ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Διοικητικόν Συμβούλιον

7.-(1) Συνιστάται Διοικητικόν Συμβούλιον της Τραπέζης συγκείμενον εκ του Διοικητού, του Υποδιοικητού και πέντε ετέρων Συμβούλων διοριζομένων συμφώνως τω παρόντι Νόμω.

(2) Επίτροπος του Υπουργού (εν τοις εφεξής καλούμενος “Υπουργικός Επίτροπος”) υποδεικνυόμενος υπ’ αυτού κέκτηται το δικαίωμα όπως προτείνη θέματα ίνα περιληφθώσιν εν τη ημερησία διατάξει, και όπως παρίσταται εις πάσαν συνεδρίαν του Συμβουλίου δικαιούμενος να συμμετέχη εις τας συζητήσεις και να εκφράζη τας επί τούτω απόψεις αυτού, στερούμενος όμως του προς ψήφον δικαιώματος.

Διοικητής και Υποδιοικητής

8.-(1) Τηρουμένης της παραγράφου 1 του Άρθρου 118 του Συντάγματος, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής διορίζονται υπό του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

(2) Ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής δέον όπως είναι πολίται της Δημοκρατίας, και πρόσωπα κατάλληλα και αποδεδειγμένης οικονομικής πείρας.

(3) Διαφυλαττομένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του Άρθρου 118 του Συντάγματος, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής διορίζονται διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη, καθοριζομένην εν τω εγγράφω του διορισμού αυτών~ ούτοι δύνανται να επαναδιορισθώσιν διά περαιτέρω περιόδους, εκάστη των οποίων δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη, καθοριζομένας εν τω εγγράφω του επαναδιορισμού αυτών.

(4) Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Διοικητού και του Υποδιοικητού αναφέρονται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, εν τω εγγράφω του διορισμού αυτών:

Νοείται ότι οι τοιούτοι όροι υπηρεσίας θα περιλαμβάνωσι, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 5 του Άρθρου 118 του Συντάγματος, πρόνοιαν περί καταβολής επαρκούς αποζημιώσεως εις τον Διοικητήν, ή τον Υποδιοικητήν ή, αναλόγως της περιπτώσεως, εις αμφοτέρους, εν περιπτώσει τερματισμού του διορισμού αυτών προ της λήξεως του χρόνου της θητείας των.

Σύμβουλοι

9.-(1) Οι Σύμβουλοι διορίζονται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, είναι δε πολίται της Δημοκρατίας αποδεδειγμένης πείρας περί το εμπόριον, τα οικονομικά, την βιομηχανίαν ή γεωργίαν, οίτινες δεν στερούνται της ικανότητος προς διορισμόν δυνάμει του άρθρου 10.

(2) Έκαστος Σύμβουλος διορίζεται διά περίοδον πέντε ετών, δύναται δε να επαναδιορισθή διά περαιτέρω περιόδους εκ πέντε ετών εκάστης:

Νοείται ότι εκ των πρώτων πέντε Συμβούλων ο εις διορίζεται διά περίοδον ενός έτους, οι δε λοιποί τέσσαρες διά περίοδον δύο, τριών, τεσσάρων και πέντε ετών αντιστοίχως. Αι αντίστοιχοι περίοδοι διορισμού των πρώτων πέντε Συμβούλων καθορίζονται (εκτός εάν ούτοι ήθελον συμφωνήσει άλλως πως) διά κλήρου.

(3) Οσάκις πρόσωπον τι παύη να είναι Σύμβουλος προ της λήξεως του χρόνου της θητείας αυτού, το Υπουργικόν Συμβούλιον διορίζει ως Σύμβουλον διά την μη εκπνεύσασαν περίοδον της τοιαύτης θητείας, πολίτην της Δημοκρατίας έχοντα τα εν εδαφίω (1) προβλεπόμενα προσόντα.

Ανικανότης

10. Ουδείς δύναται να διορισθή ως μέλος του Συμβουλίου εφ’ όσον-

(α) είναι υπουργός, ή μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων ή Κοινοτικής Συνελεύσεως:

(β) είναι μέλος Δημοτικού Συμβουλίου, του Δημάρχου περιλαμβανομένου˙

(γ) είναι μέλος των ενόπλων δυνάμεων, ή των δυνάμεων ασφαλείας της Δημοκρατίας˙

(δ) κατέχει δημοσίαν ή δημοτικήν θέσιν, ή ενεργεί ως αναπληρωτής εν τοιαύτη θέσει, ή εις περίπτωσιν μέλους της Τουρκικής Κοινότητος είναι θρησκευτικός λειτουργός:

Νοείται ότι η δυνάμει της παρούσης παραγράφου ανικανότης δεν αναφέρεται εις πρόσωπον όπερ-

(i) κατέχει συμβουλευτικήν τινα θέσιν εις επιτροπήν ή συμβούλιον εις ο η Δημοκρατία ενεπιστεύθη την άσκησιν δημοσίων καθηκόντων, ή όπερ είναι μέλος τοιαύτης επιτροπής ή συμβουλίου˙

(ii) κατέχει θέσιν καθηγητού παρά τινι Πανεπιστημίω, ή ετέρω ιδρύματι ανωτέρας εκπαιδεύσεως εν τη Δημοκρατία˙

(iii) εκτελεί χρέη αντιπροσώπου της Δημοκρατίας παρά τινι διεθνεί νομισματικώ, ή οικονομικώ οργανισμώ του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος˙

(iv) κατέχον δημοσίαν τινά θέσιν, πρόκειται να είναι ο Διοικητής ή ο Υποδιοικητής.

Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου “δημοσία θέσις” σημαίνει πάσαν επί κέρδει θέσιν εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής τινος Συνελεύσεως εφ’ όσον αι απολαβαί αυτής υπόκεινται εις τον έλεγχον είτε της Δημοκρατίας είτε Κοινοτικής τινος Συνελεύσεως, περιλαμβάνει δε πάσαν θέσιν εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν κοινής ωφελείας.

(ε) εκηρύχθη δικαστικώς ή άλλως πως εν πτωχεύσει δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ εν τη Δημοκρατία νόμου, εφ’ όσον δεν εχώρησεν η αποκατάστασις αυτού, ή τελεί υπό αναγκαστικήν διαχείρισιν, ή ευρίσκεται εις συμβιβασμόν μετά των πιστωτών του˙

(στ) είναι δικαστικώς απηγορευμένον λόγω φρενοβλαβίας, ή όπερ άλλως πως εκηρύχθη δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ εν τη Δημοκρατία νόμου ως μειωμένου νοητικού˙

(ζ) είναι σύμβουλος, αξιωματούχος, ή υπάλληλος ετέρας Τραπέζης ή οικονομικού ιδρύματος, ή κέκτηται ως μέτοχος συμφέρον δυνάμει του οποίου ελέγχεται υπ’ αυτού οιαδήποτε ετέρα Τράπεζα ή οικονομικόν ίδρυμα λειτουργούν εν τη Δημοκρατία.

Χηρεύουσαι θέσεις

11.-(1) Η θέσις μέλους του Συμβουλίου χηρεύει-

(α) επί τω θανάτω αυτού˙

(β) επί τη εγγράφω παραιτήσει αυτού˙

(γ) άμα ως το μέλος καταστή φυσικώς ή διανοητικώς ανίκανον προς εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού˙

(δ) άμα τη καταδίκη αυτού δι’ αδίκημα εμπεριέχον ατιμίαν ή ηθικήν κατάπτωσιν˙

(ε) εάν άνευ της προς τούτο συναινέσεως του Συμβουλίου απουσιάση τριών συναπτών τακτικών συνεδριών του Συμβουλίου˙

(στ) άμα ως επισυμβή οιονδήποτε των εν άρθρω 10 αναφερομένων γεγονότων, ή επί τη απωλεία της ιθαγενείας της Δημοκρατίας˙

(ζ) εις την περίπτωσιν του Διοικητού ή του Υποδιοικητού, άμα ως επισυμβή οιονδήποτε των εν τοις όροις υπηρεσίας αυτών προνοουμένων γεγονότων.

Συνεδρίαι Συμβουλίου

12.-(1) Ο Διοικητής, ή εν περιπτώσει προσωρινής αυτού απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος, ο Υποδιοικητής ή εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αμφοτέρων, ο Υπουργικός Επίτροπος συγκαλεί το Συμβούλιον εις συνεδρίαν δι’ ειδοποιήσεως αποστελλομένης εις άπαντα τα μέλη αυτού ως και εις τον Υπουργικόν Επίτροπον.

Αι τοιαύται συνεδρίαι συγκαλούνται οσάκις το επιβάλλη η διεξαγωγή των εργασιών, οπωσδήποτε δε άπαξ τουλάχιστον του μηνός.

(2) Το Συμβούλιον συγκαλείται ωσαύτως εις συνεδρίαν τη εγγράφω αιτήσει υποβαλλομένη επί τούτω είτε υπό του Υπουργού είτε υπό δύο Συμβούλων, εν η καθορίζονται τα θέματα δι’ άτινα ζητείται η σύγκλησις συνεδρίας.

(3) Ο Διοικητής, ή εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αυτού, ο Υποδιοικητής, προεδρεύει των συνεδριών του Συμβουλίου, εάν δε αμφότεροι απουσιάζωσι συνεδρίας τινός, τα παρόντα εις την συνεδρίαν μέλη του Συμβουλίου εκλέγουσι μεταξύ αυτών τον προεδρεύοντα της τοιαύτης συνεδρίας.

(4) Τέσσαρα μέλη του Συμβουλίου συνιστώσιν απαρτίαν εις πάσαν συνεδρίαν, αι δε αποφάσεις λαμβάνονται δι’ απλής πλειοψηφίας των παρόντων μελών. Εν περιπτώσει ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδρίας κέκτηται δευτέραν ψήφον.

(5) Ουδέν των μελών του Συμβουλίου δύναται να λαμβάνη, εφ’ όσον ήθελεν αποφασισθή ότι κέκτηται προσωπικόν συμφέρον επί τινος υπό συζήτησιν θέματος, περαιτέρω μέρος εις την συζήτησιν οιουδήποτε τοιούτου θέματος ή να ψηφίζη επί τούτου.

(6) Ο Υπουργικός Επίτροπος δύναται δι’ ειδοποιήσεως αυτού επιδιδομένης κατά τον καθωρισμένον τρόπον να αναστείλη την ενέργειαν της τοιαύτης αποφάσεως επί πέντε ημέρας, εάν έχη την γνώμην ότι η απόφασις είναι ασυμβίβαστος προς τους σκοπούς και διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή ότι πιθανόν αντίκειται προς το δημόσιον συμφέρον. Εν τοιαύτη περιπτώσει εάν εντός της προμνησθείσης περιόδου ο Υπουργός δεν δώση εγγράφως ετέρας οδηγίας, η απόφασις είναι έγκυρος:

Νοείται ότι το Συμβούλιον δύναται εντός οκτώ ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Υπουργού να εκκαλέση την τοιαύτην απόφασιν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, ούτινος η επί τούτω απόφασις είναι τελεσίδικος.

(7) Τα πρακτικά εκάστης συνεδρίας του Συμβουλίου τηρούνται εν τω καθοριζομένω υπό του Συμβουλίου τύπω, αι τυπικαί όμως αποφάσεις αυτού καταγράφονται επί λέξει. Εκτός εάν άλλως ορίση το Συμβούλιον τα πρακτικά των συνεδριών αυτού είναι εμπιστευτικά.

(8) Ουδεμία πράξις ή ενέργεια του Συμβουλίου δύναται να θεωρηθή ως ανίσχυρος λόγω οιασδήποτε χηρευούσης θέσεως εν τω Συμβουλίω.

Αρμοδιότητες Συμβουλίου

13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιον είναι υπεύθυνον διά την πολιτικήν της Τραπέζης και την γενικήν εποπτείαν της διαχειρίσεως αυτής, διά τους σκοπούς δε τούτους θα ενασκή πάσας τας προς τούτο αναγκαίας ή παρεμπιπτούσας εξουσίας και καθήκοντα.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1) το Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως-

(α) καθορίζη και εφαρμόζη την γενικήν πολιτικήν της Τραπέζης, συμφώνως προς τους σκοπούς της Τραπέζης, λαμβάνον δεόντως υπ’ όψιν οιασδήποτε υποδείξεις του Υπουργού αφού ούτος ζητήση προηγουμένως την γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου, οσάκις τούτο είναι αναγκαίον˙

(β) τηρουμένων των διατάξεων των εκάστοτε εν ισχύϊ νόμων, εκδίδει τη συστάσει του Διοικητού κανονισμούς διέποντας την εσωτερικήν οργάνωσιν της Τραπέζης, καθορίζοντας, τη εγκρίσει του Υπουργού, τους όρους υπηρεσίας απάντων των αξιωματούχων και υπαλλήλων της Τραπέζης, και ρυθμίζοντας τας εξουσίας και καθήκοντα αυτών ως και την επί των αξιωματούχων και υπαλλήλων τούτων άσκησιν του πειθαρχικού ελέγχου.

Κανονισμοί

14. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου το Συμβούλιον δύναται να εκδώση Κανονισμούς ρυθμίζοντας την ενάσκησιν των λειτουργιών της Τραπέζης, την ιδίαν αυτού διαδικασίαν, και γενικώς την καλήν οργάνωσιν και λειτουργίαν της Τραπέζης.

Αρμοδιότητες Διοικητού

15.-(1) Ο Διοικητής είναι το ανώτατον εκτελεστικόν όργανον της Τραπέζης, εφαρμόζει την πολιτικήν της Τραπέζης και έχει την διεύθυνσιν και έλεγχον των εργασιών αυτής, αναφορικώς δε προς την διεξαγωγήν των εργασιών της Τραπέζης έχει αρμοδιότητα ενεργείας εις άπαντα τα ζητήματα άτινα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού γενομένων Κανονισμών δεν υπάγονται ειδικώς εις την αρμοδιότητα του Συμβουλίου.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), ο Διοικητής διορίζει, θέτει εις διαθεσιμότητα ή απολύει άπαντας τους αξιωματούχους ή υπαλλήλους της Τραπέζης πλην εκείνων δι’ ους γίνεται ειδική πρόνοια εν τω παρόντι Νόμω, τηρουμένων των εκάστοτε εν ισχύϊ νόμων και συμφώνως προς Κανονισμούς γενομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς τους αξιωματούχους και υπαλλήλους της Τραπέζης.

(3)(α) Ο Διοικητής εν τη ενασκήσει οιασδήποτε των αρμοδιοτήτων αυτού δυνάμει του εδαφίου (2) ενεργεί συμφώνως προς γνωμοδότησιν Επιτροπής επί τούτω συνιστωμένης (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι εδαφίω αναφερομένης ως “η Επιτροπή”) και συγκειμένης εκ του ιδίου ως Προέδρου, του Υποδιοικητού, του Υπουργικού Επιτρόπου και δύο ετέρων προσώπων επί τούτω διοριζομένων υπό του Συμβουλίου διά θητείαν δύο ετών, εκτός εάν παυθώσι προηγουμένως υπό του Διοικητού.

(β) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε μέλος της Επιτροπής αδυνατεί να παραστή εις συνεδρίαν της Επιτροπής δι’ οιονδήποτε λόγον, η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να ορίση έτερον πρόσωπον όπως αντ’ αυτού παραστή εις την συνεδρίαν.

(γ) Η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να εκχωρή οιανδήποτε των εξουσιών της, ως η Επιτροπή ήθελεν ορίσει, εις υπεπιτροπήν αποτελουμένην εξ ουχί ολιγωτέρων των τριών προσώπων.

(δ) Η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να εκδίδη κανονισμούς ρυθμίζοντας τας συνεδρίας και την διαδικασίαν των συνεδριών αυτής ως και οιασδήποτε υπεπιτροπής εις την οποίαν ήθελον εκχωρηθή εξουσίαι αυτής δυνάμει της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου.

(4) Ο Διοικητής είναι ο κύριος εκπρόσωπος της Τραπέζης και εν τη ιδιότητι ταύτη έχει εξουσίαν όπως-

(α) εκπροσωπή την Τράπεζαν εις πάσαν σχέσιν αυτής μεθ’ ετέρων προσώπων, περιλαμβανομένης και της Κυβερνήσεως˙

(β) εκπροσωπή την Τράπεζαν, προσωπικώς ή διά δικηγόρου, εις πάσαν νομικήν διαδικασίαν εις ην η Τράπεζα είναι διάδικος˙

(γ) υπογράφη συμβάσεις συναπτομένας υπό της Τραπέζης ως και τας ετησίας εκθέσεις, τους ισολογισμούς, τας αναλύσεις του λογαριασμού κερδών και ζημιών, την αλληλογραφίαν και τα λοιπά έγγραφα της Τραπέζης.

(δ) αναθέτη την άσκησιν οιωνδήποτε των εν παραγράφοις (α), (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου προβλεπομένων εξουσιών εις ετέρους αξιωματούχους της Τραπέζης υπό ιδίαν αυτού ευθύνην.

(5) Ο Διοικητής οφείλει να τηρή το Συμβούλιον και τον Υπουργικόν Επίτροπον ενημέρους εφ’ απάντων των τρεχόντων ζητημάτων άτινα χρήζουν της προσοχής του Συμβουλίου, να παρέχη δε εις το Συμβούλιον και εις τον Υπουργικόν Επίτροπον, εφ’ όσον τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, τοιαύτα στοιχεία και γνωμοδοτήσεις άτινα θα διευκολύνουν το Συμβούλιον εις την λήψιν αποφάσεων και εις τον καθορισμόν της πολιτικής. Ο Διοικητής προσέτι υποβάλλει εις το Συμβούλιον προς έγκρισιν σχέδια μέτρων ή αποφάσεων άτινα κατά την κρίσιν αυτού είναι αναγκαία διά την πραγματοποίησιν των σκοπών και της πολιτικής της Τραπέζης.

(6) Το Συμβούλιον δύναται εκάστοτε να αναθέτη οιασδήποτε των εξουσιών αυτού εις τον Διοικητήν υπό τοιούτους όρους και διά τοιαύτας περιόδους, ως το Συμβούλιον ήθελε καθορίσει.

(7) Ο Υποδιοικητής βοηθεί τον Διοικητήν εν τη ασκήσει των αρμοδιοτήτων αυτού, και εν περιπτώσει απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του Διοικητού, ασκεί πάσας τας εξουσίας και εκτελεί άπαντα τα καθήκοντα και υπηρεσίας του Διοικητού ως προβλέπεται υπό του Συντάγματος ή του παρόντος Νόμου.

Πλήρης απασχόλησις του Διοικητού και Υποδιοικητού εν τη υπηρεσία της Τραπέζης

16.-(1) Τηρουμένης της εν παραγράφω (δ) του άρθρου 10 διαλαμβανομένης επιφυλάξεως, ο Διοικητής και Υποδιοικητής οφείλουσιν όπως διαρκούσης της θητείας αυτών αφιερώσιν ολόκληρον τον χρόνον αυτών εις την υπηρεσίαν της Τραπέζης, και όπως μη ασχολώνται εις οιανδήποτε ετέραν εργασίαν, εμπόριον ή επιχείρησιν.

(2) Δι’ εν έτος μετά τον τερματισμόν του διορισμού αυτών ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής δεν δύνανται άνευ της εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου να αναλάβωσιν εν τη Δημοκρατία οιανδήποτε θέσιν, ή να αποδεχθώσιν συμφέρον τι εν οιωδήποτε τραπεζικώ ή οικονομικώ ιδρύματι, ή να δεχθώσιν οιανδήποτε αντιμισθίαν εξ αυτών.

Αξιωματούχοι και υπάλληλοι

17.-(1) Διά την άσκησιν των δυνάμει του παρόντος Νόμου λειτουργιών της Τραπέζης διορίζονται, ως προνοείται εν τω παρόντι Νόμω, οι εκάστοτε αναγκαίοι αξιωματούχοι και υπάλληλοι.

(2) Ο διορισμός παντός αξιωματούχου ή υπαλλήλου της Τραπέζης γίνεται έναντι αντιμισθίας και υπό ετέρους όρους προβλεπομένους εις Κανονισμούς ή όρους υπηρεσίας γενομένους επί τούτω δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Τηρουμένων οιωνδήποτε Κανονισμών γενομένων επί τούτω δυνάμει του παρόντος Νόμου, ουδείς δύναται να κατέχη οιανδήποτε θέσιν εις την Τράπεζαν εάν συγχρόνως-

(α) κατέχη οιανδήποτε θέσιν εις ετέραν τράπεζαν ή οικονομικόν ίδρυμα λειτουργούν εν τη Δημοκρατία˙

(β) κέκτηται οιονδήποτε οικονομικόν συμφέρον εις τοιαύτην τράπεζαν ή οικονομικόν ίδρυμα εάν δεν γνωστοποιήση τούτο και λάβη την άδειαν του Συμβουλίου:

Νοείται ότι το Συμβούλιον οφείλει να αρνηθή να παράσχη την χορήγησιν τοιαύτης αδείας εάν το συμφέρον όπερ ούτος κέκτηται είναι φύσεως τοιαύτης εξασφαλιζούσης έλεγχον.

(4) Έκαστος Σύμβουλος, αξιωματούχος ή υπάλληλος της Τραπέζης έχει υποχρέωσιν προς τήρησιν του απορρήτου, διά τους σκοπούς δε του Ποινικού Κώδικος θεωρείται ως ανήκων εις την δημοσίαν υπηρεσίαν αι δε διατάξεις του περί Προστασίας Δημοσίων Υπαλλήλων Νόμου εφαρμόζονται επ’ αυτών ως εάν ούτοι ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των εν εκάστη περιπτώσει καθοριζομένων υπό του Συμβουλίου όρων υπηρεσίας, δύνανται να προσληφθώσι τοιαύτα πρόσωπα διά την άσκησιν τοιούτων ειδικών λειτουργιών ως αι εκάστοτε καθοριζόμεναι εις την σύμβασιν εργασίας.

Όρκος Συμβούλων, κ.λ.π.

18. Πας όστις αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Διοικητού, Υποδιοικητού, Συμβούλου, αξιωματούχου ή υπαλλήλου της Τραπέζης οφείλη όπως, πριν ή αναλάβη ταύτα, υπογράψη και δώση τον εν τω Πρώτω Παραρτήματι διαλαμβανόμενον όρκον.

Αντιμισθία Συμβούλων, κ.λ.π.

19.-(1) Η αντιμισθία των Συμβούλων καθορίζεται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.

(2) Διά τους σκοπούς των άρθρων 17 και 19 ο όρος “αντιμισθία” περιλαμβάνει μισθόν, ημερομίσθια, αμοιβήν, επίδομα ως και τας πάσης φύσεως ετέρας πληρωμάς.

Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής

19Α.-(1) Καθιδρύεται Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής με συμβουλευτικό χαρακτήρα, η οποία εξετάζει θέματα σχετικά με την ελευθεροποίηση του επιτοκίου δυνάμει του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου και την εν γένει νομισματική πολιτική της Δημοκρατίας και υποβάλλει σχετικές εισηγήσεις προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας.

(2) Η Επιτροπή απαρτίζεται από το Διοικητή και πέντε μέλη, δύο από τα οποία διορίζονται από το Διοικητή. Τα υπόλοιπα τρία μέλη διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από διαβουλεύσεις του με το Διοικητή.

(3) Ουδείς διορίζεται ως μέλος της Επιτροπής αν δεν είναι πολίτης της Δημοκρατίας, δεν είναι πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και δεν κατέχει την αναγκαία γνώση και πείρα σε νομισματικά ή χρηματοοικονομικά θέματα:

Νοείται ότι οι πρόνοιες του άρθρου 10 ισχύουν και σε σχέση με τα μέλη της Επιτροπής με εξαίρεση τους αξιωματούχους της Τράπεζας.

(4) Η θητεία των μελών της Επιτροπής είναι τριετής και αρχίζει από την ημερομηνία διορισμού τους.

(5) Της Επιτροπής προεδρεύει ο Διοικητής, ο οποίος συγκαλεί τις συνεδρίες της μια τουλάχιστο φορά το μήνα, καθώς και οποτεδήποτε άλλοτε κρίνει τούτο αναγκαίο.

(6) Η Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται τρία τουλάχιστο μέλη και λαμβάνει αποφάσεις κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο Πρόεδρος έχει νικώσα ψήφο.

(7) Η έδρα μέλους της Επιτροπής χηρεύει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Λόγω θανάτου του·

(β) με τη γραπτή παραίτησή του·

(γ) αν καταστεί οριστικά ανίκανο για εκτέλεση των καθηκόντων του·

(δ) αν έχει επέλθει οποιαδήποτε περίπτωση ανικάνοτητας από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 10 ή έχει απωλέσει την ιθαγένεια της Κυπριακής Δημοκρατίας·

(ε) αν έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα ηθικού ή ατιμωτικού χαρακτήρα από την ημερομηνία διορισμού του και εντεύθεν.

(8) Σε περίπτωση θανάτου ή αποχώρησης μέλους της Επιτροπής για οποιοδήποτε λόγο, εκτός του Διοικητή, πριν από τη λήξη της θητείας του, διορίζεται σε αντικατάστασή του κατάλληλο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου πρόσωπο, η θητεία του οποίου διαρκεί για το υπόλοιπο της θητείας του αποθανόντος ή αποχωρήσαντος μέλους.

(9) (α) Κάθε μέλος της Επιτροπής έχει την υποχρέωση να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο και οφείλει πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του να υπογράψει και να δώσει τον σύμφωνα με το άρθρο 18 διαλαμβανόμενο στο Πρώτο Παράρτημα όρκο.

(β) Τα μέλη της Επιτροπής οφείλουν μετά την παύση των καθηκόντων τους να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες περιήλθαν σε γνώση τους κατά την διάρκεια της θητείας τους και οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

(10) Η Επιτροπή αποφασίζει για την οργάνωση και τη διαδικασία λειτουργίας της.

(11) Ο Πρόεδρος της Επιτροπής καταρτίζει και υποβάλλει στη Βουλή των Αντιπροσώπων εξαμηνιαία έκθεση επί των πεπραγμένων της Επιτροπής, περιλαμβανομένων και των εξελίξεων στο τραπεζικό σύστημα.

(12) Στα μέλη της Επιτροπής, με εξαίρεση το Διοικητή και τους αξιωματούχους της Τράπεζας, καταβάλλεται αντιμισθία που θα αντιστοιχεί με την αντιμισθία των Συμβούλων της Τράπεζας δυνάμει του άρθρου 19.