Απόδοση ασφαλίστρων

185.- (1) Τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης ευθύνονται ως θεματοφύλακες για κάθε ασφάλιστρο ή άλλο ποσό που εισπράττουν κατά την άσκηση των εργασιών τους και οφείλουν να το αποδώσουν στο δικαιούχο μέσα στον καθορισμένο προς τούτο χρόνο. Με Κανονισμούς δύνανται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των διαμεσολαβητών που δικαιούνται να εισπράττουν χρήματα για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(2) Οι διαμεσολαβητές οι οποίοι εισπράττουν ασφάλιστρα προκειμένου να το αποδώσουν σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οφείλουν να τηρούν αυστηρά διαχωρισμένο τραπεζικό λογαριασμό πελατών. Εφόσον στον ίδιο λογαριασμό τηρούνται ασφάλιστρα περισσοτέρων ασφαλισμένων, ο διαμεσολαβητής οφείλει να προσδιορίζει επακριβώς στα βιβλία του για λογαριασμό ποίου ασφαλισμένου κατέχει κάθε ποσό:

Νοείται ότι σε περίπτωση πτωχεύσεως του διαμεσολαβητή οι λογαριασμοί πελατών διαχωρίζονται από την πτωχευτική περιουσία και δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση άλλων πιστωτών των διαμεσολαβητών.

(3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (4) σε περίπτωση κατά την οποία διαμεσολαβητές εισπράττουν ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα ασφάλιστρα λογίζονται έναντι του ασφαλισμένου ότι έχουν καταβληθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση με την είσπραξή τους από τον διαμεσολαβητή ενώ σε περίπτωση κατά την οποία διαμεσολαβητές εισπράττουν χρήματα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλισμένους, τα χρήματα δεν λογίζονται ως καταβληθέντα στον ασφαλισμένο παρά μόνο αφού ο ασφαλισμένος τα εισπράξει πραγματικά.

(4) Η σύμβαση διαμεσολάβησης δύναται να προβλέπει ότι δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (3) στις συναλλαγές του διαμεσολαβητή με τους ασφαλισμένους. Τούτο γνωστοποιείται ειδικώς και εγγράφως στον Έφορο από την ασφαλιστική επιχείρηση:

Νοείται ότι ο διαμεσολαβητής οφείλει να δηλώσει τούτο στον ενδιαφερόμενο να συνάψει ασφάλιση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 182 του Νόμου.