Κένωση θέσης

16.-(1) Η θέση του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου κενούται μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Σε περίπτωση λήξης της θητείας του∙ ή

(β) σε περίπτωση θανάτου του∙ ή

(γ) σε περίπτωση παραίτησής του κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17∙ ή

(δ) σε περίπτωση τερματισμού του διορισμού του, ο οποίος αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τα προβλεπόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).

(2) Ο διορισμός του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου δύναται να τερματιστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (4) έως (8), μόνο σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας για περίοδο πέραν των τριών (3) μηνών·

(β) σε περίπτωση κωλύματος του Πρόεδρου ή του μέλους στην άσκηση των καθηκόντων τους για συνεχόμενη περίοδο πέραν των τριών (3) μηνών χωρίς την άδεια του Συμβουλίου·

(γ) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος επιδεικνύει ασύγγνωστη αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του∙

(δ) σε περίπτωση που ο Πρόεδρος ή το μέλος περιέλθει σε μια από τις καταστάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 15:

Νοείται ότι, σε περίπτωση έναρξης αστυνομικής έρευνας με σκοπό την ποινική δίωξη του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου ή σε περίπτωση που αποφασιστεί ποινική δίωξη, ο Υπουργός δύναται να θέσει σε διαθεσιμότητα τον Πρόεδρο ή το μέλος κατά τη διάρκεια της έρευνας ή μέχρι την ολοκλήρωση της υπόθεσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο Πρόεδρος ή το μέλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις (3) μήνες.

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ο Υπουργός ενημερώνει τον Πρόεδρο ή το μέλος για την πρόθεσή του να τους θέσει σε διαθεσιμότητα και τους καλεί, εάν επιθυμούν, να υποβάλουν γραπτώς τη θέση τους.

(3) Κανένας άλλος λόγος πέραν αυτών που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) δεν δικαιολογεί τον τερματισμό του διορισμού.

(4) Σε περίπτωση που ο Υπουργός κρίνει ότι ο διορισμός του Προέδρου ή μέλους πρέπει να τερματιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), ζητεί τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης, προτού υποβάλει πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο.

(5) Η Επιτροπή Υπόδειξης υποβάλλει αιτιολογημένη γνώμη στον Υπουργό εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή Υπόδειξης δεν διαβιβάσει τη γνώμη της στον Υπουργό εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος, τεκμαίρεται σύμφωνη γνώμη αυτής.

(6) Η πρόταση του Υπουργού συνοδευόμενη από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης υποβάλλεται άμεσα στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο λαμβάνει την απόφασή του, αφού προηγουμένως ακούσει τον Πρόεδρο ή το μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7).

(7) Το Υπουργικό Συμβούλιο κοινοποιεί την πρόταση του Υπουργού συνοδευόμενη από τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης στον Πρόεδρο ή στο μέλος που αφορά, παρέχοντας του την ευκαιρία να εκφράσει γραπτώς ή προφορικώς τις απόψεις του εντός εύλογου χρόνου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που δεν εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης, ο Υπουργός δεν επιμένει στον τερματισμό του διορισμού.

(8) Πριν τη λήψη απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο, η γνώμη της Επιτροπής Υπόδειξης δημοσιοποιείται, εξαιρούμενων των στοιχείων, πληροφοριών και/ή μέρους αυτής, που δεν δύνανται να δημοσιοποιηθούν λόγω των εν εξελίξει ποινικών και πειθαρχικών ερευνών ή λόγω διαφύλαξης ουσιωδών συμφερόντων της Δημοκρατίας.

(9) Η Επιτροπή Υπόδειξης έχει το δικαίωμα να υποβάλει και εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας εισήγηση στον Υπουργό για τον τερματισμό του διορισμού του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου.

(10) Ο Πρόεδρος ή το μέλος του Συμβουλίου, του οποίου ο διορισμός τερματίζεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), δύναται να προσφύγει δικαστικώς κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.