Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμος.

Ερμηνεία

2. Στο Νόμο αυτό-

“κατώτατος μισθός” σημαίνει το κατώτατο όριο μισθών που καθορίζεται όπως προνοείται στο εξής αναφορικά με τη συγκεκριμένη εργασία που διεξάγεται από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και το οποίο ισχύει για το πρόσωπο αυτό.

Ορισμός Κατώτατου μισθού

3.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να ορίζει κατώτατα όρια μισθών για οποιαδήποτε εργασία στη Δημοκρατία είτε γενικά είτε σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περιοχή, τόπο ή επαρχία, σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία ικανοποιείται ότι οι μισθοί που καταβάλλονται σε οποιαδήποτε πρόσωπα που εργοδοτούνται σε οποιαδήποτε τέτοια εργασία είναι αδικαιολόγητα χαμηλοί.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Διάταγμα να διαφοροποιεί ή καταργεί έναν κατώτατο μισθό.

(3) Οποιοσδήποτε κατώτατος μισθός που ορίζεται όπως προαναφέρθηκε ή η κατάργηση ή διαφοροποίηση οποιουδήποτε τέτοιου μισθού τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία που ορίζεται για το σκοπό αυτό στο Διάταγμα.

Διορισμός, κ.λ.π., Συμβουλευτικών Επιτροπών

4.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, όταν κρίνει σκόπιμο, να διορίζει Συμβουλευτικές Επιτροπές για να εξετάζουν του μισθούς που καταβάλλονται για οποιαδήποτε εργασία.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς σχετικά με τη σύσταση, διορισμό, εξουσίες και καθήκοντα των Συμβουλευτικών Επιτροπών.

Ποινή για τη μη καταβολή μισθών σύμφωνα με το κατώτατο όριο που ορίζεται βάσει των διατάξεων του άρθρου 3

5.-(1) Όταν οποιοσδήποτε κατώτατος μισθός έχει οριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, βάσει του Νόμου αυτού, ο εργοδότης, στις περιπτώσεις στις οποίες ισχύει ο κατώτατος μισθός, καταβάλλει μισθούς στο πρόσωπο που εργοδοτείται όχι πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό και αν παραλείψει να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό υπόκειται μετά την καταδίκη, αναφορικά με κάθε αδίκημα σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), και σε πρόσθετο πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα ευρώ (€50) για κάθε ημέρα κατά την οποία το αδίκημα εξακολουθεί μετά την καταδίκη του για αυτό.

(2) Μετά την καταδίκη εργοδότη βάσει των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, το Δικαστήριο δύναται με την καταδίκη να διατάζει τον εργοδότη που καταδικάζεται να καταβάλλει επιπρόσθετα με οποιοδήποτε πρόστιμο τέτοιο ποσό όπως φαίνεται στο Δικαστήριο ότι οφείλεται στο πρόσωπο που εργοδοτείται, έναντι μισθών, που υπολογίζονται με βάση τον κατώτατο μισθό:

Νοείται ότι η εξουσία να διατάσσεται καταβολή μισθών, βάσει του εδαφίου αυτού, δεν αποκλείει οποιοδήποτε δικαίωμα του προσώπου που εργοδοτείται, να ανακτά μισθούς με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.

Διάφορες διατάξεις αναφορικά με νόμιμες διαδικασίες

6.-(1) Όταν εργοδότης έχει καταδικαστεί βάσει του άρθρου 5 για παράλειψη καταβολής μισθών όχι πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό σε οποιοδήποτε εργαζόμενο, τότε, αν έχει επιδοθεί γνωστοποίηση της πρόθεσης να ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτό εντός των τριών επόμενων ημερών πριν από την ακρόαση της καταγγελίας ή του παραπόνου, δύναται να δοθεί μαρτυρία για οποιαδήποτε παράλειψη εκ μέρους του εργοδότη να καταβάλει μισθούς, όχι πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό στον εργαζόμενο αυτό σε οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης ισχύος του κατώτατου μισθού και εντός των δύο αμέσως προηγούμενων ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η πληροφορία ή το παράπονο υποβλήθηκε, και μετά την απόδειξη της παράλειψης, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τον εργοδότη να καταβάλλει τέτοιο ποσό όπως κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του ποσού, το οποίο, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του Νόμου αυτού, όφειλε κανονικά να είχε καταβληθεί στον εργαζόμενο ως μισθός κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, και του ποσού που πραγματικά καταβλήθηκε.

(2) Όταν φαίνεται στο Γενικό Εισαγγελέα ότι οφείλεται οποιοδήποτε ποσό από εργοδότη σε εργαζόμενο εξαιτίας του γεγονότος ότι μισθοί έχουν καταβληθεί στον εργαζόμενο αυτό κάτω από τον κατώτατο μισθό που πρέπει να ισχύει, και ότι δεν είναι δυνατό να ανακτηθεί το ποσό, που φαίνεται ότι οφείλεται με τον τρόπο αυτό, ή μέρος του ποσού αυτού, μέσω διαδικασίας βάσει του άρθρου 5, ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται, αν φαίνεται σκόπιμο να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό εξαιτίας της άρνησης ή αμέλειας του εργαζομένου να προβεί στις αναγκαίες διαδικασίες, εκ μέρους και στο όνομα του εργαζομένου, να εγείρει πολιτικές διαδικασίες ενώπιον Δικαστηρίου αρμόδιας δικαιοδοσίας για την ανάκτηση του εν λόγω ποσού:

Νοείται πάντοτε ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρονται οποιεσδήποτε τέτοιες πολιτικές διαδικασίες έχει την ίδια εξουσία να εκδίδει διάταγμα για την πληρωμή εξόδων του Γενικού Εισαγγελέα ωσάν ο Γενικός Εισαγγελέας να ήταν διάδικος στη διαδικασία.

Αδικήματα από αντιπρόσωπο

7.-(1) Όταν αδίκημα για το οποίο εργοδότης, υπόκειται δυνάμει του Νόμου αυτού σε ποινή, έχει πράγματι διαπραχθεί από κάποιο αντιπρόσωπο του εργοδότη ή άλλο πρόσωπο, ο αντιπρόσωπος αυτός ή το άλλο πρόσωπο υπόκειται σε δίωξη για το αδίκημα κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν ο εργοδότης, είτε ταυτόχρονα με, είτε πριν από, είτε μετά την καταδίκη του εργοδότη, και υπόκειται μετά την καταδίκη στην ίδια ποινή στην οποία υπόκειται ο εργοδότης.

(2) Όταν ο εργοδότης ο οποίος κατηγορείται για αδίκημα, κατά παράβαση του Νόμου αυτού, αποδεικνύει κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καταβάλει τη δέουσα επιμέλεια για να εφαρμόσει το Νόμο αυτό, και ότι πράγματι το αδίκημα διαπράχθηκε από τον αντιπρόσωπο του ή κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη γνώση, συγκατάθεση ή σύμπραξη του, εξαιρείται σε περίπτωση καταδίκης του αντιπροσώπου αυτού ή άλλου προσώπου για το αδίκημα, από οποιαδήποτε ποινή αναφορικά με το αδίκημα, χωρίς όμως να επηρεάζεται, η εξουσία του Δικαστηρίου βάσει του Νόμου αυτού να διατάσσει αυτόν να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό, το οποίο φαίνεται στο Δικαστήριο ότι οφείλεται στο πρόσωπο που εργοδοτείται, ως μισθός.

(3) Όταν ο άμεσως εργοδότης οποιουδήποτε εργαζόμενου για τον οποίο ισχύει κατώτατος μισθός, εργοδοτείται από κάποιο άλλο πρόσωπο και ο εργαζόμενος αυτός εργοδοτείται στα υποστατικά του άλλου αυτού προσώπου, αυτό το άλλο πρόσωπο, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, αναφορικά με την ποινή για μη καταβολή μισθών σύμφωνα με τον κατώτατο μισθό, θεωρείται ότι είναι εργοδότης του εργαζόμενου από κοινού με τον άμεσο εργοδότη.

Εργοδότες να μη λαμβάνουν αμοιβές για μαθητεία όταν ισχύουν κατώτατα όρια

8.-(1) Όταν εργαζόμενος σε οποιοδήποτε επάγγελμα, το οποίο είναι πρόσωπο για το οποίο ισχύει κατώτατος μισθός που ορίζεται βάσει του Νόμου αυτού, είναι μαθητευόμενος ή εκπαιδευόμενος, δεν είναι νόμιμο για τον εργοδότη του να λαμβάνει άμεσα ή έμμεσα από αυτόν ή εκ μέρους του ή για λογαριασμό του, οποιαδήποτε πληρωμή ως αμοιβή για μαθητεία:

Νοείται ότι οι πιο πάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε τέτοια πληρωμή που γίνεται δεόντως σύμφωνα με οποιοδήποτε έγγραφο μαθητείας που εκτελείται όχι αργότερα από τέσσερις εβδομάδες μετά την έναρξη της εργοδότησης.

(2) Αν οποιοσδήποτε εργοδότης ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, υπόκειται μετά την καταδίκη, αναφορικά με κάθε αδίκημα, σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), και το Δικαστήριο δύναται με την καταδίκη επιπρόσθετα με την επιβολή προστίμου να διατάσσει αυτόν να πληρώσει στον εργαζόμενον ή άλλο πρόσωπο από το οποίο έγινε η πληρωμή, το ποσό που εισπράχθηκε αντικανονικά ως αμοιβή για μαθητεία.

Εργαζόμενος που αναμένει για εργασία σε υποστατικά θεωρείται ότι εργοδοτείται

9. Για το σκοπό υπολογισμού του ποσού των μισθών που πρέπει να καταβάλλονται στην περίπτωση εργαζομένου που εργοδοτείται σε οποιαδήποτε εργασία, για την οποία έχει οριστεί κατώτατος μισθός, ο εργαζόμενος θεωρείται ότι έχει εργοδοτηθεί καθόλη τη διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο ήταν παρών στα υποστατικά του εργοδότη, εκτός αν ο εργοδότης αποδεικνύει ότι ήταν παρών χωρίς τη συγκατάθεση του, ρητή ή σιωπηρή, ή ότι ήταν παρών για κάποιο σκοπό που δεν συνδέεται με την εργασία του και άλλον από του να περιμένει να δοθεί σε αυτόν εργασία προς εκτέλεση:

Νοείται ότι-

(α) Όταν ο εργαζόμενος διαμένει στα υποστατικά του εργοδότη δεν θεωρείται ότι εργοδοτείται κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε χρόνου κατά τον οποίο είναι παρών στα υποστατικά, εξαιτίας μόνο του γεγονότος ότι διαμένει σε αυτά˙ και

(β) εργάτης ενώ είναι παρών κατά τη διάρκεια κανονικών ωρών γεύματος σε δωμάτιο ή χώρο στον οποίο δεν διεξάγεται εργασία, θεωρείται ότι είναι παρών για σκοπούς που δεν είναι συναφείς με την εργασία του.

Πρόληψη αποφυγής

10. Οποιοσδήποτε καταστηματάρχης, προμηθευτής ή έμπορος ο οποίος για εμπορικούς σκοπούς προβαίνει σε οποιεσδήποτε διευθετήσεις ρητές ή σιωπηρές, με οποιοδήποτε εργαζόμενο σύμφωνα με τις οποίες ο εργαζόμενος εκτελεί οποιαδήποτε εργασία για την οποία έχει οριστεί κατώτατος μισθός, βάσει του Νόμου αυτού, θεωρείται για το σκοπό του Νόμου αυτού, ότι είναι ο εργοδότης του εργαζόμενου και η καθαρή αμοιβή που λαμβάνεται από τον εργαζόμενο, αναφορικά με την εργασία, αφού αφαιρεθούν τα αναγκαία έξοδα σε σχέση με την εργασία, θεωρείται μισθός.

Βάρος απόδειξης

11. Σε οποιαδήποτε δίωξη προσώπου λόγω παράλειψης καταβολής μισθών όχι πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό, το πρόσωπο αυτό έχει το βάρος να αποδείξει ότι δεν έχει καταβάλει μισθούς πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό.

Τήρηση μητρώου μισθών

12. Αποτελεί καθήκον κάθε εργοδότη να τηρεί για εργασία για την οποία ισχύει κατώτατος μισθός, τέτοια μητρώα μισθών που είναι αναγκαία για να δείχνουν ότι οι διατάξεις του Νόμου αυτού τηρούνται αναφορικά με πρόσωπα που βρίσκονται στην εργοδότηση του, και αν αυτός παραλείπει να ενεργεί με τον τρόπο αυτό υπόκειται μετά από καταδίκη, αναφορικά με κάθε αδίκημα, σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα ευρώ (€50) και επίσης σε επιπρόσθετο πρόστιμο πενήντα ευρώ (€50) για κάθε ημέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας η παράλειψη εξακολουθεί μετά την καταδίκη.

Διορισμός λειτουργών και εξουσία εισόδου και επιθεώρησης

13.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει τέτοιους λειτουργούς που δυνατό να κρίνει απαραίτητους για σκοπούς έρευνας οποιωνδήποτε παραπόνων και για σκοπούς εξασφάλισης με άλλο τρόπο της κατάλληλης τήρησης των διατάξεων του Νόμου αυτού.

(2) Οποιοσδήποτε τέτοιος λειτουργός έχει εξουσία-

(α) Να εισέρχεται κατά οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια ωρών εργασίας στα υποστατικά εργοδότη εντός των οποίων εκτελείται εργασία, για την οποία ισχύει κατώτατος μισθός και να απαιτεί την προσαγωγή μισθοδοτικών καταστάσεων ή άλλου μητρώου μισθών από οποιοδήποε τέτοιο εργοδότη και να επιθεωρεί και εξετάζει αυτά και να λαμβάνει αντίγραφο οποιουδήποτε ουσιαστικού μέρους αυτών.

(β) Να εξετάζει, είτε μόνος είτε στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, όπως θεωρεί ορθό, αναφορικά με οποιαδήποτε θέματα βάσει του Νόμου αυτού, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο βρίσκει σε οποιαδήποτε υποστατικά, εντός των οποίων διεξάγεται εργασία, για την οποία ισχύει κατώτατος μισθός, ή για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι εργάζεται ή ότι έχει εργαστεί σε οποιαδήποτε εργασία για την οποία ισχύει κατώτατος μισθός, και να απαιτεί όπως, κάθε τέτοιο πρόσωπο, εξετάζεται με τον τρόπο αυτό, και υπογράφει δήλωση για την αλήθεια των θεμάτων, αναφορικά με τα οποία εξετάζεται με τον τρόπο αυτό.

(3) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο παρεμποδίζει ή παρενοχλεί οποιοδήποτε λειτουργό, κατά την άσκηση των εξουσιών που δίνονται από το άρθρο αυτό ή παραλείπει ή αρνείται να προσαγάγει οποιαδήποτε μισθοδοτική κατάσταση ή οποιοδήποτε άλλο μητρώο μισθών, το πρόσωπο αυτό υπόκειται μετά από καταδίκη αναφορικά με κάθε αδίκημα σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) και αν οποιοδήποτε πρόσωπο συντάσσει ή μεριμνά ώστε να συνταχούν ή εν γνώσει του επιτρέπει τη σύνταξη οποιασδήποτε μισθοδοτικής κατάστασης ή μητρώου μισθών ή αρχείου πληρωμών τα οποία είναι ψευδή σε οποιαδήποτε ουσιαστική λεπτομέρεια ή προσάγει ή μεριμνά ώστε να προσαχθεί ή εν γνώσει του επιτρέπει να προσαχθεί οποιαδήποτε τέτοια κατάσταση ή αρχείο σε οποιοδήποτε λειτουργό που ενεργεί κατά την άσκηση των εξουσιών που δίνονται από το άρθρο αυτό, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή, ή παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες σε οποιοδήποτε τέτοιο λειτουργό γνωρίζοντας ότι αυτές είναι ψευδείς, υπόκειται μετά από καταδίκη σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.