Ασφαλιστικός μεσάζων

167.- (1) Ασφαλιστικός μεσάζων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, δυνάμει συμβάσεως μεσάζοντος, όπως η σύμβαση αυτή καθορίζεται στο άρθρο 169 του Νόμου, έχει ως κύρια δραστηριότητά, έναντι προμήθειας ή αμοιβής, την άσκηση των εργασιών διαμεσολάβησης που ορίζονται στο εδάφιο (4) για λογαριασμό ενός ή περισσοτέρων ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ασφαλίσεων:

Νοείται ότι με Οδηγίες του Εφόρου δύνανται να τίθενται κριτήρια ή και να παρέχονται διευκρινίσεις για τον καθορισμό ή και την οριοθέτηση των κυρίων δραστηριοτήτων.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (4) ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του Νόμου ως «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας, προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλιστικών μεσαζόντων. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της Ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν άλλως πως προκύπτει από το κείμενο, ο όρος «ασφαλιστικός μεσάζων» θα περιλαμβάνει και τους όρους «αντασφαλιστικός μεσάζων», «εταιρεία ασφαλιστικών μεσαζόντων» και «εταιρεία αντασφαλιστικών μεσαζόντων».

(4) Ο ασφαλιστικός μεσάζων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Παρουσιάζει και επεξηγεί για λογαριασμό του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων, για τον οποίον ενεργεί, ασφαλιστικές συμβάσεις, στερείται όμως του δικαιώματος προς υπογραφή των συμβάσεων αυτών·:

Νοείται ότι ο ασφαλιστικός μεσάζων δε δύναται ούτε να προπαρασκευάζει, ούτε να προσυπογράφει ο ίδιος ασφαλιστικές συμβάσεις  και

(β) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, εφόσον αυτό προβλέπεται στη σύμβαση μεσάζοντος, και τα αποδίδει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων τον οποίον εκπροσωπεί, στερείται όμως του δικαιώματος να προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.