Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμος του 2019.

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«Διαδικαστικός Κανονισμός» σημαίνει διαδικαστικό κανονισμό που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44·

«διαμεσολάβηση» σημαίνει διαρθρωμένη διαδικασία, ο σκοπός της οποίας καθορίζεται στο άρθρο 4, κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέλη μιας οικογένειας επιχειρούν να καταλήξουν σε συμφωνία για την επίλυση οικογενειακών τους διαφορών με τη βοήθεια διαμεσολαβητή·

«διαμεσολαβητής» σημαίνει τρίτο προς τα μέρη πρόσωπο, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών και στο οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή διαμεσολάβησης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«δικαστήριο» σημαίνει οικογενειακό δικαστήριο που συστήνεται και λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει συγκεκριμένη οικογενειακή υπόθεση·

«δικαστής» σημαίνει δικαστή του δικαστηρίου·

«Κανονισμοί» σημαίνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43·

«Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών» σημαίνει το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7·

«οικείο επαγγελματικό μητρώο» σημαίνει το μητρώο επαγγελματικού σώματος οποιουδήποτε επαγγελματικού τομέα από τον οποίο δυνατό να προέρχεται διαμεσολαβητής·

«οικογενειακή διαφορά» σημαίνει διαφορά που σχετίζεται με το θεσμό της οικογένειας και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διαφορά σε σχέση με γονική μέριμνα, διατροφή παιδιών, διατροφή συζύγων ή συμβίων και περιουσιακές σχέσεις συζύγων ή συμβίων, αλλά δεν περιλαμβάνει διαφορά που σχετίζεται με την αφαίρεση ή την ανάθεση γονικής μέριμνας·

«παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών∙

«Πειθαρχικό Συμβούλιο» σημαίνει το συμβούλιο που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37·

«συμφωνία διαμεσολάβησης» σημαίνει συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ των μερών σε οικογενειακή διαφορά και του διαμεσολαβητή, με την οποία ρυθμίζονται οι όροι της διαμεσολάβησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20·

«συμφωνία συμβιβασμού» σημαίνει συμφωνία μεταξύ των μερών σε οικογενειακή διαφορά, η οποία συνάπτεται μετά από διαμεσολάβηση·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

Πεδίο εφαρμογής

3. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε οικογενειακές διαφορές και κάθε διαμεσολάβηση σε οικογενειακή διαφορά ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Διαμεσολάβηση

4.-(1) Σκοπός της διαμεσολάβησης σε οικογενειακή διαφορά είναι όπως τα μέρη, με τη συμβολή διαμεσολαβητή, καταλήξουν σε κοινές αποφάσεις για τη διευθέτηση των οικογενειακών τους διαφορών.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), με τη διαμεσολάβηση επιδιώκονται ειδικότερα τα ακόλουθα:

(α) Η ενθάρρυνση συναινετικών προσεγγίσεων με σκοπό τον περιορισμό των συγκρούσεων και της εχθρότητας μεταξύ των μερών σε οικογενειακή διαφορά και η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ όλων των μελών της οικογένειας·

(β) ο περιορισμός των αρνητικών επιπτώσεων που προέρχονται από τις οικογενειακές συγκρούσεις·

(γ) η στήριξη και διατήρηση των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας, ιδιαίτερα γονέων και τέκνων∙

(δ) η διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού·

(ε) η ενθάρρυνση της ανάληψης, με υπευθυνότητα, της κοινής γονικής ευθύνης για τη φροντίδα, ευημερία και ανάπτυξη των παιδιών, σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με τον περί της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη σύμβαση αναφορικά με δικαιώματα του παιδιού την οποία έχει κυρώσει η Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το γαμικό καθεστώς και τις συνθήκες διαβίωσης οποιουδήποτε από τους γονείς· και

(στ) ο περιορισμός των επίδικων θεμάτων και η οριστική επίλυση της οικογενειακής διαφοράς σε συντομότερο χρονικό διάστημα από αυτό που απαιτείται για την επίλυσή της αποκλειστικά μέσω δικαστικών διαδικασιών.

Βασικές αρχές που διέπουν τη διαμεσολάβηση

5. Η διαμεσολάβηση ασκείται σύμφωνα με τις αρχές-

(α) Tης απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, φύλου, εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής, κοινότητας, πεποιθήσεων, κοινωνικής ή οικονομικής κατάστασης ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο·

(β) της διασφάλισης του συμφέροντος του παιδιού·

(γ) της εμπιστευτικότητας, ουδετερότητας και αμεροληψίας·

(δ) της εθελούσιας συμμετοχής των μερών· και

(ε) της λήψης υπόψη από το διαμεσολαβητή οποιασδήποτε ευάλωτης κατάστασης οποιουδήποτε των μερών στη διαμεσολάβηση.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ, ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΩΓΗ ΓΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
Διαμεσολάβηση

6.-(1) Διαμεσολάβηση δυνατόν να διεξάγεται οποτεδήποτε, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας που αφορά συγκεκριμένη οικογενειακή διαφορά, και διενεργείται από πρόσωπο το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών.

(2) Διαμεσολάβηση δυνατόν να πραγματοποιείται για μέρος ή για το σύνολο οικογενειακής διαφοράς.

Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών

7.-(1) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως τηρεί ειδικό Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών στο οποίο εγγράφονται, μετά από αίτησή τους και καταβολή του τέλους που καθορίζεται στο παρόν άρθρο, πρόσωπα που επιθυμούν να διενεργούν διαμεσολάβηση ως διαμεσολαβητές οικογενειακών διαφορών και τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8.

(2) Πρόσωπο που αιτείται της εγγραφής του ως διαμεσολαβητή στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών καταβάλλει τέλος εγγραφής το ύψος του οποίου καθορίζεται ή/και αναθεωρείται κατά καιρούς με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.

(3) Το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

Εγγραφή Διαμεσολαβητή στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών

8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), κανένα πρόσωπο δεν εγγράφεται ως διαμεσολαβητής στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών, εκτός εάν-

(α) Kατέχει πανεπιστημιακό τίτλο ή δίπλωμα αναγνωρισμένο από το αρμόδιο σώμα στη Δημοκρατία στα νομικά, στην ψυχολογία ή στην κοινωνική εργασία·

(β) είναι εγγεγραμμένο στο οικείο επαγγελματικό μητρώο του επαγγέλματος που ασκεί, όπου αυτό εφαρμόζεται·

(γ) ασκεί στην Κύπρο ή στο εξωτερικό, στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, το επάγγελμα για το οποίο κατέχει έναν εκ των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) πανεπιστημιακό τίτλο ή δίπλωμα, για συνεχή περίοδο τουλάχιστον ενός (1) έτους, πριν από την υποβολή της αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών·

(δ) έχει τη μόνιμη διαμονή του στη Δημοκρατία κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από την υποβολή της αίτησής του για εγγραφή στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών·

(ε) δεν κατέχει και δεν κατείχε μόνιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από την υποβολή αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών·

(στ) δεν έχει καταδικαστεί για σοβαρό ποινικό αδίκημα ή για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα·

(ζ) δεν βρίσκεται υπό επιτροπεία ή κηδεμονία και δεν στερείται της δικαιοπρακτικής του ικανότητας· και

(η) έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης στη διαμεσολάβηση σε οικογενειακές διαφορές, όπως καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.

(2) Διαμεσολαβητής ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στο οικείο επαγγελματικό μητρώο άσκησης του επαγγέλματός του δεν αποκλείεται από την παράλληλη άσκηση του επαγγέλματος αυτού.

Διαγραφή διαμεσολαβητών από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών

9. Διαγραφή διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών διενεργείται από τον Υπουργό για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(α) Ο διαμεσολαβητής, μετά την εγγραφή του στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών, παύει να πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8 προϋποθέσεις ή διαπι-στώνεται, μετά την εγγραφή του, ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνταν κατά το χρόνο της εγγραφής·

(β) σε περίπτωση θανάτου του διαμεσολαβητή·

(γ) ο διαμεσολαβητής υποβάλλει αίτημα για διαγραφή του από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών·

(δ) ο διαμεσολαβητής κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή εκδίδεται κατ’ αυτού προσωρινό διάταγμα διορισμού διαχειριστή (trustee), δυνάμει των διατάξεων του περί Πτωχεύσεως Νόμου·

(ε) ο διαμεσολαβητής δεν ενήργησε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 10, παρά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο για την απόκτηση οικονομικού ή άλλου συμφέροντος που δυνατόν να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του·

(στ) διαπιστώνεται κατάχρηση της θέσης του διαμεσολαβητή κατά τρόπο που τυχόν συνέχιση διεξαγωγής διαμεσολάβησης από αυτόν να αποβαίνει επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον·

(ζ) ο διαμεσολαβητής δεν συνεχίζει την επαγγελματική του κατάρτιση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11·

(η) σε περίπτωση διαγραφής του διαμεσολαβητή από το οικείο επαγγελματικό μητρώο, όπου αυτό εφαρμόζεται· και

(θ) το Πειθαρχικό Συμβούλιο διαβιβάζει αντίγραφο απόφασής του στον Υπουργό σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται στον διαμεσολαβητή πειθαρχική ποινή διαγραφής από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Υποθέσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 41.

Υποχρεώσεις Διαμεσολαβητή

10.-(1) Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του με επιμέλεια, ανεξαρτησία και αμεροληψία, κατά τρόπο κατάλληλο και αποτελεσματικό, ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του ή του επαγγέλματός του και ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ορίστηκε ή ανέλαβε να διεξαγάγει την εν λόγω διαμεσολάβηση και δεν υπόκειται στον έλεγχο ούτε ακολουθεί τις οδηγίες οποιουδήποτε προσώπου ή αρχής.

(2) Ειδικότερα, χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), ο διαμεσολαβητής έχει υποχρέωση όπως-

(α) Eνεργεί σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 5 και στον Κώδικα Δεοντολογίας, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 45,

(β) ενεργεί με αμεροληψία καθόσον αφορά τα μέρη,

(γ) είναι ουδέτερος, καθόσον αφορά το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης,

(δ) σέβεται τις απόψεις των μερών και διασφαλίζει την ισορροπία ισχύος των διαπραγματευτικών τους θέσεων,

(ε) διασφαλίζει την ιδιωτική και εμπιστευτική φύση της διαμεσολάβησης και ειδικότερα των συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα σε αυτή και μεριμνά, ώστε να μην αποκαλύπτεται οτιδήποτε αναφέρεται στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης, εκτός όπως προβλέπεται στην παράγραφο (στ) του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 27 και 28,

(στ) ενημερώνει τα μέρη ότι δηλώσεις που γίνονται κατά τη διαδικασία διαμεσολάβησης από τις οποίες διαφαίνεται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο και ιδιαίτερα παιδί έχει υποστεί ή ενδέχεται να έχει υποστεί ή κινδυνεύει να υποστεί βία ή κακοποίηση θα αποκαλυφθούν από το διαμεσολαβητή στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 27,

(ζ) σε περίπτωση που η διαφορά αφορά ή επηρεάζει εν όλω ή εν μέρει παιδί, επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα για την ευημερία και το συμφέρον του παιδιού, ενθαρρύνει τους γονείς να επικεντρώνονται στις ανάγκες του παιδιού και τους υπενθυμίζει την πρωταρχική τους ευθύνη για την ευημερία του παιδιού, καθώς και την ανάγκη να πληροφορούν το παιδί και να λαμβάνουν υπόψη την άποψή του,

(η) σε περίπτωση που η διαφορά αφορά ή επηρεάζει εν όλω ή εν μέρει παιδί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο και αφού συνεννοηθεί με τα μέρη, ακούει τις απόψεις του παιδιού και τις λαμβάνει υπόψη ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητάς του,

(θ) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 27, δίδει ιδιαίτερη προσοχή στο κατά πόσο ασκήθηκε στο παρελθόν ή ενδέχεται να ασκηθεί στο μέλλον βία μεταξύ των μερών, καθώς και στην επίδραση που αυτή μπορεί να έχει στις διαπραγματευτικές τους θέσεις:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής κρίνει ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της διαφοράς, η διαδικασία διαμεσολάβησης δεν ενδείκνυται, τερματίζει τη διαμεσολάβηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32,

(ι) όπου κρίνει ότι οποιοδήποτε από τα μέρη στη διαμεσολάβηση δεν είναι σε θέση ή δεν είναι πρόθυμο να συμμετάσχει στη διαδικασία ελεύθερα και πλήρως, εγείρει το ζήτημα και εξετάζει το ενδεχόμενο τερματισμού της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, και

(ια) αποτρέπει χειριστική, απειλητική ή εκφοβιστική συμπεριφορά από οποιοδήποτε από τα μέρη και διεξάγει τη διαδικασία κατά τρόπο που να ανατρέπει, στο μέτρο του δυνατού, οποιαδήποτε ανισότητα ισχύος μεταξύ των μερών:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που διαφαίνεται ότι οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά ή ανισότητα πιθανό να καταστήσει τη διαμεσολάβηση άδικη ή αναποτελεσματική, ο διαμεσολαβητής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, για να εμποδίσει το αποτέλεσμα αυτό, περιλαμβανομένου και του τερματισμού της διαδικασίας, αν κρίνει αυτό απαραίτητο.

(3) Διαμεσολαβητής στον οποίο προτείνεται να αναλάβει ή ο οποίος έχει ήδη αναλάβει τη διεξαγωγή διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δηλώνει εγγράφως και έγκαιρα, πριν αποδεχτεί τον διορισμό του ή αμέσως μόλις διαφανεί, οποιαδήποτε σύγκρουση συμφέροντος ή οποιοδήποτε περιστατικό ή οικονομικό ή άλλο συμφέρον το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει ή να δώσει την εντύπωση ότι επηρεάζει την ανεξαρτησία του και αρνείται το διορισμό του ή παραιτείται από διαμεσολαβητής για τη συγκεκριμένη διαμεσολάβηση, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν ρητά και γραπτώς ότι αυτός είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2).

(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3) τεκμαίρεται ότι υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με διαμεσολάβηση στις πιο κάτω περιπτώσεις:

(α) Όταν υφίσταται προσωπική ή επαγγελματική σχέση του διαμεσολαβητή με ένα από τα μέρη στη διαμεσολάβηση·

(β) όταν ο διαμεσολαβητής, ή οποιοσδήποτε συγγενής του μέχρι δευτέρου βαθμού εξ αίματος ή ο/η σύζυγός του έχει οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο οικονομικό ή άλλο συμφέρον από την έκβαση της διαμεσολάβησης· και

(γ) όταν ο διαμεσολαβητής ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εργοδοτείται από το διαμεσολαβητή ή το νομικό πρόσωπο στο οποίο εργοδοτείται ο διαμεσολαβητής προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια στο παρελθόν, υπό άλλη ιδιότητα πλην της ιδιότητας του διαμεσολαβητή, για κάποιο από τα μέρη.

(5) Πριν από την έναρξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται ότι τα μέρη αντιλαμβάνονται τη φύση της διαδικασίας διαμεσολάβησης, τον ρόλο του διαμεσολαβητή και τον δικό τους.

(6) Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ο διαμεσολαβητής διασφαλίζει ότι τα μέρη συμμετέχουν ισότιμα στη διαδικασία.

(7) Ο διαμεσολαβητής, εφόσον του ζητηθεί, παρέχει στα μέρη πληροφορίες σχετικά με το επαγγελματικό του υπόβαθρο, την εκπαίδευση και την εμπειρία του στον τομέα της διαμεσολάβησης.

(8) Ο διαμεσολαβητής δεν επιβάλλει συγκεκριμένη επίλυση της διαφοράς, δύναται όμως, κατά την κρίση του και με σκοπό να διευκολύνει τη φιλική διευθέτηση της διαφοράς, να υποβάλλει εισηγήσεις οι οποίες δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.

(9) Ο διαμεσολαβητής καθοδηγείται από τον Κώδικα Δεοντολογίας για Διαμεσολαβητές Οικογενειακών Υποθέσεων, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς και τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές.

(10) Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται ότι τα μέρη έχουν ενημερώσει για τον διορισμό του διαμεσολαβητή οποιουσδήποτε δικηγόρους ενεργούν εκ μέρους τους στη διαφορά η οποία, εν όλω ή εν μέρει, κατέστη αντικείμενο της διαμεσολάβησης.

(11) Σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε από τα μέρη δυνατόν να δικαιούται δωρεάν αρωγή διαμεσολάβησης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13, ενημερώνει το μέρος για το δικαίωμα του αυτό και στην περίπτωση που ο ίδιος δεν αναλαμβάνει διαμεσολάβηση με αρωγή διαμεσολάβησης αποσύρεται από τη διαμεσολάβηση και παραπέμπει τα μέρη στον κατάλογο διαμεσολαβητών που αναλαμβάνουν τέτοιου είδους διαμεσολάβηση, ο οποίος καταρτίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 13.

(12) Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται ότι-

(α) Tα μέρη καταλήγουν στην απόφασή τους στη βάση επαρκών πληροφοριών και επαρκούς γνώσης και, για τον σκοπό αυτό, ενημερώνει τα μέρη για την ανάγκη να προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που είναι σχετικά με τη διαφορά που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας διαμεσολάβησης και τα βοηθά, όπου αυτό είναι απαραίτητο, να εντοπίσουν τις σχετικές πληροφορίες και την αναγκαία υποστηρικτική τεκμηρίωσή τους,

(β) κάθε μέρος έχει τη δυνατότητα να προβεί στις αναγκαίες έρευνες σχετικά με τις πληροφορίες που έχει αποκαλύψει το άλλο μέρος και να επιδιώξει να εξασφαλίσει περισσότερες πληροφορίες ή τεκμηρίωση, όπου αυτό είναι απαραίτητο, και για τον σκοπό αυτό ζητά από το άλλο μέρος να δώσει τη συγκατάθεσή του, όπου είναι αναγκαία, για να καταστεί δυνατή η έρευνα αυτή:

Νοείται ότι ο διαμεσολαβητής προάγει την ίση κατανόηση των πληροφοριών αυτών και από τα δύο μέρη πριν αυτά καταλήξουν σε τελική συμφωνία.

(13) Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη ως προς τα πλεονεκτήματα της λήψης ανεξάρτητης νομικής ή άλλης συμβουλής, όπου αυτό φαίνεται να είναι επιθυμητό κατά τη διαδικασία διαμεσολάβησης, καθώς και για το ότι είναι προς το συμφέρον τους να εξασφαλίσουν ανεξάρτητη νομική συμβουλή πριν καταλήξουν στη συμφωνία συμβιβασμού και τα προειδοποιεί για τυχόν κινδύνους και μειονεκτήματα της πιθανής επιλογής τους να μην λάβουν τέτοια ανεξάρτητη νομική συμβουλή.

(14) Με τη σύμφωνη γνώμη των μερών και του διαμεσολαβητή, είναι δυνατή η συμμετοχή στη διαδικασία διαμεσολάβησης δικηγόρων ή άλλων συμβούλων οποιουδήποτε από τα μέρη ή όλων των μερών.

(15) Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται ότι τα μέρη καταλήγουν σε συμφωνία συμβιβασμού ελεύθερα και έχοντας πλήρη γνώση όλων των δεδομένων.

Συνέχιση επαγγελματικής κατάρτισης διαμεσολαβητή οικογενειακών διαφορών

11. Πρόσωπο το οποίο έχει εγγραφεί στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών συνεχίζει την κατάρτισή του σε θέματα διαμεσολάβησης ολοκληρώνοντας παρακολούθηση τουλάχιστον οκτώ (8) ωρών εκπαίδευσης ανά έτος, του πρώτου αρχομένου από την πάροδο δύο (2) ετών από την ημερομηνία εγγραφής του στο Μητρώο Διαμεσολαβητών, και υποβάλλει σχετική βεβαίωση συνέχισης της κατάρτισης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

Αμοιβή διαμεσολαβητή οικογενειακών διαφορών

12. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή οικογενειακών διαφορών καθορίζεται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.

Αρωγή διαμεσολάβησης για διαμεσολάβηση στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών

13.-(1) Παρέχεται δωρεάν αρωγή διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε διαδικασίες διαμεσολάβησης που εκκινούν στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας.

(2) Η παροχή αρωγής διαμεσολάβησης σε διαδικασία διαμεσολάβησης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζει και δεν επηρεάζεται από τυχόν δικαίωμα σε νομική αρωγή που τυχόν έχει οποιοδήποτε από τα μέρη σε διαδικασία διαμεσολάβησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου.

(3) Σε περίπτωση που υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου παραπέμπεται σε διαμεσολάβηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 και για την υπόθεση αυτή δεν έχει εγκριθεί αίτημα νομικής αρωγής δυνάμει των διατάξεων του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, ο διάδικος που επιθυμεί να του παρασχεθεί αρωγή διαμεσολάβησης, υπό την ιδιότητα του μέρους στη διαμεσολάβηση, υποβάλλει γραπτή αίτηση για αρωγή διαμεσολάβησης στον πρωτοκολλητή του δικαστηρίου και, σε τέτοια περίπτωση, οποιαδήποτε κοινωνικοοικονομική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και έγγραφη δήλωση του αιτητή για την οικονομική του κατάσταση, που έχει ήδη γίνει στο δικαστήριο για σκοπούς αιτήματος παροχής νομικής αρωγής δυνάμει των διατάξεων του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, μπορούν να γίνουν δεκτές για σκοπούς αρωγής διαμεσολάβησης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και αντιστρόφως:

Νοείται ότι οι διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ του περί Νομικής Αρωγής Νόμου εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών και, στην περίπτωση υποβολής αιτήματος για αρωγή διαμεσολάβησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, και η αναφορά στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο σε «νομική αρωγή» διαβάζεται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως αναφορά σε «αρωγή διαμεσολάβησης».

(4) Σε περίπτωση που υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου παραπέμπεται σε διαμεσολάβηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 και διάδικος στην υπόθεση αυτή λαμβάνει νομική αρωγή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, το δικαστήριο εγκρίνει την παροχή αρωγής διαμεσολάβησης στη βάση προφορικού αιτήματος του διαδίκου αυτού και χωρίς περαιτέρω εξέταση του αιτήματος.

(5) Οι διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμου που αφορούν την επιλογή δικηγόρου και τον κατάλογο δικηγόρων εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, για την επιλογή διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών στην περίπτωση παροχής αρωγής διαμεσολάβησης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, και για το σκοπό αυτό καταρτίζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κατάλογος με τα ονόματα των διαμεσολαβητών οικογενειακών διαφορών που ενδιαφέρονται να προσφέρουν υπηρεσίες με βάση το παρόν άρθρο.

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, η παροχή δωρεάν αρωγής διαμεσολάβησης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν εξαρτάται από τη δυνατότητα επιτυχίας της διαμεσολάβησης.

Ενημέρωση για τη δυνατότητα χρήσης της διαδικασίας διαμεσολάβησης

14.-(1) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως μεριμνά με κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως μέσω του διαδικτύου, για την παροχή πληροφόρησης στο ευρύ κοινό σχετικά με τη δυνατότητα της χρήσης διαδικασίας διαμεσολάβησης για επίλυση οικογενειακών διαφορών και για τον τρόπο πρόσβασης σε διαμεσολαβητές οικογενειακών διαφορών.

(2) Οι δικηγόροι ενημερώνουν τους πελάτες τους σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής σε διαμεσολάβηση, όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, για την επίλυση οποιωνδήποτε διαφορών τους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Επιλογή διαμεσολαβητή

15.-(1) Σε περίπτωση που τα μέρη σε οικογενειακή διαφορά συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση για την επίλυση οικογενειακής τους διαφοράς, επιλέγουν εκ συμφώνου διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών:

Νοείται ότι, αν τα μέρη δεν συμφωνούν ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, δεν λαμβάνει χώρα η διαμεσολάβηση.

(2) Ο διαμεσολαβητής δύναται να αρνηθεί τον διορισμό του χωρίς αιτιολογία.

Διαμεσολάβηση πριν από την έναρξη δικαστικών διαδικασιών

16. Τα μέρη σε οικογενειακή διαφορά δύνανται να τη ρυθμίσουν ή να την επιλύσουν εν όλω ή εν μέρει μέσω διαμεσολάβησης, χωρίς να αποταθούν στο δικαστήριο.

Διαμεσολάβηση στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας

17.-(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί δικαστική διαδικασία το αντικείμενο της οποίας είναι οικογενειακή διαφορά δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν από την έκδοση απόφασης, εφόσον κρίνει ότι η διαφορά των μερών έχει πιθανότητες να επιλυθεί μέσω διαμεσολάβησης, να καλέσει τους διαδίκους να παραστούν ενώπιόν του, για να τους ενημερώσει αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολάβησης και τη δυνατότητα επίλυσης της οικογενειακής διαφοράς τους με τη διαδικασία αυτή.

(2) Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να κρίνει κατά πόσο η διαφορά ενώπιόν του έχει πιθανότητες επίλυσης μέσω διαμεσολάβησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσο-

(α) Aπό τα στοιχεία που έχει ενώπιόν του ενδέχεται η υπόθεση να εμπεριέχει στοιχεία ενδοοικογενειακής βίας,

(β) η διεξαγωγή διαμεσολάβησης είναι προς το συμφέρον του παιδιού:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η ενώπιον του δικαστηρίου διαφορά αφορά ή επηρεάζει εν όλω ή εν μέρει παιδί, το δικαστήριο δύναται, πριν καταλήξει στην απόφασή του να εισηγηθεί στους διαδίκους ότι η υπόθεση ενδέχεται να είναι κατάλληλη για διαμεσολάβηση, να ζητήσει να ακούσει το παιδί ή οποιοδήποτε από τα παιδιά, ανάλογα με την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητάς τους,

(γ) τα μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι πρόθυμα να συμβάλουν στην επίλυση των διαφορών τους μέσω διαμεσολάβησης.

(3) Σε περίπτωση που η οικογενειακή διαφορά επηρεάζει παιδί, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει αυτό απαραίτητο και εφόσον από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του διαφαίνεται ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των γονέων και του παιδιού, δύναται να θέσει ως προϋπόθεση για την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας, για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση, την εκπροσώπηση του παιδιού στη διαδικασία διαμεσολάβησης, ανεξάρτητα από τους γονείς του, από τον Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ή εκπρόσωπό του και, σε περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους διαδίκους δεν συμφωνήσει με την προϋπόθεση αυτή, το δικαστήριο δεν εκδίδει απόφαση για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση, και συνεχίζει τη δικαστική διαδικασία.

Αναβολή δικαστικής διαδικασίας για τη διεξαγωγή διαμεσολάβησης

18.-(1) Σε περίπτωση που οι διάδικοι σε οικογενειακή υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου επιθυμούν να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους με διαμεσολάβηση, δηλώνουν την επιθυμία τους αυτή ενώπιον του δικαστηρίου και το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και εφόσον κρίνει ότι η διαφορά των διαδίκων έχει πιθανότητα να επιλυθεί μέσω διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17, δύναται να αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας, για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση:

Νοείται ότι στην απόφαση του δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στη συναίνεση των διαδίκων και στη χρονική διάρκεια της διαμεσολάβησης, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε από τους διαδίκους δεν συμφωνεί με τη διεξαγωγή διαμεσολάβησης, το δικαστήριο προχωρεί με τη δικαστική διαδικασία.

(2) Όταν συμπληρωθεί η χρονική διάρκεια της διαμεσολάβησης που καθορίζεται στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) απόφαση του δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης, αν υπάρχει, και, σε περίπτωση που δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία συμβιβασμού, το δικαστήριο δύναται, κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων, να αναβάλει εκ νέου τη δικαστική διαδικασία για το χρονικό διάστημα που κρίνει αναγκαίο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαμεσολάβησης και το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.

(3) Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διαδίκου, να διακόψει τη διαδικασία διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της καθορισμένης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, προθεσμίας.

Διαμεσολάβηση μετά τη δικαστική διαδικασία

19. Σε περίπτωση που, μετά το πέρας δικαστικής διαδικασίας που αφορά συγκεκριμένη οικογενειακή υπόθεση, προκύψει διαφορά αναφορικά με την εκτέλεση διατάγματος που εκδόθηκε από το δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας για την υπόθεση αυτή και προκύπτει ανάγκη είτε τροποποίησης του διατάγματος αυτού είτε καθορισμού του τρόπου εκτέλεσής του, τα μέρη μπορούν να προχωρήσουν σε διαμεσολάβηση εφαρμόζοντας τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Συμφωνία για διαμεσολάβηση

20. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 18, για τη διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολάβησης τα μέρη επιλέγουν διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών και τα μέρη και ο διαμεσολαβητής συνάπτουν γραπτή συμφωνία διαμεσολάβησης, στην οποία καθορίζονται τα ακόλουθα:

(α) Ο τρόπος διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολάβησης·

(β) η διάρκειά της·

(γ) η υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, όπως αυτή καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27·

(δ) η υποχρέωση διεξαγωγής των συζητήσεων και διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο διαδικασίας διαμεσολάβησης υπό καθεστώς επαγγελματικού απορρήτου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28·

(ε) ο τρόπος καθορισμού της αμοιβής του διαμεσολαβητή, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12, καθώς και το ποσοστό της αμοιβής που θα καταβληθεί από το κάθε μέρος στη διαμεσολάβηση και οι όροι πληρωμής του διαμεσολαβητή·

(στ) οποιαδήποτε άλλα έξοδα της διαδικασίας· και

(ζ) κάθε άλλο ζήτημα κρίνουν αναγκαίο:

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε όρο της συμφωνίας, οποιοδήποτε από τα μέρη δύναται να τερματίσει τη διαδικασία διαμεσολάβησης οποτεδήποτε το επιθυμεί.

Έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης

21. Η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας διαμεσολάβησης είναι η ημερομηνία κατά την οποία υπογράφηκε η συμφωνία διαμεσολάβησης ή, στην περίπτωση διεξαγωγής διαμεσολάβησης στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας, η ημερομηνία έκδοσης της προβλεπόμενης στο άρθρο 18 απόφασης του δικαστηρίου.

Καθορισμός διαδικασίας διαμεσολάβησης

22. Ο καθορισμός της διαδικασίας διαμεσολάβησης επαφίεται στην κρίση του διαμεσολαβητή, ο οποίος επιδιώκει να διεξαχθεί η διαμεσολάβηση κατά τρόπο αποτελεσματικό, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της διαμεσολάβησης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 4.

Διαδικασία διαμεσολάβησης

23.-(1) Ο διαμεσολαβητής δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να επικοινωνεί και να διεξάγει χωριστές συναντήσεις με τα μέρη.

(2) Σε περίπτωση που η οικογενειακή διαφορά που αποτελεί το αντικείμενο της διαμεσολάβησης είναι διασυνοριακή, η διαδικασία διαμεσολάβησης δύναται να διενεργείται με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, «διασυνοριακή διαφορά» σημαίνει διαφορά στην οποία τουλάχιστον ένα από τα μέρη έχει τη μόνιμη κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του εκτός της Δημοκρατίας κατά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

Καθορισμός τόπου και χρόνου διεξαγωγής της διαμεσολάβησης

24.-(1) Η διαμεσολάβηση διεξάγεται σε χώρο ο οποίος συμφωνείται από κοινού από τα μέρη και τον διαμεσολαβητή και ο οποίος επιλέγεται λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που διέπουν τη διαμεσολάβηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5.

(2) Ο διαμεσολαβητής διαβουλεύεται με τα μέρη, προκειμένου να καθορίζονται κατάλληλες ημερομηνίες για τη διεξαγωγή διαμεσολάβησης.

Γλώσσα διαμεσολάβησης

25. Ο διαμεσολαβητής, σε συμφωνία με τα μέρη, ορίζει τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες διεξάγεται η διαδικασία διαμεσολάβησης και στις οποίες διατυπώνεται τυχόν συμφωνία συμβιβασμού.

Συμμετοχή εμπειρογνώμονα στη διαδικασία διαμεσολάβησης

26.-(1) Όπου ενδείκνυται και με τη σύμφωνη γνώμη όλων των μερών, δύναται να διευθετηθεί η συμμετοχή εμπειρογνώμονα στη διαδικασία διαμεσολάβησης.

(2) Σε περίπτωση που κληθεί εμπειρογνώμονας, τα έξοδα αυτού βαραίνουν τα μέρη από κοινού.

Εμπιστευτικότητα διαμεσολάβησης

27.-(1) Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και η εμπιστευτικότητα δεσμεύει οποιοδήποτε λαμβάνει μέρος σε αυτή.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει νόμου, ο διαμεσολαβητής και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εμπλέκεται διοικητικά ή άλλως πως στη διαδικασία διαμεσολάβησης δεν αποκαλύπτει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στοιχεία και πληροφορίες που έχουν προκύψει από διαδικασία διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση με αυτήν, εκτός εάν-

(α) Έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί η συγκατάθεση κάθε μέρους στη διαδικασία διαμεσολάβησης ή αν έχει εκδοθεί διάταγμα δικαστηρίου που να επιβάλλει την μαρτυρία ή/και την αποκάλυψη αυτή,

(β) η υποχρέωση αποκάλυψης τέτοιων στοιχείων ή πληροφοριών επιβάλλεται από νόμο της Δημοκρατίας,

(γ) τούτο είναι αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης της Δημοκρατίας, κυρίως για να εξασφαλιστεί η προστασία των πρωταρχικών συμφερόντων των παιδιών ή να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική ή ψυχολογική ακεραιότητα προσώπου, ή

(δ) η κοινολόγηση του περιεχομένου της συμφωνίας που προέκυψε από τη διαμεσολάβηση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή ή την εκτέλεση αυτής της συμφωνίας.

(3) Η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο υποχρέωση του διαμεσολαβητή για τήρηση της εμπιστευτικότητας της διαμεσολάβησης υφίσταται και μετά τον τερματισμό των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων ως διαμεσολαβητή σε συγκεκριμένη οικογενειακή διαφορά, τόσο για το διάστημα που είναι εγγεγραμμένος ως διαμεσολαβητής όσο και μετά τη διαγραφή του, για οποιονδήποτε λόγο, από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών.

Δηλώσεις ενώπιον διαμεσολαβητή

28.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 27 και των σχετικών όρων της συμφωνίας διαμεσολάβησης συζητήσεις και διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο διαδικασίας διαμεσολάβησης, διεξάγονται υπό καθεστώς επαγγελματικού απορρήτου και, εκτός εάν όλα τα μέρη συμφωνήσουν να παραιτηθούν από το δικαίωμά τους σε επαγγελματικό απόρρητο ή εάν νόμος επιβάλλει στο διαμεσολαβητή πρωταρχική υποχρέωση αποκάλυψης των συζητήσεων και διαπραγματεύσεων αυτών-

(α) Aναφορά σε αυτές δεν γίνεται δεκτή ως μαρτυρία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, και

(β) ο διαμεσολαβητής δεν δύναται να καλείται ως μάρτυρας σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία που αφορά οικογενειακή διαφορά στην οποία ενήργησε ως διαμεσολαβητής, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη δικαστική διαδικασία που αφορά οικογενειακή διαφορά μεταξύ των ίδιων μερών ή που συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, με τα ίδια μέρη.

(2) Τα μέρη στη διαμεσολάβηση δεσμεύονται όπως όλες οι τεκμηριωμένες πληροφορίες που αφορούν οικονομικά ζητήματα δεν είναι εμπιστευτικές, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η αναφορά σε αυτά σε δικαστικές διαδικασίες.

Παράλειψη ή αδυναμία προς εκπλήρωση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή

29.-(1) Σε περίπτωση νομικής ή πραγματικής αδυναμίας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή ή σε περίπτωση παράλειψής του να ενεργήσει χωρίς αναίτια καθυστέρηση, η εντολή του ως διαμεσολαβητή τερματίζεται, αν ο ίδιος παραιτηθεί ή αν τα μέρη συμφωνήσουν προς τούτο ή αν το ένα εκ των μερών τερματίσει την εντολή του προς διαμεσολάβηση.

(2) Παραίτηση διαμεσολαβητή ή τερματισμός της εντολής διαμεσολαβητή με συμφωνία των μερών ή με απόφαση του ενός των μερών, υπό τις περιστάσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, δεν επάγεται παραδοχή των προβαλλόμενων ισχυρισμών.

Αντικατάσταση διαμεσολαβητή

30. Ο διαμεσολαβητής αντικαθίσταται σε περίπτωση διαγραφής του από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 ή τερματισμού της εντολής του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29 ή ανάκλησης της εντολής του με συμφωνία των μερών ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση τερματισμού της εντολής του και η επιλογή αντικαταστάτη αυτού διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15.

Αποτελέσματα της διαμεσολάβησης σε παραγραφή και σε αποκλειστικές προθεσμίες

31.-(1) Η έναρξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης συνεπάγεται αναστολή οποιουδήποτε προβλεπόμενου από νόμο χρόνου παραγραφής ή αποκλειστικής προθεσμίας καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

(2) Σε περίπτωση τερματισμού της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ο χρόνος παραγραφής ή αποκλειστικής προθεσμίας που αναστάλθηκε, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), συνεχίζει να τρέχει από την ημερομηνία τερματισμού της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν θίγουν τις περί παραγραφής ή λήξεως αποκλειστικής προθεσμίας διατάξεις των διεθνών συμφωνιών στις οποίες είναι συμβαλλόμενη η Δημοκρατία.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ, ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Τερματισμός διαδικασίας διαμεσολάβησης

32.-(1) Η διαδικασία διαμεσολάβησης τερματίζεται-

(α) Με τη σύναψη μεταξύ των μερών συμφωνίας συμβιβασμού,

(β) με τη σύνταξη πρακτικού περί μη επίτευξης συμφωνίας συμβιβασμού,

(γ) με συμφωνία των μερών για τερματισμό της διαδικασίας,

(δ) σε περίπτωση που ένα από τα μέρη παύσει να συναινεί στη συνέχισή της,

(ε) αν ο διαμεσολαβητής κρίνει ότι για οποιονδήποτε λόγο η συνέχιση της διαμεσολάβησης κατέστη περιττή ή αδύνατη,

(στ) εάν προκύψει ότι υπάρχει βία.

(2) Ο τερματισμός της διαδικασίας διαμεσολάβησης επάγεται τον τερματισμό της εντολής του διαμεσολαβητή.

Φύλαξη εγγράφων διαμεσολάβησης από το διαμεσολαβητή

33. Όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία διαμεσολάβησης φυλάσσονται από το διαμεσολαβητή για περίοδο τουλάχιστον τριών (3) ετών από την ημερομηνία τερματισμού της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

Σύναψη συμφωνίας συμβιβασμού

34.-(1) Σε περίπτωση που, κατά τη διαδικασία διαμεσολάβησης, επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών για επίλυση της διαφοράς τους, ο διαμεσολαβητής συντάσσει γραπτή συμφωνία συμβιβασμού, η οποία περιλαμβάνει-

(α) Τα στοιχεία του διαμεσολαβητή,

(β) τον τόπο και το χρόνο της διαμεσολάβησης,

(γ) τα στοιχεία των μερών,

(δ) τα στοιχεία των προσώπων που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της διαμεσολάβησης,

(ε) τους όρους της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση, και

(στ) την ημερομηνία σύναψής της.

(2) Η συμφωνία συμβιβασμού δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη παρά μόνο αν καταστεί εκτελεστή από το δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 36.

(3) Η συμφωνία συμβιβασμού υπογράφεται ιδιοχείρως από το διαμεσολαβητή και τα μέρη.

(4) Ο διαμεσολαβητής παρέχει αντίγραφο της συμφωνίας συμβιβασμού στα μέρη.

(5) Η συμφωνία συμβιβασμού δύναται να κατατίθεται στο δικαστήριο προς εκτέλεση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36.

Μη επίτευξη συμφωνίας συμβιβασμού

35.-(1) Σε περίπτωση τερματισμού της διαδικασίας διαμεσολάβησης χωρίς επίτευξη συμφωνίας, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό στο οποίο καταγράφει τη μη επίτευξη συμφωνίας συμβιβασμού και το οποίο υπογράφεται από το διαμεσολαβητή και, αν το επιθυμούν, από τα μέρη.

(2) Ο διαμεσολαβητής παρέχει αντίγραφο του αναφερόμενου στο εδάφιο (1) πρακτικού στα μέρη στη διαμεσολάβηση.

(3) Σε περίπτωση που η διαμεσολάβηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, το πρακτικό μη επίτευξης συμφωνίας κατατίθεται ενώπιον του δικαστηρίου.

Κατάθεση συμφωνίας συμβιβασμού στο δικαστήριο προς εκτέλεση

36.-(1) Αίτηση για εκτέλεση συμφωνίας συμβιβασμού δύναται να κατατεθεί στο δικαστήριο-

(α) Aπό κοινού από όλα τα μέρη, ή

(β) από ένα εκ των μερών με τη γραπτή συγκατάθεση των υπόλοιπων μερών.

(2) Σε περίπτωση που η συμφωνία συμβιβασμού είναι διατυπωμένη σε γλώσσα άλλη από την ελληνική γλώσσα, το δικαστήριο δύναται να ζητήσει και την προσκόμιση δεόντως επικυρωμένης μετάφρασης αυτής στην ελληνική γλώσσα.

(3) Μετά από αίτηση που κατατίθεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται να-

(α) Kηρύξει το σύνολο ή μέρος της συμφωνίας συμβιβασμού ως εκτελεστό κατά τον ίδιο τρόπο που εκτελείται δικαστική απόφαση ή δικαστικό διάταγμα, με την ίδια ισχύ, και, σε τέτοια περίπτωση, δύναται να εκδοθεί δικαστική απόφαση με περιεχόμενο εκείνο της συμφωνίας συμβιβασμού, ή

(β) απορρίψει την αίτηση για εκτέλεση της συμφωνίας συμβιβασμού, εάν κρίνει ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας αντίκειται στον νόμο ή δεν είναι εκτελεστό ή εάν η διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί με διαμεσολάβηση, καθώς και αν κρίνει ότι η συμφωνία δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού, αφού λάβει υπόψη του τις απόψεις του παιδιού, ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητάς του.

(4) Απόφαση του δικαστηρίου να απορρίψει αίτηση για εκτέλεση συμφωνίας συμβιβασμού για τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (3) δύναται να εφεσιβληθεί με τον ίδιο τρόπο που εφεσιβάλλεται δικαστική απόφαση.

ΜΕΡΟΣ V ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Πειθαρχικό Συμβούλιο

37.-(1) Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου επί διαμεσολαβητών τα μέλη του οποίου διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως ακολούθως:

(α) Ένα (1) πρόσωπο με νομική κατάρτιση, το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών και υποδεικνύεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως Πρόεδρος·

(β) τέσσερις (4) διαμεσολαβητές εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών οι οποίοι, εάν είναι εφικτό, δεν προέρχονται από τον ίδιο επαγγελματικό τομέα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που σε σχέση με αναφερόμενο στην παρούσα παράγραφο επαγγελματικό τομέα υφίσταται οργανωμένο επαγγελματικό σώμα, το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει διαμεσολαβητή ως μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατόπιν εισήγησης του οικείου επαγγελματικού σώματος.

(2)(α) Η θητεία του Προέδρου και των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής και δυνατόν να ανανεωθεί, τηρουμένου ότι ουδείς μπορεί να διοριστεί για περισσότερες από δύο (2) θητείες.

(β) Μέλος του οποίου η θητεία έληξε εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του προς τον σκοπό της ολοκλήρωσης οποιασδήποτε πειθαρχικής διαδικασίας η οποία άρχισε πριν από τη λήξη της θητείας του.

(3) Ο Πρόεδρος και δύο (2) μέλη ή, στην απουσία του Προέδρου, τέσσερα (4) συνολικά μέλη αποτελούν απαρτία.

(4) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, ο πρόεδρος ή ο προεδρεύων της συνεδρίασης έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.

(5) Ο Πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδρίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου και προεδρεύει αυτών και, σε περίπτωση απουσίας του από οποιαδήποτε συνεδρία, τα μέλη εκλέγουν ένα εξ αυτών για να προεδρεύσει στη συνεδρία αυτή.

(6) Σε περίπτωση απoυσίας ή πρoσωριvoύ κωλύματoς τoυ Πρoέδρoυ ή άλλoυ μέλoυς τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ, τo Υπουργικό Συμβoύλιo δύναται vα διoρίσει, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1), άλλo πρόσωπο για vα ασκεί τις εξoυσίες και vα εκτελεί τα καθήκovτα τoυ Πρoέδρoυ ή του μέλoυς, αvάλoγα με τηv περίπτωση, κατά τη διάρκεια της απoυσίας ή τoυ κωλύματoς.

Πειθαρχικά αδικήματα

38.-(1) Διαμεσολαβητής εγγεγραμμένος στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη σε περίπτωση που-

(α) Κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επέδειξε κατά τη διαμεσολάβηση επονείδιστη, δόλια ή ασυμβίβαστη προς τις υποχρεώσεις του διαμεσολαβητή διαγωγή,

(β) παραβεί τις βασικές αρχές που διέπουν τη διαμεσολάβηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5,

(γ) παραβεί οποιεσδήποτε από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού,

(δ) καταδικαστεί από δικαστήριo για αδίκημα τo oπoίo εvέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

(2) Η διαπίστωση τωv πραγματικώv περιστατικώv η oπoία περιλαμβάνεται σε εκδοθείσα απόφαση πoλιτικoύ δικαστηρίoυ επί αγωγής στηv oπoία διαμεσολαβητής υπήρξε διάδικoς γίvεται δεκτή από τo Πειθαρχικό Συμβoύλιo ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη.

(3) Διαμεσολαβητής εναντίον του οποίου ασκείται πειθαρχική δίωξη, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου ο οποίος ρυθμίζει το επάγγελμα το οποίο ασκεί, δεν δύναται να διωχτεί πειθαρχικώς για το ίδιο παράπτωμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και αντιστρόφως.

Πειθαρχική έρευνα

39.-(1) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση που υποβληθεί σε αυτό καταγγελία ή περιέλθει εις γvώση τoυ ότι διαμεσολαβητής δυνατόν vα έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, oρίζει ερευνητική επιτροπή για τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας, αποτελούμενη από έναν (1) ή περισσότερους διαμεσολαβητές εγγεγραμμένους στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών οι οποίοι δεν είναι μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου και διακρίνονται για το ήθος, την ακεραιότητα και την προσήλωσή τους στις αρχές του επαγγέλματός τους, με πενταετή τουλάχιστον πείρα στον επαγγελματικό τομέα από τον οποίο προέρχονται ή/και στη διαμεσολάβηση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία για τη διερεύνυση του ίδιου πειθαρχικού αδικήματος διορίζονται περισσότεροι του ενός (1) ερευνώντες λειτουργοί, εάν είναι εφικτό, προέρχονται από διαφορετικούς επαγγελματικούς τομείς.

(2) Η ερευνητική επιτροπή διεξάγει την έρευνα το ταχύτερο δυνατό και, στο πλαίσιο διεξαγωγής της έρευνας αυτής, έχει εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να λάβει εγγράφως καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο.

(3) Διαμεσολαβητής εναντίον του οποίου έχει αρχίσει έρευνα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) δικαιούται να-

(α) Γνωρίζει την υπόθεση εναντίον του, και

(β) έχει την ευκαιρία να ακουστεί, αφού λάβει αντίγραφα των καταθέσεων και των μαρτυριών.

(4) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας η ερευνητική επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει κατά πόσο μπορεί να διατυπωθεί πειθαρχική κατηγορία εναντίον του υπό διερεύνηση διαμεσολαβητή και, σε περίπτωση καταφατικής απόφασης, προβαίνει στη διατύπωση της κατηγορίας.

Πειθαρχική διαδικασία

40.-(1) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία διατύπωσης της πειθαρχικής κατηγορίας, καλεί ενώπιόν του το διαμεσολαβητή εναντίον του οποίου έχει διατυπωθεί η κατηγορία και ορίζει ημέρα και ώρα ακρόασης.

(2)(α) Η ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, με τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά.

(β) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να αποδέχεται οποιαδήποτε μαρτυρία, έστω και αν αυτή δεν γίνεται δεκτή σε ποινική διαδικασία.

(3) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει εξουσία να-

(α) Απαιτεί την προσέλευση του διαμεσολαβητή εναντίον του οποίου διατυπώθηκε πειθαρχική κατηγορία,

(β) καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευσή τους,

(γ) απαιτεί την προσαγωγή κάθε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία, σύμφωνα με τη διαδικασία που τηρείται σε δίκη που διεξάγεται συνοπτικά.

(4) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου σε πειθαρχική διαδικασία είναι δεόντως αιτιολογημένη και υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τα μέλη του.

Πειθαρχικές ποινές

41.-(1) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να επιβάλει μία ή περισσότερες από τις πιο κάτω πειθαρχικές ποινές, ανάλογα με τη βαρύτητα του πειθαρχικού αδικήματος και λαμβάνοντας υπόψη την τυχόν επαναλαμβανόμενη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από το ίδιο πρόσωπο:

(α) Επίπληξη·

(β) γραπτή επίπληξη·

(γ) καταβολή χρηματικού προστίμου που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000)·

(δ) αναστολή της εγγραφής του στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη·

(ε) μόνιμη διαγραφή του από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών.

(2) Σε περίπτωση επιβολής σε διαμεσολαβητή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής, ενημερώνεται γραπτώς το οικείο επαγγελματικό σώμα αυτού, ανάλογα με την περίπτωση.

(3) Σε περίπτωση επιβολής σε διαμεσολαβητή πειθαρχικής ποινής που αναφέρεται στην παράγραφο (δ) ή στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1), αντίγραφο της απόφασης αποστέλλεται στον Υπουργό, ο οποίος μεριμνά για τη διενέργεια των κατάλληλων καταχωρίσεων στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών.

Αδικήματα και ποινές

42. Πρόσωπο το οποίο αποδεδειγμένα κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και, άνευ αιτιολογίας, παρέλειψε να προσέλθει κατά το χρόνο και στον τόπο που αναφέρεται στην κλήση ή κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000).

ΜΕΡΟΣ VI ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Κανονισμοί

43.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για τον καθορισμό οποιουδήποτε θέματος χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, με εξαίρεση τα θέματα σε σχέση με τα οποία ρητά αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ότι ρυθμίζονται με Διαδικαστικό Κανονισμό.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), οποιοιδήποτε τέτοιοι Κανονισμοί δύνανται να προνοούν για όλα ή μερικά από τα ακόλουθα θέματα:

(α) Καθορισμός και την αναθεώρηση του τέλους εγγραφής στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών·

(β) καθορισμός της αμοιβής διαμεσολαβητή για τη διεξαγωγή διαμεσολάβησης·

(γ) ειδική εκπαίδευση που απαιτείται για εγγραφή στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών.

(3) Κανονισμοί που εκδίδονται με βάση το παρόν άρθρο κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων σύμφωνα με τον περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου Νόμο.

Διαδικαστικός Κανονισμός

44. Το Ανώτατο Δικαστήριο για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε ό,τι αφορά τη διαμεσολάβηση στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών δύναται να εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για -

(α) Τον καθορισμό της διαδικασίας παραπομπής οικογενειακών υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίου σε διαμεσολάβηση,

(β) τον καθορισμό της διαδικασίας κατάθεσης συμφωνίας συμβιβασμού στο δικαστήριο προς εκτέλεση,

(γ) τον καθορισμό του τύπου και του περιεχομένου της αίτησης για αρωγή διαμεσολάβησης, εφόσον η διαμεσολάβηση γίνεται στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, και του τύπου και του περιεχομένου της δήλωσης του αιτητή αρωγής διαμεσολάβησης καθ’ όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση,

(δ) οποιοδήποτε άλλο θέμα το οποίο ως εκ της φύσεώς του δύναται να ρυθμίζεται με Διαδικαστικό Κανονισμό.

Κώδικας Δεοντολογίας διαμεσολαβητών οικογενειακών διαφορών

45. Ο Υπουργός εγκρίνει Κώδικα Δεοντολογίας για τους διαμεσολαβητές οικογενειακών διαφορών εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο οποίος δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

Μεταβατικές διατάξεις

46.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται και σε σχέση με οικογενειακές υποθέσεις, οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίου και, σε τέτοια περίπτωση, ο δικαστής ενώπιον του οποίου εκκρεμεί οικογενειακή υπόθεση, εάν κρίνει τούτο σκόπιμο, ενημερώνει τους διαδίκους για τη δυνατότητα που έχουν να επιλύσουν τις διαφορές τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή και για τον σκοπό της διαμεσολάβησης όπως καθορίζεται στο άρθρο 4.

(2) Πρόσωπα τα οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αποδεδειγμένα ασκούσαν συστηματικά το επάγγελμα του διαμεσολαβητή οικογενειακών διαφορών και έχουν τύχει ειδικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό, εγγράφονται στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών μετά από διαπίστωση των σχετικών με τη διαμεσολάβηση οικογενειακών διαφορών προσόντων τους, ανεξάρτητα από το κατά πόσο πληρούν τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 8:

Νοείται ότι εγγραφή στο Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου, διενεργείται εντός χρονικής περιόδου έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Έναρξη ισχύος

47. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου τίθενται σε ισχύ έξι (6) μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.