ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ
Απαγόρευση εκούσιας διάλυσης ασφαλιστικής επιχείρησης χωρίς προηγούμενη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

151.  Δεν επιτρέπεται η εκούσια διάλυση ασφαλιστικής επιχείρησης, εκτός εάν προηγουμένως διενεργηθεί η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής, κατά τα οριζόμενα στο ΜΕΡΟΣ VΙΙΙ.

Εφαρμογή στην εκούσια εκκαθάριση

151Α. Οι διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1), του άρθρου 152, του εδαφίου (2), (3), (5), (6), (7), (8) του άρθρου 152, το άρθρο 152Α, το εδάφιο (4) του άρθρου 158, τα άρθρα 158Α, 158Β και 160, τα εδάφια (4), (6), (8) και (9) του άρθρου 163, και τα άρθρα 163Α έως 163Η ισχύουν και για τις περιπτώσεις εκούσιας εκκαθάρισης κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης, οι οποίες κατά τα λοιπά διέπονται από τα άρθρα 203 έως 208, 261 έως 292 και 298 έως 344 του περί Εταιρειών Νόμου.

Διάλυση και εκκαθάριση από το Δικαστήριο κατ’ αίτηση κατόχων ασφαλιστηρίων

152.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τη διάλυση και εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας υποκείμενης στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, του οποίου οι οικείες διατάξεις θα εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη ότι το Δικαστήριο  δύναται να διατάξει τη διάλυση της εταιρείας αυτής κατ’ αίτηση τριάντα τουλάχιστο κατόχων ασφαλιστηρίων με συνολικό ετήσιο ασφάλιστρο ύψους εκατό τουλάχιστο χιλιάδων λιρών Κύπρου (ΛΚ 100.000).

(2) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 362 του περί Εταιρειών Νόμου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διατάξει τη διάλυση και εκκαθάριση υποκαταστήματος ασφαλιστικής επιχείρησης άλλου κράτους μέλους που λειτουργεί στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, η διαδικασία εκκαθάρισης υποκαταστημάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών που λειτουργούν στη Δημοκρατία διέπεται από το δίκαιο του Κράτους Μέλους καταγωγής.

(3) Η εκκαθάριση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας συμπεριλαμβάνει και τυχόν υποκαταστήματά της σε άλλα κράτη μέλη:

Νοείται ότι, για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο, δεν απαιτείται η προηγούμενη λήψη μέτρων εξυγίανσης.

(4) Η αίτηση προς διάλυση και εκκαθάριση της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού υποβάλλεται μόνο κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, που παρέχεται εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένη και κατατεθεί από τους αιτητές ικανοποιητική εγγύηση για τη δικαστική δαπάνη που συνεπάγεται η αίτηση.

(5) Η κατά το εδάφιο (1) απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης παράγει αμέσως αποτελέσματα τόσο στη Δημοκρατία όσο και στα άλλα κράτη μέλη χωρίς άλλες διατυπώσεις:

Νοείται ότι, ανάλογες αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, παράγουν αποτελέσματα στη Δημοκρατία από τη στιγμή που αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα στο κράτος μέλος, στο οποίο έχουν ληφθεί.

(6)(α) Ο Έφορος ενημερώνει πάραυτα τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών για την απόφαση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης και για τα πιθανά πρακτικά αποτελέσματα της απόφασης αυτής.

(β) Η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης δημοσιεύεται από τον Έφορο εντός ενός μηνός στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και  απόσπασμα αυτής δημοσιεύεται εντός δύο μηνών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στη δημοσίευση αναφέρεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ισχύον δίκαιο της Δημοκρατίας και αρμόδια αρχή για σκοπούς εκκαθάρισης είναι ο Επίσημος Παραλήπτης κατά  τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο. Στην ανακοίνωση αναφέρεται επίσης το όνομα του εκκαθαριστή που έχει διοριστεί. Η δημοσίευση γίνεται στην ελληνική γλώσσα:

Νοείται ότι, κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης δεν μπορεί να εκδοθεί άλλο διάταγμα ή δικαστική απόφαση κατά της κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας κατά τα οριζόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο.

(7) Ο ΄Εφορος, εφόσον αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους, ενημερώνει την εν λόγω αρχή σχετικά με την   εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης

(8) Ο  Έφορος δύναται να δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας απόφαση αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης.

Εφαρμοστέο δίκαιο

152Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 163Β και 163Γ, οι πρόνοιες των άρθρων 301 έως 306 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν την περιουσία της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και τη μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού που απέκτησε η ασφαλιστική επιχείρηση ή υπήχθησαν σε αυτήν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 158, των εδαφίων (1) έως (3) του άρθρου 158Α, των άρθρων 158Β και 159, των εδαφίων (2) έως (7) του άρθρου 161, του άρθρου 162 και των εδαφίων (1) έως (6) του άρθρου 163Η, οι πρόνοιες των άρθρων 233, 270, 271, 272, 273, 274, 282, 283, 286, 288 και 290 του περί Εταιρειών Νόμου, αναφορικά με τις εκάστοτε εξουσίες της ασφαλιστικής επιχείρησης και του εκκαθαριστή, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 158Α, των άρθρων 163 και 163Δ, του εδαφίου (3) του άρθρου 162, οι πρόνοιες της παραγράφου (η) του εδαφίου (2) του άρθρου 233 και του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού και τους κανόνες που διέπουν την διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, την κατάταξη των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών που έχουν ικανοποιηθεί μερικώς μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δυνάμει εμπράγματου δικαιώματος ή με συμψηφισμό, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 151, 159 έως και 162, οι πρόνοιες των άρθρων 301 έως και 303 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις ισχύουσες συμβάσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης και των άρθρων 215, 220, 305 και 306 του περί Εταιρειών Νόμου που αφορούν τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις διαδικασίες ικανοποίησης μεμονωμένων πιστωτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία:

Νοείται ότι, με τ’ αποτελέσματα επί εκκρεμών δικών επί στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης ή επί δικαιωμάτων που έχει απεκδυθεί η ασφαλιστική επιχείρηση, ρυθμίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 158 και του άρθρου 158Α, οι πρόνοιες των άρθρων 224, 251, 298 και 299 του περί Εταιρειών Νόμου, αναφορικά με τους κανόνες που διέπουν την αναγγελία, επαλήθευση και αποδοχή των απαιτήσεων, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 163 και του εδαφίου (7) του άρθρου 163Η, οι πρόνοιες των άρθρων 254 και 274 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με τον καταλογισμό των εξόδων και των δαπανών της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(7) Τα άρθρα 301, 302 και 303 του περί Εταιρειών Νόμου σχετικά με το ποιες δικαιοπραξίες είναι είτε άκυρες, είτε ακυρώσιμες, ή μερικώς άκυρες επειδή είναι επιβλαβείς για το σύνολο των πιστωτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, εκτός εάν το πρόσωπο που ωφελήθηκε από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των πιστωτών αποδείξει ότι-

(αα)  η εν λόγω δικαιοπραξία διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους.και

(ββ)  το δίκαιο αυτό δεν προβλέπει στη συγκε-κριμένη περίπτωση προσβολή της δικαιοπραξίας.

Εξαρτημένες επιχειρήσεις

153.-(1) Εάν οι ασφαλιστικές εργασίες μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ή μέρος των εργασιών αυτών μεταβιβαστούν σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και συμφωνηθεί ότι η πρώτη μνησθείσα ασφαλιστική επιχείρηση (εφεξής στο άρθρο αυτό καλούμενη “εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση”) ή οι πιστωτές της θα έχουν απαιτήσεις κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, προς την οποία έγινε η μεταβίβαση (εφεξής στο άρθρο αυτό καλούμενη  η “ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση”), τότε, σε περίπτωση διάλυσης και εκκαθάρισης της ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης από το Δικαστήριο ή υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εξαρτημένης, από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση, ως εάν επρόκειτο περί μίας και μόνον ασφαλιστικής επιχείρησης.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να διορίσει τον ίδιο εκκαθαριστή, για την εκκαθάριση, τόσο της ιθύνουσας, όσο και της εξαρτημένης  ασφαλιστικής επιχείρησης.

(3) Εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει άλλως πως, η έναρξη της διάλυσης της ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης συνιστά και την έναρξη της διάλυσης και της εξαρτημένης.

(4) Κατά τη ρύθμιση των δικαιωμάτων και  των υποχρεώσεων μεταξύ των μελών των διαφόρων επιχειρήσεων, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το καταστατικό των επιχειρήσεων αυτών και τις μεταξύ τους συμφωνίες και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις διαφόρων κατηγοριών εισφορέων, στην περίπτωση διάλυσης μίας και μόνης ασφαλιστικής επιχείρησης.

(5) Σε περίπτωση, κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση φερόμενη ως εξαρτημένη άλλης, δεν διαλύεται συγχρόνως με την ιθύνουσα αυτή επιχείρηση και ενίσταται στη διάλυσή της, το Δικαστήριο εκδικάζει την ένσταση και διατάσσει τη διάλυση της μόνον εφόσον κρίνει ότι πράγματι η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση είναι εξαρτημένη της υπό διάλυση ιθύνουσας επιχείρησης και ότι η διάλυση αυτής από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση είναι ορθό και δίκαιο μέτρο.

(6) Αίτηση διάλυσης εξηρτημένης ασφαλιστικής επιχείρησης από κοινού με τη ιθύνουσα ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να υποβληθεί από κάθε πιστωτή ή άλλο πρόσωπο που έχει οποιοδήποτε συμφέρον στην ιθύνουσα ή την εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση.

(7) Σε περίπτωση, κατά την οποία μία ασφαλιστική επιχείρηση είναι ιθύνουσα άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης και συγχρόνως εξαρτημένη άλλης, ή σε περίπτωση, κατά την οποία περισσότερες της μίας ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εξαρτημένες της ίδιας ιθύνουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, το Δικαστήριο δύναται να επιληφθεί σύμφωνα με τις καθοριζόμενες στο άρθρο αυτό αρχές, του συνόλου των επιχειρήσεων αυτών ή κατά χωριστές ομάδες.

Κοινοποίηση αίτησης προς διάλυση στον Έφορο

154. Σε κάθε  περίπτωση, κατά την οποία υποβάλλεται αίτηση προς διάλυση ασφαλιστικής επιχείρησης από πρόσωπο άλλο από τον Έφορο, αντίγραφο της αίτησης αυτής κοινοποιείται στον Έφορο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την ακρόαση της αίτησης, να εκφράζει τις απόψεις του και, εφόσον το κρίνει σκόπιμο προς το δημόσιο συμφέρον, να ζητήσει από το Δικαστήριο τη διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης  κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής διάλυσης και εκκαθάρισης, που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 155 έως και 163.

Αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών

155.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), η ανάκλήση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, επάγεται την αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της επιχείρησης αυτής από το Δικαστήριο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, του οποίου οι οικείες διατάξεις εφαρμόζονται κατά την έκταση, κατά την οποία αυτές δεν προσκρούουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), οι διατάξεις του Μέρους  VIII του παρόντος Νόμου, δεν εφαρμόζονται.

(2) Η ανάκληση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών από μια ασφαλιστική επιχείρηση, για τους λόγους που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 41, δεν επάγεται την αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης:

Νοείται εν τούτοις ότι, στις περιπτώσεις αυτές, η ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας ανακλήθηκε η άδεια οφείλει να προβεί στη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της, ασφαλιστηρίων Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος VIII.

Απαγόρευση εκούσιας διάλυσης

156.-(1) Δεν επιτρέπεται η εκούσια διάλυση και εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης -

(α)  Της οποίας ανακλήθηκε η άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών για λόγο που επάγεται την αναγκαστική της διάλυση και εκκαθάριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 155· ή

(β) για την οποία ισχύει απαγόρευση ή περιορισμός της ελεύθερης διάθεσηςστοιχείων του ενεργητικού της, που τέθηκε από τον Έφορο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 65 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 72.

(2) Στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περιπτώσεις, η διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης διενεργείται από το Δικαστήριο κατ’ αίτηση του Εφόρου.  Από την ημέρα της υποβολής της  αίτησης και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης, δεν επιτρέπεται να εκδοθεί διάταγμα παραλαβής κατά της ασφαλιστικής αυτής επιχείρησης.

 

Διορισμός προσωρινού εκκαθαριστή

157.-(1) Ο Έφορος διορίζει ως προσωρινό εκκαθαριστή της ασφαλιστικής  επιχείρησηςπρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ενώ με την ίδια απόφαση ορίζεται η αμοιβή του προσωρινού εκκαθαριστή και καθορίζονται οι όροι εντολής του. Η απόφαση προς διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο εγχώριες ημερήσιες εφημερίδες.

(2) Μέχρι το διορισμό εκκαθαριστή από το Δικαστήριο, ο προσωρινός εκκαθαριστής ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή.

Διορισμός εκκαθαριστή

158.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 31 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμων του 2000 και 2003, εκκαθαριστής διορίζεται από το Δικαστήριο πρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(2) Ο διορισμός του εκκαθαριστή δημοσιεύεται από τον Έφορο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο εγχώριες ημερήσιες εφημερίδες.

(3) Ο εκκαθαριστής συντάσσει έκθεση ως προς την κατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την έναρξη της διαδικασίας της εκκαθάρισης και την υποβάλλει στον Έφορο, ενώ επιπρόσθετα ο εκκαθαριστής οφείλει όπως παρέχει στον Έφορο οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία του ζητηθούν, προκειμένου να εξακριβωθεί η πορεία της εκκαθάρισης.

(4) Ο εκκαθαριστής ενημερώνει εγγράφως τουλάχιστον κάθε έξι μήνες τους πιστωτές για θέματα που τους αφορούν, ιδίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης.

Ενημέρωση πιστωτών άλλων κρατών μελών

158Α.-(1) Ο εκκαθαριστής, χωρίς καθυστέρηση, ειδοποιεί εγγράφως κάθε πιστωτή που γνωρίζει και που έχει την έδρα του, κατοικία ή συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Ο εκκαθαριστής ενημερώνει σχετικά τον Έφορο, ο οποίος,  εάν διαπιστώσει παραλείψεις ή πλημμέλειες στη διαδικασία ειδοποίησης, ενημερώνει ο ίδιος, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, τους πιστωτές που δεν έχουν ειδοποιηθεί από τον εκκαθαριστή ή επαναλαμβάνει τη γνωστοποίηση.

(2) Η γραπτή ειδοποίηση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει ιδίως -

(α) Τις προθεσμίες αναγγελίας των απαιτήσεων κατά το άρθρο 251 του περί Εταιρειών Νόμου, τις κυρώσεις που προβλέπονται, σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών αυτών· την αρμόδια αρχή για την αναγγελία των απαιτήσεων, η οποία είναι ο εκκαθαριστής, καθώς και άλλα μέτρα που τυχόν επιβλήθηκαν.

(β) πληροφορίες για το κατά πόσον οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις είναι προνομιούχες ή εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια, οφείλουν να προβούν σε αναγγελία των απαιτήσεών τους.  και

(γ) τα γενικά αποτελέσματα της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης επί των ασφαλιστηρίων και ιδίως την ημερομηνία, από την οποία έπαυσε η ασφαλιστική κάλυψη κατά το άρθρο 160, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου από το ασφαλιστήριο.

(3)(α) Η γραπτή ειδοποίηση των πιστωτών, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα σε έντυπο που φέρει, διατυπωμένο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον τίτλο «Πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεως και τηρητέες προθεσμίες».

(β) Σε περίπτωση που ο πιστωτής είναι δικαιούχος ασφαλιστικής απαίτησης, οι πληροφορίες παρέχονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους συνήθους διαμονής, κατοικίας ή έδρας του.

(γ) Ο τύπος του εντύπου που προβλέπεται στην παράγραφο (α) καθορίζεται εκάστοτε από τον ΄Εφορο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(4)(α) Κάθε πιστωτής που έχει συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων και των δημόσιων αρχών των άλλων κρατών μελών, δικαιούται να υποβάλει τις απαιτήσεις του στην επίσημη γλώσσα του εν λόγω κράτους μέλους.

(β) Η υποβολή της απαίτησης πρέπει να γίνεται σε έντυπο που φέρει τον τίτλο «Αναγγελία απαιτήσεως» στην ελληνική γλώσσα.

(γ) Ο τύπος του εντύπου που προβλέπεται στην παράγραφο (β) καθορίζεται εκάστοτε από τον ΄Εφορο με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(5) Οι απαιτήσεις των πιστωτών, κατά το εδάφιο (4), τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης και κατάταξης με τις ομοειδείς απαιτήσεις πιστωτών με συνήθη διαμονή, κατοικία ή έδρα στη Δημοκρατία.

(6) Ο πιστωτής κατά την αναγγελία της απαίτησής του αποστέλλει αντίγραφο των τυχόν αποδεικτικών στοιχείων, δηλώνει το ύψος, το είδος και την ημερομηνία γενέσεως της απαίτησής του, την τυχόν ύπαρξη προνομίου, εμπράγματης ασφά-λειας ή επιφύλαξης κυριότητας, καθώς και τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από την ασφάλεια αυτή:

Νοείται ότι, ο πιστωτής δεν  υποχρεούται να υποδείξει ότι η απαίτησή του εμπίπτει στο προνόμιο που αναφέρεται στα εδάφια (5) και (8) του άρθρου 163.

Συνέχιση δραστηριοτήτων για τις ανάγκες της εκκαθάρισης

158Β. Παρά την ανάκληση της άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του άρθρου 41, ο εκκαθαριστής, συμπεριλαμβανομένου του προσωρινού εκκαθαριστή, δύναται να συνεχίσει ορισμένες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο μέτρο που απαιτείται ή ενδείκνυται για την εξυπηρέτηση των αναγκών της εκκαθάρισης και αφού λάβει τη ρητή και ειδική συγκατάθεση και υπό τον έλεγχο του Εφόρου για κάθε συγκεκριμένη κατηγορία ενεργειών.

Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου

159.-(1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση από τον εκκαθαριστή του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, η οποία παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού.

(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία η υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση ασκούσε εργασίες παράλληλα στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής, επιτρέπεται, υπό τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1), η μεταβίβαση του συνόλου του χαρτοφυλακίου του ενός Κλάδου, έστω και αν δεν πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου του άλλου Κλάδου.  Η μερική εν τούτοις μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου του ενός ή του άλλου Κλάδου επιτρέπεται μόνον εφόσον η μεταβίβαση αυτή δεν θα επηρεάσει την ικανοποιητική διεξαγωγή της εκκαθάρισης.

Τερματισμός ασφαλιστικών συμβάσεων Κλάδου Γενικής Φύσεως

160. Η αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης επάγεται τον τερματισμό των υφιστάμενων ασφαλιστικών συμβάσεων του Κλάδου Γενικής Φύσεως ταυτόχρονα με τη δημοσίευση του διορισμού του προσωρινού εκκαθαριστή από τον Έφορο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Συνέχιση εργασιών του Κλάδου Ζωής κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης

161.-(1) Η αναγκαστική διάλυση και εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν επάγεται τον τερματισμό των υφιστάμενων ασφαλιστικών συμβάσεων του Κλάδου Ζωής.

(2)  Εκτός εάν το Δικαστήριο, αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου, διατάξει άλλως πως, ο εκκαθαριστής οφείλει να συνεχίσει τις εργασίες του Κλάδου Ζωής της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης με προοπτική να μεταβιβαστεί αυτή ως ζώσα επιχείρηση σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, που είτε υφίσταται είτε συνιστάται ειδικώς προς το σκοπό αυτό.

(3) Κατά τη διεξαγωγή των εργασιών αυτών, ο εκκαθαριστής δύναται να συμφωνήσει σε τροποποίηση των υφιστάμενων κατά το διορισμό του ασφαλιστικών συμβάσεων, δεν επιτρέπεται όμως να προβαίνει στη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων.

(4) Με την άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να προβεί στο διορισμό ειδικού διαχειριστή των ασφαλιστικών αυτών εργασιών. Με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιτρέπει το διορισμό του ειδικού διαχειριστή, καθορίζονται οι όροι διορισμού, καθώς και οι εξουσίες του ειδικού διαχειριστή.

(5) Με την  άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να μειώσει τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Ζωής, προκειμένου να επιτευχθεί η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση επιχείρησης.

(6)(α) Κατ’ αίτηση του εκκαθαριστή, του διοριζόμενου κατά τις διατάξεις του εδαφίου (4) ειδικού διαχειριστή ή του Εφόρου, το Δικαστήριο δύναται να διορίσει ανεξάρτητο αναλογιστή προς διερεύνηση των εργασιών του Κλάδου Ζωής τής υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης.

(β) Ο ανεξάρτητος αυτός αναλογιστής γνωματεύει κατά πόσον ενδείκνυται η συνέχιση των εργασιών αυτών ή η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση των υποχρεώσεων και εισηγείται μέτρα που κρίνονται αναγκαία προς επιτυχή συνέχιση των εργασιών.

(γ) Ο ανεξάρτητος αναλογιστής συντάσσει έκθεση εντός της καθορισμένης από το Δικαστήριο προθεσμίας και την υποβάλλει στα πρόσωπα, κατ’ αίτηση των οποίων έγινε ο διορισμός του.

(7)(α) Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν καθίσταται εφικτή η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 159, με την άδεια του Δικαστηρίου, που παρέχεται αφού ακούσει και τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος αυτού, ο εκκαθαριστής δύναται να προβεί στον τερματισμό των ασφαλιστικών συμβάσεων του Κλάδου Ζωής προς το συμφέρον του συνόλου του σώματος των δικαιούχων ασφαλίσματος δυνάμει των συμβάσεων αυτών.

(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), το ποσό των απαιτήσεων των δικαιούχων αυτών θα αντιστοιχεί προς την ολική αξία των μαθηματικών αποθεμάτων και άλλων παροχών που προβλέπονται στην ασφαλιστική σύμβαση που συνήψαν, χωρίς καμία μείωση για τη δαπάνη που συνεπάγεται η διαχείριση ή ο τερματισμός των εργασιών αυτών.

Συμβάσεις αντασφάλισης

162.-(1) Μετά το διορισμό εκκαθαριστή, δεν επιτρέπεται η ανανέωση εκείνων των ασφαλιστικών συμβάσεων της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, με τις οποίες η επιχείρηση αυτή ανελάμβανε την κάλυψη κινδύνων αντασφάλισης.

(2) Ο εκκαθαριστής οφείλει να επιδιώξει την εξασφάλιση κατάλληλης αντασφαλιστικής κάλυψης της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, καθ’ όλη τη διάρκεια διαδικασίας της εκκαθάρισης.

(3) Η διαδικασία εκκαθάρισης δεν αποκλείει το συμψηφισμό αντασφαλιστικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων.

Εγκεκριμένες επενδύσεις

163.-(1) Από της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε μεταβολή στις εγκεκριμένες επενδύσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή του Κλάδου Ζωής, στις οποίες η ασφαλιστική αυτή επιχείρηση έχει τοποθετήσει περιουσιακά της στοιχεία επαρκή για να καλύπτουν τα τεχνικά της αποθέματα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 76 ή το άρθρο 85:

Νοείται ότι, τέτοια μεταβολή επιτρέπεται για διόρθωση τεχνικών λαθών ή κατόπιν άδειας του Εφόρου.

(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν καθίσταται εφικτή η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι εγκεκριμένες επενδύσεις ρευστοποιούνται και συνιστούν ένα ταμείο, που διατίθεται για την ικανοποίηση των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5).

(3) Σε περίπτωση, κατά την οποία η υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση ασκούσε παράλληλα εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής, οι εγκεκριμένες επενδύσεις του κάθε Κλάδου ρευστοποιούνται και συνιστούν δύο χωριστά και ανεξάρτητα ταμεία, ένα ταμείο για τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και ένα ταμείο για τον Κλάδο Ζωής, και  διατίθενται για την ικανοποίηση απαιτήσεων των δικαιούχων ασφαλίσματος του κάθε Κλάδου χωριστά.

(4) Σε καθένα από τα πιο πάνω ταμεία, προστίθενται η απόδοση και η αξία των καθαρών ασφαλίστρων που εισπράττονται για συγκεκριμένη κατηγορία πράξεων μεταξύ της έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης και της ημερομηνίας πληρωμής ασφαλιστικών απαιτήσεων ή μέχρι να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε μεταβίβαση χαρτοφυλακίου.

(5)(α) Από κάθε ένα ταμείο αφαιρείται η δαπάνη που συνεπάγεται η διάλυση και εκκαθάριση της επιχείρησης, περιλαμβανομένων και των αμοιβών του προσωρινού εκκαθαριστή, του εκκαθαριστή, του ειδικού διαχειριστή ή ανεξάρτητου αναλογιστή, που ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου από τα ταμεία αυτά.

(β) Επί του υπόλοιπου του κάθε ταμείου, Κλάδου Γενικής Φύσεως ή Κλάδου Ζωής, έχουν προνόμιο, που προηγείται κάθε άλλου γενικού ή ειδικού προνομίου, που καθορίζεται στο άρθρο 300 του περί Εταιρειών Νόμου ή σε άλλη διάταξη της ισχύουσας νομοθεσίας, οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ή δυνάμει ασφαλιστηρίου έναντι τρίτων προσώπων του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή του Κλάδου Ζωής, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι τους, οι απαιτήσεις των οποίων ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου.

(6) Σε περίπτωση που το προϊόν της ρευστοποίησης στοιχείου που αποτελεί μέρος των εγκεκριμένων επενδύσεων υστερεί της αξίας τέτοιου στοιχείου, όπως υπολογίζεται στα λογιστικά βιβλία της ασφαλιστικής εταιρείας, ο εκκαθαριστής οφείλει να δικαιολογεί τη διαφορά αυτή στον Έφορο.

(7) Όταν ένα στοιχείο του ενεργητικού, το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη τεχνικών αποθεμάτων, είναι βεβαρημένο με εμπράγματο δικαίωμα υπέρ πιστωτή ή τρίτου χωρίς να έχει καταγραφεί το γεγονός αυτό στο Μητρώο Επενδύσεων που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 83 ή έχει παρακρατηθεί η κυριότητα του εν λόγω στοιχείου του ενεργητικού υπέρ πιστωτή ή τρίτου ή όταν ο πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει τον συμψηφισμό της απαίτησής του έναντι της απαίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, σε περίπτωση εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης ρευστοποιείται και  καταβάλλεται στο ταμείο που προνοείται κατά το εδάφιο (2), εκτός εάν εφαρμόζονται σ’ αυτό το στοιχείο του ενεργητικού του άρθρου 163Β, τα εδάφια (1) έως (3) του άρθρου 163Γ και το άρθρο 163Δ.

(8) Οι απαιτήσεις των δικαιούχων ασφαλίσματος ή δυνάμει ασφαλιστηρίου έναντι τρίτων προσώπων του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή του Κλάδου Ζωής, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, προηγούνται κατά προτεραιότητα, των απαιτήσεων των προσώπων που προβλέπονται στο άρθρο 300 του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο καθορίζει τις προνομιούχες απαιτήσεις σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας και την έκταση που αυτές γίνονται αποδεκτές.

(9) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις τηρούν ανά πάσα στιγμή και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ενδεχόμενη διαδικασία εκκαθάρισης, περιουσιακά στοιχεία από τα αναφερόμενα στις Οδηγίες για εγκεκριμένες επενδύσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 79 που να αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που ενδέχεται να προηγηθούν των ασφαλιστικών απαιτήσεων, σύμφωνα με το εδάφιο (8), και οι οποίες έχουν καταχωρηθεί στους λογαριασμούς της ασφαλιστικής εταιρείας.