Ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης. Ποινικό αδίκημα

41.—(1) Ο Έφορος δύναται να ανακαλέσει την άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Εάν οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 21 ή 26 για τη χορήγηση της άδειας δεν ικανοποιείται πλέον ή

(β) εάν η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση—

(i) δεν προβεί σε έναρξη των εργασιών της εντός δώδεκα μηνών από την ημέρα που της χορηγήθηκε η άδεια· ή

(ii) πληροφορήσει εγγράφως τον Έφορο ότι δεν προτίθεται να αρχίσει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών της, μέσα στην περίοδο των δώδεκα μηνών ή

(iii) πληροφορήσει οποτεδήποτε εγγράφως τον Έφορο ότι προτίθεται να τερματίσει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών της· ή

(iv) αναστείλει την άσκηση εργασιών για συνεχή περίοδο πέραν των έξι μηνών ή

(ν) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, ασκεί εργασίες άλλες από ασφαλιστικές· ή

(γ) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, οποιασδήποτε από τις κατά νόμο υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας ή επιχείρησης, και ιδιαίτερα της υποχρέωσής της, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 του παρόντος Νόμου, προς κατάθεση των καθορισμένων λογιστικών και οικονομικών καταστάσεων ή της υποχρέωσής της προς τήρηση υγιών ασφαλιστικών αρχών, κατά την άσκηση των εργασιών της· ή

(δ) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση δεν εκπληρώσει, εντός της τακτής από τον Έφορο προθεσμίας, την υποχρέωσή της προς υλοποίηση των μέτρων ανασυγκρότησης ή βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 71 του παρόντος Νόμου· ή

(ε) σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης για το προβλεπόμενο στο άρθρο 213 του παρόντος Νόμου ποινικό αδίκημα για έκδοση ψευδών λογαριασμών ή

(στ) σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία ή επιχείρηση αυτή δεν ικανοποιήσει μέσα σε προθεσμία σαράντα δυο ημερών τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της· ή

(ζ) σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ή επιχείρηση δεν ικανοποιεί πλέον οποιεσδήποτε από τις διατάξεις του Μέρους IV του παρόντος Νόμου· ή

(η) προκειμένου περί αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης, και σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, προκειμένου περί ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει την έδρα της στην Ε.Ε. ή Ε.Ο.Χ, σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών της επιχείρησης αυτής, από την αρμόδια εποπτική αρχή του τόπου, όπου έχει την έδρα της.

(θ) σε περίπτωση κατά την οποία υφίστανται στενοί δεσμοί, εν τη εννοία του εδαφίου (4)  του άρθρου 39, μεταξύ τηςκυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή της αλλοδαπήςασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικώνπροσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοίπαρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκησηεποπτείας ή οι νομοθετικές,  κανονιστικές ή διοικητικέςδιατάξεις,  οι ισχύουσες σε κράτους που δεν είναι ΚράτοςΜέλος της Ε.Ε.  ή του Ε.Ο.Χ.,  στο οποίο υπάγονται ένα ήπερισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα,   με τα οποία ηκυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή η αλλοδαπή ασφαλιστικήεπιχείρηση έχει στενούς δεσμούς,  παρεμποδίζουν ήδυσχεραίνουν την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας απότον Έφορο·

(ι) σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία ή αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση που δεν προβαίνει σε έναρξη των εργασιών της σε όλους ή ορισμένους κλάδους, στους οποίους αφορά η άδεια που της χορηγήθηκε, εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία που της χορηγήθηκε η άδεια ή που αναστέλλει την άσκηση εργασιών για συνεχή περίοδο έξι μηνών, έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει εγγράφως στον Έφορο το γεγονός. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(3) Η απόφαση του Εφόρου προς ανάκληση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εταιρεία ή επιχείρηση.