ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΣΚΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΑΛΛΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών. Ποινικό αδίκημα

12.—(1) Επιτρέπεται η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία μόνο από—

(α) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 18 έως 22 του παρόντος Νόμου·

(β) αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που εγγράφεται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 25 και 26 του παρόντος Νόμου·

(γ) την Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29 του παρόντος Νόμου· και

(δ) σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της—

(i) ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 32, 34, 35 και 37 του παρόντος Νόμου, εφόσον η επιχείρηση αυτή περιβάλλεται μία νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, και διαλαμβάνεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Τρίτο Παράρτημα·

(ii) ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, για ασφαλίσεις μόνο του Κλάδου Γενικής Φύσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του παρόντος Νόμου·

(iii) από την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας των πρωτασφαλίσεων ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, ευρωπαϊκή εταιρεία, όταν αυτή δημιουργηθεί·

(iν)  αντασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφ’ όσον η επιχείρηση αυτή περιβάλλεται μία νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο Τρίτο Παράρτημα.

(ν) ευρωπαϊκή δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (SE) όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE), και συμπεριλαμβάνει SE η οποία εγγράφηκε ή θα εγγραφεί στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο.

(2) Παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Νοείται ότι σε περίπτωση που έχει συναφθεί ασφαλιστικήσύμβαση ή έχει εκδοθεί ασφαλιστήριο από ασφαλιστικήεπιχείρηση που δεν κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικώνεργασιών,  η σύμβαση ή το ασφαλιστήριο δεν καθίσταταιάκυρο και η εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση δεναπαλλάττεται από τυχόν υποχρεώσεις της που απορρέουναπό αυτά.

Απαγόρευση ασκήσεως εργασιών άλλων από τις ασφαλιστικές και επιβολή διοικητικού προστίμου

13.—(1) Απαγορεύεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που μνημονεύονται στο προηγούμενο άρθρο, να ασκούν εντός της Δημοκρατίας εργασίες άλλες από τις ασφαλιστικές. Σε ότι αφορά τις κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες, η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις εκτός της Δημοκρατίας εργασίες τους.

(2) Απαγορεύεται στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να ασκούν εργασίες άλλες από τις αντασφαλιστικές και τις συναφείς με αυτές πράξεις:

Νοείται ότι, στην έννοια των συναφών πράξεων περιλαμβάνονται:

(i) η παροχή αναλογιστικών και στατιστικών συμβουλών, η ανάλυση κινδύνων και η έρευνα προς εξυπηρέτηση των πελατών της αντασφαλιστικής επιχείρησης. και

(ii) οι  δραστηριότητες εταιρειών που συμμετέχουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007.

(3) Παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού συνεπάγεται την επιβολή διοικητικού προστίμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 201 του παρόντος Νόμου.

Σύσταση άλλων εταιρειών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Συμμετοχή σε άλλες εταιρείες

14.—(1) Επιτρέπεται σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις να προβαίνουν στη σύσταση άλλων εταιρειών, δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή να μετέχουν σε τέτοιες εταιρείες έστω και αν οι εταιρείες αυτές δεν έχουν ως σκοπό τους την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών.

(2) Προς το σκοπό συστάσεως των εταιρειών αυτών ή συμμετοχής τους στις εταιρείες αυτές, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να διαθέτουν μέρος των στοιχείων του ενεργητικού τους που υπερβαίνει τα τεχνικά τους αποθέματα και το περιθώριο φερεγγυότητάς τους, αφού προηγουμένως γνωστοποιήσουν στον Έφορο το ύψος των κεφαλαίων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν για τη σύσταση ή τη συμμετοχή τους σε άλλη εταιρεία:

Νοείται ότι, προκειμένου να συσταθεί από ασφαλιστική επιχείρηση θυγατρική εταιρεία ή η ασφαλιστική επιχείρηση να συμμετάσχει σε άλλη εταιρεία σε ποσοστό που υπερβαίνει το 50%, με την προβλεπόμενη στο εδάφιο αυτό γνωστοποίηση, θα συνυποβάλλεται βεβαίωση από τον εγκεκριμένο ελεγκτή της ασφαλιστικής επιχείρησης καθώς και από εγκεκριμένο ελεγκτή, άλλον από τον ελεγκτή της επιχείρησης που θα πιστοποιεί ότι η σκοπούμενη σύσταση ή συμμετοχή δε θα επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τα τεχνικά της αποθέματα και το περιθώριο φερεγγυότητάς της. Σε περίπτωση εντούτοις που δεν υποβάλλεται η βεβαίωση αυτή, δεν επιτρέπεται η σύσταση της θυγατρικής εταιρείας ή η συμμετοχή αυτή, εκτός κατόπιν σχετικής εγκρίσεως του Εφόρου.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ - ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ Ή ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Νομικό καθεστώς κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών

15.—(1) Η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του περί Εταιρειών Νόμου, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών ή/κ αι εργασιών αντασφάλισης και κατέχει άδεια ασκήσεως των εργασιών αυτών, που της χορηγήθηκε, κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

(2) Ο αλληλοασφαλιστικός οργανισμός είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση, χωρίς μετοχικό κεφάλαιο, που συνιστάται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου, έχει ως αποκλειστικό σκοπό την αλληλοασφάλιση των μελών του, και κατέχει άδεια ασκήσεως των εργασιών αυτών κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

(3) Όπου στον παρόντα Νόμο, γίνεται μνεία του όρου κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει άλλωσπως, ο όρος αυτός θα διαλαμβάνει και τον αλληλοασφαλιστικό οργανισμό.

(4) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος και του περί Εταιρειών Νόμου. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, που αφορούν στις ασφαλιστικές εταιρείες θα διαβάζονται σε συνάρτηση με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ως εάν επρόκειτο περί ενιαίου νομοθετήματος, εφόσον όμως προσκρούουν εις αυτές και κατά την έκταση που προσκρούουν, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου υπερισχύουν.

Επωνυμία κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών

16.—(1) Στην επωνυμία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «ασφαλιστική εταιρεία» ή «αντασφαλιστική εταιρεία» ή «αλληλοασφαλιστικός οργανισμός», ανάλογα με την περίπτωση, ή γραμματικές παραλλαγές των όρων αυτών που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών, αντασφαλιστικών ή αλληλοασφαλιστικών εργασιών. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(2) Η επωνυμία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών εγκρίνεται από τον Έφορο υπό την αίρεση της εγκρίσεώς της από τον Έφορο Εταιρειών, δυνάμει των οικείων διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου.

Σύσταση και λειτουργία κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας

17.—(1) Για τη σύσταση και εγγραφή κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας κατά τις οικείες διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου απαιτείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, που χορηγείται από τον Έφορο, εφόσον ικανοποιηθούν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου προϋποθέσεις. Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται υπό την αίρεση της εγγραφής της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου.

(2) Η απόφαση του Εφόρου προς χορήγηση της άδειας, όταν καταστεί οριστική μετά την εγγραφή της εταιρείας κατά τα ανωτέρω, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κοινοποιείται συγχρόνως στον Έφορο Εταιρειών. Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ισχύει από την καθορισμένη στην άδεια ημερομηνία.

(3) Απαγορεύεται η διαφήμιση της ασφαλιστικής εταιρείας ή η άσκηση οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας από την εταιρεία αυτή, πριν την εγγραφή της εταιρείας από τον Έφορο Εταιρειών και την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΔΕΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΗΣ
Αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

18.—(1) Η αίτηση προς χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία υποβάλλεται στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει τα καθορισμένα στο έντυπο της αιτήσεως στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνουν και στοιχεία που αφορούν στην ταυτότητα των προσώπων που κατονομάζονται στην αίτηση ως διευθύνοντες την εταιρεία, τα οποία και υπογράφουν την υποβληθείσα αίτηση.

(2) Με την αίτηση συνυποβάλλονται το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό των αιτητών καθώς και τα λοιπά έγγραφα που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε μετά την υποβολή της αιτήσεως να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.

(4) Για την εξέταση της αιτήσεως καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος.

Άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

19.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, που αφορά στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών από ασφαλιστικές εταιρείες υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, είτε εργασιών στον Κλάδο Ζωής όπως οι Κλάδοι αυτοί καθορίζονται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, κατ' εξαίρεση από την προηγούμενη διάταξη του εδαφίου αυτού, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών—

(α) Στον Κλάδο Ζωής, δύναται να περιλαμβάνει τόσο τον κλάδο ατυχημάτων όσο και τον κλάδο ασθενειών, που εμπίπτουν στον Κλάδο Γενικής Φύσεως· ή

(β) στον κλάδο ατυχημάτων ή και στον κλάδο ασθενειών, που εμπίπτουν στον Κλάδο Γενικής Φύσεως δύναται να περιλαμβάνει και τον Κλάδο Ζωής.

(2) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών εκδίδεται κατά τον καθορισμένο τύπο και προσδιορίζει επακριβώς τον κλάδο ή την ομάδα κλάδων στους οποίους η ασφαλιστική εταιρεία εξουσιοδοτείται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες. Η άδεια δύναται να καλύπτει όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται σε συγκεκριμένο κλάδο καθώς και σε ομάδα κλάδων, σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο.

(3) Σε περίπτωση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, η άδεια θα φέρει τη συνοπτική ονομασία που καθορίζεται στο Μέρος Β του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Πρώτου Παραρτήματος, ανάλογα με τους κλάδους, των οποίων εξουσιοδοτείται η άσκηση.

(4) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου εδαφίου του άρθρου αυτού, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται για συγκεκριμένο κλάδο ή συγκεκριμένη ομάδα κλάδων γενικής φύσεως δύναται να καλύπτει και δευτερεύοντες ή συναφείς κινδύνους, που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο γενικής φύσεως, χωρίς να απαιτείται χωριστή άδεια και για τον κλάδο στον οποίο υπάγονται οι δευτερεύοντες ή συναφείς κίνδυνοι, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί—

(α) Συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο·

(β) αφορούν το αντικείμενο που είναι ασφαλισμένο έναντι του κυρίως κινδύνου· και

(γ) ασφαλίζονται με το ασφαλιστήριο έναντι του κυρίως κινδύνου.

(5) Για την άσκηση εργασιών στον κλάδο πιστώσεων, στον κλάδο εγγυήσεων και στον κλάδο νομικής προστασίας απαιτείται πάντοτε χωριστή άδεια:

Νοείται ότι, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (γ) του προηγούμενου εδαφίου, στον κλάδο νομικής προστασίας δεν απαιτείται χωριστή άδεια—

(α) Όταν ο κυρίως κίνδυνος συνδέεται αποκλειστικά με τον κλάδο βοηθείας· και

(β) για διαφορές που απορρέουν από τη χρήση θαλασσοπλοούντων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

(6) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει την ισχύ της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται για τον Κλάδο Ζωής, στις δραστηριότητες που αναφέρονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που συνυποβάλλεται με την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου.

(7) Σε περίπτωση άδειας ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών για αντασφαλιστικές δραστηριότητες του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή για αντασφαλιστικές δραστηριότητες  του Κλάδου Ζωής ή για αντασφαλιστικές δραστηριότητες και των δύο Κλάδων, η άδεια χορηγείται, αφού ληφθούν υπ’ όψιν:

(α) οι σχετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας όπως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (1) του  άρθρου 21· και

(β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων που συνυποβάλλεται με την αίτηση για χορήγηση άδειας άσκησης αντασφαλιστικών εργασιών  βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21.

Ισχύς της άδειας

20.—(1) Η χορηγούμενη από τον Έφορο άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, ισχύει μόνο για την άσκηση των προβλεπόμενων στην άδεια ασφαλιστικών εργασιών εντός της Δημοκρατίας και κατόπιν εγκρίσεως του Εφόρου για σκοπούς εγκατάστασης της εταιρείας στο εξωτερικό.

(2) Σε περίπτωση εν τούτοις προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η χορηγούμενη άδεια θα ισχύει σε όλα τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία θα δικαιούται να ασκεί εργασίες είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και στην Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, μόνο για εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως.

(3) Η άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται από τον Έφορο ισχύει σε όλα τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου η κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση θα δικαιούται να ασκεί εργασίες είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές στην Ε.Ε.

20Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21, πριν από τη χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστική επιχείρηση, ο ΄Εφορος ζητά τη γνώμη των αρμοδίων εποπτικών αρχών του άλλου κράτους μέλους που εμπλέκεται, όταν ασφαλιστική επιχείρηση -

(α)  Είναι  θυγατρική  ασφαλιστικής  επιχείρησης με  άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

(β)  είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος· ή

(γ)  ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

(2) Ο ΄Εφορος, πριν από τη χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστική επιχείρηση, ζητά τη γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής του εμπλεκόμενου κράτους μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή E.Π.E.Y., όταν ασφαλιστική επιχείρηση-

(α)  Είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος,

(β)  είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος, ή

(γ)  ελέγχεται  από  το  ίδιο  φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος.

(3) Ο ΄Εφορος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ιδίως όταν αξιολογεί την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου:

Νοείται ότι, ο ΄Εφορος, μαζί με τις εν λόγω αρμόδιες εποπτικές αρχές, ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που ενδιαφέρει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές που εμπλέκονται, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

21.—(1) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών δε χορηγείται από τον Έφορο σε κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση για τη χορήγηση της άδειας, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου-

(β) η εταιρεία έχει καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστο τετρακοσίων χιλιάδων λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 400.000) σε σχέση με τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και τουλάχιστον εξακοσίων χιλιάδων λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 600.000) σε σχέση με τον Κλάδο Ζωής, ή προκειμένου περί αντασφαλιστικής εταιρείας, ύψους ενός τουλάχιστον εκατομμυρίου λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 1.000.000)·

(γ) Η εταιρεία κατέχει ελάχιστο όριο εγγυητικού κεφαλαίου, το οποίο καθορίζεται ως ακολούθως:

(i)  Τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (Є3.000.000) προκειμένου περί εταιρείας που ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως και παρέχει κάλυψη σε έναν ή περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στους κλάδους 10 έως 15 που αναφέρονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος·

(ii) τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των δύο εκατομμυρίων Ευρώ (Є2.000.000) προκειμένου     περί     εταιρείας   που   ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως     και   παρέχει   κάλυψη  σε  έναν  ή  περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στους κλάδους 1 έως 9 ή στους κλάδους 16 έως 18 που αναφέρονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος:

Νοείται ότι, στην περίπτωση ταυτόχρονης άσκησης ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους ή κινδύνους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii), τότε, ως ελάχιστο όριο εγγυητικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής εταιρείας, όπως το εγγυητικό αυτό κεφάλαιο προβλέπεται στο άρθρο 69, καθορίζεται το μεγαλύτερο από τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους αυτές ποσά˙

(iii) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (Є3.000.000) προκειμένου περί εταιρείας που ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Ζωής:

Νοείται ότι για ασφαλιστική επιχείρηση μεικτών δραστηριοτήτων η οποία δραστηριοποιείται στον Κλάδο Γενικής Φύσης και στον Κλάδο Ζωής, το εγγυητικό της κεφάλαιο καθορίζεται ως το άθροισμα των υποπαραγράφων (i)  ή (ii) με την υποπαράγραφο (iii) ανάλογα˙

(iiiA) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (€ 3.000.000) προκειμένου περί αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(iiiB) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου του ενός εκατομμυρίου Ευρώ (€1.000.000) προκειμένου περί δέσμιας αντασφαλιστικής επιχείρησης∙

(iv) τα ποσά που καθορίζονται στις  υποπαραγράφους (i), (ii), (iii) , (iiiA) και (iiiB) αναθεωρούνται κάθε έτος, σύμφωνα με τις μεταβολές του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από την Eurostat, προσαρμόζονται αυτομάτως, στις 20 Σεπτεμβρίου κάθε  έτους, αυξάνοντας το βασικό ποσό σε Ευρώ κατά το ποσοστό μεταβολής του δείκτη, από την 20η Μαρτίου 2002 μέχρι την ημερομηνία αναθεώρησης, και στρογγυλοποιούνται στο ανώτερο πολλαπλάσιο του ισότιμου σε λίρες Κύπρου των εκατό χιλιάδων Ευρώ (Є100.000), νοουμένου ότι η προσαρμογή αυτή δεν λαμβάνει χώρα εάν το ποσοστό μεταβολής είναι μικρότερο του πέντε τοις εκατόν από την τελευταία αναπροσαρμογή·

(δ) η ασφαλιστική εταιρεία ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποβάλει τριετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που διαλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

(ε) η εταιρεία παρέχει εχέγγυα ότι θα ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές και κατά τρόπο που να διαφυλάσσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και να μη προσκρούει στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη·

(στ) η εταιρεία έχει γνωστοποιήσει στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο, την ταυτότητα κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, που άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ειδική συμμετοχή εις αυτή καθώς και το ποσοστό κάθε τέτοιας συμμετοχής·

(ζ) ο Έφορος έχει ικανοποιηθεί ότι τα πρόσωπα που κατά τα ανωτέρω έχουν ειδική συμμετοχή είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, να διασφαλίζουν την υγιή και συνετή διαχείριση της εταιρείας·

(η) η επωνυμία της εταιρείας συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος και τις οικείες διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου. Η επωνυμία αυτή δε δύναται να είναι η ίδια ή παρόμοια ή να προσομοιάζει κατά τρόπο δυνάμενο να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση, με την επωνυμία άλλης υφιστάμενης κυπριακής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εταιρείας ή εταιρείας που κατέχει άδεια ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης, εκτός εάν—

(i) η εταιρεία αυτή τελεί υπό διάλυση ή έπαυσε να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία ή επίκειται η διάλυση ή η παύση των εργασιών της· και

(ii) συγκατατίθεται στη χρήση της επωνυμίας αυτής από τους αιτητές.

Δε χορηγείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών εάν η επωνυμία της αιτήτριας ενδέχεται να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση ως προς το είδος ή και τη φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών·

(θ) η εταιρεία διατηρεί την κεντρική της διοίκηση και το εγγεγραμμένο της γραφείο στη Δημοκρατία·

(ι) οι διευθύνοντες την εταιρεία είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου και δύνανται να διασφαλίσουν την κατάλληλη διοικητική και λογιστική οργάνωση της εταιρείας·

(ια) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Ζωής ή ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως και η οποία προτίθεται να εκδίδει συμβόλαια που καλύπτουν κινδύνους στους κλάδους ατυχημάτων ή και ασθενειών με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους—

(i) η εταιρεία διορίζει εσωτερικό αναλογιστή που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου· και

(ii) μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της ενάρξεως των εργασιών της διορίζει εντεταλμένο αναλογιστή, που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 του παρόντος Νόμου·

(ιβ) προκειμένου περί αντασφαλιστικής εταιρείας, διορίζει εντεταλμένο αναλογιστή, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ια)·

(ιγ) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, αναλαμβάνει με γραπτή δήλωσή της, την υποχρέωση όπως, αμέσως μετά τη χορήγηση της άδειας και πριν την έναρξη των εργασιών της, ενταχθεί σε ταμείο ασφαλιστών ή άλλο παρόμοιο σώμα ή οργανισμό, αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία·

(ιδ) η εταιρεία έχει προβεί σε διευθετήσεις για αντασφάλισή της από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που ικανοποιεί τα κριτήρια που εκάστοτε καθορίζει ο Έφορος ή έχει αιτιολογήσει επαρκώς αίτημά της προς εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή·

(ιε) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που σκοπό έχει την άσκηση εργασιών στον κλάδο βοήθειας, η εταιρεία αυτή ικανοποιεί τον Έφορο, κατόπιν σχετικού ελέγχου, ότι το προσωπικό, το υλικό και οι μέθοδοι που έχει άμεσα ή έμμεσα στη διάθεσή της, καθώς και τα προσόντα του ιατρικού προσωπικού και η ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτει για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός, είναι κατάλληλα·

(ιστ) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που σκοπό έχει την άσκηση εργασιών στο κλάδο ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, η εταιρεία προβαίνει στο διορισμό αντιπροσώπου για διακανονισμό απαιτήσεων σε κάθε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εκτός της ∆ημοκρατίας, οι προϋποθέσεις διορισμού και οι αρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς, ανακοινώνοντας γραπτώς στον Έφορο το όνομα και τη διεύθυνσή του.

(2) Κατά την έννοια της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, «υγιείς ασφαλιστικές αρχές» σημαίνει τις αρχές εκείνες που έχουν κατ' έθιμο ή άλλωσπως καθιερωθεί σε σχέση με την ασφάλιση ή αντασφάλιση και αφορούν στη συνέπεια και τον επαγγελματισμό που πρέπει να επιδεικνύεται από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία στις συναλλαγές της με τους ασφαλισμένους, τους συνεργάτες της και εν γένει το κοινό, ιδιαίτερα δε κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ασφαλισμένων.

(3) Οι ακόλουθες ενέργειες μιας κυπριακής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εταιρείας λογίζονται ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή δεν ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές:

(α) Κάθε ενέργεια της εταιρείας ή των ασκούντων εργασίες διαμεσολάβησης, που αποβλέπει στην παραπλάνηση των ασφαλισμένων της ή του κοινού εν γένει, είτε αυτή απολήγει στη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως είτε όχι·

(β) κάθε απόρριψη απαιτήσεως ασφαλισμένων, που δεν εδράζεται σε νόμο ή σε νομικά έκδηλα αδιαμφισβήτητο συγκεκριμένο ρητό όρο του ασφαλιστηρίου·

(γ) κάθε επίκληση ρήτρας του ασφαλιστηρίου, που κατά την κείμενη νομοθεσία ή τη νομολογία δύναται να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική·

(δ) παράλειψη της εταιρείας να συμμορφωθεί με υποχρέωσή της που απορρέει από συμφωνία που συνήψε με σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία και κοινοποιείται προς αυτή υπό μορφή αποφάσεως του ανωτάτου διοικητικού οργάνου του σώματος ή οργανισμού αυτού, εκτός εάν η εταιρεία απαλλαγεί από την υποχρέωσή της αυτή δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής ή διαιτητικής αποφάσεως· και

(ε) κάθε παράλειψή της να ικανοποιήσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδίδεται εναντίον της, μέσα σε προθεσμία σαράντα δύο ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως.

(4) Με απόφαση του Εφόρου, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δύνανται να εξειδικεύονται τα κριτήρια που ο Έφορος θα εφαρμόζει προκειμένου να αποφασίσει εάν μια κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές.

Άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε αλληλοασφαλιστικό οργανισμό

22.—(1) Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού, εκτός από τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται και επί της άδειας ασκήσεως εργασιών αλληλοασφαλιστικών οργανισμών.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται επί αλληλοασφαλιστικών οργανισμών—

(α) Το καταστατικό των οποίων προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής συμπληρωματικών εισφορών ή μείωσης των προβλεπόμενων παροχών και, προκειμένου μόνο περί των ασφαλίσεων του Κλάδου Ζωής, τη δυνατότητα εξασφάλισης δέσμευσης για παροχή οικονομικής βοήθειας από τρίτους·

(β) οι οποίοι δεν καλύπτουν κινδύνους αναφορικά με αστική ευθύνη, εκτός εάν οι κίνδυνοι αυτοί καλύπτονται ως δευτερεύοντες και παρεπόμενοι, κατά την έννοια και υπό τις προϋποθέσεις του εδαφίου (4) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, ούτε κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο πιστώσεων και στον κλάδο εγγυήσεων·

(γ)  των οποίων, το ύψος του εισοδήματος από εισφορές δεν υπερβαίνει -

(i) Αναφορικά με εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως, το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (Є5.000.000) κατ’ έτος· και

(ii) αναφορικά με εργασίες του Κλάδου Ζωής, το ισότιμο σε λίρες των πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (Є5.000.000) κατ’ έτος για τρία συνεχόμενα έτη. Στην  περίπτωση αυτή οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται από το επόμενο (τέταρτο) έτος.

(δ) των οποίων το ήμισυ τουλάχιστο του ετήσιου εισοδήματος, από εισφορές μόνον όσον αφορά τον Κλάδο Γενικής Φύσεως, προέρχεται από εισφορές προσώπων που είναι μέλη του.

(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εμποδίζουν έναν αλληλοασφαλιστικό οργανισμό να υποβάλλει αίτηση για να λάβει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή να εξακολουθήσει να διαθέτει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών βάσει του παρόντος Νόμου.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται επί επιχειρήσεων, οι οποίες πληρούν σωρευτικώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η επιχείρηση δεν ασκεί καμμιά ασφαλιστική εργασία στον Κλάδο Ζωής ή στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, εκτός των εργασιών που εμπίπτουν στον κλάδο 18 του Κλάδου Γενικής Φύσεως που αναφέρεται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος·

(β) η δραστηριότητα της επιχείρησης αυτής περιορίζεται αποκλειστικά σε τοπικά πλαίσια και συνίσταται μόνο σε παροχή υπηρεσιών σε είδος· και

(γ) το ετήσιο ποσό των εισφορών της επιχείρησης αυτής, που εισπράττονται βάσει της δραστηριότητας παροχής βοήθειας σε πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των διακοσίων χιλιάδων Ευρώ (Є200.000).

Άδεια προς επέκταση των εργασιών κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε άλλο ή άλλους κλάδους

23.—(1) Δεν επιτρέπεται η επέκταση των εργασιών μιας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας εκτός δυνάμει σχετικής άδειας του Εφόρου, που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 19 και του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και επιζητεί την επέκταση των εργασιών της σε άλλο ή άλλους ασφαλιστικούς κλάδους, οφείλει να υποβάλει αίτηση στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο, και να καταβάλει το καθορισμένο τέλος. Με την αίτηση συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(3) Ο Έφορος χορηγεί την άδεια επεκτάσεως των εργασιών μόνον εφόσον ικανοποιηθεί ότι η ασφαλιστική εταιρεία—

(α) Κατέχει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στα άρθρα 67 και 68 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες και στο άρθρο 68Α όσον αφορά τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις· και

(β) έχει καταβάλει την τυχόν υφιστάμενη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου ορίου εγγυητικού κεφαλαίου, που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου για την άσκηση του συγκεκριμένου κλάδου ή κλάδων, σε περίπτωση που το όριο αυτό είναι μεγαλύτερο από αυτό που ήδη κατέχει η εταιρεία.

(4) Εφόσον ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που είχε χορηγηθεί στην αιτήτρια εταιρεία, και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

Χωριστή διαχείριση ασφαλιστικής εταιρείας, που ασκεί παράλληλα εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής

24.—(1) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, η οποία πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσε εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής, κατόπιν άδειας που της χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου Νόμου, δύναται να συνεχίσει την παράλληλη άσκηση εργασιών και στους δύο αυτούς Κλάδους, νοουμένου ότι οι ασφαλιστικές εργασίες στον κάθε Κλάδο θα τελούν υπό χωριστή διαχείριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 88 του παρόντος Νόμου.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού περί χωριστής διαχείρισης εφαρμόζονται και στην περίπτωση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει της επιφυλάξεως που τίθεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου.

(3) Η χωριστή διαχείριση, που επιβάλλει το άρθρο αυτό, επάγεται οργάνωση της ασφαλιστικής εταιρείας κατά τρόπο ώστε οι δραστηριότητες της στον Κλάδο Γενικής Φύσεως να είναι χωριστές από αυτές του Κλάδου Ζωής, ώστε—

(α) Να μην παραβλάπτονται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων του ενός ή του άλλου Κλάδου από την παράλληλη άσκηση εργασιών και στους δύο αυτούς Κλάδους και ειδικότερα, τα οφέλη της εταιρείας από τις δραστηριότητες στον Κλάδο Ζωής να τα καρπούνται μόνο οι ασφαλισμένοι στον Κλάδο αυτό, ως εάν η δραστηριότητα των ασφαλίσεων Κλάδου Γενικής Φύσεως δεν ασκείτο από την ίδια ασφαλιστική εταιρεία· και

(β) να μην επιβαρύνεται ο Κλάδος Ζωής με οποιοδήποτε τρόπο από την ικανοποίηση των ελάχιστων οικονομικών απαιτήσεων για τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και αντιστρόφως, όπως οι απαιτήσεις αυτές καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, και ειδικότερα αναφορικά με το περιθώριο φερεγγυότητας:

Νοείται ότι, κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που ασκεί εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής και ικανοποιεί τις ελάχιστες οικονομικές απαιτήσεις, δύναται, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον Έφορο, να διαθέσει στον ένα Κλάδο όσα από τα υπαρκτά στοιχεία του περιθωρίου φερεγγυότητας του άλλου Κλάδου εξακολουθούν να παραμένουν αδιάθετα, ο δε Έφορος προβαίνει σε ανάλυση των αποτελεσμάτων των δύο Κλάδων.

(4) Σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης του περιθωρίου φερεγγυότητας σε έναν από τους δύο Κλάδους, Γενικής Φύσεως ή Ζωής, όπως το περιθώριο αυτό καθορίζεται στον παρόντα Νόμο, ο Έφορος επιβάλλει στον κλάδο αυτό τα προβλεπόμενα στο άρθρο 71 του παρόντος Νόμου μέτρα, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα του άλλου Κλάδου. Τα μέτρα αυτά, κατ' εξαίρεση από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύνανται να περιλαμβάνουν και τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων από τον ένα Κλάδο στον άλλο, μετά από σχετική εξουσιοδότηση του Εφόρου.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΕ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ
Άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση

25.—(1) Μία αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία με τη μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας που εγγράφεται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, κατόπιν άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, που της χορηγείται από τον Έφορο και της επιτρέπει τη διεξαγωγή εργασιών σε συγκεκριμένο κλάδο ή κλάδους, όπως αυτοί καθορίζονται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο.

(2) Η άδεια χορηγείται κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο. Επί της υποβαλλόμενης αιτήσεως εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου.

(3) Η χορήγηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, διέπεται κατά πάντα από τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου.

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστιών εργασιών σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση

26. Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δε χορηγείται από τον Έφορο σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση εκτός εάν αυτός ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος·

(β) η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση είναι εξουσιοδοτημένη στην έδρα της στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους που αναφέρονται στην αίτηση της για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών εντός της Δημοκρατίας-

(γ) έχει διορίσει γενικό αντιπρόσωπο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 του παρόντος Νόμου-

(δ) η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση έχει στην έδρα της καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ίσο τουλάχιστο με το ποσό που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου-

(ε) διαθέτει στη Δημοκρατία στοιχεία του ενεργητικού της για ποσό ίσο τουλάχιστο προς το ήμισυ του ελάχιστου ορίου εγγυητικού κεφαλαίου, που καθορίζεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου και έχει καταθέσει στη Δημοκρατία το ένα τέταρτο του ελάχιστου αυτού ορίου ως εγγύηση, κατά τα οριζόμενα στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 73 του παρόντος Νόμου·

(στ) έχει υποβάλει τριετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που διαλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου-

(ζ) έχει καταθέσει υπεύθυνη δήλωση, με την οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση ότι—

(i) θα διαθέτει περιθώριο φερεγγυότητας αναφορικά με τις εργασίες του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 73 του παρόντος Νόμου-

(ii) εντός δύο μηνών από της χορηγήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, θα έχει δημιουργήσει στη Δημοκρατία κατάλληλη διοικητική και λογιστική οργάνωση, που θα της παρέχει τη δυνατότητα να καταρτίζει λογαριασμούς για τις εργασίες της που διεξάγονται στη Δημοκρατία και να τηρεί στη Δημοκρατία τα απαιτούμενα στοιχεία για τις εργασίες αυτές-

(iii) θα δημιουργεί και επενδύει τα απαιτούμενα τεχνικά αποθέματα αναφορικά με τις διεξαγόμενες στη Δημοκρατία εργασίες της, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 72 του παρόντος Νόμου-

(iv) το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία, εφόσον ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, αμέσως μετά τη χορήγηση της άδειας και πριν την έναρξη των εργασιών της στη Δημοκρατία, θα ενταχθεί κατόπιν συμφωνίας σε ταμείο ασφαλιστών ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία· και

(ν) προκειμένου περί επιχειρήσεως που θα διεξάγει εργασίες στον Κλάδο Ζωής ή ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως και η οποία προτίθεται να εκδίδει συμβόλαια που καλύπτουν κινδύνους στους κλάδους ατυχημάτων και ασθενειών με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους, θα διορίσει εσωτερικό αναλογιστή που θα διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου και μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της ενάρξεως των εργασιών της, εντεταλμένο αναλογιστή, που θα διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 του παρόντος Νόμου·

(η) η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση θα παρέχει εχέγγυα ότι θα ασκεί τις εργασίες της στη Δημοκρατία σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές και κατά τρόπο που να διαφυλάσσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και να μην προσκρούει στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη·

(θ) προκειμένου περί αντασφαλιστικής επιχείρησης,  έχει διορίσει εντεταλμένο αναλογιστή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της ενάρξεως των εργασιών της, ο οποίος διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, κατά τα οριζόμενα στοάρθρο 97·

(θ) σε περίπτωση προσχώρησης της ∆ημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησης της και, προκειμένου περί επιχείρησης πουσκοπό έχει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον κλάδο ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, η επιχείρηση προβαίνει στον διορισμό αντιπροσώπου για διακανονισμό απαιτήσεων σε κάθε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εκτός της ∆ημοκρατίας, οι προϋποθέσεις διορισμού και οιαρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς, ανακοινώνοντας γραπτώς στον Έφορο το όνομα και τη διεύθυνση του.

Άδεια προς επέκταση των εργασιών αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης

27.—(1) Δεν επιτρέπεται η επέκταση των εργασιών μιας αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης που κατέχει ήδη άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, εκτός κατόπιν σχετικής άδειας του Εφόρου, που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 19, που ισχύει και στην περίπτωση των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων και του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου, αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που ήδη κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία και επιζητεί την επέκταση των εργασιών της σε άλλο ή άλλους ασφαλιστικούς κλάδους, οφείλει να υποβάλει αίτηση στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο και να καταβάλει το καθορισμένο τέλος. Με την αίτηση συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(3) Ο Έφορος χορηγεί την άδεια επεκτάσεως των ασφαλιστικών εργασιών μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση—

(α) Είναι εξουσιοδοτημένη στην έδρα της να ασκεί εργασίες στον κλάδο ή τους κλάδους που αφορά η αίτηση επεκτάσεως εργασιών

(β) κατέχει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 73 του παρόντος Νόμου·

(γ) έχει καταβάλει την τυχόν υφιστάμενη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου ορίου εγγυητικού κεφαλαίου, που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου για την άσκηση του συγκεκριμένου κλάδου ή κλάδων, σε περίπτωση που το όριο αυτό είναι μεγαλύτερο από αυτό που ήδη κατέχει.

(4) Εφόσον ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που είχε προηγουμένως χορηγηθεί και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

Χωριστή διαχείριση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί στη Δημοκρατία παράλληλα εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής

28. Αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσε στη Δημοκρατία εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής, κατόπιν άδειας που της χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου Νόμου, δύναται να συνεχίσει την παράλληλη άσκηση εργασιών και στους δύο αυτούς Κλάδους, νοουμένου ότι οι ασφαλιστικές εργασίες στον κάθε Κλάδο θα τελούν υπό χωριστή διαχείριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 του παρόντος Νόμου.

Άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στην Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου

29.—(1) Οι διατάξεις των άρθρων 25 έως 28 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατά πάντα και προκειμένου περί της ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, από την Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου.

(2) Σε περίπτωση εν τούτοις προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από την Ένωση Ασφαλιστών Λλόυδς Λονδίνου, θα διέπεται από τις διατάξεις του Πέμπτου Κεφαλαίου του Μέρους αυτού, άρθρα 32 έως 35 του παρόντος Νόμου.

Διατάξεις που θα ισχύουν αναφορικά με την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, από αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

30. Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, σε ότι αφορά την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιπρόσθετα από τις διατάξεις των άρθρων 25 έως 28 του παρόντος Νόμου, θα ισχύουν και οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) Εάν μία αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει παράλληλα τέτοιες εργασίες και σε ένα ή περισσότερα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στην επιχείρηση αυτή ο Έφορος δύναται, κατ' αίτησή της να της χορηγήσει την ειδική μεταχείριση που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του άρθρου αυτού·

(β) η αίτηση για χορήγηση της ειδικής αυτής μεταχείρισης υποβάλλεται προς τον Έφορο και προς όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες·

(γ) ο Έφορος εκδίδει την απόφασή του προς χορήγηση της ειδικής αυτής μεταχείρισης εκ συμφώνου με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές, προς τις οποίες υποβλήθηκε η αίτηση·

(δ) η ειδική μεταχείριση περί της οποίας προβλέπει η παράγραφος (α) του άρθρου αυτού συνίσταται στα ακόλουθα:

(i) το περιθώριο φερεγγυότητας της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 73 του παρόντος Νόμου, θα υπολογίζεται με βάση το σύνολο των δραστηριοτήτων της στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., λαμβανομένων υπόψη μόνο των εργασιών που πραγματοποιεί το σύνολο των υποκαταστημάτων ή αντιπροσωπειών που είναι εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

(ii) θα καταθέτει την εγγύηση, που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου μόνο σε ένα από τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία διεξάγει ασφαλιστικές εργασίες· και

(iii) τα περιουσιακά στοιχεία, που απαρτίζουν το εγγυητικό της κεφάλαιο δύνανται να ευρίσκονται σε οποιοδήποτε από τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες·

(ε) στην αίτηση που υποβάλλεται από την αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση κατά τις διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου αυτού, καθορίζεται και η εποπτική αρχή, η οποία θα είναι αρμόδια για την εξακρίβωση της κατάστασης φερεγγυότητάς της για το σύνολο των εργασιών της στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες και μετέχουν στη συμφωνία. Η επιλογή της εποπτικής αρχής ανήκει στην αιτήτρια αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, που αιτιολογεί στην αίτησή της, την επιλογή της αυτή. Η επιλεγείσα εποπτική αρχή εξομοιώνεται προς την εποπτική αρχή ενός Κράτους Μέλους, σε ό,τι αφορά την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους στο Κράτος αυτό·

(στ) σε περίπτωση κατά την οποία η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση επιλέγει κατά τα ανωτέρω, ως αρμόδια εποπτική αρχή, την εποπτική αρχή της Δημοκρατίας, θα ισχύουν τα ακόλουθα:

(i) η εγγύηση που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου κατατίθεται στη Δημοκρατία·

(ii) ο Έφορος χορηγεί την ειδική μεταχείριση που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του άρθρου αυτού και ανακοινώνει στις λοιπές εποπτικές αρχές ότι θα εποπτεύει την κατάσταση φερεγγυότητας της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για το σύνολο των εργασιών της στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί ασφαλιστικές εργασίες·

(ζ) η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό ειδική μεταχείριση καταργείται συγχρόνως από όλα τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός ή περισσοτέρων από αυτά.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΣΚΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΥΠΟ ΚΑΘΕΣΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Ή ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Έναρξη ισχύος του Κεφαλαίου αυτού

31. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού ισχύουν μόνο σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

32.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα επόμενα εδάφια.

(2) Ο Έφορος ζητά από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής την κοινοποίηση της πρόθεσης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς εγκατάστασή της στη Δημοκρατία, υπό μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, για σκοπούς άσκησης ασφαλιστικών εργασιών.

(3) Με την κοινοποίηση αυτή συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα έγγραφα και πληροφορίες, καθώς και δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ότι μέσα στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (5) προθεσμία θα ενταχθεί σε σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία.

(4) Μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη βεβαιωμένη παραλαβή των πιο πάνω εγγράφων, ο Έφορος δύναται να κοινοποιήσει τους όρους, υπό τους οποίους για λόγους δημόσιου συμφέροντος πρέπει να ασκεί τις εργασίες του το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία στη Δημοκρατία.

(5) Το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία δύναται να αρχίσει εργασίες μετά από την κατά το εδάφιο (4) κοινοποίηση του Εφόρου προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής ή σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας που τίθεται στον Έφορο προς κοινοποίηση όρων, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

33.—(1) Μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία δύναται να ιδρύσει υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, κατόπιν σχετικής αιτήσεως που υποβάλλεται στον Έφορο. Στην αίτηση καθορίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ιδρύσει το υποκατάστημα ή την αντιπροσωπεία. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(2) Ο Έφορος, μετά από έλεγχο των υποβληθέντων καθορισμένων εγγράφων και ιδιαίτερα του προτεινόμενου προγράμματος δραστηριότητας, εφόσον κρίνει επαρκή τη διοικητική οργάνωση και τη χρηματοοικονομική κατάσταση της αιτήτριας ασφαλιστικής εταιρείας και εφόσον δεν έχει λόγους να αμφισβητεί την εντιμότητα και τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική πείρα των διευθυντών και του γενικού αντιπροσώπου ή προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που επιδιώκει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στο κλάδο βοηθείας, εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (ιε) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, διαβιβάζει εντός τριών μηνών από την υποβολή τους τα υποβληθέντα προς αυτόν έγγραφα στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας και ενημερώνει σχετικά την αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος αρνείται να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την υποβολή της αιτήσεως και των καθορισμένων εγγράφων. Σε περίπτωση αρνήσεως του Εφόρου ή τυχόν παραλείψεώς του να ενεργήσει μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών, η αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία δύναται να προσβάλει την απόφαση ή την παράλειψη ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(4) Το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία δύναται να αρχίσει εργασίες στο Κράτος Μέλος του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας μετά από τυχόν κοινοποίηση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Κράτους Μέλους του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας προς τον Έφορο, με την οποία τίθενται οι όροι υπό τους οποίους για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να ασκεί τις εργασίες του στο Κράτος αυτό ή, σε κάθε περίπτωση, μετά πάροδο δύο μηνών, από της διαβιβάσεως των εγγράφων και της ενημερώσεώς της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού.

Έννοια ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

34. Κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σημαίνει την ασφαλιστική κάλυψη που παρέχει μία ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της επιχείρησης αυτής, για ασφαλιστικό κίνδυνο ή ασφαλιστική υποχρέωση που ευρίσκεται σε άλλο Κράτος Μέλος. Το άλλο αυτό Κράτος Μέλος αποτελεί το Κράτος Μέλος της παροχής των υπηρεσιών, κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

35.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της επιχείρησης αυτής, δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους της καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης υποβάλλει στον Έφορο τα καθορισμένα έγγραφα, περιλαμβανομένης και δήλωσης της επιχείρησης αν αυτή ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, περί εντάξεώς της σε σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία

(β) η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση, προβαίνει στο διορισμό φορολογικού αντιπροσώπου, τα καθήκοντα του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 137 του παρόντος Νόμου, καθώς και στο διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε περίπτωση ασκήσεως από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση του κλάδου ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, τα καθήκοντα του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς.

Νοείται ότι,  σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενηασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει προβεί στο διορισμόειδικού αντιπροσώπου,  τα καθήκοντα του μπορούν ναασκούνται από τον αντιπρόσωπο για διακανονισμό απαιτήσεων.

(2) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης—

(α) Την καταχώρηση της επιχείρησης αυτής στο ειδικό μητρώο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που τηρείται από την Υπηρεσία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και στο οποίο αναγράφονται οι καθορισμένες με Κανονισμούς πληροφορίες·

(β) τυχόν υποχρέωση της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης προς διορισμό φορολογικού αντιπροσώπου· και

(γ) εφόσον κριθεί αναγκαίο, τους όρους υπό τους οποίους, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να ασκεί τις εργασίες της η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση στη Δημοκρατία.

(3) Ο Έφορος δύναται να ζητήσει από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής, τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά συστήματα πωλήσεων, τα οποία η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη Δημοκρατία.

(4) Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να προβεί στην έναρξη ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο αυτό, και κοινοποιηθεί προς αυτή σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

36.—(1) Μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της εταιρείας αυτής, δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατόπιν σχετικής αιτήσεως προς τον Έφορο. Στην αίτηση καθορίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(2) Ο Έφορος διαβιβάζει εντός ενός μηνός από την υποβολή τους, τα υποβληθέντα προς αυτόν έγγραφα, προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους παροχής των υπηρεσιών και ενημερώνει σχετικά την αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος αρνείται να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της αιτήσεως και των καθορισμένων εγγράφων. Σε περίπτωση αρνήσεως του Εφόρου ή τυχόν παραλείψεώς του να ενεργήσει μέσα στην προθεσμία του ενός μηνός, η αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία δύναται να προσβάλει την απόφαση ή την παράλειψη ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(4) Η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία δύναται να αρχίσει εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μόλις της κοινοποιηθεί από τον Έφορο σχετική γνωστοποίηση για την αποστολή των καθορισμένων εγγράφων προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους παροχής υπηρεσιών.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

37.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της στην Ελβετική Συνομοσπονδία, δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής των διατάξεων της Συμφωνίας της 10ης Οκτωβρίου 1979 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, με τα συνημμένα εις αυτή Προσαρτήματα και Πρωτόκολλα και τις συνημμένες εις αυτή ανταλλαγείσες επιστολές, σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από ασφάλιση του Κλάδου Ζωής.

(2) Επί της ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στην Ελβετική Συνομοσπονδία από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

38. Σε περίπτωση που μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία αιτείται την ίδρυση, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα της ή αντιπροσωπείας στην Ελβετική Συνομοσπονδία, οι διατάξεις του άρθρου 33 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Κοινοτική συνασφάλιση

38Α–(1) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, κοινοτική συνασφάλιση συντρέχει στην περίπτωση που καλύπτεται κίνδυνος που βρίσκεται σε  κράτος μέλος με τη συμμετοχή πέραν της μιας ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους, που στο εξής θα καλούνται ως «συνασφαλιστές».

(2) Για την κάλυψη κινδύνου που βρίσκεται στη Δημοκρατία με κοινοτική συνασφάλιση, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο κίνδυνος που καλύπτεται πρέπει να υπάγεται στην έννοια του μεγάλου κινδύνου, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2:

Νοείται ότι, κίνδυνοι πυρηνικής φύσεως που πηγάζουν από πυρηνική ενέργεια ή αφορούν φαρμακευτικά προϊόντα και που εμπίπτουν στον κλάδο γενικής ευθύνης δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(β) Ο κίνδυνος πρέπει να καλύπτεται από κοινό ασφαλιστήριο, με την καταβολή συνολικού ασφαλίστρου, και η κάλυψη πρέπει να αφορά την ίδια χρονική περίοδο.

(γ) Ο ένας εκ των συνασφαλιστών πρέπει να αποτελεί τον κύριο ασφαλιστή (leader),  ενώ δεν πρέπει να υπάρχει αλληλέγγυα υποχρέωση μεταξύ των συνασφαλιστών, αλλά καθένας να ευθύνεται για το δικό του μερίδιο.

(δ) Ο ένας τουλάχιστον εκ των συνασφαλιστών πρέπει να συμμετέχει στο ασφαλιστήριο από την έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησής του ή από υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία του που είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, άλλο από το κράτος μέλους του κύριου ασφαλιστή.

(ε)  Ο κύριος ασφαλιστής πρέπει να θεωρείται ως εάν να είναι η ασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει ολόκληρο τον κίνδυνο και  να αναλαμβάνει πλήρως το ρόλο που του ανατίθεται σύμφωνα με την πρακτική της συνασφάλισης, ιδίως δε, να καθορίζει τους όρους ασφάλίσης και το ύψος του ασφαλίστρου:

Νοείται ότι, όσες πράξεις συνασφάλιση δεν πληρούν τους όρους πουαναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ε) συνεχίζουν να υπόκεινται στις ισχύουσες εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών, στις οποίες αφορούν.

(3) Το ύψος των τεχνικών αποθεμάτων κάθε συνασφαλιστή καθορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία ή την πρακτική του κράτους μέλους καταγωγής του:

Νοείται ότι, σε περίπτωση αποθέματος για τις εκκρεμείς απαιτήσεις, ο κάθε συνασφαλιστής σχηματίζει απόθεμα για εκκρεμείς απαιτήσεις, το οποίο δεν δύναται να υπολείπεται του αποθέματος που σχηματίζεται σύμφωνα  με τους κανόνες ή την πρακτική που ισχύουν για τον κύριο συνασφαλιστή:

Νοείται περαιτέρω ότι, το ύψος του αποθέματος των εκκρεμών απαιτήσεων που σχηματίζει ο κάθε συνασφαλιστής αναλογεί στο ποσοστό συμμετοχής του στην κάλυψη του κινδύνου.

(4) Οι συνασφαλιστές που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία τηρούν στατιστικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζουν τον όγκο των εργασιών τους σε κοινοτική συνασφάλιση, καθώς και τα κράτη μέλη που αφορούν οι εργασίες αυτές.

(5) Κατά την εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις της επιχείρησης αυτής από τη συμμετοχή της σε ασφαλιστήρια που αφορούν κοινοτική συνασφάλιση, εκπληρώνονται όπως και οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα άλλα ασφαλιστήρια χωρίς να γίνεται καμιά διάκριση εις βάρος των ασφαλισμένων της και των δικαιούχων εξαιτίας της εθνικότητάς τους.

(6) ΄Οσες ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και πληρούν τις διατάξεις των εθνικών νομοθετημάτων των εν λόγω κρατών μελών που υιοθετούν την  Κοινοτική Οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ηςΙουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάλυση δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κοινοτική συνασφάλιση, δεν δύναται να υπόκεινται σε διατάξεις άλλες από αυτές του παρόντος άρθρου.

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ Ή ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ - ΜΕΡΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Απόρριψη αιτήσεως κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

39.—(1) Ο Έφορος απορρίπτει, την αίτηση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για χορήγηση της άδειας, που τίθενται στα άρθρα 21 και 22 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία υπό μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για χορήγηση της άδειας, που τίθενται στα άρθρα 26 και 29 του παρόντος Νόμου.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών όταν—

(α) Υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αιτήτριας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας· ή

(β) οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, οι ισχύουσες σε κράτος που δεν είναι Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στο οποίο υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία η αιτήτρια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας από τον Έφορο.

(4) «Στενοί δεσμοί», κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, λογίζεται η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω—

(α) Συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή δι' ενός δεσμού ελέγχου κατοχής του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης· ή

(β) δεσμού ελέγχου, δηλαδή μέσω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής εταιρείας και μιας θυγατρικής εταιρείας, κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή μιας παρεμφερούς σχέσης μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας εταιρείας· κάθε θυγατρική εταιρεία μιας άλλης θυγατρικής εταιρείας λογίζεται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής εταιρείας.

Στενοί δεσμοί μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων δημιουργούνται επίσης και από μια κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μονίμως με το ίδιο πρόσωπο, διά δεσμού ελέγχου.

(5) Η απόφαση του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η απόφαση κοινοποιείται στους αιτητές μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την υποβολή έγκυρης κατά νόμο αιτήσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου, προκειμένου περί κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, ή στο άρθρο 26, προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης.

(6) Ως απόρριψη της αιτήσεως και άρνηση χορηγήσεως άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών λογίζεται και η άπρακτη πάροδος έξι μηνών από την ημέρα της υποβολής αιτήσεως, έγκυρης κατά τα ανωτέρω.

Απόρριψη της αιτήσεως κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης προς επέκταση των εργασιών

40.—(1) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας επεκτάσεως των εργασιών της, εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 23 του παρόντος Νόμου προκειμένου περί κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, ή στο άρθρο 27 ή 29 προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Οι διατάξεις των εδαφίων (3), (5) και (6) του άρθρου 39 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατά πάντα και στην περίπτωση αιτήσεως για χορήγηση άδειας επεκτάσεως των εργασιών.

Ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης. Ποινικό αδίκημα

41.—(1) Ο Έφορος δύναται να ανακαλέσει την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Εάν οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 21 ή 26 για τη χορήγηση της άδειας δεν ικανοποιείται πλέον ή

(β) εάν η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση—

(i) δεν προβεί σε έναρξη των εργασιών της εντός δώδεκα μηνών από την ημέρα που της χορηγήθηκε η άδεια· ή

(ii) πληροφορήσει εγγράφως τον Έφορο ότι δεν προτίθεται να αρχίσει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στην περίοδο των δώδεκα μηνών ή

(iii) πληροφορήσει οποτεδήποτε εγγράφως τον Έφορο ότι προτίθεται να τερματίσει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών της· ή

(iv) αναστείλει την άσκηση εργασιών για συνεχή περίοδο πέραν των έξι μηνών ή

(ν) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, ασκεί εργασίες άλλες από ασφαλιστικές· ή

(γ) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, οποιασδήποτε από τις κατά νόμο υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας ή επιχείρησης, και ιδιαίτερα της υποχρέωσής της, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου, προς κατάθεση των καθορισμένων λογιστικών και οικονομικών καταστάσεων ή της υποχρέωσής της προς τήρηση υγιών ασφαλιστικών αρχών, κατά την άσκηση των εργασιών της· ή

(δ) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση δεν εκπληρώσει, εντός της τακτής από τον Έφορο προθεσμίας, την υποχρέωσή της προς υλοποίηση των μέτρων ανασυγκρότησης ή βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 71 του παρόντος Νόμου· ή

(ε) σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης για το προβλεπόμενο στο άρθρο 213 του παρόντος Νόμου ποινικό αδίκημα για έκδοση ψευδών λογαριασμών ή

(στ) σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία ή επιχείρηση αυτή δεν ικανοποιήσει μέσα σε προθεσμία σαράντα δυο ημερών τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της· ή

(ζ) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση δεν ικανοποιεί πλέον οποιεσδήποτε από τις διατάξεις του Μέρους IV του παρόντος Νόμου· ή

(η) προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, και σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, προκειμένου περί ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει την έδρα της στην Ε.Ε. ή Ε.Ο.Χ, σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών της επιχείρησης αυτής, από την αρμόδια εποπτική αρχή του τόπου, όπου έχει την έδρα της.

(θ) σε περίπτωση κατά την οποία υφίστανται στενοί δεσμοί, εν τη εννοία του εδαφίου (4)  του άρθρου 39, μεταξύ τηςκυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή της αλλοδαπήςασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικώνπροσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοίπαρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκησηεποπτείας ή οι νομοθετικές,  κανονιστικές ή διοικητικέςδιατάξεις,  οι ισχύουσες σε κράτους που δεν είναι ΚράτοςΜέλος της Ε.Ε.  ή του Ε.Ο.Χ.,  στο οποίο υπάγονται ένα ήπερισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα,   με τα οποία ηκυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστικήεπιχείρηση έχει στενούς δεσμούς,  παρεμποδίζουν ήδυσχεραίνουν την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας απότον Έφορο·

(ι) σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που δεν προβαίνει σε έναρξη των εργασιών της σε όλους ή ορισμένους κλάδους, στους οποίους αφορά η άδεια που της χορηγήθηκε, εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία που της χορηγήθηκε η άδεια ή που αναστέλλει την άσκηση εργασιών για συνεχή περίοδο έξι μηνών, έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει εγγράφως στον Έφορο το γεγονός. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(3) Η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εταιρεία ή επιχείρηση.

Παραστάσεις κατά της ανάκλησης της άδειας

42.—(1) Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεσή του προς τούτο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, και να παραθέσει τους λόγους, που κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, δικαιολογούν την απόφασή του, και να επισημάνει τα δικαιώματα που της παρέχονται δυνάμει του επόμενου εδαφίου. Ο Έφορος εν τούτοις δύναται, σε δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις και προς προστασία των ασφαλισμένων και του κοινού εν γένει, να διατάξει με την κοινοποίηση αυτή, την άμεση αναστολή εργασιών της ασφαλιστικής αυτής εταιρείας ή επιχείρησης, μέχρι πέρατος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό και το άρθρο 43 διαδικασίας.

(2) Η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, προς την οποία κοινοποιήθηκε έγγραφο κατά τα ανωτέρω, έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση του εγγράφου, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο, εφόσον όμως της κοινοποιήθηκε συγχρόνως και απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της οφείλει να συμμορφωθεί αμέσως προς την απόφαση αυτή.

(3) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς ανάκληση ή μη της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Υπουργού

43.—(1) Οι αποφάσεις του Εφόρου προς απόρριψη της αιτήσεως για χορήγηση άδειας ασκήσεως ή επεκτάσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 39 και 40 του παρόντος Νόμου, καθώς και οι αποφάσεις του Εφόρου προς ανάκληση άδειας που χορηγήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41 του Νόμου αυτού, δύνανται να προσβληθούν ενώπιον του Υπουργού.

(2) Το δικαίωμα προς προσβολή των αποφάσεων του Εφόρου ενώπιον του Υπουργοί), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό, επισημαίνεται από τον Έφορο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, κατά την κοινοποίηση των πιο πάνω αποφάσεων.

(3) Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού δύναται να ασκηθεί εγγράφως, μέσω του Εφόρου, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών, από την κοινοποίηση της αποφάσεως, κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

(4) Ο Υπουργός εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής. Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του ο Υπουργός καλεί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις.

(5) Ο Υπουργός οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επικύρωση ή ανάκληση της απόφασης του Εφόρου.

(6) Η απόφαση του Υπουργού οφείλει να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Δημοσίευση της ανάκλησης της άδειας στην Επίσημη Εφημερίδα

44. Η ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, όταν αυτή καταστεί οριστική, είτε λόγω παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας προς προσφυγή ενώπιον του Υπουργού είτε λόγω επικυρώσεως της αποφάσεως του Εφόρου από τον Υπουργό, δημοσιεύεται κατά τον καθορισμένο τύπο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Ενημέρωση άλλων αρμόδιων εποπτικών αρχών για την ανάκληση άδειας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας

45.—(1) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, εφόσον δεν προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο ή εφόσον επικυρωθεί από τον Υπουργό, κοινοποιείται σε όλες τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., προς λήψη των αναγκαίων μέτρων, ώστε να μην επιτραπεί στην εταιρεία αυτή η άσκηση νέων εργασιών είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(2) Ο Έφορος, με τη συνδρομή και των λοιπών αρμόδιων εποπτικών αρχών, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων στην ασφαλιστική εταιρεία της οποίας ανακλήθηκε η άδεια και ειδικότερα περιορίζει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας αυτής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 65 του παρόντος Νόμου.

Ενημέρωση άλλων αρμόδιων εποπτικών αρχών για την ανάκληση άδειας αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης

46.—(1) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου, η οποία επέλεξε την εποπτική αρχή της Δημοκρατίας ως την αρμόδια εποπτική αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, εφόσον η απόφαση αυτή προς ανάκληση δεν προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού ή εφόσον επικυρωθεί από τον Υπουργό, κοινοποιείται σε όλες τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές των Κρατών Μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., στα οποία η αλλοδαπή αυτή ασφαλιστική επιχείρηση διατηρεί υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία, προς λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των ασφαλισμένων στην επιχείρηση αυτή.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση επέλεξε άλλη αρμόδια εποπτική αρχή, εκτός της Δημοκρατίας και ο λόγος ανακλήσεως της άδειας είναι η ανεπάρκεια της συνολικής φερεγγυότητας της επιχείρησης, όπως αυτή καθορίζεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (δ) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, τότε η άδεια ασκήσεως των ασφαλιστικών εργασιών ανακαλείται και από τον Έφορο.

Απαγόρευση εκδόσεως νέων ασφαλιστηρίων μετά την ανάκληση της άδειας ή μετά την απόφαση του Εφόρου προς αναστολή εργασιών. Ποινικό αδίκημα

47—(1) Απαγορεύεται η έκδοση νέων ασφαλιστηρίων ή η σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων ή η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών εν γένει, από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή στην οποία κοινοποιήθηκε απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Επιτρέπεται εν τούτοις σε ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακλήθηκε για οποιοδήποτε λόγο η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή στην οποία κοινοποιήθηκε απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών της κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, να συνεχίσει να εισπράττει τα οφειλόμενα προς αυτή ασφάλιστρα και να ικανοποιεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, κατά το συνήθη τρόπο διεξαγωγής των εργασιών της.

Τροποποίηση επωνυμίας

48. Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας ανακλήθηκε για οποιοδήποτε λόγο η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, σε περίπτωση κατά την οποία θα συνεχίσει να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο, οφείλει να τροποποιήσει την επωνυμία της και να διαγράψει από αυτή οτιδήποτε υποδηλώνει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών.

Μερική ανάκληση και περιορισμός της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών μόνο σε έναν ή περισσότερους κλάδους

49.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 41 του παρόντος Νόμου, όπου αυτές εφαρμόζονται, ο Έφορος δύναται, αντί να προβεί σε εξ ολοκλήρου ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, να ανακαλέσει μερικώς την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε έναν ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους που της έχει χορηγηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και να περιορίσει την ισχύ της άδειας για τους λοιπούς.

(2) Στην περίπτωση αυτή η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει, αναλόγως της περιπτώσεως—

(α) Να μη συνομολογεί νέες ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν κινδύνους, που εμπίπτουν στον κλάδο για τον οποίο ανακλήθηκε η άδεια·

(β) να μην τροποποιεί οποιεσδήποτε ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για τον Κλάδο αυτό, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της·

(γ) να μην τροποποιεί, με οποιοδήποτε τρόπο, ασφαλιστικές συμβάσεις, που αφορούν τον Κλάδο Ζωής και τελούν σε ισχύ κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας για τον Κλάδο αυτό, έτσι ώστε να αυξάνονται οι υποχρεώσεις της.

(3) Εφόσον ο Έφορος αποφασίσει τη μερική ανάκληση και περιορισμό της ισχύος της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας που αρχικά χορηγήθηκε και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που αφορούν στην ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, άρθρα 41 έως 47, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση μερικής ανακλήσεως και περιορισμού της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών.

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΕΙΑΣ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΔΕΙΑΣ - ΦΥΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
Έκθεση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

50.—(1) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εκτίθεται από την κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή την αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που της χορηγήθηκε, σε περίοπτη θέση στα κεντρικά της γραφεία στη Δημοκρατία. Πιστοποιημένο αντίγραφο της άδειας αυτής εκτίθεται κατά τον αυτό τρόπο και σε όλα τα υποκαταστήματα και τις αντιπροσωπείες της εταιρείας ή της επιχείρησης στη Δημοκρατία.

(2) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, θα ισχύει η ακόλουθη διάταξη:

«Σε περίπτωση ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, η αντίστοιχη άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε στην επιχείρηση αυτή, από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής του υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, θα εκτίθεται σε περίοπτη θέση στα γραφεία του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας στη Δημοκρατία».

(3) Παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι χιλίων λιρών.

Επιστροφή άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε περίπτωση ανάκλησης ή τροποποίησής της. Ποινικό αδίκημα

51.—(1) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας ανακαλείται ή τροποποιείται η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, οφείλει να επιστρέψει στον Έφορο την άδεια αυτή, καθώς και κάθε πιστοποιημένο αντίγραφο της, μόλις της κοινοποιηθεί ή δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η απόφαση περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως της άδειας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών έχει απωλεσθεί ή καταστραφεί και η επιστροφή της καθίσταται αδύνατη, η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει όπως προβεί σε σχετική ένορκη δήλωση.

(2) Παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

Συνεχείς υποχρεώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων

52.—(1) Εκτός εάν άλλωσπως προβλέπεται ρητά ή συνάγεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όλες οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και αφορούν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι συνεχείς και οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να τις τηρούν αδιαλείπτως.

(2) Κάθε μεταβολή που επάγεται σε συνεχή υποχρέωση που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που καθορίζονται στο άρθρο 21, ανακοινώνεται άμεσα στον Έφορο.