Ασφαλιστικός σύμβουλος

168.- (1)Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή  νομικό πρόσωπο το οποίο, δυνάμει συμβάσεως ασφαλιστικού συμβούλου, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έχει ως κύρια δραστηριότητά, έναντι προμήθειας ή αμοιβής την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) του άρθρου αυτού ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου ως «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων». Στην επωνυμία της εταιρείας  αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών συμβούλων. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της Ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν άλλως πως προκύπτει από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός σύμβουλος» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός σύμβουλος», «εταιρεία ασφαλιστικών συμβούλων» και εταιρία «αντασφαλιστικών συμβούλων».

(4) Ο ασφαλιστικός σύμβουλος ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, για τις οποίες ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών:

Νοείται ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν δύναται ούτε να προπαρασκευάζει, ούτε να προσυπογράφει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις

(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, και τα αποδίδει στην δικαιούχο ασφαλιστική επιχείρηση, στερείται όμως του δικαιώματος να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.