ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΚΑΘΙΔΡΥΣΙΣ, ΣΥΝΘΕΣΙΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΕΛΑΙΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Καθίδρυσις του Συμβουλίου

5.-(1) Καθιδρύεται Συμβούλιον κληθησόμενον Συμβούλιον Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων (εν τοις εφεξής αναφερόμενον ως “το Συμβούλιον”) το οποίον ασκεί και εκτελεί τας υπό του παρόντος Νόμου χορηγουμένας αυτώ αρμοδιότητας.

(2) Το Συμβούλιον είναι νομικόν πρόσωπον μετά διηνεκούς διαδοχής και ιδίας σφραγίδος, κέκτηται δε εξουσίας κτήσεως, κατοχής, διαχειρίσεως και διαθέσεως κινητής και ακινήτου ιδιοκτησίας, προς τον σκοπόν της ενασκήσεως οιασδήποτε των εξουσιών του ή της εκτελέσεως οιασδήποτε των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, ως και την ικανότητα του συμβάλλεσθαι και του παρίστασθαι επί δικαστηρίω ως ενάγον και εναγόμενον υπό την ιδίαν αυτού ως νομικού προσώπου επωνυμίαν:

Νοείται ότι μέχρις ότου το Συμβούλιον εφοδιασθή δι’ ιδίας σφραγίδος, δύναται να χρησιμοποιηθή ως ιδία αυτού σφραγίς κοινή τοιαύτη φέρουσα την επιγραφήν “Συμβούλιον Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων”.

Σύνθεση του Συμβουλίου

6.-(1) Το Συμβούλιο αποτελείται από εννέα μέλη, μεταξύ των οποίων καθορίζεται ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος, τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(2) Το Συμβούλιο αποτελείται από τα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Εκπρόσωπο του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας·

(β) εκπρόσωπο του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων·

(γ) εκπρόσωπο της Παναγροτικής Ένωσης Κύπρου (ΠΕΚ)·

(δ) εκπρόσωπο της Ένωσης Κυπρίων Αγροτών (ΕΚΑ)·

(ε) εκπρόσωπο της Αγροτικής·

(στ) εκπρόσωπο του Παναγροτικού Συνδέσμου·

(ζ) εκπρόσωπο του Παγκύπριου Συνδέσμου Ελαιοπαραγωγών·

(η) δύο άλλα μέλη που διορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο.

(3) Το Συμβούλιο καταβάλλει στα μέλη του τέτοια αντιμισθία ή επιδόματα ή και τα δύο, όπως δυνατόν να εγκρίνει το Υπουργικό Συμβούλιο.

Θητεία

7.-(1) Η θητεία του Συμβουλίου είναι τριετής.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο, με αιτιολογημένη απόφαση του, έχει εξουσία οποτεδήποτε να τερματίσει το διορισμό οποιουδήποτε μέλους του Συμβουλίου.

(3) Κάθε μέλος του Συμβουλίου έχει το δικαίωμα να υποβάλει οποτεδήποτε ιδιόγραφη παραίτηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο.

(4) Θέση η οποία κενούται με οποιοδήποτε τρόπο πληρούται από το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6, για το υπόλοιπο της θητείας του Συμβουλίου.

(5) Μέλος του Συμβουλίου του οποίου λήγει η θητεία ή παραιτείται από τη θέση του μπορεί να επαναδιοριστεί.

Χηρεύουσαι θέσεις

8. Η εγκυρότης οιασδήποτε πράξεως ή των εργασιών του Συμβουλίου δεν επηρεάζεται λόγω του ότι οιαδήποτε εκ των θέσεων των μελών του Συμβουλίου χηρεύει.

Προσωρινή απουσία του Προέδρου

9.-(1) Όταν ο Πρόεδρος απουσιάζη προσωρινώς εκ της Δημοκρατίας ή είναι άλλως προσωρινώς ανίκανος προς εκτέλεσιν των αρμοδιοτήτων της θέσεως αυτού, ο Υπουργός δύναται να διορίση πρόσωπον, είτε τούτο είναι μέλος του Συμβουλίου είτε μη, ως Πρόεδρον διαρκούντος του χρονικού διαστήματος της τοιαύτης απουσίας ή ανικανότητος.

(2) Επί τη διενεργεία παντός προσωρινού διορισμού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), άπασαι αι δυνάμει του παρόντος Νόμου εξουσίαι και καθήκοντα του Προέδρου περιέρχονται εις το ούτω προσωρινώς διορισθέν πρόσωπον.

Προσωρινή απουσία μέλους

10. Όταν μέλος του Συμβουλίου, άλλο του Προέδρου, είναι προσωρινώς ανίκανον προς εκτέλεσιν των αρμοδιοτήτων του ως μέλους, λόγω προσωρινής απουσίας του εκ της Δημοκρατίας ή διά πάσαν άλλην εύλογον αιτίαν, ο Υπουργός δύναται να διορίση προσωρινώς πρόσωπον τι ως μέλος διαρκούντος του χρονικού διαστήματος της τοιαύτης ανικανότητος, κατά το χρονικόν δε τούτο διάστημα άπασαι αι δυνάμει του παρόντος Νόμου εξουσίαι και καθήκοντα του ούτω προσωρινώς καταστάντος ανικάνου μέλους περιέρχονται εις το ούτω προσωρινώς διορισθέν μέλος.

Εξουσία προς εισδοχήν άλλων μελών

11. Εάν εις ειδικήν τινα περίπτωσιν το Συμβούλιον επιθυμή να λάβη την συμβουλήν οιουδήποτε προσώπου επί τινος ειδικού θέματος, το Συμβούλιον δύναται να προβή εις εισδοχήν του προσώπου τούτου ως μέλους διά πάσαν συνεδρίασιν η οποία ήθελεν απαιτηθή, το δε μέλος τούτο εφ’ όσον διαρκεί η εισδοχή του κέκτηται άπαντα τα δικαιώματα και τα προνόμια μέλους πλην του δικαιώματος ψήφου εφ’ οιουδήποτε θέματος.

Εξουσία προς σύστασιν Επιτροπών

12.-(1) Το Συμβούλιον δύναται να συνιστά εκ των μελών αυτού Επιτροπάς διά τοιούτους γενικούς ή ειδικούς σκοπούς οίοι θα ετύγχανον, κατά την γνώμην του Συμβουλίου, καλυτέρας ρυθμίσεως και διαχειρίσεως υπό Επιτροπής, δύναται δε, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να μεταβιβάση εις οιανδήποτε ούτω συσταθείσαν Επιτροπήν οιασδήποτε των αρμοδιοτήτων αι οποίαι δύνανται να ενασκηθώσιν υπό του Συμβουλίου.

(2) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου είναι, ως εκ του αξιώματος του, Πρόεδρος πάσης τοιαύτης Επιτροπής.

(3) Πάσα τοιαύτη Επιτροπή αναφέρει τα των εργασιών της εις το Συμβούλιον και συμμορφούται προς τας οδηγίας του Συμβουλίου.

Συμβουλευτικές επιτροπές

13.-(1) Το Συμβούλιο μπορεί να συστήνει τέτοιες συμβουλευτικές επιτροπές τις οποίες θεωρεί κατάλληλες για τη μελέτη θεμάτων που το απασχολούν, όπως αυτό θα αποφασίσει, και για την υποβολή έκθεσης γύρω από αυτά στο Συμβούλιο· κάθε τέτοια επιτροπή μπορεί να περιλαμβάνει πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη του Συμβουλίου.

(2) Το Συμβούλιο μπορεί να καταβάλλει σε οποιοδήποτε μέλος συμβουλευτικής επιτροπής που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό και που δεν αποτελεί μέλος του Συμβουλίου τέτοια οδοιπορικά επιδόματα και επιδόματα συντήρησης τα οποία θα εγκρίνει ο Υπουργός.

Συνεδριάσεις

14.-(1) Των συνεδριάσεων του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρος, εάν παρίσταται, εν απουσία του δε το Συμβούλιον διορίζει εν εκ των παρόντων μελών όπως προεδρεύση.

(2) Αι συνεδριάσεις του Συμβουλίου και οιασδήποτε Επιτροπής αυτού λαμβάνουσι χώραν εις χώρους και τόπους καθοριζομένους υπό του Προέδρου του Συμβουλίου.

(3) Όταν ουχί ολιγώτερα των τριών μελών του Συμβουλίου δι’ εγγράφου κοινοποιήσεως αιτούνται παρά του Προέδρου την σύγκλησιν εκτάκτου συνεδριάσεως του Συμβουλίου διά τους εν τη τοιαύτη κοινοποιήσει καθοριζομένους σκοπούς, ο Πρόεδρος συγκαλεί, άμα τη λήψει της τοιαύτης κοινοποιήσεως, έκτακτον συνεδρίασιν διά τους εν λόγω σκοπούς κατά τον ενωρίτερον δυνατόν χρόνον.

(4) Απαρτίαν του Συμβουλίου αποτελούν τρία μέλη, περιλαμβανομένων δύο μελών άτινα είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

(5) Αι αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων καθ’ οιανδήποτε συνεδρίασιν του Συμβουλίου ή οιασδήποτε Επιτροπής αυτού λαμβάνονται διά πλειοψηφίας των παρόντων και ψηφιζόντων μελών.

(6) Ο προεδρεύων της συνεδριάσεως κέκτηται μίαν μόνον ψήφον αλλ’ εν περιπτώσει ισοψηφίας κέκτηται ωσαύτως νικώσαν ψήφον επιπροσθέτως της αρχικής του.

Πρακτικά

15.-(1) Τηρούνται πρακτικά των εργασιών του Συμβουλίου και οιασδήποτε Επιτροπής αυτού τα οποία, εφ’ όσον φέρουσι την υπογραφήν προσώπου φερομένου ως προεδρεύσαντος της συνεδριάσεως εις την οποίαν ταύτα αναφέρονται ή συνεδριάσεως κατά την οποίαν ταύτα ανεγνώσθησαν, συνιστώσιν απόδειξιν των εν λόγω εργασιών, η δε συνεδρίασις εις την οποίαν τα τοιαύτα πρακτικά αναφέρονται τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως νομίμως συγκληθείσα και συγκροτηθείσα.

(2) Αντίγραφον των πρακτικών εκάστης συνεδριάσεως του Συμβουλίου ή οιασδήποτε Επιτροπής αυτού αποστέλλεται προς τον Υπουργόν εντός δεκατεσσάρων ημερών από της τοιαύτης συνεδριάσεως.

Εσωτερικός Κανονισμός

16. Το Συμβούλιον δύναται, τη εγκρίσει του Υπουργού, να εκδίδη Εσωτερικόν Κανονισμόν αφορώντα εις την διεξαγωγήν των συνεδριάσεων του Συμβουλίου ή οιασδήποτε Επιτροπής αυτού, τας γνωστοποιήσεις περί των συνεδριάσεων, τας κατά τας συνεδριάσεις εργασίας, την τήρησιν πρακτικών των τοιούτων εργασιών και την προσαγωγήν των προς επιθεώρησιν.

Εργασίαι κατά τας συνεδριάσεις

17. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οιουδήποτε εσωτερικού κανονισμού εκδοθέντος δυνάμει του άρθρου 16, αι εργασίαι του Συμβουλίου και οιασδήποτε Επιτροπής αυτού είναι ως καθορίζονται υπό του Συμβουλίου.

Σφραγίς

18. Η σφραγίς του Συμβουλίου επ’ ουδενός εγγράφου τίθεται ειμή κατόπιν εξουσιοδοτήσεως παρασχεθείσης δι’ αποφάσεως του Συμβουλίου, η δε επίθεσις της σφραγίδος βεβαιούται διά της υπογραφής του Προέδρου, ή άλλου τινός μέλους του Συμβουλίου εξουσιοδοτηθέντος γενικώς ή ειδικώς υπό του Συμβουλίου όπως ενεργή αντί του Προέδρου προς τον σκοπόν τούτον, και της υπογραφής άλλου τινός προσώπου εξουσιοδοτηθέντος είτε γενικώς είτε ειδικώς υπό του Συμβουλίου όπως ενεργή προς τον σκοπόν τούτον.

Απόδειξις εγγράφων

19. Παν έγγραφον φερόμενον ως έγγραφον δεόντως υπογραφέν ή εκδοθέν υπό την σφραγίδα του Συμβουλίου ή εκ μέρους του Συμβουλίου γίνεται δεκτόν ως απόδειξις και θεωρείται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως ούτως υπογραφέν ή εκδοθέν άνευ περαιτέρω αποδείξεως.

Συμβάσεις

20. Πάσα σύμβασις ή έγγραφον των οποίων η σύναψις ή υπογραφή υπό προσώπου μη όντος νομικού τοιούτου δεν θα απήτει την επίθεσιν σφραγίδος δύναται να συναφθή ή υπογραφή εκ μέρους του Συμβουλίου υφ’ οιουδήποτε προσώπου εξουσιοδοτηθέντος επί τούτω, είτε γενικώς είτε ειδικώς, υπό του Συμβουλίου.

Γνωστοποίησις συμφερόντων μελών μετεχόντων εις συμβάσεις

21. Το γεγονός ότι μέλος τι είναι εν των συμβαλλομένων ή κέκτηται συμφέρον επί συμβάσεως συναφθείσης μετά του Συμβουλίου δεν επάγεται ακυρότητα της τοιαύτης συμβάσεως, το δε μέλος ουδεμίαν υποχρέωσιν υπέχει εκ μόνου του γεγονότος ότι είναι μέλος του Συμβουλίου να λογοδοτήση εις το Συμβούλιον διά το εκ της συμβάσεως πραγματοποιηθέν υπ’ αυτού κέρδος~ το μέλος όμως οφείλει όπως αμελλητί γνωστοποιήση τω Συμβουλίω παν συμφέρον όπερ τούτο έχει ή κτάται εφ’ οιασδήποτε συμβάσεως, εφ’ όσον τούτο αντίκειται καθ’ οιονδήποτε τρόπον προς τα καθήκοντα αυτού ως μέλους, ουδέν δικαίωμα δε ψήφου κέκτηται εφ’ οιουδήποτε θέματος αφορώντος εις την ως είρηται σύμβασιν~ εάν μέλος, παρά ταύτα, ψηφίση, η ψήφος αυτού ουδόλως λαμβάνεται υπ’ όψιν:

Νοείται ότι ουδέν μέλος στερείται του δικαιώματος της ψήφου επί τινος θέματος αφορώντος εις την γενικήν πολιτικήν του Συμβουλίου εφ’ οιουδήποτε ζητήματος εκ μόνου του λόγου ότι η επί τοιούτου θέματος απόφασις επηρεάζει ή δύναται να επηρεάση συμβάσεις συναφθείσας ή συναφθησομένας μεταξύ αυτού και του Συμβουλίου.

Εγκυρότης πράξεων, έστω και εάν ο διορισμός μέλους τινός ενέχη ελάττωμα τι

22. Έστω και εάν μεταγενεστέρως ανακαλυφθή ότι υπήρξεν ελάττωμα τι εις τον διορισμόν ή τα προσόντα προσώπου φερομένου ως μέλους του Συμβουλίου ή οιασδήποτε Επιτροπής αυτού ή ότι μέλος του Συμβουλίου ή της Επιτροπής εψήφισεν επί θέματος επί του οποίου δεν εδικαιούτο να ψηφίση, άπασαι αι εν οιαδήποτε συνεδριάσει του Συμβουλίου ή της Επιτροπής γενόμεναι πράξεις είναι έγκυροι ως εάν το τοιούτο ελάττωμα δεν υφίστατο ή το τοιούτο μέλος εδικαιούτο να ψηφίση.