ΜΕΡΟΣ VI ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Απέλαση προσώπων υπό διεθνή προστασία

29.-(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας-

(α) όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή

(β) όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.

(2) Προτού ο Διευθυντής προβεί στην έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής-

(α) Παρέχει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις, και

(β) ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου:

Νοείται ότι ο εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται για τις αποφάσεις του Διευθυντή μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος προς αυτόν.

(2Α) Ο Διευθυντής ενημερώνει γραπτώς τον πρόσφυγα ή το πρόσωπο με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για την απόφασή του για την έκδοση διατάγματος απέλασης.

(2Β) [Καταργήθηκε].

(3) [Καταργήθηκε].

(4) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.

(5) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

(6) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) απολαμβάνουν καθ’ ον χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4,16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης.

Μέτρα που λαμβάνονται εναντίον αλλοδαπών δε λαμβάνονται εναντίον προσφύγων

30. Δεν επιτρέπεται η λήψη μέτρων, τα οποία μπορούν να ληφθούν εναντίον του προσώπου, της περιουσίας ή των συμφερόντων αλλοδαπών πολιτών άλλου Κράτους, εναντίον πρόσφυγα, ο οποίος έχει την ιθαγένεια του εν λόγω άλλου Κράτους.

Έκδοση αδειών διαμονής

30Α.—(1) Κάθε μία από τις άδειες διαμονής που προβλέπονται στα άρθρα 18Α, 19 και 20ΣΤ εκδίδεται από το Διευθυντή ως ειδική άδεια, δυνάμει του Κανονισμού 15 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 μέχρι 2002, στην οποία καθορίζεται το καθεστώς που διέπει την παραμονή του προσώπου στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα άρθρα.

(2) Κατά την έκδοση των αδειών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες υπερισχύουν οποιωνδήποτε τυχόν αντίθετων διατάξεων των περί Αλλοδαπών κα Μεταναστεύσεως Κανονισμών.

Έκτακτα μέτρα

31. Σε περίπτωση πολέμου ή άλλων σοβαρών ή εξαιρετικών συνθηκών, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας δύναται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα θεωρεί απαραίτητα για τη δημόσια ασφάλεια, αναφορικά με αιτητή διεθνούς προστασίας ή άλλου καθεστώτος βάσει του παρόντος Νόμου, και τα μέτρα αυτά μπορούν να συνεχιστούν και μετά την παροχή τέτοιου καθεστώτος σε αυτό το πρόσωπο, αν αυτό δικαιολογείται για λόγους δημόσιας ασφάλειας:

Νοείται ότι τα εν λόγω μέτρα δεν επιτρέπεται να αντιβαίνουν το δεσμευτικό για τη Δημοκρατία διεθνές δίκαιο ή/και δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συμμετοχή εκπροσώπου της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες στις διαδικασίες εξέτασης ασύλου

31Α. (1) Ο εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες έχει δικαίωμα εφόσον ο ίδιος το ζητήσει, να παρευρίσκεται:

(α) Ως παρατηρητής, με συμβουλευτική ιδιότητα κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε συνέντευξης του αιτητή σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εξέτασης αίτησης, [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016]

(β) με συμβουλευτική ιδιότητα κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από την Υπηρεσία Ασύλου. [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016]

(1Α)(α) Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες έχει δικαίωμα -

(i) να έχει πρόσβαση στους αιτητές,  συμπεριλαμβανομένων των τελούντων υπό κράτηση, στα σύνορα και στις ζώνες διέλευσης∙

(ii) να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες για τις αιτήσεις για την πρόοδο της διαδικασίας και τις αποφάσεις που λαμβάνονται, υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτητής συμφωνεί σχετικά∙ και

(iii) να παρουσιάζει τις απόψεις της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την άσκηση των εποπτικών της δραστηριοτήτων βάσει του άρθρου 35 της Σύμβασης σχετικά με τις αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016]

(β)  Η παράγραφος (α) εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε οργάνωση που εργάζεται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές εξ’ ονόματος της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες βάσει συμφωνίας με τις αρχές της Δημοκρατίας.

(2) [Καταργήθηκε].

Αρχή της εμπιστευτικότητας

31Β.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει οποιαδήποτε πληροφορία κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών υποχρεούται να μην την αποκαλύπτει, εκτός -

(α) με την έγγραφη συγκατάθεση του προσώπου από το οποίο λήφθηκε η πληροφορία· ή

(β) για σκοπούς απόδειξης ή τεκμηρίωσης γεγονότων σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου· ή

(γ) για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών ή του διεθνούς δικαίου ή του κοινοτικού δικαίου· ή

(γ1) για σκοπούς ποινικής έρευνας ή/και ποινικής δίωξης· ή

(δ) για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος ή για άλλο υπηρεσιακό σκοπό, ο οποίος εμπίπτει εντός του δημοσίου συμφέροντος.

(2) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.

Δικαιώματα ασκούντος προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αναφορικά με διεθνή προστασία

31Γ.-(1) Σε περίπτωση που πρόσωπο προσφεύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο ή την Αναθεωρητική Αρχή δυνάμει του παρόντος Νόμου, το Διοικητικό Δικαστήριο παρέχει δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όταν το εν λόγω πρόσωπο –

(α)  Χειρίζεται την προσφυγή του αυτοπροσώπως∙ ή

(β)  εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου ή άλλως πως καλείται από το Διοικητικό Δικαστήριο.

(2) Σε περίπτωση που πρόσωπο προσφεύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο ή την Αναθεωρητική Αρχή δυνάμει του παρόντος Νόμου, το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται, κατά την εκδίκαση της προσφυγής, να επικοινωνεί με την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ή κάθε άλλη οργάνωση που παρέχει νομικές ή άλλες συμβουλές σε αιτητές σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο.

(2Α)(α) Ο Προϊστάμενος παρέχει στο Διοικητικό Δικαστήριο πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου του προσφεύγοντα αιτητή, βάσει των οποίων ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση επί της αίτησης του αιτητή.

(β) Το Διοικητικό Δικαστήριο έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7Α) του άρθρου 18 οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.  Το Διοικητικό Δικαστήριο έχει την εν λόγω πρόσβαση, είτε διατάσσοντας συναφώς τον Προϊστάμενο να του παράσχει τις εν λόγω πληροφορίες είτε μέσω του αιτητή είτε άλλως πως.

(2Β) Σε περίπτωση που πρόσωπο προσφεύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του παρόντος Νόμου, το εν λόγω πρόσωπο και, εάν απαιτείται, ο αναφερόμενος στο άρθρο 18δις δικηγόρος ή νομικός σύμβουλός του, έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7Α) του άρθρου 18 και στις συμβουλές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εν λόγω εδαφίου (7Α), όταν αυτές οι πληροφορίες ή/και συμβουλές έχουν ληφθεί υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης.

(3) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 8, σε περίπτωση που πρόσωπο προσφεύγει, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συνάγματος, στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά απόφασης μεταφοράς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, το εν λόγω πρόσωπο έχει δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, το οποίο δικαίωμα ισχύει από την ημερομηνία καταχώρισης της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο μέχρι και την έκδοση της τελικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της προσφυγής, στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκδίκασης της εν λόγω προσφυγής.

(4) Το Διοικητικό Δικαστήριο, όταν εκδίδει αποφάσεις ή διατάγματα που αφορούν αιτητή ή δικαιούχο διεθνούς προστασίας υπό αυτή του την ιδιότητα, αναφέρει μόνο τα αρχικά του ονοματεπώνυμού του.

(5) Το Διοικητικό Δικαστήριο οφείλει, σε εύλογο χρόνο, να εκδίδει γραπτώς την απόφασή του και να την κοινοποιεί στον αιτητή ή στον δικηγόρο που τον εκπροσωπεί νόμιμα.

Κανονισμοί

32.-(1)Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς με τους οποίους-

(α) [Διαγράφηκε]·

(β) [Διαγράφηκε]·

(γ) καθορίζονται κανόνες σε σχέση με την εφαρμογή των άρθρων 11Α και 11Β·

(δ) [Διαγράφηκε]·

(ε) καθορίζεται οτιδήποτε άλλο κρίνεται αναγκαίο για καλύτερη εφαρμογή του Νόμου.

(4) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός εάν προβλέπουν διαφορετικά, τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της εν λόγω δημοσίευσης.

Μεταβατικές διατάξεις αναφορικά με την κατάργηση, διά του άρθρου 26 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016, των περί της Αναθεωρητικής Αρχής διατάξεων του βασικού νόμου

33.-(1) Οι διατάξεις του εδαφίου (10) του άρθρου 18, του εδαφίου (1) του άρθρου 28Ε και του άρθρου 28ΣΤ του βασικού νόμου αναστέλλονται σε ημερομηνία που καθορίζεται με γνωστοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Η εν λόγω ημερομηνία προηγείται της ημερομηνίας που καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 37 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016.

(2)(α) Σε περίπτωση που, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 37 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων που εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν έχει αποφασίσει επί διοικητικής προσφυγής που εκκρεμεί ενώπιόν της-

(i) εάν η διοικητική προσφυγή αφορά αρνητική απόφαση του Προϊσταμένου, ο Προϊστάμενος εξετάζει και αποφασίζει επί της διοικητικής προσφυγής ως να του είχε υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής του απόφασης·

(ii) εάν η διοικητική προσφυγή αφορά απόφαση του Διευθυντή, ο Διευθυντής εξετάζει και αποφασίζει επί της διοικητικής προσφυγής ως να του είχε υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής του απόφασης.

(β) Κατά την εξέταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α), οι διατάξεις των εδαφίων (2Α) και (2Β) του άρθρου 28Ε του βασικού νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, ανεξάρτητα από την κατάργησή τους διά του άρθρου 26 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016.

(γ) Ο κατά περίπτωση εξετάζων λαμβάνει υπόψη το σχετικό πραγματικό και νομικό καθεστώς που ισχύει κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του επί της διοικητικής προσφυγής.

Αναφορές στην Οδηγία 2005/85/ΕΚ

34. Τυχόν αναφορά νόμου, κανονιστικής διοικητικής πράξης ή στην Οδηγία διοικητικής εγκυκλίου στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005 σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα», θεωρείται ως κατ’ αναλογία αναφορά στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του Παραρτήματος ΙΙΙ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.