ΜΕΡΟΣ Δ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Τεχνικά αποθεματικά του Ταμείου

29. –(1) Το Ταμείο διαθέτει, ανά πάσα στιγμή, για το σύνολο των συνταξιοδοτικών σχεδίων του, τα απαιτούμενα ποσά παθητικού που αντιστοιχούν στις οικονομικές οφειλές, οι οποίες προκύπτουν από το χαρτοφυλάκιο των συνταξιοδοτικών συμφωνιών ή συμβολαίων του.

(2) Το Ταμείο, το οποίο παρέχει κάλυψη κατά των βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται, είτε την απόδοση των επενδύσεων, είτε ένα συγκεκριμένο ύψος παροχών, συνιστά επαρκή τεχνικά αποθεματικά για την πλήρη κάλυψη αυτών των σχεδίων.

(3) Ο υπολογισμός των εν λόγω τεχνικών αποθεματικών πραγματοποιείται σε χρονικά διαστήματα και κατά τρόπο που θα καθορίζονται σε σχετικές Οδηγίες δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(4) Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών διενεργείται και βεβαιώνεται από αναλογιστή ή, από άλλο πρόσωπο που κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις και που η Αρμόδια Αρχή κρίνει ως κατάλληλο, στη βάση αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων στη Δημοκρατία, οι οποίες τηρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες αρχές:

(α) Το ελάχιστο ποσό των τεχνικών αποθεματικών υπολογίζεται με επαρκώς συνετή αναλογιστική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των υποχρεώσεων παροχών και εισφορών, σύμφωνα με τους συνταξιοδοτικούς διακανονισμούς του Ταμείου:

Νοείται ότι, το ποσό αυτό επαρκεί για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και λοιπές παροχές, και αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα αυξημένα δικαιώματα των μελών επί των συνταξιοδοτικών παροχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι οικονομικές και αναλογιστικές υποθέσεις που επιλέγονται για την εκτίμηση των υποχρεώσεων επιλέγονται με σύνεση, λαμβανομένου υπόψη, εάν είναι δυνατό, επαρκούς περιθωρίου ανεπιθύμητων αποκλίσεων·

(β) τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια επιλέγονται με σύνεση και ορίζονται σύμφωνα με τους οικείους κανόνες που ισχύουν στη Δημοκρατία, ενώ για τον καθορισμό των επιτοκίων λαμβάνονται υπόψη-

(i) η απόδοση των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού του Ταμείου, καθώς επίσης και οι μελλοντικές αποδόσεις των επενδύσεων·

(ii) οι αποδόσεις των αγορών για κρατικά ομόλογα ή ομόλογα με κρατική εγγύηση, τα οποία φέρουν χαμηλό επενδυτικό κίνδυνο και θεωρούνται υψηλής ποιότητας·

(γ) οι βιομετρικοί πίνακες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών βασίζονται σε συνετές αρχές, όσον αφορά στα βασικά χαρακτηριστικά των προς συνταξιοδότηση προσώπων, αλλά και των συνταξιοδοτικών σχεδίων, και λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά και τις αναμενόμενες αλλαγές στους σχετικούς κινδύνους·

(δ) η μέθοδος και η βάση υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών είναι σταθερή από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο, ενώ αλλαγές επιτρέπονται σε περίπτωση μεταβολής των νομικών, δημογραφικών ή οικονομικών δεδομένων, πάνω στα οποία βασίστηκαν οι υποθέσεις εργασίας.

(5) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί, σύμφωνα με τις εκάστοτε οικονομικές εξελίξεις, οι οποίες επηρεάζουν τη λειτουργία του Ταμείου, να επιβάλει πρόσθετες και λεπτομερέστερες απαιτήσεις σ’ ό,τι αφορά στον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων.

Χρηματοδότηση των τεχνικών Αποθεματικών του Ταμείου

30. –(1) Η Αρμόδια Αρχή απαιτεί από το Ταμείο να έχει ανά πάσα στιγμή κατάλληλα και επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών που απαιτούνται για το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων του.

(2)(α) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει ότι Ταμείο έχει ανεπαρκή περιουσιακά στοιχεία, μπορεί, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο παρόν άρθρο, να ζητήσει από το Ταμείο να καταρτίσει σχέδιο ανάκαμψης, έτσι ώστε να εξασφαλίσει εκ νέου τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφίο (1) σε εύλογο χρονικό διάστημα.

(β)(i) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), το Ταμείο καταρτίζει συγκεκριμένο και πραγματοποιήσιμο σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να επαναφέρει τα περιουσιακά στοιχεία στο απαιτούμενο ύψος, έτσι ώστε να καλύψει πλήρως και εγκαίρως τα τεχνικά του αποθεματικά·

(ii) το σχέδιο ανάκαμψης υποβάλλεται προς έγκριση στην Αρμόδια Αρχή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή προτίθεται να ζητήσει τροποποίηση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος τις απόψεις του Υπουργού επί των σκοπούμενων τροποποιήσεων·

(iii) Το εγκριμένο σχέδιο ανάκαμψης ανακοινώνεται από το Ταμείο στα μέλη, ή όπου είναι εφαρμοστέο, στους εκπροσώπους τους.

(γ) Κατά την κατάρτιση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του συγκεκριμένου Ταμείου και, ειδικότερα, η διάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του, το διάγραμμα των κινδύνων, το σχέδιο ρευστότητας, το διάγραμμα της ηλικίας των μελών που είναι δικαιούχοι συνταξιοδοτικών παροχών, τα υπό έναρξη συνταξιοδοτικά σχέδια του, καθώς και τα σχέδια, για τα οποία το σύστημα χρηματοδότησης μεταβάλλεται από μη κεφαλαιοποιητικό σε μερικώς κεφαλαιοποιητικό ή σε κεφαλαιοποιητικό.

(3) Σε περίπτωση που το συνταξιοδοτικό σχέδιο τερματιστεί κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) διάστημα, το Ταμείο ενημερώνει την Αρμόδια Αρχή:

Νοείται ότι, στην περίπτωση αυτή, το Ταμείο ακολουθεί διαδικασία μεταβίβασης των στοιχείων του ενεργητικού και των αντίστοιχων στοιχείων του παθητικού σε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή ανάλογο φορέα· η εν λόγω διαδικασία κοινοποιείται στην Αρμόδια Αρχή και μια γενική περιγραφή της διαδικασίας τίθεται στη διάθεση των μελών ή όπου είναι εφαρμοστέο, των εκπροσώπων τους.

(4)(α) Σε περίπτωση άσκησης διασυνοριακής δραστηριότητας δυνάμει του άρθρου 36, τα τεχνικά αποθεματικά πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να χρηματοδοτούν πλήρως το σύνολο των λειτουργούντων συνταξιοδοτικών σχεδίων.

(β) Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (α), η Αρμόδια Αρχή παρεμβαίνει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37.

(γ) Προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση της απαίτησης αυτής όπως περιγράφεται στην παράγραφο (α), η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαιτήσει ξεχωριστή παρουσίαση και διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού.

Ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια

31. –(1) Το Ταμείο, το οποίο στο πλαίσιο συνταξιοδοτικών σχεδίων, αναλαμβάνει το ίδιο, αντί της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, διατηρεί πάντοτε, εκτός των τεχνικών αποθεματικών, συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των πρόσθετων κινδύνων.

(2) Το ύψος των συμπληρωματικών στοιχείων κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) είναι ανάλογο με τον κίνδυνο και με το ύψος των βασικών στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχεί στο πλήρες φάσμα του συνταξιοδοτικού σχεδίου του Ταμείου.

(3) Το ενεργητικό, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν προορίζεται για την κάλυψη του προβλέψιμου παθητικού, αλλά αποτελεί κεφάλαιο ασφαλείας για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπομένων και των πραγματικών δαπανών και κερδών.

(4) Το ελάχιστο ποσό των συμπληρωματικών στοιχείων ενεργητικού υπολογίζεται βάσει των διατάξεων που προβλέπονται στους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 έως 2005.

Επενδυτικοί κανόνες Ταμείου

32. –(1) Η Αρμόδια Αρχή απαιτεί από κάθε Ταμείο, να επενδύει σύμφωνα με τις επιταγές της συνετής διαχείρισης και ιδιαίτερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

(α) Τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων:

Νοείται ότι, σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, το Ταμείο ή ο φορέας που χειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του εξασφαλίζει ότι η επένδυση γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων·

(β) τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται κατά τρόπο, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του:

Νοείται ότι, το ενεργητικό που προορίζεται για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών επενδύεται κατά τρόπο προσιδιάζοντα στη φύση και τη διάρκεια των προσδοκώμενων συνταξιοδοτικών παροχών·

(γ) το ενεργητικό επενδύεται πρωτίστως σε οργανωμένες αγορές, ενώ το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές, παραμένει σε κάθε περίπτωση, σε συνετά επίπεδα·

(δ) (i) η επένδυση σε παράγωγα μέσα είναι δυνατή όταν συμβάλλει στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνει την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου·

(ii) η εκτίμηση των παραγώγων γίνεται με σύνεση, λαμβανομένου υπόψη του αντίστοιχου τμήματος του ενεργητικού, ενώ τα παράγωγα περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού του Ταμείου·

(iii) το Ταμείο αποφεύγει την υπερβολική έκθεση στους κινδύνους του ενός και μοναδικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και άλλων πράξεων, με αντικείμενο παράγωγα μέσα·

(ε) (i) τα στοιχεία του ενεργητικού είναι διαφοροποιημένα όπως αρμόζει και κατά τρόπο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό στοιχείο του ή κάποιο συγκεκριμένο εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά·

(ii) οι επενδύσεις σε στοιχεία εκδοθέντα από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες, οι οποίοι ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν εκθέτουν το Ταμείο σε συσσωρευμένους κινδύνους·

(στ) η επένδυση στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το πέντε επί τοις εκατόν (5%) του συνόλου του χαρτοφυλακίου και όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το δέκα επί τοις εκατόν (10%) του χαρτοφυλακίου:

Νοείται ότι, εάν το Ταμείο χρηματοδοτείται από περισσότερες της μίας επιχείρησης, η επένδυση στις επιχειρήσεις αυτές γίνεται με σύνεση.

(ζ) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (ε) και (στ) δεν εφαρμόζονται σε επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.

(2) Το Ταμείο δεν δικαιούται να δανείζεται ή να ενεργεί ως εγγυητής υπέρ τρίτων:

Νοείται ότι, δανειοληπτικές πράξεις επιτρέπονται σε αυτό, όταν οι εν λόγω πράξεις διενεργούνται με σύνεση και μόνο σε προσωρινή βάση για λόγους ρευστότητας:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι επενδύσεις του Ταμείου θα τηρούνται από το Ταμείο αυτό ελεύθερες κάθε υποθήκης, επιβάρυνσης, δέσμευσης ή δικαιώματος επισχέσεως.

(3) Το Ταμείο μπορεί να επενδύει στις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που επιλέγει.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 23, οι επενδυτικές αποφάσεις του Ταμείου δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή υποχρεωτική γνωστοποίηση, εκτός όπου αυτό απαιτείται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.

(5)(α) Κάθε Ταμείο μπορεί να επενδύει μέχρι εβδομήντα επί τοις εκατόν (70%) του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά ή του συνολικού χαρτοφυλακίου, για συνταξιοδοτικά σχέδια, στα οποία τα μέλη φέρουν τον κίνδυνο επενδύσεων σε μετοχές, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και σε εταιρικά ομόλογα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές, καθώς και να αποφασίζει για το μερίδιο των εν λόγω αξιογράφων στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο:

Νοείται ότι, εφόσον δικαιολογείται από πλευράς συνετής διαχείρισης, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να επιβάλει χαμηλότερο όριο σε Ταμείο που καταβάλλει συνταξιοδοτικές παροχές με εγγύηση μακροπρόθεσμων επιτοκίων, το οποίο φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο και ενεργεί ως εγγυητής.

(β) Κάθε Ταμείο μπορεί να επενδύει μέχρι τριάντα επί τοις εκατόν (30%) του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά σε στοιχεία ενεργητικού εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από εκείνα, στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις του·

(γ) Κάθε Ταμείο μπορεί να επενδύει σε επιχειρηματικά κεφάλαια.

(6)(α) Κανένα δάνειο οποιασδήποτε μορφής χορηγείται από το Ταμείο προς εργοδότη, ο οποίος εισφέρει στο Ταμείο αυτό.

(β) Οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου δύνανται να προνοούν για την χορήγηση δανείου σε μέλος υπό τους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις:

(i) Ο σκοπός του δανείου είναι προς ανοικοδόμηση ή βελτίωση στέγης του μέλους ή τέκνου αυτού, εκπαίδευση αυτού ή τέκνου αυτού ή αντιμετώπιση εξόδων σε περίπτωση σοβαρής ασθενείας αυτού ή μέλους της οικογένειας του,

(ii) το ποσό του δανείου καθορίζεται λαμβανομένων υπ’ όψιν της ηλικίας του μέλους και της δυνατότητας αποπληρωμής του δανείου,

(iii) η Διαχειριστική Επιτροπή έχει ικανοποιητικές εξασφαλίσεις,

(iv) το δάνειο είναι αποπληρωτέον εντός περιόδου μη υπερβαινούσης τα είκοσι έτη, και

(v) το επιτόκιο δεν είναι χαμηλότερο του καταβαλλομένου υπό Τραπεζών δι’ εμπροθέσμους καταθέσεις.

(7) Τηρουμένων των εδαφίων (1) έως (6), η Αρμόδια Αρχή, με Οδηγίες της, μπορεί να απαιτεί αναλυτικότερες ρυθμίσεις για τα θέματα που καθορίζονται στο εδάφιο (5), συμπεριλαμβανομένων ποσοτικών κανόνων, με την προϋπόθεση ότι αυτές δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης, έτσι ώστε να καθίσταται εμφανές το πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών καθεστώτων του Ταμείου.

Εξουσία Αρμόδιας Αρχής περί αυστηρότερων επενδυτικών κανόνων

33. –Το εδάφιο (5) του άρθρου 32 δεν αίρει την εξουσία της Αρμόδιας Αρχής να απαιτεί την εφαρμογή σε Ταμείο αυστηρότερων επενδυτικών κανόνων σε ατομική βάση, εφόσον αυτό δικαιολογείται από πλευράς συνετής διαχείρισης, ιδίως ενόψει των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το Ταμείο.

Λοιποί επενδυτικοί Κανόνες σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας Ταμείου

34. –(1) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36, η Αρμόδια Αρχή ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, απαιτεί από Ταμείο κράτους μέλους την τήρηση των κανόνων που αναφέρονται στο εδάφιο (2):

Νοείται ότι, οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνο στο τμήμα του ενεργητικού του Ταμείου κράτους μέλους που αντιστοιχεί στις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στη Δημοκρατία.

(2)(α) Ταμείο κράτους μέλους, είτε δεν επενδύει άνω του τριάντα επί τοις εκατόν (30%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, είτε επενδύει τουλάχιστον εβδομήντα επί τοις εκατόν (70%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά

(β) Ταμείο κράτους μέλους δεν επενδύει άνω του πέντε επί τοις εκατόν (5%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από την ίδια επιχείρηση και άνω του δέκα επί τοις εκατόν (10%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν και μόνο όμιλο·

(γ) Ταμείο κράτους μέλους δεν επενδύει άνω του τριάντα επί τοις εκατόν (30%) του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε επενδυτικά προϊόντα εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά των υποχρεώσεων.

(3) Οι κανόνες του εδαφίου (1) εφαρμόζονται μόνον εφόσον οι ίδιοι κανόνες εφαρμοσθούν και στα Ταμεία που εδρεύουν στη Δημοκρατία.

(4) Για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των εδαφίων (1) έως (3), η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαιτήσει το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού.

Διαχειριστής και θεματοφύλακας

35. –(1) Κάθε Ταμείο μπορεί να ορίζει για τη διαχείριση του επενδυτικού του χαρτοφυλακίου, διαχειριστές επενδύσεων εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, οι οποίοι έχουν την αντίστοιχη άδεια διαχειριστή επενδύσεων από νομοθεσία κράτους μέλους καταγωγής που εναρμονίζεται με τις Οδηγίες 85/611/ΕΟΚ, 93/22/ΕΟΚ, 2000/12/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ.

(2)(α) Για την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού του, κάθε Ταμείο μπορεί να διορίζει θεματοφύλακες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και που έχουν λάβει σχετική άδεια θεματοφύλακα από το εν λόγω κράτος μέλος καταγωγής τους που προβλέπεται δυνάμει νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους που εναρμονίζεται με τις Οδηγίες 93/22/ΕΟΚ ή 2000/12/ΕΚ ή, οι οποίοι έχουν άδεια θεματοφύλακα κατά το νομοθέτημα του κράτους μέλους καταγωγής τους που εναρμονίζεται με την Οδηγία 85/611/ΕΚ.

(β) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να υποβάλει στο Ταμείο όταν κρίνει αναγκαία την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού του, στον υποχρεωτικό διορισμό θεματοφύλακα.

(3) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαγορεύσει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 37, την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού που κατέχει διαχειριστής ή θεματοφύλακας εντός της Δημοκρατίας, κατόπιν σχετικής αίτησης του κράτους μέλους καταγωγής του Ταμείου.

Διασυνοριακές δραστηριότητες

36. –(1)(α) Τηρουμένης της ισχύουσας κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σε θέματα οργάνωσης των συνταξιοδοτικών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συμμετοχής σ’ αυτά και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, επιχειρήσεις στη Δημοκρατία μπορούν να χρηματοδοτούν Ταμείο κράτους μέλους.

(β) Ταμείο έχει δικαίωμα να δεχθεί χρηματοδότηση από επιχείρηση άλλου κράτους μέλους.

(2)(α) Ταμείο, το οποίο επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από την Αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 19.

(β) ΄Όταν το Ταμείο προτίθεται να δεχθεί χρηματοδότηση από νέα χρηματοδοτούσα επιχείρηση άλλου κράτους μέλους, γνωστοποιεί στην Αρμόδια Αρχή την πρόθεσή του αυτή παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Το κράτος μέλος υποδοχής·

(ii) την επωνυμία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης·

(iii) τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου που θα διαχειρισθεί το Ταμείο για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

(3)(α) Όταν η Αρμόδια Αρχή ειδοποιηθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (2), και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις, των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, ανακοινώνει εντός τριμήνου από την παραλαβή των πληροφοριών του εδαφίου (2) τις εν λόγω πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει αναλόγως το Ταμείο.

(β) Αν η Αρμόδια Αρχή έχει λόγους αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις, των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, αυτή δεν προβαίνει στην ανακοίνωση των πληροφοριών που προβλέπεται στο εδάφιο (2) στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

(γ) Ταμείο, το οποίο θίγεται από την απόφαση της παραγράφου (β) έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(4)(α) Η Αρμόδια Αρχή πληροφορείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, πριν το Ταμείο αρχίσει να διαχειρίζεται συνταξιοδοτικό σχέδιο για χρηματοδοτούσα επιχείρηση σε άλλο κράτος μέλος και εντός δύο μηνών από τη λήψη των πληροφοριών του εδαφίου (2), εάν ενδείκνυται, για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική σύνταξη, οι οποίες τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος μέλος υποδοχής και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 34 και με το εδάφιο (6).

(β) Η Αρμόδια Αρχή ανακοινώνει τις πληροφορίες που αυτή λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στο Ταμείο.

(5) Μόλις το Ταμείο λάβει την ανακοίνωση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4) ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την Αρμόδια Αρχή, το Ταμείο μπορεί να αρχίσει να διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σχέδιο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους αυτού σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 34 και με το εδάφιο (6).

(6) Ταμείο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται, για το αντίστοιχο κράτος μέλος, στις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής σε Ταμεία εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 22.

(7) Όταν η Αρμόδια Αρχή ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ταμείου κράτους μέλους, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εν λόγω Ταμείου για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα σχέδια επαγγελματικής σύνταξης, που μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου, κατά το μέρος εκείνο που αφορά στη λειτουργία του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στη Δημοκρατία.

(8)(α) Κάθε Ταμείο κράτους μέλους υπόκειται σε συνεχή έλεγχο από την Αρμόδια Αρχή όταν αυτή ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, όσον αφορά στη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων του με τις απαιτήσεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4), καθώς και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (6).

(β) Εφόσον, κατά τον έλεγχο που αναφέρεται στην παράγραφο (α), προκύψουν παρατυπίες, η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής:

Νοείται ότι, η Αρμόδια Αρχή συντονίζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την τελευταία.

(9) Εάν, παρά τη λήψη από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής των μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος μέλος καταγωγής, το Ταμείο εξακολουθεί να παραβιάζει οποιαδήποτε ισχύουσα διάταξη της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα συνταξιοδοτικά σχέδια, η Αρμόδια Αρχή, μπορεί, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να προληφθούν ή να μην προκύπτουν περαιτέρω κολάσιμες παραβάσεις και μπορεί, εάν κρίνεται απολύτως αναγκαίο, να απαγορεύσει στο εν λόγω Ταμείο κράτους μέλους να λειτουργεί στη Δημοκρατία για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

Εξουσίες παρέμβασης και καθήκοντα της Αρμόδιας Αρχής

37. -(1) Η Αρμόδια Αρχή απαιτεί από κάθε Ταμείο, να διατηρεί υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, καθώς και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου, οι οποίοι να ορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.

(2) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί-

(α) να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου δεν δύναται να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ 3,000). είτε κατά των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής, είτε κατά της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, προκειμένου να αποφευχθεί ή να αρθεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία η οποία θίγει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων·

(β) να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού του Ταμείου, ιδίως όταν -

(i) το Ταμείο δεν έχει συστήσει επαρκή τεχνικά αποθεματικά, όσον αφορά στο σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ενεργητικού για να καλύψει τα τεχνικά αποθεματικά,

(ii) το Ταμείο δεν κατέχει τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια.

(3) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί, προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, να μεταβιβάσει ολικώς ή μερικώς, τις νόμιμες εξουσίες της Διαχειριστικής Επιτροπής Ταμείου που είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, σε ειδικό αντιπρόσωπο κατάλληλο να τις ασκήσει.

(4)(α) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να απαγορεύσει ή να περιορίσει τις δραστηριότητες Ταμείου, ιδίως εάν-

(i) το Ταμείο δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων·

(ii) το Ταμείο δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας·

(iii) το Ταμείο αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας·

(iv) το Ταμείο δεν τηρεί τις απαιτήσεις, σε περίπτωση διασυνοριακής συνεργασίας, όσον αφορά στην κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, στον τομέα των συνταξιοδοτικών παροχών.

(β) Οποιαδήποτε απόφαση για την απαγόρευση των δραστηριοτήτων Ταμείου είναι δεόντως δικαιολογημένη και κοινοποιείται στο οικείο Ταμείο.

(5) Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με Ταμείο ή Διαχειριστική Επιτροπή ή Χρηματοδοτούσα Επιχείρηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών ή Οδηγιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, υπόκεινται σε προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο.

(6) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του Ταμείου και εφόσον είναι απαραίτητο, ελέγχει τις αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί σε τρίτους, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον οι σχετικές εργασίες ασκούνται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες.

Έρευνα επί των Υποθέσεων Ταμείου

38. -(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να διεξάγει έρευνα επί των υποθέσεων οποιουδήποτε Ταμείου σε περίπτωση αίτησης εκ μέρους είτε της πλειοψηφίας των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής ή των μελών που αντιπροσωπεύουν τον εργοδότη ή των μελών αυτής που αντιπροσωπεύουν τα μέλη του Ταμείου, είτε τουλάχιστο του ενός τρίτου των μελών του Ταμείου αυτού, υποστηριζόμενης από γεγονότα και στοιχεία που ικανοποιούν την Αρμόδια Αρχή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για την διενέργεια έρευνας.

(2) Προς τον σκοπό συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και Οδηγιών, η Αρμόδια Αρχή δύναται αυτεπάγγελτα να διεξάγει επιθεώρηση ή έρευνα επί των εργασιών και υποθέσεων οποιουδήποτε Ταμείου, εάν διαφανεί σε αυτήν ότι οι διατάξεις των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου, ή του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών δεν τηρούνται.

Εξουσίες για Σκοπούς Έρευνας

39. -(1) Προς το σκοπό άσκησης των αρμοδιοτήτων της η Αρμόδια Αρχή δύναται να εισέλθει σε οποιονδήποτε οίκημα, εξαιρουμένων κατοικιών, και επιθεωρεί οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα, τα οποία εύλογα θεωρεί αναγκαία για την έρευνα και πράττει οτιδήποτε άλλο θεωρηθεί αναγκαίο για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

(2) Κάθε μέλος και αξιωματούχος Ταμείου ή άλλο πρόσωπο, το οποίο κατέχει πληροφορίες ή έγγραφα ή βιβλία παρουσιάζει στην Αρμόδια Αρχή κάθε βιβλίο ή άλλο έγγραφο και δίδει κάθε πληροφορία ή βοήθεια σε σχέση προς τη διεξαγωγή έρευνας σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στον παρόντα νόμο.

Αρμοδιότητες του Υπουργείου Εργασίαςκαι Κοινωνικών Ασφαλίσεων

40. -Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σ΄ ότι αφορά τη μελέτη, επεξεργασία και προώθηση πολιτικών σε σχέση με το συνταξιοδοτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στα αρμόδια επί συνταξιοδοτικών θεμάτων όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα όσα ασχολούνται με τη συμπληρωματική ασφάλιση, την προστασία των διακινουμένων εργαζομένων, της συμμετοχής στην διαδικασία συντονισμού της νομοθεσίας των κρατών μελών σε θέματα συντάξεων και της παρακολούθησης διαδικασιών και διμερών θεμάτων για την σύγκλιση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων:

Συμβούλιο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών

41. –(1) Ιδρύεται Συμβούλιο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών στο εξής καλούμενο το «Συμβούλιο» και απαρτιζόμενο από-

(α) Την Αρμόδια Αρχή ως Πρόεδρο,

(β) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ή εκπρόσωπο του,

(γ) δυο εκπροσώπους των εργοδοτικών οργανώσεων, και

(δ) τρεις εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

(2) Το Συμβούλιο μελετά τη νομοθεσία και κάθε θέμα πολιτικής, σε σχέση με τα Ταμεία Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών και υποβάλλει σχετικές συστάσεις στον Υπουργό.

(3) Tα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται από τον Υπουργό για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, δύναται όμως να επαναδιοριστούν μετά την λήξη της θητείας τους:

Nοείται ότι ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύναται να ανακαλέσει για εύλογη αιτία οποτεδήποτε διορισμό οποιουδήποτε των μελών του Συμβουλίου.

(4) Το Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανόνες που θα διέπουν τη λειτουργία του περιλαμβανομένης της δυνατότητας σύστασης τεχνικών επιτροπών.

(5) Το Συμβούλιο δύναται να παίρνει αποφάσεις έστω και αν χηρεύει οποιαδήποτε θέση των μελών του.

Συνεργασία με κράτη μέλη και την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

42. -(1) Η Αρμόδια Αρχή ανταλλάσσει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, με κύριο σκοπό την ανάπτυξη επιτυχών πρακτικών σ’ αυτόν τον τομέα, αλλά και στενότερη συνεργασία, προλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δημιουργώντας συνθήκες απρόσκοπτης λειτουργίας των Ταμείων σε διασυνοριακή δραστηριότητα.

(2) Η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή προκειμένου να διευκολυνθεί η εποπτεία της λειτουργίας των Ταμείων.

(3) Η Αρμόδια Αρχή ανακοινώνει στην Επιτροπή τις σημαντικές δυσκολίες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του Νόμου.

(4) Η Αρμόδια Αρχή, κατόπιν αιτήματος των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί να αποφασίσει σχετικά με το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του Ταμείου, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 30 και στο άρθρο 34.

Αδικήματα και Ποινές

43. -(1) Διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο, σε περίπτωση καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ 3.000) ή και στις δυο αυτές ποινές, όποιος -

(α) παρεμποδίζει ή παρακωλύει την Αρμόδια Αρχή ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτήν να ασκήσει τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών·

(β) αρνείται ή παραλείπει να απαντήσει σε οποιοδήποτε σχετικό αίτημα ή να προσκομίσει οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα απαιτηθούν από αυτόν βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών εντός της καθορισθείσας προς τούτο προθεσμίας·

(γ) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο να εμφανισθεί ή να εξετασθεί από την Αρμόδια Αρχή σε σχέση με έρευνα βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών.

(2) Διαπράττει αδίκημα, τιμωρούμενο σε περίπτωση καταδίκης, με φυλάκιση μέχρι τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές, οποιοσδήποτε, ο οποίος εν γνώσει του προσάγει ή προμηθεύει λογαριασμό, έκθεση ή άλλο έγγραφο προβλεπόμενο από τον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει τούτου Κανονισμούς ή Οδηγίες, το οποίο είναι αναληθές ή ελλιπές ως προς ουσιώδες μέρος του.

(3) Τηρουμένης κάθε ισχύουσας ποινικής διάταξης περί υπεξαίρεσης, απάτης και οικονομικού εγκλήματος, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο, σε περίπτωση καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες (ΛΚ. 1.500) ή και στις δυο αυτές ποινές οποιοσδήποτε, ο οποίος παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου Κανονισμών ή Οδηγιών, για την οποία δεν προβλέπεται άλλη ποινή.

(4) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου, φυσικού ή νομικού, το οποίο βρέθηκε ένοχο αδικήματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών ή Οδηγιών το Δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει το πρόσωπο αυτό:

(α) Να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών σε σχέση προς τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.

(β) Να καταβάλει προς το Ταμείο το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών.

(5) Σε περίπτωση καταδίκης, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), ο ενδιαφερόμενος μισθωτός ή η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές αναφορικά με τον ίδιο μισθωτό για περιόδους προηγούμενες της περιόδου στην οποία αναφέρεται το αδίκημα, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση για την πρόθεση προσαγωγής τέτοιων στοιχείων. Αν αποδειχθεί η παράλειψη ή η αμέλεια, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.

(6) Όταν αποδεικνύεται ότι αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών διαπράχθηκε με τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντού, σύμβουλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι για το αδίκημα αυτό και υπόκεινται σε ποινική δίωξη και σε περίπτωση καταδίκης σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες (£ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(7) Εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο Ταμείο όπως αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5), εισπράττονται ως χρηματική ποινή.

(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου κάθε πρόσωπο, νομικό ή φυσικό, το οποίο δε συμμορφώνεται προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες (£ 5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Εκκαθάριση Ταμείου

44. -(1) Κάθε Ταμείο από τη διάλυση του τελεί αυτοδικαίως σε εκκαθάριση, μέχρι δε την αποπεράτωση της εκκαθαρίσεως και για τις ανάγκες αυτής λογίζεται υφιστάμενο.

(2) Η εκκαθάριση, εφ’ όσον οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου δεν ορίζουν διαφορετικά, γίνεται από τη Διαχειριστική Επιτροπή. Σε περίπτωση δε, που δεν υπάρχει Διαχειριστική Επιτροπή, ο εκκαθαριστής, διορίζονται από την Αρμόδια Αρχή.

(3) Ο εκκαθαριστής υπέχει θέση διοικούντος του Ταμείου, η δε εξουσία αυτού περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης.

(4) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε παράβαση των υποχρεώσεων του.

Προτεραιότητα Εισφορών σε Περίπτωση Πτωχεύσεως

45. -Μεταξύ των χρεών των οποίων-

(α) δυνάμει του άρθρου 39 του περί Πτωχεύσεως Νόμου κατά την διανομή της περιουσίας ή των στοιχείων ενεργητικού πτωχεύσαντος προσώπου εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών, και

(β) δυνάμει του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, σε περίπτωση διάλυσης εταιρείας εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών, περιλαμβάνονται και τα ποσά τα οποία οφείλονται από τον εργοδότη αναφορικά προς οποιανδήποτε εισφορά ή υποχρέωση προς εισφορά σε Ταμείο, η οποία προέκυψε προ των ακολούθων ημερομηνιών:

(I) στην περίπτωση της παραγράφου (α), πριν την έκδοση της απόφασης για διορισμό συνδίκου πτωχεύσεως, και

(II) στην περίπτωση της παραγράφου (β), πριν την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η διάλυση της εταιρείας.

Έκδοση Κανονισμών

46. -(1) Επιπρόσθετα από τις επί μέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου, που παρέχουν εξουσία για έκδοση ειδικών Κανονισμών, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς και για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος, το οποίο, κατά τον παρόντα Νόμο, χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού, ύστερα από τη λήψη της γνώμης της Αρμόδιας Αρχής.

(2) Όπου στον παρόντα Νόμο υφίσταται εξουσιοδότηση για έκδοση Κανονισμών του Υπουργικού Συμβουλίου, με τους Κανονισμούς αυτούς δύναται να εξουσιοδοτείται περαιτέρω η Αρμόδια Αρχή για την έκδοση Οδηγιών προς ρύθμιση Θεμάτων που ορίζουν οι Κανονισμοί .

Έκδοση Οδηγιών

47. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και για επίτευξη των σκοπών του, η Αρμόδια Αρχή δύναται να εκδίδει Οδηγίες στο πλαίσιο των ισχυουσών στη Δημοκρατία πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Ενημέρωση της Αρμόδιας Αρχής

48. Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενημερώνει την Αρμόδια Αρχή για όλες τις αλλαγές στην κοινωνική και εργατική νομοθεσία και πολιτική που δυνατό να έχουν επιπτώσεις στις αρμοδιότητες της δυνάμει του παρόντος Νόμου.