Υποχρεώσεις ασφαλιστικού πράκτορα. Ποινικό αδίκημα

165Α.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστικός πράκτορας έχει υποχρέωση να τοποθετεί τις ασφαλίσεις που συνάπτει μόνο σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί.

(2) Κατ’ εξαίρεση εν τούτοις, ο ασφαλιστικός πράκτορας δύναται να τοποθετεί τις ασφαλίσεις που συνάπτει σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες δεν εκπροσωπεί, νοουμένου ότι θα συνάψει με αυτές σύμβαση πρακτόρευσης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Εάν η ασφάλιση αφορά σε κλάδο ασφαλιστικών εργασιών, που δεν ασκούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί· ή

(β) εάν η ασφάλιση έχει απορριφθεί εγγράφως από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί· ή

(γ)  εάν συναινούν εγγράφως στην ασφάλιση αυτή, όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις οποίες εκπροσωπεί.

(3) Ο ασφαλιστικός πράκτορας έχει υποχρέωση όπως τηρεί, χωριστά για κάθε ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία εκπροσωπεί, βιβλίο καταχώρησης των ασφαλιστικών συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται μέσω αυτού, καθώς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, βιβλίο είσπραξης ασφαλίστρων και βιβλίο διακανονισμού απαιτήσεων, σχετικά με τις συμβάσεις αυτές. Παράλειψη τηρήσεως ή πλημμελής τήρηση των βιβλίων αυτών συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών:

Νοείται ότι κατά την τήρηση των βιβλίων του εδαφίου αυτού ο ασφαλιστικός πράκτορας οφείλει να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες της ασφαλιστικής επιχείρησης την οποία εκπροσωπεί.

(4) Τα κατά το προηγούμενο εδάφιο τηρούμενα βιβλία υπόκεινται σε επιθεώρηση και έλεγχο από τον Έφορο, όποτε το κρίνει σκόπιμο. Το αυτό δικαίωμα έχει και κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, εκπροσωπούμενη από τον ασφαλιστικό πράκτορα, αλλά μόνο σε ότι αφορά τα βιβλία, που αναφέρονται σε δικές της εργασίες.

(5) Δεν επιτρέπεται η μεταφορά από ασφαλιστικό πράκτορα ασφαλιστικής συμβάσεως σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του ασφαλισμένου, που παρέχεται σύμφωνα με τον καθορισμένο τύπο:

Νοείται ότι δεν απαιτείται η τήρηση του καθορισμένου τύπου στην περίπτωση νέας ασφαλιστικής σύμβασης η οποία καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου μετά την λήξη της προηγούμενης.