ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και Δικονομία του 1964 μέχρι 1995.

Ερμηνεία

2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη αντίθετος έννοια-

“Ανώτατον Δικαστήριον” σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου καθιδρυθέν Ανώτατον Δικαστήριον·

“Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον” σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 10 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου καθιδρυθέν Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον·

“αξιωματικός” περιλαμβάνει και ανθυπασπιστήν·

“δικαστήριον” σημαίνει το διά του παρόντος Νόμου ιδρυόμενον στρατιωτικόν δικαστήριον·

“Διοικητής” σημαίνει τον Αρχηγόν του Στρατού ή τον Διοικητήν της Εθνικής Φρουράς ή τον Διοικητήν οιασδήποτε άλλης στρατιωτικής δυνάμεως ιδρυομένης διά νόμου, ως θα ήτο η περίπτωσις·

“εχθρός” περιλαμβάνει άπαντα τα πρόσωπα άτινα είναι εμπεπλεγμένα εις ενόπλους επιχειρήσεις εναντίον οιασδήποτε των ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας, περιλαμβάνει δε ωσαύτως τους ενόπλους στασιαστάς, ενόπλους επαναστάτας και πειρατάς·

“οπλίτης” περιλαμβάνει και υπαξιωματικό, εκτός από  ανθυπασπιστή·

“πρόεδρος” σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 104Α διοριζόμενον Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου και περιλαμβάνει τον Αναπληρωτήν Πρόεδρον αυτού·

“στρατιωτικόν αδίκημα” σημαίνει αδίκημα τιμωρούμενον υπό του παρόντος Νόμου, διαπραχθέν υπό στρατιωτικού·

“στρατιωτικός” σημαίνει κάθε πρόσωπο που υπηρετεί στο στρατό και "στρατιωτική υπηρεσία" ερμηνεύεται ανάλογα·

“στρατός” περιλαμβάνει τον στρατόν της Δημοκρατίας, την Εθνικήν Φρουράν και πάσαν άλλην στρατιωτικήν δύναμιν διά νόμου ιδρυομένην·

“σώμα” σημαίνει παν εις τον στρατόν ανήκον σώμα, απόσπασμα ή υπηρεσίαν.

(2) Όροι που χρησιμοποιούνται στον παρόντα Νόμο και δεν ορίζονται διαφορετικά έχουν, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από τους περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμους του 1990 μέχρι 2006 και τον περί Εθνικής Φρουράς Νόμο του 2011, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

Ισχύς ωρισμένων διατάξεων του Ποινικού Κώδικος

3. Αι διατάξεις του Ποινικού Κώδικος αι αφορώσαι εις την ποινικήν ευθύνην και εις την συμμετοχήν εν τη διαπράξει του αδικήματος αι περιλαμβανόμεναι εις τα άρθρα 7 έως 25 του Ποινικού Κώδικος εφαρμόζονται και επί στρατιωτικών αδικημάτων εφ’ όσον δεν προβλέπονται υπό του παρόντος Νόμου ειδικαί εξαιρέσεις.

Τοπικά όρια της ισχύος του παρόντος Νόμου

4. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται επί στρατιωτικών αδικημάτων οπουδήποτε τελεσθέντων είτε εντός είτε εκτός των ορίων της Δημοκρατίας.

Ευθύνη στρατιωτικών επί κοινών αδικημάτων

5. Ο στρατιωτικός, ο οποίος διαπράττει αδίκημα κατά τις διατάξεις του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, θεωρείται ένοχος στρατιωτικού αδικήματος κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τιμωρείται όμως με την ποινή που προνοείται στον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο  ή τον εν λόγω άλλο νόμο, αντίστοιχα, εάν το αδίκημα που διαπράττει–

(α) έχει διαπραχθεί σε οποιονδήποτε στρατιωτικό χώρο, ή έχει διαπραχθεί κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων του σε οποιονδήποτε άλλο χώρο· ή

(β) αφορά οπλισμό, πυρομαχικά ή άλλο πολεμικό υλικό του στρατού, στρατιωτικό υλικό τηλεπικοινωνίας ή κατασκευής ή επισκευής αυτού, μηχανοκίνητα οχήματα ή μηχανήματα του στρατού ή οποιαδήποτε άλλη στρατιωτική περιουσία, οπουδήποτε και εάν τούτο έχει διαπραχθεί· ή

(γ) αφορά παραβάσεις των διατάξεων τροχαίας κινήσεως, οι οποίες διαπράχθηκαν ενώ οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα του στρατού κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΟΙΝΑΙ
Είδη ποινών

6.-(1) Αι ακόλουθοι ποιναί δύνανται να επιβληθώσιν υπό στρατιωτικών δικαστηρίων:

(α) ισόβια φυλάκιση·

(β) φυλάκισις·

(γ) καθαίρεσις·

(δ) έκπτωσις·

(ε) χρηματική ποινή.

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) στρατιωτικά δικαστήρια δύνανται-

(α) να επιβάλωσι διά την τιμωρίαν αδικήματος προβλεπομένου υπό του Ποινικού Κώδικος ή οιουδήποτε άλλου νόμου την υπό του Ποινικού Κώδικος ή του άλλου νόμου προβλεπομένην ποινήν διά το αδίκημα·

(β) να διατάξωσιν, επιπροσθέτως ή εν υποκαταστάσει οιασδήποτε άλλης ποινής, οιονδήποτε πρόσωπον καταδικασθέν υπ’ αυτών διά στρατιωτικόν αδίκημα συνεπαγόμενον απώλειαν, καταστροφήν, βλάβην ή ζημίαν ιδιοκτησίας ανηκούσης εις την Δημοκρατίαν ή τελούσης υπό τον έλεγχον αυτής, όπως καταβάλη εις την Δημοκρατίαν αποζημίωσιν μη υπερβαίνουσαν τας οκτακοσίας λίρας.

Ποινή θανάτου

7. [Διαγράφηκε]
Φυλάκισις

8. Η παρ’ οιουδήποτε δικαστηρίου επιβαλλομένη ποινή φυλακίσεως συνεπιφέρει και καθαίρεσιν εφ’ όσον υπερβαίνει τα πέντε έτη.

Καθαίρεσις

9.-(1) Η καθαίρεσις συνεπιφέρει την στέρησιν του βαθμού και του δικαιώματος του φέρειν οιονδήποτε παράσημον, ως και την παντελή ανικανότητα του υπηρετείν εν τω στρατώ υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα.

(2) Η καθαίρεσις επέρχεται ευθύς ως η καταδικαστική απόφασις καταστή αμετάκλητος. Ουδένα εξωτερικόν τύπον περιβαλλομένη καταχωρίζεται απλώς εις την ημερησίαν διαταγήν του σώματος.

Έκπτωσις

10.-(1) Η έκπτωσις συνεπιφέρει την στέρησιν του βαθμού και του δικαιώματος του φέρειν οιονδήποτε παράσημον. Αύτη θεωρείται ως επελθούσα, άμα ως καταστή αμετάκλητος η καταγνούσα αυτήν απόφασις.

(2) Ανεξαρτήτως των απειλουσών έκπτωσιν ειδικών διατάξεων, συνεπάγεται την έκπτωσιν πάσα παρ’ οιουδήποτε δικαστηρίου κατ’ αξιωματικού καταδίκη-

(α) εις αποστέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων, καθολικήν ή μερικήν~

(β) εις φυλάκισιν επί τινι των εγκλημάτων κλοπής, υπεξαιρέσεως, δόλου, ψευδών παραστάσεων, πλαστογραφίας, ψευδορκίας, ψευδούς καταμηνύσεως, συκοφαντικής δυσφημήσεως και δωροδοκίας.

(3) Οσάκις συντρέχουν ελαφρυντικαί περιστάσεις, το στρατιωτικόν δικαστήριον δύναται να μην επιβάλη την ποινήν της εκπτώσεως και εις ας περιπτώσεις αύτη απειλείται υποχρεωτικώς υπό του παρόντος Νόμου. Όπου δε απειλείται εν τω παρόντι Νόμω μόνον η ποινή της εκπτώσεως, το δικαστήριον δύναται, αντί ταύτης, να επιβάλη φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

Χρηματική ποινή

10Α. Αν κάποιο ποινικό αδίκημα τιμωρείται με την ποινή της φυλάκισης διά βίου, ή οποιουδήποτε άλλου χρόνου, το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση δύναται να επιβάλει ποινή φυλάκισης λιγότερου χρόνου ή, αντί τέτοιας ποινής, χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες:

Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν τυγχάνουν εφαρμογής για τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27 και 28 του παρόντος Νόμου.

Αναστολή της εκτελέσεως της ποινής

11.-(1) Εάν στρατιωτικός, μη καταδικασθείς μέχρι τούδε ένεκα κακουργήματος ή πλημμελήματος εις ποινήν στερητικήν της ελευθερίας, καταδικασθή εις τοιαύτην μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, το δικαστήριον δύναται, εάν αι περιστάσεις δικαιολογώσι τούτο, να διατάξη ίνα η εκτέλεσις της καταγνωσθείσης ποινής ανασταλή εφ’ ωρισμένον χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τα τρία έτη υφ’ ους όρους ήθελε καθορίσει.

(2) Αναστολή της εκτελέσεως ποινής, επιβληθείσης επί τινι των εν άρθρω 10(2)(β) αδικημάτων εις αξιωματικόν, δεν αναστέλλει και την στέρησιν του βαθμού του.

(3) Αναστολή εκτελέσεως της ποινής διαταχθείσα υπό δικαστηρίου, χωρίς να συντρέχη νόμιμος περίπτωσις, ακυρούται υπό του αυτού ή ετέρου δικαστηρίου αιτήσει του στρατιωτικού εισαγγελέως ή υπό του κατ’ έφεσιν δικάζοντος δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως ή αιτήσει του στρατιωτικού εισαγγελέως εφ’ όσον δεν παρήλθεν ο χρόνος ταύτης.

(4) Αν κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινής της φυλάκισης στρατιωτικός καταδικαστεί και πάλι για οποιοδήποτε αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση και που διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος αναστολής, τότε, εκτός αν στο μεταξύ η ποινή έχει εκτελεστεί, το Στρατιωτικό Δικαστήριο δύναται να λάβει ένα από τα πιο κάτω μέτρα:

(α) να διατάξει την εκτέλεση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης για την περίοδο για την οποία επιβλήθηκε.

(β) να διατάξει την εκτέλεση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης για περίοδο μικρότερη από εκείνη για την οποία επιβλήθηκε.

(γ) να μη λάβει οποιοδήποτε μέτρο σε σχέση με την ανασταλείσα ποινή φυλάκισης.

(5) Όταν το Στρατιωτικό Δικαστήριο διατάξει την εκτέλεση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης, με ή χωρίς τροποποίηση του αρχικού της διαστήματος, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η εκτέλεσή της αρχίσει αμέσως ή όπως η περίοδος φυλάκισης αρχίσει μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο.

Εκτέλεσις κατά στρατιωτικών

12. Αι κατά των στρατιωτικών ποιναί, υφ’ οιουδήποτε δικαστηρίου επιβαλλόμεναι, εκτελούνται κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου διά της στρατιωτικής αρχής.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ
Προδοσία της χώρας

13. Ο στρατιωτικός, όστις εν καιρώ πολέμου ή ενόπλου στάσεως ή καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης-

(α) φέρει όπλα κατά της Δημοκρατίας·

(β) αναλαμβάνει εκουσίως οιανδήποτε στρατιωτικήν υπηρεσίαν παρά τω εχθρώ·

(γ) παραδίδει εις τον εχθρόν ή εις άλλον προς το συμφέρον του εχθρού είτε το υπ’ αυτού διοικούμενον σώμα, είτε το εις αυτόν εμπιστευθέν οχυρόν ή άλλην στρατιωτικήν θέσιν ή πόλιν, είτε όπλα ή πολεμικά μέσα οιαδήποτε ή πολεμοφόδια ή προμηθείας του στρατού εις τρόφιμα και υλικά παντός είδους ή χρήματα·

(δ) συνεννοείται μετά του εχθρού επί σκοπώ να βοηθήση τας επιχειρήσεις αυτού·

(ε) ενεργεί εν γνώσει κατά τρόπον δυνάμενον να ωφελήση τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις του εχθρού ή να βλάψη τας επιχειρήσεις του στρατού·

(στ) προκαλεί ή μετέχει εις συνεννόησιν σκοπούσαν να αναγκάση τον φρούραρχον πολιορκουμένης θέσεως, ίνα παραδοθή ή συνθηκολογήση·

(ζ) προκαλεί εις φυγήν τον στρατόν ενώπιον του εχθρού ή παρακωλύει την ανασύνταξιν αυτού ή προσπαθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπον να εμβάλη φόβον εις αυτόν·

(η) επιχειρεί τι δυνάμενον να θέση εν κινδύνω την ζωήν, την σωματικήν ακεραιότητα ή την προσωπικήν ελευθερίαν του Διοικητού,

είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.

Παράδοσις εμπιστευθείσης θέσεως

14. Στρατιωτικός διοικητής ή φρούραρχος, όστις εσυνθηκολόγησε με τον εχθρόν και παρέδωσε την εις αυτόν εμπιστευθείσαν θέσιν χωρίς να εξαντλήση όλα τα προς άμυναν δυνατά μέσα και χωρίς να εκπληρώση τας εις αυτόν επιβαλλομένας υπό του στρατιωτικού καθήκοντος και της τιμής υποχρεώσεις, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.

Συνθηκολόγησις εν ανοικτώ τόπω

15. Διοικητής ενόπλου στρατιωτικού τμήματος, όστις εις ανοικτόν τόπον συνθηκολογήσει, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) με ισόβια φυλάκιση, εάν ως εκ της συνθηκολογήσεως καταθέση τα όπλα το στράτευμα του, ή εάν, πριν ή διαπραγματευθή προφορικώς ή εγγράφως, δεν εξεπλήρωσε τας εις αυτόν επιβαλλομένας υπό του στρατιωτικού καθήκοντος και της τιμής υποχρεώσεις·

(β) με έκπτωσιν εις πάσαν περίπτωσιν, καθ’ ην αποδειχθή οιαδήποτε ετέρα παράλειψις εκ μέρους του, είτε προ της συνθηκολογήσεως, είτε κατ’ αυτήν.

Εύνοια των βλέψεων του εχθρού

16. Στρατιωτικός, όστις εν εδάφει της Δημοκρατίας, ευρεθησομένω εν καιρώ πολέμου υπό εχθρικήν επιδρομήν ή κατάληψιν, ευνοεί τας επί του εδάφους τούτου πολιτικάς βλέψεις του εχθρού ή εν γνώσει ενεργεί κατά τρόπον δυνάμενον να μειώση την πίστιν των πολιτών της Δημοκρατίας, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη.

Απιστία αιχμαλώτου, πολίτου της Δημοκρατίας

17. Στρατιωτικός αιχμάλωτος, πολίτης της Δημοκρατίας, όστις επιτυγχάνει την απελευθέρωσιν του επί τω διδομένω λόγω τιμής ότι δεν θέλει μετάσχει του λοιπού των εχθροπραξιών, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

Βλάβη συγκοινωνιών, κ.λ.π.

18.-(1) Στρατιωτικός, όστις εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως, καταστρέφει, βλάπτει ή αχρηστεύει-

(α) οδούς, σιδηροδρομικάς, τηλεγραφικάς ή τηλεφωνικάς συγκοινωνίας, εγκαταστάσεις, υλικά κατασκευής ή επισκευής αυτών, ή υπό του στρατού χρησιμοποιούμενα μεταφορικά μέσα οιαδήποτε~

(β) κτίρια, έργα, αποθήκας, εργοστάσια ή τεχνικάς εγκαταστάσεις, ανήκοντα εις τον στρατόν ή χρησιμοποιούμενα υπ’ αυτού ή προωρισμένα προς χρήσιν αυτού~

(γ) όπλα, πυρομαχικά ή έτερα πολεμικά υλικά, μηχανήματα ή συσκευασίας, προμηθείας του στρατού εις υλικόν στρατοπεδεύσεως ή εξαρτύσεως ή ιματισμού ή εις τρόφιμα,

είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ
Αθέμιτος συλλογή πληροφοριών

19. Στρατιωτικός, όστις εκ προθέσεως και παρανόμως επιτυγχάνει να περιέλθωσιν εις την κατοχήν ή την γνώσιν του έγγραφα ή έτερα πράγματα ή πληροφορίαι εκ των εν άρθρω 70, εδαφίω (6) αναφερομένων, είναι ένοχος κακουργήματος εάν έπραξε τούτο χάριν ξένου κράτους και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση και εν πάση άλλη περιπτώσει είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

Είσοδος κρύφα εις απηγορευμένους τόπους

20. Στρατιωτικός, όστις εισέρχεται κρύφα εις οχυρόν ή στρατιωτικήν θέσιν, ή έτερον κατάστημα στρατιωτικόν, εις ζώνην στρατιωτικών έργων ή συγκεντρώσεως ή δράσεως ή σταθμεύσεως στρατιωτικών δυνάμεων, ή βιομηχανικόν εργοστάσιον χρησιμοποιούμενον διά τας ανάγκας του στρατού, εάν έπραξε τούτο χάριν ξένου κράτους είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη εν πάση δε άλλη περιπτώσει τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

Είσοδος κρύφα εχθρού εις απηγορευμένους τόπους

21. Πας ανήκων εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν του εχθρού, όστις-

(α) συλλαμβάνεται εντός των ορίων της Δημοκρατίας ή υπό του στρατού κατεχομένης περιφερείας μη φέρων την εθνικήν στρατιωτικήν αυτού στολήν, ή

(β) κρύφα εισέρχεται εις τινα των εν τω άρθρω 20 τόπων,

είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.

Παράνομοι απεικονίσεις και παρακολουθήσεις

22. Στρατιωτικός, όστις άνευ αδείας της αρμοδίας στρατιωτικής αρχής εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως-

(α) καταρτίζει εικόνας ή σχέδια οδικών συγκοινωνιών ή τινος των εν άρθρω 20 αναφερομένων τόπων ή των πέριξ αυτού εντός της ακτίνος της καθωρισμένης υπό της αρμοδίας στρατιωτικής αρχής ή εισέρχεται, άνευ δεδικαιολογημένης αιτίας, εις τινα των τόπων τούτων ή και εις οιονδήποτε η εις τον οποίον είσοδος είναι απηγορευμένη~

(β) παρακολουθεί τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις ή ασκήσεις ή ευρέθη άνευ δεδικαιολογημένης αιτίας, εγγύς στρατιωτικών θέσεων, στρατοπεδεύσεων, ή οχυρωμένων γραμμών ή κατελήφθη εν τοις ειρημένοις τόποις φέρων οιουδήποτε είδους φωτογραφικήν μηχανήν,

είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη, εάν δε αι άνω πράξεις διαπράττωνται ουχί εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη.

Παράνομοι επικοινωνίαι

23. Στρατιωτικός, όστις άνευ σκοπού να βοηθήση τον εχθρόν, αλλά και άνευ εξουσιοδοτήσεως ή παρά την απαγόρευσιν των κανονισμών ή των ανωτέρων του, προέρχεται εις επικοινωνίαν ή αλληλογραφίαν μεθ’ οιουδήποτε προσώπου της εχθρικής στρατιωτικής υπηρεσίας ή διαμένοντος εις το εχθρικόν κράτος, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

Πληροφορίαι υπό αχμαλώτου εις τον εχθρόν

24. Αιχμάλωτος, πολίτης της Δημοκρατίας, όστις παρέχει εις τον εχθρόν πληροφορίας περί της δυνάμεως, των θέσεων ή των συνθηκών του στρατού ή εν γένει δυναμένας να βλάψωσι τα συμφέροντα της Δημοκρατίας, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

Αρωγή εις κατάσκοπον

25. Στρατιωτικός, όστις παρέχει άσυλον ή βοήθειαν εις κατάσκοπον του εχθρού ή εις τον προς κατόπτευσιν ερχόμενον εχθρόν, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση:

Νοείται ότι δύναται ν’ απαλλαγή της ποινής ο υπαίτιος, εάν τη υποδείξει αυτού συνελήφθη εγκαίρως ο κατάσκοπος ή ο προς κατόπτευσιν ελθών εχθρός.

Προσφορά εις κατασκοπείαν

26. Στρατιωτικός, όστις προσφέρεται εις εκτέλεσιν τινος των εν άρθροις 13, 18, 19, και 70(1) αδικημάτων, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται διά τούτο και μόνον, με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη.

Απόπειρα και προπαρασκευή κατασκοπείας

27.-(1) Η απόπειρα των εν άρθροις 13, 19 και 70(1) αδικημάτων τιμωρείται με την ποινήν της τετελεσμένης πράξεως.

(2) Πάσα προπαρασκευαστική πράξις τιμωρείται με ποινήν ηλαττωμένην κατά τας περί αποπείρας διατάξεις.

Μη αναγγελία κατασκοπείας

28. Στρατιωτικός, όστις λαβών γνώσιν τελουμένου ή παρασκευαζομένου αδικήματος τινος εκ των εν άρθροις 19 έως 27 δεν αναγγέλλει αμέσως τούτο εις την εισαγγελικήν, στρατιωτικήν ή αστυνομικήν αρχήν, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος.

ΜΕΡΟΣ V ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΣ
Λιποταξία στο εσωτερικό

29.-(1) Λιποτάκτης στο εσωτερικό θεωρείται κάθε στρατιωτικός ο οποίος-

(α) απουσιάζει χωρίς άδεια από το σώμα ή την υπηρεσία στην οποία ανήκει, ή τη φυλακή στην οποία κρατείται, ή το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύεται, μετά παρέλευση τριών ημερών   από   τη   βεβαιωμένη απουσία του, αν πρόκειται για οπλίτη, και δύο ημερών, αν πρόκειται για αξιωματικό, ή

(β) έλαβε άδεια απουσίας ή μετακινείται μεμονωμένα από ένα σώμα σε άλλο και δεν εμφανίζεται στο σώμα του μέσα σε δύο ημέρες από την προσδιορισμένη ημέρα της εμφάνισης ή μετάθεσής του στον προορισμό του, ή

(γ) ανήκει σε σώμα που βρίσκεται σε μετακίνηση και απουσιάζει αδι-καιολόγητα από μία πρόσκληση, ή

(δ) σε πολεμική περίοδο ή ένοπλη στάση και ενώ έχει αποχωρισθεί από το σώμα του, δεν σπεύδει να ενωθεί με το πλησιέστερο σώμα ή δεν σπεύδει να παρουσιασθεί, μετά τη λήξη της αιχμαλωσίας του, στην πλησιέστερη στρατιωτική αρχή.

(2) Οπλίτης που διαπράττει λιποταξία στο εσωτερικό είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται -

(α) σε ειρηνική περίοδο, με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη:

Νοείται ότι η φυλάκιση δεν δύναται να είναι μικρότερη του ενός έτους, όταν-

(i) ο λιποτάκτης συναποκόμισε οπλισμό ή πολεμοφόδια ή οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο του στρατού٠

(ii) λιποτάκτησε ενώ εκτελούσε υπηρεσία, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 54 και 56٠

(iii) είναι υπότροπος,

(β) σε πολεμική περίοδο, ένοπλη στάση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή επιστράτευσης, με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.

(3) Αξιωματικός που διαπράττει λιποταξία στο εσωτερικό είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) σε ειρηνική περίοδο, με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη:

Νοείται ότι αν η επιβληθείσα ποινή είναι μεγαλύτερη των δυο ετών συνεπιφέρει και έκπτωση,

(β) σε πολεμική περίοδο, ένοπλη στάση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή επιστράτευσης, με ισόβια φυλάκιση.

Λιποταξία αξιωματικού

30. [Διαγράφηκε]
Σύντμησις προθεσμιών

31. [Διαγράφηκε]
Ομαδική λιποταξία

32.-(1) Εάν τρεις ή πλείονες στρατιωτικοί λιποτακτήσουν μετά προηγουμένην συμφωνίαν, είναι ένοχοι κακουργήματος και τιμωρούνται εν καιρώ μεν πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με ισόβια φυλάκιση, εν καιρώ δε ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη.

(2) Εις τον Αρχηγόν της λιποτακτησάσης ομάδος επιβάλλεται εν καιρώ ειρήνης φυλάκισις μη υπερβαίνουσα τα δεκατέσσαρα έτη.

Λιποταξία εις το εξωτερικόν

33.-(1) Στρατιωτικός, όστις διαβαίνει άνευ αδείας τα σύνορα της Δημοκρατίας ή όστις εγκαταλείπει εκτός της Δημοκρατίας το σώμα, εις ο ανήκει, καθίσταται υπαίτιος λιποταξίας εις το εξωτερικόν μετά παρέλευσιν τριών ημερών από της βεβαιωμένης απουσίας του, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως μετά παρέλευσιν μιας ημέρας.

(2) Στρατιωτικός ευρισκόμενος εν τη αλλοδαπή επ’ αδεία ή δι’ υπηρεσίαν, καθίσταται υπαίτιος λιποταξίας εις το εξωτερικόν μετά παρέλευσιν δέκα ημερών, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως μετά παρέλευσιν εξ ημερών από της λήξεως της αδείας του ή της προσδιορισθείσης ημέρας της επιστροφής του ή αφ’ ης ημέρας κοινοποιηθή αυτώ αρμοδίως η περί ανακλήσεως του διαταγή του Υπουργού Εσωτερικών.

(3) Στρατιωτικός υπαίτιος λιποταξίας εις το εξωτερικόν είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται εν καιρώ μεν ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με ισόβια φυλάκιση.

Λιποταξία ενώπιον του εχθρού

34. Στρατιωτικός εγκαταλείπων το σώμα εις ο ανήκει ενώπιον του εχθρού είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.

Αυτομολία

35. Στρατιωτικός, όστις άνευ εγγράφου αδείας ή εγγράφου διαταγής, του ανωτέρου του μεταβαίνει εις τον εχθρόν ή διαβαίνει τα υπό του Διοικητού ή του διοικητού του σώματος εις ο ούτος ανήκει, ορισθέντα όρια κατά μέρη, δι’ ων δύναται να επικοινωνήση μετά του εχθρού ή όστις εξέρχεται φρουρίου ή τόπου αποκεκλεισμένου υπό του εχθρού, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.

Διευκόλυνσις, πρόκλησις ή διέγερσις

36. Στρατιωτικός, όστις καθ’ οιονδήποτε τρόπον διευκολύνει την λιποταξίαν, ή την αυτομολίαν, προκαλεί ή διεγείρει ή οπωσδήποτε παροτρύνει προς τινα των πράξεων τούτων, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με την κατά του αυτουργού απειλουμένην, αναλόγως της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ποινήν.

Υπόθαλψις

37. Πας, όστις εν γνώσει αποκρύπτει ή φυγαδεύει ή λαμβάνει εις την υπηρεσίαν του λιποτάκτην, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται εάν μεν είναι στρατιωτικός με την κατά του λιποτάκτου απειλουμένην, αναλόγως της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ποινήν, εάν δε είναι ιδιώτης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη.

Εκουσία πρόκλησις ανικανότητος

38.-(1) Στρατιωτικός, όστις εκ προθέσεως καθιστά εαυτόν, μόνος ή δι’ άλλου, καθόλου ή εν μέρει, διαρκώς ή προσκαίρως, ανίκανον προς εκπλήρωσιν των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) με ισόβια φυλάκιση εάν η πράξις ετελέσθη ενώπιον του εχθρού~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη εάν η πράξις ετελέσθη, εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως~

(γ) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη εις πάσαν άλλην περίπτωσιν~

(2) Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός τιμωρείται και με έκπτωσιν εάν η επιβληθείσα ποινή δεν συνεπάγεται καθαίρεσιν.

(3) Με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και ο συνεργός εάν δε είναι αξιωματικός και με έκπτωσιν.

Πρόκλησις αλλοτρίας ανικανότητος

39. Με τας του προηγουμένου άρθρου ποινάς τιμωρείται ο στρατιωτικός, όστις προς τον αυτόθι αναφερόμενον σκοπόν προξενεί εις άλλον, τη θελήσει αυτού, τοιαύτην ανικανότητα.

Προσποίησις ανικανότητος

40.-(1) Στρατιωτικός, όστις επί τω σκοπώ όπως αποφύγη την εκπλήρωσιν της στρατιωτικής του υποχρεώσεως, προσποιείται νόσον ή σωματικά ελαττώματα ή μεταχειρίζεται άλλα απατηλά μέσα, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη, εάν η πράξις ετελέσθη ενώπιον του εχθρού~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, εάν η πράξις ετελέσθη εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως~

(γ) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

(2) Εις τας εν παραγράφοις (α) και (β) του εδαφίου (1) περιπτώσεις, εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός, τιμωρείται και με έκπτωσιν, εάν η επιβληθείσα ποινή δεν συνεπάγεται καθαίρεσιν.

(3) Με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και ο συνεργός, εάν δε είναι αξιωματικός και με έκπτωσιν.

Αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας

41.-(1) Στρατιωτικός, όστις επί τω σκοπώ, όπως αποφύγη την εκτέλεσιν οιασδήποτε στρατιωτικής υπηρεσίας, καθιστά εαυτόν ανίκανον προς την υπηρεσίαν ταύτην ή δι’ απατηλών μέσων εμφανίζει εαυτόν ως τοιούτον, είναι ένοχος κακουργήματος και τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 49, 54 και 56, τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη, εάν η πράξις ετελέσθη ενώπιον του εχθρού~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, εάν η πράξις ετελέσθη εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως~

(γ)με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

(2) Εις τας εν παραγράφοις (α) και (β) περιπτώσεις του εδαφίου (1) εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός, τιμωρείται και με έκπτωσιν.

(3) Με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και ο συνεργός.

ΜΕΡΟΣ VI ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ
Στάσις

42.-(1) Εις κατάστασιν στάσεως θεωρούνται οι στρατιωτικοί οίτινες τρεις ή πλείονες ηνωμένοι-

(α) υπό τα όπλα ευρισκόμενοι αρνούνται εις πρώτην πρόσκλησιν να υπακούσωσιν εις τας διαταγάς των αρχηγών αυτών·

(β) λαμβάνουσιν άνευ αδείας τα όπλα, προσκαλούμενοι δε υπό των αρχηγών των, αρνούνται να καταθέσωσι ταύτα·

(γ) τελούσι βιαιοπραγίας κατά προσώπων ή πραγμάτων ή ταράττουσιν εν γένει την κοινήν ησυχίαν και ειρήνην, προσκαλούμενοι δε υπό παντός ανωτέρου των, αρνούνται να επανέλθωσιν εις την τάξιν.

(2) Οι υποκινηταί και οι τεθέντες επί κεφαλής της στάσεως, ως και ο κατά βαθμόν ανώτερος στρατιωτικός, είναι ένοχοι κακουργήματος και τιμωρούνται με ισόβια φυλάκιση. Οι λοιποί στασιασταί είναι ένοχοι κακουργήματος και τιμωρούνται εν καιρώ μεν ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με ισόβια φυλάκιση. Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός τιμωρείται και με έκπτωσιν, εάν η επιβληθείσα ποινή δεν συνεπάγεται καθαίρεσιν.

(3) Οι υποκινήσαντες εις στάσιν, και εάν αύτη εξ οιουδήποτε λόγου δεν συνετελέσθη τιμωρούνται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος.

Ομαδική απείθεια

43.-(1) Εις κατάστασιν ομαδικής απειθείας θεωρούνται οι στρατιωτικοί, οίτινες, εκτός των περιπτώσεων του προηγουμένου άρθρου τρεις ή πλείονες ηνομένοι-

(α) αρνούνται εις πρώτην πρόσκλησιν να υπακούσωσιν εις τας διαταγάς των αρχηγών αυτών~

(β) επιμένωσιν εις την υποβολήν ομαδικού τινος παραπόνου, αιτήσεως ή αναφοράς προφορικής ή εγγράφου~

(γ) υποβάλωσι κεχωρισμένως μεν αλλά κατόπιν προηγηθείσης συμφωνίας το αυτό παράπονον, αίτησιν ή αναφοράν~

(δ) βαθμοφόροι όντες υποβάλλουσιν την από της υπηρεσίας παραίτησιν επί τω σκοπώ, όπως εκβιάσωσι την αρχήν εις λήψιν ωρισμένης αποφάσεως ή όπως παρεμποδίσωσι την ομαλήν λειτουργίαν της στρατιωτικής υπηρεσίας.

(2) Οι υποκινηταί είναι ένοχοι κακουργήματος και τιμωρούνται εν καιρώ μεν ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη. Οι λοιποί απειθούντες είναι ένοχοι κακουργήματος και τιμωρούνται εν καιρώ μεν ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη. Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός, τιμωρείται και με έκπτωσιν, εάν η επιβληθείσα ποινή δεν συνεπάγεται καθαίρεσιν.

(3) Μένει ατιμώρητος, όστις εις τας περιπτώσεις του εδαφίου (1) παράγραφοι (α) και (β) υπήκουσεν εις την πρώτην πρόσκλησιν και απεχώρησεν, εκτός εάν ήτο εκ των υποκινητών, ότε τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας.

Ένωσις προς στάσιν ή ομαδικήν απείθειαν

44.-(1) Εάν τρεις ή πλείονες στρατιωτικοί συνεφώνησαν και συναπεφάσισαν την διάπραξιν στάσεως ή ομαδικής απειθείας, έκαστος αυτών είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται διά τούτο και μόνον με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

(2) Μένει ατιμώρητος ο υπαίτιος, όστις αποχωρεί της γενομένης συμφωνίας προ πάσης ενάρξεως εκτελέσεως της συμφωνηθείσης πράξεως ή όστις αναφέρει εις την αρχήν εγκαίρως και κατά τρόπον καθιστώντα δυνατήν την πρόληψιν αυτής.

Μη αναγγελία στάσεως ή ομαδικής απειθείας

45.-(1) Στρατιωτικός, όστις λαβών γνώσιν μελετωμένης στάσεως ή ομαδικής απειθείας παραλείπει να ειδοποιήση εγκαίρως περί τούτου την προϊσταμένην αρχήν είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται εν καιρώ μεν ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη.

(2) Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός, τιμωρείται και με έκπτωσιν.

Παράλειψις καταστολής στάσεως

46.-(1) Αξιωματικός, όστις, εν περιπτώσει στάσεως στρατιωτικών, ευρεθείς παρών δεν πράξει παν το καθ’ εαυτόν προς πρόληψιν ή καταστολήν ταύτης, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη και με έκπτωσιν.

(2) Εάν δε πρόκειται περί ομαδικής απειθείας εις την περίπτωσιν του άρθρου 43 εδαφίου (1) παράγραφος (α) τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος.

Αντίστασις

47. Στρατιωτικός, όστις μεταχειρίζεται σωματικήν βίαν ή απειλήν τοιαύτην, ίνα εξαναγκάση αρχήν τινα ή υπάλληλον συμπεριλαμβανομένων και των μελών του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας, εις την ενέργειαν πράξεως αναγομένης εις τα καθήκοντα των ή εις την παράλειψιν νομίμου τοιαύτης, ως και ο βιαιοπραγών κατ’ αυτού ή προσώπου προσληφθέντος υπό τούτου προς υποστήριξιν του διαρκούσης της νομίμου ενεργείας του είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, εάν δ’ ούτος ήτο ένοπλος με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη~

(β) εάν η αντίστασις ετελέσθη υπό δύο ή πλειόνων, με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη, εάν δ’ ούτοι ήσαν ένοπλοι με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη.

Παράλειψις καταστολής αντιστάσεως

48. Αξιωματικός, όστις, εν περιπτώσει αντιστάσεως στρατιωτικών, ευρεθείς παρών δεν πράξει παν το καθ’ εαυτόν προς πρόληψιν ή καταστολήν ταύτης, τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη ή με έκπτωσιν.

Ανυπακοή

49.-(1) Στρατιωτικός, όστις προσταχθείς υπό του αρχηγού του, όπως εκτελέση οιανδήποτε υπηρεσίαν, αρνείται να υπακούση ή παραλείπει την εκτέλεσιν της διαταγής, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται:-

(α) με ισόβια φυλάκιση εάν η πράξις ετελέσθη ενώπιον του εχθρού ή εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη εις πάσαν άλλην περίπτωσιν. Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός δύναται να καταγνωσθή και έκπτωσις.

Ανυπακοή εις διαταγήν προς αναχώρησιν

50. Στρτατιωτικός, όστις διαταχθείς υπό του ανωτέρου του, όπως παρευρεθή εις ωρισμένον τόπον και χρόνον, ίνα λάβη φύλλον πορείας ή ίνα συμπεριληφθή εις στρατιωτικόν τμήμα μέλλον να αναχωρήση, δεν ευρέθη παρών κατά την ορισθείσαν ώραν, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται εν καιρώ μεν ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη.

Παράβασις στρατιωτικής εντολής

51.-(1) Στρατιωτικός, όστις παραβαίνει στρατιωτικήν εντολήν, ως και όστις εκβιάζει τοιαύτην εντολήν δεδομένην εις άλλον στρατιωτικόν είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη εάν η πράξις ετελέσθη ενώπιον του εχθρού ή εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως. Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός καταγιγνώσκεται και έκπτωσις~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

(2) Θεωρείται παράβασις στρατιωτικής εντολής και τιμωρείται υπό τας εν τω εδαφίω (1) διακρίσεις η υπό του στρατιωτικού παράβασις ή εκβίασις των εντολών του Υπουργού περί κυκλοφορίας των υπό του στρατού χρησιμοποιουμένων αυτοκινήτων, οχημάτων και μηχανοκινήτων μέσων οιωνδήποτε.

Εξύβρισις ανωτέρου..

52.-(1) Στρατιωτικός όστις διά λόγου ή δι’ έργου ή δι’ απειλών ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον προσβάλλει την τιμήν και την υπόληψιν του κατά βαθμόν ανωτέρου του, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

(2) Κατά του υπαιτίου αξιωματικού δύναται το δικαστήριον να επιβάλη και έκπτωσιν.

Βιαιοπραγία κατά ανωτέρου

53.-(1) Στρατιωτικός όστις βιαιοπραγεί κατά του ανωτέρου του είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη.

(2) Εάν η πράξις ετελέσθη κατά την υπηρεσίαν ή ένεκεν της υπηρεσίας ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη.

ΜΕΡΟΣ VII ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ
Εγκατάλειψις Θέσεως
Εγκατάλειψις θέσεως υπό σκοπού

54. Στρατιωτικός σκοπός, όστις εγκαταλείπει την θέσιν του, χωρίς να εκπληρώση την εντολήν, ην έλαβεν, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) εάν ευρίσκεται ενώπιον του εχθρού ή εάν η πράξις ετελέσθη εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως, με ισόβια φυλάκιση~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

Σκοπός κοιμώμενος

55. Στρατιωτικός σκοπός, φωραθείς κοιμώμενος, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, εάν ευρίσκεται ενώπιον του εχθρού~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, εάν η πράξις ετελέσθη εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως~

(γ) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

Εγκατάλειψις φυλακής ή άλλης ορισθείσης θέσεως

56. Στρατιωτικός, όστις εγκατέλειπε την φυλακήν ή την ορισθείσαν αυτώ θέσιν ή την προς επιτήρησιν περιφέρειαν, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) εάν η πράξις ετελέσθη ενώπιον του εχθρού ή εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με ισόβια φυλάκιση~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος εις πάσαν άλλην περίπτωσιν, εάν δε ο υπαίτιος είναι αρχηγός της στρατιωτικής θέσεως επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως μη υπερβαίνουσα τα δύο έτη.

Μη προσέλευσις εις συναγερμόν

57. Στρατιωτικός, όστις διαταχθέντος συναγερμού, δεν προσέρχεται εις την θέσιν του, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη, εάν η πράξις ετελέσθη εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως. Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός, δύναται να καταγνωσθή και έκπτωσις~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

Καθυστέρησις εν πορεία

58. Στρατιωτικός, όστις εν προχωρητική πορεία του τμήματος, εις ο ανήκει, επί οιαδήποτε προφάσει δεν παρακολουθεί τούτο, βραδυπορεί ή παραμένει εις τα πλάγια ή όπισθεν προς αποφυγήν των διά το τμήμα διατεταγμένων υποχρεώσεων, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται εν καιρώ μεν ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη. Εάν η πράξις ετελέσθη εν τη ζώνη των επιχειρήσεων, καταγιγνώσκεται ποινή φυλακίσεως μη υπερβαίνουσα τα επτά έτη.

Παραβάσεις περί την απονομήν της στρατιωτικής δικαιοσύνης
Μη συμμετοχή εις στατιωτικόν δικαστήριον

59. Στρατιωτικός, όστις προσκληθείς δεν προσέρχεται άνευ νομίμου κωλύματος ίνα λάβη μέρος ως μέλος στρατιωτικού δικαστηρίου είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας, δύναται δε να τιμωρηθή και με έκπτωσιν.

Παράνομος επιρροή εις την στρατιωτικήν δικαιοσύνην

60. Στρατιωτικός, όστις εκ προθέσεως ασκεί παράνομον επιρροήν επί την απονομήν της στρατιωτικής δικαιοσύνης, τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

Μη καταγγελία αδικημάτων..

61. Στρατιωτικός παραλείπων την άμεσον μήνυσιν στρατιωτικών αδικημάτων, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας.

Παρακώλυσις υποβολής παραπόνων

62. Στρατιωτικός, όστις επιζητεί να αποτρέψη κατώτερον του από της νομίμου υποβολής παραπόνων δι’ απειλής επιζημίων επακολουθημάτων ή δι’ ετέρων αθεμίτων μέσων, ή όστις περιελθόν αυτώ νομίμως παράπονον καλύπτει ή επιχειρή διά των αυτών μέσων να καλύψη, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται διά φυλακίσεως μη υπερβαινούσης το εν έτος.

Απελευθέρωσις ή απόκρυψις κρατουμένου

63.-(1) Στρατιωτικός, όστις απελευθεροί φυλακισμένον ή διαταγή της αρχής κρατούμενον ή αποκρύπτει αυτόν, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

(2) Ο εξ αμελείας γενόμενος υπαίτιος απελευθερώσεως ή αποκρύψεως κρατουμένου είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, εάν ήτο εξ οιουδήποτε λόγου υπόχρεως εις φύλαξιν του κρατουμένου. Ούτος μένει ατιμώρητος, εάν τη προσπαθεία του συνελήφθη εκ νέου ο κρατούμενος εντός δεκαπέντε ημερών.

Απελευθέρωσις αιχμαλώτου

64.-(1) Στρατιωτικός, όστις, εντεταλμένος, ων την φύλαξιν, συνοδείαν, ή επιτήρησιν αιχμαλώτου, απελευθεροί αυτόν, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη.

(2) Με την αυτήν ποινήν τιμωρείται και ο συνεργός, εάν δε ούτος είναι αξιωματικός και με έκπτωσιν.

(3) Ο εξ αμελείας γενόμενος υπαίτιος απελευθερώσεως αιχμαλώτου, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, εάν ήτο εξ οιουδήποτε λόγου υπόχρεως εις φύλαξιν του αιχμαλώτου. Ούτος μένει ατιμώρητος, εάν τη προσπαθεία του συνελήφθη εκ νέου ο αιχμάλωτος εντός δεκαπέντε ημερών.

Απόκρυψις αιχμαλώτου

65. Πας όστις αποκρύπτει αιχμάλωτον είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται διά φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τα δεκατέσσαρα έτη.

ΜΕΡΟΣ VIII ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΙΝ ΑΠΟΡΡΗΤΩΝ
Αποσφράγισις, υπεξαγωγή ή καταστροφή μεταφερομένων

66. Πας όστις αναλαβών την μεταφοράν εγγράφου ή ετέρου αντικειμένου οιασδήποτε στρατιωτικής υπηρεσίας, παρανόμως ανοίγει, υπεξάγει ή καταστρέφει αυτά, εν γνώσει επιτρέπει εις έτερον την επιχείρησιν τοιαύτης πράξεως, βοηθεί αυτήν ή γνωρίζων ως εκ της υπηρεσίας ή της εργασίας του το περιεχόμενον, γνωστοποιεί τούτο εις τρίτον, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται διά φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τα πέντε έτη.

Απώλεια απορρήτων

67. Πας όστις εξ αμελείας απόλλυσι, τα ως απόρρητα, χαρακτηρισθέντα και παραδοθέντα αυτώ προς μεταφοράν ή φύλαξιν ή διαχείρισιν έγγραφα, βιβλία ή έτερα αντικείμενα οιασδήποτε στρατιωτικής ή διπλωματικής υπηρεσίας, τιμωρείται, εν καιρώ μεν ειρήνης, διά φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τους εξ μήνας, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως, διά φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τα δύο έτη.

Μη εξασφάλισις από του έχθρου μεταφερομένων

68. Πας όστις εν καιρώ πολέμου ή ενόπλου στάσεως ευρισκόμενος εν κινδύνω να αιχμαλωτισθή ή να πέση οπωσδήποτε εις χείρας του εχθρού, δεν προσπαθεί πάση θυσία να θέση εις ασφαλές μέρος ή να εξαφανίση τα ως απόρρητα χαρακτηρισθέντα και παραδοθέντα αυτώ προς μεταφοράν έγγραφα ή έτερα αντικείμενα οιασδήποτε στρατιωτικής υπηρεσίας, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται διά φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τα δέκα έτη.

Ανακοίνωσις στρατιωτικών πληροφοριών

69. Πας στρατιωτικός ή πας ανήκων εις την υπηρεσίαν του στρατού όστις άνευ εγκρίσεως της στρατιωτικής αρχής ανακοινοί ή δημοσιεύει δι’ οιουδήποτε μέσου πληροφορίας ή κρίσεις σχετικάς προς τον στρατόν, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας.

Μετάδοσις στρατιωτικών μυστικών

70.-(1) Στρατιωτικός ή πας ανήκων εις την υπηρεσίαν του στρατού όστις παρανόμως και εκ προθέσεως παραδίδει ή ανακοινοί εις άλλον ή αφίνει να περιέλθωσιν εις την κατοχήν ή γνώσιν άλλου έγγραφα, σχέδια ή άλλα αντικείμενα ή μυστικαί πληροφορίαι στρατιωτικής σημασίας, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη, με ισόβια φυλάκιση, εάν παρέδωκεν ή ανεκοίνωσε ταύτα εις ξένον κράτος ή εις κατάσκοπον ή πράκτορα αυτού.

(2) Εις την περίπτωσιν ταύτην, εάν τα μεταδοθέντα είναι ήσσονος σημασίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας, εάν δε είναι αξιωματικός, και με έκπτωσιν.

(3) Στρατιωτικός, όστις εξ αμελείας γίνεται υπαίτιος της εν εδαφίω (1) αναφερομένης πράξεως, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη, εάν τα περί ων πρόκειται έγγραφα ή αντικείμενα ή πληροφορίαι είναι εμπεπιστευμέναι εις αυτόν υπηρεσιακώς ή είναι αυτώ προσιτά δυνάμει της δημοσίας υπηρεσίας του ή δυνάμει εντολής εκ μέρους της αρχής. Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός, δύναται να καταγνωσθή και έκπτωσις~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

(4) Εις την περίπτωσιν της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) ο υπαίτιος τιμωρείται και εάν το αδίκημα ετελέσθη μετά την εκ των τάξεων του στρατού έξοδον του στρατιωτικού εφ’ όσον τα μεταδοθέντα είχον περιέλθει εις την κατοχήν ή την γνώσιν αυτού ως εκ της υπηρεσίας του.

(5) Εις τας περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων εάν ο εις ου την κατοχήν ή γνώσιν περιήλθον τα μυστικά ήτο κατάσκοπος, δύναται ο υπαίτιος κατά την κρίσιν του δικαστηρίου να απαλλαγή της ποινής, εάν ανήγγειλε την πράξιν εις την εισαγγελικήν ή στρατιωτικήν ή αστυνομικήν αρχήν και συνεπεία τούτου συνελήφθη εγκαίρως ο κατάσκοπος ή προελήφθη εν γένει ο κίνδυνος.

(6) Ως “μυστικαί πληροφορίαι στρατιωτικής σημασίας” θεωρούνται αι αναγόμεναι εις την Δημοκρατίαν και αφορώσαι εις-

(α) την κατάστασιν εν γένει του στρατού και του πολεμικού υλικού, το σχέδιον της οργανώσεως ή συνθέσεως ή επιστρατεύσεως ή κινητοποιήσεως, τα έργα οχυρώσεως, τα κρυπτογραφικά μέσα συνεννοήσεως ή το δίκτυον των στρατιωτικών συγκοινωνιών·

(β) το σχέδιον στρατιωτικής τινος επιχειρήσεως, τας θέσεις του στρατού, τους τόπους ανεφοδιασμού, την κατάστασιν των εις όπλα ή πολεμοφόδια ή καύσιμον ύλην ή τρόφιμα ή χρήματα προμηθειών·

(γ) τας γενομένας ή μελετωμένας στρατιωτικάς μετακινήσεις ή μεταφοράς·

(δ) την κατάστασιν της υγείας και πειθαρχίας του στρατού ή τον αριθμόν των τραυματισθέντων, φονευθέντων ή αιχμαλώτων·

(ε) παν αντικείμενον, όπερ έχει χαρακτηρισθή υπηρεσιακώς ως απόρρητον·

(στ) παν άλλο, την τήρησιν της μυστικότητος του οποίου απαιτούσι τα στρατιωτικά συμφέροντα της Δημοκρατίας.

MEΡΟΣ IX ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΤΑΞΕΩΣ
Εξύβρισις σκοπού

71. Στρατιωτικός, όστις εξυβρίζει σκοπόν ή φρουρόν εντεταλμένον την φρούρησιν και επιτήρησιν ωρισμένης περιφερείας είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη.

Βιαιοπραγία κατά σκοπού

72.-(1) Στρατιωτικός, όστις βιαιοπραγεί κατά σκοπού, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη, εάν η πράξις ετελέσθη δι’ όπλου~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη, εάν η πράξις ετελέσθη υπό δύο ή πλειόνων~

(γ) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

(2) Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός, τιμωρείται και με έκπτωσιν, εάν η επιβληθείσα ποινή δεν συνεπάγηται καθαίρεσιν.

Άσκοποι πυροβολισμοί

73. Στρατιωτικός, όστις πυροβολεί αυτοβούλως και άνευ ευλόγου αιτίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται-

(α) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη, εάν η πράξις ετελέσθη εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως~

(β) με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.

Μέθη εν υπηρεσία

74.-(1) Στρατιωτικός, όστις εν υπηρεσία διατελών ή μετά την δοθείσαν αυτώ εντολήν προς εκτέλεσιν ωρισμένης υπηρεσίας κατελήφθη εν μέθη αποκλειούση ή μειούση την προς εκτέλεσιν της υπηρεσίας του ικανότητα αυτού είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

(2) Ο υπαίτιος αξιωματικός τιμωρείται εν καιρώ μεν ειρήνης με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη και με έκπτωσιν.

Αντιποίησις στολής ή άλλων εμβλημάτων

75. Στρατιωτικός όστις-

(α) άνευ δικαιώματος φέρει δημοσίως στολάς, παράσημα ή έτερα διακριτικά σημεία ή διακριτικά βαθμών ή τίτλων~

(β) άνευ δικαιώματος εν καιρώ πολέμου ή ενόπλου στάσεως, εν τη ζώνη των επιχειρήσεων, φέρει δημοσίως περιβραχιόνιον ή σημαίαν ή έμβλημα του ερυθρού σταυρού ή άλλα τοιαύτα τούτοις εξομοιούμενα,

είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος.

Παράνομος ανάληψις αρχηγίας

76. Στρατιωτικός, όστις άνευ ευλόγου αιτίας ή διαταγής αναλαμβάνει την αρχηγίαν οργανικού τινος στρατιωτικού τμήματος ή υπηρεσίας, ή όστις παρά τας διαταγάς των αρχηγών του εξακολουθεί να διατηρή την αρχηγίαν είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκαπέντε έτη. Το δικαστήριον δύναται να καταγνώση και έκπτωσιν.

ΜΕΡΟΣ Χ ΚΑΤΑΧΡΗΣΙΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Αυτογνώμων εχθροπραξία

77.-(1) Στρατιωτικός αρχηγός, όστις άνευ προκλήσεως, διαταγής ή αδείας ενεργήσει εχθροπραξίαν κατ’ αλλοδαπού στρατού τιμωρείται με έκπτωσιν.

(2) Εάν η εχθροπραξία ήτο τοιαύτη, ώστε ηδύνατο να εκθέση την Δημοκρατίαν εις κίνδυνον πολέμου, ο στρατιωτικός αρχηγός τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη.

(3) Εάν ένεκα της εχθροπραξίας επηκολούθησε πόλεμος ή προεκλήθη δήωσις ή θάνατος προσώπου τινός, ο στρατιωτικός αρχηγός τιμωρείται με την ποινήν της ισόβιας φυλάκισης.

Παράνομος παράτασις εχθροπραξιών

78. Στρατιωτικός αρχηγός όστις παρά τας αντιθέτους διαταγάς ή παραβιάζων άνευ ευλόγου αιτίας τους όρους συναφθείσης ειρήνης, γενικής ή μερικής ανακωχής ή εκεχειρίας, επαναλαμβάνει ή παρατείνει τας εχθροπραξίας, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.

Αθέμιτοι διαταγαί

79. Στρατιωτικός, όστις καταχράται της υπηρεσιακής αυτού εξουσίας έναντι υφισταμένου απευθύνων αυτώ διαταγάς ή διατυπών αξιώσεις όλως ασχέτους προς την υπηρεσίαν είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη.

Υπέρβασις πειθαρχικής εξουσίας

80. Στρατιωτικός, όστις εκ προθέσεως υπερβαίνει την πειθαρχικήν αυτού εξουσίαν, επιβάλλων ποινάς μη προβλεπομένας υπό των νόμων και των πειθαρχικών κανονισμών του στρατού, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη.

Βιαιοπραγία κατά κατωτέρου

81. Στρατιωτικός, όστις εκτός της περιπτώσεως της ανάγκης αναχαιτίσεως των φευγόντων ενώπιον του εχθρού ή ενόπλων στασιαστών ή της ανάγκης καταπαύσεως της διαρπαγής ή της καταστροφής, βιαιοπραγεί κατά του κατωτέρου του, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

Εξύβρισις κατωτέρου

82. Στρατιωτικός, όστις κατά την υπηρεσίαν ή ένεκα της υπηρεσίας εξυβρίζει τον κατώτερον του διά λόγου ή έργου ή δι’ απειλών ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος.

Λόγος μειώσεως της ποινής

83. Εάν πράξις τις εκ των εν τοις άρθροις 81 και 82 ετελέσθη εν καταστάσει οργής, προκληθείσης εξ αγανακτήσεως ένεκα πράξεως του κατωτέρου τελεσθείσης ενώπιον αυτού και ιδιαζόντως σκληράς ή βαναύσου, ο υπαίτιος δύναται να απαλλαγή πάσης ποινής.

ΜΕΡΟΣ ΧΙ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Διαρπαγή

84.-(1) Στρατιωτικός, όστις εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως επιδιδόμενος εις διαρπαγήν, λαμβάνει υπό την κατοχήν του, άνευ εξουσιοδοτήσεως τινος ή ανάγκης, τρόφιμα ή οιονδήποτε έτερον αντικείμενον ιματισμού ή εξαρτύσεως ή οικοσκευής, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

(2) Εάν η πράξις εξετελέσθη διά βίας κατά προσώπου ή υπό δύο ή πλειόνων ηνωμένων, αύτη αποτελεί κακούργημα και τιμωρείται διά φυλακίσεως μη υπερβαινούσης τα δεκατέσσαρα έτη.

(3) Αξιωματικός εις την αντίληψιν του οποίου υπέπεσε τελουμένη μία τοιαύτη πράξις και δεν εχρησιμοποίησε πάντα τα εις διάθεσιν του μέσα προς παρακώλυσιν της πράξεως είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος.

Κατακράτησις

85. Στρατιωτικός, όστις κατακρατεί μέρος ή το όλον του οπλισμού του ή των πολεμοφοδίων του, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη και εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη. Εάν δε πρόκειται περί πραγμάτων του ιματισμού του, της αποσκευής του, της εξαρτύσεως του ή της κλινοστρωμνής του, τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος.

Ενεχυρίασις

86. Στρατιωτικός, όστις ενεχυριάζει πράγματα εις αυτόν εμπιστευθέντα διά την υπηρεσίαν, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, εάν δε ενεχυριάση πράγματα του ιματισμού του, τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη.

Πώλησις, κ.λ.π., στρατιωτικών πραγμάτων

87.-(1) Πας όστις αποκτά ή διαθέτει οιονδήποτε στρατιωτικόν πράγμα ούτινος η πώλησις δεν επιτρέπεται ή παρορμά, προάγει ή υποβοηθεί οιονδήποτε πρόσωπον εις την διάθεσιν οιουδήποτε τοιούτου πράγματος είναι ένοχος πλημμελήματος εκτός εάν αποδείξη ότι δεν εγνώριζεν ή δεν ανεμένετο ευλόγως να γνωρίζη ότι το πράγμα ήτο στρατιωτικόν ούτινος η πώλησις δεν επιτρέπεται.

(2) Πας ένοχος πλημμελήματος δυνάμει του εδαφίου (1) τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, εν καιρώ δε πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

“αποκτά” σημαίνει αγοράζει, ανταλλάσσει, δέχεται ως ενέχυρον ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον δέχεται τον έλεγχον ή κατοχήν του πράγματος~

“διαθέτει” σημαίνει πωλεί, ανταλλάσσει, δίδει ως ενέχυρον ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον παραδίδει την κατοχήν ή τον έλεγχον του αντικειμένου~

“στρατιωτικόν πράγμα ούτινος η πώλησις δεν επιτρέπεται” σημαίνει παν αντικείμενον οπλισμού, πολεμοφοδίων ή εξαρτύσεως και περιλαμβάνει ιματισμόν, αποσκευήν και κλινοστρωμνήν χορηγηθείσαν προς χρήσιν στρατιωτικού..

Νοθεία

88.-(1) Στρατιωτικός ή υπάλληλος της στρατιωτικής οικονομίας όστις εντεταλμένος ων την διαχείρισιν, πώλησιν, διανομήν ή παράδοσιν τροφίμων, ειδών βιοτικής ανάγκης ή οιωνδήποτε στρατιωτικών πραγμάτων-

(α) πωλεί, διανέμει ή θέτει εις κυκλοφορίαν νενοθευμένα τοιαύτα ή παραπεποιημένα, αποσυντεθειμένα ή ηλλοιωμένης αξίας ή στερούμενα των απαραιτήτων θρεπτικών ουσιών~

(β) νοθεύει ή παραποιεί ταύτα ο ίδιος~

(γ) κατέχει ή μεταχειρίζεται ψευδή μέτρα ή σταθμά ή ζυγούς ή έτερα τοιαύτα παρά τα διατεταγμένα ή αποποιείται την μέτρησιν ή στάθμισιν, πωλεί ή χορηγεί με μέτρον είδη, ων η πώλησις είναι καθωρισμένη διά σταθμών,

είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη. Το δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως τα ψευδή μέτρα ή σταθμά ή οι ζυγοί δημευθούν.

(2) Εάν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός, τιμωρείται και με έκπτωσιν.

(3) Εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη.

Απώλεια, καταστροφή, βλάβη ή ζημία υλικού λόγω αμελείας

88Α.-(1) Πας όστις, λόγω αμελείας, παραβάσεως καθήκοντος ή παραβάσεως εντολής ή διαταγής δοθείσης εις αυτόν καθίσταται υπαίτιος απωλείας, καταστροφής, βλάβης ή ζημίας οπλισμού, πυρομαχικών ή ετέρου πολεμικού υλικού ή υλικού τηλεπικοινωνίας ή υλικού κατασκευής ή επισκευής αυτών, μηχανοκινήτων οχημάτων ή μηχανημάτων, είναι ένοχος αδικήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

(2) Εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη.

(3) Εάν πρόκειται περί υλικού ετέρου ή του άνωθεν αναφερομένου ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας, εάν δε η διάπραξις του αδικήματος εγένετο εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

Απώλεια, καταστροφή, βλάβη ή ζημία υλικού

88Β.-(1) Πας όστις εν καιρώ ειρήνης καταστρέφει, αχρηστεύει ή βλάπτει οπλισμόν, πυρομαχικά ή έτερον πολεμικόν υλικόν, υλικόν τηλεπικοινωνίας ή υλικόν κατασκευής, ή επισκευής αυτών, μηχανοκίνητα οχήματα ή μηχανήματα, είναι ένοχος αδικήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη.

(2) Σε καιρό πολέμου, ένοπλης στάσης, κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή επιστράτευσης ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα χρόνια.

(3) Αν πρόκειται για υλικό άλλο από αυτά που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη και σε περίπτωση που το αδίκημα διαπράχθηκε σε καιρό πολέμου, ένοπλης στάσης, κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή επιστράτευσης ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα χρόνια.

 

ΜΕΡΟΣ ΧΙΙ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΑΦΟΡΩΝΤΑ ΕΙΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ
Ωμότητες κατ’ αιχμαλώτου

89. Στρατιωτικός, όστις διαπράττει ωμότητας κατ’ αιχμαλώτου, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη.

Εξαναγκασμός αιχμαλώτου εις παροχήν πληροφοριών

90. Στρατιωτικός, όστις μεταχειρίζεται απειλάς ή βίαν, ίνα εξαναγκάση αιχμάλωτον εις παροχήν πληροφοριών, δυναμένων να βλάψωσι τα συμφέροντα της πατρίδος του, ή εις παροχήν εργασίας, εχούσης άμεσον σχέσιν προς τας πολεμικάς επιχειρήσεις ή ειδικώς απηγορευμένης υπό των διεθνών συμβάσεων, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη.

Κλοπή κατ’ αιχμαλώτου

91. Στρατιωτικός, όστις αφαιρεί χρήματα ή άλλα περιουσιακά αντικείμενα από αιχμαλώτου, εάν ήτο εξ οιουδήποτε λόγου υπόχρεως εις φύλαξιν αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

Αδικήματα καθ’ ομήρων

92. Αι διατάξεις των άρθρων 89 έως 91 εφαρμόζονται αναλόγως και εν σχέσει προς ομήρους.

Απειλή ή βιαιοπραγία κατ’ αιχμαλώτου

93.-(1) Αιχμάλωτος, όστις εξυβρίζει ή απειλεί ημεδαπόν στρατιωτικόν ή βιαιοπραγεί κατ’ αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

(2) Η διάταξις του εδαφίου (1) εφαρμόζεται και εάν το υπ’ αυτού προβλεπόμενον αδίκημα επράχθη υπό αιχμαλώτου καθ’ ετέρου αιχμαλώτου ταχθέντος υπό της στρατιωτικής αρχής επί κεφαλής αιχμαλώτων προς διεξαγωγήν της αφορώσης εις αυτούς υπηρεσίας.

Ανυπακοή

94.-(1) Αιχμάλωτος, μη υπακούων εις ημεδαπόν στρατιωτικόν, όστις ήτο εξ οιουδήποτε λόγου υπόχρεως εις φύλαξιν αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

(2) Η διάταξις του εδαφίου (1) εφαρμόζεται και εάν το υπ’ αυτής προβλεπόμενον αδίκημα ετελέσθη υπό αιχμαλώτου καθ’ ετέρου αιχμαλώτου, ταχθέντος υπό της ημεδαπής στρατιωτικής αρχής επί κεφαλής αιχμαλώτων προς διεξαγωγήν της αφορώσης εις αυτούς υπηρεσίας.

Στάσις

95.-(1) Εις κατάστασιν στάσεως θεωρούνται οι αιχμάλωτοι, οίτινες τρεις ή πλείονες ηνωμένοι τελούσιν υπερβασίας ή βιαιοπραγίας.

(2) Οι υποκινηταί και οι τεθέντες επί κεφαλής της στάσεως, ως και οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, είναι ένοχοι κακουργήματος και τιμωρούνται με ισόβια φυλάκιση, οι δε λοιποί με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη.

(3) Οι υποκινήσαντες στάσιν, και εάν αύτη εξ οιουδήποτε λόγου δεν συνετελέσθη, τιμωρούνται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος.

Ομαδική απείθεια

96.-(1) Εις κατάστασιν ομαδικής απειθείας θεωρούνται οι αιχμάλωτοι, οίτινες, εκτός της περιπτώσεως του άρθρου 95 τρεις ή πλείονες ηνωμένοι-

(α) αρνούνται εις πρώτην πρόσκλησιν να υπακούσωσιν εις τας διαταγάς ημεδαπού στρατιωτικού, όστις ήτο εξ οιουδήποτε λόγου υπόχρεως εις φύλαξιν των αιχμαλώτων, ή ετέρου αιχμαλώτου, ταχθέντος υπό της ημεδαπής στρατιωτικής αρχής επί κεφαλής αιχμαλώτων προς διεξαγωγήν της αφορώσης εις αυτούς υπηρεσίας~

(β) επιμένουσιν εις την υποβολήν ομαδικού τινος παραπόνου, αιτήσεως ή αναφοράς, προφορικής ή εγγράφου~

(γ) υποβάλλουσι κεχωρισμένως μεν, αλλά κατόπιν προηγηθείσης συμφωνίας, το αυτό παράπονον, αίτησιν ή αναφοράν.

(2) Οι υποκινηταί είναι ένοχοι κακουργήματος και τιμωρούνται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη, οι δε λοιποί με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.

(3) Οι υποκινήσαντες ομαδικήν απείθειαν, και εάν αύτη εξ οιουδήποτε λόγου δεν συνετελέσθη, τιμωρούνται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη.

Παράβασις λόγου παρ’ αιχμαλώτου

97. Αιχμάλωτος, όστις, αφεθείς ελεύθερος επί τω δοθέντι λόγω της τιμής ότι δεν θέλει συμμετάσχει πλέον εις τας εχθροπραξίας, λαμβάνει εκ νέου τα όπλα κατά της ημεδαπής χώρας, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.

ΜΕΡΟΣ ΧΙΙΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Κατάληψις πλωτού νοσοκομείου

98. Η παρά στρατιωτικού κατάληψις ή κατακράτησις του κατά το διεθνές δίκαιον πλωτού νοσοκομείου ή νοσοκομειακού αεροσκάφους αποτελεί κακούργημα και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη.

Επίθεσις κατά πλωτού νοσοκομείου

99. Η παρά στρατιωτικού άδικος επίθεσις κατά του κατά το διεθνές δίκαιον πλωτού νοσοκομείου ή νοσοκομειακού αεροσκάφους αποτελεί κακούργημα και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δέκα έτη.

Παράβασις γενικών διαταγών στρατιωτικών αρχηγών

100.-(1) Πας παραβαίνων τας γενικάς διαταγάς του αρχηγού του εν εχθρική χώρα δρώντος ημεδαπού στρατού είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

(2) Εάν δε πρόκειται περί διαταγής οριζούσης την παράδοσιν πολεμικών όπλων, πολεμοφοδίων ή εκρηκτικών υλών ο παραβάτης είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν ουχί ανωτέραν των είκοσι ετών.

Διαγωγή ασυμβίβαστος προς στρατιωτικήν πειθαρχίαν

101. Στρατιωτικός όστις προβαίνει εις οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν ή συμπεριφέρεται κατά τρόπον παραβλάπτοντα την στρατιωτικήν πειθαρχίαν και την τήρησιν της στρατιωτικής τάξεως, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη.

ΜΕΡΟΣ XΙV ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Δικαστήρια και Δικαστικά πρόσωπα
Στρατιωτικά Ποινικά Δικαστήρια

102. Η ποινική δικαιοσύνη εν τω στρατώ απονέμεται-

(α) υπό του στρατιωτικού δικαστηρίου, ως πρωτοβαθμίου~

(β) υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως δευτεροβαθμίου.

Στρατιωτικόν Δικαστήριον

103.-(1) Καθιδρύεται Στρατιωτικόν Δικαστήριον διά να ασκή καθ’ άπασαν την Κύπρον τοιαύτην δικαιοδοσίαν και εξουσίας, οίαι ανατίθενται εις αυτό υπό του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε άλλου εκάστοτε εν ισχύι νόμου.

(2) Αι συνεδρίαι του Στρατιωτικού Δικαστηρίου θα γίνωνται εν Λευκωσία εις τοιούτο κτίριον ως ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα παραχωρή από καιρού εις καιρόν διά τον σκοπόν τούτον ή εν οιωδήποτε δικαστηριακώ κτιρίω εν οιαδήποτε Επαρχία, ως ο Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ήθελεν ορίσει.

(3) Το Στρατιωτικόν Δικαστήριον δικάζει αμέσως τα εν τω ακροατηρίω αυτού διαρκούσης της συνεδριάσεως πραττόμενα και επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενα αδικήματα, εφ’ όσον ταύτα υπάγονται εις την καθ’ ύλην αρμοδιότητα αυτού:

Νοείται ότι εάν το Στρατιωτικόν Δικαστήριον δεν είναι αρμόδιον να δικάση αμέσως το αδίκημα συλλαμβάνεται ο δράστης και παραπέμπεται εις την αρμοδίαν αρχήν. Εάν ο δράστης είναι δικηγόρος, συνήγορος ενός των διαδίκων, η σύλληψις εκτελείται μετά το πέρας της ασκήσεως των καθηκόντων αυτού εν τη δίκη.

Συγκρότησις Στρατιωτικού Δικαστηρίου

104.-(1) Το Στρατιωτικόν Δικαστήριον σύγκειται εκ του Προέδρου ή του Αναπληρωτού Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου και δύο στρατοδικών, απάντων διοριζομένων υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ως εν τω παρόντι Νόμω προνοείται.

(2) Η γνώμη του Προέδρου ή του Αναπληρωτού Προέδρου, αναλόγως της περιπτώσεως, ως προς οιονδήποτε κατά την κρίσιν αυτού νομικόν σημείον εγειρόμενον καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας είναι δεσμευτική διά τους στρατοδίκας.

Πρόεδρος και Αναπληρωτής Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου

104Α.-(1) Ουδείς διορίζεται ως Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ή ως Αναπληρωτής Πρόεδρος αυτού, εκτός εάν έχη τα προσόντα να διορισθή, συμφώνως προς το άρθρον 6(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1985, ως Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής, αντιστοίχως.

(2) Η αντιμισθία και οι άλλοι όροι υπηρεσίας του Προέδρου και Αναπληρωτού Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου είναι οι εκάστοτε ισχύοντες εν σχέσει προς Ανώτερον Επαρχιακόν Δικαστήν και Επαρχιακόν Δικαστήν, αντιστοίχως, νοουμένου ότι αι υπηρεσίαι των τερματίζονται και αι θέσεις των καταργούνται άμα τη διαλύσει του στρατού της Δημοκρατίας.

(3) Ο Πρόεδρος και ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου θα φέρουσι, virtute officio, τον βαθμόν του υποστράτηγου και ταξίαρχου, αντιστοίχως.

(4) Ο Πρόεδρος και ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου οφείλουν, πριν ή αναλάβουν τα καθήκοντα του λειτουργήματος των, να ομόσουν και υπογράψουν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ή δύο μελών αυτού τους εν τω άρθρω 9(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1985 προβλεπομένους όρκους.

(5) Ουδεμία αγωγή εγείρεται κατά του Προέδρου, του Αναπληρωτού Προέδρου ή στρατοδίκου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου δι’ οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν αυτών ή γνώμην εκφρασθείσαν υπ’ αυτών κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων των.

(6) Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του Προέδρου ή του Αναπληρωτού Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον δύναται να διορίση πρόσωπον κατέχον τα υπό του παρόντος Νόμου απαιτούμενα προσόντα, διά να ασκή προσωρινώς καθήκοντα Προέδρου ή Αναπληρωτού Προέδρου, αναλόγως της περιπτώσεως, διά το διάστημα το εκάστοτε καθοριζόμενον εν τη πράξει του διορισμού του.

(7) Παν πρόσωπον διοριζόμενον δυνάμει του εδαφίου (6) κέκτηται εν όσω διαρκεί ο διορισμός αυτού, απάσας τας εξουσίας και εκτελεί τα καθήκοντα του λειτουργήματος εις το οποίον διορίζεται.

Στρατοδίκαι

104Β.-(1) Δι’ εκάστην υπόθεσιν ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ο Πρόεδρος ορίζει τους δύο στρατοδίκας οι οποίοι θα παρακάθηνται μετ’ αυτού ή του Αναπληρωτού Προέδρου, ως ήθελεν ορίσει διά την συγκεκριμένην υπόθεσιν.

(2) Οι στρατοδίκαι ορίζονται υπό του Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου εκ καταλόγου στρατοδικών καταρτιζομένου υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου συμφώνως προς το εδάφιον (3).

(3)(α) Ο Διοικητής καταρτίζει κατάλογον υποψηφίων στρατοδικών εξ αξιωματικών φερόντων βαθμόν τουλάχιστον λαχαγού.

(β) Ο δυνάμει της παραγράφου (α) κατάλογος υποβάλλεται μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης εις το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον διά επιλογήν και καταρτισμόν του εις το εδάφιον (2) προβλεπομένου καταλόγου στρατοδικών.

(4) Ο ούτω καταρτισθείς κατάλογος στρατοδικών δημοσιεύεται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας και διαβιβάζεται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου εις τον Πρόεδρον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου.

(5) Η θητεία εκάστου στρατοδίκου είναι διετής από της ημερομηνίας του διορισμού του, δύναται όμως ούτος να επαναδιορίζηται μετά την λήξιν της θητείας αυτού:

Νοείται ότι το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον δύναται, τη προτάσει του Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, να τερματίση τον διορισμόν στρατοδίκου κατά πάντα χρόνον εν περιπτώσει αναρμόστου συμπεριφοράς, επανειλημμένης αποχής εκ των καθηκόντων διά την εκτέλεσιν των οποίων έχει ούτος δεόντως ορισθή υπό του Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, προσέτι δε εν περιπτώσει καθ’ ην ούτος ήθελε κριθή υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, τη εισηγήσει του Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, ως ανίκανος να εκπληρώση τα καθήκοντα του λόγω παρατεταμένης ασθενείας, νοσήματος ή απουσίας εκ της Δημοκρατίας.

(6) Ο Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου οφείλει να γνωστοποιή εις τον Διοικητήν, δέκα τουλάχιστον ημέρας προ εκάστης δικασίμου, τα ονόματα των στρατοδικών τους οποίους ώρισε διά τας υποθέσεις της δικασίμου, ίνα ούτος διά διαταγής του αποδεσμεύση τούτους εκ των υπηρεσιακών των καθηκόντων.

Δικαστικοί Υπάλληλοι

105.-(1) Διορίζονται υπάλληλοι παρά τω στρατιωτικώ δικαστηρίω τα καθήκοντα και αι εξουσίαι των οποίων καθορίζονται υπό διαδικαστικού κανονισμού γενομένου υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(2) Πάντες οι υπάλληλοι του στρατιωτικού δικαστηρίου διορίζονται υπό της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας είτε εκ της Δημοσίας Υπηρεσίας είτε εκτός ταύτης επί συμβάσει και επί τοιαύτη αμοιβή και υπό τοιούτους όρους οίους ήθελε καθορίσει το Υπουργικόν Συμβούλιον.

Στρατιωτικοί Εισαγγελείς

106.-(1) Καθήκοντα στρατιωτικών εισαγγελέων στο στρατιωτικό δικαστήριο εκτελούν Νομικοί Λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας και, κατόπιν εξουσιοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αξιωματικοί του Στρατού βαθμού λαχαγού και άνω που έχουν νομική κατάρτιση και είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Δικηγόρων Κύπρου ως δικηγόροι και που ορίζονται για το σκοπό αυτό από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε συνεννόηση με τον Υπουργό Άμυνας.

(2) Οι στρατιωτικοί εισαγγελείς επιμελούνται την επεξεργασία και την εισαγωγή των υποθέσεων ενώπιον του στρατιωτικού δικαστηρίου, παριστάμενοι και ασκούντες τη δίωξη ενώπιον αυτού.

(3) Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος Νόμου οι στρατιωτικοί εισαγγελείς που δεν είναι Νομικοί Λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας υπάγονται και αυτοί στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του.

Σύνθεση Στρατιωτικού Δικαστηρίου

107.(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία κατηγορούμενος είναι οπλίτης ή αξιωματικός μέχρι και το βαθμό του υπολοχαγού ή ιδιώτης, το Στρατιωτικό Δικαστήριο συντίθεται από τον πρόεδρό του και δύο (2) στρατοδίκες με βαθμό, αμφότεροι ή εκάτερος, λοχαγού ή ταγματάρχη.

(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία κατηγορούμενος είναι αξιωματικός βαθμού λοχαγού μέχρι και συνταγματάρχη, το Στρατιωτικό Δικαστήριο συντίθεται από τον πρόεδρό του και δύο (2) στρατοδίκες με βαθμό ανώτερο του κατηγορούμενου, όπως φαίνεται στον ακόλουθο Πίνακα, αντίστοιχα:

ΠΙΝΑΚΑΣ

Κατηγορούμενος

Στρατοδίκες, αμφότεροι  ή εκάτερος

Λοχαγός Ταγματάρχης ή αντισυνταγματάρχης.
Ταγματάρχης Αντισυνταγματάρχης ή συνταγματάρχης.
Αντισυνταγματάρχης Συνταγματάρχης ή ταξίαρχος.
Συνταγματάρχης Ταξίαρχοι ή, αν δεν υπάρχουν στρατοδίκες
με βαθμό ταξίαρχου, δικαστές Επαρχιακού
Δικαστηρίου που ορίζονται από το Ανώτατο
Δικαστήριο.

(3) Σε περίπτωση, κατά την οποία κατηγορούμενος είναι αξιωματικός βαθμού ταξίαρχου ή υποστράτηγου ή αντιστράτηγου, το Στρατιωτικό Δικαστήριο συγκροτείται με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται η σύνθεση του Κακουργιοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 5 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 μέχρι 2010, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(4) Σε περίπτωση, κατά την οποία κατηγορούμενος είναι αιχμάλωτος πολέμου, η σύνθεση του Στρατιωτικού Δικαστηρίου είναι όπως προνοείται στα εδάφια (1), (2) και (3), λαμβανομένου υπόψη, κατά το δυνατόν, του βαθμού του κατηγορούμενου σε αντιστοιχία με τους βαθμούς των αξιωματικών του στρατού.

Καταργήθηκε

108. Καταργήθηκε.

Ορκωμοσία Στρατοδικών

109. Άπαντες οι στρατοδίκαι οφείλουν, πριν ή αναλάβουν τα καθήκοντα του λειτουργήματος των, να ομόσουν και υπογράψουν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ή δύο μελών αυτού τον ακόλουθον όρκον:

“Οριζόμεθα ότι θα εκπληρούμεν πιστώς και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα του στρατοδίκου.”

Κωλύματα δικαστών

110. Συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ’ ευθείαν με γραμμήν όλων των βαθμών, εκ πλαγίου δε μέχρι τετάρτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου, δεν δύνανται, επί ποινή ακυρότητος της διαδικασίας, να είναι μέλη του αυτού στρατιωτικού δικαστηρίου ουδέ να εκπληρώσι παρ’ αυτώ καθήκοντα στρατιωτικού εισαγγελέως.

Εξαίρεσις δικαστού, κ.λ.π.

111.-(1) Ουδείς δύναται να δικάση-

(α) εάν είναι συγγενής του παθόντος ή του κατηγορουμένου εις ανιόντα ή κατιόντα βαθμόν ή μέχρι τετάρτου εκ πλαγίου βαθμού ή συγγενής εξ αγχιστίας μέχρι δευτέρου βαθμού συμπεριλαμβανομένου, ή σύζυγος και μετά την λύσιν του γάμου~

(β) εάν και πόρρωθεν έχη άμεσον ίδιον συμφέρον εκ της εκβάσεως της υποθέσεως~

(γ) εάν εμήνυσε την υπό δίκην πράξιν ή διέταξε την ανάκρισιν αυτής, εξαιρουμένου του εγκλήματος της λιποταξίας~

(δ) εάν έχη, μετά του κατηγορουμένου ή του παθόντος, ιδιαιτέραν φιλίαν ή οικειότητα ή έριν ή έχθραν~

(ε) εάν εντός των προηγουμένων πέντε ετών παρέστη ως παθών ή ετέθη υπό ανάκρισιν εις ποινικήν κατά του κατηγορουμένου υπόθεσιν~

(στ) εάν εγνωμοδότησε προηγουμένως διοικητικώς ή ενήργησεν ως ανακριτής, ή ως δικαστής ή παρέστη ως συνήγορος επί της υπό δίκην πράξεως~

(ζ) εάν κατέθεσεν ως μάρτυς περί αυτής.

(2) Αι διατάξεις των παραγράφων (α), (β), (δ), (ε) και (ζ) του εδαφίου (1) εφαρμόζονται και εις τον στρατιωτικόν εισαγγελέα.

(3) Πας στρατοδίκης ή στενογράφος συνειδώς εαυτώ κώλυμα εκ των του εδαφίου (1) ή αιτίαν εξαιρέσεως, οφείλει να ανακοινώση αυτήν εις τον πρόεδρον αφ’ ης λάβη γνώσιν του διορισμού του.

(4) Πας Πρόεδρος συνειδώς εαυτώ κώλυμα ή αιτίαν εξαιρέσεως εκ των του εδαφίου (1) οφείλει να ανακοινώση εις τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστηρίου όστις ορίζει και τον αναπληρωτήν αυτού και πας στρατιωτικός εισαγγελεύς συνειδώς εαυτώ οιονδήποτε τοιούτο κώλυμα ή αιτίαν οφείλει να ανακοινώση αυτήν εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όστις ορίζει και τον αναπληρωτήν αυτού.

Δικαιοδοσία και Αρμοδιότης
Δικαιοδοσία Στρατιωτικού Δικαστηρίου

112.(1) Στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου υπάγονται, αναφορικά με τα στρατιωτικά αδικήματα που διαπράττουν–

(α) οι εν ενεργεία στρατιωτικοί και οι εξομοιούμενοι με νόμο προς αυτούς·

(β) οι στρατιωτικοί που, για οποιοδήποτε λόγο, παύουν να ανήκουν στις τάξεις του στρατού, αναφορικά με στρατιωτικά αδικήματα που έχουν διαπράξει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας τους·

(γ) οι στρατιωτικοί που βρίσκονται σε άδεια, εφόσον η άδεια αυτή δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες·

(δ) οι λιποτάκτες· και

(ε) οι αιχμάλωτοι πολέμου.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου υπάγονται κατ' εξαίρεση–

(α) οι στρατεύσιμοι και οι έφεδροι, αναφορικά με αδικήματα που διαπράττουν κατά τις διατάξεις των άρθρων 67 και 68 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου του 2011, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή αναφορικά με αδικήματα που έχουν διαπράξει κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 των περί της Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 2008, κατά τη διάρκεια της ισχύος των εν λόγω νόμων·

(β) οι έφεδροι, αναφορικά με στρατιωτικά αδικήματα που διαπράττουν κατά τη διάρκεια εκπλήρωσης εφεδρικής υπηρεσίας, στην οποία έχουν κληθεί, ή κατά τη διάρκεια της μετάβασης ή αναχώρησής τους προς ή από το χώρο εκπλήρωσης της εν λόγω υπηρεσίας· και

(γ) ιδιώτες, εφόσον ορίζεται τούτο από τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο ειδικό νόμο.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), εν καιρώ πολέμου, ένοπλης στάσης, κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή επιστράτευσης, στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου υπάγονται, αναφορικά με τα στρατιωτικά αδικήματα που διαπράττουν–

(α) όσοι υπάγονται σε αυτό εν καιρώ ειρήνης·

(β) οι με οποιονδήποτε τρόπο και υπό οποιανδήποτε ιδιότητα υπηρετούντες στο στρατό· και

(γ) όλοι οι ιδιώτες, οι οποίοι, μετά από άδεια αρμόδιας στρατιωτικής αρχής, ασκούν οποιανδήποτε εργασία ή παρέχουν γενικά οποιεσδήποτε υπηρεσίες χρήσιμες για το στρατό.

Εξαιρέσεις εκ του άρθρου 112

113. [Διαγράφηκε]
Συμμέτοχοι κακουργήματος ή πλημμελήματος

114.(1) Συμμέτοχοι κακουργήματος ή πλημμελήματος, ορισμένοι από τους οποίους υπάγονται στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου και ορισμένοι στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων, υπάγονται όλοι στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων.

(2) Σε κάθε περίπτωση, που εμπίπτει στο εδάφιο (1), οι δίκες μπορούν να χωρισθούν, εάν από την ένωσή τους δυνατόν να προκύψει οποιαδήποτε βλάβη.

Συρροή αδικημάτων

114Α. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε διαπράττει περισσότερα από ένα αδικήματα που απορρέουν από τα ίδια ή συναφή πραγματικά γεγονότα, για ορισμένα από τα οποία δικαιοδοσία έχει το Στρατιωτικό Δικαστήριο και για ορισμένα άλλα τα κοινά ποινικά δικαστήρια, υπάγεται για όλα τα αδικήματα στη δικαιοδοσία–

(α) του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, εάν το αδίκημα για το οποίο προβλέπεται βαρύτερη ποινή υπάγεται στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, ή·

(β) των κοινών ποινικών δικαστηρίων, εάν το αδίκημα για το οποίο προβλέπεται βαρύτερη ή ίση ποινή υπάγεται στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων.

Λύσις συγκρούσεως αρμοδιότητας

115. Εν αμφισβητήσει της αρμοδιότητος μεταξύ του στρατιωτικού δικαστηρίου ή των στρατιωτικών δικαστικών αρχών και των κοινών ποινικών δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών την αρμοδιότητα κανονίζει το Ανώτατον Δικαστήριον.

Ποινική Διώξις
Διαταγή προς ποινικήν δίωξιν

116.-(1) Η ποινική δίωξις των μεν υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων αδικημάτων γίνεται πάντοτε αυτεπαγγέλτως, των δε υπό των κοινών ποινικών νόμων συμφώνως προς τας σχετικάς αυτών διατάξεις.

(2) Την ποινικήν δίωξιν ασκεί εν ονόματι της Δημοκρατίας ο Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας.

Μήνυσις ειδικών αδικημάτων

117.-(1) Διά το αδίκημα της λιποταξίας υποβάλλεται μήνυσις υπό του διοικητού της μονάδος ή του προϊσταμένου εν γένει της υπηρεσίας εις ην ανήκει ο λιποτάκτης.

(2) Αναφορικά με τα αδικήματα που προβλέπονται από τα άρθρα 67 και 68 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου του 2011, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, η μήνυση υποβάλλεται, ανάλογα με την περίπτωση, από τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές ή το κέντρο κατάταξης, στο οποίο ο στρατεύσιμος ή ο έφεδρος οφείλει να παρουσιασθεί.

Προδικασία εν γένει
Σκοπός της ανακρίσεως

118.-(1) Σκοπός της στρατιωτικής ανακρίσεως είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, ίνα βεβαιωθή η τέλεσις αδικήματος και αποφασισθή εάν πρέπει να εισαχθή τις εις δίκην επί τούτω.

(2) Κατά ταύτην ενεργείται παν ό,τι δύναται να συντείνη προς ανακάλυψιν της αληθείας, εξετάζεται δε και βεβαιούται εξ επαγγέλματος, όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότης του υπό κατηγορίαν προσώπου, ως και παν στοιχείον αφορών εις την προσωπικότητα αυτού δυνάμενον να επηρεάση την επιμέτρησιν της τυχόν επιβληθησομένης ποινής.

Πότε και από ποιούς διεξάγεται ανάκριση

119.(1) Η ανάκριση, που ενεργείται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τελεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και διεξάγεται, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν διαταγής του προσώπου που έχει δικαίωμα προς τούτο, όπως καθορίζεται στα εδάφια (2), (3) και (4).

(2) Δικαίωμα διεξαγωγής ανάκρισης έχουν─

(α) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Υπουργού Άμυνας, ο Διοικητής·

(β) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Διοικητή, οι διοικητές Μεραρχιών, Ταξιαρχιών, Συνταγμάτων και Τακτικών Διοικήσεων, οι φρούραρχοι, οι στρατοπεδάρχες, οι διοικητές μονάδων, οι διοικητές ανεξάρτητων υπομονάδων και οι διευθυντές στρατιωτικών υπηρεσιών και  καταστημάτων·

(γ) τα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται ως ανακριτές δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού.

(3) Ο Διοικητής, όταν αποφασίζει τη διεξαγωγή ανάκρισης δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), δύναται να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ' οποιονδήποτε αξιωματικό που θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό αυτό.

(4) Καθένας από τους αναφερόμενους στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) δύναται, είτε να διεξάγει την ανάκριση ο ίδιος, είτε να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ’ οποιονδήποτε αξιωματικό που τελεί υπό τις διαταγές του.

(5) Κάθε ανακριτής, κατά τη διεξαγωγή της ανάκρισης, εφαρμόζει όλες τις σχετικές με το θέμα διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

Σύλληψις και προφυλάκισις

120.-(1) Οι αξιωματικοί που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, δικαιούνται να αιτήσωνται παρά του δικαστηρίου την σύλληψιν και προφυλάκισιν του υπό κατηγορίαν προσώπου. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο ενεργών την σύλληψιν και προφυλάκισιν οφείλει όπως εντός είκοσι τεσσάρων ωρών υποβάλη συνοπτικήν έκθεσιν ενώπιον του προέδρου του στρατιωτικού δικαστηρίου διά την έκδοσιν του σχετικού εντάλματος προφυλακίσεως.

(2) Η προφυλάκισις διατάσσεται εκάστοτε διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας.

(3) Διαρκούσης της προφυλακίσεως δύναται ο υπό προφυλάκισιν τελών να αιτήσηται την προσωρινήν διακοπήν της προφυλακίσεως του ότε η σχετική αίτησις εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου διά του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.

(4) Η ανάκρισις εν περιπτώσει προφυλακίσεως του κατηγορουμένου, περατούται εντός είκοσι ημερών και η δικογραφία υποβάλλεται ιεραρχικώς εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διά την περαιτέρω ενέργειαν.

Ενέργεια του εξετάζοντος αξιωματικού

121.-(1) Τα πρόσωπα που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, επιχειρούσιν έκαστος, εντός της αρμοδιότητος του και άνευ αναβολής, πάσας τας αναγκαίας προς βεβαίωσιν του αδικήματος και των υπαιτίων ανακριτικάς πράξεις κατά τας σχετικάς διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

(2) Προκειμένου περί προφυλακισμένου προσώπου ο ενεργών την ανάκρισιν αξιωματικός υποχρεούται να εξετάση αυτόν εντός τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της λήψεως της εντολής.

Αίτησις περί ερεύνης εν καταστήματι μη στρατιωτικών υπηρεσιών

122.-(1) Εάν προς βεβαίωσιν αδικήματος ή προς σύλληψιν τινος υπαγομένου εις την στρατιωτικήν δικαιοδοσίαν πρόκειται, εκτός της περιπτώσεως της επ’ αυτοφώρω πράξεως να εισέλθη στρατιωτική αρχή εις τι κατάστημα πολιτικής υπηρεσίας απευθύνει αύτη τας προς τον σκοπόν τούτον αιτήσεις της προς την αρμοδίαν πολιτικήν αρχήν, ήτις οφείλει να παραδεχθή αυτάς και εν περιπτώσει αρνήσεως ή συγκρούσεως δικαιοδοσίας, να εξασφαλίση την σύλληψιν του καταζητουμένου.

(2) Αιτήσεις άλλων δικαστικών αρχών περί ερεύνης εν στρατιωτικώ καταστήματι οφείλει να παραδεχθή η στρατιωτική αρχή και εν περιπτώσει συγκρούσεως δικαιοδοσίας να εξασφαλίση την σύλληψιν του καταζητουμένου.

Διατυπώσεις της κατ’ οίκον ερεύνης

123.-(1) Οι επί της ανακρίσεως στρατιωτικοί δύνανται να ενεργώσι κατ’ οίκον ερεύνας συμμορφούμενοι προς τας σχετικάς διατάξεις του υφισταμένου δικαίου.

(2) Κατ’ αυτήν δέον να αποφεύγηται επιμελώς πάσα περιττή δημοσιότης και ενόχλησις των ενοίκων προς δε να καταβάλληται μέριμνα διά την υπόληψιν αυτών και την διαφύλαξιν ατομικών μυστικών μη εχόντων σχέσιν με την κατηγορουμένην πράξιν, πάσα δε ενέργεια γενικώς να διέπηται υπό των κανόνων της ευπρεπείας και κοσμιότητος. Απαραίτητος τυγχάνει ή παρουσία του ενοίκου ή τινος των γειτόνων.

Υποβολή του φακέλου της ανάκρισης

124.(1) Ο φάκελος της ανάκρισης, μαζί με το πόρισμα και όλα τα σχετικά έγγραφα στοιχεία, υποβάλλονται μέσω των προϊσταμένων αρχών, χωρίς αναβολή, στο Διοικητή, ο οποίος–

(α) εάν υπάρχει μαρτυρία για πιθανή διάπραξη ποινικού αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο, διαβιβάζει το φάκελο της ανάκρισης στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να αποφασίσει κατά πόσο θα ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του εν λόγω προσώπου· ή

(β) εάν δεν υπάρχει μαρτυρία για πιθανή διάπραξη ποινικού αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο, θέτει το φάκελο της ανάκρισης στο αρχείο.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) και οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού, ο Διοικητής, σε περίπτωση που κρίνει ότι από τα στοιχεία του φακέλου της ανάκρισης προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από οποιοδήποτε στρατιωτικό, δύναται–

(α) αφού προηγουμένως δώσει σ’ αυτόν τη δυνατότητα να ακουσθεί, να του επιβάλει την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, πειθαρχική ποινή, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του, που καθορίζεται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς του Στρατού της Δημοκρατίας του 1962 μέχρι 1981 ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 μέχρι 1979, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται. ή

(β) εάν κρίνει ότι η δικαιοδοσία του δεν είναι επαρκής για το πειθαρχικό παράπτωμα που διαπράχθηκε, να δώσει οδηγίες για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον του εν λόγω στρατιωτικού, όπως καθορίζεται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς του Στρατού της Δημοκρατίας του 1962 μέχρι 1981 ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 μέχρι 1979, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

Δήλωσις εξαιρέσεως του ανακριτού

125. Εάν ο ανακριτής σύνοιδεν εαυτώ αιτίαν τινά εξαιρέσεως, οφείλει να αναφέρη τους περί ταύτης λόγους εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όστις μετά τούτο αναθέτει την ενέργειαν της ανακρίσεως εις έτερον ανακριτήν.

Δικαιώματα του ενεργούντος την ανάκρισιν

126.-(1) Κατά την ενέργειαν αυτοψίας, ερεύνης και κατασχέσεως τα πρόσωπα που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, έχουσι δικαίωμα να κλείωσιν ολοκλήρους κατοικίας ή μέρος αυτών, να επιθέτωσι σφραγίδας, να διορίζωσι φύλακας και εν γένει να λαμβάνωσι πάντα τα πρόσφορα μέτρα, ώστε να μη εξαφανισθώσιν αντικείμενα χρήσιμα εις την ανάκρισιν, μηδέ να απομακρυνθώσιν ή υπεκφύγωσι τας ερεύνας των άνθρωποι ύποπτοι.

(2) Εάν κατά την ενέργειαν των ανωτέρω ή άλλων ανακριτικών πράξεων διαταράττη τις καθ’ οιονδήποτε τρόπον την ησυχίαν και την ευταξίαν ή εναντιώται εις τα διαταχθέντα μέτρα, διατάσσεται η απομάκρυνσις αυτού.

Σωματική έρευνα

127. Σωματική έρευνα ενεργείται τηρουμένων των διατάξεων του υφισταμένου δικαίου όταν κρίνεται αναγκαίον ένεκα σπουδαίων λόγων, διά την ανακάλυψιν της αληθείας και κατά τρόπον μη θίγοντα, κατά το εφικτόν, την αιδώ του προσώπου.

Ένταλμα συλλήψεως

128.-(1) Εάν ο κληθείς κατηγορούμενος δε εμφανισθή εξ απειθείας ή είναι απών και ο ανακριτής φρονεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής κατ’ αυτού επί τη κατηγορουμένη πράξει, αιτείται την έκδοσιν εντάλματος συλλήψεως.

(2) Το ένταλμα συλλήψεως κοινοποιείται εις τον συλλαμβανόμενον κατά την ώραν της συλλήψεως προς ον γνωστοποιούνται και οι λόγοι της συλλήψεως του.

Σύλληψις στρατιωτικών

129.-(1) Στρατιωτικός διαπράττων οιονδήποτε επ’ αυτοφώρω αδίκημα συλλαμβάνεται υπό οιουδήποτε παρόντος στρατιωτικού ανωτέρου βαθμού ή στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε στρατιωτικά αστυνομικά καθήκοντα ή οιουδήποτε αστυνομικού συμφώνως προς το άρθρον 14 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή ατόμου συμφώνως προς το άρθρον 15 του αυτού νόμου.

(2) Εις οιανδήποτε άλλην περίπτωσιν η σύλληψις στρατιωτικού ενεργείται εις εκτέλεσιν του παρ’ οιουδήποτε δικαστηρίου εκδιδομένου σχετικού εντάλματος κατόπιν εντολής του Διοικητού είτε υπό στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε την εκτέλεσιν τοιούτου εντάλματος είτε υπό μέλους της Αστυνομίας της Δημοκρατίας εξουσιοδοτημένου προς τούτο υπό του Αρχηγού της Αστυνομίας.

Τρόπος συλλήψεως

130.-(1) Σύλληψις δεν δύναται να εκτελεσθή επί πειθαρχική ποινή κατά των επιτετραμμένων την εκτέλεσιν-

(α) εντός οικοδομήματος προωρισμένου εις την θείαν λατρείαν διαρκούσης της ιερουργίας~

(β) εν καιρώ νυκτός εις ιδιωτικήν οικίαν άνευ της συγκαταθέσεως του ενοίκου.

(2) Δεν είναι επιτρεπτή η άσκησις βίας άνευ ανάγκης, επιβάλλεται δε η δέσμευσις του συλλαμβανομένου εάν ούτος απειθή ή είναι ύποπτος φυγής.

Ένταλμα προφυλακίσεως

131.-(1) Μετά την υπό του ανακριτού απαγγελίαν της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου ο ανακριτής, εφ’ όσον υπάρχουσιν ενδείξεις ενοχής κατ’ αυτού δύναται να αιτήσηται αρμοδίως την έκδοσιν εντάλματος προφυλακίσεως επί τη επιδείξει του οποίου ο δεσμοφύλαξ δέχεται αυτόν ή να αφήση προσωρινώς ελεύθερον τον συλληφθέντα, εάν ούτος δεν είναι αποδεδειγμένως ύποπτος φυγής ή υπότροπος, ή καθ’ έξιν, ή εξ επαγγέλματος εγκληματίας, ή εάν δεν υπάρχη βάσιμος υπόνοια ότι απολυόμενος θέλει δυσχεράνει την ανάκρισιν ή εξαλείψει τα ίχνη της κολασίμου πράξεως.

(2) Τούτο διαλαμβάνει μεν όσα και το ένταλμα συλλήψεως αλλά με μεγαλυτέραν ακρίβειαν περιγράφεται το διωκόμενον αδίκημα και η εφαρμοστέα ποινική διάταξις.

Επί συμμετοχής και άλλων εις το αδίκημα

132. Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνη την δίωξιν κατά πάντων των συμμετασχόντων εις την πράξιν, εάν δε τινες τούτων δεν υπάγονται εις την αρμοδιότητα του στρατιωτικού δικαστηρίου, ανακοινοί τούτο εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όστις διαβιβάζει την υπόθεσιν εις την αρμοδίαν δικαστικήν αρχήν.

Προκύψαντος και ετέρου αδικήματος

133. Εάν, εν τη ερεύνη υποθέσεως τινός, προκύψωσιν ενδείξεις τελέσεως και ετέρου αδικήματος, εκτός εκείνου, εφ’ ω διετάχθη ανάκρισις, ο ενεργών την ανάκρισιν υποχρεούται όπως ανακοινώση τούτο εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ίνα ενεργήση τα καθ’ εαυτόν.

Κλήσις και εξέτασις μαρτύρων

134. Οι μάρτυρες καλούνται και εξετάζονται πάντοτε κατά τας διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

Ένδικα μέσα

135. Κατά πάσης υπό του στρατιωτικού δικαστηρίου εκδιδομένης αποφάσεως επιτρέπονται πάντα τα υπό του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 προβλεπόμενα μέσα κατ’ αποφάσεως πρωτοδίκων δικαστηρίων.

Ανασταλτική δύναμις ενδίκων μέσων

136.-(1) Το εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθέν ένδικον μέσον αναστέλλει την εκτέλεσιν της αποφάσεως εάν δι’ αυτού επεβλήθησαν αι ποιναί, της καθαιρέσεως, της εκπτώσεως ή οιαδήποτε άλλη συνεπαγομένη στέρησιν βαθμού, αλλά μόνον ως προς αυτάς.

(2) Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν προκειμένου περί αποφάσεως επιβαλλούσης ποινήν φυλακίσεως μη υπερβαινούσης το εν έτος, δύναται το στρατιωτικόν δικαστήριον αιτήσει του καταδικασθέντος να διακόπτη την εκτέλεσιν της ποινής της επιβληθείσης υπό της διά της ασκήσεως του ενδίκου μέσου προσβαλλομένης αποφάσεως.

(3) Το κατά της αθωωτικής αποφάσεως ένδικον μέσον δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν.

Επιμέλεια εκτελέσεως των αποφάσεων

137. Της εκτελέσεως της αποφάσεως επιμελείται αυτεπαγγέλτως ο πρόεδρος του εκδόσαντος αυτήν στρατιωτικού δικαστηρίου, όστις, διαβιβάζει αντίγραφον της αποφάσεως μετά σχετικής παραγγελίας, εις τον Διοικητήν, ούτος δε διατάσσει την υπό ασφαλή συνοδείαν παράδοσιν του καταδικασθέντος εις την φυλακήν συντασσομένης εκθέσεως υπό του διευθυντού ή υποδιευθυντού της φυλακής, υπογραφομένης παρ’ αυτού και συναπτομένης εις τον φάκελλον της δικογραφίας.

Ισχύς γενικών και ειδικών δικονομικών διατάξεων

138. Περί των αντικειμένων περί ων δεν προβλέπει ειδικώς ο παρών Νόμος εφαρμόζονται αι διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και παντός ετέρου ειδικού επί εκάστης περιπτώσεως νόμου και κανονισμού.