ΜΕΡΟΣ ΧΙΙ
Άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό τομέα

164.- (1) Εργασίες διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό τομέα δύνανται να ασκούν οι ασφαλιστικοί ή αντασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί ή αντασφαλιστικοί μεσάζοντες, οι ασφαλιστικοί ή αντασφαλιστικοί σύμβουλοι καθώς και οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί σύμβουλοι οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο προς τούτο τηρούμενο αντίστοιχο Μητρώο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 170 τουΝόμου.

(2) Καθένας που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης κατά τα ανωτέρω, οφείλει όπως σε όλα τα έγγραφα που εκδίδει και σε όλες τις συναλλαγές στις οποίες προβαίνει, αναφέρει ρητώς την ιδιότητά του καθώς και τον αριθμό του πιστοποιητικού εγγραφής, το οποίο κατέχει.

(3) Όπου στο παρόν Μέρος ΧΙΙ του Νόμου γίνεται αναφορά σε εργασίες διαμεσολάβησης εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει άλλως, διαλαμβάνονται οι εργασίες ασφαλιστικής και οι εργασίες αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

(4) Δεν θεωρούνται ως εργασίες διαμεσολάβησης οι σχετικές δραστηριότητες όταν αναλαμβάνονται από κυπριακές ασφαλιστικές εταιρίες, από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ή από αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και από υπαλλήλους τους οι οποίοι ενεργούν υπό την ευθύνη των εταιριών ή των επιχειρήσεων αυτών:

(5) Δεν θεωρούνται ως εργασίες διαμεσολάβησης οι δραστηριότητες περιστασιακής φύσεως οι οποίες συνίστανται στην παροχή πληροφοριών περί συμβάσεων ασφαλίσεως που δίδονται στο πλαίσιο άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας:

Νοείται ότι σκοπός της δραστηριότητας στο πλαίσιο της οποίας δίδονται οι πληροφορίες δεν είναι ούτε η παροχή βοηθείας για την κατάρτιση ή για την εκτέλεση συμβάσεως ασφαλίσεως ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, ούτε η κατ’ επάγγελμα δραστηριότητες εκτίμησης και διακανονισμού ζημιών.

Εξαιρέσεις

164Α.- Από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους ΧΙΙ εξαιρούνται τα πρόσωπα τα οποία προβαίνουν σε εργασίες διαμεσολάβησης υπό τις ακόλουθες, σωρευτικές, προϋποθέσεις –

(α) Η ασφαλιστική σύμβαση απαιτεί γνώσεις μόνον της παρεχόμενης ασφαλιστικής κάλυψης,

(β) η ασφαλιστική σύμβαση δεν εμπίπτει στον Κλάδο Ζωής,

(γ) η ασφαλιστική σύμβαση δεν καλύπτει κανενός είδους αστική ευθύνη,

(δ) η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα των προσώπων αυτών δεν είναι η διαμεσολάβηση στον ασφαλιστικό τομέα,

(ε) η ασφάλιση είναι συμπληρωματική προς το προϊόν ή την υπηρεσία που παρέχεται από οποιονδήποτε προμηθευτή, εφόσον η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει:

(i) τον κίνδυνο βλάβης, απώλειας, ή ζημίας αγαθών που παρέχει ο προμηθευτής ή

(ii) την ζημία ή απώλεια αποσκευών και τους λοιπούς κινδύνους που σχετίζονται με ταξίδι για το οποίο έγινε κράτηση από τον προμηθευτή, ακόμη και εάν η ασφάλιση καλύπτει ασφάλιση ζωής ή κινδύνους αστικής ευθύνης, υπό τον όρο ότι η κάλυψη αυτή είναι παρεπόμενη προς την κύρια κάλυψη που αφορά τους σχετιζόμενους με το ταξίδι κινδύνους και

(στ) το ποσό των ετησίων ασφαλίστρων δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των πεντακοσίων Ευρώ (€500) και η συνολική διάρκεια της ασφαλιστικής συμβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσεων, δεν υπερβαίνει περίοδο πέντε (5) ετών.

Ασφαλιστικός πράκτορας

165.- (1) Ασφαλιστικός πράκτορας (insurance agent) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ως κύρια δραστηριότητα, δυνάμει συμβάσεως πρακτόρευσης όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έναντι προμήθειας ή και αμοιβής την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μιας ή και περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία  οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου, ως «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης. Οι λέξεις αυτές δύνανται  να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν προκύπτει άλλως πως από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός πράκτορας» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός πράκτορας», «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» και «εταιρία αντασφαλιστικής πρακτόρευσης».

(4) Ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει, εισηγείται, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις, για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων

(β) παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία δικαιώματος προς υποβολή απαιτήσεως· και

(γ) εφόσον προβλέπεται στην σύμβαση πρακτόρευσης,εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα τα οποία αποδίδει στην δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει στον διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

Υποχρεώσεις ασφαλιστικού πράκτορα. Ποινικό αδίκημα

165Α.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστικός πράκτορας έχει υποχρέωση να τοποθετεί τις ασφαλίσεις που συνάπτει μόνο σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί.

(2) Κατ’ εξαίρεση εν τούτοις, ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να τοποθετεί τις ασφαλίσεις που συνάπτει σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες δεν εκπροσωπεί, νοουμένου ότι θα συνάψει με αυτές σύμβαση πρακτόρευσης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Εάν η ασφάλιση αφορά σε κλάδο ασφαλιστικών εργασιών, που δεν ασκούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί· ή

(β) εάν η ασφάλιση έχει απορριφθεί εγγράφως από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί· ή

(γ)  εάν συναινούν εγγράφως στην ασφάλιση αυτή, όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί.

(3) Ο ασφαλιστικός πράκτορας έχει υποχρέωση όπως τηρεί, χωριστά για κάθε ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία εκπροσωπεί, βιβλίο καταχώρησης των ασφαλιστικών συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται μέσω αυτού, καθώς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, βιβλίο είσπραξης ασφαλίστρων και βιβλίο διακανονισμού απαιτήσεων, σχετικά με τις συμβάσεις αυτές. Παράλειψη τηρήσεως ή πλημμελής τήρηση των βιβλίων αυτών συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών:

Νοείται ότι κατά την τήρηση των βιβλίων του εδαφίου αυτού ο ασφαλιστικός πράκτορας οφείλει να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες της ασφαλιστικής επιχείρησης την οποία εκπροσωπεί.

(4) Τα κατά το προηγούμενο εδάφιο τηρούμενα βιβλία υπόκεινται σε επιθεώρηση και έλεγχο από τον Έφορο, όποτε το κρίνει σκόπιμο. Το αυτό δικαίωμα έχει και κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, εκπροσωπούμενη από τον ασφαλιστικό πράκτορα, αλλά μόνο σε ότι αφορά τα βιβλία, που αναφέρονται σε δικές της εργασίες.

(5) Δεν επιτρέπεται η μεταφορά από ασφαλιστικό πράκτορα ασφαλιστικής συμβάσεως σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του ασφαλισμένου, που παρέχεται σύμφωνα με τον καθορισμένο τύπο:

Νοείται ότι δεν απαιτείται η τήρηση του καθορισμένου τύπου στην περίπτωση νέας ασφαλιστικής σύμβασης η οποία καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου μετά την λήξη της προηγούμενης.

Μεσίτης ασφαλίσεων. Ποινικό αδίκημα.

166.- (1) Μεσίτης ασφαλίσεων (insurance broker) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει ως κύρια δραστηριότητα έναντι προμήθειας που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, την άσκηση, κατ’ εντολή οποιουδήποτε προσώπου, των εργασιών διαμεσολάβησης που καθορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου αυτού χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου αυτού, ασκούνται από νομικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό οφείλει να είναι εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, και θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου, ως «εταιρεία ασφαλειομεσιτών». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» ή γραμματικές παραλλαγές των όρων αυτών, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλειομεσιτών. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν προκύπτει άλλως πως από το κείμενο, ο όρος «μεσίτης ασφαλίσεων» θα περιλαμβάνει και τους όρους «μεσίτης αντασφαλίσεων», «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» και «εταιρεία αντασφαλειομεσιτών».

(4) Ο μεσίτης ασφαλίσεων πρέπει να έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσσεται. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 182 του Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία ο μεσίτης ασφαλίσεων έχει οποιοδήποτε νομικό ή οικονομικό δεσμό με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, δυνάμενο να επηρεάσει την ελευθερία επιλογής του κατά την άσκηση των εργασιών του, οφείλει να γνωστοποιήσει τούτο εγγράφως προς κάθε πρόσωπο που ενδιαφέρεται για την σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής συμβάσεως πριν από την σύναψη της εν λόγω συμβάσεως. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(5) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Φέρνει σε επαφή τον ενδιαφερόμενο προς σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής κάλυψης με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·και προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·

(β) προπαρασκευάζει ή και εξασφαλίζει την αποδοχή της συμβάσεως αυτής τόσο από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και από τον ασφαλισμένο·

(γ) παρέχει στους ασφαλισμένους κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής συμβάσεως και ιδιαίτερα μετά τη έλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ·

(δ) εφόσον έχει γραπτή εξουσιοδότηση από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, και τα αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

Υποχρεώσεις μεσίτη ασφαλίσεων

166Α.- (1) Ο μεσίτης ασφαλίσεων, κατά την άσκηση των εργασιών του, έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

(α) Να υποβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έγγραφο, στο οποίο θα αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και όλοι οι όροι αποδοχής της ασφάλισης από την επιχείρηση αυτή, η οποία και βεβαιώνει εγγράφως την αποδοχή της κάλυψης του κινδύνου·

(β) να εκδίδει βεβαίωση κάλυψης σύμφωνα με το προβλεπόμενο στην προηγούμενη παράγραφο έγγραφο, την οποία παραδίδει στον ασφαλισμένο· και

(γ) να παραδίδει στον ασφαλισμένο το σχετικό ασφαλιστήριο, ή προκειμένου περί αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης το σχετικό αποδεικτικό αντασφάλισης αμέσως μετά την έκδοσή του, εις αντικατάσταση της βεβαίωσης κάλυψης.

(2) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ευθύνεται έναντι των ασφαλισμένων μόνο για την πιστή τήρηση των εγγράφων εντολών τους.

Ασφαλιστικός μεσάζων

167.- (1) Ασφαλιστικός μεσάζων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, δυνάμει συμβάσεως μεσάζοντος, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έχει ως κύρια δραστηριότητά, έναντι προμήθειας ή αμοιβής, την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό ενός ή περισσοτέρων ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου ως «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών μεσαζόντων. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της Ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν άλλως πως προκύπτει από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός μεσάζων» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός μεσάζων», «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» και «εταιρεία αντασφαλιστικών μεσαζόντων».

(4) Ο ασφαλιστικός μεσάζων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων, για τον οποίον ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών·:

Νοείται ότι ο ασφαλιστικός μεσάζων δε δύναται ούτε να προπαρασκευάζει, ούτε να προσυπογράφει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις  και

(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση μεσάζοντος, και τα αποδίδει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων τον οποίον εκπροσωπεί, στερείται όμως του δικαιώματος να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

Ασφαλιστικός σύμβουλος

168.- (1)Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή  νομικό πρόσωπο το οποίο, δυνάμει συμβάσεως ασφαλιστικού συμβούλου, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έχει ως κύρια δραστηριότητά, έναντι προμήθειας ή αμοιβής την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου αυτού ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου ως «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων». Στην επωνυμία της εταιρείας  αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών συμβούλων. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της Ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν άλλως πως προκύπτει από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός σύμβουλος» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός σύμβουλος», «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» και εταιρία «αντασφαλιστικών συμβούλων».

(4) Ο ασφαλιστικός σύμβουλος ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, για τις οποίες ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών:

Νοείται ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν δύναται ούτε να προπαρασκευάζει, ούτε να προσυπογράφει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις

(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, και τα αποδίδει στην δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση, στερείται όμως του δικαιώματος να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.

Συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος

168Α.- (1) Συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, δυνάμει συμβάσεως συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, προβαίνει στην άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (5) πέραν της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητάς του και συμπληρωματικά προς αυτήν για λογαριασμό μιας ασφαλιστικής επιχείρησης έναντι προμήθειας ή αμοιβής:

Νοείται ότι οι εργασίες διαμεσολάβησης είναι συμπληρωματικές προς την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου όταν η ασφάλιση αποτελεί συμπλήρωμα των αγαθών ή των υπηρεσιών που παρέχονται  στο πλαίσιο της εν λόγω κύριας δραστηριότητας:

Νοείται περαιτέρω ότι, με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να ορίζονται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον χαρακτηρισμό των εργασιών διαμεσολάβησης του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου ως συμπληρωματικών προς την κύρια δραστηριότητά του.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οσυνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δύναται να ενεργεί για λογαριασμό περισσοτέρων της μιας ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφόσον ως προς κάθε μία από αυτές διαμεσολαβεί για την παροχή ασφαλιστικών καλύψεων που δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους.

(3) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης.

(4) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος δεν δύναται να ασκεί εργασίες αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

(5) Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, για την οποία ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών και του δικαιώματος να εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα ή να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου:

Νοείται ότι, ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (6), δεν δύναται ούτε να προπαρασκευάζει, ούτε να προσυπογράφει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις.

(6) Με Οδηγίες του Εφόρου δύναται να επιτρέπεται σε συνδεδεμένους ασφαλιστικούς συμβούλους να προσυπογράφουν κατ’ εξαίρεση συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλιστικών συμβάσεων υπό όρους που δύνανται να τίθενται με τις εν λόγω Οδηγίες.

Σύμβαση διαμεσολάβησης. Ποινικό αδίκημα

169.- (1) Για την άσκηση εργασιών  διαμεσολάβησης, εκτός από την άσκηση εργασιών μεσίτη ασφαλίσεων, απαιτείται η προηγούμενη σύναψη συμβάσεως διαμεσολάβησης, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρεται στο παρόντα Νόμο ως:

(α) Σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα ή

(β) σύμβαση ασφαλιστικού μεσάζοντα ή

(γ) σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου ή

(δ) σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου.

(2) Η σύμβαση διαμεσολάβησης καταρτίζεται εγγράφως, συνάπτεται μεταξύ των προσώπων που θα ασκούν τις εργασίες διαμεσολάβησης και των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτοί θα ενεργούν και καθορίζει ρητώς τους όρους ασκήσεως των εργασιών αυτών, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου.

(3) Η σύμβαση διαμεσολάβησης δύναται να αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα αυτού που θα ασκεί τις εργασίες διαμεσολάβησης προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

(4) Η σύμβαση διαμεσολάβησης τίθεται σε ισχύ, όσον αφορά την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, από την ημερομηνία εγγραφής του προσώπου που θα ασκεί τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου:

Νοείται ότι, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης διαμεσολάβησης, το πρόσωπο που θα ασκεί τις εργασίες διαμεσολάβησης είναι ήδη εγγεγραμμένο σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου, τότε η σύμβαση διαμεσολάβησης τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία καταχώρησης στο σχετικό Μητρώο της δήλωσης του προσώπου για λογαριασμό του οποίου θα ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης.

(5) Οι κυπριακές ασφαλιστικές εταιρίες και οι αλλοδαπές  ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους να υποβάλλουν στον Έφορο κατάσταση των διαμεσολαβητών οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους.

(6) Παράβαση των όρων της συμβάσεως από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των ασφαλισμένων.

(7) Εάν η σύμβαση διαμεσολάβησης παύσει να ισχύει από οποιαδήποτε αιτία, εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 179 του Νόμου, ο διαμεσολαβητής καθώς και το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης οφείλει να ανακοινώσει αμελλητί εγγράφως το γεγονός στον Έφορο και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους έπαυσε να ισχύει η σύμβαση. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύοχιλιάδων λιρών.

Αντιπροσώπευση εταιρίας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων

169Α.-Ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να ενεργεί ως αντιπρόσωπος Εταιρίας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων νοουμένου ότι πληροί τις απαιτήσεις του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες Νόμου.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΤΗΡΗΣΗ ΜΗΤΡΩΩΝ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ-ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ
Μητρώα εγγραφής φυσικών και νομικών προσώπων, που ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης

170.- (1) Στην Υπηρεσία τηρούνται τα ακόλουθα Μητρώα εγγραφής προσώπων, τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης-

(α) Προκειμένου περί φυσικών προσώπων-

(i) Μητρώο Ασφαλιστικών Πρακτόρων·

(ii) Μητρώο Μεσιτών Ασφαλίσεων·

(iii) Μητρώο Ασφαλιστικών Μεσαζόντων·

(iv) Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων·

(v) Μητρώο Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων

(β) προκειμένου περί νομικών προσώπων-

(i) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικής Πρακτόρευσης·

(ii) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλειομεσιτών·

(iii) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικών Μεσαζόντων·

(iv) Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικών Συμβούλων και

(v) Μητρώο Εταιριών Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων

(γ) προκειμένου περί φυσικών προσώπων που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, καθώς και προκειμένου περί νομικών προσώπων που έχουν την καταστατική τους έδρα ή την κεντρική τους διοίκηση σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, για λόγους πληροφόρησης και μόνο των ασφαλισμένων ή των προσώπων που ενδιαφέρονται να συνάψουν ασφάλιση, Μητρώο Εταιρειών Διαμεσολάβησης υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης:

Νοείται ότι στα Μητρώα του παρόντος εδαφίου εγγράφονται οι διαμεσολαβητές αδιακρίτως του εάν ασκούν εργασίες ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

(2) Η εγγραφή στα Μητρώα των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου γίνεται κατ’ αίτηση που υποβάλλεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 175 του Νόμου. Η εγγραφή στο Μητρώο της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου γίνεται από τον Έφορο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρου 188. Με Κανονισμούς δύνανται να ορίζονται και να εξειδικεύονται τα τηρούμενα στα Μητρώα στοιχεία, ο τρόπος τήρησης των Μητρώων, ο τρόπος πρόσβασης σε αυτά και θέματα έκδοσης και αντικατάστασης πιστοποιητικών εγγραφής.

(3) Οποιοσδήποτε το επιθυμεί δύναται να πληροφορηθεί από την Υπηρεσία εάν φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι καταχωρημένα στα Μητρώα του εδαφίου (1) καθώς και, προκείμενου περί νομικού προσώπου, τα ονόματα των διευθυνόντων ή των εταίρων που είναι υπεύθυνοι για τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης.

Κοινές προϋποθέσεις εγγραφής νομικών και φυσικών προσώπων

171- (1) Οι διαμεσολαβητές οφείλουν να διαθέτουν κατά τον χρόνο εγγραφής τους στα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου και καθ’ όλον τον χρόνο κατά τον  οποίο διενεργούν εργασίες διαμεσολάβησης ασφάλιση επαγγελματικής αστικής τους ευθύνης η οποία να καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή οποιαδήποτε ανάλογη εγγύηση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό τουλάχιστον ίσο με το ισότιμο σε Λίρες Κύπρου του ενός εκατομμυρίου Ευρώ (€1.000.000) ανά απαίτηση και του ισότιμου σε  Λίρες Κύπρου του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων Ευρώ (€1.500.000) συνολικά κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις εκτός εάν η εν λόγω ασφάλιση ή άλλη ανάλογη εγγύηση παρέχεται ήδη από ασφαλιστική ή από άλλη επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ή από την οποία εξουσιοδοτείται να ενεργεί ο διαμεσολαβητής, ή εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τις ενέργειες του διαμεσολαβητή.

(2) Ο Έφορος έχει εξουσία να εκδίδει Οδηγίες σχετικά με τη σύσταση ειδικού εγγυητικού κεφαλαίου και την ρύθμιση θεμάτων λειτουργίας του.

(3) Τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αναθεωρούνται αυτόματα κάθε πέντε έτη, αρχής γενομένης στις 15ης Ιανουαρίου 2008, σύμφωνα με το ποσοστό αύξησης του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή, όπως δημοσιεύεται από την Eurostat, κατά την περίοδο από 15 Ιανουαρίου 2003 μέχρι την πρώτη αναθεώρηση και στη συνέχεια κατά την περίοδο από την τελευταία αναθεώρηση μέχρι την ημερομηνία της νέας αναθεώρησης και στρογγυλοποιείται στο ισότιμο σε λίρες Κύπρου του επόμενου ακέραιου Ευρώ.

Προϋποθέσεις εγγραφής φυσικών προσώπων

172.- (1) Ο Έφορος εγγράφει σε ένα από τα Μητρώα που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, κάθε φυσικό πρόσωπο που πρoτίθεται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης εφόσον κατά την κρίση του το πρόσωπο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 171 του Νόμου και είναι ικανό και κατάλληλο για την άσκηση των εργασιών αυτών.

(2) Το πρόσωπο αυτό λογίζεται ικανό για την άσκηση των εργασιών αυτών εφόσον διαθέτει επαρκείς γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες, ανάλογα με τις εργασίες που προτίθεται να ασκεί, στον Κλάδο Γενικής Φύσεως ή στον Κλάδο Ζωής και διαθέτει ειδικότερα τα καθορισμένα με Κανονισμούς προσόντα.

(3) Δεν λογίζεται κατάλληλο το πρόσωπο εφόσον συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του Νόμου περιπτώσεις.

(4) Δεν εγγράφεται στο Μητρώο Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων φυσικό πρόσωπο εφόσον  η ασφαλιστική επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί δεν έχει αναλάβει ρητώς και εγγράφως την ευθύνη από τις πράξεις ή παραλείψεις του.

(5) Δεν εγγράφεται στο Μητρώο Μεσιτών Ασφαλίσεων φυσικό πρόσωπο που δεν κατέχει θέση διευθυντή ή δεν είναι υπάλληλος εταιρείας ασφαλειομεσιτών.

Γενικές προϋποθέσεις εγγραφής νομικών προσώπων

173.- (1) Υπό την  επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 174 του Νόμου προκειμένου περί αλλοδαπής επιχείρησης εργασιών διαμεσολάβησης, ο Έφορος εγγράφει σε ένα από τα Μητρώα που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση,  κάθε νομικό πρόσωπο που προτίθεται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, εφόσον κρίνει ότι θα πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 171 του Νόμου, οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου καθώς και οι καθοριζόμενες με Κανονισμούς ειδικότερες προϋποθέσεις:

(α) Το νομικό αυτό πρόσωπο έχει ως αποκλειστικό του σκοπό την άσκηση εργασιών είτε ασφαλιστικού πράκτορα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 165 είτε μεσίτη ασφαλίσεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 166 είτε ασφαλιστικού μεσάζοντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 167 του Νόμου, είτε ασφαλιστικού συμβούλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 168 του Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, και των παρεμφερών προς αυτές εργασιών, αποκλειομένης της άσκησης κάθε άλλης εμπορικής δραστηριότητας. Κατ’ εξαίρεση ο Έφορος εγγράφει στο Μητρώο της υποπαραγράφου (ν) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης η οποία είναι συμπληρωματική προς την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα, όταν η ασφάλιση αποτελεί συμπλήρωμα των αγαθών ή των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο της εν λόγω κύριας δραστηριότητάς του και η ασφαλιστική επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί έχει αναλάβει ρητώς και εγγράφως την ευθύνη από τις πράξεις ή παραλείψεις του

(β) προκειμένου περί εταιρείας εγγεγραμμένης δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου-

(i) ικανός αριθμός και κατ’ ελάχιστον δύο από τους διευθύνοντες την εταιρία καθώς και όλα τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν για λογαριασμό της εταιρίας εργασίες διαμεσολάβησης είναι εγγεγραμμένα κατά τις διατάξεις του Νόμου ως ασφαλιστικοί πράκτορες, ως μεσίτες ασφαλίσεων, ως ασφαλιστικοί μεσάζοντες ή ως ασφαλιστικοί σύμβουλοι, ανάλογα με την περίπτωση· και

(ii) οι διευθύνοντες την εταιρεία καθώς και κάθε πρόσωπο που άμεσα ή έμμεσα κατέχει ειδική συμμετοχή στην εταιρεία είναι πρόσωπα κατάλληλα, κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του Νόμου, ικανά να διασφαλίσουν την υγιή και συνετή διαχείριση της εταιρίας·

(γ) προκειμένου περί ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, εγγεγραμμένης δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, ικανός αριθμός και κατ’ ελάχιστον δύο από τους εταίρους του νομικού προσώπου καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εργασίες διαμεσολάβησης για λογαριασμό της, είναι εγγεγραμμένα κατά τις διατάξεις του Νόμου ως ασφαλιστικοί πράκτορες, ως ασφαλιστικοί μεσάζοντες ή ως ασφαλιστικοί σύμβουλοι, ανάλογα με την περίπτωση και επιπροσθέτως όλοι οι εταίροι είναι πρόσωπα κατάλληλα, κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 53 του Νόμου, ικανά να διασφαλίσουν την υγιή και συνετή διαχείριση του νομικού προσώπου.

(2) Ο Έφορος δεν προβαίνει στην εξέταση αιτήσεως εγγραφής στα Μητρώα που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) άρθρου 170 του Νόμου εάν το νομικό πρόσωπο δεν έχει υποβάλει εγγράφως κάθε πληροφορία που ο Έφορος έχει ζητήσει σχετικά με το ίδιο το νομικό πρόσωπο ή σχετικά με τα πρόσωπα, τα οποία έχουν οποιοδήποτε οικονομικό, ή άλλο συμφέρον σε αυτό.

Ειδικές προϋποθέσεις εγγραφής αλλοδαπής επιχείρησης εργασιών διαμεσολάβησης

174.-(1) Αλλοδαπή επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης δύναται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στη Δημοκρατία νοουμένου ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του περί Εταιρειών Νόμου και εφόσον εγγραφεί στο οικείο Μητρώο της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου.

(2) Ο Έφορος εγγράφει την αλλοδαπή επιχείρηση εργασιών διαμεσολάβησης η οποία επιζητεί την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης στη Δημοκρατία υπό μορφή υποκαταστήματος στο οικείο Μητρώο, εφόσον κρίνει ότι, επιπλέον των προϋποθέσεων που αναγράφονται στο άρθρο 173 του Νόμου, συντρέχουν και οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αλλοδαπή αυτή επιχείρηση είναι εξουσιοδοτημένη στην έδρα της στην άσκηση ανάλογων εργασιών διαμεσολάβησης· και

(β) διατηρεί επί συνεχούς βάσεως στη Δημοκρατία αντιπρόσωπο, ο οποίος ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) είναι εγγεγραμμένος κατά τις διατάξεις του Νόμου ως ασφαλιστικός πράκτορας, μεσίτης ασφαλίσεων, ασφαλιστικός σύμβουλος ή ασφαλιστικός μεσάζων, ανάλογα με την περίπτωση·

(ii) είναι εξουσιοδοτημένος να ενεργεί εκ μέρους της αλλοδαπής αυτής επιχείρησης·

(iii) διευθύνει τις εργασίες του υποκαταστήματος· και

(iv) είναι πρόσωπο άλλο από τον εγκεκριμένο ελεγκτή ή συνέταιρο ή υπάλληλο του εγκεκριμένου ελεγκτικού γραφείου του υποκαταστήματος.

Αίτηση για εγγραφή σε Μητρώο

175.- (1) Η αίτηση για εγγραφή φυσικού ή νομικού προσώπου σε ένα από τα τηρούμενα δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου Μητρώα, υποβάλλεται στον Έφορο εγγράφως, κατά τον καθορισμένο τύπο. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα κατά περίπτωση καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα και καταβάλλεται το κατά περίπτωση καθορισμένο τέλος.

(2) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε μετά την υποβολή της αιτήσεως  να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.

(3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (4), η αίτηση προς εγγραφή φυσικών προσώπων σε ένα από τα οικεία Μητρώα, υποβάλλεται από τα αιτούμενα την εγγραφή τους στο αντίστοιχο Μητρώο φυσικά πρόσωπα και συνοδεύεται:

(α) Προκειμένου περί εγγραφής στο Μητρώο Ασφαλιστικών Πρακτόρων ή στο Μητρώο Ασφαλιστικών  Συμβούλων από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης, για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του φυσικό πρόσωπο ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή,

(β) προκειμένου περί εγγραφής στο Μητρώο Ασφαλιστικών Μεσαζόντων, από δήλωση του ασφαλιστικού πράκτορα ή της εταιρείας ασφαλειομεσιτών, ανάλογα με την περίπτωση, για λογαριασμό της οποίας το αιτούμενο την εγγραφή του φυσικό πρόσωπο θα ενεργεί ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή:

Νοείται, ότι σε περίπτωση που φυσικό πρόσωπο αιτείται την εγγραφή του σε ένα από τα Μητρώα της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου βάσει των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 173 του Νόμου, η αίτηση συνοδεύεται από δήλωση του νομικού προσώπου για λογαριασμό του οποίου ενεργούν ή του οποίου είναι διευθύνοντες ή εταίροι ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή.

(4) Η αίτηση προς εγγραφή φυσικών προσώπων στο Μητρώο Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων στο Μητρώο της υποπαραγράφου (ν) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση για λογαριασμό της οποίας θα ενεργούν τα φυσικά πρόσωπα και συνοδεύεται από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ότι:

(α)  Τα φυσικά πρόσωπα στα οποία αναφέρεται η αίτηση πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 172 του Νόμου για την εγγραφή φυσικών προσώπων στα Μητρώα και

(β) αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη από τις ενέργειες των προσώπων αυτών:

Νοείται ότι η αίτηση του παρόντος εδαφίου υποβάλλεται στον Έφορο εγγράφως, κατά τον καθορισμένο τύπο και ότι με την αίτηση συνυποβάλλονται τα κατά περίπτωση καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα και καταβάλλεται το κατά περίπτωση καθορισμένο τέλος.

(5) Η αίτηση προς εγγραφή νομικού προσώπου στα οικεία Μητρώα, υποβάλλεται από τα αιτούμενα την εγγραφή τους στο αντίστοιχο Μητρώο νομικά πρόσωπα και συνοδεύεται:

(α)  Προκειμένου περί εγγραφής στο Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικής Πρακτόρευσης ή στο Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικών Συμβούλων, από δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του νομικό πρόσωπο ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή,

(β) προκειμένου περί εγγραφής στο Μητρώο Εταιρειών Ασφαλιστικών Μεσαζόντων, από δήλωση του ασφαλιστικού πράκτορα ή της εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή της εταιρείας ασφαλειομεσιτών, ανάλογα με την περίπτωση, για λογαριασμό της οποίας θα ενεργεί το αιτούμενο την εγγραφή του νομικό πρόσωπο ότι συμφωνεί με την προτεινόμενη εγγραφή.

(6) Ως ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για τους σκοπούς του άρθρου αυτού καθώς και των άρθρων 177 και 178 που αφορούν στην ανανέωση εγγραφής και στην απόρριψη της αιτήσεως προς εγγραφή ή ανανέωση της εγγραφής, λογίζεται η ημέρα κατά την οποία κατατέθηκε στον Έφορο έγκυρη κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) αίτηση.

(7) Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων ισχύουν και στην περίπτωση αιτήσεως που αφορά σε πρόσωπο που ήδη είναι εγγεγραμμένο σε ένα από τα Μητρώα, και επιθυμεί επέκταση της εγγραφής του, προκειμένου να εκπροσωπεί και άλλα πρόσωπα ή να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης και στον Κλάδο Γενικής Φύσεως εκτός από τον Κλάδο Ζωής, στον οποίο ήδη ασκεί εργασίες, ή αντιστρόφως.

 

Εγγραφή στο Μητρώο και έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής. Ποινικό αδίκημα

176.- (1) Ο Έφορος, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι κατά νόμο προϋποθέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, εγκρίνει την αίτηση και προβαίνει -

(α) Στην εγγραφή του αιτούντος φυσικού ή νομικού προσώπου στο οικείο Μητρώο, μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την υποβολή έγκυρης κατά τα ανωτέρω αίτησης·

(β) στην έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής, κατά τον καθορισμένο τύπο, στο οποίο αναγράφονται μεταξύ άλλων

(i)  - προκειμένου περί φυσικού προσώπου, τα προσωπικά στοιχεία και η ιδιότητα του προσώπου, στο οποίο χορηγήθηκε το πιστοποιητικό καθώς και ο αριθμός εγγραφής του·

- προκειμένου περί νομικού προσώπου, τα στοιχεία και η ιδιότητα του νομικού προσώπου, στο οποίο χορηγήθηκε το πιστοποιητικό, ο αριθμός εγγραφής του και τα στοιχεία και η ιδιότητα τουλάχιστον δύο διευθυνόντων ή εταίρων του νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνοι για τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης,

(ii) ο κλάδος ασφάλισης, Κλάδος Γενικής Φύσεως ή/ και Κλάδος Ζωής, στον οποίο δύναται να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης

Ο Έφορος δεν προβαίνει στην έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής εάν το φυσικό πρόσωπο εγγράφεται ως διευθύνων ή εταίρος νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 173 του Νόμου·

(γ) προκειμένου μόνο περί φυσικών προσώπων που εγγράφονται στα Μητρώα τον υποπαραγράφων (i) έως (iv) της παραγράφων (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, στην έκδοση ασφαλιστικής ταυτότητας, η οποία αναγράφει τα προβλεπόμενα σε Οδηγίες στοιχεία και η  οποία συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη του γεγονότος ότι το πρόσωπο αυτό νομίμως ασκεί τις εργασίες διαμεσολάβησης που αναγράφονται στην ταυτότητά του. Κάθε φυσικό πρόσωπο που ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, πλην των συνδεδεμένων ασφαλιστικών συμβούλων, υποχρεούται να επιδεικνύει την ταυτότητα αυτή σε κάθε ενδιαφερόμενο να συνάψει ασφάλιση, πριν την κατάρτιση οποιασδήποτε πράξεως.

(2) Στο πιστοποιητικό εγγραφής ο Έφορος δύναται να διαλάβει όρους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και της ασφαλιστικής αγοράς εν γένει.

(3) Το πιστοποιητικό εγγραφής, που εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή πιστοποιημένο αντίγραφό του αναρτάται από τον κάτοχο του σε περίοπτη θέση σε κάθε τόπο διεξαγωγής των εργασιών του, όπου το κοινό έχει πρόσβαση, εφόσον δε ζητηθεί από ενδιαφερόμενο πρόσωπο, επιδεικνύεται αντίγραφό του.

(4) Παράβαση των διατάξεων της τελευταίας πρότασης της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (3) συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο μεχρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

Χρονική ισχύς και ανανέωση εγγραφής στα Μητρώα

177.- (1) Η εγγραφή στα Μητρώα του άρθρου 170 έχει τριετή χρονική ισχύ, από την ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού εγγραφής και δύναται να ανανεωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.

(2) Για την ανανέωση της ισχύος της εγγραφής στα Μητρώα υποβάλλεται αίτηση στον Έφορο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 175 του Νόμου έναν τουλάχιστο μήνα (1) πριν από τη λήξη της ισχύος του. Με την αίτηση  συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα και καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος. Σε περίπτωση μη έγκαιρης κατά τα ανωτέρω υποβολής της αιτήσεως, στα τέλη ανανέωσης προστίθενται οι προβλεπόμενες σε Κανονισμούς επιβαρύνσεις.

(3) Ο Έφορος, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι κατά νόμο προϋποθέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, εγκρίνει την αίτηση και προβαίνει στην ανανέωση εγγραφής του διαμεσολαβητή.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗΤΡΩΟ
Απόρριψη της αιτήσεως προς εγγραφή

178.- (1) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση για εγγραφή σε ένα από τα Μητρώα που τηρούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 173 του Νόμου εάν κρίνει ότι δεν συντρέχουν όλες οι προς εγγραφή προϋποθέσεις, που ορίζονται στα προηγούμενα άρθρα του  Μέρους αυτού.

(2) Ο Έφορος εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την ημέρα υποβολής της αιτήσεως παραθέτοντας τους λόγους που δικαιολογούν την απόρριψή της. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος παραλείπει να εκδώσει απόφαση μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών παρέχεται δικαίωμα προσφυγής στον Υπουργό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Νόμου.

Λόγοι διαγραφής από Μητρώο. Ποινικό αδίκημα

179.- (1) Ο Έφορος προβαίνει στη διαγραφή ενός προσώπου από τα τηρούμενα  κατά τις διατάξεις του των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 Μητρώα,

(α) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την εγγραφή ή την ανανέωση της εγγραφής, δεν πληρούνται πλέον· ή/και

(β) σε περίπτωση δήλωσης ψευδών, εσφαλμένων ή παραπλανητικών για ουσιώδες στοιχείο πληροφοριών που περιέχονται στα έγγραφα που κατατίθενται κατά τον Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή απόκρυψης τέτοιων πληροφοριών από την Υπηρεσία· ή/και

(γ) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, από τον εγγεγραμμένο οποιασδήποτε από τις κατά νόμο υποχρεώσεις του· ή/και

(δ) σε περίπτωση παραβίασης οποιουδήποτε όρου που τυχόν τέθηκε για την εγγραφή· ή/και

(ε) σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης για το προβλεπόμενο στο άρθρο 213 του Νόμου ποινικό αδίκημα για έκδοση ψευδών λογαριασμών· ή/και

(στ) σε περίπτωση άσκησης των εργασιών του κατά τρόπο μη συνετό ή επαγγελματικά αντιδεοντολογικό, δυνάμενο να παραβλέψει τα συμφέροντα της ασφαλιστικής αγοράς ή του κοινού εν γένει· ή/και

(ζ) σε περίπτωση σφετερισμού ή παράνομης κατακράτησης οποιουδήποτε ποσού, το οποίο ευρίσκεται υπό την κατοχή ή τη φύλαξή του ως θεματοφύλακα· ή/και

(η) σε περίπτωση παραβίασης, σε σημαντικό βαθμό, από τον εγγεγραμμένο των όρων της σύμβασης διαμεσολάβησης, περιλαμβανομένων των όρων οικονομικής συνεργασίας με την ασφαλιστική επιχείρηση· ή/και

(θ) σε περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος ο εγγεγραμμένος ζητήσει εγγράφως τη διαγραφή του ή δεν ενεργήσει έγκαιρα προς ανανέωση της εγγραφής του ή δεν προβεί σε έναρξη των εργασιών του εντός δώδεκα μηνών από την έκδοση του πιστοποιητικού εγγραφής του.

(2) Πρόσωπο εγγεγραμμένο σε Μητρώο, που δεν προβαίνει σε έναρξη των εργασιών του εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού εγγραφής του, έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει εγγράφως στον Έφορο το γεγονός αυτό, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(3) Η απόφαση του Εφόρου προς διαγραφή οποιουδήποτε προσώπου από το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και κοινοποιείται προς κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(4) Η απόφαση του Εφόρου προς διαγραφή οποιουδήποτε προσώπου από το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές των Κρατών Μελών στα οποία το διαγραφόμενο πρόσωπο παρείχε υπηρεσίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης.

Παραστάσεις κατά της διαγραφής και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Υπουργού

180.- (1) Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασης του προς διαγραφή, ο Έφορος οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την πρόθεση του προς τούτο σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο και να παραθέσει τους λόγους, που κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο δικαιολογούν την πρόθεση του και να επισημάνει τα δικαιώματα που παρέχονται στο πρόσωπο αυτό δυνάμει του επόμενου εδαφίου. Ο Έφορος εν τούτοις δύναται, σε δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις και προς προστασία των ασφαλισμένων, να διατάξει με την κοινοποίηση αυτή, την άμεση αναστολή εργασιών του προσώπου αυτού, μέχρι πέρατος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 43 του Νόμου διαδικασίας:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν ισχύουν σε περίπτωση κατά την οποία η διαγραφή ενεργείται κατ’ αίτηση του ίδιου του εγγεγραμμένου ή λόγω μη έγκαιρης ανανέωσης της εγγραφής του ή σε περίπτωση που δεν υφίσταται πλέον καμία σύμβαση διαμεσολάβησης εν ισχύ.

(2) Το πρόσωπο προς το οποίο κοινοποιήθηκε έγγραφο κατά τα ανωτέρω, έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη κοινοποίηση του εγγράφου, να προβεί σε γραπτές και, εφόσον το επιθυμεί, προφορικές παραστάσεις προς τον Έφορο, εφόσον όμως του κοινοποιήθηκε συγχρόνως και απόφαση του Εφόρου προς αναστολή των εργασιών του, οφείλει να συμμορφωθεί αμέσως προς την απόφαση αυτή.

(3) Ο Έφορος οφείλει να λάβει υπόψη τις παραστάσεις αυτές, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς διαγραφή.

(4) Η απόφαση του Εφόρου προς διαγραφή δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Νόμου στην περίπτωση που αφορά διαγραφή δυνάμει της παραγράφου (γ), (δ) ή (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 179 του Νόμου. Το δικαίωμα προς προσβολή των αποφάσεων του Εφόρου ενώπιον του Υπουργού επισημαίνεται από τον Έφορο κατά την κοινοποίηση των πιο πάνω αποφάσεων.

Επιστροφή πιστοποιητικού εγγραφής. Ποινικό αδίκημα.

181.- (1)  Tο πρόσωπο που διαγράφεται από τα Μητρώα του άρθρου 170, οφείλει να επιστρέψει το πιστοποιητικό εγγραφής του ή οποιοδήποτε πιστοποιημένο αντίγραφο του καθώς και, προκειμένου περί φυσικού προσώπου, την ασφαλιστική του ταυτότητα, το βραδύτερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από:

(α) Την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού ή την κοινοποίηση της απόφασης του Υπουργού η οποία επικυρώνει την απόφαση του Εφόρου, στην περίπτωση της παραγράφου (γ), (δ) ή (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 179 του Νόμου, ή

(β) την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης του Εφόρου προς διαγραφή του, στις υπόλοιπες περιπτώσεις του εδαφίου (1) του άρθρου 179 του Νόμου.

(2) Παράβαση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(3) Κάθε πρόσωπο, για λογαριασμό του οποίου ενεργούσε ο διαγραφόμενος, οφείλει όπως, μόλις του κοινοποιηθεί η οριστική κατά τα ανωτέρω απόφαση διαγραφής, προβεί στην άμεση λύση της συμβάσεως διαμεσολάβησης που είχε συνάψει με τον διαγραφόμενο.

(4) Ο Έφορος, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, δύναται να δημοσιεύσει την οριστική απόφαση διαγραφής σε δύο ή περισσότερες ημερήσιες εγχώριες εφημερίδες, ή να την δημοσιοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο για την προστασία της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και των ασφαλισμένων ή των προσώπων που επιθυμούν να συνάψουν ασφάλιση.

Πληροφορίες που παρέχει ο διαμεσολαβητής κατά την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης

182.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 133 του Νόμου, πριν από τη σύναψη της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, κατά την τροποποίηση ή την ανανέωσή της, ο διαμεσολαβητής παρέχει στο πρόσωπο που επιθυμεί να συνάψει ασφάλιση ή κατά περίπτωση στον ασφαλισμένο πληροφορίες αναφορικά με το πρόσωπό του, το Μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και, σε περίπτωση που ο διαμεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, τυχόν μετοχική σχέση του με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Ο διαμεσολαβητής παρέχει ακόμη στο πρόσωπο που επιθυμεί να συνάψει ασφάλιση ή κατά περίπτωση στον ασφαλισμένο πληροφορίες αναφορικά με το δικαίωμα καταγγελίας κατά του διαμεσολαβητή καθώς και πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο (αμερόληπτο ή μη) παροχής των υπηρεσιών από τον διαμεσολαβητή και  κοινοποιεί στο πρόσωπο αυτό τους λόγους στους οποίους βασίζει τις συμβουλές που δίδει.

(2) Με Κανονισμούς  δύνανται να εξειδικεύονται και να ορίζονται περαιτέρω στοιχεία που οφείλουν να γνωστοποιούν οι διαμεσολαβητές προς τα πρόσωπα που επιθυμούν να καταρτίσουν ασφάλιση ή προς τους ασφαλισμένους καθώς και η μορφή και ο τρόπος γνωστοποίησης των στοιχείων αυτών.

(3) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο δεν χρειάζεται να παρέχονται όταν η διαμεσολάβηση αφορά στην ασφάλιση μεγάλων κινδύνων, ή στην περίπτωση που αντικείμενο της διαμεσολάβησης είναι η αντασφάλιση κινδύνων.

(4) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών

Εξώδικη επίλυση διαφορών

182Α.- Με Κανονισμούς δύναται να προβλέπεται διαδικασία εξώδικης επίλυσης των διαφορών μεταξύ των διαμεσολαβητών και των ασφαλισμένων ή των προσώπων που επιθυμούν να συνάψουν ασφάλιση.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Ανακοίνωση μεταβολής στα καθορισμένα στοιχεία. Ποινικό αδίκημα.

183.- Κάθε πρόσωπο, το οποίο ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης δυνάμει των διατάξεων του Μέρους αυτού οφείλει όπως ανακοινώνει στον Έφορο, το βραδύτερο εντός δεκαπέντε ημερών, κάθε μεταβολή που επέρχεται σε πληροφορίες και στοιχεία, που περιέχονται στα έγγραφα που κατατίθενται κατά τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών.

Υποβολή καταστάσεων από εταιρεία ασφαλειομεσιτών

184.- (1) Οι εταιρείες ασφαλειομεσιτών οφείλουν εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη του οικονομικού τους έτους να υποβάλλουν στην Υπηρεσία αντίγραφο κάθε ελεγμένης οικονομικής κατάστασης, που καταρτίζεται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου.

(2) Μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε έτους, αρχίζοντας από την πρώτη Ιανουαρίου του αμέσως επόμενου έτους από την εγγραφή της, κάθε εταιρεία ασφαλειομεσιτών οφείλει να υποβάλλει στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο, κατάσταση σχετικά με την κατανομή των εργασιών της στις διάφορες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά το λήξαν έτος.

Απόδοση ασφαλίστρων

185.- (1) Τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης ευθύνονται ως θεματοφύλακες για κάθε ασφάλιστρο ή άλλο ποσό που εισπράττουν κατά την άσκηση των εργασιών τους και οφείλουν να το αποδώσουν στο δικαιούχο μέσα στον καθορισμένο προς τούτο χρόνο. Με Κανονισμούς δύνανται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των διαμεσολαβητών που δικαιούνται να εισπράττουν χρήματα για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(2) Οι διαμεσολαβητές οι οποίοι εισπράττουν ασφάλιστρα προκειμένου να το αποδώσουν σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οφείλουν να τηρούν αυστηρά διαχωρισμένο τραπεζικό λογαριασμό πελατών. Εφόσον στον ίδιο λογαριασμό τηρούνται ασφάλιστρα περισσοτέρων ασφαλισμένων, ο διαμεσολαβητής οφείλει να προσδιορίζει επακριβώς στα βιβλία του για λογαριασμό ποίου ασφαλισμένου κατέχει κάθε ποσό:

Νοείται ότι σε περίπτωση πτωχεύσεως του διαμεσολαβητή οι λογαριασμοί πελατών διαχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία και δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση άλλων πιστωτών των διαμεσολαβητών.

(3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (4) σε περίπτωση κατά την οποία διαμεσολαβητές εισπράττουν ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα ασφάλιστρα λογίζονται έναντι του ασφαλισμένου ότι έχουν καταβληθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση με την είσπραξή τους από τον διαμεσολαβητή ενώ σε περίπτωση κατά την οποία διαμεσολαβητές εισπράττουν χρήματα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλισμένους, τα χρήματα δεν λογίζονται ως καταβληθέντα στον ασφαλισμένο παρά μόνο αφού ο ασφαλισμένος τα εισπράξει πραγματικά.

(4) Η σύμβαση διαμεσολάβησης δύναται να προβλέπει ότι δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (3) στις συναλλαγές του διαμεσολαβητή με τους ασφαλισμένους. Τούτο γνωστοποιείται ειδικώς και εγγράφως στον Έφορο από την ασφαλιστική επιχείρηση:

Νοείται ότι ο διαμεσολαβητής οφείλει να δηλώσει τούτο στον ενδιαφερόμενο να συνάψει ασφάλιση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 182 του Νόμου.

Σύσταση υποκαταστήματος ή άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης σε τρίτη χώρα

186.- (1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 187, νομικά πρόσωπα, τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης εντός της Δημοκρατίας, δύναται να ιδρύουν υποκατάστημα, αντιπροσωπεία, γραφείο ή θυγατρική εταιρεία και εν γένει να αναλαμβάνουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης σχετικά με κινδύνους και υποχρεώσεις σε τρίτη χώρα, μόνον εφόσον έχουν διασφαλίσει την προηγούμενη έγκριση του Εφόρου.

(2) Ο Έφορος χορηγεί την έγκριση αυτή μόνον εάν κρίνει ότι οι εργασίες που θα αναληφθούν σε τρίτη χώρα θα διευθύνονται από πρόσωπο το οποίο κατέχει το ανάλογο, κατά περίπτωση, πιστοποιητικό εγγραφής. Η άρνηση του Εφόρου προς έγκριση δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Υπουργού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Νόμου.

Ελευθερία παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης σε Κράτη Μέλη της ΕΕ

187.- (1) Οι διαμεσολαβητές, από της εγγραφής τους στο αντίστοιχο Μητρώο των παραγράφων (α)  και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου, δύνανται να αναλαμβάνουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης κατόπιν σχετικής γνωστοποίησης προς τον Έφορο.

(2) Ο Έφορος διαβιβάζει εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της την γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον η αρμόδια αρχή επιθυμεί παρόμοια γνωστοποίηση, και ενημερώνει σχετικά τον διαμεσολαβητή.

(3) Ο διαμεσολαβητής δύναται να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης ένα (1) μήνα μετά την ημερομηνία ενημέρωσής του από τον Έφορο σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.

Ελευθερία παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης στη Δημοκρατία

188.- (1) Οι ασκούντες εργασίες διαμεσολάβησης σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατόπιν εγγραφής τους σε μητρώο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, αντίστοιχες κατά την εθνική νομοθεσία με εκείνες του άρθρου 3 της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, δύναται να αναλάβουν και να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία εφόσον ο Έφορος έχει ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για την πρόθεση του αιτούμενου να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία και για τον τρόπο ανάληψης των εργασιών διαμεσολάβησης και εφόσον έχει παρέλθει ένας (1) μήνας από την σχετική ενημέρωση.

(2) Ο Έφορος, για λόγους πληροφόρησης των ενδιαφερομένων να συνάψουν ασφάλιση, εγγράφει τον αιτούμενο να αναλάβει και να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στην Δημοκρατία στο Μητρώο Διαμεσολαβητών υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης  εγκατάστασης σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου.

Ποινικό αδίκημα για ανάθεση εργασιών σε πρόσωπα που δεν είναι εγγραμμένα στα Μητρώα

189.- (1) Ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία εν γνώσει χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο του άρθρου 170 του Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδων λιρών.

(2) Το αυτό ποινικό αδίκημα διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας, η εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης, η εταιρεία ασφαλειομεσιτών, η εταιρεία μεσαζόντων ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων ή εν γένει διαμεσολαβητής που εν γνώσει χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο του.

Ποινικό αδίκημα για τη συνέχιση εργασιών πρακτόρευσης μετά τον τερματισμό της σύμβασης πρακτόρευσης

190.- Ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος συνεχίζει να συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης παρά τον τερματισμό της σύμβασης πρακτόρευσης με την επιχείρηση αυτή, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Αντιποίηση έργου διαμεσολαβητή

191.- Πρόσωπο, το οποίο, χωρίς να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 164Α του Νόμου ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης χωρίς να είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο Μητρώο ή μετά τη διαγραφή του από το οικείο Μητρώο και πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται ή οπωσδήποτε εμφανίζει ή διαφημίζει τον εαυτό του ψευδώς ως εγγεγραμμένο σε ένα από τα προβλεπόμενα Μητρώα του άρθρου 170 του παρόντα Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή  με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ψευδείς δηλώσεις διαμεσολαβητή

192.- (1) Διαμεσολαβητής εγγεγραμμένος σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 170 του Νόμου, ο οποίος κατά την άσκηση των εργασιών του προβαίνει εν γνώσει σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή εν γνώσει αποκρύπτει, ο,τιδήποτε ουσιώδες, με σκοπό να πείσει ή παρακινήσει άλλο στη σύναψη ή πρόταση προς σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές. Σε περίπτωση εν τούτοις κατά την οποία ο ασφαλισμένος έχει δηλώσει εγγράφως πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, ότι μελέτησε και κατανόησε πλήρως όλες τις πληροφορίες που του γνωστοποιήθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 του Νόμου, το γεγονός συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι δε διαπράχθηκε το αδίκημα αυτό.

(2) Σε περίπτωση συνάψεως ασφαλιστικής συμβάσεως, υπό τις προβλεπόμενες στο προηγούμενο εδάφιο περιστάσεις, ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα

(α) Να ζητήσει ακύρωση της συμβάσεως και επανόρθωση της ζημιάς την οποία υπέστη, κατά τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου· ή

(β) να εμμείνει στην εκπλήρωση της συμβάσεως και να απαιτήσει αναπροσαρμογή εκείνων των όρων της συμβάσεως οι οποίοι επηρεάστηκαν από τη δήλωση ή την απόκρυψη, που στοιχειοθετεί το κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου τελούμενο ποινικό αδίκημα.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο διαμεσολαβητής που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι εγγεγραμμένος στο τηρούμενο κατά τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου Μητρώο ο Έφορος δύναται επιπροσθέτως να  απαγορεύσει την περαιτέρω άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης εντός της Δημοκρατίας από τον διαμεσολαβητή εφαρμοζομένου αναλόγως του άρθρου 180 και να διατάξει την διαγραφή του από το Μητρώο:

Νοείται ότι ο Έφορος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του διαμεσολαβητή για το διαπραχθέν αδίκημα και τις κυρώσεις ή τα μέτρα που έλαβε.

Διοικητικές κυρώσεις

192Α.- (1) Ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη, λαμβάνοντας υπόψη την σοβαρότητα της παράβασης, ο Έφορος επιβάλλει σε οποιονδήποτε παραβιάζει τις διατάξεις του Μέρους ΧΙΙ του Νόμου, ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε Λίρες Κύπρου των τριάντα χιλιάδων Ευρώ (€30.000).