Ασφαλιστικός πράκτορας

165.- (1) Ασφαλιστικός πράκτορας (insurance agent) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ως κύρια δραστηριότητα, δυνάμει συμβάσεως πρακτόρευσης όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έναντι προμήθειας ή και αμοιβής την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μιας ή και περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία  οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου, ως «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικής πρακτόρευσης. Οι λέξεις αυτές δύνανται  να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν προκύπτει άλλως πως από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός πράκτορας» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός πράκτορας», «εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης» και «εταιρία αντασφαλιστικής πρακτόρευσης».

(4) Ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει, εισηγείται, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις, για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων

(β) παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία δικαιώματος προς υποβολή απαιτήσεως· και

(γ) εφόσον προβλέπεται στην σύμβαση πρακτόρευσης,εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα τα οποία αποδίδει στην δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει στον διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.