ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος του 2006.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

«άγαμος γονέας» [Διαγράφηκε]·

«αιτητής» σημαίνει πρόσωπο που αιτείται δημόσιο βοήθημα ή υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα» σημαίνει ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού βάσει του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμον·

«ανάπηρος» σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ’ αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία·

«βασικές ανάγκες» περιλαμβάνουν τροφή, απαραίτητη ένδυση και υπόδηση, υδατοπρομήθεια, καύσιμα, φωτισμό, είδη υγιεινής διαβίωσης, καθώς επίσης ανάγκες σχετικές με την προσωπική άνεση του αιτητή και κάθε προσώπου που εξαρτάται από αυτόν·

«δημόσιο βοήθημα» σημαίνει βοήθημα σε μετρητά ή σε είδος, με βάση το μηνιαίο επίδομα ή με άλλο τρόπο·

«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή τον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του·

«ειδικές ανάγκες» περιλαμβάνουν στέγαση, φροντίδα, καθώς και άλλες ανάγκες οι οποίες προκύπτουν από την ψυχική ή σωματική υγεία ή οποιαδήποτε ανικανότητα του αιτητή ή του λήπτη ή των εξαρτωμένων του και των οποίων η ικανοποίηση θα μειώσει το βαθμό εξάρτησής τους από το δημόσιο βοήθημα ή θα συμβάλει ουσιαστικά στην περιφρούρηση της αξιοπρέπειάς τους·

«εισόδημα και οικονομικοί πόροι» σε σχέση με οποιοδήποτε αιτητή ή λήπτη περιλαμβάνουν:

(α) Καθαρό εισόδημα από την εργασία, την περιουσία και οποιαδήποτε σύνταξη·

(β) εισόδημα από εισφορές προσώπων που είναι υπεύθυνα, σύμφωνα με το Νόμο, να συντηρούν τον αιτητή ή λήπτη·

(γ) εισόδημα ή χορήγημα ή άλλο ωφέλημα που παρέχεται από τη Δημοκρατία·

(δ) εισόδημα από το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή από οποιοδήποτε άλλο Σχέδιο· και

(ε) καθαρό εισόδημα, χορήγημα ή άλλο ωφέλημα, το οποίο ο αιτητής ή λήπτης λαμβάνει ή δικαιούται με βάση οποιοδήποτε νόμο να λάβει από οποιαδήποτε πηγή το οποίο ο Διευθυντής θεωρεί κατάλληλο να ληφθεί υπόψη·

«εκούσια άνεργος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο επίμονα αρνείται εργασία την οποία αυτό είναι ικανό να εκτελέσει ή, αν ήδη απασχολείται σε πλήρη ή μερική βάση, αρνείται νέα πιο προσοδοφόρα εργασία ή συμπληρωματική εργασία την οποία είναι ικανό να εκτελέσει ή αρνείται να παρακολουθήσει σειρά μαθημάτων για σκοπούς εκπαίδευσης ή κατάρτισης ή αρνείται να υποστεί ιατρική περίθαλψη ή εξέταση, η οποία θα υποβοηθούσε αυτό να εξασφαλίσει προσοδοφόρα εργασία ή αρνείται να αποδείξει την ανικανότητά του για εργασία·

«έκρυθμη κατάσταση» σημαίνει την κατάσταση που δημιουργήθηκε ως συνέπεια της τουρκικής εισβολής και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση που θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της κατάστασης αυτής·

«εκτοπισμένος» έχει την έννοια που δίδεται σε αυτόν σύμφωνα με τον περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα Νόμο·

«ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές» σημαίνει τις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η κυβέρνηση της Δημοκρατίας ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο∙

«εξαρτώμενο πρόσωπο» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο ο αιτητής ή λήπτης έχει υποχρέωση να συντηρεί δυνάμει του άρθρου 12·

«Ευρωπαίος πολίτης» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους συμβαλλόμενου μέρους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαίου 1992 και η οποία κυρώθηκε με τον περί της Συμφωνίας Συμμετοχής της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και της Τελικής Πράξης (Κυρωτικό) Νόμο του 2004, και περιλαμβάνει και τα μέλη της οικογένειας ευρωπαίου πολίτη κατά την έννοια των περί της Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμων του 2003 και 2004∙

«Ευρωπαίος πολίτης που διατηρεί την ιδιότητα του μισθωτού ή του αυτοαπασχολούμενου» σημαίνει τον ευρωπαίο πολίτη που άσκησε το δικαίωμα διαμονής του στη Δημοκρατία για την άσκηση μισθωτής ή για την άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας και δεν είναι πλέον μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) είναι προσωρινά ανίκανος προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος∙

(β) έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στο κατά τόπο αρμόδιο Γραφείο Εργασίας∙

(γ) έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών έχει καταγραφεί στο κατά τόπους αρμόδιο Γραφείο Εργασίας ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία:

Νοείται ότι στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο των έξι μηνών∙

(δ) παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης:

Νοείται ότι, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος είναι ακουσίως άνεργος, η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζομένου προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και της κατάρτισης∙

«καθαρό εισόδημα» σημαίνει το εισόδημα που απομένει, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν, για απόκτηση του ακαθάριστου εισοδήματος·

«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«λήπτης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο λαμβάνει δημόσιο βοήθημα ή υπηρεσία ή για το οποίο παρέχεται τέτοιο βοήθημα ή υπηρεσία·

«μόνος γονέας» [Διαγράφηκε]·

«συγγενής» σημαίνει γονέα, τέκνο, σύζυγο και σε περίπτωση εξώγαμου τέκνου, πρόσωπο που θα είχε την ίδια συγγένεια με αυτό αν δεν ήταν εξώγαμο·

«υπήκοος τρίτης χώρας» σημαίνει πρόσωπο το οποίο δεν είναι Ευρωπαίος πολίτης∙

«Υπηρεσίες» σημαίνει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

«φροντίδα» σημαίνει την παροχή υπηρεσιών περιποίησης, πρακτικής βοήθειας και εξυπηρέτησης σε άτομο το οποίο, λόγω της σωματικής, πνευματικής ή ψυχολογικής του κατάστασης, αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί σε τομείς, οι οποίοι είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή του και την ομαλή προσωπική και κοινωνική του λειτουργικότητα με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ
Παροχή δημόσιου βοηθήματος

3.- (1) Σε κάθε πολίτη της Δημοκρατίας ο οποίος:

(α) έχει τη νόμιμη συνήθη διαμονή του, για συνεχή περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και

(β) του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η προϋπόθεση για συνήθη διαμονή τουλάχιστον ενός έτους που προβλέπεται στην παράγραφο (α) ανωτέρω δε θα ισχύει στις περιπτώσεις πολιτών της Δημοκρατίας που έχουν επαναπατρισθεί ή είναι ανάπηροι ή είναι ηλικίας κάτω του ενός έτους.

(2) Σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος:

(α) έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία και ο οποίος διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και

(β) του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος ασκεί το δικαίωμα διαμονής του στη Δημοκρατία για την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας ή για την άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας ή που διατηρεί την ιδιότητα του μισθωτού ή του αυτοαπασχολούμενου, και ο οποίος:

(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και

(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι Ευρωπαίοι πολίτες οι οποίοι δεν διατηρούν την ιδιότητα του μισθωτού ή του αυτοαπασχολούμενου και οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα διαμονής τους στη Δημοκρατία προκειμένου να αναζητήσουν εργασία, για όσο χρονικό διάστημα αναζητούν εργασία, δεν έχουν δικαίωμα σε δημόσιο βοήθημα.

(4) Σε κάθε ευρωπαίο πολίτη ο οποίος:

(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές για περίοδο άνω των τριών μηνών,

(β) απέκτησε το δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία διότι απέδειξε ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του ή λόγω παρακολούθησης σπουδών, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του, και

(γ) στη συνέχεια απώλεσε τους πιο πάνω αναφερόμενους πόρους με αποτέλεσμα τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί του πόροι να μην επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(5) Σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος έχει είτε καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία είτε καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε άλλο κράτος μέλος και άδεια μετανάστευσης στη Δημοκρατία, ο οποίος:

(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και

(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών και για τη στέγασή του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(6) Σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος κατέχει νομικό καθεστώς που προβλέπεται στους περί Προσφύγων Νόμο και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εξαιρουμένων των αιτητών ασύλου και των προσώπων με καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, ο οποίος:

(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και

(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(7) [Διαγράφηκε]

(8) Σε κάθε πρόσωπο το οποίο αποτελεί θύμα κατά την έννοια του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου ή/και κατά την έννοια του Πρωτοκόλλου για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Εμπορίας Προσώπων, Ιδιαίτερα των Γυναικών και Παιδιών, το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στο Διεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα όπως αυτό κυρώθηκε από τον περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικό) Νόμο, το οποίο:

(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και

(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(9) Το δημόσιο βοήθημα παρέχεται σε όλες τις πιο πάνω αναφερόμενες περιπτώσεις, ύστερα από αίτηση που υποβάλλει προσωπικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή, εάν κωλύεται προς τούτο λόγω της πνευματικής ή ψυχολογικής του κατάστασης, δι’ αντιπροσώπου.

(10) Δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται:

(α) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία:

Νοείται ότι, εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, ο Διευθυντής δύναται να εγκρίνει την παροχή δημόσιου βοηθήματος στα ακόλουθα πρόσωπα, έστω και αν αυτά απασχολούνται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία:

(i) σε ανάπηρα πρόσωπα,

(ii) [Καταργήθηκε],

(iii) σε γονέα που έχει τέσσερα τουλάχιστον εξαρτώμενα τέκνα, τα οποία διαμένουν μαζί του, ή

(iv) σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, λόγω εξαιρετικά σοβαρών οικογενειακών περιστάσεων, χρειάζεται οικονομική βοήθεια για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος διάσπασης ή διάλυσης της οικογένειάς του·

(β) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής εκούσια παραμένει άνεργος ή εκούσια υποαπασχολείται ή αρνείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης εγκεκριμένο από οποιαδήποτε αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι είναι ανίκανος για εργασία, ο Διευθυντής μπορεί, αν κρίνει σκόπιμο, να τον παραπέμψει προς εξέταση από τη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα που αναφέρεται στο εδάφιο (13) του παρόντος άρθρου και να αποφασίσει, αφού ακούσει τις απόψεις της εν λόγω Ομάδας·

(γ) για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη από ένα ημερολογιακό μήνα, κατά την οποία ο αιτητής απουσιάζει από τη Δημοκρατία·

(δ) για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη από ένα ημερολογιακό μήνα, κατά την οποία ο αιτητής εισήχθηκε σε νοσοκομείο ή άλλο ίδρυμα με δαπάνες της Δημοκρατίας ή δωρεάν:

Νοείται ότι ο Διευθυντής μπορεί να συνεχίσει την παροχή δημόσιου βοηθήματος:

(i) για την κάλυψη προσωπικών αναγκών του αιτητή, οι οποίες δεν καλύπτονται από το νοσοκομείο ή το ίδρυμα στο οποίο διαμένει ή από άλλους κρατικούς πόρους· και

(ii) για την κάλυψη για περίοδο μέχρι τρεις μήνες δαπανών υδατοπρομήθειας, ηλεκτρισμού και ενοικίου κατοικίας, στην οποία ο αιτητής θα επιστρέψει μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο ή το ίδρυμα·

(ε) αν το μέρος της κατοικίας του αιτητή ή το μέρος της κατοικίας οποιουδήποτε προσώπου που διαμένει στη Δημοκρατία και είναι υπόχρεο σύμφωνα με το νόμο να το συντηρεί, δεν είναι ελεύθερα προσιτό στο Διευθυντή, σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, για τη διεξαγωγή έρευνας, η οποία δυνατό να θεωρηθεί αναγκαία για τους σκοπούς του Νόμου αυτού:

Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να εγκρίνει την παροχή βοήθειας σε πρόσωπο που αποκλείεται με αυτόν τον τρόπο·

(στ) αν ο αιτητής, εκτός από την οικία στην οποία δυνατό να διαμένει, κατέχει κινητή ή ακίνητη περιουσία την οποία παραλείπει να αναπτύξει ή εκμεταλλευθεί με τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημά του ή να βελτιώσει τους οικονομικούς του πόρους ή να τον καταστήσει αυτοσυντήρητο·

(ζ) αν η οικία στην οποία ο αιτητής διαμένει είναι τέτοιας αξίας, ώστε με τη χρησιμοποίηση ή αξιοποίησή της, στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό, θα βελτιώνονταν οι οικονομικοί του πόροι ή θα καθίστατο αυτοσυντήρητος·

(η) αν ο αιτητής αρνείται να αναλάβει προσοδοφόρα εργασία, εκτός αν κρίνεται από το Διευθυντή απαραίτητη η παρουσία του στο σπίτι για σκοπούς φροντίδας των ανήλικων τέκνων του ή άλλων εξαρτώμενων μελών της οικογένειας·

(θ) αν ο αιτητής αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία στο Διευθυντή σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση ή σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα το οποίο θα επηρεάσει, κατά ουσιώδη τρόπο, οποιαδήποτε σχέδια ή οποιεσδήποτε αποφάσεις που θα ληφθούν από το Διευθυντή αναφορικά με την αποκατάστασή του ή το δικαίωμά του για δημόσιο βοήθημα.

(11) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) μέχρι (9) και της παραγράφου (γ) του εδαφίου (10) του άρθρου αυτού, δεν εκπίπτει του δικαιώματός του για δημόσιο βοήθημα:

(α) Ανάπηρος ή ασθενής ο οποίος απουσιάζει από τη Δημοκρατία, με βάση ιατρική βεβαίωση, για λόγους υγείας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες,

(β) ανάπηρος ο οποίος φοιτά σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Κύπρο ή στο εξωτερικό για σκοπούς απόκτησης εφοδίων που θα συμβάλουν στην απεξάρτησή του από το δημόσιο βοήθημα, νοουμένου ότι η χρονική διάρκεια της εκπαίδευσής του δεν υπερβαίνει το ένα έτος από την ελάχιστη απαιτούμενη περίοδο φοίτησης που το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα καθορίζει για τη συμπλήρωση των σπουδών για απόκτηση του σχετικού καταληκτικού πιστοποιητικού ή διπλώματος ή τίτλου, πτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου:

Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να παρατείνει την παροχή δημόσιου βοηθήματος πέραν της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου·

(γ) άτομο το οποίο κατά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του τελούσε υπό τη φροντίδα του Διευθυντή και φοιτά σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Κύπρο ή στο εξωτερικό, για σκοπούς απόκτησης εφοδίων που θα συμβάλουν στην επαγγελματική του αποκατάσταση:

Νοείται ότι η χρονική διάρκεια παροχής δημόσιου βοηθήματος θα είναι η προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) ανωτέρω.

(12) Τηρουμένων των ανωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περιπτώσεις όπου η αναπηρία προσώπου που υπέβαλε αίτηση για δημόσιο βοήθημα είναι προβλεπτής διάρκειας, ο Διευθυντής μπορεί να παρέχει τέτοιο βοήθημα ως αναπηρικό επίδομα, εάν κρίνει τούτο αναγκαίο.

(13) Εάν η αίτηση για δημόσιο βοήθημα που υποβάλλεται από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανάπηρος, απορριφθεί και στη συνέχεια ο αιτητής ζητήσει επανεξέταση της αίτησής του, ο Διευθυντής προβαίνει στην επανεξέταση, αφού ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, η οποία καθιδρύεται και λειτουργεί με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο:

(14) Εάν οποιοσδήποτε αιτητής που πληροί τις προϋποθέσεις παροχής σ΄ αυτόν δημόσιου βοηθήματος, κατέχει, εκτός από την οικία στην οποία διαμένει, άλλη ακίνητη ή κινητή περιουσία, της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται από το Διευθυντή ως μη εφικτή, παρέχεται σ’ αυτόν το δημόσιο βοήθημα το οποίο θα ανακτάται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27.

(15) Για σκοπούς εφαρμογής του ανωτέρου εδαφίου (14) και του άρθρου 27, ο Διευθυντής μπορεί, πριν από την απόφασή του για παροχή δημόσιου βοηθήματος στον αιτητή, να επιβάλει απαγόρευση επί ολόκληρης ή μέρους της ακίνητης περιουσίας του της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται με βάση το εδάφιο (14) ως μη εφικτή. Η απαγόρευση επιβάλλεται ύστερα από συνεννόηση με το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών.

(16) Για τους σκοπούς του εδαφίου (15), ο όρος “απαγόρευση” έχει την έννοια που του αποδίδεται από το εδάφιο (5)(β) του άρθρου 12 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.

Δημόσιο βοήθημα σε έκτακτες περιπτώσεις

4. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου, ο Διευθυντής μπορεί να παρέχει δημόσιο βοήθημα σε άτομο το οποίο ευρίσκεται σε επείγουσα ανάγκη του βοηθήματος αυτού, ως αποτέλεσμα ειδικών προσωπικών περιστάσεων ή απροσδόκητης ή έκτακτης κατάστασης που επηρεάζει το εν λόγω άτομο. Ενεργώντας για το σκοπό αυτό, ο Διευθυντής δύναται να παραβλέψει την ανάγκη διεξαγωγής πλήρους έρευνας σε σχέση με το άτομο αυτό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 ή την προσήλωσή του σε αυστηρή συμμόρφωση με τις διατάξεις των Κανονισμών που διέπουν τη διαδικασία παροχής του βοηθήματος.

Απόφαση κατά πόσο ένα πρόσωπο πληροί τους όρους για βοήθεια

5. Η απόφαση αν κάποιος αιτητής ή λήπτης πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή σ’ αυτόν δημόσιου βοηθήματος καθώς και για το ύψος του βοηθήματος το οποίο δικαιούται, αποτελεί καθήκον του Διευθυντή και κάθε τέτοια απόφαση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν:

Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται να αναθέτει σε οποιοδήποτε Λειτουργό των Υπηρεσιών του ή σε επιτροπή αποτελούμενη από Λειτουργούς των Υπηρεσιών του ή από άλλα άτομα, να εξετάζει ορισμένα θέματα που αναφύονται από την αίτηση και να υποβάλλει στον ίδιο σχετική έκθεση.

Ποσό δημόσιων βοηθημάτων

6. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσό του δημόσιου βοηθήματος το οποίο παρέχεται σε κάποιο άτομο για ικανοποίηση των βασικών ή ειδικών αναγκών του, είναι το ποσό κατά το οποίο το εισόδημα και οι οικονομικοί του πόροι υπολείπονται του ποσού που είναι αναγκαίο για ικανοποίηση των εν λόγω αναγκών του, όπως τούτο καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι το ποσό του δημόσιου βοηθήματος που παρέχεται για κάλυψη βασικών ή ειδικών αναγκών δεν θα είναι μικρότερο των πέντε λιρών.

Συγκατοίκηση προσώπων

7. Εάν ο αιτητής συγκατοικεί με το σύζυγό ή τη σύζυγό του, τότε, για να διαπιστωθεί κατά πόσο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για την παροχή σ’ αυτόν δημόσιου βοηθήματος και για τον προσδιορισμό του ύψους του εν λόγω βοηθήματος, λαμβάνονται υπόψη, ως σύνολο, τόσο οι ανάγκες και των δύο, όσο και τα εισοδήματα και οι οικονομικοί τους πόροι. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση δύο προσώπων τα οποία συζούν ως σύζυγοι.

Ειδικές ανάγκες

8. Τα ποσά που καταβάλλονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για την παροχή σ’ αυτό δημόσιου βοηθήματος, περιλαμβάνουν ποσά για την κάλυψη ειδικών αναγκών του ατόμου αυτού ως εξής:

(α) αν ο ίδιος ή οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του το οποίο έχει υποχρέωση να συντηρήσει, έχει ανάγκη φροντίδας ή χρειάζεται άμεσα ένδυση ή οικιακό εξοπλισμό ή αντιμετωπίζει άλλες ειδικές προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες, παραχωρείται από το Διευθυντή επιπρόσθετη βοήθεια, η οποία κρίνεται αναγκαία, νοουμένου ότι οι δαπάνες για τη συγκεκριμένη ανάγκη δεν καλύπτονται από άλλους κρατικούς πόρους·

(β) αν ο ίδιος δε διαθέτει ή δε δύναται να εξασφαλίσει δωρεάν στέγη ή κατάλυμα και ζει σε υποστατικό με ενοίκιο, ο Διευθυντής καταβάλλει σ’ αυτόν το ποσό ενοικίου που δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατόν του ποσού που έχει ορισθεί για τις βασικές του ανάγκες, με ανώτατο όριο τις τριακόσιες πενήντα λίρες μηνιαίως:

Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιτρέπει την πληρωμή μεγαλύτερου ποσού ενοικίου μέχρι και ολόκληρο το καταβαλλόμενο ενοίκιο, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει τούτο αναγκαίο:

Νοείται περαιτέρω ότι το ποσό που καταβάλλεται για ενοίκιο θα μειώνεται κατά:

(i) το ποσό οποιωνδήποτε προσόδων από υπενοικίαση οποιουδήποτε τμήματος του υποστατικού σε σχέση με το οποίο καταβάλλεται το ενοίκιο,

(ii) το ποσό οποιασδήποτε συνεισφοράς η οποία, κατά τη γνώμη του Διευθυντή, έπρεπε να καταβάλλεται ως ενοίκιο από τα μη εξαρτώμενα τέκνα του ή άλλα πρόσωπα τα οποία διαμένουν μαζί του, και

(iii) το ποσό που καταβάλλεται στο λήπτη για ενοίκιο από οποιαδήποτε άλλη πηγή·

(γ) αν ο ίδιος κατοικεί σε ιδιόκτητο υποστατικό, ο Διευθυντής καταβάλλει:

(i) στο πρόσωπο ή στον οργανισμό που τυχόν έχει παραχωρήσει δάνειο για ανέγερση του εν λόγω υποστατικού, το ποσό που καταβάλλεται περιοδικά για εξόφληση του δανείου και των τόκων του, μέχρι όμως του ποσού που θα μπορούσε να καταβληθεί με βάση την παράγραφο (β) ανωτέρω και υπό την προϋπόθεση ότι, το δάνειο είχε συναφθεί ένα τουλάχιστο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης για δημόσιο βοήθημα, εκτός αν ο Διευθυντής ικανοποιηθεί ότι το δάνειο είχε συναφθεί καλόπιστα· ή

(ii) στον ίδιο, ποσό μέχρι χίλιες λίρες για δαπάνες επιδιορθώσεων του υποστατικού εφόσον αυτές εγκρίθηκαν προηγουμένως από το Διευθυντή·

(δ) Ο Διευθυντής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιτρέπει την καταβολή ποσού μέχρι επτακόσιες πενήντα λίρες, σε λήπτες οι οποίοι διαμένουν για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών σε υποστατικά μη ιδιόκτητα και στα οποία αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να διαμένουν για περαιτέρω περίοδο μεγαλύτερη του ενός έτους·

(ε) αν ο ίδιος ή εξαρτώμενό του πρόσωπο έχει ανάγκη επαγγελματικής εκπαίδευσης ή εργαλείων ή άλλου εξοπλισμού, με τα οποία θα καταστεί υπό κανονικές συνθήκες οικονομικά αυτοσυντήρητος ή θα μειωθεί ο βαθμός εξάρτησής του από το δημόσιο βοήθημα, ο Διευθυντής δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να εξουσιοδοτήσει την πληρωμή χορηγήματος σ’ αυτόν, το οποίο δε θα υπερβαίνει τις χίλιες λίρες σε σχέση με τις ανάγκες αυτές·

(στ) ο Διευθυντής δύναται να επιτρέπει την πληρωμή ποσού που δε θα υπερβαίνει τις εκατό λίρες κάθε χρόνο, για την κάλυψη δαπανών για θέρμανση·

(ζ) επιπρόσθετα από οποιοδήποτε ποσό που χορηγείται για ειδικές ανάγκες, σε περίπτωση ανάπηρου προσώπου, θα παρέχεται και ειδικό επίδομα για προσωπικές ανάγκες, ίσο με το μισό του επιδόματος που χορηγείται στο εν λόγω ανάπηρο πρόσωπο για βασικές ανάγκες·

(η) ο Διευθυντής δύναται να εγκρίνει πρόσθετο επίδομα ίσο με το ύψος της απαιτούμενης εισφοράς στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αν ο λήπτης διέκοψε για σοβαρό λόγο την εισφορά του και η συνέχισή της θα βοηθήσει στην απεξάρτησή του από το δημόσιο βοήθημα ή θα μειώσει το ύψος του δημόσιου βοηθήματος· και

(θ) ο Διευθυντής καταβάλλει στο λήπτη τα ποσά που οφείλει να πληρώσει ως δημοτικούς φόρους ή άλλους παρόμοιους φόρους.

Εισοδήματα τα οποία δεν υπολογίζονται

9-(1) Τα ακόλουθα εισοδήματα και οικονομικοί πόροι ενός αιτητή ή λήπτη δε λαμβάνονται υπόψη για την παροχή δημόσιου βοηθήματος ή για τον καθορισμό του ύψους τέτοιου βοηθήματος:

(α) Καθαρό μηνιαίο εισόδημα:

(i) μέχρι πενήντα λίρες, όταν προέρχεται από εργασία του αιτητή ή λήπτη, ή

(ii) μέχρι τριακόσιες λίρες, όταν προέρχεται από εργασία και ο αιτητής ή η αιτήτρια ή η σύζυγος ή ο σύζυγος, αντίστοιχα, είναι ανάπηρο πρόσωπο, ή

(iii) μέχρι εκατό λίρες, όταν προέρχεται από εργασία και ο αιτητής ή η αιτήτρια είναι άνω των 63 ετών ή είναι ψυχικά ασθενής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου·

(β) [Καταργήθηκε]·

(γ) οποιοδήποτε βοήθημα γάμου δυνάμει του Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

(δ) αποταμιεύσεις του αιτητή ή λήπτη μέχρι του ποσού των δύο χιλιάδων λιρών και αποταμιεύσεις οποιουδήποτε μέλους της οικογένειάς του, το οποίο έχει νομική ευθύνη να τον συντηρεί, μέχρι του ποσού των χιλίων λιρών, νοουμένου ότι το ανώτατο ποσό αποταμιεύσεων για όλα τα μέλη της οικογένειάς του δε θα υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες·

(ε) κάθε χρηματικό ωφέλημα δυνάμει του περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμου·

(στ) οποιαδήποτε συνεισφορά τέκνων αιτητή ή λήπτη που διαμένουν στο εξωτερικό ή συνεισφορά αγαθοεργού ή φιλανθρωπικού ιδρύματος·

(ζ) [Καταργήθηκε]·

(η) το επίδομα βαριάς κινητικής αναπηρίας που παρέχεται από την Υπηρεσία Μέριμνας Αναπήρων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

(θ) το επίδομα διακίνησης που παρέχεται σε αναπήρους από το Υπουργείο Οικονομικών·

(ι) το ειδικό τιμητικό χορήγημα που παρέχεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού σε αναξιοπαθούντες ανθρώπους του Πνεύματος και της Τέχνης·

(ια) η ειδική χορηγία που παρέχεται σε τυφλά άτομα με βάση το άρθρο 6 του περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμου·

(ιβ) οποιεσδήποτε αποζημιώσεις που λήφθηκαν ως αποτέλεσμα βλάβης ή ζημιάς από ατύχημα, εξαιρουμένων των τόκων από τις εν λόγω αποζημιώσεις·

(ιγ) [Καταργήθηκε].

(2) Εάν ο λήπτης δημόσιου βοηθήματος ή ο σύζυγος ή η σύζυγος ή ο συμβίος ή η συμβία του, αντίστοιχα, εργοδοτηθεί μετά από ανεργία τουλάχιστο έξι μηνών, θα συνεχίσει να λαμβάνει δημόσιο βοήθημα για τον ίδιο και τους εξαρτώμενούς του για τους επόμενους δώδεκα μήνες, ως ακολούθως:

(α) πλήρη δικαιώματα για τους τέσσερις πρώτους μήνες μετά την εργοδότησή του,

(β) δύο τρίτα των πιο πάνω δικαιωμάτων για τους επόμενους τέσσερις μήνες, και

(γ) ένα τρίτο των πιο πάνω δικαιωμάτων για τους επόμενους τέσσερις μήνες:

Νοείται ότι στην περίπτωση αιτητή στον οποίο παραχωρήθηκε δημόσιο βοήθημα με βάση τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου για περίοδο τεσσάρων τουλάχιστο μηνών, δε θα επαναρχίζει η καταβολή σ’ αυτόν δημόσιου βοηθήματος πριν την παρέλευση έξι μηνών από την ημέρα που ο αιτητής κατέστη εκ νέου άνεργος, εκτός εάν ο Διευθυντής ικανοποιηθεί με βάση συγκεκριμένα στοιχεία ότι ο αιτητής είναι ανίκανος για εργασία ή είναι αδύνατο γι’ αυτόν να εξεύρει εργασία.

Δημόσιο βοήθημα σε είδος κλπ

10. Όταν διαπιστώνεται ότι ο λήπτης αδυνατεί να χρησιμοποιήσει το ποσό του δημόσιου βοηθήματος για το σκοπό που αυτό παρέχεται, ο Διευθυντής δύναται να εξουσιοδοτήσει την παροχή σ’ αυτόν δημόσιου βοηθήματος, είτε με τη μορφή αγαθών ή υπηρεσιών είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή την οποία θεωρεί κατάλληλη, ίσης αξίας με το ποσό το οποίο ο λήπτης θα λάμβανε ως δημόσιο βοήθημα.

Καθορισμός και αναθεώρηση του ύψους δημόσιων βοηθημάτων

11. Το ανώτατο ποσό που μπορεί να παραχωρηθεί σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο για την κάλυψη των βασικών αναγκών του αιτητή, καθορίζεται με

Κανονισμούς του Υπουργικού Συμβουλίου οι οποίοι αναθεωρούνται κάθε χρόνο.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΕΥΘΥΝΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΔΑΠΑΝΩΝ
Ευθύνη συντήρησης συζύγων, τέκνων και γονέων

12.-(1) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου:

(α) Καθένας εκ των συζύγων ευθύνεται για τη συντήρηση και φροντίδα του άλλου και των άγαμων τέκνων του τα οποία διαμένουν μαζί του ή είναι εθνοφρουροί ή είναι φοιτητές σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, δεν ευθύνεται όμως για τη συντήρηση των άγαμων τέκνων του τα οποία είναι ανάπηρα ή για λόγους υγείας δεν μπορούν να συντηρούν τον εαυτό τους:

Νοείται ότι η ευθύνη για συντήρηση των άγαμων τέκνων που είναι φοιτητές, δεν υπερβαίνει την ελάχιστη απαιτούμενη διάρκεια φοίτησης που το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα καθορίζει για τη συμπλήρωση των σπουδών για απόκτηση του σχετικού καταληκτικού πιστοποιητικού ή διπλώματος ή τίτλου, πτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου:

Νοείται περαιτέρω ότι ο Διευθυντής δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να παρατείνει την παροχή δημόσιου βοηθήματος πέραν της χρονικής περιόδου που αναφέρεται πιο πάνω.

(β) κάθε εξαρτώμενο τέκνο, εξαιρουμένων των ανάπηρων τέκνων, ευθύνεται για τη συντήρηση των γονέων του που αδυνατούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους:

Νοείται ότι κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης, εκτοπισθέν τέκνο ή τέκνο εκτοπισθέντος δεν εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου.

(2) Σε περιπτώσεις που τα τέκνα αρνούνται να συνεισφέρουν για τη συντήρηση των γονέων τους και οι γονείς τους δεν έχουν επαρκές εισόδημα ή άλλους οικονομικούς πόρους για την κάλυψη των βασικών και ειδικών τους αναγκών, τότε παρέχεται σ’ αυτούς δημόσιο βοήθημα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Στο άρθρο αυτό, η αναφορά στα τέκνα ενός άνδρα περιλαμβάνει αναφορά σε τέκνα για τα οποία αυτός έχει κηρυχθεί από το δικαστήριο ως ο πατέρας τους και η αναφορά σε τέκνα μιας γυναίκας περιλαμβάνει αναφορά στα εξώγαμα τέκνα της, αν υπάρχουν τέτοια, και η αναφορά στους γονείς ενός τέκνου περιλαμβάνει αναφορά σε οποιοδήποτε από τους γονείς που κηρύχθηκε από το δικαστήριο ως γονέας του.

Επιστροφή δημόσιου βοηθήματος που λήφθηκε

13.-(1) Κάθε πρόσωπο οφείλει να επιστρέψει στο Διευθυντή οποιοδήποτε ποσό δημόσιου βοηθήματος το οποίο έλαβε ως αποτέλεσμα παράλειψής του να αποκαλύψει ουσιώδες γεγονός ή λόγω ανακριβούς δήλωσής του σχετικά με ουσιώδες γεγονός, ανεξάρτητα αν τέτοια παράλειψη ή δήλωση ήταν δόλια ή όχι.

(2) Χωρίς να αποκλείεται οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, οποιοδήποτε ποσό το οποίο πρέπει να επιστραφεί δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να ανακτηθεί από το Διευθυντή με κρατήσεις από τη βοήθεια που τυχόν καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Όλοι οι δωρεοδόχοι ευθύνονται αλληλέγγυα για την απόδοση του ποσού του δημόσιου βοηθήματος που καταβλήθηκε στο λήπτη, αν ο τελευταίος, μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, είχε μεταβιβάσει ή εκχωρήσει στους εν λόγω δωρεοδόχους οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία και ως συνέπεια της μεταβίβασης ή εκχώρησης, ο λήπτης περιήλθε σε κατάσταση που ικανοποιούσε τους όρους παροχής δημόσιου βοηθήματος:

Νοείται ότι εξαιρούνται της ευθύνης αυτής τέκνα προς τα οποία μεταβιβάσθηκε ή εκχωρήθηκε περιουσία, η συνολική αξία της οποίας, κατά το χρόνο της μεταβίβασης ή εκχώρησης, δεν υπερέβαινε τις δέκα χιλιάδες λίρες.

(4) Το ολικό ποσό των χρημάτων που πρέπει να επιστραφούν σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δε θα υπερβαίνει την εμπορική αξία της εν λόγω περιουσίας κατά το χρόνο που έγινε η μεταβίβαση ή εκχώρησή της.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΠΑΡΟΧΗ ΔΙΑΜΟΝΗΣ, ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
Εξουσία του Διευθυντή να παρέχει διαμονή

14.-(1) Ο Διευθυντής δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να παρέχει διαμονή, περίθαλψη και μέριμνα σε άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 18 ετών, τα οποία λόγω προχωρημένης ηλικίας, αναπηρίας ή οποιωνδήποτε άλλων συνθηκών, χρειάζονται περαιτέρω περίθαλψη και μέριμνα, εκτός από την ιατρική ή νοσοκομειακή, η οποία κατ’ άλλο τρόπο δεν είναι προσιτή σε αυτά.

(2) Η διαμονή, περίθαλψη και μέριμνα που παρέχεται σύμφωνα με το εδάφιο (1), θα είναι σε υποστατικά που βρίσκονται υπό την ευθύνη του Διευθυντή ή σε οποιαδήποτε άλλα υποστατικά που είναι εγκεκριμένα από τον ίδιο.

Πληρωμή για παρεχόμενη διαμονή, περίθαλψη και μέριμνα

15.-(1) Πρόσωπα στα οποία παρέχεται διαμονή, περίθαλψη ή μέριμνα δυνάμει του Μέρους αυτού, δυνατό να υποχρεωθούν από το Διευθυντή να πληρώσουν για τη διαμονή, περίθαλψη ή μέριμνα που τους παρέχεται.

(2) Όταν η διαμονή, περίθαλψη ή μέριμνα προσώπου, παρέχεται από νομικό πρόσωπο ή από φυσικό πρόσωπο, ο Διευθυντής θα πληρώνει στο εν λόγω πρόσωπο τη διαφορά μεταξύ του ποσού που συμφωνήθηκε με το πρόσωπο αυτό για την εν λόγω διαμονή, περίθαλψη ή μέριμνα και του ποσού το οποίο το πρόσωπο στο οποίο παρέχεται ή πρόκειται να παρασχεθεί η διαμονή, περίθαλψη ή μέριμνα, θα ήταν δυνατό να πληρώσει γι’ αυτή, σύμφωνα με την εκτίμηση του Διευθυντή.

Εξουσία του Υπουργού να εκδίδει Κανονισμούς

16. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για τη λειτουργία και διοίκηση των υποστατικών υπό την ευθύνη του Διευθυντή για τους σκοπούς του Μέρους αυτού.

ΜΕΡΟΣ V ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εξέταση αιτήσεων και τήρηση στοιχείων από το Διευθυντή

17. Ο Διευθυντής εξετάζει όλες τις αιτήσεις για δημόσιο βοήθημα και τηρεί στοιχεία που αφορούν τις οικονομικές και κοινωνικές περιστάσεις του αιτητή και τους λόγους τους οποίους παρασχέθηκε ή απορρίφθηκε δημόσιο βοήθημα.

Ποινές για παράλειψη συντήρησης και φροντίδας

18. Οποιοδήποτε πρόσωπο που επίμονα αρνείται ή παραλείπει να συντηρήσει και να φροντίσει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο υποχρεούται να συντηρήσει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι ο κατηγορούμενος με βάση το παρόν άρθρο θα θεωρείται ότι δε διέπραξε το αδίκημα, εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε τα μέσα για να συντηρήσει το πρόσωπο το οποίο είχε υποχρέωση να συντηρήσει.

Ανάκτηση των δαπανών συντήρησης

19. Όταν παρέχεται δημόσιο βοήθημα σε περιπτώσεις που ο αιτητής έχει οποιοδήποτε συγγενή ο οποίος, δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι υπόχρεος να το συντηρήσει, ο Διευθυντής δύναται να ανακτήσει από τον εν λόγω συγγενή οποιοδήποτε ποσό που πληρώθηκε στον αιτητή ως δημόσιο βοήθημα για οποιαδήποτε περίοδο που ο συγγενής είχε τα μέσα να συντηρήσει τον αιτητή.

Έκδοση διαταγμάτων συντήρησης

20.-(1) Το δικαστήριο από το οποίο ένα πρόσωπο καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 12 του Νόμου αυτού δύναται, με αίτηση του Διευθυντή, να εκδώσει διάταγμα (που στο εξής θα αναφέρεται ως «το διάταγμα συντήρησης») το οποίο να διατάσσει όπως, το πρόσωπο που καταδικάστηκε, συντηρεί τη σύζυγο ή το τέκνο ή το σύζυγο ή το γονέα αυτού, ανάλογα με την περίπτωση, και το διάταγμα αυτό δύναται να προνοεί ότι, το πρόσωπο που καταδικάστηκε οφείλει να πληρώνει στη σύζυγο ή στο τέκνο ή στο σύζυγο ή στο γονέα του, ανάλογα με την περίπτωση, ή στο Διευθυντή, ή σε άλλο πρόσωπο, για να χρησιμοποιεί ο εν λόγω σύζυγος, το τέκνο, ή ο γονέας, τέτοιο ποσό όπως το δικαστήριο ήθελε θεωρήσει εύλογο, αφού λάβει υπόψη τα οικονομικά μέσα του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται το διάταγμα.

(2) Το διάταγμα συντήρησης δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο, να τροποποιηθεί, μεταβληθεί, ανακληθεί ή να κηρυχθεί από το δικαστήριο ότι έληξε και το δικαστήριο δύναται, με αίτηση του Διευθυντή, από καιρό σε καιρό, να αυξάνει ή ελαττώνει το ποσό οποιασδήποτε πληρωμής που πρέπει να γίνει με διαταγή του δικαστηρίου.

Ποινές για παράλειψη συμμόρφωσης με διάταγμα συντήρησης

21. Όταν ένα πρόσωπο χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να συμμορφωθεί με διάταγμα συντήρησης, το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως, τα δυνάμει του διατάγματος συντήρησης οφειλόμενα καθυστερημένα ποσά, επιβληθούν και ανακτηθούν ως ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε νόμου που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν, δύναται δε να επιβάλει φυλάκιση αντί να εκδώσει ένταλμα για εκτέλεση, νοουμένου ότι κανένα διάταγμα δε θα εκδίδεται για την ανάκτηση καθυστερημένων ποσών τα οποία κατέστησαν πληρωτέα περισσότερο από ένα έτος πριν την έκδοση του διατάγματος.

Ψευδείς δηλώσεις

22. Κάθε πρόσωπο το οποίο:

(α) Με σκοπό να λάβει, είτε ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, δημόσιο βοήθημα, με βάση το Νόμο αυτό, ή

(β) με σκοπό να αποφύγει ή να μειώσει οποιαδήποτε ευθύνη με βάση το Νόμο αυτό,

προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση ή παράσταση που γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή που δεν πιστεύει ότι είναι αληθής, ή αποκρύπτει οποιοδήποτε στοιχείο, είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

Εξουσία για έγκριση δαπανών επαναπατρισμού ξένου υπηκόου

23.-(1) Ο Διευθυντής, σε συνεννόηση με το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δύναται να εγκρίνει τις δαπάνες για τον επαναπατρισμό πολίτη άλλης χώρας (που στο άρθρο αυτό θα αναφέρεται ως «άτομο που βοηθήθηκε»), αν διαπιστώσει ότι αυτό επιβάλλεται, έχοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης και τα συμφέροντα και την ευημερία του ατόμου αυτού.

(2) Αν το άτομο που βοηθήθηκε κατέχει πόρους που δεν είναι άμεσα προσιτοί για την πληρωμή των δαπανών για τον επαναπατρισμό του, ο Διευθυντής δύναται να απαιτήσει την επιστροφή των δαπανών αυτών.

Εξουσία παροχής υπηρεσιών κοινωνικής ευημερίας

24. Ο Διευθυντής δικαιούται να παρέχει υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας ή να προβαίνει σε διευθετήσεις με μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ή με άλλα πρόσωπα, για την παροχή, έναντι αμοιβής, υπηρεσιών κοινωνικής ευημερίας σε πρόσωπα για τα οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος ή για άλλα πρόσωπα τα οποία, κατά την κρίση του Διευθυντή, χρήζουν βοήθειας, με σκοπό να προληφθεί ή μειωθεί η εξάρτηση από κονδύλια δημόσιων βοηθημάτων ή από υπηρεσίες που παρέχονται από το Διευθυντή ή για να βοηθήσει πρόσωπα τα οποία έχουν σοβαρά ή χρόνια προβλήματα που σχετίζονται με την εν λόγω εξάρτηση.

Δαπάνες για την ταφή

25.-(1) Ο Διευθυντής δύναται να εξουσιοδοτήσει την καταβολή χορηγήματος θανάτου, το οποίο να μην είναι μεγαλύτερο από διακόσιες λίρες για την ταφή ενός λήπτη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο θα εδικαιούτο δημόσιο βοήθημα, αν αποτεινόταν για τέτοιο βοήθημα αμέσως πριν από το θάνατό του, νοουμένου ότι δεν καταβάλλεται βοήθημα κηδείας για το θάνατο του προσώπου αυτού δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

(2) Κάθε χορήγημα θανάτου που δυνατό να καταβληθεί δυνάμει του άρθρου αυτού, καταβάλλεται στη χήρα ή στο χήρο του αποβιώσαντος ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ο Διευθυντής ήθελε κρίνει κατάλληλο.

Βοήθημα τοκετού

26. Ο Διευθυντής δύναται να εξουσιοδοτήσει την καταβολή βοηθήματος τοκετού το οποίο να μην είναι μεγαλύτερο των εκατόν πενήντα λιρών για κάθε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει δημόσιο βοήθημα ή υπηρεσία ή για το οποίο παρέχεται τέτοιο βοήθημα ή υπηρεσία, νοουμένου ότι, το πρόσωπο αυτό δε δικαιούται βοήθημα τοκετού σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

Ανάκτηση του ποσού δημόσιου βοηθήματος μετά το θάνατο του λήπτη

27.-(1) Οποιοδήποτε ποσό δημόσιου βοηθήματος που καταβλήθηκε σε δικαιούχο για οποιαδήποτε περίοδο, μπορεί να ανακτάται από την περιουσία του, εάν δεν έχει εξαρτώμενά του πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή.

(2) Στις περιπτώσεις που ο αποβιώσας λήπτης έχει εξαρτώμενά του πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή και η μοναδική περιουσία που κατέλειπε είναι η οικία στην οποία αυτά διαμένουν, δε διεκδικείται ανάκτηση του δημόσιου βοηθήματος που χορηγήθηκε στον αποβιώσαντα νοουμένου ότι η αξία της κατοικίας δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες.

(3) Στις περιπτώσεις που ο αποβιώσας λήπτης έχει εξαρτώμενά του πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή και καταλείπει περιουσία πέραν της οικίας στην οποία αυτά διαμένουν, το δημόσιο βοήθημα που του παραχωρήθηκε θα ανακτάται από την περιουσία αυτή, μέχρι του ποσού που τα εξαρτώμενά του πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή δικαιούνται να έχουν ως αποταμιεύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου.

Εξουσία διορισμού Συμβουλευτικού Σώματος

28. Ο Υπουργός διορίζει Συμβουλευτικό Σώμα, τα μέλη του οποίου αντιπροσωπεύουν τις διάφορες ενδιαφερόμενες επαγγελματικές και άλλες κοινωνικές οργανώσεις ή συνδέσμους, όπως ο ίδιος κρίνει αναγκαίο, για να του παρέχει συμβουλές στη διαμόρφωση πολιτικής αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

Εξουσία Υπουργικού Συμβουλίου να εκδίδει Κανονισμούς

29. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Καταργήσεις

30.-(1) Από την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ ο παρών Νόμος, οι περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμοι του 1991 μέχρι 2003 καταργούνται.

(2) Οποιαδήποτε δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί ή υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί από τους καταργηθέντες με βάση το εδάφιο (1) Νόμους, δεν επηρεάζονται από την εν λόγω κατάργηση.

(3) Κανονισμοί που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 11 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου θεωρούνται ότι έχουν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και παραμένουν σε ισχύ κατ’ αναλογία μέχρι τη δημοσίευση νέων Κανονισμών δυνάμει των άρθρων 11 και 29 του παρόντος Νόμου.

Μεταβατική Διάταξη

30Α. Άγαμος γονέας ή μόνος γονέας που θα έχει λάβει, μέχρι την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο αρχίζει η ισχύς του παρόντος Νόμου, δημόσιο βοήθημα υπό την ιδιότητα του αυτή, δε θα δικαιούται να λάβει παράλληλα επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας για την αντίστοιχη χρονική περίοδο με βάση τις διατάξεις των περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμων του 2002-2011

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

31. Ο παρών Νόμος λογίζεται ότι τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2006.