Προοίμιο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Σύστασης Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 2020.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

«Βοηθός Επιθεωρητού» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο ορίζεται ως Βοηθός Επιθεωρητού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 4.

«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία.

«Επιθεωρητής» σημαίνει Επιθεωρητή, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 4 για να ασκεί τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο καθήκοντα.

«Νόμος» σημαίνει το Νόμο για τον οποίο γίνεται αναφορά από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 5 και τους δυνάμει του Νόμου αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς και διατάγματα.

«οικείος νόμος» σημαίνει το νόμο, για την εφαρμογή των διατάξεων του οποίου διεξάγεται επιθεώρηση, έλεγχος, έρευνα ή εξέταση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

«Προϊστάμενος» σημαίνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 4.

«Υπηρεσία Επιθεωρήσεων» σημαίνει την Υπηρεσία Επιθεωρήσεων που συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 4.

«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

(2) Οι όροι «αυτοτελώς εργαζόμενος», «εργοδότης», «εργοδοτούμενος» και «μισθωτός» έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς στον οικείο νόμο.

Σκοπός του παρόντος Νόμου

3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η επίτευξη της κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερης και αποδοτικότερης λειτουργίας των υπηρεσιών επιθεώρησης και ελέγχου της εφαρμογής των διατάξεων ορισμένων νομοθεσιών για τις οποίες καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Υπουργείο.

Σύσταση Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων

4.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου συστήνεται στο Υπουργείο Υπηρεσία Επιθεωρήσεων, η οποία τελεί υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής και αποτελείται από τον Προϊστάμενο αυτής, όπως και από Επιθεωρητές και Βοηθούς Επιθεωρητού.

(2) Ο Προϊστάμενος είναι δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος διαθέτει τις κατάλληλες διοικητικές ικανότητες, κατάρτιση και πείρα για την άσκηση των καθηκόντων και ο οποίος ορίζεται από την αρμόδια αρχή για να προΐσταται της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων.

(3) Η αρμόδια αρχή ορίζει-

(α) λειτουργούς του Υπουργείου ή/και άλλους δημόσιους υπαλλήλους ως Επιθεωρητές, και

(β) λειτουργούς του Υπουργείου ή/και άλλους δημόσιους υπαλλήλους ή/και ωρομίσθιο κυβερνητικό προσωπικό ή και εργοδοτούμενους ορισμένου χρόνου που βρίσκονται στην υπηρεσία του Υπουργείου ή και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες ως Βοηθούς Επιθεωρητού,

για να ασκούν τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(4) Στον Προϊστάμενο, κάθε Επιθεωρητή και κάθε Βοηθό Επιθεωρητού εκδίδεται ταυτότητα, η οποία συνιστά απόδειξη της αντίστοιχης ιδιότητας του κατόχου της.

(5) Η αρμόδια αρχή δύναται κατά την κρίση της, να τερματίζει καθ’ οιονδήποτε χρόνο τον ορισμό οποιουδήποτε προσώπου ως Προϊσταμένου, Επιθεωρητή ή Βοηθού Επιθεωρητού.

Έργο της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων

5.-(1) Έργο της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων αποτελεί ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων κάθε νομοθεσίας για την οποία καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το Υπουργείο, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, η αρμόδια αρχή δύναται να αναθέτει την εφαρμογή οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή των Νόμων σε Τμήματα ή Υπηρεσίες του Υπουργείου:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή αναθέτει την εφαρμογή οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου ή και των Νόμων σε οποιοδήποτε Τμήμα ή Υπηρεσία του Υπουργείου, οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εξουσίες της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων ασκούνται, κατ’ αναλογίαν, από το Τμήμα ή την Υπηρεσία στην οποία έχει γίνει τέτοια ανάθεση.

(2) Η Υπηρεσία Επιθεωρήσεων, στο πλαίσιο της αποστολής της μεριμνά για-

(α) την οργάνωση και εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων.

(β) τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων, τον συντονισμό του έργου των Επιθεωρητών και των Βοηθών Επιθεωρητού, όπως και για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των προγραμμάτων επιθεωρήσεων με σκοπό τον εντοπισμό αναφυόμενων προβλημάτων και τη λήψη διορθωτικών μέτρων:

Νοείται ότι, κατά τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων τηρείται η αρχή της αναλογικότητας με αρμόδια επιτροπή η οποία θα συμφωνηθεί.

(γ) την ετοιμασία και τη διοργάνωση προγραμμάτων συνεχούς εκπαίδευσης των Επιθεωρητών και των Βοηθών Επιθεωρητού σχετικά με τα προβλεπόμενα από τους Νόμους, καθώς και τις μεθόδους και τεχνικές επιθεώρησης και ελέγχου της εφαρμογής αυτών.

(δ) την ετοιμασία και τη διοργάνωση προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενημέρωσης των εργοδοτών και των εργαζομένων σχετικά με τις διατάξεις των Νόμων.

(ε) την υλοποίηση των οδηγιών της αρμόδιας αρχής.

(3) Η Υπηρεσία Επιθεωρήσεων για την εκτέλεση του έργου της επιθεωρεί και ελέγχει χώρους εργασίας και για τον σκοπό αυτό προβαίνει σε οποιαδήποτε αναγκαία εξέταση σε κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο εργασίας ή/και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο πιθανολογεί ότι απασχολούνται πρόσωπα, εξαιρουμένου κάθε χώρου που χρησιμοποιείται ως κατοικία, προκειμένου να διασφαλίσει την εφαρμογή των διατάξεων των οικείων νόμων στην έκταση που τέτοια εξουσία ανατίθεται σε Επιθεωρητή δυνάμει των διατάξεων αυτών, ήτοι των διατάξεων-

(α) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

(β) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου.

(γ) του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου, καθόσον αφορά στην καταβολή των εισφορών στα ταμεία αυτά.

(δ) του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου, καθόσον αφορά στην είσπραξη από το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων του καταβλητέου από τους εργοδότες τέλους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 του εν λόγω Νόμου.

(ε) του περί Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής Νόμου, καθόσον αφορά στην είσπραξη από τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων της εισφοράς που καταβάλλεται από τους εργοδότες δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω Νόμου.

(στ) οποιουδήποτε άλλου νόμου προβλέπει για την είσπραξη τέλους ή εισφοράς από το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

(ζ) του περί της Απόσπασης Εργαζομένων στο Πλαίσιο της Παροχής Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου.

(η) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου.

(θ) του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου.

(ι) του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.

(ια) του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονικής, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισοοροπία μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου.

(ιβ) του περί της Εργασίας μέσω Επιχείρησης Προσωρινής Απασχόλησης Νόμου.

(ιγ) του περί Ιδιωτικών Γραφείων Εξεύρεσης Εργασίας Νόμου.

(ιδ) του περί Προστασίας των Νέων κατά την Απασχόληση Νόμου.

(ιε) [Διαγράφηκε].

(ιστ) του περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμου.

(ιζ) του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου.

(ιη) του περί Εργοδοτουμένων με Μερική Απασχόληση (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου.

(ιθ) του περί Εργοδοτουμένων εις Κέντρα Αναψυχής (Όροι Υπηρεσίας) Νόμου.

(κ) των περί Εργοδοτουμένων εις Ξενοδοχεία (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών.

(κα) του περί Ίσης Αμοιβής μεταξύ Ανδρών και Γυναικών για την Ίδια Εργασία ή για Εργασία Ίσης Αξίας Νόμου.

(κβ) του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου.

(κγ) του περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμου.

(κδ) του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου.

(κε) του περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους Νόμου.

(κστ) του περί Ωρών Απασχόλησης Νόμου.

(κζ) του περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας των Εκτελούντων Κινητές Δραστηριότητες Οδικών Μεταφορών Νόμου∙

(κη) του περί της Διευκόλυνσης της Άσκησης των Δικαιωμάτων των Εργαζομένων στο Πλαίσιο της Ελεύθερης Κυκλοφορίας Νόμου.

(κθ) του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου, για την εφαρμογή του οποίου αρμόδια είναι η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας του Υπουργείου∙

(λ) του περί Εργοδοτουμένων στην Οικοδομική Βιομηχανία (Βασικοί Όροι Yπηρεσίας) Νόμου.

(λα) του περί της Παροχής Προτεραιότητας σε Χώρους Εξυπηρέτησης Κοινού σε Καθορισμένες Ομάδες Πληθυσμού Νόμου.

(4) Η Υπηρεσία Επιθεωρήσεων στο πλαίσιο της αποστολής της παρέχει πληροφορίες, συμβουλές και εκπαίδευση στους εργοδότες και στους εργαζομένους αναφορικά με τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις των πιο πάνω Νόμων, όπως και τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για την εφαρμογή τους.

Καθήκοντα και αρμοδιότητες Γενικού Διευθυντή

6.-(1) O Γενικός Διευθυντής είναι γενικότερα αρμόδιος για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ειδικότερα για το έργο και τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων, όπως καθορίζονται στο άρθρο 5 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Γενικός Διευθυντής-

(α) ετοιμάζει και υποβάλλει στην αρμόδια αρχή προς έγκριση το ετήσιο πρόγραμμα επιθεωρήσεων και των άλλων δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων.

(β) συνεργάζεται και ανταλλάσσει στοιχεία και πληροφορίες με τις Διευθύνσεις των αρμόδιων Υπηρεσιών και Τμημάτων του Υπουργείου με σκοπό την αποτελεσματικότερη εκτέλεση του έργου της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων·

(γ) υποβάλλει ανά τρίμηνο και, εκτάκτως, με δική του πρωτοβουλία ή εφόσον του ζητηθεί, αναφορά προς την αρμόδια αρχή για τις δραστηριότητες και το έργο της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων, επισημαίνοντας προβλήματα που αναφύονται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και υποβάλλοντας προτάσεις σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών·

(δ) ετοιμάζει και υποβάλλει στην αρμόδια αρχή ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων, η οποία περιλαμβάνει και αξιολόγηση του επιτελεσθέντος από αυτήν έργου.

(ε) ετοιμάζει και τηρεί εγχειρίδιο επιθεωρητή σε συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους. και

(στ) προβαίνει σε κάθε άλλη συναφή ενέργεια και πράξη για την αποτελεσματική εκτέλεση του έργου της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων.

(3) Οποιαδήποτε πράξη ή οποιοδήποτε καθήκον ο Γενικός Διευθυντής είναι υπόχρεος να φέρει εις πέρας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται να αναληφθεί από τον Προϊστάμενο ή και οποιονδήποτε λειτουργό ή/και Υπηρεσίες ή και Αρχές ή και Ομάδες ή και Επιτροπές που ενεργούν δυνάμει εξουσιοδότησης του Γενικού Διευθυντή και, οποιαδήποτε δήλωση ή/και κοινοποίηση υπογεγραμμένη από το Γενικό Διευθυντή, με την οποία πιστοποιείται ότι οι πιο πάνω ενεργούν δυνάμει εξουσιοδότησής του γίνεται δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.

Καθήκοντα και αρμοδιότητες Eπιθεωρητή και Βοηθού Επιθεωρητoύ

7.-(1) Ο Επιθεωρητής έχει ως κύριο έργο τη διασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Για την εκτέλεση του έργου του, ο Επιθεωρητής-

(α) διεξάγει συστηματικές και στοχευμένες επιθεωρήσεις, ελέγχους και έρευνες και προβαίνει σε εξετάσεις, όπως ήθελε κρίνει αναγκαίο για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Νόμων·

(β) εξετάζει παράπονα που υποβάλλονται ή παραπέμπονται σε αυτόν σε σχέση με παραβάσεις των Νόμων που επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, δικαιώματα συγκεκριμένων ατόμων και κατά το χειρισμό τέτοιων παραπόνων προβαίνει στις ενέργειες που προβλέπουν οι διατάξεις του οικείου νόμου·

(γ) εξετάζει καταγγελίες που υποβάλλονται ή παραπέμπονται σε αυτόν και πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτόν σχετικά με παραβάσεις των διατάξεων των Νόμων·

(δ) εκπαιδεύει εργοδότες και εργαζομένους αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των Νόμων·

(ε) παρέχει πληροφορίες και συμβουλές προς τους εργοδότες και τους εργαζομένους για τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο τήρησης των διατάξεων των Νόμων∙

(στ) τηρεί τις διατάξεις του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών.

(3) Ο Βοηθός Επιθεωρητού συνοδεύει και στηρίζει τον Επιθεωρητή στην εκτέλεση του έργου του και εφόσον συνοδεύει τον Επιθεωρητή έχει τις εξουσίες που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 8.

Εξουσίες Προϊσταμένου και Επιθεωρητών

8.-(1) Ο Προϊστάμενος, όπως και κάθε Επιθεωρητής, για σκoπoύς εφαρμoγής των διατάξεων τoυ παρόντος Νόμoυ και οικείου νόμου έχει την εξουσία να ενεργεί ως ακολούθως:

(α) Να εισέρχεται με την επίδειξη της ταυτότητάς του ελεύθερα, άνευ πρoηγoύμεvης ειδoπoίησης σε oπoιoνδήπoτε χώρo εργασίας εκτός από oικιακά υπoστατικά, στov oπoίo εύλoγα πιστεύει ότι απασχολούνται πρόσωπα σε oπoιoνδήπoτε εύλoγo χρόvo ή σε oπoιoνδήπoτε χρόvo θεωρεί πρόσφορο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της διεξαγόμενης οικονομικής δραστηριότητας:

Νoείται ότι, είσoδoς σε οικιακό υποστατικό είναι δυνατή μόνο κατόπιν εξασφάλισης της ρητής συγκατάθεσης του ενοίκου αυτού, ενώ σε περίπτωση μη εξασφάλισης της δέουσας συγκατάθεσης του ενοίκου αυτού, είσοδος είναι δυνατή μόνον κατόπιν εξασφαλίσεως σχετικού δικαστικού διατάγματος.

(β) να συvoδεύεται από αστυvoμικό, εφόσον εύλογα θεωρεί ότι θα παρεμπoδισθεί στηv άσκηση τωv εξoυσιώv τoυ ή στηv εκτέλεση τωv καθηκόvτωv τoυ, σε τέτοια δε περίπτωση ο αστυνομικός οφείλει vα συvoδεύει τov Επιθεωρητή, εφόσον του ζητηθεί∙

(γ) να συvoδεύεται από oπoιoνδήπoτε άλλo δημόσιο υπάλληλο, η παρουσία του οποίου κρίνεται αναγκαία για το σκoπό για τov oπoίo ασκείται η εξουσία εισόδου σε χώρο εργασίας∙

(δ) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία οφείλει, εφόσον της ζητηθεί, να την παράσχει∙

(ε) να απαιτεί τηv παρoυσίαση oπoιoυδήπoτε μητρώου, αρχείoυ, πιστoπoιητικoύ ή εγγράφoυ τηρείται για τoυς σκoπoύς του οικείου Νόμου, καθώς και oπoιoυδήπoτε άλλoυ βιβλίoυ ή εγγράφoυ κρίνεται αναγκαίο vα τεθεί στη διάθεσή του για σκoπoύς oπoιασδήπoτε επιθεώρησης, εξέτασης, αvάκρισης ή διερεύvησης και vα επιθεωρεί, εξετάζει και αvτιγράφει oπoιoδήπoτε από αυτά ή να εξασφαλίζει αντίγραφό του στην έκταση που ο οικείος νόμος παρέχει τέτοια εξουσιοδότηση∙

(στ) να απαιτεί από oπoιoδήπoτε πρόσωπo για τo oπoίo έχει εύλoγη αιτία vα πιστεύει ότι δύναται vα παράσχει πληρoφoρίες σχετικές με oπoιαδήπoτε επιθεώρηση, εξέταση, αvάκριση ή διευρεύνηση vα απαvτήσει σε σχετικές ερωτήσεις μόvo τoυ ή στηv παρoυσία oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ για το οποίο ο Επιθεωρητής δύναται vα επιτρέψει την παρουσία ή να απαιτήσει vα είvαι παρόv και vα απαιτεί από κάθε πρόσωπo vα υπoγράφει δήλωση ότι oι απαvτήσεις τoυ είvαι αληθείς∙

(ζ) να απαιτεί από oπoιoδήπoτε πρόσωπo βρίσκεται σε χώρo εργασίας vα τoυ παράσχει τέτoιες διευκoλύvσεις και βoήθεια αναφορικά με ζητήματα που τελούν υπό τov έλεγχo ή τηv ευθύvη τoυ εν λόγω πρoσώπoυ που κρίνονται αvαγκαίες για την άσκηση των εξουσιών πoυ τoυ παρέχovται βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

(2) Ο Προϊστάμενος και ο Επιθεωρητής δύναται να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις, όπου τούτο προβλέπεται από τις διατάξεις του οικείου νόμου ή του παρόντος Νόμου.

(3) Ο Επιθεωρητής, κατά τη διάρκεια της κατά το εδάφιο (1) επίσκεψής του ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν αποδεδειγμένα θεωρεί ότι τούτο θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Δελτίο Ελέγχου

9.-(1) Ο Επιθεωρητής υποχρεούται κατά τη διενέργεια οποιασδήποτε επιθεώρησης, ελέγχου ή έρευνας να συμπληρώνει δελτίο ελέγχου στον εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή τύπο, στο οποίο αναγράφει τα ευρήματα της επιθεώρησης, του ελέγχου ή της έρευνας, όλα τα στοιχεία των διαπιστωθεισών παραβάσεων και τις προτεινόμενες ή επιβληθείσες από αυτόν διοικητικές κυρώσεις, όπου τούτο προβλέπεται από τον οικείο νόμο.

(2) Η συμπλήρωση του δελτίου ελέγχου μπορεί να γίνεται και με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων.

(3) Αντίγραφο του δελτίου ελέγχου αποστέλλεται, αμελλητί, ύστερα από τη σύνταξή του στο Διευθυντή της αρμόδιας για την εφαρμογή του οικείου νόμου Υπηρεσίας ή Τμήματος του Υπουργείου.

Διοικητικές κυρώσεις

10.-(1) Χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, η παράβαση των διατάξεων των Νόμων που περιλαμβάνονται στον Πίνακα Ι συνεπάγεται την επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500) για κάθε επηρεαζόμενο εργοδοτούμενο και η παράβαση των διατάξεων των νόμων που περιλαμβάνονται στον Πίνακα ΙΙ συνεπάγεται την επιβολή διοικητικού προστίμου διακοσίων πενήντα ευρώ (€250) για κάθε επηρεαζόμενο εργοδοτούμενο και, σε περίπτωση επανάληψης της διαπιστωθείσας παράβασης, το επιβληθέν πρόστιμο αυξάνεται σε πεντακόσια ευρώ (€500) για κάθε επηρεαζόμενο εργοδοτούμενο.

(2) Σε περίπτωση που Επιθεωρητής, ο οποίος έχει οριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 διαπιστώσει παράβαση οποιασδήποτε από τις προβλεπόμενες στους Πίνακες Ι και ΙΙ διάταξης, επιβάλλει στον παραβάτη το διοικητικό πρόστιμο που καθορίζεται από τις διατάξεις του εδαφίου (1):

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (8), το συνολικό ποσό του επιβλητέου προστίμου δεν δύναται να υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) σε κάθε περίπτωση ολοκλήρωσης της επιθεώρησης και έκδοσης πράξης επιβολής προστίμου, εκτός από τις περιπτώσεις επαναλαμβανόμενης παράβασης, στην περίπτωση δε αυτή το συνολικό ποσό του επιβλητέου προστίμου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) σε κάθε περίπτωση ολοκλήρωσης της επιθεώρησης και έκδοσης πράξης επιβολής προστίμου.

(3) Ο Επιθεωρητής, αφ’ ης προβεί σε διαπίστωση της παράβασης και πριν από την επιβολή του διοικητικού προστίμου, συντάσσει επιτόπου και επιδίδει στον παραβάτη με απόδειξη παραλαβής, αιτιολογημένη Ειδοποίηση Διαπίστωσης της Παράβασης στον εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή τύπο.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, παρέχεται προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών στον παραβάτη, ώστε να προβεί σε παραστάσεις οι οποίες δέον να συνοδεύονται από τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου αυτός να αποδείξει ότι δεν διέπραξε την προβλεπόμενη στις διατάξεις του εδαφίου (1) παράβαση.

(5) Σε περίπτωση που η πιο πάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας αυτής ο παραβάτης αποτύχει να παρουσιάσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν διέπραξε τη σχετική παράβαση, ο Επιθεωρητής συντάσσει αιτιολογημένη Πράξη Επιβολής Προστίμου στον εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή τύπο, την οποία αποστέλλει στον παραβάτη όχι αργότερα από την επόμενη εργάσιμη ημέρα της σύνταξής της με συστημένη επιστολή, η λήψη της οποίας βεβαιώνεται με τη σχετική απόδειξη παραλαβής.

(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται αναφορικά με νοικοκυριά, σε σχέση με την απασχόληση σε αυτά οικιακά εργαζόμενων προσώπων ή προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας σε μέλη του νοικοκυριού ή στις περιπτώσεις που ασκείται ποινική δίωξη για τις παραβάσεις των διατάξεων των νόμων που περιλαμβάνονται στον Πίνακα Ι και ΙΙ.

(7) Το διοικητικό πρόστιμο καταβάλλεται στο πλησιέστερο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή όπως άλλως ήθελε ορισθεί από την αρμόδια αρχή εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πράξης επιβολής του.

(8) Σε περίπτωση καταβολής του επιβλητέου προστίμου εντός της οριζόμενης στις διατάξεις του εδαφίου (7) προθεσμίας, αυτό μειώνεται κατά τριάντα τοις εκατόν (30%), ενώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του αυξάνεται κατά πενήντα ευρώ (€50) για κάθε ημέρα καθυστέρησης:

Νοείται ότι, η επιβαλλόμενη βάσει του παρόντος εδαφίου αύξηση δεν μπορεί στο σύνολό της να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου.

Δικαίωμα υποβολής ένστασης

11.-(1) Πρόσωπο, το οποίο δεν ικανοποιείται από απόφαση που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10 δύναται εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης σε αυτό, να υποβάλει ένσταση στην Επιτροπή Ενστάσεων η οποία συγκροτείται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως πρόεδρο και το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το Διευθυντή Εργασίας, το Διευθυντή Εργασιακών Σχέσεων και, εφόσον πρόκειται για ένσταση εναντίον απόφασης για επιδόματα πρόνοιας, τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διαχείρισης των Επιδομάτων Πρόνοιας, αναφέροντας γραπτώς τους λόγους υποβολής ένστασης και προσκομίζοντας τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα:

Νοείται ότι, οποιαδήποτε υποβληθείσα, σύμφωνα με τα πιο πάνω ένσταση, η οποία δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα, όπως αυτά καθορίζονται με γνωστοποίηση του Υπουργού, δεν εξετάζεται.

(2) Η υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την ισχύ της ληφθείσας απόφασης.

(3) Η Επιτροπή εξετάζει την υποβληθείσα ένσταση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) τρεις μήνες, αποφασίζει επί αυτής και κοινοποιεί την απόφασή της στο υποβαλόν αυτήν πρόσωπο:

Νοείται ότι, κατά το χρόνο της εξέτασης της ένστασης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (8) του άρθρου 10 κατά το μέρος που αφορά στην επιβολή των πενήντα ευρώ (€50) για κάθε ημέρα καθυστέρησης.

(4) Κατά το χειρισμό της ένστασης, η Επιτροπή δύναται να αναθέτει σε λειτουργό του Υπουργείου ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου να εξετάσει τα θέματα που αναφέρονται στην ένσταση και να υποβάλει στην Επιτροπή έκθεση προτού εκδώσει την απόφασή της.

(5) Η Επιτροπή δύναται-

(α) να απορρίψει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και ανάλογα, να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση∙

(β) να εγκρίνει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και, ανάλογα να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση∙

(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση∙

(δ) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης∙

(ε) να παραπέμψει την υπόθεση στον Προϊστάμενο με εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια.

Απόδειξη βάσει πιστοποιητικού

12.-(1) Οποιοδήποτε πιστοποιητικό αρμόδιου λειτουργού, με το οποίο-

(α) βεβαιώνονται στοιχεία ή/και πληροφορίες περιλαμβανόμενες σε οποιαδήποτε γραπτή δήλωση, αίτηση ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο έχει υποβληθεί δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή του παρόντος Νόμου,

(β) βεβαιώνεται ότι γραπτή δήλωση, αίτηση ή άλλο έγγραφο υποβλήθηκε σε συγκεκριμένη ημερομηνία, και

(γ) βεβαιώνεται ότι καταβλήθηκε οποιοδήποτε ποσό από εργοδότη,

αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία για το βεβαιούμενο αυτό, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο.

(2) Φωτογραφία οποιουδήποτε εγγράφου υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία για σκοπούς οπουδήποτε Νόμου ή του παρόντος Νόμου, η οποία πιστοποιήθηκε από αρμόδιο λειτουργό ως πιστό αντίγραφο του εγγράφου αυτού, γίνεται δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε αστική ή ποινική διαδικασία στην έκταση που και το ίδιο το έγγραφο γίνεται αποδεκτό σε τέτοια διαδικασία.

Μητρώο Επιθεωρήσεων

13. Ο Προϊστάμενος είναι αρμόδιος για την τήρηση Μητρώου Επιθεωρήσεων σε ηλεκτρονική μορφή ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή ήθελε εγκριθεί από την αρμόδια αρχή, στο οποίο καταχωρίζονται οποιεσδήποτε πληροφορίες τις οποίες ο Προϊστάμενος κρίνει αναγκαίες, περιλαμβανομένων των εξής στοιχείων και πληροφοριών:

(α) Προκειμένου για εργοδότη-

(i) το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία του εργοδότη.

(ii) τον κωδικοποιημένο αριθμό Μητρώου Εργοδότη δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

(iii) σύντομη περιγραφή της οικονομικής δραστηριότητάς του.

(iv) τον αριθμό της ταυτότητάς του προκειμένου για φυσικό πρόσωπο, ή τον αριθμό της εγγραφής του δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας προκειμένου για νομικό πρόσωπο.

(v) τη διεύθυνση του τόπου διεξαγωγής των εργασιών του εργοδότη και τα στοιχεία επικοινωνίας του.

(vi) την ημερομηνία έναρξης των εργασιών της επιχείρησης του εργοδότη.

(vii) τον εκάστοτε αριθμό των απασχολουμένων από τον εργοδότη προσώπων.

(viii) τις ημερομηνίες επιθεώρησης του εργοδότη και σύντομη περιγραφή των ευρημάτων κάθε επιθεώρησης.

(ix) τις τυχόν επιβληθείσες στον εργοδότη διοικητικές κυρώσεις και αντίστοιχες παραβάσεις.

(x) τις τυχόν καταδίκες του εργοδότη για παραβάσεις των Νόμων· και

(xi) την ημερομηνία από την οποία έπαυσε να είναι εργοδότης.

(β) Προκειμένου για αυτοτελώς εργαζόμενο-

(i) τo ονοματεπώνυμό του·

(ii) τον αριθμό ταυτότητας και τον αριθμό κοινωνικών ασφαλίσεών του·

(iii) τη διεύθυνση του τόπου εργασίας του και τα στοιχεία επικοινωνίας του·

(iv) την ημερομηνία έναρξης της αυτοεργοδότησής του·

(v) το επάγγελμά του·

(vi) την επαγγελματική κατηγορία στην οποία κατατάχθηκε βάσει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου και τον αντίστοιχο συντελεστή ασφαλιστέων αποδοχών·

(vii) τις ημερομηνίες επιθεώρησής του και σύντομη περιγραφή των ευρημάτων κάθε επιθεώρησης·

(viii) τις τυχόν επιβληθείσες σε αυτόν διοικητικές κυρώσεις και οι αντίστοιχες παραβάσεις·

(ix) τις καταδίκες του εργοδότη για παραβάσεις των Νόμων· και

(x) την ημερομηνία τερματισμού της αυτοαπασχόλησής του.

Υποχρέωση για εχεμύθεια

14.-(1) Ο Προϊστάμενος, ο Επιθεωρητής και ο Βοηθός Επιθεωρητού κατά την άσκηση των υπό του παρόντος Νόμου ανατεθειμένων σε έκαστον εξ’ αυτόν εξουσιών και καθηκόντων, οφείλει να θεωρεί και να χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία, γραπτή ή προφορική, η οποία περιέρχεται εις γνώσιν του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του, να μην αποκαλύπτει ή διαδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.

(2) Σε περίπτωση που δημόσιος υπάλληλος ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εχεμύθεια, όπως καθορίζεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), υπέχει αστική ευθύνη κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.

(3) Οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του εδαφίου (1) πρόσωπο αποκαλύπτει οποιαδήποτε εμπιστευτικά στοιχεία ή πληροφορίες, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή/και σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Αδικήματα και ποινές

15.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), πρόσωπο το οποίο-

(α) εκ προθέσεως παρεμποδίζει τον Προϊστάμενο, τον Επιθεωρητή, τον Βοηθό Επιθεωρητού κατά την άσκηση οποιασδήποτε παρεχόμενης εξουσίας σε αυτόν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οικείου νόμου εξουσίας∙

(β) εκ προθέσεως απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα για την οποία παρέχεται εξουσία από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οικείου νόμου·

(γ) εκ προθέσεως παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, μητρώο, πιστοποιητικό, βιβλίο ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οικείου νόμου·

(δ) εκ προθέσεως παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον του Προϊσταμένου, του Επιθεωρητή ή του Βοηθού Επιθεωρητού ή να εξεταστεί από αρμόδιο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου πρόσωπο,

διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€5.500) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό με τη συναίνεση, συνενοχή διευθυντή, συμβούλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή του οργανισμού ή οποιουδήποτε προσώπου ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διέπραξαν το αδίκημα υπόκεινται, σε περίπτωση καταδίκης τους, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή και στις δύο αυτές ποινές, ενώ το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός υπόκειται μόνο στην προβλεπόμενη χρηματική ποινή.

Πρoστασία Επιθεωρητώv

16. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10, ουδεμία αγωγή καταχωρίζεται και ουδεμία πoιvική δίωξη ασκείται εvαvτίov του Προϊσταμένου, Επιθεωρητή ή Βοηθού Επιθεωρητού σε σχέση με οποιαδήποτε γνώμη ή πράξη έκαστος εξ αυτών τυχόν διατύπωσε ή έπραξε ή διατάχθηκε vα πράξει καλή τη πίστει βάσει των διατάξεων του παρόvτος Νόμoυ.

Πειθαρχική ευθύνη Επιθεωρητή

17. Ο Προϊστάμενος, κάθε Επιθεωρητής και κάθε Βοηθός Επιθεωρητού υπέχει πειθαρχική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις τους και για το σκοπό αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις του Μέρους VII του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αναφορικά με τον Πειθαρχικό Κώδικα και τις διαδικασίες πειθαρχικής δίωξης.

Εξουσία Υπουργού να αποφασίζει για διαδικαστικά ζητήματα

18. Ο Υπουργός δύναται να αποφασίζει για οποιοδήποτε θέμα διαδικαστικής φύσης σχετικό με τη λειτουργία της προβλεπόμενης στις διατάξεις του άρθρου 11 Επιτροπής, με σκοπό την καλύτερη άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτής.

Τεχνική Επιτροπή

19. Συστήνεται Τεχνική Επιτροπή για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου με συμβουλευτικό ρόλο προς τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στην οποία συμμετέχουν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή εκπρόσωπός του, ως Πρόεδρος και ένας εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ), του Κυπριακού Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΚΕΒΕ), της Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Κύπρου (ΣΕΚ), της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας (ΠΕΟ) και της Δημοκρατικής Εργατικής Ομοσπονδίας Κύπρου (ΔΕΟΚ), ως μέλη.

Διεκδίκηση διοικητικού προστίμου με αγωγή

20. Κάθε οφειλόμενο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ποσό διοικητικού προστίμου δύναται να διεκδικηθεί ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.

Μη επηρεασμός εξουσιών και αρμοδιοτήτων

21. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 22-

(α) η εξουσία των αρμόδιων για διορισμό Επιθεωρητών οργάνων με σκοπό τη διεξαγωγή επιθεωρήσεων δυνάμει των αναφερόμενων στις διατάξεις του άρθρου 5 Νόμων, συνεχίζει να υφίσταται και μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου∙

(β) εξαιρουμένων των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που ρητά παρέχονται στους Επιθεωρητές δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η εφαρμογή των αναφερόμενων στις διατάξεις του άρθρου 5 Νόμων θα συνεχίσει να τελεί υπό την ευθύνη των αρμόδιων Διευθυντών ή της Αρχής στην οποία ανατίθεται η εφαρμογή τους, αναλόγως της περιπτώσεως.

Εξουσία Υπουργικού Συμβουλίου να αναθέτει τη διεξαγωγή επιθεωρήσεων

22. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με Απόφασή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δύναται να αναθέτει τη διενέργεια επιθεωρήσεων δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 Νόμων αποκλειστικά σε Επιθεωρητές οριζομένους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Υφιστάμενοι Επιθεωρητές

23. Οι λειτουργοί του Υπουργείου, οι οποίοι είναι διορισμένοι ως Επιθεωρητές δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, λογίζεται ότι έχουν οριστεί από την αρμόδια αρχή ως Επιθεωρητές δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει διαφορετικά για συγκεκριμένη περίπτωση.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

24. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την πρώτη ημέρα του πέμπτου μήνα που έπεται της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και μέχρι την έναρξη της ισχύος αυτού, η Υπηρεσία Επιθεωρήσεων ετοιμάζει και υλοποιεί πρόγραμμα εκπαίδευσης και ενημέρωσης των εργοδοτών και των εργαζομένων ως προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Νόμων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ I

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
(Άρθρο 10)

Διατάξεις Νόμων για την παράβαση των οποίων επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο
1. Άρθρα 4 και 4Α του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.
2. Άρθρα 5, 8 μέχρι 13 και 15 μέχρι 17 του περί Προστασίας των Νέων κατά την Απασχόληση Νόμου.
3. Άρθρο 23 του περί Αδειών (Πατρότητας, Γονικής, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία μεταξύ της Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής Νόμου.
4. Άρθρο 13Δ του περί Εργοδοτουμένων με Μερική Απασχόληση (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου.
5. Άρθρο 5Α του περί Εργοδοτουμένων εις Κέντρα Αναψυχής (Όροι Υπηρεσίας) Νόμου.
6. Άρθρο 14 του περί Ίσης Αμοιβής μεταξύ Ανδρών και Γυναικών για την Ίδια Εργασία ή για Εργασία Ίσης Αξίας Νόμου.
7. Άρθρα 8, 10 μέχρι 16 και 18 του περί της Ρύθμισης της Λειτουργίας Καταστημάτων και των Όρων Απασχόλησης των Υπαλλήλων τους Νόμου.
8. Άρθρο 3 του περί Εργοδοτουμένων στην Οικοδομική Βιομηχανία (Βασικοί Όροι Υπηρεσίας) Νόμου.
ΠΙΝΑΚΑΣ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ
(Άρθρο 10)

Διατάξεις Νόμων για την παράβαση των οποίων επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο
1. Άρθρα 4 μέχρι 6 του περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμου.
2. Κανονισμός 7 των περί Εργοδοτουμένων εις Ξενοδοχεία (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών.
3. Άρθρα 3 και 12 του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου.
4. Άρθρα 3 μέχρι 12 του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου.
5. Άρθρο 4 του περί Εργοδοτουμένων στην Οικοδομική Βιομηχανία (Βασικοί Όροι Υπηρεσίας) Νόμου.
6. Άρθρα 4 και 5 του περί της Παροχής Προτεραιότητας σε Χώρους Εξυπηρέτησης Κοινού σε Καθορισμένες Ομάδες Πληθυσμού Νόμου.