και μισό επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1995 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1995 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε τριάντα επί τοις εκατόν από δε την 1η Ιανουαρίου 1996 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1996 το εν λόγω ποσοστό περιορίζεται σε είκοσι πέντε τοις εκατόν.

Συμβουλαί προς την Κυβέρνησιν

51.-(1) Η Τράπεζα δύναται να παρέχη συμβουλάς προς την Κυβέρνησιν και τον Υπουργόν επί παντός ζητήματος όπερ κατα την γνώμην αυτής ενδέχεται να επηρεάση την επίτευξιν των σκοπών της Τραπέζης, ως ούτοι καθορίζονται εν άρθρω 4.

(2) Η Κυβέρνησις και ο Υπουργός δύνανται να ζητήσωσι παρά της Τραπέζης όπως παράσχη αυτοίς στοιχεία και συμβουλάς επί ειδικών μέτρων, συνθηκών ή συναλλαγών, ή επί της εν γένει καταστάσεως του χρήματος και του τραπεζικού συστήματος.

ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ, ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Κεφάλαιον της Τραπέζης

52.-(1) Το αρχικόν κεφάλαιον της Τραπέζης είναι εκατόν χιλιάδες λίραι, αίτινες αναλαμβάνονται και καταβάλλονται υπό της Κυβερνήσεως εκ του Παγίου Ταμείου.

(2) Το κεφάλαιον τούτο δύναται να αυξηθή, ή άλλως μεταβληθή, δι’ αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.

Οικονομικόν έτος της Τραπέζης

53. Το οικονομικόν έτος της Τραπέζης άρχεται την πρώτην Ιανουαρίου, και λήγει την τριακοστήν πρώτην ημέραν Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

Ισολογισμός, κ.λ.π.

54.-(1) Εντός τριών μηνών από της λήξεως εκάστου οικονομικού έτους η Τράπεζα καταρτίζει τον Ισολογισμόν και τον Λογαριασμόν Κερδών και Ζημιών.

(2) Η Τράπεζα καθορίζει το καθαρόν κέρδος διά το οικονομικόν έτος αφού αφαιρέση εκ των εκάστοτε μεικτών κερδών τα έξοδα λειτουργίας αυτής, και τα άλλα έξοδα ή κρατήσεις αίτινες αφαιρούνται συνήθως υπό των Κεντρικών Τραπεζών.

Γενικόν Αποθεματικόν Κεφάλαιον

55.-(1) Η Τράπεζα θα έχη αποθεματικόν κεφάλαιον (εν τω παρόντι Νόμω καλούμενον “Γενικόν Αποθεματικόν Κεφάλαιον”) όπερ σχηματίζεται συμφώνως ταις διατάξεσι του εδαφίου (2).

(2) Δεκαπέντε επί τοις εκατόν των καθαρών κερδών μεταφέρονται εν εκάστω οικονομικώ έτει εις το Γενικόν Αποθεματικόν Κεφάλαιον μέχρις ου τούτο εξισωθή προς πεντήκοντα επί τοις εκατόν του κεφαλαίου. Μετέπειτα εις το Γενικόν Αποθεματικόν Κεφάλαιον μεταφέρονται δέκα επί τοις εκατόν των καθαρών κερδών μέχρις ου τούτο εξισωθή προς το κεφάλαιον.

(3) Το υπόλοιπον καταβάλλεται εις το Πάγιον Ταμείον, αφ’ ης δε το Γενικόν Αποθεματικόν Κεφάλαιον καταστή ίσον προς το κεφάλαιον, ολόκληρον το ποσόν των καθαρών κερδών καταβάλλεται εις το Πάγιον Ταμείον, εκτός εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον, τη εισηγήσει του Συμβουλίου, αποφασίση την περαιτέρω αύξησιν του Αποθεματικού Κεφαλαίου.

Ετησία έκθεσις, κ.λ.π.

56.-(1) Το Συμβούλιον καταρτίζει και δημοσιεύει ετησίαν έκθεσιν επί των καθ’ έκαστον οικονομικόν έτος πεπραγμένων της Τραπέζης εν η περιλαμβάνονται ο Ισολογισμός και ο Λογαριασμός Κερδών και Ζημιών της Τραπέζης.

(2) Η Τράπεζα καταρτίζει και δημοσιεύει επί τω τέλει εκάστου μηνός Κατάστασιν του ενεργητικού και του παθητικού της Τραπέζης ως ταύτα είχον κατά την τελευταίαν εργάσιμον ημέραν του προηγουμένου μηνός.

Έλεγχος

57. Οι λογαριασμοί της Τραπέζης ελέγχονται υπό του Γενικού Ελεγκτού όστις υποβάλλει τω Υπουργώ αντίγραφον της εκθέσεως αυτού.

Προϋπολογισμός Τραπέζης

58.-(1) Το Συμβούλιον είναι υπεύθυνον διά την κατάρτισιν και έγκρισιν του ετησίου προϋπολογισμού της Τραπέζης.

(2) Κατά την κατάρτισιν και έγκρισιν του προϋπολογισμού το Συμβούλιον δέον όπως συμβουλεύηται τον Υπουργόν και συμμορφούται προς τας υποδείξεις αυτού.

ΜΕΡΟΣ Χ ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αδικήματα
Παράλειψις συμμορφώσεως προς την περί τηρήσεως κατωτάτου αποθέματος υποχρέωσιν

59.-(1) Πάσα τράπεζα, ή παν εξουσιοδοτημένον οικονομικόν ίδρυμα όπερ δεν συμμορφούται προς την περί τηρήσεως κατωτάτου αποθέματος υποχρέωσιν, όπερ επιβάλλεται ή τηρείται υπό της Τραπέζης δυνάμει του άρθρου 37, διαπράττει αδίκημα, και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250 δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην εξακολουθεί το αδίκημα.

(2) Πάσα τράπεζα, ή παν εξουσιοδοτημένον οικονομικόν ίδρυμα όπερ δεν συμμορφούται προς τας διατάξεις του άρθρου 62 διαπράττει αδίκημα, και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £125 δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην εξακολουθεί το αδίκημα.

Απαλλαγή από της φορολογίας και εξαίρεσις αφ’ ωρισμένης νομοθεσίας
Απαλλαγή Τραπέζης εκ της καταβολής κυβερνητικών και δημοτικών φόρων, δικαιωμάτων, κλπ.

60. Η Τράπεζα απαλλάττεται της καταβολής οιασδήποτε φύσεως κυβερνητικών ή δημοτικών φόρων, δικαιωμάτων ή τελών, περιλαμβανομένων και τελών χαρτοσήμου, πληρωτέων δυνάμει οιωνδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ Νόμων ή Κανονισμών.

Ο περί Εταιρειών Νόμος δεν ισχύει

61.-(1) Αι διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου δεν έχουν ισχύν επί της Τραπέζης.

(2) Η Τράπεζα δεν τίθεται υπό εκκαθάρισιν ειμή συμφώνως προς νομοθεσίαν ψηφισθείσαν επί τούτω, εν τοιαύτη δε περιπτώσει κατά τρόπον προβλεπόμενον εν τη τοιαύτη νομοθεσία.

Γενικαί και μεταβατικαί διατάξεις
Πληροφορίαι παρεχόμεναι υπό τραπεζών, κ.λ.π.

62.-(1) Η Τράπεζα δύναται να απαιτήση όπως εκάστη τράπεζα, ή έτερον εξουσιοδοτημένον οικονομικόν ίδρυμα ασκούν τας εργασίας αυτού εν τη Δημοκρατία, παρέχη εις αυτήν περιοδικώς ή άμα ως ζητηθώσι, τας πληροφορίας άτινας ήθελε κρίνει αναγκαίας διά την εκπλήρωσιν των λειτουργιών αίτινες ανετέθησαν αυτή υπό του παρόντος Νόμου.

(2) Η Τράπεζα οφείλει να λαμβάνη υπ’ όψιν το εμπιστευτικόν των σχέσεων Τραπεζών ή ετέρων εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων μετά των πελατών των, και να χρησιμοποιή τας εκ Τραπεζών ή εξουσιοδοτημένων οικονομικών ιδρυμάτων λαμβανομένας πληροφορίας μόνον διά την εκπλήρωσιν των συνήθων λειτουργιών κεντρικής τινος Τραπέζης.

Υποχρέωση παροχής στοιχείων

62Α.-(1) Η Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από οποιαδήποτε τράπεζα, εξουσιοδοτημένο οικονομικό ίδρυμα ή από οποιοδήποτε πρόσωπο να της παρέχει τα ευρισκόμενα στην κατοχή του στοιχεία και πληροφορίες που ορίζονται σε οδηγίες που εκδίδονται με βάση το εδάφιο (3) που είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στο εδάφιο (2).

(2) Τα στοιχεία τα οποία τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) οφείλουν να παρέχουν στην Τράπεζα είναι απαραίτητα για την κατάρτιση του ισοζυγίου πληρωμών και τον υπολογισμό της διεθνούς επενδυτικής θέσης της Δημοκρατίας.

(3) Η Τράπεζα δύναται να ορίζει, με την έκδοση σχετικών οδηγιών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που οφείλουν να της παρέχουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) σχετικά με τις συναλλαγές τους με κατοίκους ή μη κατοίκους Κύπρου, τις έναντι των προσώπων αυτών απαιτήσεις και υποχρεώσεις τους, καθώς και τον τρόπο, χρόνο και διαδικασία παροχής των στοιχείων αυτών και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

(4) Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής των στοιχείων που ορίζονται στις οδηγίες της Τράπεζας, οι τράπεζες και τα εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα οφείλουν, σε περίπτωση διενέργειας μέσω αυτών, συναλλαγών κατοίκων της Δημοκρατίας με μη κατοίκους της Δημοκρατίας, να λαμβάνουν από τους συναλλασσόμενους κατοίκους τα στοιχεία αυτά.

(5) Στοιχεία ή πληροφορίες που παρέχονται στην Τράπεζα για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, είτε από πρόσωπο το οποίο ασκεί ή άσκησε δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας, είτε από πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών ή των στοιχείων αυτών. Η απαγόρευση αυτή δεν περιλαμβάνει την ανακοίνωση, σε συγκεντρωτική μορφή, των πιο πάνω στοιχείων και πληροφοριών, εφόσον δεν αποκαλύπτεται η ταυτότητα των προσώπων στα οποία αναφέρονται.

(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου η Τράπεζα δύναται να ορίζει την έννοια της λέξης “κάτοικος” με την έκδοση σχετικών οδηγιών.

(7) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα κατά την άσκηση της εξουσίας της για συλλογή πληροφοριών διαπιστώσει παράβαση των κατά το παρόν άρθρο υποχρεώσεων, ο Διοικητής έχει εξουσία αφού προηγουμένως ακούσει το επηρεαζόμενο πρόσωπο, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι δέκα χιλιάδες λίρες και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, ο Διοικητής έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση.

(8)(α) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες και, σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οποιοσδήποτε σύμβουλος, διευθύνων σύμβουλος, πρώτος εκτελεστικός διευθυντής, διευθυντής, συνέταιρος ή άλλος λειτουργός ή υπάλληλος της Τράπεζας ή του ιδρύματος που εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξη του, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στην παράγραφο (α).

(γ) Το Δικαστήριο το οποίο εκδικάζει υπόθεση για παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε ποινή που θα επιβάλει με βάση την παράγραφο (α), να διατάξει, στην κατάλληλη περίπτωση, τον παραβάτη να δώσει στην Τράπεζα τις πληροφορίες τις οποίες αυτή είχε ζητήσει.

(δ) Διώξεις σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου ασκούνται μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεση του.

Διακανονισμός διά την μεταβίβασιν των εν άρθρω 47 μνημονευομένων αρμοδιοτήτων θεματοφύλακος, κ.λ.π.

63.-(1) Η Τράπεζα και ο Υπουργός δύνανται να προβούν εις καταλλήλους διευθετήσεις όπως μεταβιβασθώσι τη Τραπέζη αι εν παραγράφω (α) του άρθρου 47 μνημονευόμεναι αρμοδιότητες θεματοφύλακος.

(2) Αι διευθετήσεις αύται δύνανται να προνοούν περί της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της τοιαύτης μεταβιβάσεως.

(3) Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα επιλογής, συμφώνως τη παραγράφω (α) του άρθρου 47, επί μέρους τραπεζών ή υποκαταστημάτων τραπεζών, ίνα καταστώσι θεματοφύλακες κυβερνητικών κεφαλαίων εις τόπους ένθα η τράπεζα δεν έχει υποκαταστήματα.

Ανάληψις του Ταμείου Καλύμματος Χαρτονομίσματος, κ.λ.π., υπό της Τραπέζης

64.-(1) Η Τράπεζα αναλαμβάνει το ενεργητικόν και παθητικόν του Ταμείου Καλύμματος Χαρτονομίσματος όπερ επί τούτω τίθεται υπό εκκαθάρισιν.

(2) Η Τράπεζα αναλαμβάνει το ενεργητικόν και παθητικόν του γνωστού ως “Ταμείον Αργύρου” ταμείου, όπερ επί τούτω τίθεται υπό εκκαθάρισιν.

(3) Η Τράπεζα, το ταχύτερον δυνατόν από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, αναλαμβάνει το κατεχόμενον υπό του Εφόρου Νομίσματος ποσόν απάντων των μη εκδοθέντων χαρτονομισμάτων και νομισμάτων, ως εάν επρόκειτο περί τραπεζογραμματίων και νομισμάτων της Τραπέζης.

Ειδικαί Τραπεζικαί αργίαι

65. Ανεξαρτήτως οιασδήποτε διατάξεως διαλαμβανομένης εν τω εκάστοτε εν ισχύϊ περί Τραπεζικών Αργιών Νόμω, ο Υπουργός δύναται να κηρύξη διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ωρισμένας ημέρας ως ειδικάς Τραπεζικάς αργίας ή ως ημέρες κατά τις οποίες δε θα διενεργούνται συναλλαγές των τραπεζών με το κοινό εφ’ όσον κρίνει ότι τούτο είναι προς το δημόσιον συμφέρον.

Τροποποιήσεις

66.-(1) Ο περί Νομίσματος Νόμος θα αναγιγνώσκηται, ερμηνεύηται και εφαρμόζηται υποκείμενος εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και τας εν τω Δευτέρω Παραρτήματι εκτιθεμένας τροποποιήσεις.

(2) Εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου, ή εκ της ημερομηνίας του συγκεκριμένου ζητήματος ή συναλλαγής, οιαδήποτε αναφορά γενομένη εν νόμω ή διοικητική πράξει εις “λίραν” ή “στερλίναν” ή οιανδήποτε υποδιαίρεσιν αυτών, θα ερμηνεύηται ως αναφορά εις κυπριακήν λίραν ή υποδιαίρεσιν αυτής ως προνοείται υπό του παρόντος Νόμου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Άρθρον 18.)

Όρκος Πίστεως και Απορρήτου

Εγώ,

ορκίζομαι ότι θα εκτελώ πιστώς, ειλικρινώς και με όλας μου τας δυνάμεις τα καθήκοντα του Διοικητού (Υποδιοικητού, Συμβούλου, αξιωματούχου ή υπαλλήλου, αναλόγως της περιπτώσεως) της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου τα οποία αναφέρονται εις τας αρμοδιότητας της θέσεως μου εις την Τράπεζαν.

Επίσης ορκίζομαι, ότι δεν θα μεταδίδω και δεν θα επιτρέπω εις οιονδήποτε πρόσωπον όπερ δεν δικαιούται κατά νόμον να γνωρίζει οιανδήποτε πληροφορίαν σχετικήν με τας εργασίας της Τραπέζης ούτε θα επιτρέπω εις οιονδήποτε πρόσωπον να λαμβάνη γνώσιν του περιεχομένου των βιβλίων ή εγγράφων των ανηκόντων ή ευρισκομένων εις την κατοχήν της Τραπέζης, των σχετικών με τας εργασίας της Τραπέζης.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Άρθρον 66.)

Τροποποίησις του περί Νομίσματος Νόμου

(Κεφ. 197.)

1. Τα άρθρα 10 έως 15 (αμφοτέρων περιλαμβανομένων) και τα άρθρα 20 έως 24 (αμφοτέρων περιλαμβανομένων) διά του παρόντος καταργούνται.

2. Τα άρθρα 16 έως 19 (αμφοτέρων περιλαμβανομένων) αναριθμούνται ως άρθρα 11 έως 14, αντιστοίχως, και θα αναγιγνώσκωνται, ερμηνεύωνται και εφαρμόζωνται υπό τας ακολούθους τροποποιήσεις:

(α) αι λέξεις “ή τραπεζογραμμάτιον” εντίθενται μετά την λέξιν “χαρτονόμισμα” οσάκις αύτη απαντάται?

(β) αι λέξεις “ή ο Διοικητής και/ή ο θησαυροφύλαξ της Κεντρικής Τραπέζης” εντίθενται μετά την λέξιν “Έφορος” οσάκις η τοιαύτη λέξις απαντάται.

3. Αμέσως προ του άρθρου 11 (ως τούτο επανηριθμήθη) εντίθεται το ακόλουθον άρθρον:

“10. Διά τους σκοπούς των άρθρων 11 έως 14 ο όρος “τραπεζογραμμάτιον” σημαίνει τραπεζογραμμάτιον εκδοθέν υπό της Τραπέζης δυνάμει των διατάξεων του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου του 1963.”

Σημείωση
4 του Ν233/91Έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου

Η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1992.

Σημείωση
71 του Ν.138(I)/2002Κατάργηση

Τηρουμένου του άρθρου 72 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.138(I)/2002], οι περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμοι του 1963 μέχρι 2001 καταργούνται.