ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ
Απαγόρευση εκούσιας διάλυσης ασφαλιστικής επιχείρησης χωρίς προηγούμενη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

313.-(1) Δεν επιτρέπεται η εκούσια διάλυση ασφαλιστικής επιχείρησης, εκτός εάν προηγουμένως διενεργηθεί η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής, κατά τα οριζόμενα στο Δέκατο Κεφάλαιο του Μέρους ΙΙ.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται και για τις περιπτώσεις εκούσιας εκκαθάρισης κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης, οι οποίες κατά τα λοιπά διέπονται από τα άρθρα 203 έως 208, 261 έως 292 και 298 έως 344 του περί Εταιρειών Νόμου.

Έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης - Ενημέρωση των εποπτικών αρχών

314.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τη διάλυση και εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, οι σχετικές διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε τέτοια περίπτωση:

Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τη διάλυση της επιχείρησης αυτής κατ’ αίτηση τριάντα τουλάχιστον κατόχων ασφαλιστηρίων με συνολικό ετήσιο ασφάλιστρο που να αποτελεί τουλάχιστον το 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών της εν λόγω επιχείρησης, στη βάση των τελευταίων ελεγμένων λογαριασμών.

(2) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 362 του περί Εταιρειών Νόμου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διατάξει τη διάλυση και εκκαθάριση υποκαταστήματος ασφαλιστικής επιχείρησης άλλου κράτους μέλους που λειτουργεί στη Δημοκρατία και η διαδικασία εκκαθάρισης υποκαταστημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών που λειτουργούν στη Δημοκρατία διέπεται από το δίκαιο του Κράτους Μέλους καταγωγής.

(3) Η εκκαθάριση κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης συμπεριλαμβάνει και τυχόν υποκαταστήματά της σε άλλα κράτη μέλη.

(4) Για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο, δεν απαιτείται η προηγούμενη λήψη μέτρων εξυγίανσης.

(5) Η αίτηση προς διάλυση και εκκαθάριση κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού υποβάλλεται μόνο κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, που παρέχεται εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένη και κατατεθεί από τους αιτητές ικανοποιητική εγγύηση για τη δικαστική δαπάνη που συνεπάγεται η αίτηση.

(6) Η κατά το εδάφιο (1) απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης παράγει αμέσως αποτελέσματα τόσο στη Δημοκρατία όσο και σε ολόκληρη της Ένωση χωρίς άλλες διατυπώσεις.

(7) Ανάλογες αποφάσεις για έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης που έχουν ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, παράγουν αποτελέσματα στη Δημοκρατία από τη στιγμή που αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα στο κράτος μέλος, στο οποίο έχουν ληφθεί.

(8) Ο Έφορος ενημερώνει επειγόντως τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών για την απόφαση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης, εάν είναι δυνατόν πριν αυτή κινηθεί ή σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατόν, αμέσως μετά, καθώς και για τα πιθανά πρακτικά αποτελέσματα της απόφασης αυτής.

Εφαρμοστέο δίκαιο

315.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 335 έως 342, οι πρόνοιες των άρθρων 301 έως 306 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν την περιουσία της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και τη μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού που απέκτησε η ασφαλιστική επιχείρηση ή υπήχθησαν σε αυτήν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 335 έως 342 οι διατάξεις των άρθρων 233, 270, 271, 272, 273, 274, 282, 283, 286, 288 και 290 του περί Εταιρειών Νόμου, αναφορικά με τις αντίστοιχες εξουσίες της ασφαλιστικής επιχείρησης και του εκκαθαριστή, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 335 έως 342, οι διατάξεις της παραγράφου (η) του εδαφίου (2) του άρθρου 233 και του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού και τους κανόνες που διέπουν την διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, την κατάταξη των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών που έχουν ικανοποιηθεί μερικώς μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δυνάμει εμπράγματου δικαιώματος ή με συμψηφισμό, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 335 έως 342, οι διατάξεις των άρθρων 301 έως και 303 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις ισχύουσες συμβάσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης και των άρθρων 215, 220, 305 και 306 του περί Εταιρειών Νόμου που αφορούν τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις διαδικασίες ικανοποίησης μεμονωμένων πιστωτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(5) Τα αποτελέσματα επί εκκρεμών δικών επί στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης ή επί δικαιωμάτων που έχει απεκδυθεί η ασφαλιστική επιχείρηση ρυθμίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 335 έως 342, οι διατάξεις των άρθρων 224, 251, 298 299 και 300 του περί Εταιρειών Νόμου, αναφορικά με τους κανόνες που διέπουν την αναγγελία, επαλήθευση και αποδοχή των απαιτήσεων, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(7) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 335 έως 342, οι διατάξεις των άρθρων 254 και 274 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τον καταλογισμό των εξόδων και των δαπανών της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(8) Τα άρθρα 301, 302 και 303 του περί Εταιρειών Νόμου σχετικά με το ποιες δικαιοπραξίες είναι είτε άκυρες, είτε ακυρώσιμες, ή μερικώς άκυρες επειδή είναι επιβλαβείς για το σύνολο των πιστωτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, εκτός εάν το πρόσωπο που ωφελήθηκε από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των πιστωτών αποδείξει ότι

(α) η εν λόγω δικαιοπραξία διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους· και

(β) το δίκαιο αυτό δεν προβλέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση προσβολή της δικαιοπραξίας.

Εξαρτημένες επιχειρήσεις

316.-(1) Εάν οι ασφαλιστικές εργασίες μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ή μέρος των εργασιών αυτών μεταβιβαστούν σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και συμφωνηθεί ότι η πρώτη αναφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση (εφεξής στο άρθρο αυτό καλούμενη “εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση”) ή οι πιστωτές της θα έχουν απαιτήσεις κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, προς την οποία έγινε η μεταβίβαση (εφεξής στο άρθρο αυτό καλούμενη η “ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση”), τότε, σε περίπτωση διάλυσης και εκκαθάρισης της ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης από το Δικαστήριο ή υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εξαρτημένης, από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση, ως εάν επρόκειτο περί μίας και μόνον ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να διορίσει τον ίδιο εκκαθαριστή, για την εκκαθάριση, τόσο της ιθύνουσας, όσο και της εξαρτημένης ασφαλιστικής επιχείρησης.

(3) Εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει άλλως πως, η έναρξη της διάλυσης της ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης συνιστά και την έναρξη της διάλυσης και της εξαρτημένης.

(4) Κατά τη ρύθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων μεταξύ των μελών των διαφόρων επιχειρήσεων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το καταστατικό των επιχειρήσεων αυτών και τις μεταξύ τους συμφωνίες και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις διαφόρων κατηγοριών εισφορέων, στην περίπτωση διάλυσης μίας και μόνης ασφαλιστικής επιχείρησης.

(5) Σε περίπτωση, κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση φερόμενη ως εξαρτημένη άλλης, δεν διαλύεται συγχρόνως με την ιθύνουσα αυτή επιχείρηση και ενίσταται στη διάλυσή της, το Δικαστήριο εκδικάζει την ένσταση και διατάσσει τη διάλυσή της μόνον εφόσον κρίνει ότι πράγματι η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση είναι εξαρτημένη της υπό διάλυση ιθύνουσας επιχείρησης και ότι η διάλυση αυτής από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση είναι ορθό και δίκαιο μέτρο.

(6) Αίτηση διάλυσης εξηρτημένης ασφαλιστικής επιχείρησης από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να υποβληθεί από κάθε πιστωτή ή άλλο πρόσωπο που έχει οποιοδήποτε συμφέρον στην ιθύνουσα ή την εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση.

(7) Σε περίπτωση, κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση είναι ιθύνουσα άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης και συγχρόνως εξαρτημένη άλλης, ή σε περίπτωση, κατά την οποία περισσότερες της μίας ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εξαρτημένες της ίδιας ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, το Δικαστήριο δύναται να επιληφθεί σύμφωνα με τις καθοριζόμενες στο παρόν άρθρο αρχές, του συνόλου των επιχειρήσεων αυτών ή κατά χωριστές ομάδες.

Κοινοποίηση αίτησης προς διάλυση στον Έφορο

317. Σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υποβάλλεται αίτηση προς διάλυση ασφαλιστικής επιχείρησης από πρόσωπο άλλο από τον Έφορο, αντίγραφο της αίτησης αυτής κοινοποιείται στον Έφορο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την ακρόαση της αίτησης, να εκφράζει τις απόψεις του και, εφόσον το κρίνει σκόπιμο προς το δημόσιο συμφέρον, να ζητήσει από το Δικαστήριο τη διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής διάλυσης και εκκαθάρισης στο παρόν Μέρος.

Αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

318.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), η ανάκληση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, επάγεται την αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της επιχείρησης αυτής από το Δικαστήριο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, του οποίου οι οικείες διατάξεις εφαρμόζονται κατά την έκταση, κατά την οποία αυτές δεν προσκρούουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση:

Νοείται ότι στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), οι διατάξεις του Ενδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους ΙΙ δεν εφαρμόζονται.

(2) Η ανάκληση της άδειας της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 151 του παρόντος Νόμου δεν επάγεται την αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης:

Νοείται, εν τούτοις ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας ανακλήθηκε η άδεια οφείλει να προβεί στη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της, ασφαλιστηρίων ασφάλισης Γενικής Φύσεως ή ασφάλισης Ζωής, κατά τα οριζόμενα στο Ενδέκατο Κεφάλαιο του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου.

Απαγόρευση εκούσιας διάλυσης

319. (1) Δεν επιτρέπεται η εκούσια διάλυση και εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης

(α) της οποίας ανακλήθηκε η άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών για λόγο που επάγεται την αναγκαστική της διάλυση και εκκαθάριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 318· του παρόντος Νόμου∙ ή

(β) για την οποία ισχύει απαγόρευση ή περιορισμός της ελεύθερης διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού της, που τέθηκε από τον Έφορο, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο.

(2) Στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περιπτώσεις, η διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης διενεργείται από το Δικαστήριο κατ’ αίτηση του Εφόρου. Από την ημέρα της υποβολής της αίτησης και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης, δεν επιτρέπεται να εκδοθεί διάταγμα παραλαβής κατά της ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης.

Διορισμός προσωρινού εκκαθαριστή

320.-(1) Ο Έφορος διορίζει ως προσωρινό εκκαθαριστή της ασφαλιστικής επιχείρησης πρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ενώ με την ίδια απόφαση ορίζεται η αμοιβή του προσωρινού εκκαθαριστή και καθορίζονται οι όροι εντολής του. Η απόφαση προς διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο εγχώριες ημερήσιες εφημερίδες.

(2) Μέχρι το διορισμό εκκαθαριστή από το Δικαστήριο, ο προσωρινός εκκαθαριστής ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή.

Διορισμός εκκαθαριστή

321.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 31 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκκαθαριστής διορίζεται από το Δικαστήριο πρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(2) Ο διορισμός του εκκαθαριστή δημοσιεύεται από τον Έφορο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο εγχώριες ημερήσιες εφημερίδες.

(3) Ο εκκαθαριστής συντάσσει έκθεση ως προς την κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την έναρξη της διαδικασίας της εκκαθάρισης και την υποβάλλει στον Έφορο, ενώ επιπρόσθετα ο εκκαθαριστής οφείλει όπως παρέχει στον Έφορο οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία του ζητηθούν, προκειμένου να εξακριβωθεί η πορεία της εκκαθάρισης.

(4) Ο εκκαθαριστής ενημερώνει εγγράφως τουλάχιστον κάθε έξι μήνες τους πιστωτές για θέματα που τους αφορούν, ιδίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

322.-(1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση από τον εκκαθαριστή του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, η οποία παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση ασκούσε εργασίες παράλληλα στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως και στην ασφάλιση Ζωής, επιτρέπεται, υπό τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1), η μεταβίβαση του συνόλου του χαρτοφυλακίου του ενός Κλάδου ασφάλισης, έστω και αν δεν πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου του άλλου Κλάδου. Η μερική εν τούτοις μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου του ενός ή του άλλου Κλάδου επιτρέπεται μόνον εφόσον η μεταβίβαση αυτή δεν θα επηρεάσει την ικανοποιητική διεξαγωγή της εκκαθάρισης.

Τερματισμός ασφαλιστικών συμβάσεων ασφάλισης Γενικής Φύσεως

323. Η αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης επάγεται τον τερματισμό των υφιστάμενων ασφαλιστικών συμβάσεων της ασφάλισης Γενικής Φύσεως ταυτόχρονα με τη δημοσίευση του διορισμού του προσωρινού εκκαθαριστή από τον Έφορο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Συνέχιση εργασιών ασφάλισης Ζωής κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης

324.-(1) Η αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν επάγεται τον τερματισμό των υφιστάμενων ασφαλιστικών συμβάσεων της ασφάλισης Ζωής.

(2) Εκτός εάν το Δικαστήριο, αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου, διατάξει άλλως πως, ο εκκαθαριστής οφείλει να συνεχίσει τις εργασίες της ασφάλισης Ζωής της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης με προοπτική να μεταβιβαστεί αυτή ως ζώσα επιχείρηση σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, που είτε υφίσταται είτε συνιστάται ειδικώς προς το σκοπό αυτό.

(3) Κατά τη διεξαγωγή των εργασιών αυτών, ο εκκαθαριστής δύναται να συμφωνήσει σε τροποποίηση των υφιστάμενων κατά το διορισμό του ασφαλιστικών συμβάσεων, δεν επιτρέπεται όμως να προβαίνει στη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων.

(4) Με την άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να προβεί στο διορισμό ειδικού διαχειριστή των ασφαλιστικών αυτών εργασιών. Με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιτρέπει το διορισμό του ειδικού διαχειριστή, καθορίζονται οι όροι διορισμού, καθώς και οι εξουσίες του ειδικού διαχειριστή.

(5) Με την άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να μειώσει τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις της ασφάλισης Ζωής, προκειμένου να επιτευχθεί η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση επιχείρησης.

(6) Κατ’ αίτηση του εκκαθαριστή, του διοριζόμενου κατά τις διατάξεις του εδαφίου (4) ειδικού διαχειριστή ή του Εφόρου, το Δικαστήριο δύναται να διορίσει ανεξάρτητο αναλογιστή προς διερεύνηση των εργασιών της ασφάλισης Ζωής της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης.

(7) Ο ανεξάρτητος αυτός αναλογιστής γνωματεύει κατά πόσον ενδείκνυται η συνέχιση των εργασιών αυτών ή η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση των υποχρεώσεων και εισηγείται μέτρα που κρίνονται αναγκαία προς επιτυχή συνέχιση των εργασιών.

(8) Ο ανεξάρτητος αναλογιστής συντάσσει έκθεση εντός της καθορισμένης από το Δικαστήριο προθεσμίας και την υποβάλλει στα πρόσωπα, κατ’ αίτηση των οποίων έγινε ο διορισμός του.

(9) Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν καθίσταται εφικτή η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου, κατά τα οριζόμενα στο Ενδέκατο Κεφάλαιο του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου, με την άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να προβεί στον τερματισμό των ασφαλιστικών συμβάσεων της ασφάλισης Ζωής προς το συμφέρον του συνόλου του σώματος των δικαιούχων δυνάμει των συμβάσεων αυτών.

(10) Στην περίπτωση του εδαφίου (9), το ποσό των απαιτήσεων των δικαιούχων αυτών θα αντιστοιχεί προς την ολική αξία των μαθηματικών αποθεμάτων και άλλων παροχών που προβλέπονται στην ασφαλιστική σύμβαση που συνήψαν, χωρίς καμία μείωση για τη δαπάνη που συνεπάγεται η διαχείριση ή ο τερματισμός των εργασιών αυτών.

Συμβάσεις αντασφάλισης

325.-(1) Μετά το διορισμό εκκαθαριστή, δεν επιτρέπεται η ανανέωση εκείνων των ασφαλιστικών συμβάσεων της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, με τις οποίες η επιχείρηση αυτή ανελάμβανε την κάλυψη κινδύνων αντασφάλισης.

(2) Ο εκκαθαριστής οφείλει να επιδιώξει την εξασφάλιση κατάλληλης αντασφαλιστικής κάλυψης της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, καθ’ όλη τη διάρκεια διαδικασίας της εκκαθάρισης.

(3) Η διαδικασία εκκαθάρισης δεν αποκλείει το συμψηφισμό αντασφαλιστικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων.

Μεταβολή στις επενδύσεις της επιχείρησης

326.-(1) Από της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης μιας ασφαλιστικής επιχείρησης δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε μεταβολή στις επενδύσεις της ασφάλισης Γενικής Φύσεως ή της ασφάλισης Ζωής, στις οποίες η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση έχει τοποθετήσει περιουσιακά της στοιχεία επαρκή για να καλύπτουν τα τεχνικά της αποθέματα. Tέτοια μεταβολή επιτρέπεται για διόρθωση τεχνικών λαθών ή κατόπιν άδειας του Εφόρου.

(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν καθίσταται εφικτή η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι επενδύσεις ρευστοποιούνται και συνιστούν ένα ταμείο, που διατίθεται για την ικανοποίηση των δικαιούχων κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5).

(3) Σε περίπτωση, κατά την οποία η υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση ασκούσε παράλληλα εργασίες στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως και στην ασφάλιση Ζωής, οι επενδύσεις του κάθε Κλάδου ρευστοποιούνται και συνιστούν δύο χωριστά και ανεξάρτητα ταμεία, ένα ταμείο για την ασφάλιση Γενικής Φύσεως και ένα ταμείο για την ασφάλιση Ζωής, και διατίθενται για την ικανοποίηση απαιτήσεων των δικαιούχων της κάθε ασφάλισης χωριστά.

(4) Σε καθένα από τα πιο πάνω ταμεία, προστίθενται η απόδοση και η αξία των καθαρών ασφαλίστρων που εισπράττονται για συγκεκριμένη κατηγορία πράξεων μεταξύ της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης και της ημερομηνίας πληρωμής ασφαλιστικών απαιτήσεων ή μέχρι να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε μεταβίβαση χαρτοφυλακίου.

(5) Από κάθε ένα ταμείο αφαιρείται η δαπάνη που συνεπάγεται η διάλυση και εκκαθάριση της επιχείρησης, περιλαμβανομένων και των αμοιβών του προσωρινού εκκαθαριστή, του εκκαθαριστή, του ειδικού διαχειριστή ή ανεξάρτητου αναλογιστή, που ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου από τα ταμεία αυτά.

(6) Σε περίπτωση που το προϊόν της ρευστοποίησης στοιχείου που αποτελεί μέρος των επενδύσεων υστερεί της αξίας τέτοιου στοιχείου, όπως υπολογίζεται στα λογιστικά βιβλία της ασφαλιστικής εταιρείας, ο εκκαθαριστής οφείλει να δικαιολογεί τη διαφορά αυτή στον Έφορο.

(7) Όταν ένα στοιχείο του ενεργητικού, το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη τεχνικών αποθεμάτων, είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτή ή τρίτου ή έχει παρακρατηθεί η κυριότητα του εν λόγω στοιχείου του ενεργητικού υπέρ πιστωτή ή τρίτου ή όταν ο πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει τον συμψηφισμό της απαίτησής του έναντι της απαίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης, ρευστοποιείται και καταβάλλεται στο ταμείο που προνοείται κατά το εδάφιο (2), εκτός εάν εφαρμόζονται σ’ αυτό το στοιχείο του ενεργητικού οι διατάξεις των άρθρων 336, εδάφια (1) μέχρι (3), 337 και 338 του παρόντος Νόμου.

Μεταχείριση των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως

327.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, οι απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης έναντι άλλων απαιτήσεων κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, ως προς το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1), σε ότι αφορά στο σύνολο ή μέρος των δαπανών που απορρέουν από τη διαδικασία εκκαθάρισης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου.

(3) Ασφαλιστική επιχείρηση μεριμνά ώστε σε περίπτωση που σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), απαιτήσεις που ενδέχεται να προηγηθούν των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως και οι οποίες έχουν καταχωρηθεί στους λογαριασμούς της ασφαλιστικής επιχείρησης, να αντιστοιχούν, ανά πάσα στιγμή και ανεξαρτήτως δυνατής εκκαθάρισης, σε στοιχεία του ενεργητικού.

Ειδικό μητρώο

328.-(1) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση τηρεί στην έδρα της ειδικό μητρώο, όπου εγγράφονται τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων, που υπολογίζονται και επενδύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες τόσο ασφάλισης Γενικής Φύσεως όσο και ασφάλισης Ζωής, τηρεί χωριστά βιβλία για κάθε τύπο ασφάλισης στην έδρα της:

Νοείται ότι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που καλύπτουν τον τομέα της ασφάλισης Ζωής και τους κινδύνους που ταξινομούνται στους κλάδους 1 και 2 στο Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, πρέπει να τηρούν ενιαίο βιβλίο για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους.

(3) Η συνολική αξία των εγγεγραμμένων στοιχείων του ενεργητικού, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν υστερεί, σε καμία περίπτωση, της αξίας των τεχνικών προβλέψεων.

(4) Όταν ένα καταχωρημένο στοιχείο του ενεργητικού είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτού ή τρίτου, ώστε μέρος της αξίας του να μην είναι διαθέσιμο για την κάλυψη υποχρεώσεων, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο βιβλίο και το μη διαθέσιμο ποσό δεν περιλαμβάνεται στη συνολική αξία που αναφέρει το εδάφιο (3).

(4α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 327, σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης, σε σχέση με τα στοιχεία του ενεργητικού εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 336, 337 ή 338 του παρόντος Νόμου σε περίπτωση που-

(i) Το στοιχείο του ενεργητικού, το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη τεχνικών προβλέψεων, είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτού ή τρίτου, χωρίς να πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στο εδάφιο (4)∙

(ii) το εν λόγω στοιχείο του ενεργητικού είναι αντικείμενο επιφύλαξης κυριότητας υπέρ πιστωτή ή τρίτου∙ ή

(iii) πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει τον συμψηφισμό της απαιτήσεώς του έναντι της απαιτήσεως της ασφαλιστικής επιχείρησης.

(5) Εφόσον έχουν κινηθεί διαδικασίες εκκαθάρισης, η σύνθεση των στοιχείων του ενεργητικού που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο σύμφωνα με τα εδάφια (1) μέχρι (5), δεν μεταβάλλεται ούτε επέρχεται καμία άλλη αλλαγή των μητρώων, εκτός από τη διόρθωση απλώς τεχνικών λαθών, παρά μόνον κατόπιν αδείας του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη. :

Νοείται ότι, οι εκκαθαριστές προσθέτουν στα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού την απόδοση και την αξία των καθαρών ασφαλίστρων που εισπράττονται για τον συγκεκριμένο κλάδο ασφαλίσεων μεταξύ της έναρξης των διαδικασιών εκκαθάρισης και της ημερομηνίας πληρωμής των απαιτήσεων εξ ασφαλίσεως ή έως ότου πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε μεταβίβαση χαρτοφυλακίου.

(6) Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης των στοιχείων του ενεργητικού υστερεί της αξίας τους, όπως υπολογίζεται στα βιβλία, οι εκκαθαριστές αιτιολογούν το γεγονός αυτό στον Έφορο.

Αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

329.-(1) Σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης ανακαλείται από τον Έφορο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 151 του παρόντος Νόμου, στο βαθμό που δεν θίγονται οι σκοποί του εδαφίου (2).

(2) Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν κωλύει τον εκκαθαριστή να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης, και αφού λάβει τη ρητή και ειδική συγκατάθεση και υπό τον έλεγχο του Εφόρου για κάθε συγκεκριμένη κατηγορία ενεργειών.

Δημοσίευση των αποφάσεων περί εκκαθάρισης

330.-(1) Η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης δημοσιεύεται από τον Έφορο εντός ενός μηνός στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και απόσπασμα αυτής δημοσιεύεται εντός δύο μηνών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ένωσης. Στη δημοσίευση αναφέρεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ισχύον δίκαιο της Δημοκρατίας και αρμόδια αρχή για σκοπούς εκκαθάρισης είναι ο Επίσημος Παραλήπτης κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο. Στην ανακοίνωση αναφέρεται επίσης το όνομα του εκκαθαριστή που έχει διοριστεί. Η δημοσίευση γίνεται στην ελληνική γλώσσα.

(2) Ο Έφορος δύναται να δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας απόφαση αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης.

Ενημέρωση των γνωστών πιστωτών άλλων κρατών μελών.

331.-(1) Ο εκκαθαριστής, ή κάθε πρόσωπο διορισμένο για το σκοπό αυτό από τον Έφορο, ειδοποιεί αμελλητί, ατομικά και εγγράφως, κάθε πιστωτή που γνωρίζει και που έχει την έδρα του, κατοικία ή συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Ο εκκαθαριστής ενημερώνει σχετικά τον Έφορο, ο οποίος, εάν διαπιστώσει παραλείψεις ή πλημμέλειες στη διαδικασία ειδοποίησης, ενημερώνει ο ίδιος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, τους πιστωτές που δεν έχουν ειδοποιηθεί από τον εκκαθαριστή ή επαναλαμβάνει τη γνωστοποίηση.

(2) Η γραπτή ειδοποίηση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει ιδίως

(α) τις προθεσμίες αναγγελίας των απαιτήσεων κατά το άρθρο 251 του περί Εταιρειών Νόμου, τις κυρώσεις που προβλέπονται, σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών αυτών· την αρμόδια αρχή για την αναγγελία των απαιτήσεων ή παρατηρήσεων σχετικά με απαιτήσεις, η οποία είναι ο εκκαθαριστής, καθώς και άλλα μέτρα που τυχόν επιβλήθηκαν·

(β) πληροφορίες στους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις είναι προνομιούχες ή εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια, για το κατά πόσον οφείλουν να προβούν σε αναγγελία των απαιτήσεών τους, στο βαθμό που δεν καλύπτονται από εμπράγματη εξασφάλιση· και

(γ) τα γενικά αποτελέσματα της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των ασφαλιστηρίων και ιδίως την ημερομηνία, από την οποία τα ασφαλιστήρια ή οι δραστηριότητες παύουν να παράγουν αποτελέσματα κατά το άρθρο 181, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου από το ασφαλιστήριο.

(3) Ο τύπος του εντύπου που προβλέπεται στο παρόν άρθρο καθορίζεται εκάστοτε από τον ΄Εφορο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Δικαίωμα αναγγελίας απαιτήσεων

332.-(1) Κάθε πιστωτής, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων αρχών των κρατών μελών, του οποίου η συνήθης διαμονή, κατοικία ή έδρα βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, δικαιούται να αναγγέλλει τις απαιτήσεις του ή να υποβάλλει εγγράφως παρατηρήσεις σχετικά με αυτές.

(2) Οι απαιτήσεις όλων των πιστωτών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης και κατάταξης με τις ομοειδείς απαιτήσεις, τις οποίες ενδέχεται να αναγγέλλουν πιστωτές οι οποίοι έχουν συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα στη Δημοκρατία, χωρίς καμία διάκριση.

(3) Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετων διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, ο πιστωτής αποστέλλει στον εκκαθαριστή αντίγραφα των όποιων αποδεικτικών στοιχείων και δηλώνει τα πιο κάτω:

(α) το είδος και το ύψος της απαιτήσεως·

(β) την ημερομηνία γένεσης της απαιτήσεως·

(γ) εάν διεκδικεί για την απαίτησή του κάποιο προνόμιο, εμπράγματη ασφάλεια ή επιφύλαξη κυριότητας·

(δ) ενδεχομένως, τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία καλύπτονται από αυτή την ασφάλεια.

(4) Η προνομιακή θέση που παραχωρείται στις απαιτήσεις εξ ασφαλίσεως δυνάμει του άρθρου 327 του παρόντος Νόμου, δεν χρειάζεται να αναφέρεται.

Γλώσσες και έντυπο

333.-(1) Η γραπτή ειδοποίηση των πιστωτών από τον εκκαθαριστή δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 331 του παρόντος Νόμου, συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα σε έντυπο που φέρει, διατυπωμένο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον τίτλο «Πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεως και τηρητέες προθεσμίες».

(2) Σε περίπτωση που ο πιστωτής είναι δικαιούχος ασφαλιστικής απαίτησης, οι πληροφορίες παρέχονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους συνήθους διαμονής, κατοικίας ή έδρας του.

(3) Κάθε πιστωτής που έχει συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων και των δημόσιων αρχών των άλλων κρατών μελών, δικαιούται να αναγγείλει τις απαιτήσεις του στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους.

(4) Η υποβολή της απαίτησης πρέπει να γίνεται σε έντυπο που φέρει τον τίτλο «Αναγγελία απαιτήσεως» στην ελληνική γλώσσα.

(5) Ο τύπος του εντύπου που προβλέπεται στο εδάφιο (4) καθορίζεται εκάστοτε από τον ΄Εφορο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Τακτική ενημέρωση των πιστωτών

334.-(1) Οι εκκαθαριστές ενημερώνουν, τακτικά και με τον κατάλληλο τρόπο, τους πιστωτές σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης.

(2) Ο Έφορος παρέχει πληροφορίες που του ζητούνται αναφορικά με την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης στις εποπτικές αρχές των κρατών μελών.