ΜΕΡΟΣ XII ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ
Εποπτικά μέτρα

29Α.-(1) Τα ΑΠΙ οφείλουν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα σε πρώιμο στάδιο για να αντιμετωπίσουν συναφή προβλήματα στις εξής καταστάσεις:

(α) το ΑΠΙ δεν τηρεί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών ή τους όρους της άδειάς του,

(β) η Κεντρική Τράπεζα έχει στοιχεία ότι το ΑΠΙ ενδέχεται να παραβεί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου ή του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), στις εξουσίες της Κεντρικής Τράπεζας περιλαμβάνονται εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 30.

Εποπτικές εξουσίες

30.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα για σκοπούς των άρθρων 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β), 26Ζ(4), 29Α και των παραγράφων (4) και (5) του Παραρτήματος ΙΙΙ ή σε περίπτωση που ΑΠΙ παραλείπει να συμμορφωθεί με τους όρους της άδειάς του, ή όταν η ρευστότητα και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του έχουν κατά τη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας αλλοιωθεί ή επηρεαστεί δυσμενώς, ή όταν υφίσταται κίνδυνος να ελαττωθεί η ικανότητα του ΑΠΙ για έγκαιρη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του, ή όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την εξασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών ή πιστωτών, καθώς και για σκοπούς της εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχει τις κατωτέρω εξουσίες:

(α) Να απαιτήσει από το ΑΠΙ να λάβει αμέσως τέτοια μέτρα για θεραπεία της κατάστασης όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει ή να περιορίσει τις εργασίες του ΑΠΙ με την επιβολή όρων στην άδεια λειτουργίας της όταν η Κεντρική Τράπεζα κρίνει τούτο σκόπιμο·

(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α) πιο πάνω, να επιβάλει όρους δυνάμει του άρθρου αυτού ειδικά για-

(i) να απαιτήσει από το ΑΠΙ να πάρει ορισμένα μέτρα ή να αποφύγει να υιοθετήσει ή να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή να περιορίσει το πεδίο των εργασιών της καθοιονδήποτε τρόπο·

(ii) να επιβάλει περιορισμούς στην αποδοχή καταθέσεων, την παροχή χορηγήσεων ή την πραγματοποίηση επενδύσεων από το ΑΠΙ·

(iii) να απαγορεύσει την προσέλκυση καταθέσεων από το ΑΠΙ, είτε γενικά, είτε από καθορισμένα πρόσωπα ή τάξη προσώπων·

(iv) να απαγορεύσει στο ΑΠΙ να διεξάγει οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή ή τάξη συναλλαγών·

(v) να απαιτήσει την απομάκρυνση οποιουδήποτε μέλους διοικητικού οργάνου, διευθύνων συμβούλου ή διευθυντή του ΑΠΙ ·

(vi) να απαιτήσει από ΑΠΙ να διαθέτει πρόσθετα ίδια κεφάλαια πέραν των απαιτήσεων που ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 30δις∙

(vii) να απαιτήσει την ενίσχυση των διευθετήσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που τέθηκαν σε εφαρμογή από το ΑΠΙ σύμφωνα με τα εδάφια (2), (3) και (5) του άρθρου 19 και το άρθρο 19Α∙

(viii) να απαιτήσει από ΑΠΙ να εφαρμόσει ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων∙

(ix) να θέσει περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, το επιχειρηματικό φάσμα ή το δίκτυο των ΑΠΙ ή να ζητά την εκποίηση δραστηριοτήτων που θέτουν υπερβολικούς κινδύνους στην ευρωστία του ΑΠΙ∙

(x) να απαιτήσει τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα του ΑΠΙ συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους:

Νοείται ότι η λήψη των μέτρων που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), υπόκεινται στις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (5) του άρθρου 27 και στα άρθρα 27Α, 27Β, 27Γ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28Δ του παρόντος νόμου˙

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τροποποιεί ή να ανακαλεί οποιουσδήποτε όρους που έχουν επιβληθεί δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) πιο πάνω.

(γ) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 4Α να προβεί σε διαβουλεύσεις με άλλα πιστωτικά ιδρύματα για τον καθορισμό των μέτρων που πρέπει να ληφθούν·

(δ) να αναλάβει τη διαχείριση των εργασιών του ΑΠΙ και να τις διεξάγει εξ ονόματος της για τόσο χρονικό διάστημα όσο η Κεντρική Τράπεζα κρίνει αναγκαίο. Σε τέτοια περίπτωση το ΑΠΙ υποχρεούται να παρέχει προς την Κεντρική Τράπεζα όλες τις διευκολύνσεις που η τελευταία δυνατό να ζητήσει για τη διεξαγωγή των εργασιών του ΑΠΙ·

(ε) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 4Α, να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του ΑΠΙ·

(στ) να απαιτήσει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου του ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 30Α:

Νοείται ότι οι διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, εφαρμόζονται στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις πρόνοιες περί αύξησης μετοχικού κεφαλαίου όπως προβλέπονται στο άρθρο 30Α του παρόντος Νόμου.

(ζ) [Διαγράφηκε]∙

(η) να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από ΑΠΙ στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους των Πρόσθετων Μέσων Κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά γεγονός αθέτησης υποχρέωσης του ΑΠΙ, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων∙

(θ) να απαιτεί από ΑΠΙ τον περιορισμό της μεταβλητής αμοιβής ως ποσοστού των καθαρών εσόδων όταν το ύψος της δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης∙

(ι) να απαιτήσει από το ΑΠΙ να της υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου και του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών και να ορίζει προθεσμία για την εφαρμογή του, περιλαμβανομένων και βελτιώσεων του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία∙

(ια) να απαιτήσει από ΑΠΙ να χρησιμοποιεί τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων∙

(ιβ) να επιβάλλει απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, περιλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με τα ίδια κεφάλαια,  τη ρευστότητα και τη μόχλευση∙

(ιγ) να επιβάλλει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, περιλαμβανομένων περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού∙

(ιδ) να απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες·

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού προβεί στη λήψη οποιουδήποτε μέτρου δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1), υποβάλλει έκθεση προς το ΑΠΙ με την οποία την καλεί να υποβάλει τις απόψεις της εντός τακτής προθεσμίας τριών τουλάχιστον ημερών από την ημερομηνία παράδοσης της έκθεσης.

(3)(α) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ιβ) του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλλει στα ΑΠΙ απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, μόνο όταν η σχετική απαίτηση είναι κατάλληλη και αναλογική ως προς τον σκοπό για τον οποίο απαιτούνται οι πληροφορίες και οι ζητούμενες πληροφορίες δεν είναι αλληλεπικαλυπτόμενες.

(β) Για τους σκοπούς των άρθρων 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β), 26Ε, 26ΣΤ, 26Ζ, 29Α και του Παραρτήματος ΙΙΙ, κάθε πρόσθετη πληροφορία που μπορεί να απαιτείται από τα  ΑΠΙ θεωρείται ως επαναληπτική, όταν οι ίδιες ή οι κατ' ουσίαν ίδιες πληροφορίες έχουν ήδη αναφερθεί με άλλο τρόπο στην Κεντρική Τράπεζα ή μπορούν να παράγονται από την Κεντρική Τράπεζα.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δεν απαιτεί την αναφορά πρόσθετων πληροφοριών από ΑΠΙ, όταν τις έχει ήδη λάβει υπό διαφορετική μορφή ή επίπεδο ανάλυσης και αυτή η διαφορετική μορφή ή το επίπεδο ανάλυσης δεν αποτρέπουν την Κεντρική Τράπεζα από την παραγωγή πληροφοριών ίδιας ποιότητας και αξιοπιστίας με εκείνες που παράγονται με βάση τις πρόσθετες πληροφορίες που θα αναφέρονταν με άλλο τρόπο σε αυτή.

(4) [Διαγράφηκε].

Πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων

30δις.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα επιβάλλει την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(1)(β)(vi) εάν, βάσει των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β) και 26Ζ, διαπιστώσει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις για ένα συγκεκριμένο ΑΠΙ:

(i) Το ΑΠΙ είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς, όπως ορίζει το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο, και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402·

(ii) το ΑΠΙ δεν πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 19(2), (3) και (5) και 19Α του παρόντος Νόμου ή στο Άρθρο 393 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πιθανώς άλλα μέτρα εποπτείας δεν θα επαρκούσαν ώστε να μπορούν να τηρηθούν οι απαιτήσεις αυτές εντός κατάλληλου χρονοδιαγράμματος·

(iii) οι προσαρμογές που αναφέρονται στην παράγραφο (4) του Παραρτήματος ΙΙΙ θεωρούνται ανεπαρκείς, ώστε να επιτρέψουν στο ΑΠΙ να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς·

(iv) η αξιολόγηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 26Ζ(4) αποκαλύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της επιτρεπόμενης προσέγγισης ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκείς απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων·

(v) το ΑΠΙ αδυνατεί επανειλημμένως να καθορίζει ή να τηρεί επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της καθοδήγησης που ανακοινώνεται σύμφωνα με το άρθρο 30τρις(3)·

(vi) άλλες καταστάσεις που αφορούν μεμονωμένα ΑΠΙ, οι οποίες η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι προκαλούν σημαντικές εποπτικές ανησυχίες.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα επιβάλλει την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(1)(β)(vi), μόνο για την κάλυψη των κινδύνων που αντιμετωπίζουν μεμονωμένα ΑΠΙ λόγω των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων όσων αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις ορισμένων οικονομικών εξελίξεων και εξελίξεων της αγοράς στα χαρακτηριστικά κινδύνου συγκεκριμένου ΑΠΙ.

(2)(α) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνου θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που κρίνονται επαρκή από την Κεντρική Τράπεζα, λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής επανεξέτασης της αξιολόγησης που διενεργείται από τα ΑΠΙ σύμφωνα με το άρθρο 19Α(1), είναι υψηλότερα από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου κάθε επιμέρους ΑΠΙ, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ΑΠΙ, μεταξύ άλλων-

(i) τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ΑΠΙ ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που εξαιρούνται ρητά ή δεν καλύπτονται ρητά από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402·

(ii) τους κινδύνους που αφορούν το εκάστοτε ΑΠΙ ή τα στοιχεία των κινδύνων αυτών που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(γ) Στον βαθμό που οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις ή διατάξεις αποδοχής του προϋφιστάμενου καθεστώτος της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν θεωρούνται κίνδυνοι ή στοιχεία τέτοιων κινδύνων που ενδέχεται να υποτιμώνται παρά τη συμμόρφωση προς τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(δ) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), τα κεφάλαια που θεωρούνται επαρκή καλύπτουν όλους τους κινδύνους ή τα στοιχεία κινδύνων που προσδιορίζονται ως σημαντικοί σύμφωνα με την αξιολόγηση που ορίζεται στην παράγραφο (β), οι οποίοι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(ε) Κίνδυνος επιτοκίου που προκύπτει από θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών δύναται να θεωρηθεί σημαντικός τουλάχιστον στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (5) του Παραρτήματος ΙΙΙ, εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα, κατά την εκτέλεση του ελέγχου και της αξιολόγησης, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διαχείριση από το ΑΠΙ του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών είναι επαρκής και ότι το ΑΠΙ δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που προκύπτει από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

(3)(α) Σε περίπτωση που απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτονται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με το εδάφιο (2) και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(β) Σε περίπτωση που απαιτούνται πρόσθετα ίδια κεφάλαια για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ως τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου που κρίνεται ότι επαρκεί σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και των σχετικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Τρίτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(4)(α) Το ΑΠΙ συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η Κεντρική Τράπεζα βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης με ίδια κεφάλαια που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαια της κατηγορίας 1·

(ii) τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1:

Νοείται ότι, το ίδρυμα συμμορφώνεται προς την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει η Κεντρική Τράπεζα βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης με κεφάλαια της κατηγορίας 1.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει από συγκεκριμένο ΑΠΙ να πληροί την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων με υψηλότερο ποσοστό κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 ή κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, όπου χρειάζεται και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του ΑΠΙ.

(γ) Ίδια κεφάλαια, που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(β)(vi) και επιβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(ii) της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας·

(iii) της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο άρθρο 30τρις(3), όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

(δ) Ίδια κεφάλαια, που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(β)(vi) και επιβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης που δεν καλύπτεται επαρκώς από το Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που προβλέπεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(ii) της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που προβλέπεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(iii) της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται  στο άρθρο 30τρις(3), όταν η καθοδήγηση αυτή αφορά κινδύνους υπερβολικής μόχλευσης.

(5)(α) Η Κεντρική Τράπεζα αιτιολογεί δεόντως και γραπτώς προς κάθε όργανο την απόφαση της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi), παρέχοντας τουλάχιστον σαφή εικόνα για την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια (1) έως (4).

(β) Η αιτιολόγηση περιλαμβάνει, στην περίπτωση που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (v) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους η επιβολή καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια δεν θεωρείται πλέον επαρκής.

Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια

30τρις.-(1) Σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 19Α, τα ΑΠΙ καθορίζουν το εσωτερικό τους κεφάλαιο σε κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που επαρκεί, ώστε να καλύπτονται όλοι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται ένα ΑΠΙ και να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια του ΑΠΙ μπορούν να απορροφήσουν δυνητικές ζημιές που απορρέουν από σενάρια ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων όσων προσδιορίζονται σύμφωνα με τις εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26ΣΤ.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα επανεξετάζει τακτικά το επίπεδο του εσωτερικού κεφαλαίου που καθορίζεται από κάθε ΑΠΙ, σύμφωνα με το εδάφιο (1) στο πλαίσιο των ελέγχων και των αξιολογήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α) και (9Β) και 26Ζ, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26ΣΤ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει, με βάση την επανεξέταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) για κάθε ΑΠΙ το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που κρίνει κατάλληλο.

(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ανακοινώνει στα ΑΠΙ την καθοδήγησή της ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια.

(β) Τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια τα οποία αφορά η καθοδήγηση είναι τα ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με το Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, το άρθρο 30(1)(β)(vi) και τον ορισμό του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου ή σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, τα οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη του συνολικού επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που θεωρείται κατάλληλο από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με το εδάφιο (2).

(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με το εδάφιο (3), ειδικά για κάθε ΑΠΙ.

(β) Η καθοδήγηση δύναται να καλύπτει κινδύνους οι οποίοι αντιμετωπίζονται από την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 30(1)(β)(vi), μόνο στον βαθμό που καλύπτει πτυχές των κινδύνων αυτών, οι οποίες δεν καλύπτονται ήδη βάσει της εν λόγω απαίτησης.

(5)(α) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σύμφωνα με το εδάφιο (3) για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(ii) της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 30δις και επιβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση κινδύνων εκτός του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

(β) Ίδια κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της καθοδήγησης ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται βάσει του εδαφίου (3) για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την κάλυψη της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που ορίζεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της απαίτησης του άρθρου 30δις του παρόντος Νόμου που επιβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης και της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(6) Η μη κάλυψη της καθοδήγησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), όταν ένα ΑΠΙ πληροί τις σχετικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του Τρίτου, Τέταρτου και Έβδομου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του Κεφαλαίου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τη σχετική πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας ή την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν συνεπάγεται την εφαρμογή των περιορισμών του άρθρου 22Γ ή 22Γτρις του παρόντος Νόμου.

Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης

30τετράκις. Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί στις σχετικές αρχές εξυγίανσης την πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων την οποία επιβάλλει σε ΑΠΙ βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi) και κάθε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που ανακοινώνεται σε ΑΠΙ σύμφωνα με το άρθρο 30τρις(3).

Αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία

30Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 30, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και με όρους, όπως η ίδια θεωρήσει αναγκαίους, προσδιορίζοντας το ελάχιστο ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, προκειμένου ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία να διαθέτει ίδια κεφάλαια ανταποκρινόμενα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου εφαρμόζονται στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις πρόνοιες περί αύξησης μετοχικού κεφαλαίου όπως προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(2) Εντός τριών (3) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του εδαφίου (1), το ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα τα μέτρα τα οποία προτίθεται να λάβει προς συμμόρφωση με την απόφαση αυτή και καταθέτει σχετικό χρονοδιάγραμμα, το οποίο εγκρίνεται από την Κεντρική Τράπεζα.

(3)(α) Το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ συγκαλεί έκτακτη γενική συνέλευση σε χρόνο που αποφασίζεται από την Κεντρική Τράπεζα κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).

(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 127 του περί Εταιρειών Νόμου και των διατάξεων του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, το ΑΠΙ δίνει γραπτή ειδοποίηση στους μετόχους για σύγκληση της έκτακτης γενικής συνέλευσης εντός τριών (3) ημερών.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 62 του περί Εταιρειών Νόμου και των διατάξεων του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται και αντικαθίστανται, το ΑΠΙ οφείλει μέσα σε επτά (7) ημέρες από την έγκριση ψηφίσματος που εξουσιοδοτεί την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου να δώσει, σε περίπτωση τράπεζας, στον Έφορο Εταιρειών, ειδοποίηση έτσι ώστε να καταχωρηθεί η εν λόγω αύξηση∙ η επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 62 του περί Εταιρειών Νόμου δεν εφαρμόζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

(5) Σε περίπτωση που το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ δεν συγκαλέσει έκτακτη γενική συνέλευση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) ή σε περίπτωση που δεν αποσταλεί ειδοποίηση στον Έφορο Εταιρειών για να καταχωρήσει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ως η εξουσιοδότηση της έκτακτης γενικής συνέλευσης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλλει σε κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου που παρέλειψε να συμμορφωθεί πρόστιμο μέχρι εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000).

Σχέδια ανάκαμψης και αναδιοργάνωσης

30Β. [Διαγράφηκε]
Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

30Γ.-(1) Σε περίπτωση που ΑΠΙ παραβιάζει ή, λόγω, μεταξύ άλλων, μιας ταχέως επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένης επιδεινούμενης ρευστοτικής  κατάστασης, καθώς και αυξανόμενου επιπέδου μόχλευσης, μη εξυπηρετούμενων δανείων ή συγκέντρωσης ανοιγμάτων, όπως η κατάσταση αυτή αξιολογείται βάσει ενός συνόλου δεικτών, στους οποίους μπορεί να περιλαμβάνεται το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για το ΑΠΙ προσαυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, ή που ενδέχεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, ανεξάρτητα από τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (η) έως (ιδ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 30(3) και (4) του παρόντος Νόμου, να επιβάλει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

(α) Να απαιτήσει από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης ή, σύμφωνα με το άρθρο 23Α(2), να επικαιροποιήσει το σχέδιο ανάκαμψης αν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές του αρχικού σχεδίου ανάκαμψης και να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα του επικαιροποιημένου σχεδίου εντός ορισμένης προθεσμίας προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν ισχύουν πια οι συνθήκες που αναφέρονται στην εισαγωγική πρόταση του παρόντος άρθρου·

(β) να απαιτήσει από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να εξετάσει την κατάσταση, να προσδιορίσει μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν και να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης, προκειμένου να ξεπεραστούν τα εν λόγω προβλήματα, καθώς και χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του·

(γ) να απαιτήσει από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να συγκαλέσει συνέλευση ή, αν το διοικητικό όργανο δεν συμμορφωθεί με αυτήν την απαίτηση, να συγκαλέσει η Κεντρική Τράπεζα άμεσα συνέλευση των μετόχων του ΑΠΙ και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να ορίσει την ημερήσια διάταξη, καθώς και να απαιτήσει όπως ορισμένες αποφάσεις εξεταστούν για έγκριση από τους μετόχους·

(δ) να απαιτήσει να απομακρυνθεί ή να αντικατασταθεί ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού οργάνου ή ανώτατα διοικητικά στελέχη, αν τα εν λόγω πρόσωπα κριθούν ακατάλληλα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με το άρθρο 4(2Α)(α) και (β)∙

(ε) να απαιτήσει από το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να καταρτίσει σχέδιο προς διαπραγμάτευση σχετικά με την αναδιάρθρωση χρέους με μερικούς ή όλους τους πιστωτές του σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, κατά περίπτωση·

(στ) να απαιτήσει αλλαγές στην επιχειρηματική στρατηγική του ΑΠΙ·

(ζ) να απαιτήσει αλλαγές στις νομικές ή λειτουργικές δομές του ΑΠΙ·

(η) να συγκεντρώσει, μεταξύ άλλων μέσω επιτόπιων επιθεωρήσεων, και να διαβιβάσει στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου αυτή να προβεί στην επικαιροποίηση του σχεδίου εξυγίανσης και να προετοιμαστεί για ενδεχόμενη εξυγίανση του ΑΠΙ και αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων του ΑΠΙ σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 47 του Νόμου Εξυγίανσης.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρχή εξυγίανσης, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που παρατίθενται στο εδάφιο (1) σε σχέση με ΑΠΙ.

(3) Για καθένα από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα θέτει κατάλληλη προθεσμία για την υλοποίησή του, προκειμένου να είναι σε θέση να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου.

Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου

30Δ.-(1) Σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση ΑΠΙ ή υπάρχουν σοβαρές παραβάσεις νόμων ή κανονισμών ή των ιδρυτικών εγγράφων του ΑΠΙ ή σοβαρές διοικητικές παρατυπίες, και τα άλλα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 30Γ δεν επαρκούν για να ανατραπεί η εν λόγω επιδείνωση, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτήσει την απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ, είτε στο σύνολο είτε σε ατομική βάση.

(2) Ο διορισμός των νέων ανώτατων διοικητικών στελεχών και του νέου διοικητικού οργάνου πραγματοποιείται, τηρουμένων των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου ως διορθώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος Νόμου ως διορθώθηκε και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και δη της Οδηγίας περί Ικανότητας και Καταλληλότητας του 2014 και υπόκειται στην έγκριση ή συγκατάθεση, αναλόγως, της Κεντρικής Τράπεζας.

Προσωρινός διαχειριστής

30Ε.-(1)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι η αντικατάσταση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 30Δ, είναι ανεπαρκής για την επανόρθωση της κατάστασης, δύναται να διορίσει στο ΑΠΙ έναν ή περισσότερους προσωρινούς διαχειριστές.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, με βάση τις περιστάσεις, να διορίσει προσωρινό διαχειριστή είτε για να αντικαταστήσει προσωρινά το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ είτε για να συνεργαστεί προσωρινά με το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ, και καθορίζει αυτή την απόφαση κατά τη στιγμή του διορισμού.

(γ) Εάν η Κεντρική Τράπεζα διορίσει προσωρινό διαχειριστή προκειμένου να συνεργαστεί με το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ, καθορίζει περαιτέρω, κατά τη στιγμή του διορισμού, το ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή, καθώς και οποιεσδήποτε απαιτήσεις ώστε το διοικητικό όργανο του ΑΠΙ να συμβουλεύεται ή να λαμβάνει τη συναίνεση του προσωρινού διαχειριστή πριν από τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων ή την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή, εκτός στις περιπτώσεις όπου ο προσωρινός διαχειριστής δεν έχει αρμοδιότητα εκπροσώπησης του ΑΠΙ.

(ε) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι ο προσωρινός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του, και ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα  καθορίζει τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού του και πρέπει να είναι ανάλογες με τις περιστάσεις.

(β) Οι εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή δύναται να περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις εξουσίες του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ όπως αυτές προβλέπονται στο καταστατικό του ΑΠΙ και στην κείμενη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να ασκεί ορισμένα ή όλα τα διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού οργάνου του ΑΠΙ.

(3)(α) Ο ρόλος και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή διευκρινίζονται από την Κεντρική Τράπεζα  κατά τη στιγμή του διορισμού του και δύναται να περιλαμβάνουν την εξακρίβωση της οικονομικής θέσης του ΑΠΙ, τη διαχείριση των δραστηριοτήτων ή μέρους των δραστηριοτήτων του ΑΠΙ με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της οικονομικής του θέσης, καθώς και τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της υγιούς και συνετής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ΑΠΙ.

(β) H Κεντρική Τράπεζα καθορίζει οποιαδήποτε όρια στο ρόλο και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού.

(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα έχει την αποκλειστική εξουσία για το διορισμό και την απομάκρυνση του προσωρινού διαχειριστή.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απομακρύνει τον προσωρινό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τροποποιήσει τους όρους διορισμού του προσωρινού διαχειριστή ανά πάσα στιγμή, τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου.

(5)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί όπως ορισμένες ενέργειες του προσωρινού διαχειριστή υπόκεινται στην εκ των προτέρων συγκατάθεσή της.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) κατά τη στιγμή του διορισμού του προσωρινού διαχειριστή ή κατά τη στιγμή οποιασδήποτε τροποποίησης των όρων διορισμού του.

(γ) Σε κάθε περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής δύναται να συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων του ΑΠΙ και να διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη μόνο με την εκ των προτέρω συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από τον προσωρινό διαχειριστή να συντάσσει εκθέσεις με θέμα την οικονομική κατάσταση του ΑΠΙ και τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του διορισμού του, τόσο ανά χρονικά διαστήματα που ορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα όσο και κατά τη λήξη της θητείας του.

(7)(α) Ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν υπερβαίνει σε διάρκεια το ένα έτος αλλά η εν λόγω περίοδος δύναται κατ’ εξαίρεση να παραταθεί, αν εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις διορισμού του.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα έχει την ευθύνη να αποφασίσει κατά πόσον οι συνθήκες είναι κατάλληλες για την παραμονή του προσωρινού διαχειριστή.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δικαιολογεί κάθε απόφασή της για παραμονή του  προσωρινού διαχειριστή στους μετόχους.

(8) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν θίγει τα δικαιώματα των μετόχων τα οποία προβλέπονται στον περί Εταιρειών Νόμο ως διορθώθηκε ή στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, κατά περίπτωση, και από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(9) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 42Δ(3), ο προσωρινός διαχειριστής δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών του καθώς και για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

(10) Ο προσωρινός διαχειριστής που διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται σκιώδης σύμβουλος ούτε σύμβουλος εκ των πραγμάτων.

Συντονισμός των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και διορισμού προσωρινού διαχειριστή στην περίπτωση ομίλων

30ΣΤ.-(1)(α) Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 30Γ ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε όσον αφορά ΑΠΙ που είναι μητρική στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως  αρχή ενοποιημένης εποπτείας, το γνωστοποιεί στην ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας.

(β) Μετά τη γνωστοποίηση και διαβούλευση που προβλέπονται στην παράγραφο (α), η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει κατά πόσο θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 30Ε στο μητρικό ΑΠΙ, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου που βρίσκονται σε άλλα κράτη-μέλη.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, γνωστοποιεί την απόφασή της στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

(δ) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή πιστωτικού ιδρύματος που είναι θυγατρική ΑΠΙ όσον αφορά τη λήψη μέτρων ή το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στη θυγατρική, δύναται να αξιολογήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή τέτοιων απαιτήσεων ή από το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στη θυγατρική,  στον όμιλο ή σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη-μέλη και διαβιβάζει την εν λόγω αξιολόγηση στην αρμόδια αρχή της θυγατρικής εντός τριών ημερών.

(2)(α) Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 30Γ ή το διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε όσον αφορά ΑΠΙ που είναι θυγατρική στη Δημοκρατία μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του θυγατρικού ΑΠΙ ειδοποιεί την ΕΑΤ σε περίπτωση που προτίθεται να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(β)(i) Μετά την ειδοποίηση στην ΕΑΤ και τη διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του θυγατρικού ΑΠΙ αποφασίζει κατά πόσο θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 30Γ ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε.

(ii) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιαδήποτε αξιολόγηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

(iii) Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί την απόφασή της στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

(3)(α) Σε περίπτωση που τόσο η Κεντρική Τράπεζα όσο και άλλες  αρμόδιες αρχές προτίθενται να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή ή να εφαρμόσουν οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ σε περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα του ίδιου ομίλου, η Κεντρική Τράπεζα και οι λοιπές αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, εξετάζουν κατά πόσο ενδείκνυται περισσότερο -

(i) Ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες, ή

(ii) να συντονίσουν την εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ σε περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να διευκολυνθούν οι ενέργειες αποκατάστασης της οικονομικής θέσης του σχετικού πιστωτικού ιδρύματος.

(β) Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των υπόλοιπων σχετικών αρμοδίων αρχών.

(γ) H κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ή στο εδάφιο (2), αναλόγως.

(δ) Η κοινή απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να περιλαμβάνεται σε έγγραφο:

Noείται ότι, στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, παρέχει την έγγραφη κοινή απόφασή της στο μητρικό  ΑΠΙ στη Δημοκρατία.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί στην ΕΑΤ να βοηθήσει στην κατάληξη συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(5)(α) Ελλείψει κοινής αποφάσεως εντός πέντε ημερών, η Κεντρική Τράπεζα, είτε όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία ΑΠΙ που είναι θυγατρική, δύναται να λάβει η ίδια απόφαση σχετικά με το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία είναι υπεύθυνη καθώς και σχετικά με την εφαρμογή οποιωνδήποτε από τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 30Γ.

(β) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν συμφωνεί με απόφαση που γνωστοποιείται είτε από άλλη αρμόδια αρχή στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1)  είτε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2), ή ελλείψει κοινής αποφάσεως σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (3), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το εδάφιο (6).

(6) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ σε περίπτωση πρόθεσης για εφαρμογή, είτε από την ίδια είτε από άλλη αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενός ή περισσοτέρων από τα μέτρα που προβλέπονται στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο α), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε σχέση με τις παραγράφους  (4), (10), (11) και (19) του Παραρτήματος V του παρόντος Νόμου, στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ε) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ζ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7)(α) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας είναι αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο διαβούλευσης ή κατά το χρονικό διάστημα των πέντε ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (3), καθώς και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος τόσο στη Δημοκρατία όσο και στα σχετικά κράτη-μέλη.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαβιβάζει την απόφαση στα ΑΠΙ.

(8)(α) Στις περιπτώσεις που πριν από το τέλος της περιόδου διαβούλευσης που αναφέρεται στα εδάφια (1) και (2) ή κατά το τέλος του χρονικού διαστήματος των πέντε ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (3), είτε η Κεντρική Τράπεζα είτε οποιαδήποτε από τις άλλες εμπλεκόμενες σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση δύναται να λάβει η ΕΑΤ εντός τριών ημερών σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

(β) Το πενθήμερο χρονικό διάστημα θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Κεντρική Τράπεζα δεν δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της πενθήμερης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(γ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός τριών ημερών, η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει την απόφαση που λαμβάνει η ίδια σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (2) ή (5).

Συνέπειες ανάκλησης άδειας λειτουργίας

31.-(1) Όταν η άδεια λειτουργίας ΑΠΙ ανακαλείται, η Κεντρική Τράπεζα ειδοποιεί γραπτώς το ΑΠΙ για την ανάκληση και το ΑΠΙ παύει να διεξάγει εργασίες πιστωτικού ιδρύματος στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία από την ημερομηνία που ορίζεται στην ειδοποίηση.

(2) Η ανάκληση άδειας λειτουργίας δυνάμει του εδαφίου (1) δεν επηρεάζει την από οποιοδήποτε πρόσωπο διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος ή απαίτησης εναντίον του ΑΠΙ ή τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος ή απαίτησης του ΑΠΙ εναντίον οποιουδήποτε προσώπου.

Ευθύνη Κεντρικής Τράπεζας

32.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι σύμβουλος ή λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει οποιωνδήποτε κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

(2) Η προστασία που προνοείται στο εδάφιο (1) επεκτείνεται κατά τον ίδιο τρόπο στη Διαχειριστική Επιτροπή και στα δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 41 διοριζόμενα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής του Κεντρικού Αρχείου Πληροφοριών αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων τους.

Καταμερισμός εποπτικών και καθηκόντων που αφορούν εξυγίανση

32Α.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντά της είναι διακριτά και ανεξάρτητα από τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση όπως αυτά προβλέπονται στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΤ, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.

(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ και των λειτουργιών της Αρχής Εξυγίανσης όπως προβλέπονται στον Νόμο Εξυγίανσης, με την επιφύλαξη της ανταλλαγής πληροφοριών και των υποχρεώσεων συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο (β). Ειδικότερα, η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι υπάρχει λειτουργική ανεξαρτησία μεταξύ της λειτουργίας εξυγίανσης και  των λειτουργιών εποπτείας.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα και τα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα εποπτείας εξ ονόματός της συνεργάζονται στενά με την αρχή εξυγίανσης κατά την προετοιμασία, τον προγραμματισμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης.

(γ) Κατά τη λήψη αποφάσεων που αφορούν την ανάκαμψη των ΑΠΙ, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης τόσο στη Δημοκρατία όσο και σε όλα τα κράτη-μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ΑΠΙ και ελαχιστοποιεί τις αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στη Δημοκρατία και στα κράτη-μέλη.

Απαιτήσεις γνωστοποίησης αφερεγγυότητας

32Β.-(1) Το διοικητικό όργανο ΑΠΙ ενημερώνει γραπτώς την Κεντρική Τράπεζα όταν κρίνει ότι το ΑΠΙ τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 32Γ(2).

(2) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τις σχετικές αρχές εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε γνωστοποίηση λαμβάνει σύμφωνα με το εδάφιο (1), και σχετικά με κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή με κάθε ενέργεια την οποία απαιτεί να λάβει το ΑΠΙ δυνάμει του άρθρου 30(1).

(3) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώσει ότι το ΑΠΙ εμπίπτει σε περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Γ(2), κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τη διαπίστωση αυτή στις ακόλουθες αρχές:

(α) Στην αρχή εξυγίανσης·

(β) στην αρμόδια αρχή κάθε υποκαταστήματος του ΑΠΙ·

(γ) στην αρχή εξυγίανσης κάθε υποκαταστήματος του ΑΠΙ·

(δ) στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων που συστάθηκε σύμφωνα με τον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο, όπου είναι απαραίτητο, ώστε το σύστημα εγγύησης καταθέσεων να επιτελέσει τα καθήκοντά του·

(ε) στο φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, όπου είναι απαραίτητο, ώστε να επιτελέσει τις λειτουργίες των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης·

(στ) όπου εφαρμόζεται, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

(ζ) στο αρμόδιο υπουργείο·

(η) εάν το ΑΠΙ υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον Τίτλο VII, Κεφάλαιο 3, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας· και

(θ) στο ΕΣΣΚ.

 

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

32Γ.-(1) Κατά την εξακρίβωση από την αρχή εξυγίανσης της ύπαρξης προϋποθέσεων εξυγίανσης βάσει του άρθρου 42 του Νόμου Εξυγίανσης, η Κεντρική Τράπεζα έχει την ευθύνη να προβεί στη διαπίστωση, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, ότι ένα ΑΠΙ τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ΑΠΙ θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν το ΑΠΙ παραβιάζει ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που στηρίζουν το συμπέρασμα ότι πρόκειται στο εγγύς μέλλον να παραβιάσει απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η διατήρηση της άδειας λειτουργίας του, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, μεταξύ άλλων διότι το ΑΠΙ έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλο ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του·

(β) όταν τα περιουσιακά στοιχεία του ΑΠΙ υπολείπονται, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που στηρίζουν το συμπέρασμα ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ΑΠΙ πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να υπολείπονται, των υποχρεώσεών του·

(γ) όταν το ΑΠΙ δεν είναι σε θέση ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που στηρίζουν το συμπέρασμα ότι το ΑΠΙ δεν θα είναι σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να αποπληρώσει τα χρέη του ή να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

(δ) όταν απαιτείται έκτακτη δημόσια οικονομική στήριξη εκτός εάν, προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία και να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα  στη Δημοκρατία, η έκτακτη δημόσια οικονομική στήριξη πάρει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:

(i) κρατική εγγύηση για την κάλυψη διευκολύνσεων ρευστότητας που παρέχονται από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τους όρους της Κεντρικής Τράπεζας,

(ii) κρατική εγγύηση για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, ή

(iii) ένεση ιδίων κεφαλαίων ή αγορά κεφαλαιακών μέσων σε τιμές και με όρους που δεν παρέχουν πλεονέκτημα υπέρ του ΑΠΙ, εφόσον δεν υφίστανται ούτε οι περιστάσεις που παρατίθενται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του παρόντος εδαφίου ούτε οι περιστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32Δ(1) κατά τη στιγμή της χορήγησης της κρατικής στήριξης.

(3)(α) Σε καθεμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2), η εγγύηση ή άλλα ισοδύναμα μέτρα που αναφέρονται περιορίζονται σε φερέγγυα ΑΠΙ και τελούν υπό την προϋπόθεση τελικής έγκρισης δυνάμει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων της Ευρωπαïκής Ένωσης.

(β) Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) έχουν προληπτικό και προσωρινό χαρακτήρα, είναι αναλογικά ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής και δεν χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν ζημίες που ήδη έχει υποστεί το ΑΠΙ ή που είναι πιθανό να υποστεί στο εγγύς μέλλον.

(γ) Τα μέτρα στήριξης που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) περιορίζονται σε ενέσεις που είναι απαραίτητες για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη κεφαλαίων που έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στο επίπεδο της Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ενιαίου μηχανισμού εποπτείας, ή στο πλαίσιο ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου ελέγχου που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την ΕΑΤ ή την Κεντρική Τράπεζα, κατά περίπτωση, με επιβεβαίωση από την Κεντρική Τράπεζα.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να προβεί στη διαπίστωση, ενημερώνοντας την αρχή εξυγίανσης προς τούτο, ότι κανένα εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας, και καμία αναλαμβανόμενη εποπτική δράση έναντι του ΑΠΙ, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 30(1) του Νόμου Εξυγίανσης, δεν θα απέτρεπε την αφερεγγυότητα του ΑΠΙ εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους.

Απομείωση ή μετατροπή σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

32Δ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου αυτή να προβεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του Νόμου Εξυγίανσης, σε απομείωση ή μετατροπή σχετικών κεφαλαιακών μέσων και αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμων υποχρεώσεων, που αφορούν ΑΠΙ ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) του παρόντος Νόμου, όταν -

(α) Διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που παρατίθενται στο άρθρο 32Γ του παρόντος Νόμου και στα άρθρα 42, 42Α ή 43 του Νόμου Εξυγίανσης·

(β) διαπιστώσει ότι, αν η αρχή εξυγίανσης δεν προβεί σε απομείωση ή μετατροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του Νόμου Εξυγίανσης, όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα, το ΑΠΙ θα παύσει να είναι βιώσιμο και τις αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ΑΠΙ ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) του παρόντος Νόμου θα παύσει να είναι βιώσιμο ή βιώσιμη·

(γ) σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από θυγατρική τα οποία αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη Δημοκρατία είτε ως αρμόδια αρχή θυγατρικού ΑΠΙ, από κοινού με την ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής ή την αρχή ενοποιημένης εποπτείας αντίστοιχα διαπιστώνουν, με τη μορφή κοινής απόφασης σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφοι 3 και 4, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

(δ) ενεργώντας ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη Δημοκρατία, σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από ΑΠΙ που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση και που αναγνωρίζονται για σκοπούς κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο του μητρικού ΑΠΙ ή σε ενοποιημένη βάση, διαπιστώνει ότι, αν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

(ε) απαιτείται έκτακτη δημόσια οικονομική στήριξη για το ΑΠΙ εκτός από οποιεσδήποτε από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32Γ(2)(δ)(iii).

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ένα ΑΠΙ, μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) ή ένας όμιλος θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμα μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Το ΑΠΙ, η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) ή ο όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας·

(β) λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου και άλλων σχετικών συνθηκών, δεν υπάρχει εύλογη προοπτική ότι οποιαδήποτε δράση, περιλαμβανομένων των εναλλακτικών μέτρων του ιδιωτικού τομέα ή της εποπτικής δράσης (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης), πλην της απομείωσης ή της μετατροπής κεφαλαιακών μέσων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμων υποχρεώσεων, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, δύναται να αποτρέψει την αφερεγγυότητα του ΑΠΙ, της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) ή του ομίλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), ένα ΑΠΙ θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις περιστάσεις που παρατίθενται στο άρθρο 32Γ(2).

(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν παραβιάζει, ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια που στηρίζουν τη διαπίστωση ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, μεταξύ άλλων, αλλά άνευ περιορισμού, διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.

(5) Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.

(6) Όταν η Κεντρική Τράπεζα καταλήγει στη διαπίστωση ότι ένας όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, την γνωστοποιεί αμέσως στην αρμόδια αρχή εξυγίανσης.

(7) Πριν καταλήξει στη διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1), όσον αφορά θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται για τους σκοπούς κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει  τις απαιτήσεις γνωστοποίησης και διαβούλευσης που προβλέπονται στο άρθρο 32ΣΤ.

Η Κεντρική Τράπεζα αρμόδια αρχή για την διαπίστωση προϋποθέσεων εξυγίανσης

32Ε.-(1) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση σύμφωνα με το Άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή για να προβαίνει σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ.

(1Α) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή οι αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμες υποχρεώσεις αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε(1) του Νόμου Εξυγίανσης, όσον αφορά ΑΠΙ ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii), που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με τον τίτλο ΙΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή για να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ.

(2) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική και αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση, η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32Δ(1) ως ακολούθως:

(α) Σε περίπτωση που η θυγατρική είναι ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα είναι αρμόδια αρχή να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(γ)∙

(β) στην περίπτωση που η θυγατρική είναι θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα ενός ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους-μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η θυγατρική που εξέδωσε τα εν λόγω κεφαλαιακά μέσα, σύμφωνα με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, προβαίνουν σε κοινή διαπίστωση που λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως αναφέρεται στο Άρθρο 59, παράγραφος 3, στοιχείο γ), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Ενοποιημένη εφαρμογή και διαδικασία διαπίστωσης

32ΣΤ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα προτού προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(β), (γ), (δ) ή (ε) του παρόντος Νόμου όσον αφορά κεφαλαιακά μέσα ή αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμες υποχρεώσεις, για τους σκοπούς εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε του Νόμου Εξυγίανσης σε ατομική βάση ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία μέσα αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή σε ενοποιημένη βάση, τα οποία εκδόθηκαν από θυγατρική, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή εξυγίανσης, αποστέλλει γνωστοποίηση εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης-

(α) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας∙

(β) στις αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν άμεσα ή έμμεσα υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Ε(3) του Νόμου Εξυγίανσης,  από την οντότητα που υπόκειται στο άρθρο 25Ε(1) και 25Ε(2) του Νόμου Εξυγίανσης∙

(1Α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν εξετάζει εάν θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(γ), αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε ΑΠΙ ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii), που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθούν οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, εάν γίνει αυτή η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις ενδεδειγμένες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(β), (γ), (δ) ή (ε) όσον αφορά ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή όμιλο με διασυνοριακή δραστηριότητα, λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη-μέλη στα οποία το ΑΠΙ ή ο όμιλος λειτουργεί.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα συνοδεύει την γνωστοποίηση που διενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) με επεξήγηση των λόγων για τους οποίους εξετάζει κατά πόσο θα προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.

(4) Όταν έχει πραγματοποιηθεί η γνωστοποίηση με βάση το εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες έγινε η γνωστοποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1), αξιολογεί τα ακόλουθα ζητήματα:

(α) Εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 32Δ(1)·

(β) εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·

(γ) εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε επαρκές χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη η διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1).

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4), ως εναλλακτικά μέτρα νοούνται τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 30Γ, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 30(1) ή η μεταβίβαση πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.

(6) Εάν, βάσει του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η γνωστοποίηση, κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εν λόγω εδαφίου, διασφαλίζει ότι τα μέτρα αυτά θα εφαρμοστούν.

(7) Όπου, στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η γνωστοποίηση, κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει κατά πόσο η υπό εξέταση διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1), είναι κατάλληλη.

(8) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 32Δ(1)(γ), αποστέλλει αμελλητί γνωστοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στο άρθρο 94(3) και (4) του Νόμου Εξυγίανσης. Ελλείψει κοινής απόφασης, δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει του άρθρου 32Δ(1)(Γ).

Αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων

32Ζ.-(1) Τα ΑΠΙ οφείλουν να  διατηρούν λεπτομερή αρχεία των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων.

(2) Κατόπιν αιτήματος της Κεντρικής Τράπεζας, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση της Κεντρικής Τράπεζας προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις και εντολές της, σύμφωνα με το Άρθρο 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ΑΠΙ

32Η. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει μέρος στη διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης όσον αφορά την αξιολόγηση για τον βαθμό στον οποίο ΑΠΙ που δεν αποτελεί μέρος ομίλου είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο άρθρο 18 του Νόμου Εξυγίανσης και που αφορούν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, επείγουσα ή άλλης μορφής στήριξη ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων

32Θ. Η Κεντρική Τράπεζα, είτε ενεργώντας ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως  αρμόδια αρχή θυγατρικών ΑΠΙ, δύναται να παρέχει τη γνώμη της στη διαβούλευση που διενεργείται από τις αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά την αξιολόγηση για τον βαθμό στον οποίο ΑΠΙ είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο άρθρο 19 του Νόμου Εξυγίανσης και που αφορούν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, επείγουσα ή άλλης μορφής στήριξη ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Διαβούλευση για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

32Ι. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 94(I)/2021
Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

32ΙΑ. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 94(I)/2021
Γενικές αρχές σχετικά με τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη Δημοκρατία και άλλα κράτη-μέλη

32ΙΒ. Κατά τη λήψη αποφάσεων ή την ανάληψη δράσης δυνάμει της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει  υπόψη τις ακόλουθες γενικές αρχές:

(α) Την επιτακτική ανάγκη για την αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων·

(β) ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται και δράση αναλαμβάνεται εγκαίρως και με τη διαδικασία επείγουσας ανάγκης, όποτε αυτό απαιτείται·

(γ) η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με τις αρχές εξυγίανσης και τις λοιπές αρμόδιες αρχές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

(δ) οι λειτουργίες και οι ευθύνες της Κεντρικής Τράπεζας καθορίζονται με σαφήνεια·

(ε) λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των κρατών-μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι μητρικές επιχειρήσεις των ΑΠΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους δημοσιονομικούς πόρους, στο ταμείο εξυγίανσης, στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή στο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών των εν λόγω κρατών-μελών·

(στ) λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους-μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο πιστωτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική του ΑΠΙ και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους δημοσιονομικούς πόρους, στο ταμείο εξυγίανσης, στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή στο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αυτού του κράτους-μέλους·

(ζ) λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους-μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα του ΑΠΙ και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυτού του κράτους-μέλους·

(η) λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι στόχοι της εξισορρόπησης των συμφερόντων των διάφορων εμπλεκόμενων κρατών-μελών και της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων κρατών-μελών, μεταξύ άλλων αποφεύγοντας την άνιση κατανομή βάρους μεταξύ κρατών-μελών·

(θ) κάθε υποχρέωση, δυνάμει της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, για διαβούλευση με αρχή, προτού ληφθεί απόφαση ή αναληφθεί δράση, συνεπάγεται τουλάχιστον υποχρέωση διαβούλευσης με αυτήν την αρχή για όσα στοιχεία της προτεινόμενης απόφασης ή δράσης έχουν ή ενδέχεται να έχουν-

(i) επίπτωση στη μητρική επιχείρηση του ΑΠΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη θυγατρική ή το υποκατάστημα του ΑΠΙ, κατά περίπτωση, και

(ii) επίπτωση στη σταθερότητα του κράτους-μέλους όπου έχει εγκατασταθεί ή βρίσκεται η μητρική επιχείρηση του ΑΠΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η θυγατρική ή το υποκατάστημα του ΑΠΙ·

(ι) απαίτηση διαφάνειας οποτεδήποτε προτεινόμενη απόφαση ή δράση ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους δημοσιονομικούς πόρους, στο ταμείο εξυγίανσης, στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή στο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών σχετικού κράτους-μέλους· και

(ια) αναγνώριση ότι με το συντονισμό και τη συνεργασία είναι πιθανότερο να επιτευχθεί αποτέλεσμα που μειώνει το συνολικό κόστος της εξυγίανσης.

Συμμόρφωση με τεχνικά πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

32ΙΓ. Τα ΑΠΙ και οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii) συμμορφώνονται με τα σχετικά με τα εν λόγω ΑΠΙ και, κατά περίπτωση, τα σχετικά με τις εν λόγω οντότητες εκτελεστικά ή ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία θεσπίζονται ως προβλέπει η Οδηγία 2014/59/ΕΕ ή η Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

Περιορισμός δικαστικών διαδικασιών

32ΙΔ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 87 του Νόμου Εξυγίανσης, δεν κινούνται οι κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας έναντι ΑΠΙ υπό εξυγίανση ή έναντι ΑΠΙ για το οποίο έχει διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση παρά μόνο με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης και  απόφαση για να τεθεί ΑΠΙ στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας λαμβάνεται μόνο με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) -

(α) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει αμελλητί γνωστοποίηση οιασδήποτε αίτησης για έναρξη των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας έναντι ΑΠΙ ανεξαρτήτως εάν το ΑΠΙ βρίσκεται υπό εξυγίανση ή έχει δημοσιοποιηθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 84(3) και (4) του Νόμου Εξυγίανσης·

(β) δεν εκδίδεται απόφαση επί της αίτησης, εκτός αν έχουν γίνει οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και ισχύει μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

(i) η αρχή εξυγίανσης έχει γνωστοποιήσει στην Κεντρική Τράπεζα  ως την αρμόδια αρχή για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ότι δεν προτίθεται να αναλάβει καμία δράση εξυγίανσης έναντι του ΑΠΙ, ή

(ii) έχει παρέλθει περίοδος επτά ημερών, αρχομένη από την ημερομηνία κατά την οποία έγιναν οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α).