Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1.Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί του Εθνικού Ταμείου Επενδύσεων και του Κυπριακού Οργανισμού Διαχείρισης Επενδύσεων και για Συναφή Θέματα Νόμος του 2019.

ΜΕΡΟΣ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2.Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού» σημαίνει το προσωπικό του Οργανισμού, το οποίο καθορίζεται ως τέτοιο από το Συμβούλιο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

«Γενική Κυβέρνηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου˙

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία και περιλαμβάνει την εθνική επικράτεια, το έδαφος, τη χωρική θάλασσα, καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλη περιοχή εκτός της χωρικής θάλασσας, περιλαμβανομένης της συνορεύουσας ζώνης, της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας, όπως έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και Υφαλοκρηπίδας Νόμου και του περί της Χωρικής Θάλασσας Νόμου, καθώς επίσης οποιαδήποτε εγκατάσταση, κατασκεύασμα και τεχνητή νήσο που βρίσκεται στις ζώνες αυτές κατά την ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας·

«δημόσιος υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου˙

«δραστηριότητες υδρογονανθράκων» σημαίνει την «αναζήτηση υδρογονανθράκων», την «έρευνα υδρογονανθράκων» και την «εκμετάλλευση υδρογονανθράκων», όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στον περί Υδρογονανθράκων (Αναζήτηση, Έρευνα και Εκμετάλλευση) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«εξωτερικοί διαχειριστές επενδύσεων» σημαίνει τους διαχειριστές που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν λάβει άδεια από αρμόδια αρχή για την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης επενδύσεων και υπόκεινται σε προληπτική ρύθμιση και σε διαρκή εποπτεία για το σκοπό αυτό∙

«έσοδα από υδρογονάνθρακες» σημαίνει τα έσοδα από υδρογονάνθρακες όπως ορίζονται στο εδάφιο (6) του άρθρου 73 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου ˙

«ΕΣΟΛ 95» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών του 1995, όπως αυτό εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«θεματοφύλακες» σημαίνει πιστωτικά ιδρύματα ή/και νομικά πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια από αρμόδια αρχή για να ασκούν καθήκοντα θεματοφύλακα και υπόκεινται σε προληπτική ρύθμιση και σε διαρκή εποπτεία για το σκοπό αυτό∙

«λειτουργικοί διαχειριστές» σημαίνει τους εξωτερικούς διαχειριστές επενδύσεων του Ταμείου που ορίζονται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 43·

«οικονομικός φορέας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου˙

«Οργανισμός» σημαίνει τον Κυπριακό Οργανισμό Διαχείρισης Επενδύσεων που ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του εδάφιου (1) του άρθρου 9˙

«Συμβούλιο» σημαίνει το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού που συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του εδάφιου (1) του άρθρου 12˙

«Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου˙

«Ταμείο Επενδύσεων» ή «Ταμείο» σημαίνει το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων, που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 74 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου˙

«υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων» σημαίνει τις εργασίες συλλογικής διαχείρισης χαρτοφυλακίων και διαχείρισης κινδύνων του Ταμείου·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών.

«χρέος Γενικής Κυβέρνησης», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό (ΕΚ) 479/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

Σκοπός

3.Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η ρύθμιση των θεμάτων που καθιστούν δυνατή τη λειτουργία του Ταμείου Επενδύσεων και αφορούν τον καθορισμό της σύστασης, συγκρότησης, λειτουργίας, αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των οργάνων διαχείρισης του Ταμείου, τον καθορισμό των κανόνων που σχετίζονται με τις επενδύσεις και τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου καθώς και τη ρύθμιση συναφών θεμάτων που σχετίζονται με το Ταμείο.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ
Σύσταση και στόχοι του Ταμείου

4.-(1) Το Ταμείο Επενδύσεων, το οποίο συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 74 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, του οποίου νόμιμος δικαιούχος είναι η Δημοκρατία, δεν έχει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα.

(2) Οι στόχοι του Ταμείου περιλαμβάνουν -

(α) Τη δημιουργία μιας εναλλακτικής σταθερής ροής εισοδημάτων για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, που επιτρέπει την επίτευξη περιθωρίου ασφαλείας για τα δημόσια οικονομικά και την οικονομία έναντι μεγάλων διακυμάνσεων των τιμών των υδρογονανθράκων, με τη συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων κατά περιόδους υψηλών αποδόσεων·

(β) τη μείωση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης και κατά συνέπεια την ενίσχυση της συμμόρφωσης, σύμφωνα με την αρχή της βιωσιμότητας, όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου· και

(γ) την επένδυση των πλεονασμάτων σε διεθνή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία με επαρκή διασπορά για την εξασφάλιση των μελλοντικών γενεών ή άλλων μακροπρόθεσμων στόχων.

(3) Το Ταμείο δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση και/ή εγγύηση για δανεισμό από τη Γενική Κυβέρνηση.

(4) Το Ταμείο δεν χρησιμοποιείται για κανένα άλλο σκοπό, εκτός από τον σκοπό που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.

Εισροές στο Ταμείο

5.-(1) Οι εισροές στο Ταμείο από τα έσοδα της Δημοκρατίας από υδρογονάνθρακες διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 73 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(2) Όλα τα έσοδα της Δημοκρατίας από υδρογονάνθρακες μετά την αφαίρεση των εξόδων για δραστηριότητες υδρογονανθράκων κατατίθενται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών, από την ημέρα της αρχικής είσπραξής τους και ακολούθως αφού αφαιρεθούν τα λειτουργικά έξοδα για τη διαχείριση του Ταμείου, το υπόλοιπο ποσό μεταφέρεται στο Ταμείο.

(3) Η δημιουργία και ο τερματισμός τραπεζικών λογαριασμών για το Ταμείο και η πραγματοποίηση πληρωμών προς και από αυτούς γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου.

Κανόνες εκροών

6.-(1) Εκροές από το Ταμείο πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 73 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(2) Οι εκροές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) πρέπει-

(α) Να επιτυγχάνουν συνετή και βιώσιμη ισορροπία μεταξύ της μείωσης του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης και της συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων για σκοπούς σταθεροποίησης, σύμφωνα με την εκάστοτε κυβερνητική δημοσιονομική στρατηγική, όπως αυτή ορίζεται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής∙ και

(β) να συμμορφώνονται με τον Κανόνα του Δημόσιου Χρέους όπως αυτός καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου:

Νοείται ότι, εκροές από το Ταμείο δύναται να διενεργούνται μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 4.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
Αρμοδιότητες και εξουσίες του Υπουργού

7. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και εξουσίες:

(α) Εκδίδει οδηγίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙

(β) προτείνει στο Υπουργικό Συμβούλιο το διορισμό του Προέδρου και μελών του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 13·

(γ) ελέγχει την πλήρωση των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 15·

(δ) εγκρίνει, καταρχήν, τον προϋπολογισμό του Οργανισμού δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 28 και τον υποβάλλει για τελική έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο και κατόπιν στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση·

(ε) αξιολογεί τις επενδύσεις, τη διαχείριση και την επίδοση του Ταμείου, καθώς και τη λειτουργία και διαχείριση του Οργανισμού, μέσω της ετήσιας έκθεσης του Ταμείου, η οποία υποβάλλεται σε αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 37, και άλλων εκθέσεων και στοιχείων, τα οποία υποβάλλονται σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38·

(στ) υποβάλλει την ετήσια έκθεση του Ταμείου, συνοδευόμενη από τις απόψεις του, στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ενημέρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 37·

(ζ) ζητά τη διεξαγωγή εξωτερικής ανεξάρτητης αξιολόγησης της λειτουργίας του Οργανισμού, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 38·

(η) δημοσιεύει, κατά την κρίση του, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 40, εκθέσεις και στοιχεία που έχουν υποβληθεί σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38.

Οδηγίες Υπουργού

8.-(1) Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει οδηγίες προς τον Οργανισμό, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί γραπτώς με τον Οργανισμό, σύμφωνα με τις οποίες προσδιορίζει τις απαιτήσεις της Κυβέρνησης όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη επίδοση του Ταμείου, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων αναφορικά με το επίπεδο του επενδυτικού κινδύνου και των αποδόσεων:

Νοείται ότι, για σκοπούς διαπίστωσης της συμμόρφωσης με τις γενικές αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 29, ο Υπουργός προηγουμένως προβαίνει σε διαβούλευση με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, η οποία αποτυπώνεται σε κάθε στάδιο γραπτώς.

(2) Οι οδηγίες που εκδίδονται από τον Υπουργό πρέπει να συνάδουν με τις γενικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 29.

(3) Οι οδηγίες που εκδίδονται από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4) Το συντομότερο δυνατό μετά την έκδοση των οδηγιών, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Οργανισμός ενημερώνει τον Υπουργό για τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί για την εφαρμογή τους.

(5) Η ετήσια έκθεση του Ταμείου, που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 37, περιλαμβάνει όλες τις ισχύουσες οδηγίες που έχουν εκδοθεί, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και τις λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των οδηγιών από τον Οργανισμό κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους που αφορά η ετήσια έκθεση.

MEPOΣ ΙV KΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Κυπριακός Οργανισμός Διαχείρισης Επενδύσεων

9.-(1) Ιδρύεται Οργανισμός, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με την επωνυμία «Κυπριακός Οργανισμός Διαχείρισης Επενδύσεων» με έδρα τη Δημοκρατία και αρμοδιότητα την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται, από/ή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ Νόμου.

(2) Ο Οργανισμός έχει διαρκή διαδοχή και κοινή σφραγίδα και, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει την εξουσία να αποκτά, να κατέχει, να διαχειρίζεται και να διαθέτει περιουσία, να συμβάλλεται, να ενάγει και να ενάγεται και να πράττει όλα όσα είναι απαραίτητα για τους σκοπούς της ίδρυσης και λειτουργίας του.

(3) Ο Οργανισμός απαλλάσσεται από την καταβολή πληρωμών δημόσιων ή δημοτικών φόρων, τελών ή άλλων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων και τελών χαρτοσήμανσης που καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε σε ισχύ Νόμου.

Ανεξαρτησία Οργανισμού

10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 ή και οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου και κάθε άλλης οδηγίας που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Οργανισμός, το Συμβούλιο, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το προσωπικό του Οργανισμού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, απολαμβάνουν ανεξαρτησίας και δεν λαμβάνουν οδηγίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή όργανο εκτός του Οργανισμού, ούτε υπόκεινται σε εξωτερική επιρροή οποιασδήποτε φύσεως.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) -

(α) Δεν επιτρέπεται σε κανένα πρόσωπο ή όργανο να επέμβει στις δραστηριότητες του Οργανισμού ή να επιχειρεί να επηρεάσει το Συμβούλιο, τον Εκτελεστικό Διευθυντή ή το προσωπικό του Οργανισμού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους·

(β) δεν επιτρέπεται στον Εκτελεστικό Διευθυντή και το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού να απασχολούνται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία, περιλαμβανομένης της περιόδου για την οποία παραχωρείται αδεία άνευ απολαβών με δικαίωμα επιστροφής και/ή επάγγελμα ή επιχείρηση καθόσον χρονικό διάστημα διατηρούν σύμβαση εργασίας με τον Οργανισμό∙

(γ) δεν επιτρέπεται στον Εκτελεστικό Διευθυντή και στο ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού, εντός των αμέσως επόμενων δύο (2) ετών από τον τερματισμό ή τη λήξη της σύμβασης εργασίας τους με τον Οργανισμό, να αποδέχονται τη σύναψη σύμβασης εργασίας με τη Δημοκρατία και/ή την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, καθώς επίσης και με οποιοδήποτε τραπεζικό ή άλλο χρηματοοικονομικό, νομικό, λογιστικό ή συναφή συμβουλευτικό οργανισμό που είχε συναλλαγές με το Ταμείο κατά τα αμέσως προηγούμενα τρία (3) έτη∙

(δ) ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού κοινοποιούν στον Υπουργό τις επαγγελματικές ασχολίες του συζύγου τους, του γονέα, αδελφού, αδελφής, άμεσου απογόνου, ή συζύγου του άμεσου απογόνου και γενικά αποκαλύπτουν την ύπαρξη οιασδήποτε σχέσης, η οποία δυνατόν να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους.

Αρμοδιότητες Οργανισμού

11.-(1)Ο Οργανισμός έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(α) Παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων σε σχέση με το Ταμείο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην επίτευξη των στόχων του Ταμείου·

(β) χωρίς επηρεασμό της παραγράφου (α), παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που καθορίζονται από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2)·

(γ) προβαίνει σε πράξεις που συμβάλλουν ή είναι συναφείς με την εκτέλεση οποιωνδήποτε από τις πιο πάνω λειτουργίες.

(δ) εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες του ανατίθενται από οποιονδήποτε άλλο σε ισχύ Νόμο·

(ε) θεσπίζει και διατηρεί μονάδα διαρκούς διαχείρισης κινδύνων, οι εργασίες της οποίας δύνανται να ανατίθενται σε τρίτο, και η οποία:

(i) υλοποιεί αποδοτικές πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων για τη διαρκή αναγνώριση, καταγραφή, μέτρηση, διαχείριση και παρακολούθηση όλων των κινδύνων, οι οποίοι είναι σχετικοί με την επενδυτική πολιτική του Ταμείου και στους οποίους είναι εκτεθειμένο ή μπορεί να εκτεθεί το Ταμείο∙

(ii) διασφαλίζει ότι τα χαρακτηριστικά κινδύνων του Ταμείου που γνωστοποιούνται στον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (4) του άρθρου 37 συνάδουν με τα όρια κινδύνου που έχουν τεθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31∙

(iii) παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τα όρια κινδύνου που ορίζονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31 και ειδοποιεί έγκαιρα το Συμβούλιο του Οργανισμού και τον Υπουργό σε περίπτωση που κρίνει ότι τα χαρακτηριστικά κινδύνων του Ταμείου είναι ασύμβατα με τα εν λόγω όρια ή σε περίπτωση που διαβλέπει ότι υφίσταται ουσιαστικός κίνδυνος να καταστούν τα χαρακτηριστικά κινδύνων ασύμβατα με τα εν λόγω όρια στο μέλλον∙

(iv) ενημερώνει σε τακτά διαστήματα το Συμβούλιο του Οργανισμού σχετικά με τη συμβατότητα και τη συμμόρφωση των χαρακτηριστικών κινδύνων του Ταμείου, που γνωστοποιούνται στον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (4) του άρθρου 37, σε σχέση με τα όρια κινδύνου που έχουν τεθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31, καθώς και για την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων, αναφέροντας εάν έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν κατάλληλα διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση υφιστάμενων ή αναμενόμενων αδυναμιών∙

(v) ενημερώνει ανά τακτά διαστήματα το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού, περιγράφοντας το τρέχον επίπεδο κινδύνων για το Ταμείο, καθώς και τυχόν υφιστάμενες ή προβλέψιμες παραβιάσεις οποιωνδήποτε ορίων κινδύνων που ορίζονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31, προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα λήψης έγκαιρων και κατάλληλων μέτρων.

(2) Ο Υπουργός δύναται, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4), να προσδιορίσει με οδηγία τα περιουσιακά στοιχεία της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης και της Γενικής Κυβέρνησης, για τα οποία ο Οργανισμός θα παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων.

(3) Σε περίπτωση που ο Υπουργός προσδιορίσει περιουσιακά στοιχεία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), συνάπτει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), συμφωνία με τον Οργανισμό για τη διαχείριση των επενδύσεων, η οποία καθορίζει τις υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων που θα παρέχει ο Οργανισμός, την ευθύνη του έναντι της Δημοκρατίας και τους όρους και τις προϋποθέσεις παροχής των εν λόγω υπηρεσιών.

(4) Η συμφωνία που προβλέπεται στο εδάφιο (3), υπογράφεται από τον Υπουργό εκ μέρους της Δημοκρατίας, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.

(5)(α) Η μονάδα διαχείρισης κινδύνων έχει εξουσία και πρόσβαση σε όλες τις συναφείς πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1).

(β) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η μονάδα διαχείρισης κινδύνων θεωρείται λειτουργικά και ιεραρχικά διαχωρισμένη από τις επιχειρησιακές μονάδες, περιλαμβανομένης της μονάδας διαχείρισης χαρτοφυλακίων.

(6) Ο Υπουργός δύναται με οδηγία του να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ο Οργανισμός αναθέτει σε τρίτο τις εργασίες διαχείρισης κινδύνων, τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η πολιτική διαχείρισης κινδύνων του Οργανισμού, τις διαδικασίες για την αξιολόγηση της πολιτικής διαχείρισης κινδύνων του Οργανισμού, τους όρους κάτω από τους οποίους η μονάδα διαχείρισης κινδύνων θεωρείται ως λειτουργικά και ιεραρχικά διαχωρισμένη από τις επιχειρησιακές μονάδες του Οργανισμού, καθώς και τις διασφαλίσεις έναντι σύγκρουσης συμφερόντων.

Διοικητικό Συμβούλιο Οργανισμού

12.-(1)Διορίζεται Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού, το οποίο είναι πενταμελές και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και άλλα τέσσερα (4) μέλη, τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13.

(2) Το Συμβούλιο έχει την ευθύνη επίβλεψης της διαχείρισης του Οργανισμού και των επενδύσεων του Ταμείου.

(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (2) το Συμβούλιο έχει, ειδικότερα, τις ακόλουθες αρμοδιότητες και καθήκοντα:

(α) Εγκρίνει τη Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής του Ταμείου που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 31·

(β) διορίζει τους εξωτερικούς διαχειριστές επενδύσεων και τους θεματοφύλακες για το Ταμείο και για τα άλλα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζεται ο Οργανισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 και 34·

(γ) εγκρίνει το γενικό πλαίσιο πολιτικής για τις επενδύσεις και τη διαχείριση του Ταμείου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται ο Οργανισμός·

(δ) αναθεωρεί και εγκρίνει τα συστήματα του Οργανισμού και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνου, συμμόρφωσης, εσωτερικού ελέγχου και λογοδοσίας και τον κώδικα δεοντολογίας του Οργανισμού που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (10) του άρθρου 24·

(ε) εγκρίνει εσωτερικούς κανονισμούς και οδηγίες που αφορούν στη διοίκηση και λειτουργία του Οργανισμού, περιλαμβανομένων ζητημάτων προσωπικού και του πλαισίου αμοιβής αυτού·

(στ) επιβλέπει την εφαρμογή της Δήλωσης Επενδυτικής Πολιτικής, των πολιτικών, του κώδικα δεοντολογίας, των εσωτερικών κανονισμών και των εσωτερικών ρυθμίσεων του Οργανισμού·

(ζ) διορίζει ή απομακρύνει τον Εκτελεστικό Διευθυντή του Οργανισμού, καθορίζει την αμοιβή του σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 20 και αξιολογεί την απόδοσή του·

(η) εγκρίνει την εταιρική στρατηγική και το επιχειρηματικό σχέδιο του Οργανισμού·

(θ) υποβάλλει τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, στον Υπουργό για έγκριση·

(ι) εγκρίνει την ετήσια έκθεση του Ταμείου, τις οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου και του Οργανισμού και άλλες επίσημες εκθέσεις που εκδίδει ο Οργανισμός·

(ια) εγκρίνει την εσωτερική οργάνωση του Οργανισμού·

(ιβ) συμβουλεύει τον Υπουργό και την Επιτροπή Υπόδειξης για την απομάκρυνση των μελών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 16.

(ιγ) εγκρίνει την απόκτηση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας και περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού·

(ιδ) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προσδιορίζει τις ευθύνες και τις διαδικασίες του Συμβουλίου·

(ιε) ιδρύει υποεπιτροπές του Συμβουλίου, όταν το κρίνει σκόπιμο και καθορίζει τη σύνθεσή τους, τις ευθύνες και τις διαδικασίες τους·

(ιστ) ασκεί και εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες και ευθύνες του ανατίθενται ή του επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο ή οποιονδήποτε άλλο σε ισχύ Νόμο.

(4) Το Συμβούλιο δύναται να αναθέτει τις εξουσίες του όπως προβλέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) στον Εκτελεστικό Διευθυντή.

Διορισμός του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου

13.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου του Οργανισμού, κατόπιν πρότασης του Υπουργού, ο οποίος προτείνει υποψηφίους από άτομα που υποδεικνύονται από την Επιτροπή Υπόδειξης, όπως προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19.

(2) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού υπηρετούν υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), η θητεία του Προέδρου και των άλλων τεσσάρων (4) μελών είναι τετραετής και δύναται να ανανεωθεί μόνο μια φορά.

(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3), στην περίπτωση των πρώτων διορισμών που πραγματοποιούνται κατά την ίδρυση του Οργανισμού, η θητεία του πρώτου Προέδρου είναι για τέσσερα (4) έτη, για δύο εκ των μελών τρία (3) έτη και για τα άλλα δύο εκ των μελών δύο (2) έτη.

(5) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους κενωθεί πριν από τη λήξη της θητείας τους, το Υπουργικό Συμβούλιο, προβαίνει στο διορισμό νέου Προέδρου ή άλλου μέλους για το υπόλοιπο της θητείας του σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).

(6) Σε περίπτωση που λήγει η θητεία του Προέδρου ή κάποιου μέλους, η διαδικασία διορισμού αρχίζει έγκαιρα, ώστε να ολοκληρωθεί πριν την λήξη της θητείας του Προέδρου ή του μέλους.

(7) Σε περίπτωση κένωσης θέσης του Συμβουλίου λόγω θανάτου, παραίτησης ή τερματισμού του διορισμού του Προέδρου ή του μέλους, η θέση πληρώνεται εντός τριών (3) μηνών από την κένωσή της.

(8) Μέχρις ότου πληρωθεί η κενωθείσα θέση, καμία κένωση θέσης δεν επηρεάζει τη νόμιμη λειτουργία του Συμβουλίου, νοουμένου ότι ο αριθμός των παρόντων μελών δεν είναι μικρότερος του απαιτούμενου αριθμού για σκοπούς απαρτίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18.

Αποζημίωση

14. Το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει με απόφασή του την αποζημίωση του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου, κατόπιν πρότασης του Υπουργού, η οποία αποτελεί όρο της σύμβασης εργασίας που υπογράφεται από τον Υπουργό εκ μέρους της Δημοκρατίας, κατόπιν έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.

Προσόντα επιλεξιμότητας και αποκλεισμού

15.-(1) Ως Πρόεδρος και μέλη του Συμβουλίου διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας, τα οποία αποδεδειγμένα κατέχουν επαρκή επιστημονική κατάρτιση και πείρα, καθώς και επαγγελματική αξιοπιστία στον τομέα της διαχείρισης επενδύσεων ή/και στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, τα οποία δεν στερούνται της ικανότητας προς διορισμό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή τα οποία δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (3).

(2) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο προσώπου το οποίο -

(α) Έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης·

(β) έχει κατά τους ισχύοντες στη Δημοκρατία νόμους κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει εκδοθεί κατ’ αυτού διάταγμα διορισμού σύνδικου ή έχει έλθει σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·

(γ) έχει, λόγω προσωπικής ανάρμοστης διαγωγής, ακυρωθεί ή ανασταλεί από αρμόδια αρχή η άσκηση επαγγέλματός του·

(δ) του έχει απαγορευθεί από τις αρμόδιες αρχές ή δεν νομιμοποιείται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία να είναι σύμβουλος ή λειτουργός οποιασδήποτε οντότητας ή εταιρείας στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα στη Δημοκρατία·

(ε) έχει κριθεί ένοχο για σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα·

(στ) είναι σύζυγος, γονέας, αδελφός, αδελφή, άμεσος απόγονος ή σύζυγος του άμεσου απόγονου υφιστάμενου Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου ή προσώπου που διετέλεσε Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου κατά τα αμέσως προηγούμενα έξι (6) έτη.

(3) Κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι μέλος του Συμβουλίου εφόσον είναι -

(α) Πρόεδρος ή μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων∙

(β) δημόσιος υπάλληλος ή αξιωματούχος ή υπάλληλος οργανισμού που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση:

Νοείται ότι, η ως άνω απαγόρευση δεν εφαρμόζεται για πρόσωπο, το οποίο κατέχει θέση καθηγητή σε πανεπιστήμιο ή είναι υπάλληλος άλλου οργανισμού με λειτουργική ανεξαρτησία.

Κένωση θέσης

16.-(1) Η θέση του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου κενούται μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Σε περίπτωση λήξης της θητείας του∙ ή

(β) σε περίπτωση θανάτου του∙ ή

(γ) σε περίπτωση παραίτησής του κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17∙ ή

(δ) σε περίπτωση τερματισμού του διορισμού του, ο οποίος αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τα προβλεπόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).

(2) Ο διορισμός του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου δύναται να τερματιστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (4) έως (8), μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας για περίοδο πέραν των τριών (3) μηνών·

(β) σε περίπτωση κωλύματος του Πρόεδρου ή του μέλους στην άσκηση των καθηκόντων τους για συνεχόμενη περίοδο πέραν των τριών (3) μηνών χωρίς την άδεια του Συμβουλίου·

(γ) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος επιδεικνύει ασύγγνωστη αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του∙

(δ) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος περιέλθει σε μια από τις καταστάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 15:

Νοείται ότι, σε περίπτωση έναρξης αστυνομικής έρευνας με σκοπό την ποινική δίωξη του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου ή σε περίπτωση που αποφασιστεί ποινική δίωξη, ο Υπουργός δύναται να θέσει σε διαθεσιμότητα τον Πρόεδρο ή το μέλος κατά τη διάρκεια της έρευνας ή μέχρι την ολοκλήρωση της υπόθεσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο Πρόεδρος ή το μέλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις (3) μήνες.

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ο Υπουργός ενημερώνει τον Πρόεδρο ή το μέλος για την πρόθεσή του να τους θέσει σε διαθεσιμότητα και τους καλεί, εάν επιθυμούν, να υποβάλουν γραπτώς τη θέση τους.

(3) Κανένας άλλος λόγος πέραν αυτών που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) δεν δικαιολογεί τον τερματισμό του διορισμού.

(4) Σε περίπτωση που ο Υπουργός κρίνει ότι ο διορισμός του Προέδρου ή μέλους πρέπει να τερματιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), ζητεί τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης, προτού υποβάλει πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο.

(5) Η Επιτροπή Υπόδειξης υποβάλλει αιτιολογημένη γνώμη στον Υπουργό εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή Υπόδειξης δεν διαβιβάσει τη γνώμη της στον Υπουργό εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος, τεκμαίρεται σύμφωνη γνώμη αυτής.

(6) Η πρόταση του Υπουργού συνοδευόμενη από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης υποβάλλεται άμεσα στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο λαμβάνει την απόφασή του, αφού προηγουμένως ακούσει τον Πρόεδρο ή το μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7).

(7) Το Υπουργικό Συμβούλιο κοινοποιεί την πρόταση του Υπουργού συνοδευόμενη από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης στον Πρόεδρο ή στο μέλος που αφορά, παρέχοντας του την ευκαιρία να εκφράσει γραπτώς ή προφορικώς τις απόψεις του εντός εύλογου χρόνου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που δεν εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης, ο Υπουργός δεν επιμένει στον τερματισμό του διορισμού.

(8) Πριν τη λήψη απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο, η γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης δημοσιοποιείται, εξαιρούμενων των στοιχείων, πληροφοριών και/ή μέρους αυτής, που δεν δύνανται να δημοσιοποιηθούν λόγω των εν εξελίξει ποινικών και πειθαρχικών ερευνών ή λόγω διαφύλαξης ουσιωδών συμφερόντων της Δημοκρατίας.

(9) Η Επιτροπή Υπόδειξης έχει το δικαίωμα να υποβάλει και εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας εισήγηση στον Υπουργό για τον τερματισμό του διορισμού του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου.

(10) Ο Πρόεδρος ή το μέλος του Συμβουλίου, του οποίου ο διορισμός τερματίζεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), δύναται να προσφύγει δικαστικώς κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.

Παραίτηση Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου

17. Ο Πρόεδρος ή το μέλος, που προτίθεται να παραιτηθεί οφείλει να κοινοποιήσει γραπτώς την πρόθεσή του στον Υπουργό και στο Συμβούλιο, τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ημερομηνία κατά την οποία επιθυμεί να ισχύσει η παραίτηση του.

Συνεδρίες, απαρτία και λήψη αποφάσεων

18.-(1) Οι συνεδρίες του Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο, όποτε κρίνει τούτο αναγκαίο, ο οποίος όμως οφείλει να συγκαλέσει συνεδρία το συντομότερο δυνατόν σε περίπτωση που αυτό ζητηθεί γραπτώς τουλάχιστον από δύο (2) μέλη του Συμβουλίου που καθορίζουν συγχρόνως και τα θέματα για τα οποία ζητείται η σύγκληση συνεδρίας.

(2) Των συνεδριάσεων του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρος ή σε περίπτωση που αυτός απουσιάζει, ένα μέλος που επιλέγεται από τα υπόλοιπα μέλη που παρευρίσκονται στη συνεδρία.

(3) Απαρτία αποτελεί η παρουσία τριών (3) τουλάχιστον μελών του Συμβουλίου.

(4) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας ο Πρόεδρος ή ο Προεδρεύων έχει νικώσα ψήφο:

Νοείται ότι, σε περίπτωση ισοψηφίας ο Πρόεδρος ή ο Προεδρεύων έχει δικαίωμα να αποφασίσει την αναβολή λήψης απόφασης και επαναφοράς του θέματος σε επόμενη συνεδρία.

(5) Τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου εγκρίνονται από όλα τα μέλη που παρευρίσκονται στη συνεδρία και υπογράφονται από τον Πρόεδρο ή το μέλος που προεδρεύει της συνεδρίας.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο εσωτερικός κανονισμός που διέπει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από το Συμβούλιο καθορίζεται από το ίδιο.

(7) Ουδεμία πράξη ή απόφαση του Συμβουλίου θεωρείται άκυρη λόγω κένωσης θέσης στο Συμβούλιο.

Επιτροπή Υπόδειξης

19.-(1) Συστήνεται τριμελής Επιτροπή Υπόδειξης, η οποία υποδεικνύει τα υποψήφια πρόσωπα για διορισμό στη θέση του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου και συγκατατίθεται ή εισηγείται εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας τον τερματισμό του διορισμού του Προέδρου ή μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16.

(2) Η Επιτροπή Υπόδειξης απαρτίζεται από -

(α) Το Γενικό Λογιστή, ως πρόεδρο,

(β) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών,

(γ) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας.

(3) Κατά την υπόδειξη υποψηφίων, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), η Επιτροπή Υπόδειξης παρέχει στον Υπουργό, κατάλογο επιλέξιμων υποψηφίων για τις θέσεις που θα πληρωθούν εντός τριών (3) μηνών πριν από την λήξη της θητείας του Προέδρου ή των μελών του Συμβουλίου ή εντός ενός μηνός από την παραίτηση του Προέδρου ή του μέλους και ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει αριθμό επιλέξιμων υποψηφίων όχι μικρότερο του τριπλάσιου αριθμού των υπό πλήρωση θέσεων.

(4) Απαρτία αποτελούν τα τρία μέλη της Επιτροπής Υπόδειξης.

(5) Δεν παρέχεται αποζημίωση στα μέλη της Επιτροπής Υπόδειξης.

Εκτελεστικός Διευθυντής του Οργανισμού

20.-(1) To Συμβούλιο διορίζει Εκτελεστικό Διευθυντή του Οργανισμού με πενταετή θητεία και με μέγιστη σωρευτική διάρκεια θητείας όχι μεγαλύτερη των δέκα (10) ετών και έχει την εξουσία να τον θέσει σε διαθεσιμότητα ή να τερματίσει τον διορισμό αυτού όταν το κρίνει αναγκαίο για την ομαλή λειτουργία του Οργανισμού.

(2) Το Συμβούλιο καθορίζει την αμοιβή του Εκτελεστικού Διευθυντή, η οποία πρέπει να είναι σύμφωνη με το πλαίσιο αμοιβής που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 23.

(3) Ο Εκτελεστικός Διευθυντής πρέπει να κατέχει αποδεδειγμένα επαρκή επαγγελματική κατάρτιση και πείρα, καθώς και επαγγελματική αξιοπιστία στον τομέα της διαχείρισης επενδύσεων ή/και στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης.

(4) Εκτελεστικός Διευθυντής που προτίθεται να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του οφείλει να δώσει προειδοποίηση στο Συμβούλιο όχι μικρότερη των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία που επιθυμεί να ισχύσει η παραίτησή του.

(5) Ο Εκτελεστικός Διευθυντής έχει τις πιο κάτω αρμοδιότητες και καθήκοντα:

(α) Μεριμνά για την εκτέλεση όλων των λειτουργικών, διοικητικών, και επενδυτικών δραστηριοτήτων του Οργανισμού σε καθημερινή βάση·

(β) προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου·

(γ) συμβουλεύει το Συμβούλιο σχετικά με την άσκηση και εκτέλεση οποιωνδήποτε εξουσιών και αρμοδιοτήτων του·

(δ) παρέχει διοικητικές υπηρεσίες προς το Συμβούλιο·

(ε) εκπροσωπεί τον Οργανισμό και υπογράφει τις συμβάσεις, πράξεις και άλλα έγγραφα εκ μέρους του Οργανισμού·

(στ) φροντίζει για την ασφαλή φύλαξη, την τήρηση αρχείου και για τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται ο Οργανισμός, είτε άμεσα είτε μέσω θεματοφυλάκων που διορίζονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34·

(ζ) υποβάλλει περιοδικές εκθέσεις στο Συμβούλιο·

(η) προτείνει στο Συμβούλιο την εργοδότηση του προσωπικού του Οργανισμού και προσδιορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της απασχόλησής του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23·

(θ) εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες του ανατίθενται από τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο σε ισχύ Νόμο· και

(ι) εκτελεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες του ανατίθενται από το Συμβούλιο.

(6) Ο Εκτελεστικός Διευθυντής δύναται να αναθέτει οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές του που προβλέπονται στο εδάφιο (5) σε προσωπικό του Οργανισμού, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς του Οργανισμού, οι οποίοι εγκρίνονται από το Συμβούλιο.

Επιτροπή Ελέγχου

21.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει κατόπιν πρότασης του Υπουργού, Επιτροπή Ελέγχου αποτελούμενη από τρία μέλη με πενταετή θητεία, η οποία δύναται να ανανεωθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο για μία φορά.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του Υπουργού καθορίζει με απόφασή του την αμοιβή των μελών της Επιτροπής Ελέγχου.

(3) Η Επιτροπή Ελέγχου απαρτίζεται από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον τομέα της λογιστικής, των ελεγκτικών υπηρεσιών και της νομικής.

(4) Η Επιτροπή Ελέγχου έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και καθήκοντα:

(α) Επιθεωρεί τις οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου και του Οργανισμού και τη σχετική έκθεση του Επικεφαλής Εσωτερικού Ελέγχου και προβαίνει σε συστάσεις προς το Συμβούλιο για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων·

(β) επιβλέπει, σε συστηματική βάση, τις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου του Οργανισμού και την εφαρμογή εκ μέρους του Εκτελεστικού Διευθυντή των συστάσεων των εσωτερικών και εξωτερικών ελεγκτών∙

(γ) εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες της που η ίδια κρίνει αναγκαία.

(5)Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Ελέγχου καθορίζει τις διαδικασίες της σύμφωνα με εσωτερικό κανονισμό.

Εσωτερικός έλεγχος του Οργανισμού

22.-(1) Το Συμβούλιο -

(α) Συστήνει Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία απαρτίζεται από τρία μέλη του Συμβουλίου,

(β) διορίζει τον Επικεφαλής Εσωτερικού Ελέγχου, και

(γ) καθορίζει τις διαδικασίες λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου με βάση τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα ελέγχου.

(2) Ο Επικεφαλής Εσωτερικού Ελέγχου αναφέρεται απευθείας στην Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου και στον Εκτελεστικό Διευθυντή και μέσω της Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου στο Συμβούλιο.

(3) Η Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου καθορίζει την οργανωτική δομή, τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες του εσωτερικού ελέγχου στον χάρτη δραστηριοτήτων εσωτερικού ελέγχου, ο οποίος εγκρίνεται από το Συμβούλιο.

Προσωπικό

23.-(1) Το προσωπικό του Οργανισμού διορίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν εισήγησης του Εκτελεστικού Διευθυντή, υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις και τηρουμένου του πλαισίου αμοιβής και των πολιτικών απασχόλησης που αποφασίζει το Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4).

(2) Το προσωπικό του Οργανισμού δεν μπορεί να αποτελείται από δημόσιους υπάλληλους και προσλαμβάνεται με συμβόλαιο.

(3) Το Συμβούλιο εγκρίνει το πλαίσιο αμοιβής και άλλες πολιτικές απασχόλησης για το προσωπικό του Οργανισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4).

(4) Το πλαίσιο αμοιβής καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων στόχων:

(α) Συνεισφέρει στην προώθηση και στη δημιουργία κινήτρων για καλή διαχείριση και έλεγχο των κινδύνων διαχείρισης του Οργανισμού·

(β) εξουδετερώνει την ανάληψη ή την έκθεση σε υπερβολικούς κινδύνους∙

(γ) συνεισφέρει στην αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων· και

(δ) διασφαλίζει την επαγγελματική ικανότητα και την υπόληψη του Οργανισμού.

Σύγκρουση συμφερόντων

24.-(1) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το προσωπικό του Οργανισμού αποφεύγουν κάθε κατάσταση που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, η οποία προκύπτει κυρίως σε περίπτωση που τα μέλη, ο Εκτελεστικός Διευθυντής ή το προσωπικό έχουν άμεσο ή έμμεσο συμφέρον, το οποίο μπορεί να επηρεάσει ή επηρεάζει την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων τους.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, συμφέρον όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), σημαίνει οποιοδήποτε δυνητικό ή υπαρκτό όφελος για τον Πρόεδρο, το μέλος, τον Εκτελεστικό Διευθυντή ή το προσωπικό του Οργανισμού ή για συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα.

(3) Σε περίπτωση που δημιουργηθούν συνθήκες σύγκρουσης συμφερόντων μετά το διορισμό του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Διευθυντή και του προσωπικού του Οργανισμού, αυτό πρέπει να δηλώνεται άμεσα από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και να λαμβάνονται μέτρα, ώστε το πρόσωπο αυτό να μην συμμετέχει στη λήψη σχετικών αποφάσεων.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «συνδεδεμένα πρόσωπα», περιλαμβάνει:

(α) Τους συζύγους και τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τέταρτου βαθμού,

(β) εταιρεία, στην οποία ο Πρόεδρος, το μέλος, ο Εκτελεστικός Διευθυντής ή το προσωπικό του Οργανισμού κατέχει ή ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατόν (20%) των δικαιωμάτων ψήφου σε γενική συνέλευση.

(5) Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής ή το προσωπικό του Οργανισμού δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση, με στόχο να διεκπεραιώνουν ιδιωτικές οικονομικές συναλλαγές, μέσω των συνδεδεμένων προσώπων που προβλέπονται στο εδάφιο (2), είτε άμεσα είτε έμμεσα διαμέσου τρίτων ή δρώντας με δική τους ευθύνη για δικό τους λογαριασμό ή με ευθύνη και για λογαριασμό τρίτων.

(6) Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού γνωστοποιούν ετησίως στον Υπουργό κάθε οικονομικό συμφέρον που έχουν, είτε οι ίδιοι, είτε οποιοδήποτε πρόσωπο με το οποίο έχουν οικογενειακούς, επαγγελματικούς ή οικονομικούς δεσμούς άμεσα ή έμμεσα, σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας που προβλέπεται στο εδάφιο 10.

(7) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 27 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρωv Νόμου, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και το ανώτερο προσωπικό του Οργανισμού οφείλουν να υποβάλλουν κατά την ημερομηνία έναρξης του διορισμού τους και, εφεξής, ετησίως λεπτομερή κατάσταση των περιουσιακών τους στοιχείων στον Έφορο Φορολογίας.

(8) Απαγορεύεται στον Πρόεδρο ή σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει στη συζήτηση και λήψη απόφασης για θέμα στο οποίο έχουν συμφέρον ή αφορά συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα.

(9) Παραβίαση από τον Πρόεδρο ή μέλος του Συμβουλίου ή τον Εκτελεστικό Διευθυντή των διατάξεων των εδαφίων (6), (7) ή (8), συνιστά ασύγγνωστη αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του και λόγο που μπορεί να αποτελέσει βάση για τερματισμό του διορισμού του, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 16.

(10) Το Συμβούλιο καταρτίζει και υποβάλλει για έγκριση στον Υπουργό τον κώδικα δεοντολογίας του Οργανισμού, ο οποίος θέτει τα πρότυπα κατάλληλης ηθικής και επαγγελματικής συμπεριφοράς για τον Πρόεδρο, τα μέλη του Συμβουλίου, τον Εκτελεστικό Διευθυντή και το προσωπικό του Οργανισμού.

Ευθύνη σε νομικές διαδικασίες

25.-(1) Σε περίπτωση έγερσης αγωγής, καταχώρισης αίτησης ή οποιασδήποτε άλλης νομικής διαδικασίας εναντίον του Οργανισμού, του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, του Εκτελεστικού Διευθυντή, του προσωπικού ή αντιπροσώπου του Οργανισμού σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, τα πρόσωπα αυτά δεν υπέχουν οποιασδήποτε ευθύνη, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα αμέλειας.

(2) Ανεξαρτήτως και χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), η Δημοκρατία αποζημιώνει κάθε πρόσωπο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) για δαπάνη ή ζημιά που τυχόν υφίσταται σε σχέση με οποιαδήποτε αγωγή, αίτηση ή άλλη νομική διαδικασία εναντίον του, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα αμέλειας.

Κεφάλαια, αρχείο και λογαριασμοί του Οργανισμού

26.-(1) Τα κεφάλαια και κάθε περιουσιακό στοιχείο και χρηματικό ποσό του Οργανισμού ανήκουν εξ ολοκλήρου στο κράτος.

(2) Ο Οργανισμός δύναται, κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου, να καθορίζει και να διατηρεί ένα ή περισσότερα αποθέματα.

(3) Το οικονομικό έτος του Οργανισμού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, με εξαίρεση τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του Οργανισμού όπου το οικονομικό έτος αρχίζει με την ίδρυση του Οργανισμού και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

(4) Ο Οργανισμός ετοιμάζει και τηρεί αρχείο και λογαριασμούς, σύμφωνα με οδηγίες του Γενικού Λογιστή και ακολουθεί λογιστικές διαδικασίες όπως αυτές ορίζονται από τον Γενικό Λογιστή.

Απαγόρευση λήψης δανείου ή παραχώρησης εγγυήσεων

27. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 32, ο Οργανισμός δεν δύναται να λαμβάνει δάνειο ή να παραχωρεί εγγυήσεις χωρίς την έγκριση του Υπουργού.

Προϋπολογισμός του Οργανισμού

28. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 99 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, ο προϋπολογισμός του Οργανισμού εγκρίνεται από το Συμβούλιο και υποβάλλεται στον Υπουργό για έγκριση, ο οποίος με τη σειρά του τον υποβάλλει για τελική έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο και κατόπιν υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση.

ΜΕΡΟΣ V ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ
Γενικές αρχές

29.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Οργανισμός επενδύει τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου με τρόπο που να εξασφαλίζεται η διασπορά των επενδύσεων, τηρουμένων των ακόλουθων προϋποθέσεων:

(α) στοχεύει στη μεγιστοποίηση των χρηματοοικονομικών αποδόσεων που είναι σταθμισμένες έναντι του κινδύνου·

(β) ακολουθεί πρότυπα σύμφωνα με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου από συνετό θεσμικό επενδυτή·

(γ) δεν θέτει σε κίνδυνο το Ταμείο στο σύνολό του.

(2) Ο Οργανισμός δεν δύναται να επενδύει τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου σε:

(α) Κινητές αξίες που εκδίδονται από Κύπριο εκδότη σε ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο ή σε εταιρείες ακίνητης ιδιοκτησίας, ταμεία ακίνητης ιδιοκτησίας ή παρόμοιους φορείς των οποίων αρχικός στόχος είναι οι επενδύσεις στην Κύπρο·

(β) καλυμμένα χρεόγραφα που είναι εξασφαλισμένα με περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στην Κύπρο· ή

(γ) άλλα περιουσιακά στοιχεία που έχουν οριστεί από τον Υπουργό με στόχο τη συμμόρφωση με υποχρεώσεις που απορρέουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία ή διεθνείς συμφωνίες.

Περιορισμοί στην συμμετοχή σε μετοχικό κεφάλαιο

30.-(1) Τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου δεν δύνανται να επενδύονται, άμεσα ή έμμεσα, σε ποσοστό που να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατόν (5%) των δικαιωμάτων ψήφου σε μια εταιρεία ή άλλη νομική οντότητα.

(2) Σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Οργανισμός προβαίνει στη λήψη κάθε δυνατού μέτρου το συντομότερο δυνατό.

Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής

31.-(1) Σε σχέση με τη διαχείριση του Ταμείου, ο Οργανισμός, καταρτίζει Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής, η οποία πρέπει να συνάδει και να συμμορφώνεται με τις γενικές αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 29 και με τυχόν οδηγίες που εκδίδει ο Υπουργός, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 και η οποία αναθεωρείται από τον Οργανισμό τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.

(2) Η Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο εδάφιο (1) καθορίζει -

(α) Τις κατηγορίες των επενδυτικών στοιχείων στις οποίες επενδύονται τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου και τα κριτήρια επιλογής των επενδυτικών στοιχείων των εν λόγω κατηγοριών·

(β) τα κριτήρια αναφοράς ή τα πρότυπα βάσει των οποίων αξιολογείται η απόδοση του Ταμείου στο σύνολό του και των κατηγοριών των επενδυτικών προϊόντων, όπως και των ατομικών επενδύσεων, περιλαμβανομένης και της νομισματικής μονάδας·

(γ) την ισορροπία ανάμεσα στον κίνδυνο και στην απόδοση στη συνολική επένδυση του χαρτοφυλακίου του Ταμείου·

(δ) τους περιορισμούς στην επένδυση του Ταμείου, περιλαμβανομένων των ορίων συγκέντρωσης κινδύνου·

(ε) την οργανωτική δομή για την επένδυση και διαχείριση του Ταμείου, περιλαμβανομένων και των πολιτικών για τον διορισμό και την εποπτεία των εξωτερικών διαχειριστών επενδύσεων·

(στ) τη χρήση παραγώγων και μόχλευσης, περιλαμβανομένων και των αρχών που διέπουν την έμμεση μόχλευση, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης παραγώγων και επανεπένδυσης εξασφαλίσεων μετρητών που παρέχονται σε σχέση με συμφωνίες δανεισμού κινητών αξιών ή επαναγοράς·

(ζ) τα ποιοτικά και ποσοτικά όρια κινδύνου του Ταμείου σε σχέση με τους πιστωτικούς, επιτοκιακούς, συναλλαγματικούς και λειτουργικούς κινδύνους, τους κινδύνους κανονιστικής συμμόρφωσης, απώλειας φήμης, αγοράς, ρευστότητας και αντισυμβαλλομένου, καθώς και άλλων κινδύνων που μπορεί να είναι σημαντικοί για το Ταμείο·

(η) τις κατευθυντήριες γραμμές διατήρησης, άσκησης ή μεταβίβασης άσκησης δικαιωμάτων ψήφου σε εταιρείες και οντότητες που διαχειρίζεται το Ταμείο· και

(θ) οποιαδήποτε άλλα ζητήματα ο Οργανισμός κρίνει αναγκαία για τη διαχείριση του Ταμείου.

(3) Η Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο εδάφιο (1), δημοσιεύεται από τον Οργανισμό.

(4) Η παράλειψη συμμόρφωσης με τη Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν επηρεάζει την εγκυρότητα οποιασδήποτε συναλλαγής.

(5) Κατά τον καθορισμό ορίων κινδύνου που προβλέπονται στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη τις στρατηγικές και τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου, καθώς και τους εθνικούς κανονισμούς που ισχύουν για το Ταμείο και/ή τα διεθνή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στα οποία επενδύει το Ταμείο.

Χρήση μόχλευσης και παραγώγων

32.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, ο Οργανισμός δύναται να κάνει χρήση μόχλευσης ή και παραγώγων με σκοπό την επένδυση και διαχείριση του Ταμείου, σύμφωνα με την Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 31 και οποιεσδήποτε άλλες πολιτικές και κανονισμούς καθορίζει το Συμβούλιο.

(2) Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει οδηγίες σε σχέση με τη χρήση μόχλευσης και παραγώγων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), όταν κρίνει αυτό αναγκαίο, μετά από διαβούλευση με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.

Εξωτερικοί Διαχειριστές Επενδύσεων

33.-(1) Το Συμβούλιο ή ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Οργανισμού σε περίπτωση ανάθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 12, δύναται να διορίζει, υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5), ένα ή περισσότερα πρόσωπα ως Εξωτερικούς Διαχειριστές Επενδύσεων, οι οποίοι αναλαμβάνουν τις υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων του Ταμείου ή οποιουδήποτε μέρους του Ταμείου.

(2) Το Συμβούλιο επισημαίνει σε κάθε έγγραφο διορισμού τις εξουσίες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Εξωτερικών Διαχειριστών Επενδύσεων που διορίζονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).

(3) Κατά τον καθορισμό των εξουσιών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), το Συμβούλιο ή ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Οργανισμού σε περίπτωση ανάθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 12, διασφαλίζει ότι ο Εξωτερικός Διαχειριστής Επενδύσεων -

(α) Ασκεί τις υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων του Ταμείου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, τη Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 31 και οποιεσδήποτε άλλες πολιτικές και κανονισμούς του Οργανισμού, οι οποίες καθορίζονται με οδηγία του Υπουργού· και

(β) παρέχει στον Οργανισμό πληροφορίες για την κατάσταση των επενδύσεων του Ταμείου, σε χρόνο και σε μορφή που καθορίζει το Συμβούλιο.

(4) Ο Εξωτερικός Διαχειριστής Επενδύσεων -

(α) Ενεργεί έντιμα, νόμιμα και με τη δέουσα προσοχή, μέριμνα και επιμέλεια, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του,

(β) ενεργεί προς το συμφέρον του Ταμείου για το οποίο ασκεί τις υπηρεσίες διαχείρισης επενδύσεων,

(γ) διαθέτει και χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται για τη δέουσα διεξαγωγή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων,

(δ) λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων και, όταν αυτό δεν είναι δυνατό να αποφευχθεί, για τον εντοπισμό, τη διαχείριση, την παρακολούθηση, και κατά περίπτωση, για τη γνωστοποίηση τέτοιας σύγκρουσης προς το Συμβούλιο του Οργανισμού και τον Υπουργό, προκειμένου να αποτρέπεται οποιοσδήποτε κίνδυνος ή δυσμενείς συνέπειες επί των συμφερόντων του Ταμείου.

(ε) τηρεί το σύνολο των ρυθμιστικών απαιτήσεων που διέπουν την άσκηση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, ώστε να προωθούνται κατά τον πλέον επωφελή τρόπο τα συμφέροντα του Ταμείου, καθώς και η ακεραιότητα της αγοράς.

(5) Ο Υπουργός με οδηγία του καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις διορισμού Εξωτερικού Διαχειριστή Επενδύσεων, και θεσπίζει, με σκοπό τη διασφάλιση της συνετούς παροχής υπηρεσίας διαχείρισης επενδύσεων, τις απαιτήσεις που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την άσκηση των καθηκόντων του Εξωτερικού Διαχειριστή Επενδύσεων:

Νοείται ότι, οι όροι και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο προτείνονται από το Συμβούλιο και ακολούθως εγκρίνονται από τον Υπουργό.

Θεματοφύλακες

34.-(1) Το Συμβούλιο διορίζει υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5), ένα ή περισσότερα πρόσωπα ως θεματοφύλακες του Ταμείου.

(2) Το πρόσωπο, το οποίο διορίζεται ως θεματοφύλακας δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) κατέχει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του Ταμείου για το οποίο έχει διοριστεί, στο όνομά του ή εφόσον εγκριθεί από το Συμβούλιο, στο όνομα ενός ή περισσότερων εντολοδόχων, εκ μέρους και για λογαριασμό του Ταμείου.

(3) Το Συμβούλιο επισημαίνει σε κάθε έγγραφο διορισμού του θεματοφύλακα τις εξουσίες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4).

(4) Κατά τον καθορισμό των εξουσιών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3), το Συμβούλιο διασφαλίζει ότι ο θεματοφύλακας –

(α) Κατέχει οποιαδήποτε περιουσία του Ταμείου για την οποία έχει διοριστεί θεματοφύλακας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, των διατάξεων οποιωνδήποτε άλλων Νόμων και οποιεσδήποτε άλλες πολιτικές και κανονισμούς του Οργανισμού· και

(β) παρέχει στον Οργανισμό πληροφορίες σε σχέση με οποιαδήποτε περιουσία του Ταμείου για την οποία έχει διοριστεί ως θεματοφύλακας σε χρόνο και σε μορφή που καθορίζει το Συμβούλιο.

(5) Ο Υπουργός με οδηγία του καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις διορισμού θεματοφύλακα και τις δραστηριότητες που ασκεί και θεσπίζει τις απαιτήσεις που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την άσκηση των καθηκόντων του θεματοφύλακα:

Νοείται ότι, οι όροι και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, προτείνονται από το Συμβούλιο και ακολούθως οριστικοποιούνται και εγκρίνονται από τον Υπουργό.

ΜΕΡΟΣ VI ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑΣ
Οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου και του Οργανισμού

35.-(1) Ο Οργανισμός ετοιμάζει τις οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου για κάθε οικονομικό έτος, σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα λογιστικά πρότυπα:

Νοείται ότι, ο Οργανισμός δύναται να ετοιμάζει δύο τύπους οικονομικών καταστάσεων για το Ταμείο, εκ των οποίων ο ένας ετοιμάζεται σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα λογιστικά πρότυπα όπως καθορίζει το Συμβούλιο και ο άλλος σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα και τις οδηγίες που ορίζει ο Γενικός Λογιστής.

(2) Ο Οργανισμός υποχρεούται να ετοιμάζει τις οικονομικές καταστάσεις του Οργανισμού για κάθε οικονομικό έτος, σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα λογιστικά πρότυπα:

Νοείται ότι Οργανισμός δύναται να ετοιμάζει δύο τύπους οικονομικών καταστάσεων του Οργανισμού, εκ των οποίων ο ένας ετοιμάζεται σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα λογιστικά πρότυπα όπως ορίζει το Συμβούλιο και ο άλλος ετοιμάζεται σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα και τις οδηγίες που ορίζει ο Γενικός Λογιστής.

Εξωτερικός έλεγχος του Ταμείου και του Οργανισμού

36.-(1) Για σκοπούς εξωτερικού ελέγχου, το Ταμείο υπόκειται στις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου και σε έλεγχο από τον Γενικό Ελεγκτή.

(2) Οι λογαριασμοί, οι οικονομικές καταστάσεις και η οικονομική διαχείριση του Οργανισμού ελέγχονται από τον Γενικό Ελεγκτή σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα ελεγκτικά πρότυπα.

(3) Ο Γενικός Ελεγκτής δύναται να αναθέσει τον έλεγχο του Οργανισμού, ο οποίος προβλέπεται στο εδάφιο (2), σε ιδιώτες εξωτερικούς ελεγκτές.

(4) Σε περίπτωση που ο Γενικός Ελεγκτής αναθέτει τον έλεγχο του Οργανισμού σε ιδιώτες εξωτερικούς ελεγκτές σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) -

(α) Οι ιδιώτες εξωτερικοί ελεγκτές έχουν την ευθύνη να εκδώσουν την έκθεση ελέγχου του Οργανισμού και να στείλουν αντίγραφο της έκθεσης ελέγχου στον Γενικό Ελεγκτή. και

(β) η αμοιβή των ιδιωτών εξωτερικών ελεγκτών εγκρίνεται από τον Γενικό Ελεγκτή.

(5) Επιπρόσθετα από τον έλεγχο του Οργανισμού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Γενικός Ελεγκτής δύναται, κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια, να διεξάγει οποιοδήποτε άλλο έλεγχο κρίνει σκόπιμο σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τη συμμόρφωση ή την απόδοση του Οργανισμού.

(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου και του Οργανισμού που ετοιμάζονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35, υποβάλλονται στον Γενικό Ελεγκτή σε ημερομηνίες που καθορίζει ο ίδιος, αλλά το αργότερο εντός τριών (3) μηνών μετά τη λήξη του σχετικού οικονομικού έτους.

Ετήσια Έκθεση Ταμείου

37.-(1) Ο Οργανισμός καταρτίζει και υποβάλλει στον Υπουργό ετήσια έκθεση του Ταμείου σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους, ο δε Υπουργός ακολούθως ενημερώνει σχετικά το Υπουργικό Συμβούλιο.

(2) Ο Υπουργός, κατόπιν ενημέρωσης του Υπουργικού Συμβουλίου, υποβάλλει την ετήσια έκθεση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) στη Βουλή των Αντιπροσώπων, συνοδευόμενη από τυχόν σχόλια του Υπουργικού Συμβουλίου.

(3) Κατόπιν υποβολής της ετήσιας έκθεσης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Οργανισμός δημοσιεύει την ετήσια έκθεση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4) Η ετήσια έκθεση του Ταμείου περιλαμβάνει -

(α) Τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου συνοδευόμενες από την έκθεση ελέγχου·

(β) τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις του Οργανισμού συνοδευόμενες από την έκθεση ελέγχου·

(γ) ανάλυση και επεξήγηση της απόδοσης του Ταμείου κατά τη διάρκεια του σχετικού οικονομικού έτους, περιλαμβανόμενης και σύγκρισης με τις προσδοκίες του Οργανισμού σχετικά με την απόδοση του Ταμείου·

(δ) τη Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 31·

(ε) δήλωση υπογεγραμμένη από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου και τον Εκτελεστικό Διευθυντή του Οργανισμού, η οποία πιστοποιεί κατά πόσο η Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 31 έχει ακολουθηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του σχετικού οικονομικού έτους, λαμβανομένων υπόψη των γενικών αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 29 του παρόντος Νόμου·

(στ) κατάλογο των εξωτερικών διαχειριστών επενδύσεων και θεματοφυλάκων που χρησιμοποίησε ο Οργανισμός σε σχέση με τις επενδύσεις και τη διαχείριση του Ταμείου κατά τη διάρκεια του σχετικού οικονομικού έτους και τις κατηγορίες επενδύσεων ή περιουσιακών στοιχείων για τις οποίες είχε ευθύνη ο καθένας·

(ζ) την εταιρική στρατηγική του Οργανισμού και επεξήγηση της προόδου που έχει πραγματοποιηθεί για επίτευξή της κατά τη διάρκεια του σχετικού οικονομικού έτους·

(η) επεξήγηση του πλαισίου διακυβέρνησης του Οργανισμού·

(θ) το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου, το οποίο υπόκειται σε ειδικούς διακανονισμούς που προκύπτουν λόγω της μη ρευστοποιήσιμης φύσης τους∙

(ι) οποιουσδήποτε νέους διακανονισμούς για τη διαχείριση της ρευστότητας του Ταμείου∙

(ια) τα τρέχοντα χαρακτηριστικά κινδύνων του Ταμείου και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των εν λόγω κινδύνων∙

(ιβ) τη συμβατότητα και τη συμμόρφωση των χαρακτηριστικών κινδύνων του Ταμείου, με τα όρια κινδύνου που έχουν τεθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 31, για το έτος που αφορά η ετήσια έκθεση∙

(ιγ) την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων, αναφέροντας εάν έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν κατάλληλα διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση υφιστάμενων ή αναμενόμενων αδυναμιών, για το έτος που αφορά η ετήσια έκθεση∙ και

(ιδ) οποιαδήποτε άλλα ζητήματα ο Οργανισμός κρίνει αναγκαία.

(5) Ο Οργανισμός δημοσιεύει κατάσταση για τις επενδύσεις του Ταμείου, η οποία αναθεωρείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο:

Νοείται ότι ο Οργανισμός δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα πληροφορίες αναφορικά με τον σχεδιασμό, την επενδυτική πολιτική, τους στόχους, τον έλεγχο και τις αποδόσεις του Ταμείου, που συνάδουν με τις εκάστοτε διεθνείς βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά το περιεχόμενο, τον χρόνο και τον τρόπο δημοσίευσής τους.

Ενημέρωση Υπουργού

38.-(1) Ο Οργανισμός ενημερώνει αναλυτικά σε τακτά χρονικά διαστήματα τον Υπουργό για την απόδοση του Ταμείου.

(2) Ο Οργανισμός, με δική του πρωτοβουλία και ανά πάσα στιγμή, παρέχει στον Υπουργό οποιεσδήποτε εκθέσεις και πληροφορίες σχετικά με τις επενδύσεις και τη διαχείριση του Ταμείου, όταν κρίνει ότι οι εν λόγω εκθέσεις και πληροφορίες διευκολύνουν την εκτέλεση των καθηκόντων του Οργανισμού που προβλέπονται στο εδάφιο (1).

(3) Ο Υπουργός δύναται να ζητήσει από τον Οργανισμό έκθεση και πληροφορίες για διάφορα θέματα, σε χρόνο και σε μορφή που καθορίζει ο ίδιος, σε σχέση με τις επενδύσεις και τη διαχείριση του Ταμείου, καθώς και τη διοίκηση και τη λειτουργία του Οργανισμού.

(4) Ο Οργανισμός παρέχει κάθε αναγκαία πληροφορία για τη διεξαγωγή εξωτερικής ανεξάρτητης αξιολόγησης της λειτουργίας του, που ζητείται από τον Υπουργό σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ζ) του άρθρου 7.

(5) Ο Υπουργός δύναται να δώσει στη δημοσιότητα οποιαδήποτε έκθεση και πληροφορία υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3), υπό την προϋπόθεση ότι τέτοια δημοσίευση δεν αντίκειται στην προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 40.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες καθορίζονται:

(α) Οι εκθέσεις που υποβάλλει ο Οργανισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3)·

(β) τα διαστήματα που μεσολαβούν ανάμεσα στις υποβολές των εκθέσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τα οποία είναι τουλάχιστον τρίμηνα· και

(γ) κατά πόσο δημοσιεύονται οι εκθέσεις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Παρουσία στη Βουλή των Αντιπροσώπων

39. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, και/ή ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Οργανισμού παρευρίσκονται, κατόπιν αιτήματος της Βουλής των Αντιπροσώπων σε συνεδρία της Βουλής ή δύνανται με δική τους πρωτοβουλία να ζητήσουν ακρόαση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για σκοπούς ενημέρωσης για θέματα σχετικά με τις επενδύσεις και τη διαχείριση του Ταμείου και τη λειτουργία και διοίκηση του Οργανισμού.

Τήρηση απορρήτου και εμπιστευτικότητας

40.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (2), απαγορεύεται στον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου, στον Εκτελεστικό Διευθυντή και στο προσωπικό του Οργανισμού, να παρέχει, κοινοποιεί, αποκαλύπτει, εμπιστευτικές πληροφορίες που περιήλθαν στην κατοχή του κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων του:

Νοείται ότι, τα πρόσωπα που εμπίπτουν στις διατάξεις του πιο πάνω εδαφίου συνεχίζουν να έχουν την υποχρέωση τήρησης απορρήτου και μετά την αποχώρησή τους από τον Οργανισμό ή την παύση ή ολοκλήρωση των εργασιών που τους ανατέθηκαν από τον Οργανισμό.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εμποδίζουν την αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών:

(α) Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στο Γενικό Ελεγκτή, στο Γενικό Λογιστή, στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο Υπουργείο Οικονομικών και στη Στατιστική Υπηρεσία·

(β) σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για το οποίο οι εν λόγω πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των λειτουργιών του Οργανισμού και στην Επιτροπή Υπόδειξης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 και 19·

(γ) οι οποίες χρειάζεται να αποκαλυφθούν διά νόμου ή διά διατάγματος δικαστηρίου αρμόδιας δικαιοδοσίας ή δυνάμει διεθνούς συνθήκης ή πρόνοιας της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

(δ) για τις οποίες χορηγήθηκε σχετική συγκατάθεση από τον Οργανισμό ή από τρίτο πρόσωπο, ανάλογα με την περίπτωση, ως προβλέπεται στο εδάφιο (3).

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -

(α) Ο όρος «εμπιστευτικές πληροφορίες» σημαίνει πληροφορίες που χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικές δυνάμει Νόμου ή πληροφορίες που χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικές από τον Οργανισμό ή από τρίτο πρόσωπο στην περίπτωση πληροφοριών που υποβάλλονται στον Οργανισμό από το εν λόγω πρόσωπο, είτε αφορούν συγκεκριμένες πληροφορίες, είτε αφορούν πληροφορίες συγκεκριμένης κατηγορίας ή περιγραφής·

(β) ο όρος «σχετική συγκατάθεση» σημαίνει, στην περίπτωση πληροφοριών που ο Οργανισμός δηλώνει ως εμπιστευτικές, τη γραπτή συγκατάθεση του Οργανισμού και στην περίπτωση πληροφοριών που δηλώνονται ως εμπιστευτικές από άλλο πρόσωπο τη γραπτή συγκατάθεση του εν λόγω προσώπου.

(4) Πρόσωπο το οποίο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

ΜΕΡΟΣ VII ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εξουσία έκδοσης Κανονισμών

41.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για τη ρύθμιση κάθε θέματος, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί αυτοί δύνανται να προβλέπουν για όλα ή οποιαδήποτε από τα ακόλουθα θέματα:

(α) Τον καθορισμό των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται ο Οργανισμός δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 11∙

(β) τον καθορισμό των διαδικασιών της Επιτροπής Υπόδειξης·

(γ) τη ρύθμιση των αποθεμάτων του Οργανισμού· και

(δ) τη ρύθμιση του δανεισμού και των προνοιών για εγγυήσεις από τον Οργανισμό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27.

(3) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέπουν ότι πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε εκ των διατάξεων τους, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο ποινές.

ΜΕΡΟΣ VIII ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Διάλυση του Ταμείου

42. Σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου ή/και του Οργανισμού, κάθε περιουσιακό στοιχείο και κάθε χρηματικό ποσό του Ταμείου ή/και του Οργανισμού, μετά από την ικανοποίηση τυχόν υποχρεώσεών τους, περιέρχεται στη Δημοκρατία.

Μεταβατική περίοδος

43.-(1) Οι διατάξεις των άρθρων 7(β), (γ), (δ), (ζ), (η), 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 33, 34, 38, 39 τίθενται σε ισχύ μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου:

Νοείται ότι, οι διατάξεις των λοιπών άρθρων ισχύουν στο βαθμό που δεν προσκρούουν στις διατάξεις των εδαφίων (3) έως (7) του παρόντος άρθρου.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «μεταβατική περίοδος» σημαίνει την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και της ημερομηνίας κατά την οποία, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου, που παρουσιάζονται στις πιο πρόσφατες ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου, δεν υπερβαίνει τις τρεις ποσοστιαίες μονάδες του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος σε τιμές αγοράς.

(3) Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 51 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, διορίζει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και/ή έναν ή περισσότερους οίκους ή οργανισμούς εγνωσμένου κύρους, ως λειτουργικούς διαχειριστές του Ταμείου, οι οποίοι επενδύουν και διαχειρίζονται το Ταμείο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, οι λειτουργικοί διαχειριστές, εξαιρουμένης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2:

Νοείται περαιτέρω ότι, οποιαδήποτε έξοδα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για εκτέλεση των καθηκόντων της ως λειτουργικού διαχειριστή, στην περίπτωση που διοριστεί για το σκοπό αυτό ή οποιαδήποτε τέλη και αμοιβές που καταβάλλονται για οποιουσδήποτε άλλους λειτουργικούς διαχειριστές, που διορίζονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου, περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του Ταμείου.

(4) Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου δύνανται να είναι ρευστά διαθέσιμα ή/και να επενδύονται μόνο σε κρατικά ομόλογα τρίτων χωρών ή/και ομόλογα που εκδίδονται από υπερεθνικούς οργανισμούς, τα οποία χαρακτηρίζονται από επαρκή εμπορευσιμότητα και έχουν αξιολογηθεί ως χαμηλού επενδυτικού κινδύνου και σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου.

(5) Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου ο Υπουργός έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και καθήκοντα -

(α) Διορίζει έναν ή περισσότερους λειτουργικούς διαχειριστές του Ταμείου, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3), κατόπιν έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου·

(β) ετοιμάζει τη Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής που προβλέπεται στο άρθρο 31 προωθώντας την για δημοσίευση και καθορίζει με οδηγία του οποιεσδήποτε άλλες πολιτικές και κανόνες που απαιτούνται για τη σωστή επένδυση των περιουσιακών στοιχείων και τη διαχείριση του Ταμείου·

(γ) ελέγχει την απόδοση των λειτουργικών διαχειριστών και τους αντικαθιστά με άλλους λειτουργικούς διαχειριστές εάν, κατά την άποψή του, αυτό απαιτείται για τη σωστή επένδυση εκ μέρους του Ταμείου και τη διαχείριση αυτού·

(δ) διατηρεί οποιουσδήποτε λογαριασμούς δημιουργούνται για το Ταμείο και ετοιμάζει τις οικονομικές καταστάσεις του Ταμείου·

(ε) ετοιμάζει την ετήσια έκθεση του Ταμείου και την υποβάλλει στην Βουλή των Αντιπροσώπων, εντός έξι (6) μηνών από το τέλος του σχετικού οικονομικού έτους·

(στ) ετοιμάζει και προωθεί για δημοσίευση οποιεσδήποτε εκθέσεις και πληροφορίες σε σχέση με τις επενδύσεις και τη διαχείριση του Ταμείου, ανάλογα με την κρίση του, τηρώντας την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών όπως προβλέπεται στο άρθρο 40· και

(ζ) δηλώνει σε κάθε έγγραφο διορισμού τις εξουσίες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των λειτουργικών διαχειριστών με τρόπο που να διασφαλίζει ότι οι λειτουργικοί διαχειριστές -

(i) διαχειρίζονται και επενδύουν εκ μέρους του Ταμείου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τη Δήλωση Επενδυτικής Πολιτικής και οποιεσδήποτε άλλες πολιτικές και κανόνες ορίζονται από τον Υπουργό και/ή οδηγίες που εκδίδονται από τον Υπουργό, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου· και

(ii) δίνουν αναφορά στον Υπουργό σχετικά με την κατάσταση των επενδύσεων του Ταμείου που αναλαμβάνει ο εκάστοτε λειτουργικός διαχειριστής σε χρόνο και με τρόπο που ορίζει ο Υπουργός:

Νοείται ότι, ο Υπουργός δύναται, να αναθέσει οποιεσδήποτε από τις εξουσίες του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου σε οποιαδήποτε τμήματα υπάγονται στο υπουργείο του ή στον Γενικό Λογιστή, με εξαίρεση τον διορισμό λειτουργικού διαχειριστή του Ταμείου που προβλέπεται στην παράγραφο (α).

(6) Σε περίπτωση διορισμού της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως λειτουργικού διαχειριστή, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3), που επενδύει και διαχειρίζεται, είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου -

(α) Το Ταμείο αντιμετωπίζεται ως οργανισμός ή φορέας όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρο 49 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου για σκοπούς εφαρμογής του εν λόγω άρθρου του αναφερομένου Νόμου·

(β) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτής ή του προσωπικού της, περιλαμβανομένων και προσώπων που κατείχαν τέτοια θέση δεν φέρουν ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και ευθυνών τους σε σχέση με τη λειτουργική διαχείριση του Ταμείου, εκτός αν αποδειχτεί ότι οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις αποτελούν εκ προθέσεως υπαίτια συμπεριφορά ή βαριά αμέλεια.

(7) Ο λειτουργικός διαχειριστής συνάπτει συμφωνία με τον Υπουργό η οποία, μεταξύ άλλων:

(α) Προσδιορίζει τις ευθύνες του ως λειτουργικού διαχειριστή·

(β) περιγράφει τις διαδικασίες για ανταλλαγή πληροφοριών και διαβούλευση μεταξύ του λειτουργικού διαχειριστή και του Υπουργείου Οικονομικών·και

(γ) καθορίζει την αμοιβή που καταβάλλεται στον λειτουργικό διαχειριστή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

44. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 43, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου τίθενται σε ισχύ με τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.