ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ - ΕΦΟΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ - ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Αρμόδια εποπτική αρχή. Έφορος Ασφαλίσεων

4.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου, που αφορούν στην εξουσία του Υπουργού προς εξέταση προσφυγών κατ' αποφάσεων του Εφόρου και του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου, που αφορά στην εξουσία του Υπουργού προς έκδοση οδηγιών για εγκεκριμένες επενδύσεις, η διοικητική εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ανατίθεται στον Έφορο Ασφαλίσεων.

(2) Ως Έφορος Ασφαλίσεων διορίζεται δημόσιος λειτουργός, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

(3) Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου διορίζονται ένας ή δύο δημόσιοι λειτουργοί ως Βοηθός ή Βοηθοί Έφοροι Ασφαλίσεων που αναπληρώνουν τον Έφορο στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού.

(4) Η Υπηρεσία σε κάθε περίπτωση ενεργεί εξ' ονόματος και κατ' εντολή του Εφόρου.

Αρμοδιότητες Εφόρου

5.—(1) Ο Έφορος εποπτεύει τη λειτουργία των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών και των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στη Δημοκρατία, καθώς και τις δραστηριότητες των προσώπων που ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης, μεριμνά για την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεών τους και γενικά φέρει την ευθύνη της παρακολούθησης της νομιμότητας των δραστηριοτήτων τους, προς το συμφέρον των ασφαλισμένων καθώς και προσώπων τα οποία δικαιούνται αποζημίωση δυνάμει του ασφαλιστηρίου.

(2) Ο Έφορος έχει την αρμοδιότητα να ασκεί συμπληρωματική εποπτεία επί των κυπριακών ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μιας τουλάχιστον ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στα άρθρα 70Α και 195Β, στο εδάφιο (10) του άρθρου 196, καθώς και στο άρθρο 198.

(3) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τα  προβλεπόμενα στο άρθρο 70Β, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 195Β, στα εδάφια (9) και (10) του άρθρου 196, καθώς και στο άρθρο 198:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που εκδίδονται από τον Έφορο Ασφαλίσεων, δυνάμει του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία   με    βάση   τους   κινδύνους,  ο   Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη να ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία, δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία μόνο τη σχετική διάταξη των εν λόγων Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου καθώς και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, ο Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή που ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία, δύναται, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνο τη διάταξη των εν λόγω Οδηγιών χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που αφορά τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3(2) των Οδηγιών αυτών.

(4) Κάθε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 195Β, στο εδάφιο (10) του άρθρου 196 και στο άρθρο 198.

(4Α) Ο Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια εποπτική αρχή να ασκεί την συμπληρωματική εποπτεία, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων για τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί δυνάμει του εδαφίου (4).

(5) Ο ´Έφορος  έχει  την  αρμοδιότητα  να  ασκεί συμπληρωματική εποπτεία επί χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων κατά τα οριζόμενα στις Οδηγίες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που εκδίδονται από τον ΄Εφορο.

(6) Ο Έφορος έχει την αρμοδιότητα για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, για τη λήψη των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο μέτρων σε περίπτωση παράβασης της κειμένης νομοθεσίας και για την άσκηση άλλων εξουσιών προληπτικού ή κατασταλτικού ελέγχου, κατά τα ειδικότερα στο Μέρος XIII του παρόντος Νόμου οριζόμενα.

(7) Ο ‘Εφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση σε σχέση με τα εποπτικά εργαλεία και  τις  εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των  νομοθεσιών, κανονισμών και οδηγιών που υιοθετούνται δυνάμει των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς το σκοπό αυτό, ο Έφορος Ασφαλίσεων συμμετέχει στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Εποπτικών Αρχών των Ασφαλειών και των Επαγγελματικών Συντάξεων και αξιολογεί δεόντως τις μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της.

(8) Ο ‘Εφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, εξετάζει δεόντως την ενδεχόμενη επίδραση των αποφάσεών του επί της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος σε  όλα τα άλλα εμπλεκόμενα κράτη  μέλη, ειδικότερα σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, βασιζόμενος στις διαθέσιμες πληροφορίες κατά τη σχετική χρονική στιγμή.

Συνεργασία με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής και ανακοίνωση πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως

6.—(1) Κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων του, ο Έφορος δύναται να συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, επιφορτισμένες με την άσκηση ανάλογων αρμοδιοτήτων στην αλλοδαπή και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες προς άσκηση των αρμοδιοτήτων τους πληροφορίες.

(2) Ο Έφορος δύναται να συνάπτει με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, μόνο εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, στο κράτος που εδρεύουν οι αρχές αυτές, από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.

(3) Ο Έφορος δύναται, στις περιπτώσεις στις οποίες κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία και ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει αντίστοιχη άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας, να συμφωνεί με τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, εάν θα ασκεί ο ίδιος ή η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους τη συμπληρωματική εποπτεία κατά τα οριζόμενα στα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 5.

(4) Όταν κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία συνδέεται απευθείας ή εμμέσως ή έχει κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση με ασφαλιστική επιχείρηση  εγκατεστημένη σε άλλα κράτη μέλη, ο Έφορος υποχρεούται να κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών -

(α) Κατ' αίτησή τους, όλες τις πληροφορίες οι οποίες θα επιτρέψουν ή θα διευκολύνουν την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας.

(β) με δική του πρωτοβουλία, κάθε πληροφορία που κρίνει ότι είναι απαραίτητη για τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

(5) Όταν κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία συνδέεται απευθείας ή εμμέσως ή έχει κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση με αντίστοιχη ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΕΟΧ, πιστωτικό ίδρυμα, ή Ε.Π.Ε.Υ., ο Έφορος συνεργάζεται στενά με τις αντίστοιχες αρμόδιες εποπτικές αρχές τόσο στη Δημοκρατία, όσο και σε άλλο κράτος μέλος και, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους,  κοινοποιεί  αμοιβαίαόλα τα στοιχεία που μπορούν  να διευκολύνουν την αποστολή τους, ιδίως ως προς την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας.

(6) Οι ανταλλασσόμενες κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού πληροφορίες είναι εμπιστευτικής φύσεως και δεν επιτρέπεται να κοινοποιηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις ανακοίνωσε και στην περίπτωση αυτή μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(7) Η ανακοίνωση από τον Έφορο πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δε συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου, που προβλέπεται στο επόμενο άρθρο του παρόντος Νόμου.

Επαγγελματικό απόρρητο

7.—(1) Ο Υπουργός, ο Έφορος, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Υπηρεσία σχετικά με την εποπτεία των ασκούντων ασφαλιστικές εργασίες ή εργασίες διαμεσολάβησης κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καθώς και οι εγκεκριμένοι ελεγκτές και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν κατ' εντολή της Υπηρεσίας, και τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ασφαλίσεων, έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν επιτρέπεται να ανακοινώνονται σε άλλο πρόσωπο ή αρχή εκτός κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού.

(2) Επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα μνημονευόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα—

(α) Εφόσον η ανακοίνωση γίνεται υπό συνοπτική μορφή και κατά τρόπο που να μην μπορεί να διακριβωθεί η ταυτότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία αφορούν οι παρεχόμενες πληροφορίες εκτός εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης·

(β) στα πλαίσια αστικής διαδικασίας σε περίπτωση πτώχευσης ή αναγκαστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, νοουμένου ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν τρίτους, που λαμβάνουν μέτρα διάσωσης της.

(3) Ο Έφορος, όταν λαμβάνει εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες δύναται να τις χρησιμοποιεί μόνο κατά την άσκηση των πιο κάτω καθηκόντων του:

(α) Για τον έλεγχο της τήρησης των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε στην ασφαλιστική επιχείρηση η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και για τη διευκόλυνση της εποπτείας της ασκήσεως των εργασιών αυτών, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο και την παρακολούθηση των τεχνικών αποθεμάτων, του περιθωρίου φερεγγυότητας, της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και του εσωτερικού ελέγχου· ή

(β) για την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή

(γ) στα πλαίσια διοικητικών προσφυγών κατ' αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή

(δ) στα πλαίσια άλλων δικαστικών διαδικασιών.

(4) Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων του άρθρου αυτού, δε συνιστούν κώλυμα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Εφόρου ή μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών Κρατών-Μελών της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., και—

(α) Των αρχών οι οποίες έχουν επίσημη εξουσία για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών,

(β) των σωμάτων ή προσώπων που μετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρόμοιες διαδικασίες, και

(γ) των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί κατά νόμο ο έλεγχος των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων,

κατά την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους καθώς και κατά την κοινοποίηση, προς τα σώματα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση εγγυητικών κεφαλαίων ή αναγκαστικής εκκαθάρισης, των απαραίτητων πληροφοριών για την εκπλήρωση του έργου τους. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις πιο πάνω αναφερόμενες αρχές, σώματα και πρόσωπα, υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να ανταλλάσσει πληροφορίες με—

(α) Τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των σωμάτων ή προσώπων που ασχολούνται με την εκκαθάριση και την πτώχευση ασφαλιστικών επιχειρήσεων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες, ή

(β) τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των προσώπων τα οποία είναι υπεύθυνα για τον κατά νόμο έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επενδυτικών εταιρειών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ή

(γ) τους εντεταλμένους αναλογιστές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν έλεγχο σε αυτές με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καθώς και με τα σώματα που είναι αρμόδια για την επιτήρηση των αναλογιστών αυτών.

(6) Ο Έφορος δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις των παραγράφων (α), (β) και (γ) του προηγούμενου εδαφίου όταν συντρέχουν οι ακόλουθες τουλάχιστο προϋποθέσεις:

(α) Οι πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν μέσα στα πλαίσια της επιτήρησης ή της εποπτείας, όπως αυτές αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (5) πιο πάνω,

(β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσα α' αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού,

(γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από κράτος, οι πληροφορίες αυτές δεν κοινοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις κοινοποίησε, και στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(7) Σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ο Έφορος θα ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τις αρχές ή άλλα σώματα, τα οποία δύνανται να δέχονται πληροφορίες δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου αυτού.

(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) του άρθρου αυτού, προς το σκοπό ενίσχυσης της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο Έφορος δύναται να επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών άλλων κρατών και των αρχών ή των σωμάτων που είναι κατά νόμο αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για τη διερεύνηση των παραβάσεων αυτών.

(9) Ο Έφορος δύναται να εφαρμόσει τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες τουλάχιστον προϋποθέσεις:

(α) Οι πληροφορίες προορίζονται να χρησιμοποιηθούν προς εξυπηρέτηση του σκοπού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο·

(β) οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μέσα εις αυτό το πλαίσιο, υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο, που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού·

(γ) οι πληροφορίες που προέρχονται από κράτος, δεν κοινοποιούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις κοινοποίησε, και στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς, για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(10) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος, προς το σκοπό εντοπισμού ή διερεύνησης παραβάσεων, χρησιμοποιεί, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λόγω ειδικών προσόντων, τις υπηρεσίες εντεταλμένων προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια υπηρεσία, η δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8), δύναται να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (9). Για την εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (9), ο Έφορος ανακοινώνει στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, οι οποίες κοινοποίησαν τις πληροφορίες, τα ονόματα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων, στα οποία θα διαβιβάζονται οι εν λόγω πληροφορίες. Επί πλέον, σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, ο Έφορος θα ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά Κράτη Μέλη τις αρχές ή τα σώματα στα οποία δύνανται να κοινοποιούνται πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (8).

(11) Ο Έφορος δύναται να διαβιβάζει—

(α)  Στην Κεντρική Τράπεζα και σε άλλους οργανισμούς με ανάλογη αποστολή, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής· και,

(β) ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους, ενώ δεν εμποδίζει τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς του εδαφίου (3):

Νοείται ότι, οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο που επιβάλλεται με το παρόν άρθρο.

(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) και του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, επιτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο Υπουργείο Οικονομικών, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στους επιθεωρητές τους οποίους έχουν εξουσιοδοτήσει οι οργανισμοί αυτοί, μόνον εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν για σκοπούς προληπτικού ελέγχου.

(13) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού, καθώς και εκείνες που εξασφαλίζονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επιτρέπεται να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αν δεν υπάρχει ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που κοινοποίησε τις πληροφορίες, ή της αρμόδιας εποπτικής αρχής του κράτους, όπου πραγματοποιήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.

Ποινικό αδίκημα παραβίασης επαγγελματικού απορρήτου

8. Όποιος, εν γνώσει παραβιάζει την υποχρέωση του προς τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων

9.—(1) Με Γνωστοποίηση του Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, συνιστάται Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων, εφεξής καλούμενη συνοπτικά η «Επιτροπή», που απαρτίζεται από τους ακόλουθους—

(α) Τον Έφορο και το Βοηθό ή τους Βοηθούς Εφόρους· και

(β) τέσσερα άλλα μέλη, που διορίζονται από τον Υπουργό, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Σύνδεσμο Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου.

(2) Μέλη της Επιτροπής διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στον τομέα της ασφάλισης, ικανά να παρέχουν έγκυρη γνώμη στα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής.

(3) Η θητεία των διοριζόμενων μελών της Επιτροπής είναι τετραετής. Επιτρέπεται ο επαναδιορισμός των μελών αυτών μετά τη λήξη της θητείας τους.

(4) Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται ο Έφορος. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής ασκεί ένας Βοηθός Έφορος που μεριμνά για την τήρηση των πρακτικών.

(5) Η Επιτροπή συγκαλείται σε συνεδρία από τον Έφορο, που καθορίζει και τα προς συζήτηση θέματα. Ο Έφορος οφείλει να συγκαλέσει συνεδρία της Επιτροπής κατόπιν σχετικής οδηγίας του Υπουργού ή κατ' αίτηση δύο τουλάχιστον από τα διοριζόμενα μέλη, που εισηγούνται και τα προς συζήτηση θέματα.

(6) Ο Έφορος, ή σε περίπτωση κωλύματος του Εφόρου ένας Βοηθός Έφορος και δύο τουλάχιστο διοριζόμενα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του προεδρεύσαντος της συνεδρίας.

(7) Η Επιτροπή, με απόφασή της, καθορίζει την ενώπιον της διαδικασία, δύναται δε να καλεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να παραστεί στη συνεδρία ως παρατηρητής.

Χηρεία θέσεως. Παραίτηση, ανάκληση διορισμού

10.—(1) Η θέση μέλους της Επιτροπής κενούται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Σε περίπτωση θανάτου·

(β) σε περίπτωση παραιτήσεως διοριζόμενου μέλους· και

(γ) σε περίπτωση ανακλήσεως του διορισμού διοριζόμενου μέλους.

(2) Σε περίπτωση που η θέση διοριζόμενου μέλους κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, διορίζεται από τον Υπουργό άλλο πρόσωπο, που έχει τα αναγκαία προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 9, για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του απερχόμενου μέλους.

(3) Η παραίτηση των διοριζόμενων μελών ενεργείται με έγγραφο παραιτήσεως απευθυνόμενο προς τον Υπουργό.

(4) Ο διορισμός των μελών δύναται να ανακληθεί από τον Υπουργό στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Σε περίπτωση καταδίκης για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα ή επιβολή της ποινής της φυλακίσεως για την τέλεση οποιουδήποτε άλλου αδικήματος·

(β) ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής, που υποβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη του Εφόρου και δύο τουλάχιστον άλλων μελών, σε περίπτωση αναιτιολόγητης επανειλημμένης αποχής του μέλους από τις συνεδρίες της Επιτροπής.

Έργο της Επιτροπής

11.—(1) Έργο της Επιτροπής είναι—

(α) Η παροχή γνώμης, για ειδικά θέματα που αφορούν την ασφάλιση, μετά από σχετικό ερώτημα του Υπουργού·

(β) η υποβολή προτάσεων, μετά από αντίστοιχο ερώτημα του Υπουργού ή μετά από απόφαση της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής, σχετικά με τη λήψη ειδικών νομοθετικών ή άλλων μέτρων, που αφορούν στη βελτίωση της λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς, τη δημιουργία συστημάτων εκπαίδευσης των απασχολουμένων στην ασφαλιστική αγορά, τη σύνταξη Κώδικα Δεοντολογίας των ασκούντων ασφαλιστικές εργασίες ή εργασίες διαμεσολάβησης, την ενημέρωση του καταναλωτή για θέματα ασφαλίσεων και γενικά σχετικά με οποιοδήποτε άλλο θέμα που αφορά άμεσα ή έμμεσα την ασφάλιση.