Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012»,

H Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμος του 2016.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«άδεια λειτουργίας» σημαίνει –

(α) αναφορικά με καλυπτόμενο πρόσωπο, άδεια δυνάμει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου,

(β) αναφορικά με οντότητα κράτους μέλους, άδεια βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ως μεταφέρεται στην οικεία νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

«αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα» ή «ΑΠΙ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

«ανώτατα διοικητικά στελέχη» σημαίνει –

(α) αναφορικά με αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, τα ανώτατα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ, τα ανώτατα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016·

(γ) αναφορικά με σχετικό πρόσωπο ή άλλη οντότητα ή φορέα, τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διοίκηση του σχετικού προσώπου ή της άλλης οντότητας ή του φορέα∙

«απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων» σημαίνει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα Άρθρα 92 έως 98 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

«αποκτών» σημαίνει την οντότητα στην οποία μεταβιβάζονται οι μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, χρεόγραφα, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ή οποιοσδήποτε συνδυασμός των εν λόγω στοιχείων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση∙

«αρμόδια αρχή» σημαίνει αρχή της Δημοκρατίας που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή την ΕΚΤ αναφορικά με τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου∙

«αρμόδια αρχή κράτους μέλους» σημαίνει αρχή κράτους μέλους που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή την ΕΚΤ αναφορικά με τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου∙

«αρμόδιο υπουργείο κράτους μέλους» σημαίνει το υπουργείο οικονομικών ή άλλο υπουργείο κράτους μέλους, το οποίο είναι αρμόδιο για οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις εθνικές αρμοδιότητες, το οποίο έχει οριστεί σύμφωνα με το Άρθρο 3, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ∙

«αρχή ενοποιημένης εποπτείας» έχει την έννοια που του αποδίδει το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 41), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

«αρχή εξυγίανσης» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα∙

«αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους» σημαίνει την αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ∙

«αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου» σημαίνει –

(α) σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, την αρχή εξυγίανσης,

(β) σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, την αρχή εξυγίανσης του εν λόγω κράτους μέλους∙

«αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας» σημαίνει, κατά περίπτωση –

(α) την Κεντρική Τράπεζα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6(2)(ε) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, όπως διορθώθηκε,

(β) την αρχή σε κράτος μέλος στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου της 22ας Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την μακροπροληπτική εντολή των εθνικών αρχών (ΕΣΣΚ/2011/3)∙

«βασικοί επιχειρηματικοί τομείς» σημαίνει επιχειρηματικούς τομείς και συναφείς υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν ουσιώδεις πηγές εισοδήματος, κέρδους ή αξίας δικαιόχρησης για ένα ίδρυμα ή για έναν όμιλο του οποίου το ίδρυμα αποτελεί μέρος∙

«διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα» σημαίνει δράση βάσει νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της αφερεγγυότητας ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη, ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με τις δράσεις εξυγίανσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙

«διασυνοριακός όμιλος» σημαίνει όμιλο με οντότητες ομίλου εγκατεστημένες στη Δημοκρατία και σε κράτη μέλη∙

«δικαίωμα καταγγελίας» σημαίνει το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), αλληλοσυμψηφισμού (set-off) ή συμψηφισμού των υποχρεώσεων, ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει∙

«Διοικητικό Δικαστήριο» σημαίνει το δικαστήριο που ασκεί την εκ του Άρθρου 146 του Συντάγματος χορηγούμενη δικαιοδοσία∙

«διοικητικό όργανο» σημαίνει –

(α) αναφορικά με ΑΠΙ, το διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως του 2016 όπως τροποποιήθηκαν,

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ, το διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου,

(γ) αναφορικά με σχετικό πρόσωπο ή άλλη οντότητα ή φορέα, το όργανο ή τα όργανα του σχετικού  προσώπου ή της άλλης οντότητας ή του φορέα τα οποία ορίζονται δυνάμει της νομοθεσίας που διέπει τη σύσταση του σχετικού προσώπου ή της άλλης οντότητας ή του φορέα και τα οποία εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του σχετικού προσώπου ή της άλλης οντότητας ή του φορέα και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη λήψη των αποφάσεων από τη διεύθυνση και περιλαμβάνουν, στην περίπτωση σχετικού προσώπου ή άλλης οντότητας, τα πρόσωπα που πράγματι κατευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα∙

«δράση εξυγίανσης» σημαίνει –

(α) αναφορικά με καλυπτόμενο πρόσωπο, την απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 ή 100 ή την εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης ή την άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης,

(β) αναφορικά με οντότητα κράτους μέλους, την απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, ή την εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης ή την άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης∙

«ΕΑΑΕΣ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που θεσπίστηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010∙

«ΕΑΚΑΑ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που θεσπίστηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010∙

«ΕΑΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών που θεσπίστηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙

«ΕΕ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση∙

«ΕΚΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα∙

«έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη» σημαίνει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του Άρθρου 107, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή ενός ομίλου του οποίου το εν λόγω ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο αποτελεί μέρος∙

«ενδεδειγμένη αρχή κράτους μέλους» σημαίνει την αρχή κράτους μέλους, η οποία είναι αρμόδια βάσει του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 61 Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

«ενοποιημένη βάση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 48), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

«εξασφαλισμένη υποχρέωση» σημαίνει υποχρέωση όπου το δικαίωμα του πιστωτή για πληρωμή ή άλλης μορφής αντιστάθμισμα εξασφαλίζεται με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ενέχυρο ή εμπράγματο δικαίωμα, ή συμφωνίες παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πράξεις επαναγοράς και άλλες συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου∙

«εξουσία εξυγίανσης» σημαίνει –

(α) αναφορικά με εξυγίανση καλυπτόμενου προσώπου, την εξουσία που προβλέπεται στα άρθρα 65 έως 74,

(β) αναφορικά με εξυγίανση οντοτήτων κράτους μέλους ως μέρος εξυγίανσης ομίλου, την εξουσία που ορίζεται από τη σχετική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

«εξουσίες απομείωσης και μετατροπής» σημαίνει οποιαδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 65(1)(β)(v) έως (ix)·

«εξουσίες μεταβίβασης» σημαίνει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 65(1)(β)(iii) ή (iv) για τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων από ίδρυμα υπό εξυγίανση προς αποδέκτη·

«εξυγίανση» σημαίνει -

(α) σε περίπτωση καλυπτόμενου προσώπου, την εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης όπως ορίζονται στο άρθρο 41(2),

(β) σε περίπτωση οντότητας κράτους μέλους η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και αποτελεί μέρος ομίλου υπό εξυγίανση, την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης δυνάμει της οικείας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους·

«εξυγίανση ομίλου» σημαίνει οποιοδήποτε από τα εξής:

(α) την ανάληψη δράσης εξυγίανσης στο επίπεδο μητρικής επιχείρησης ή ιδρύματος που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία,

(β) το συντονισμό της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης και της άσκησης εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών, όσον αφορά τις οντότητες ομίλου που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης·

«επείγουσα στήριξη της ρευστότητας» σημαίνει την παροχή από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους χρήματος κεντρικής τράπεζας, ή οποιαδήποτε άλλη στήριξη που μπορεί να επιφέρει αύξηση του χρήματος κεντρικής τράπεζας, σε ένα φερέγγυο χρηματοδοτικό ίδρυμα ή έναν όμιλο φερέγγυων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζει προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, χωρίς η ενέργεια αυτή να εντάσσεται στη νομισματική πολιτική·

«επενδυτής» σημαίνει σε περίπτωση ΚΕΠΕΥ ή επιχείρηση επενδύσεων κράτους μέλους, τον επενδυτή κατά την έννοια της παραγράφου 2(1) της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη Συνέχιση της Λειτουργίας και τη Λειτουργία του Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών ΕΠΕΥ και κατά περίπτωση ΑΠΙ ή πιστωτικού ιδρύματος κράτους μέλους, τον επενδυτή κατά την έννοια του Κανονισμού 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών Κανονισμών του 2004 έως 2007·

«επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης» σημαίνει τα μέσα που πληρούν όλα τα κριτήρια που αναφέρονται στο Άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκτός από το Άρθρο 72β, παράγραφοι 3 έως 5 του εν λόγω Κανονισμού·

«επιλέξιμες καταθέσεις» έχει την έννοια που του αποδίδουν οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του  άρθρου 33 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«επιλέξιμες υποχρεώσεις» σημαίνει υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα οι οποίες πληρούν τους όρους του άρθρου 25Α ή 25Ε(3)(α) του παρόντος Νόμου και τα μέσα της κατηγορίας 2 που πληρούν τους όρους του Άρθρου 72α, παράγραφος 1, στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«επιχείρηση επενδύσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 22 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο Άρθρο 9, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034·

«εργάσιμη ημέρα» σημαίνει κάθε ημέρα εκτός Σαββάτου, Κυριακής ή αργίας, στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος κατά περίπτωση·

«ΕΣΣΚ» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που θεσπίστηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010∙

«εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» σημαίνει νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 52(2)·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της ΕΕ·

«θεσμικό σύστημα προστασίας» σημαίνει ρύθμιση που πληροί τις απαιτήσεις του Άρθρου 113, παράγραφος 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«θιγόμενος πιστωτής» σημαίνει πιστωτή του οποίου η απαίτηση αφορά υποχρέωση που μειώνεται ή μετατρέπεται σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, μέσω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής με χρήση του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα·

«θυγατρική» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 16) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 11, 20, 21, 22, 25 έως 29Α, 30 έως 34, 94 έως 97 του παρόντος Νόμου επί των ομίλων εξυγίανσης, ως ορίζονται στο παρόν άρθρο, περιλαμβάνει, όπου και όπως αρμόζει, πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα, τον ίδιο τον κεντρικό φορέα και τις αντίστοιχες θυγατρικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω όμιλοι εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρο 25Δ(3)·

«θυγατρικό ίδρυμα επιχείρησης τρίτης χώρας στην ΕΕ» σημαίνει ίδρυμα το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος και είναι θυγατρικό ιδρύματος τρίτης χώρας ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας·

«ίδια κεφάλαια» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 118), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«ίδρυμα» σημαίνει ΑΠΙ που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία ή ΚΕΠΕΥ που υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο άρθρο 10(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«ίδρυμα κράτους μέλους» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους ή επιχείρηση επενδύσεων κράτους μέλους η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που προβλέπεται στο Άρθρο 28, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

«ίδρυμα τρίτης χώρας» σημαίνει οντότητα της οποίας η κεντρική διοίκηση εδρεύει σε τρίτη χώρα και η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Δημοκρατίας, θα ενέπιπτε στον ορισμό του όρου ίδρυμα, και περιλαμβάνει ΑΠΙ που έχει συσταθεί σε τρίτη χώρα·

«ίδρυμα υπό εξυγίανση» ή «υπό εξυγίανση ίδρυμα» σημαίνει ίδρυμα, σχετικό πρόσωπο, ίδρυμα κράτους μέλους, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, για το οποίο ή την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

«καλυμμένο ομόλογο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 3, σημείο 1) της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 ή, όσον αφορά μέσο που εκδόθηκε πριν από την 8η Ιουλίου 2022, ομόλογο όπως αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(β)(ii) του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«καλυπτόμενες καταθέσεις» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«καλυπτόμενο πρόσωπο» σημαίνει οντότητα που υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3·

«κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις» σημαίνει τους κανόνες που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τα Άρθρα 107, 108 και 109 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ και με τους κανονισμούς και όλες τις πράξεις της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 108, παράγραφος 4, ή του Άρθρου 109 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ·

«κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας» σημαίνει –

(α) αναφορικά με ΣΠΙ, εκκαθάριση ή ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το Μέρος ΧΙΙΙ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου,

(β) αναφορικά με τράπεζα, εκκαθάριση ή ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το Μέρος ΧΙΙΙ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(γ) αναφορικά με τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης που έχει συσταθεί δυνάμει του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου, εκκαθάριση δυνάμει νόμου που ψηφίζεται για το σκοπό αυτό,

(δ) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ ή με σχετικό πρόσωπο, εκκαθάριση σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, όπως αυτός διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της ΕE με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2015/880 της Επιτροπής της 4ης Ιουνίου 2015·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008» σημαίνει την πράξη της ΕE με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)» ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ»∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2015/89/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014 περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων» ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 258/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 258/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014∙

«Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο» «Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014», ως διορθώθηκε·

«κατάθεση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των  Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας» σημαίνει -

(α) αναφορικά με ΑΠΙ ή σχετικό πρόσωπο το οποίο είναι θυγατρική ή μητρική επιχείρηση ΑΠΙ ή πιστωτικού ιδρύματος κράτους μέλους, οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32Γ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ ή σχετικό πρόσωπο το οποίο είναι θυγατρική ή μητρική επιχείρηση ΚΕΠΕΥ ή επενδυτικής εταιρείας κράτους μέλους, οποιαδήποτε περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 22(3) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την εποπτεία Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «CCP» από το Άρθρο 2, σημείο 1), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«κεντρικός φορέας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων·

«ΚΕΠΕΥ» σημαίνει επιχείρηση επενδύσεων που διέπεται από τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο.

«κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» σημαίνει το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 50 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία·

«κρίσιμες λειτουργίες» σημαίνει δραστηριότητες, υπηρεσίες ή λειτουργίες των οποίων η διακοπή ενδέχεται, στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος, να οδηγήσει σε διαταραχή της παροχής ζωτικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω του μεγέθους του ιδρύματος ή του ομίλου, του μεριδίου του στην αγορά, των εξωτερικών και εσωτερικών του διασυνδέσεων, της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών εργασιών του, ιδίως σε ότι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω εργασιών, υπηρεσιών ή λειτουργιών·

«μεικτή εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 22), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μέσα ιδιοκτησίας» σημαίνει μετοχές, άλλα μέσα που εκχωρούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, μέσα που είναι μετατρέψιμα σε ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, και μέσα που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

«μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» σημαίνει κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους του Άρθρου 28, παράγραφοι 1 έως 4, του Άρθρου 29, παράγραφοι 1 έως 5, ή του Άρθρου 31, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μέσα της κατηγορίας 2» σημαίνει κεφαλαιακά μέσα ή δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, που πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μεταβατικό ίδρυμα» σημαίνει νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 50(2)(α)·

«μέτοχοι» σημαίνει μέτοχοι ή κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

«μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα» σημαίνει μηχανισμό για την άσκηση, από την αρχή εξυγίανσης, των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 53·

«μέτρο διαχείρισης κρίσεων» σημαίνει δράση εξυγίανσης ή διορισμός ειδικού διαχειριστή  δυνάμει του άρθρου 46 ή ενός προσώπου δυνάμει του άρθρου 60(2) ή του άρθρου 74(1)·

«μέτρα έγκαιρης παρέμβασης» σημαίνει –

(α) αναφορικά με ΑΠΙ, μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 30Γ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου,

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ, μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 18 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016·

«μέτρο εξυγίανσης» σημαίνει –

(α) αναφορικά με εξυγίανση καλυπτόμενου προσώπου, μέτρο εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 45(3),

(β) αναφορικά με εξυγίανση οντοτήτων κράτους μέλους ως μέρος εξυγίανσης ομίλου, μέτρο εξυγίανσης όπως προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

«μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα» σημαίνει μηχανισμό για τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ιδρύματος υπό εξυγίανση, σε μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 50·

«μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» σημαίνει μηχανισμό για την πραγματοποίηση μεταβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 52·

«μέτρο πρόληψης κρίσεων» σημαίνει –

(α) την άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα  20 έως 22,

(β) την άσκηση εξουσιών απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31·

«μέτρο πώλησης εργασιών» σημαίνει μηχανισμό για την εκτέλεση της μεταβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση, σε έναν αποκτώντα που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 48·

«μητρική επιχείρηση» έχει την έννοια που του αποδίδει το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 15), στοιχείο α), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική επιχείρηση της ΕΕ» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ·

«μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα·

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 32), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία» σημαίνει οντότητα που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 32), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» έχει την έννοια που του αποδίδει το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 33), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» σημαίνει μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 30), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία» σημαίνει οντότητα που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 30), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» σημαίνει μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 31), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 28), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 28), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 29), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου» σημαίνει σχέδιο που καταρτίζεται για τους σκοπούς της εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 97, κατά περίπτωση·«μονάδα εξυγίανσης» σημαίνει τη μονάδα που προβλέπεται στο άρθρο 6·

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/59/ΕΕ·

«Οδηγία 2014/49/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων»·

«Οδηγία 2014/59/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου  2014 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012»·

«Οδηγία 2014/65/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014·

«Οδηγία 98/26/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών” όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2019/879·

«Οδηγία 2002/47/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2002 για τις συμφωνίες παροχής χρηµατοοικονοµικής ασφάλειας”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/59/ΕΕ·

«Οδηγία (ΕΕ) 2019/879» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ”·

«Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ», ως διορθώθηκε·

«Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ»·

«όμιλος» σημαίνει μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της·

«όμιλος εξυγίανσης» σημαίνει-

(α) οντότητα εξυγίανσης και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν-

(i) οντότητες εξυγίανσης οι ίδιες∙ ή

(ii) θυγατρικές άλλων οντοτήτων εξυγίανσης∙ ή

(iii) οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης και οι θυγατρικές τους∙ ή

(β) ΑΠΙ μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα και ο ίδιος ο κεντρικός φορέας όταν τουλάχιστον ένα από αυτά τα ΑΠΙ ή ο κεντρικός φορέας είναι οντότητα εξυγίανσης, καθώς και οι αντίστοιχες θυγατρικές τους·

«οντότητα εξυγίανσης» σημαίνει-

(α) νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην ΕΕ, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 12 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης ή την αρχή εξυγίανση κράτους μέλους ως οντότητα σε σχέση με την οποία το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει μέτρα εξυγίανσης∙ ή

(β) ίδρυμα ή ίδρυμα κράτους μέλους που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 27(6)(α) έως (γ) και (6δις) και 39(7) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 111 και 112 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για το οποίο το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 10 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ προβλέπει δράση εξυγίανσης·

«οντότητα του ομίλου» ή «οντότητα ομίλου» σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέρος ενός ομίλου·

«παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» ή «G-SII» σημαίνει ίδρυμα G-SII όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 133) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«παράγωγα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 2, σημείο 5, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«πιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους» σημαίνει οντότητα κράτους μέλους που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

«πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» σημαίνει πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως ορίζονται με βάση το κριτήριο του ετήσιου κύκλου εργασιών που αναφέρεται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος της πράξης της ΕΕ με τίτλο «Σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων·

«πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1» σημαίνει κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 52, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«προϋποθέσεις εξυγίανσης» σημαίνει –

(α) σε περίπτωση ιδρύματος, τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 42(1),

(β) σε περίπτωση σχετικού προσώπου, τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 43,

(γ) σε περίπτωση υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία, προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 100(2),

(δ) σε περίπτωση ιδρύματος κράτους μέλους ή οντότητας σε κράτος μέλος η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β), γ) ή δ), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 32, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

«ρυθμιζόμενη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21), της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

«σημαντική θυγατρική» έχει την έννοια που του αποδίδει το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 135) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«σημαντικό υποκατάστημα» σημαίνει –

(α) αναφορικά με υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος κράτους μέλους στη Δημοκρατία, υποκατάστημα που κρίνεται σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 27Ε ή  56(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(β) αναφορικά με υποκατάστημα επιχείρησης επενδύσεων κράτους μέλους στη Δημοκρατία η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο Άρθρο 28, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, υποκατάστημα που κρίνεται σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 131Β του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

(γ) αναφορικά με υποκατάστημα ιδρύματος σε κράτος μέλος, υποκατάστημα που κρίνεται σημαντικό σύμφωνα με το Άρθρο 51, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

«στόχοι εξυγίανσης» σημαίνει τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 41(2)·

«συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού» σημαίνει συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται εκατέρωθεν η μία με την άλλη·

«συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης με μεταβίβαση τίτλου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου·

«συμφωνία συμψηφισμού» σημαίνει συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting) βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση, όπως ή όπου ορίζεται-

(α) επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών ούτως ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητέες, ή

(β) λήγουν οι υποχρεώσεις των μερών,

και σε κάθε περίπτωση οι υποχρεώσεις των μερών μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή αντικαθίστανται από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών συμψηφισμού κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου, ή του συμψηφισμού κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου·

«συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφάλειας» έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτό τον όρο από το άρθρο 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και από την Οδηγία ΟΔ 144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ·

«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» ή «ΣΠΙ» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

«συντελεστής μετατροπής» σημαίνει συντελεστή που καθορίζει τον αριθμό των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στον οποίο μετατρέπεται μια υποχρέωση συγκεκριμένης κατηγορίας, με αναφορά είτε σε ένα μόνον μέσο της εν λόγω κατηγορίας είτε σε μια συγκεκριμένη μονάδα αξίας μιας χρεωστικής απαίτησης·

«σύστημα αποζημίωσης επενδυτών» σημαίνει -

(α) το ταμείο αποζημίωσης επενδυτών·

(β) σύστημα αποζημίωσης επενδυτών που έχει συσταθεί και αναγνωριστεί επίσημα από κράτος μέλος σύμφωνα με το Άρθρο 2 της Οδηγίας 97/9/ΕΚ·

«σύστημα εγγύησης των καταθέσεων» σημαίνει –

(α) το σύστημα εγγύησης καταθέσεων και εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων·

(β) σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που έχει συσταθεί και αναγνωριστεί επίσημα από κράτος μέλος σύμφωνα με το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

«σύστημα εγγύησης καταθέσεων και εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων» σημαίνει σύστημα εγγύησης καταθέσεων και εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων που θεσπίστηκε και λειτουργεί δυνάμει του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«συστημική κρίση» σημαίνει αποδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία∙ για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, όλες οι μορφές χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικές σε κάποιο βαθμό·

«σχέδιο ανάκαμψης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από –

(α) αναφορικά με αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου,

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ, το άρθρο 2 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016·

«σχέδιο εξυγίανσης» σημαίνει το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για ένα ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10·

«σχέδιο εξυγίανσης ομίλου» σημαίνει σχέδιο εξυγίανσης ενός ομίλου, που καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 11, 14 και 15·

«σχετικά κεφαλαιακά μέσα» σημαίνει πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2, για τους σκοπούς του Μέρους V και του Κεφαλαίου V του Μέρους VI·

«σχετική αρχή τρίτης χώρας» σημαίνει αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα της αρχής εξυγίανσης ή των αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·

«σχετικό μητρικό ίδρυμα» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος,  μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, για το οποίο ή την οποία εφαρμόζεται μέτρο  διάσωσης με ίδια μέσα·

«σχετικό πρόσωπο» σημαίνει οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 3(1)(β), (γ) ή (δ)·

«σώμα εξυγίανσης» σημαίνει σώμα που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 90 ή 91, για την εκτέλεση καθηκόντων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο·

«σώμα εποπτείας» σημαίνει σώμα εποπτών που συστήνεται σύμφωνα με το εδάφιο (11Α)  του άρθρου 39 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή με την παράγραφο 40 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, ανάλογα με την περίπτωση·

«Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και περιλαμβάνει το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών ΚΕΠΕΥ, το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών και το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών πελατών ΣΠΙ·

«Ταμείο Εξυγίανσης» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·«

υποκατάστημα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 17), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στην ΕΕ» σημαίνει υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που βρίσκεται στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·

«υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα» σημαίνει τις υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, δυνάμει του άρθρου 54(2) έως (5)·

«χρεωστικά μέσα», ως αναφέρονται στο άρθρο 65(1)(β)(vii) και (x), σημαίνει τις ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων·

«χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» ή «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» σημαίνει χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 20), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοοικονομικό ίδρυμα» ή «χρηματοδοτικό ίδρυμα» σημαίνει χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοπιστωτική σύμβαση» περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες συμβάσεις και συμφωνίες -

(α) συμβάσεις τίτλων, συμπεριλαμβανομένων -

(i) συμβάσεων αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός τίτλου, μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

(ii) δικαιωμάτων προαίρεσης επί ενός τίτλου ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

(iii) συναλλαγών πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγών αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου τίτλου, ομάδας ή δείκτη τίτλων,

(β) συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων-

(i) συμβάσεων αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων για μελλοντική παράδοση,

(ii) δικαιωμάτων προαίρεσης επί ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων,

(iii) συναλλαγών πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγών αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου βασικού εμπορεύματος, ομάδας ή δείκτη,

(γ) συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και προθεσμιακές συμβάσεις (forwards), συμπεριλαμβανομένων συμβάσεων, εκτός από σύμβαση βασικών εμπορευμάτων, για αγορά, πώληση ή μεταβίβαση, σε μελλοντική ημερομηνία, βασικού εμπορεύματος ή περιουσιακού στοιχείου κάθε άλλης φύσης, υπηρεσίας, δικαιώματος ή τόκου σε συγκεκριμένη τιμή,

(δ) συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), συμπεριλαμβανομένων -

(i) συμβάσεων ανταλλαγής και δικαιωμάτων προαίρεσης που σχετίζονται με επιτόκια, συμφωνίες άμεσης παράδοσης ή άλλες συμφωνίες συναλλάγματος, ανταλλαγή νομισμάτων, δείκτες μετοχών ή μετοχές, δείκτες χρέους ή χρέος, δείκτες βασικών εμπορευμάτων ή βασικά εμπορεύματα, το κλίμα, τις εκπομπές ρύπων ή τον πληθωρισμό,

(ii) συμβάσεων ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, πιστωτικών περιθωρίων ή πιστωτικού κινδύνου,

(iii) κάθε συμφωνίας ή συναλλαγής που είναι παρεμφερής με συμφωνία που αναφέρεται στα σημεία (i) ή (ii) και η οποία αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης στις αγορές συμβάσεων ανταλλαγής ή παραγώγων·

(ε) διατραπεζικές συμφωνίες δανεισμού με διάρκεια δανεισμού τρεις (3) μήνες κατ’ ανώτατο όριο·

(στ) γενικές συμφωνίες για οποιεσδήποτε από τις συμβάσεις, συμβόλαια ή συμφωνίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ε).

(2)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της ΕΕ σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(β) Οποιαδήποτε αναφορά σε διατάξεις της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε σχέση με λήψη απόφασης σώματος εξυγίανσης μεταξύ άλλων για τον καταρτισμό σχεδίων εξυγίανσης ομίλου, την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλου, τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, την απομείωση και μετατροπή κεφαλαιακών μέσων ομίλου και την εξυγίανση ομίλου, σημαίνει τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής ως μεταφέρονται στην οικεία νομοθεσία του σχετικού κράτους μέλους, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(3) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

Πεδίο εφαρμογής

3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στις ακόλουθες οντότητες:

(α) Ιδρύματα·

(β) χρηματοοικονομικά ιδρύματα εγκατεστημένα στη Δημοκρατία, όταν το χρηματοοικονομικό ίδρυμα είναι θυγατρική επιχείρηση ιδρύματος ή εταιρείας που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) ή (δ), και καλύπτεται από την εποπτεία της μητρικής επιχείρησης σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τα Άρθρα 6 έως 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(γ) χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές εταιρείες συμμετοχών, που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία·

(δ) μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στη Δημοκρατία και μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, εγκατεστημένες στη Δημοκρατία·

(ε) υποκαταστήματα ιδρυμάτων τρίτης χώρας στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα Νόμο.

(2) Η αρχή εξυγίανσης κατά την εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και κατά τη χρήση των διάφορων μέτρων και την άσκηση των εξουσιών που έχει στη διάθεσή της όσον αφορά τις οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), καθώς και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, λαμβάνει υπόψη τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη μετοχική δομή, τη νομική μορφή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος και το νομικό καθεστώς της οντότητας, τις διασυνδέσεις της με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, το εύρος, την πολυπλοκότητα των εργασιών της και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Κατά την εφαρμογή των απαιτήσεων, εξουσιών και ευχερειών που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και κατά τη χρήση μέτρων και την άσκηση εξουσιών που έχει στη διάθεσή της όσον αφορά ΣΠΙ συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τη σύνδεσή τους με τον κεντρικό φορέα.

(3) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται σε οντότητες που έχουν άδεια λειτουργίας κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΑΡΧΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Ευθύνη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αρχής εξυγίανσης

4.-(1) To διοικητικό συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας έχει την ευθύνη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αρχής εξυγίανσης σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014.

(2) Με την επιφύλαξη του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει την έγκριση του Υπουργού πριν εφαρμόσει αποφάσεις που έχουν άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο ή συστημικές συνέπειες.

Οργάνωση και λειτουργία της αρχής εξυγίανσης

5.(1)(α) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, ως διορθώθηκε.

(β) Όπου στο παρόν άρθρο γίνεται αναφορά σε μέλη, σημαίνει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας.

(2) Η αρχή εξυγίανσης συγκαλείται σε συνεδρίαση -

(α) Από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας με γραπτή πρόσκληση που αποστέλλεται στα μέλη δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρίαση ημερομηνία ή, σε περίπτωση προσωρινής απουσίας του Διοικητή ή πρόσκαιρου κωλύματος του, μετά από κοινή απόφαση των δύο (2) εκτελεστικών συμβούλων της Κεντρικής Τράπεζας που διορίζονται δυνάμει του άρθρου 13 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου:

Νοείται ότι, η αποστολή της πρόσκλησης με ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανομένου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλεομοιότυπου θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην πρόσκληση αναγράφονται με σαφήνεια τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε έκτακτες, κατά την κρίση του Διοικητή, περιπτώσεις, συνεδρίαση της αρχής εξυγίανσης συγκαλείται μετά από προφορική ή γραπτή πρόσκληση που κοινοποιείται από το Διοικητή στα μέλη το συντομότερο δυνατό και, εν πάση περιπτώσει, πριν από τον καθορισμένο για τη συνεδρίαση χρόνο.

(β) από δύο (2) μέλη με αιτιολογημένη αίτησή τους προς το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση προσωρινής απουσίας του Διοικητή ή πρόσκαιρου κωλύματος του, προς τους εκτελεστικούς συμβούλους, στην οποία καθορίζονται τα θέματα για τα οποία ζητείται η σύγκληση της συνεδρίασης:

Νοείται ότι, ο Διοικητής ή οι εκτελεστικοί σύμβουλοι, ανάλογα με την περίπτωση, υποχρεούνται να συγκαλέσουν συνεδρίαση εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών.

(3) Οι συνεδριάσεις της αρχής εξυγίανσης δύνανται να πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης της τηλεδιάσκεψης ή άλλων οπτικοακουστικών μέσων.

(4) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας προεδρεύει των συνεδριάσεων της αρχής εξυγίανσης και σε περίπτωση απουσίας ή άλλου κωλύματος του προέδρου, τα παρόντα στη συνεδρίαση μέλη εκλέγουν μεταξύ τους τον προεδρεύοντα της συνεδρίασης.

(5) (α) Πέντε (5) μέλη συνιστούν απαρτία σε κάθε συνεδρίαση:

Νοείται ότι, για σκοπούς απαρτίας θεωρείται ότι είναι παρόντες και όσα μέλη λαμβάνουν μέρος στη συνεδρίαση μέσω ηλεκτρονικών ή οπτικοακουστικών μέσων, περιλαμβανομένης και τηλεδιάσκεψης.

(β) Οι αποφάσεις της αρχής εξυγίανσης, δυνάμει του παρόντος Νόμου, λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προεδρεύοντα της συνεδρίασης.

(γ) Οι αποφάσεις της αρχής εξυγίανσης συνεκτιμούν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των αποφάσεων σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα και ο όμιλος και ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα εν λόγω κράτη μέλη.

(6)(α) Χρέη γραμματέα της αρχής εξυγίανσης εκτελεί ο προϊστάμενος της μονάδας εξυγίανσης ή άλλο πρόσωπο από τη μονάδα εξυγίανσης εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό από την αρχή εξυγίανσης.

(β) Τα πρακτικά των συνεδριάσεων τηρούνται εμπιστευτικά, εκτός εάν αποφασισθεί διαφορετικά από την αρχή εξυγίανσης.

(7) Η κατάργηση ή η χηρεία της θέσης οποιουδήποτε μέλους δεν επηρεάζει την εγκυρότητα οποιουδήποτε διατάγματος, πράξης, απόφασης ή εργασίας της αρχής εξυγίανσης.

Μονάδα εξυγίανσης

6.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα συστήνει μονάδα εξυγίανσης, με κύρια αρμοδιότητα την παροχή στήριξης στο Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, σε σχέση με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αρχής εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της μονάδας εξυγίανσης είναι, μεταξύ άλλων –

(α) Η σύνταξη και επικαιροποίηση των σχεδίων εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο Ι του Μέρους ΙΙΙ· και

(β) η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο ΙΙ του Μέρους ΙΙΙ· και

(γ) η παροχή τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης για –

(i) τη διαπίστωση εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης σε καλυπτόμενο πρόσωπο·

(ii) τη λήψη απόφασης σχετικά με το βαθμό απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων δυνάμει του Μέρους V, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων ιδρύματος ή σχετικού προσώπου·

(iii) τη λήψη απόφασης για την επιλογή της δράσης εξυγίανσης, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης· και

(δ) η διενέργεια επιτόπιων ελέγχων· και

(ε) η διενέργεια προσωρινής αποτίμησης σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 47· και

(στ) η παρακολούθηση της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σε καλυπτόμενο πρόσωπο και η αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή· και

(ζ) η συμμετοχή σε ομάδες εργασίας, επιτροπές και συμβούλια που συστήνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αφορούν θέματα σχετικά με την εξυγίανση καλυπτόμενων προσώπων· και

(η) η εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων καθηκόντων ανατεθούν στη μονάδα εξυγίανσης από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.

(3)(α) Η μονάδα εξυγίανσης αναφέρεται απευθείας στο Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και στελεχώνεται από προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα υιοθετεί και δημοσιοποιεί κάθε αναγκαίο σχετικό εσωτερικό κανονισμό, προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της μονάδας εξυγίανσης και των λειτουργιών εποπτείας αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλων λειτουργιών της Κεντρικής Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διάφορων λειτουργικών τομέων.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι η μονάδα εξυγίανσης διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη, πόρους και επιχειρησιακή ικανότητα για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της.

Εξουσία έκδοσης οδηγιών και διαταγμάτων

7.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης, για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου καθώς και για την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων και εξουσιών της, δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες ή διατάγματα, τα οποία γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει.

(β)  Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες, διατάγματα ή εγκυκλίους για σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού (EE) αριθ. 806/2014.

(1Α)(α) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), η αρχή εξυγίανσης δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες, διατάγματα ή εγκυκλίους για την ακολουθία απομείωσης ή μετατροπής υποχρεώσεων στις περιπτώσεις πιστωτών με πολλαπλές υποχρεώσεις με την ίδια σειρά προτεραιότητας.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει κανόνες, οι οποίοι κατ’ ελάχιστον-

(i) λαμβάνουν υπόψη την αρχή της μη επιδείνωσης της οικονομικής θέσης του πιστωτή κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44Α, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης και ειδικότερα η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τους κανόνες που εφαρμόζονται στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, καθώς και τη διαδικασία υπολογισμού της αποζημίωσης εγγυημένης κατάθεσης δυνάμει των διατάξεων του περί Συστήματος Εγγύησης των Κατάθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών· και

(ii) συμβάλλουν στην καλύτερη επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.

(2) Οι εκδιδόμενες οδηγίες και εγκύκλιοι της αρχής εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τη διεθνή πρακτική και τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ.

Εξουσία ανάκτησης εξόδων και δαπανών

8. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί όπως τα ιδρύματα καταβάλλουν σε αυτή όλα τα λειτουργικά έξοδα και δαπάνες που σχετίζονται με την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων και εξουσιών της, όπως -

(α) Διοικητικές και λειτουργικές δαπάνες·

(β) έξοδα για νομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες·

(γ) έξοδα ανάθεσης εργασιών σε τρίτους.

Συνεργασία με την ΕΑΤ

9.-(1) Η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(2) Η αρχή εξυγίανσης παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου η τελευταία να επιτελεί το έργο της σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι-ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Σχέδια εξυγίανσης

10.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών σε κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για κάθε ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου υποκείμενο σε ενοποιημένη εποπτεία, σύμφωνα με τα Άρθρα 111 και 112 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, το άρθρο 27(6) και (6δις) και το άρθρο 39 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή τις παραγράφους 11 και 12 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά περίπτωση.

(β) Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις ενέργειες εξυγίανσης στις οποίες είναι δυνατό να προβεί η αρχή εξυγίανσης, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης θέτει σε γνώση του σχετικού ιδρύματος τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7).

(2) Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης εντοπίζει οποιαδήποτε σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και, όπου είναι αναγκαίο και αναλογικό, επισημαίνει τις σχετικές δράσεις μέσω των οποίων τα εμπόδια αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν, σύμφωνα με το Κεφάλαιο II του παρόντος Μέρους.

(3)(α) Το σχέδιο εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη σχετικά σενάρια, μεταξύ των οποίων και την περίπτωση ότι η αφερεγγυότητα του ιδρύματος ενδέχεται να είναι ιδιοσυγκρασιακή ή να εμφανίζεται σε μια περίοδο ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος.

(β) Το σχέδιο εξυγίανσης δεν προβλέπει τα ακόλουθα:

(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης·

(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους∙

(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(4) Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει ανάλυση του τρόπου και του χρόνου που ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν η Κεντρική Τράπεζα και κεντρικές τράπεζες κρατών μελών, και προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφάλιση.

(5) H αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα να τη βοηθούν στην κατάρτιση και την επικαιροποίηση των σχεδίων εξυγίανσης.

(6)(α) Τα σχέδια εξυγίανσης επανεξετάζονται, και επικαιροποιούνται κατά περίπτωση, τουλάχιστον ετησίως και έπειτα από κάθε ουσιαστική μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος ή στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του θέση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του σχεδίου ή κατ’ άλλο τρόπο επιβάλλει αναθεώρηση του σχεδίου εξυγίανσης.

(β) Για τον σκοπό της αναθεώρησης ή επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο (α), τα ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν αμέσως στην αρχή εξυγίανσης οποιαδήποτε αλλαγή η οποία καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση ή επικαιροποίηση.

(γ) Η επανεξέταση, σύμφωνα με την παράγραφο (α), διενεργείται μετά την εφαρμογή των δράσεων εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α).

(δ) Κατά τον ορισμό των προθεσμιών που αναφέρονται στις παραγράφους (ιε) και (ιστ) του εδαφίου (7), όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (γ), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την προθεσμία συμμόρφωσης με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30τρις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 63 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου.

(7) Με την επιφύλαξη του άρθρου 12, στο σχέδιο εξυγίανσης παρουσιάζονται επιλογές για την εφαρμογή στο ίδρυμα των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στο Μέρος VI. Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει, προσδιορίζοντας ποσοτικά όταν αυτό ενδείκνυται και είναι εφικτό, τα εξής στοιχεία:

(α) Σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου εξυγίανσης·

(β) σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα, οι οποίες έχουν επέλθει μετά την υποβολή των πλέον πρόσφατων πληροφοριών σχετικά με την εξυγίανση·

(γ) παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς, στον αναγκαίο βαθμό, από άλλες λειτουργίες, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ιδρύματος·

(δ) εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου εξυγίανσης·

(ε) λεπτομερή περιγραφή της αξιολόγησης ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης, που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και με το άρθρο 18·

(στ) περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 20 για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται κατόπιν της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 18·

(ζ) περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών, των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος·

(η) λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 είναι επικαιροποιημένες και στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης, ανά πάσα στιγμή·

(θ) αιτιολόγηση, από την αρχή εξυγίανσης, του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι επιλογές εξυγίανσης, χωρίς την προηγούμενη λήψη -

(i) οποιασδήποτε έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, πέραν της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης, ή

(ii) οποιασδήποτε επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

(iii) οποιασδήποτε στήριξης της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου·

(ι) λεπτομερή περιγραφή των διαφόρων στρατηγικών εξυγίανσης οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τα διάφορα πιθανά σενάρια, καθώς και τα εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση χρονοδιαγράμματα·

(ια) περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων·

(ιβ) περιγραφή των επιλογών για τη διατήρηση της πρόσβασης σε υπηρεσίες πληρωμών και εκκαθάρισης και άλλων υποδομών και αξιολόγηση της δυνατότητας μεταφοράς των θέσεων πελατών·

(ιγ) ανάλυση του αντίκτυπου που θα έχει το σχέδιο στους υπαλλήλους του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης των συναφών δαπανών, και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη την κείμενη νομοθεσία·

(ιδ) σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα ενημέρωσης και με το κοινό·

(ιε) τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Δ και 25Ε καθώς και προθεσμία επίτευξης του εν λόγω επιπέδου, σύμφωνα με το άρθρο 29Α·

(ιστ) στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το άρθρο 25Α(4), (5) και (7), χρονοδιάγραμμα για συμμόρφωση της οντότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 29Α·

(ιζ) περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του ιδρύματος·

(ιη) κατά περίπτωση, οποιαδήποτε γνώμη διατυπώνεται από το ίδρυμα σε σχέση με το σχέδιο εξυγίανσης.

Σχέδια εξυγίανσης ομίλου

11.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει σχέδια εξυγίανσης ομίλου-

(i) ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών∙ ή

(ii) ως η αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών άλλων θυγατρικών του ομίλου,

μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που το ζήτημα αφορά σημαντικό υποκατάστημα.

(β) Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου προσδιορίζει μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά-

(i) τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ·

(ii) τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και που είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ·

(iii) οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3(γ) ή (δ) του παρόντος Νόμου ή οντότητες σε κράτη μέλη που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο γ) ή δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

(iv) με την επιφύλαξη του Μέρους ΙΧ του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Τίτλου VI της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και είναι εγκατεστημένες εκτός ΕΕ.

(γ) Σύμφωνα με τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και (β), το σχέδιο εξυγίανσης προσδιορίζει για κάθε όμιλο τις οντότητες εξυγίανσης και τους ομίλους εξυγίανσης.

(2) Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καταρτίζεται βάσει πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 13.

(3) Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου -

(α) Παρουσιάζει τις δράσεις εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν για τις οντότητες εξυγίανσης στα σενάρια που αναφέρονται στο άρθρο 10(3) του παρόντος Νόμου και τις επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης σε σχέση με τα σχετικά πρόσωπα και άλλες οντότητες του ομίλου που αναφέρονται στο Άρθρο 1, στοιχεία β), γ) και δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τη μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά ιδρύματα στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος·

(α1) όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης, παρουσιάζει δράσεις εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης κάθε ομίλου εξυγίανσης και τις επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων ως προς-

(i) τις άλλες οντότητες του ομίλου που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης· και

(ii) τους άλλους ομίλους εξυγίανσης· και

(β) εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα μέτρα εξυγίανσης μπορούν να εφαρμοστούν και οι εξουσίες εξυγίανσης να ασκηθούν, κατά συντονισμένο τρόπο, σε οντότητες εξυγίανσης που είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διευκόλυνση της εξαγοράς ολόκληρου του ομίλου από τρίτο μέρος, ή της εξαγοράς χωριστών επιχειρηματικών τομέων ή εργασιών που διενεργούνται από μια σειρά οντοτήτων του ομίλου, ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, ή ομίλων εξυγίανσης και προσδιορίζει οποιαδήποτε δυνητικά εμπόδια σε μια συντονισμένη εξυγίανση· και

(γ) προσδιορίζει, όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει οντότητες που έχουν συσταθεί σε τρίτες χώρες, τις κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας και συντονισμού με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών καθώς και τις συνέπειες για την εξυγίανση εντός της ΕΕ· και

(δ) προσδιορίζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του νομικού και οικονομικού διαχωρισμού συγκεκριμένων λειτουργιών ή επιχειρηματικών τομέων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης του ομίλου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση· και

(ε) προσδιορίζει οποιεσδήποτε επιπλέον δράσεις, οι οποίες δεν αναφέρονται στον παρόντα Νόμο ή στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ και τις οποίες η αρχή εξυγίανσης και οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών σκοπεύουν να αναλάβουν, σε σχέση με τις οντότητες εντός κάθε ομίλου εξυγίανσης· και

(στ) προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι δράσεις εξυγίανσης του ομίλου και, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν προσφυγή στο Ταμείο Εξυγίανσης και σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών, θέτει τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης για την εν λόγω χρηματοδότηση μεταξύ του Ταμείου Εξυγίανσης και των εν λόγω χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης κρατών μελών∙ οι εν λόγω αρχές βασίζονται σε δίκαια και ισορροπημένα κριτήρια και λαμβάνουν ειδικότερα υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 104 και την επίπτωση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη:

Νοείται ότι, το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου δεν προϋποθέτει κανένα από τα ακόλουθα:

(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, πέραν της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης·

(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, ή

(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(4) Στο σχέδιο εξυγίανσης ομίλου περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 19 η οποία αξιολόγηση διεξάγεται, δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την ενημέρωση των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(5) Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου δεν έχει δυσανάλογα μεγάλο αντίκτυπο στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος.

Ετοιμασία απλουστευμένων σχεδίων εξυγίανσης για ορισμένα ιδρύματα

12.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίζει την εφαρμογή απλουστευμένων απαιτήσεων σε σχέση με -

(i) Το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων εξυγίανσης που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 11·

(ii) την καταληκτική ημερομηνία για την κατάρτιση των πρώτων σχεδίων εξυγίανσης και τη συχνότητα επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 10(6) και στο άρθρο 14(4) ή στο άρθρο 15(4), κατά περίπτωση·

(iii) το περιεχόμενο και τα επιμέρους στοιχεία των πληροφοριών που απαιτούνται από τα ιδρύματα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 11(2) και 13(1)·

(iv) το εύρος των λεπτομερειών για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 18 και 19:

(β) Για σκοπούς της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη –

(i) Τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η αφερεγγυότητα του ιδρύματος λόγω της φύσης των επιχειρηματικών του εργασιών, της μετοχικής δομής του, της νομικής μορφής, του προφίλ κινδύνου, του μεγέθους και του νομικού καθεστώτος του, της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, του εύρους και της πολυπλοκότητας των εργασιών του, και

(ii) σε περίπτωση ΣΠΙ, τη σύνδεσή του με τον κεντρικό φορέα, και

(iii) κατά πόσο η αφερεγγυότητά του ιδρύματος και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία.

(2) Η αρχή εξυγίανσης πραγματοποιεί την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) έπειτα από διαβούλευση, όποτε ενδείκνυται, με την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

(3) H αρχή εξυγίανσης δύναται ανά πάσα στιγμή να εφαρμόσει πλήρεις, μη απλουστευμένες απαιτήσεις για το καταρτισμό σχεδίων εξυγίανσης εάν οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που δικαιολογούσαν τις απλουστευμένες απαιτήσεις έχει πάψει να υφίσταται.

(4) Η εφαρμογή απλουστευμένων απαιτήσεων δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης να λαμβάνει μέτρα πρόληψης κρίσεων ή μέτρα διαχείρισης κρίσεων.

(5) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (6) και (7), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίζει το μη καταρτισμό και τη μη διατήρηση σχεδίου εξυγίανσης ΣΠΙ συνδεδεμένο με κεντρικό φορέα.

(6)(α) Όταν η αρχή εξυγίανσης λάβει απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (5), οι απαιτήσεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στον κεντρικό φορέα και στα ΣΠΙ που συνδέονται με αυτόν.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), κάθε αναφορά σε όμιλο που γίνεται στο παρόν Κεφάλαιο περιλαμβάνει τον κεντρικό φορέα και τα ΣΠΙ που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις θυγατρικές τους, και κάθε αναφορά σε μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία περιλαμβάνει και τον κεντρικό φορέα, σύμφωνα με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο.

(7) Τα ιδρύματα που τελούν υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 6, παράγραφος 4, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, υπόκεινται σε χωριστά σχέδια εξυγίανσης.

(8) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την ΕΑΤ για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζει τα εδάφια (1), (4), (5) και (6).

Πληροφορίες για τους σκοπούς των σχεδίων εξυγίανσης και συνεργασία ιδρυμάτων και αρμόδιας αρχής, με την αρχή εξυγίανσης

13.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα με ειδική ή γενική οδηγία –

(α) Να συνεργάζονται όσο χρειάζεται κατά την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης·

(β) να παρέχουν, είτε άμεσα είτε μέσω της αρμόδιας αρχής, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίων εξυγίανσης.

(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται -

(α) Να απαιτεί με οδηγία από τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα να τηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη∙

(β) να θέτει προθεσμία εντός της οποίας τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα οφείλουν να είναι σε θέση να παρουσιάσουν τα εν λόγω αρχεία∙

(γ) να αποφασίζει διαφορετικές προθεσμίες για διαφορετικά είδη χρηματοπιστωτικών συμβάσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2.

(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και βρίσκονται στην κατοχή της αρμόδιας αρχής.

(β) Για το σκοπό της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή για την επαλήθευση της διαθεσιμότητας των σχετικών πληροφοριών.

(4)(α) Η αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, το Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων, το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν όλα τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες που απαιτούνται για την κατάρτιση και ενημέρωση σχεδίων εξυγίανσης, καθώς και την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος ΙΙ.

(β) Το άρθρο 85 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία αναφορικά με την υποβολή πληροφοριών κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α).

Απαιτήσεις και διαδικασία για την ετοιμασία σχεδίων εξυγίανσης ομίλου από την αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

14.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις απαιτήσεις και τη διαδικασία ετοιμασίας σχεδίων εξυγίανσης ομίλου σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2)(α) Οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σύμφωνα με το άρθρο 13:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία διασφαλίζει την υποβολή των εν λόγω πληροφοριών στην αρχή εξυγίανσης.

(β) Οι πληροφορίες που υποβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (α) αφορούν τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3(1)(γ) και (δ) και των χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών εταιρειών συμμετοχών, μητρικών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και μητρικών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε κράτη μέλη.

(γ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και με την επιφύλαξη της παραγράφου (στ), η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο -

(i) Στην ΕΑΤ· και

(ii) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών· και

(iii) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα· και

(iv) στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 39(8), (10), (11) και (11Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στις παραγράφους 39 και 40 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά περίπτωση· και

(v) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένες χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές εταιρείες συμμετοχών, μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών.

(δ) Οι παρεχόμενες δυνάμει του παρόντος εδαφίου πληροφορίες προς τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών και τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών των θυγατρικών, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και τις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 39(8), (10), (11) και (11Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου όπως τροποποιήθηκαν ή στις παραγράφους 39 και 40 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά περίπτωση, περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη θυγατρική ή το σημαντικό υποκατάστημα.

(ε) Οι παρεχόμενες δυνάμει του παρόντος εδαφίου πληροφορίες προς την ΕΑΤ περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετική με τον ρόλο της ΕΑΤ όσον αφορά τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου.

(στ) Στην περίπτωση πληροφοριών σχετικά με θυγατρικές σε τρίτη χώρα, η αρχή εξυγίανσης δεν είναι υποχρεωμένη να διαβιβάζει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο, χωρίς τη συναίνεση των σχετικών αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας.

(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει και διατηρεί σχέδια εξυγίανσης ομίλου, ενεργώντας από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, εφόσον έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 102 του παρόντος Νόμου, να ζητήσει τη συμμετοχή στην κατάρτιση και στη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου των σχετικών αρχών τρίτων χωρών υπεύθυνων για διαδικασίες εξυγίανσης στις εν λόγω τρίτες χώρες, σε περίπτωση που ο όμιλος έχει εγκατεστημένες θυγατρικές ή χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σημαντικά υποκαταστήματα, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 56 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στο άρθρο 131Β του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, κατά περίπτωση.

(4) Τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται κατ’ ελάχιστον ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.

(5)(α) Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών.

(α1) Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης, ο σχεδιασμός των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 11(3)(α1) συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.

(β) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2).

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί τη βοήθεια της ΕΑΤ για να βοηθήσει στην κατάληξη κοινής συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών ως προβλέπεται στο εδάφιο (5), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου.

(β) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στη παράγραφο (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τη γνώμη και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι επιχείρηση εγκατεστημένη εκτός της Δημοκρατίας, η αρχή εξυγίανσης δύναται να διαβιβάζει την απόφαση στην εν λόγω μητρική επιχείρηση μέσω του μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στη Δημοκρατία.

(δ) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την απόφαση που η ΕΑΤ δυνατόν να λάβει σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ και η περίοδος των τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού, κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την απόφασή της.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5), η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται μεμονωμένα από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους η οποία διαφωνεί με το προτεινόμενο από την αρχή εξυγίανσης σχέδιο εξυγίανσης ομίλου.

(β) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010 και η περίοδος τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει τις αποφάσεις της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους της θυγατρικής.

(8) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο του εδαφίου (7), σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.

(9) Η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει ως οριστικές τις κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) και (8) και τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (6) και (7).

(10) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση και αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους ζητά τη βοήθεια της ΕΑΤ για την επίτευξη συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, λόγω διαφωνίας είτε με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης ομίλου είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής σε άλλο κράτος μέλος που καταρτίζεται από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω θυγατρικής, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ εάν εκτιμά ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας.

(11) Σε περίπτωση που λαμβάνονται κοινές αποφάσεις σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (8) και που είτε η αρχή εξυγίανσης εκτιμά δυνάμει του εδαφίου (10) ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας είτε της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους εκτιμά στο πλαίσιο του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης δρομολογεί την επαναξιολόγηση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Απαιτήσεις και διαδικασία για την ετοιμασία σχεδίων εξυγίανσης ομίλου όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

15.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις απαιτήσεις και τη διαδικασία της ετοιμασίας σχεδίων εξυγίανσης ομίλου σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν από την εν λόγω αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το Άρθρο 11 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(β) Οι πληροφορίες που υποβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (α) αφορούν τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3(1)(γ) και (δ) και των χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών εταιρειών συμμετοχών, μητρικών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και μητρικών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε κράτη μέλη.

(3) Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει και διατηρεί σχέδια εξυγίανσης ομίλου, ενεργώντας από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

(4) Τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται κατ’ ελάχιστον ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.

(5)(α) Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε περίπτωση που είναι αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των υπόλοιπων θυγατρικών:

Νοείται ότι, στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης συμμετέχει στο σώμα εξυγίανσης υπό την ιδιότητά της ως αρχή εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης ή σημαντικού υποκαταστήματος ιδρύματος κράτους μέλους, δεν συμμετέχει στην έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος εδαφίου.

(α1) Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης, ο σχεδιασμός των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 11(3)(α1) συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.

(β) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία λήψης, από την αρχή εξυγίανσης, των πληροφοριών που διαβιβάζονται από την μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δυνάμει του Άρθρου 11 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί τη βοήθεια της ΕΑΤ για να βοηθήσει στη κατάληξη κοινής συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (5), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου.

(β) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010 και η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, η αρχή εξυγίανσης, όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, λαμβάνει τη δική της απόφαση και, όπου αρμόζει, προσδιορίζει την οντότητα εξυγίανσης και καταρτίζει και διατηρεί χωριστό σχέδιο εξυγίανσης για τον όμιλο εξυγίανσης, ο οποίος αποτελείται από οντότητες υπό τη δικαιοδοσία της.

(β) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη, αναφέρει τους λόγους διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των αρμόδιων αρχών και αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (α) στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης.

(δ) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την απόφαση που η ΕΑΤ δυνατόν να λάβει σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ και η περίοδος τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την απόφασή της.

(8) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών και η αρχή εξυγίανσης, όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, δεν διαφωνεί στο πλαίσιο του εδαφίου (7), δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που ούτε αυτές έχουν διαφωνήσει, σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό την δικαιοδοσία τους.

(9) Η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει ως οριστικές και εφαρμόζει τις κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) και (8) και τις κοινές ή μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνονται από αρχές εξυγίανσης σε περίπτωση που διαφωνεί κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (6) και (7).

(10) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση και αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους λόγω διαφωνίας είτε με το προτεινόμενο από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής στη Δημοκρατία που καταρτίζει η αρχή εξυγίανσης, είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής σε άλλο κράτος μέλος που καταρτίζεται από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω θυγατρικής, ζητά τη βοήθεια της ΕΑΤ για την επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ.

Συμμετοχή αρχής εξυγίανσης στην ετοιμασία σχεδίων εξυγίανσης ιδρύματος κράτους μέλους με υποκατάστημα στη Δημοκρατία

16. Η αρχή εξυγίανσης διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τον καταρτισμό σχεδίου εξυγίανσης ιδρύματος στο εν λόγω κράτος μέλος με σημαντικό υποκατάστημα στη Δημοκρατία.

Διαβίβαση σχεδίων εξυγίανσης στις αρμόδιες αρχές

17.-(1) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις αρμόδιες αρχές.

(2) Η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ-ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων

18.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ένα ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης·

(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους·

(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(β) Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί, εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο η αρχή εξυγίανσης είτε να το εκκαθαρίσει στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να το εξυγιάνει, εφαρμόζοντας στο ίδρυμα τα διάφορα μέτρα και εξουσίες εξυγίανσης, μειώνοντας παράλληλα στον ελάχιστο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή συνέπεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δημοκρατίας, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος, ή άλλων κρατών μελών ή της ΕΕ, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από το ίδρυμα.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που κάποιο ίδρυμα θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

(2) Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) Το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι σε θέση να καταγράψει βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες σε νομικά πρόσωπα·

(β) το βαθμό στον οποίο ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες·

(γ) το βαθμό στον οποίο προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

(δ) την ύπαρξη και την αρτιότητα των συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών·

(ε) το βαθμό στον οποίο οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών τις οποίες διατηρεί το ίδρυμα είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσης του ιδρύματος·

(στ) το βαθμό στον οποίο η δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος επαρκεί για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος όσον αφορά τις συμφωνίες του για το επίπεδο υπηρεσιών·

(ζ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα διαθέτει διαδικασία για τη μεταβίβαση των υπηρεσιών που παρέχονται βάσει συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών σε τρίτα μέρη, σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων·

(η) το βαθμό στον οποίο προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού·

(θ) την επάρκεια των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για τη διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώσουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία λήψη αποφάσεων·

(ι) τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες·

(ια) τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

(ιβ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο το θιγόμενο ίδρυμα όσο και το νέο ίδρυμα, σε περίπτωση που οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς·

(ιγ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει καθιερώσει κατάλληλες διαδικασίες για τη διασφάλιση ότι παρέχει στην αρχή εξυγίανσης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό των καταθετών και των ποσών που καλύπτονται από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων·

(ιδ) κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν τα μέτρα εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων μέτρων εξυγίανσης και της δομής του ιδρύματος·

(ιε) την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των μέτρων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους πιστωτές, τους αντισυμβαλλόμενους, τους πελάτες και τους εργαζόμενους ·

(ιστ) το βαθμό στον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης του ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών·

(ιζ) το βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία·

(ιη) το βαθμό στον οποίο, με την εφαρμογή των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση σε άλλα ιδρύματα ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(ιθ) το βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.

(3) Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται από την αρχή εξυγίανσης ταυτόχρονα και για τους σκοπούς κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10.

(4) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εξετάσει το σχέδιο ανάκαμψης ιδρύματος που παρέχεται από αρμόδια αρχή, προκειμένου να προσδιορίσει δράσεις περιλαμβανόμενες στο σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος και να υποβάλει συστάσεις στην αρμόδια αρχή σχετικά με τα θέματα αυτά.

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων

19.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης είτε ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών είτε ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου, και μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών των θυγατρικών, καθώς και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο όμιλος είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης και των σχετικών ρυθμίσεων χρηματοδότησης εξυγίανσης κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 104·

(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους·

(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(β) Όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο για τις αρχές εξυγίανσης είτε να εκκαθαρίσουν τις οντότητες του ομίλου στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να εξυγιάνουν  τον εν λόγω όμιλο, με την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης επί, και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά, οντοτήτων εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου, αποφεύγοντας παράλληλα στο μέγιστο δυνατό βαθμό οποιεσδήποτε σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για τα χρηματοπιστωτικά συστήματα της Δημοκρατίας και των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι οντότητες του ομίλου ή τα υποκαταστήματα, ή άλλων κρατών μελών ή της ΕΕ, ακόμη και σε ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια ή γεγονότα που αφορούν το σύνολο του συστήματος, με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από τις εν λόγω οντότητες του ομίλου, είτε διότι αυτές μπορούν να διαχωριστούν εύκολα και εγκαίρως είτε με άλλα μέσα.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ενημερώνει εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που όμιλος θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

(δ) Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου εξετάζεται από τα σώματα εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 90 ή 91, κατά περίπτωση.

(2)(α) Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(i) Τα θέματα που προβλέπονται στο άρθρο 18(2)·

(ii) σε περίπτωση που ο όμιλος χρησιμοποιεί ενδοομιλικές εγγυήσεις, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω εγγυήσεις παρέχονται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω εγγυήσεις·

(iii) σε περίπτωση που ο όμιλος προβαίνει σε συναλλαγές αντιστήριξης, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω συναλλαγές εκτελούνται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω συναλλακτικές πρακτικές·

(iv) το βαθμό στον οποίο η χρήση ενδοομιλικών εγγυήσεων ή η εγγραφή συναλλαγών αντιστήριξης αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο·

(v) το βαθμό στον οποίο η νομική δομή του ομίλου καθιστά απαγορευτική τη χρήση των μέτρων εξυγίανσης, λόγω του αριθμού των νομικών προσώπων, της πολυπλοκότητας της δομής του ομίλου ή της δυσκολίας ευθυγράμμισης των επιχειρηματικών τομέων με τις οντότητες του ομίλου·

(vi) τον αριθμό και το είδος των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα, του ομίλου·

(vii) σε περίπτωση που η αξιολόγηση αφορά μεικτή εταιρεία συμμετοχών, τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση των οντοτήτων του ομίλου που είναι ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου·

(viii) κατά πόσον οι σχετικές αρχές τρίτων χωρών διαθέτουν την εξουσία λήψης των αναγκαίων διοικητικών μέτρων για να στηρίξουν τις δράσεις εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, καθώς και τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρχών της ΕΕ και των τρίτων χωρών·

(ix) το βαθμό στον οποίο η δομή του ομίλου παρέχει τη δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης να εξυγιάνει ολόκληρο τον όμιλο ή μία ή περισσότερες από τις οντότητες του ομίλου, χωρίς να προκαλέσει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία, και με προοπτική να μεγιστοποιήσει την αξία ολόκληρου του ομίλου·

(x) τις ρυθμίσεις και τα μέσα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την εξυγίανση, στις περιπτώσεις ομίλων που έχουν θυγατρικές οι οποίες υπάγονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες·

(xi) την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των μέτρων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους πιστωτές, στους αντισυμβαλλόμενους, στους πελάτες και στους εργαζόμενους, καθώς και των ενδεχόμενων δράσεων τις οποίες μπορεί να αναλάβουν οι αρχές τρίτων χωρών.

(β) Κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο (α), η αναφορά στο άρθρο 18(2) σε ίδρυμα θεωρείται ότι περιλαμβάνει οποιοδήποτε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο (3)(1)(γ) ή (δ) εντός του ομίλου.

(3)(α) Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται ταυτόχρονα και για τους σκοπούς της κατάρτισης και της επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15.

(β) Η αξιολόγηση γίνεται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του άρθρου 14 ή 15, κατά περίπτωση.

(4)(α) Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τη δυνατότητα εξυγίανσης του κάθε ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πραγματοποιείται παράλληλα με την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ολόκληρου του ομίλου και διενεργείται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 14 και 15, κατά περίπτωση.

Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών

19Α.-(1)(α)Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο είναι σε κατάσταση κατά την οποία πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις απαιτήσεις που αναφέρονται  στο άρθρο 22Γδις(α), (β) και (γ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 91(1)(α), (β) και (γ) του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου, η αρχή εξυγίανσης δύναται, σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) του παρόντος άρθρου, να απαγορεύει στο εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο τη διανομή μεγαλύτερου ποσού από το μέγιστο διανεμητέο ποσό που συνδέεται με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (εφεξής στο παρόν άρθρο, «το M-MDA») που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου μέσω οποιασδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

(i) Διανομή σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

(ii) δημιουργία υποχρέωσης καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν ικανοποιούσε τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας· ή

(iii) πληρωμές σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1.

(β) Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), ενημερώνει αμέσως την αρχή εξυγίανσης σχετικά.

(2)(α) Όταν συντρέχει η κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, εκτιμά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εάν θα ασκήσει την εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

(i) Την αιτία, τη διάρκεια και την έκταση της μη εκπλήρωσης και τον αντίκτυπό της στη δυνατότητα εξυγίανσης·

(ii) την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου και την πιθανότητα, στο εγγύς μέλλον, να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(α)·

(iii) την προοπτική ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) σε εύλογο χρονικό διάστημα·

(iv) όταν το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο αδυνατεί να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα Άρθρα 72β και 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στο άρθρο 25Α ή 25Ε(3) του παρόντος Νόμου, εάν η αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσης ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς·

(v) εάν η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι το πλέον κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της τόσο στους όρους χρηματοδότησης όσο και στη δυνατότητα εξυγίανσης του οικείου ιδρύματος ή σχετικού προσώπου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση για το εάν θα ασκήσει την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) εξουσία τουλάχιστον κάθε μήνα, εφόσον το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(3)(α) Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) κατάσταση εννέα (9) μήνες μετά την κοινοποίησή της από το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, μετά από αξιολόγηση, ότι πληρούνται τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Η μη εκπλήρωση οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία οδηγεί σε εκτεταμένες πιέσεις που ασκούνται στη χρηματοπιστωτική αγορά σε διάφορα τμήματά της·

(ii) η διαταραχή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) δεν επιφέρει μόνο την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου ή αυξημένο κόστος για το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, αλλά οδηγεί επίσης σε πλήρες ή μερικό κλείσιμο των αγορών που εμποδίζει το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να εκδώσει μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στις εν λόγω αγορές·

(iii) το κλείσιμο της αγοράς που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) δεν παρατηρείται μόνο για το οικείο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, αλλά και για διάφορες άλλες οντότητες·

(iv) η διαταραχή που αναφέρεται στην  υποπαράγραφο (i) εμποδίζει το οικείο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο από την έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων επαρκών για τη θεραπεία της μη συμμόρφωσης·

(v) η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) οδηγεί σε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες για μέρος του τραπεζικού τομέα, ως εκ τούτου υπονομεύοντας δυνητικά τη χρηματο-πιστωτική σταθερότητα.

(β) Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για την απόφασή της και επεξηγεί γραπτώς την εκτίμησή της.

(γ) Κάθε μήνα, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση κατά πόσον εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο (α).

(4)(α) Το M-MDA υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (5) με τον συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (6).

(β) Το M-MDA μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προκύπτει από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1).

(5) Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με το εδάφιο (4) υπολογίζεται ως ΕΚ+ΚΤΧ-ΠΦ, όπου-

ΕΚ:    τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου·

ΚΤΧ: τυχόν κέρδη τέλους χρήσεως που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου·

ΠΦ: τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν τα κέρδη ΕΚ και ΚΤΧ παρέμεναν ως αδιανέμητα κέρδη.

(6)(α) Ο συντελεστής που αναφέρεται στο εδάφιο (4) καθορίζεται ως εξής:

(i) Όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι μηδέν (0)·

(ii) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι είκοσι ποσοστιαίες μονάδες (0,2)·

(iii) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι σαράντα ποσοστιαίες μονάδες (0,4)·

(iv) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι εξήντα ποσοστιαίες μονάδες (0,6)·

(β) Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

 

όπου Qn = ο αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.

Αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

20.-(1) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή σχετικού προσώπου που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, η εν λόγω αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί γραπτώς τη διαπίστωση αυτή στο εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, στην αρμόδια αρχή και στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

(2) Η απαίτηση για την αρχή εξυγίανσης να καταρτίσει σχέδια εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10(1) και να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις σχετικές αρχές εξυγίανσης κρατών μελών για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 14(4) ή 15(4), κατά περίπτωση, αναστέλλεται ύστερα από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αποδεχθεί τα μέτρα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή αποφασίσει περί αυτών σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.

(3)(α) Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1), το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση.

(β) Το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1), προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι συμμορφώνεται με το άρθρο 25Δ ή 25Ε και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν ένα ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφείλεται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις:

(i) Το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα σε κάθε μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 22Γδις(α), (β) και (γ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 91(1)(α), (β) και (γ) του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα στις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εφόσον υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου· ή

(ii) το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα Άρθρα 92α και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου.

(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνεται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(δ) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, αξιολογεί κατά πόσο με τα μέτρα που προτείνονται στις παραγράφους (α) και (β) αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το εν λόγω ουσιαστικό εμπόδιο.

(4)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι τα μέτρα που προτείνει ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το εδάφιο (3) δεν περιορίζουν ούτε εξαλείφουν αποτελεσματικά τα εν λόγω εμπόδια, ζητά από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, η οποία σε τέτοια περίπτωση δύναται να δράσει αντίστοιχα, να λάβει εναλλακτικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου και κοινοποιεί γραπτώς τα εν λόγω μέτρα στο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, το οποίο εντός ενός (1) μηνός προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης προς τα μέτρα αυτά.

(β) Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα που προτείνει το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δε θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στην εξυγίανση και ότι τα προταθέντα εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εμποδίων αυτών.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την απειλή που παρουσιάζουν τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς και τον αντίκτυπο των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, τη σταθερότητά του και την ικανότητά του να συμβάλλει στην οικονομία.

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4), η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

(α) Να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να αναθεωρήσει οποιεσδήποτε ενδοομιλικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις ή να επανεξετάσει την απουσία τους ή να καταρτίσει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών, είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη, για να καλύψει την επιτέλεση κρίσιμων λειτουργιών·

(β) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να περιορίσει τα μέγιστα ατομικά και συνολικά ανοίγματά του·

(γ) να επιβάλλει απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών για τους σκοπούς της εξυγίανσης·

(δ) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να εκχωρήσει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία·

(ε) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

(στ) να περιορίζει ή να αποτρέπει την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την πώληση νέων ή υφιστάμενων προϊόντων·

(ζ) να απαιτεί αλλαγές στη νομική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου, η οποία βρίσκεται είτε άμεσα είτε έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να μειωθεί η πολυπλοκότητα και να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης·

(η) να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο ή μία μητρική επιχείρηση να συστήσει μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ·

(η1) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου εκφραζόμενη ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(θ) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να εκδώσει επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε·

(ι) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να λάβει άλλα μέτρα για την τήρηση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 25Δ ή 25Ε και ειδικότερα να επιχειρήσει, μεταξύ άλλων, να επαναδια-πραγματευθεί οποιαδήποτε επιλέξιμη υποχρέωση, πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή μέσο της κατηγορίας 2 που έχει εκδώσει, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω μέσου να είναι εφαρμοστέες σύμφωνα με το δίκαιο της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει αυτή την υποχρέωση ή το μέσο·

(ι1) για σκοπούς της εξασφάλισης της διαρκούς συμμόρφωσης με το άρθρο 25Δ ή 25Ε, να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να αλλάξει το προφίλ ληκτότητας-

(i) των μέσων ιδίων κεφαλαίων, αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής, και

(ii) των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στα άρθρα 25Α και 25Ε(3)(α)·

(ια) στην περίπτωση που το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο είναι η θυγατρική μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών, να απαιτεί από τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών να ιδρύσει χωριστή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, εάν είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου και να αποφευχθεί η περίπτωση να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις σε εργασίες άλλες από τις χρηματοοικονομικές εργασίες, από την εφαρμογή των μέτρων και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που καθορίζονται στο Μέρος VI του παρόντος Νόμου.

(6) Η απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (4) -

(α) Στηρίζεται σε αιτιολόγηση της εν λόγω αξιολόγησης ή διαπίστωσης· και

(β) αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο η εν λόγω αξιολόγηση ή διαπίστωση συμμορφώνεται με την απαίτηση περί αναλογικής εφαρμογής που προβλέπεται στο εδάφιο (4)· και

(γ) είναι προβλητέα ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(7) Η αρχή εξυγίανσης, πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στο εδάφιο (4), μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, η οποία αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, οφείλει να ανταποκριθεί στο αίτημα της αρμόδιας αρχής για διαβούλευση λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στο συγκεκριμένο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της ΕΕ στο σύνολό της.

Αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

21.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2) Η αρχή εξυγίανσης, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στο βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 19 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνει σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όσον αφορά-

(α) την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα και αποτελούν μέρος του ομίλου·

(β) την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους σε κράτη μέλη, οι οποίες είναι οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και αποτελούν μέρος του ομίλου.

(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 25, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές και στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα.

(β) Η έκθεση συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια που παρεμβάλλονται στην αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο και επίσης όσον αφορά ομίλους εξυγίανσης όποτε ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης.

(γ) Η έκθεση εξετάζει τον αντίκτυπο στο επιχειρησιακό μοντέλο του ομίλου και προτείνει αναλογικά και στοχοθετημένα μέτρα τα οποία, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, είναι αναγκαία ή ενδεδειγμένα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.

(δ) Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στην κατάσταση οντότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την αξιολόγηση του εν λόγω εμποδίου στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους στο οποίο υφίσταται η οντότητα εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται ιδρύματά της.

(4)(α) Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

(β) Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στην κατάσταση οντότητας ομίλου που αναφέρεται στο άρθρου 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε του παρόντος νόμου ή, κατά περίπτωση,  του Άρθρου 45ε ή 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(δ) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στο βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα.

(β) Η αρχή εξυγίανσης καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καταλήξει στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σε κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από τις αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, και λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων στη Δημοκρατία και σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος.

(6)(α) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(β) Εάν η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδάφιου (4).

(γ) Η κοινή απόφαση σχετικά με το εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης που οφείλεται σε κατάσταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β), λαμβάνεται εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.

(δ) Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και παρουσιάζεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(ε)  Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ για την κατάληξη κοινής συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 31, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε επίπεδο ομίλου.

(β) Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών. Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(γ) Εάν, κατά το τέλος της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, κάποια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (9), σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.

(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός (1) μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(7Α)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνουν και κοινοποιούνται σε αυτή από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των οικείων οντοτήτων εξυγίανσης σχετικά με τη λήψη των μέτρων σύμφωνα με το Άρθρο 17, παράγραφος 4 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις της.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, να παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙ η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙ το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.

(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

(8)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνουν και κοινοποιούνται σε αυτή από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα οποία υφίστανται θυγατρικές που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που οι θυγατρικές πρέπει να λάβουν σε ατομικό επίπεδο σύμφωνα με το Άρθρο 17, παράγραφος 4 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει στις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις της.

(β) Η αρχή εξυγίανσης, δύναται κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, να παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (10) του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.

(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός (1) μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.

(9) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (7) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης.

(10) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση σε σχέση με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20(5) (ζ), (η) ή (ια) του παρόντος Νόμου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί για βοήθεια στην ΕΑΤ, για την κατάληξη συμφωνίας του σώματος εξυγίανσης, όπως ορίζεται το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

22.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2) Η αρχή εξυγίανσης όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 19 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνει σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα και αποτελούν μέρος του ομίλου.

(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει, στις θυγατρικές του ομίλου στη Δημοκρατία, έκθεση την οποία λαμβάνει από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(β) Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στην κατάσταση οντότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) και είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η αρχή εξυγίανσης διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου πριν η τελευταία κοινοποιήσει την αξιολόγηση του εν λόγω εμποδίου στην μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(4)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, η εν λόγω μητρική επιχείρηση δύναται, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

(β) Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στην κατάσταση οντότητας ομίλου στη Δημοκρατία που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή/και στην κατάσταση οντότητας σε κράτος μέλος η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ, σε περίπτωση που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 18,  παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, του της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μέσω της αρχής εξυγίανσης, ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45ε ή 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(5) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ή αρχή εξυγίανσης οντότητας εξυγίανσης, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξει στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σε κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές του ομίλου, μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και των μέτρων που απαιτούνται από τις αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων στη Δημοκρατία και σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

(6)(α) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(β) Εάν η μητρική επιχείρηση της Ένωσης δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(γ) Η κοινή απόφαση σχετικά με το εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης που οφείλεται σε κατάσταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ λαμβάνεται εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 18,  παράγραφος 3 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(δ) Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και παρουσιάζεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(ε) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ για την κατάληξη κοινής συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 31, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε επίπεδο ομίλου για τον περιορισμό ή την εξάλειψη των εμποδίων για την εξυγίανση του ομίλου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει στην ΕΑΤ κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.

(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.  το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.

(7Α)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή οντότητας εξυγίανσης, λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρου 20(4) σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης.

(β) Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών άλλων οντοτήτων του ιδίου ομίλου εξυγίανσης και της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου· η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη σχετική οντότητα εξυγίανσης και στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(γ) Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, μια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

(8)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, λαμβάνει η ίδια αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λάβουν σε ατομικό επίπεδο οι θυγατρικές εγκατεστημένες στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 20(4).

(β) Η απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου. η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη σχετική θυγατρική, στην οντότητα εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, στην αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(γ) Εάν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), κάποια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

(9) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (7) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ-ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΣΕ ΜΕΤΡΑ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
Πρόσβαση αρχής εξυγίανσης σε πληροφορίες

23. Η αρχή εξυγίανσης έχει πρόσβαση σε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που συγκεντρώνει αρμόδια αρχή από επιτόπια επιθεώρηση για σκοπούς επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης με σκοπό την προετοιμασία ενδεχόμενης εξυγίανσης του ιδρύματος και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 47.

Εξουσία της αρχής εξυγίανσης να απαιτεί δράση από ίδρυμα που υπόκειται σε μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

24. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από το ίδρυμα που υπόκειται σε μέτρα έγκαιρης παρέμβασης να έρθει σε επαφή με πιθανούς αγοραστές προκειμένου να προετοιμαστεί η εξυγίανση του ιδρύματος, υπό την επιφύλαξη των όρων που καθορίζονται στο άρθρο 49(2) και των διατάξεων περί εμπιστευτικότητας που καθορίζονται στο άρθρο 85.

ΜΕΡΟΣ IV ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
Εφαρμογή και υπολογισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

25.-(1) Τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα πληρούν ανά πάσα στιγμή την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όταν απαιτείται από το παρόν άρθρο και από τα άρθρα 25Α έως 27 και 29 και σύμφωνα με τα άρθρα αυτά.

(2) Η υποχρέωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25Β(3), (4) ή (6) του παρόντος Νόμου, κατά περίπτωση, ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων και εκφράζεται ως ποσοστό-

(α) του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, υπολογιζόμενου σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

(β) του μέτρου συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, υπολογιζόμενου σύμφωνα με τα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2Α)(α) Σύμφωνα με το Άρθρο 65 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι παραπομπές του παρόντος Νόμου στο Άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση των επιχειρήσεων επενδύσεων, που δεν αποτελούν επιχειρήσεις επενδύσεων του Άρθρου 1, παράγραφος 2 ή 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, νοούνται ως εξής:

(i) Οι παραπομπές του παρόντος Νόμου στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά την απαίτηση του συνολικού δείκτη κεφαλαίου, αναφέρονται στο Άρθρο 11, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·

(ii) οι παραπομπές του παρόντος  Νόμου στο Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο, αναφέρονται στην ισχύουσα απαίτηση του Άρθρου 11, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 πολλαπλασιαζόμενο επί δώδεκα και μισό (12,5).

(β) Σύμφωνα με το Άρθρο 65 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, οι παραπομπές του παρόντος Νόμου στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας των ΕΠΕΥ Νόμου, όσον αφορά τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων που δεν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 2 ή 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 33 του περί Προληπτικής Εποπτείας των ΕΠΕΥ Νόμου ή στο Άρθρο 40 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, αντίστοιχα.

(3)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), οι αρχές εξυγίανσης εξαιρούν από την απαίτηση του εδαφίου (1) τα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης που χρηματοδοτούνται από καλυμμένα ομόλογα τα οποία, σύμφωνα  με το κυπριακό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Τα ιδρύματα αυτά εκκαθαρίζονται μέσω των προβλεπόμενων στο κυπριακό δίκαιο διαδικασιών αφερεγγυότητας, ή μέσω άλλων διαδικασιών που προορίζονται για τα εν λόγω ιδρύματα και εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 48,50 ή 52. Και

(ii) οι διαδικασίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, υφίστανται ζημιές κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης.

(4) Τα ιδρύματα που απαλλάσσονται από την υποχρέωση που προβλέπεται από το εδάφιο (1) δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ(1).

Επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης

25Α.-(1)(α) Οι υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων εξυγίανσης μόνον όταν πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στο Άρθρο 72α, το Άρθρο 72β, με εξαίρεση το στοιχείο δ) της παραγράφου 2 αυτού, και το Άρθρο 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), όποτε ο παρών Νόμος αναφέρεται στις απαιτήσεις του Άρθρου 92α ή του Άρθρου 92β του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως επιλέξιμες υποχρεώσεις για τον σκοπό των εν λόγω άρθρων νοούνται οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, όπως ορίζονται στο Άρθρο 72ια του εν λόγω Κανονισμού και προσδιορίζονται σύμφωνα με το Κεφάλαιο 5α του Τίτλου Ι του Δεύτερου Μέρους του εν λόγω Κανονισμού.

(2)(α) Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα, όπως δομημένα αξιόγραφα, που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, με εξαίρεση το Άρθρο 72α, παράγραφος 2, στοιχείο ιβ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνον εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Το βασικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από το χρεωστικό μέσο είναι γνωστό κατά τον χρόνο έκδοσης, είναι σταθερό ή αυξανόμενο και δεν επηρεάζεται από ένα ενσωματωμένο παράγωγο στοιχείο, και το συνολικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από το χρεωστικό μέσο, συμπεριλαμβανομένου του ενσωματωμένου παραγώγου, μπορεί να αποτιμάται καθημερινά με αναφορά σε μια ενεργή, ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης για ισοδύναμο μέσο χωρίς πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τα Άρθρα 104 και 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(ii) το χρεωστικό μέσο περιλαμβάνει συμβατική ρήτρα που ορίζει ότι η αξία της απαίτησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη και εξυγίανσης του εκδότη είναι σταθερή ή αυξανόμενη, και δεν υπερβαίνει το αρχικά καταβληθέν ποσό της υποχρέωσης.

(β) Τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο (α), συμπεριλαμβανομένων των ενσωματωμένων παραγώγων τους, δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε συμφωνία συμψηφισμού και η αποτίμησή τους δεν υπόκειται του άρθρου 58(3).

(γ) Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνο για το τμήμα της υποχρέωσης που αντιστοιχεί στο βασικό ποσό που αναφέρεται  στην υποπαράγραφο (i) της εν λόγω παραγράφου ή στο σταθερό ή αυξανόμενο ποσό που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της εν λόγω παραγράφου.

(3) Όταν οι υποχρεώσεις εκδίδονται, από θυγατρική εγκατεστημένη στην ΕΕ η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης, σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, οι υποχρεώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 45στ, παράγραφος 2, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

(β) η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής έναντι των εν λόγω υποχρεώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή το άρθρο 32ΣΤ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή το άρθρο 28 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 59 ή 62 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

(γ) οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν υπερβαίνουν ποσό το οποίο ισούται με το ποσό που αναφέρεται στην ακόλουθη υποπαράγραφο (ii) μείον το ποσό που αναφέρεται στην ακόλουθη υποπαράγραφο (i):

(i) Το άθροισμα των υποχρεώσεων που εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3)(β)·

(ii) το ποσό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(1) και (2).

(4)(α) Χωρίς επηρεασμό της ελάχιστης απαίτησης του άρθρου 25Β(4) και του άρθρου 25Γ(1)(α), η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε τμήμα της απαίτησης του άρθρου 25Δ, ίσο με το 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, καλύπτεται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 25Β(4) ή (5), με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να επιτρέψει την κάλυψη επιπέδου χαμηλότερου από το 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, αλλά υψηλότερου από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου [1-(X1/X2)] x 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 25Β(4) ή (5) του παρόντος Νόμου, με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης, ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 72β, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπου, τηρουμένου του ορίου της αναλογίας της μείωσης που είναι δυνατή δυνάμει του άρθρου 72β, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού -

X1 = 3,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

X2 = το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα του 18% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του ποσού της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

(γ) Όταν, για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 25Β(4), η εφαρμογή των παραγράφων (α) και (β) οδηγεί σε απαίτηση άνω του 27% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, για την οικεία οντότητα εξυγίανσης, το μέρος της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, σε ποσό ίσο προς το 27% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, εάν η αρχή εξυγίανσης έχει αξιολογήσει ότι-

(i) η πρόσβαση στο Ταμείο Εξυγίανσης και στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών δεν λαμβάνεται υπόψη στο σχέδιο εξυγίανσης ως επιλογή για την εξυγίανση της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης. και

(ii) όταν δεν εφαρμόζεται η υποπαράγραφος (i), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ, επιτρέπει στην εν λόγω οντότητα εξυγίανσης να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 103(4) ή (6), κατά περίπτωση.

(δ) Κατά την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο δυσανάλογης επίπτωσης στο επιχειρηματικό μοντέλο της οικείας οντότητας εξυγίανσης.

(ε) Για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 25Β(5), η παράγραφος (γ) του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζεται.

(5)(α) Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν είναι ούτε G-SII ούτε οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 25Β(4) ή (5), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι τμήμα της απαίτησης του άρθρου 25Δ είτε έως το 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, της οντότητας είτε έως το ποσό που προκύπτει από τον τύπο στο εδάφιο (8) του παρόντος άρθρου, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, καλύπτεται με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης, ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Υποχρεώσεις άλλες από υποχρεώσεις χαμηλής κατάταξης που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου έχουν την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα στην εθνική διαδικασία αφερεγγυότητας με ορισμένες υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β)·

(ii) υπάρχει κίνδυνος, μετά τη σχεδιαζόμενη εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις άλλες από τις υποχρεώσεις χαμηλής κατάταξης που δεν εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β), οι πιστωτές απαιτήσεων που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·

(iii) το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και άλλων υποχρεώσεων χαμηλής κατάταξης δεν υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για να διασφαλιστεί ότι οι πιστωτές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) δεν υφίστανται ζημίες πάνω από το επίπεδο των ζημιών τις οποίες θα είχαν διαφορετικά υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(β) Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι, εντός μιας τάξης υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται ή είναι ευλόγως πιθανό ότι θα εξαιρεθούν από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5)  ή το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β), ανέρχεται σε άνω του 10% της εν λόγω τάξης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τον κίνδυνο που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου.

(6)(α) Για τους σκοπούς των εδαφίων (4), (5) και (7), οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.

(β) Τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας είναι επιλέξιμα για τη συμμόρφωση με την απαίτηση των εδαφίων (4), (5) και (7).

(7) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (4), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ, ικανοποιείται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκεινται στο άρθρο 25Β(4) ή (5), με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που το άθροισμα των εν λόγω ιδίων κεφαλαίων, μέσων και υποχρεώσεων, λόγω της υποχρέωσης της οντότητας εξυγίανσης να συμμορφώνεται με συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στο άρθρο 25Β(4) και στο άρθρο 25Δ του παρόντος Νόμου, δεν υπερβαίνει το υψηλότερο μεταξύ-

(α) 8% του συνόλου των υποχρεώσεων της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων· ή

(β) του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου Ax2 +Bx2 +C, όπου A, B και C είναι τα ακόλουθα ποσά:

A = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

B = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο Άρθρο 104 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

C = το ποσό που προκύπτει από την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.

(8)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ασκεί την εξουσία του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 25Β(4) ή (5) και πληρούν μία από τις προϋποθέσεις των υποπαραγράφων (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου έως το όριο του 30% του συνόλου των οντοτήτων εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 25Β(4) ή (5), και για τις οποίες η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ.

(β) Οι προϋποθέσεις θεωρούνται από την αρχή εξυγίανσης ως εξής:

(i) Έχουν διαπιστωθεί ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης στην προηγούμενη εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης και-

(Α) δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20(5), εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, ή

(Β) τα διαπιστωθέντα ουσιαστικά εμπόδια δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με καμία από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 20(5), και η άσκηση της εξουσίας του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου θα αντιστάθμιζε εν μέρει ή πλήρως τον αρνητικό αντίκτυπο των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης·

(ii) η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι είναι περιορισμένες η εφικτότητα και η αξιοπιστία της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους της οντότητας, της αλληλεπίδρασης, της φύσης, του εύρους, του κινδύνου και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, του νομικού της καθεστώτος και της μετοχικής δομής. Ή

(iii) η απαίτηση του άρθρου 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και του άρθρου 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η οντότητα εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκειται στο άρθρο 25Β(4) ή (5) του παρόντος Νόμου, καθόσον αφορά την επικινδυνότητα, συγκαταλέγεται στο ανώτερο 20% των ιδρυμάτων για τα οποία η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση του άρθρου 25(1) του παρόντος Νόμου.

(γ) Για τους σκοπούς των ποσοστών που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), η αρχή εξυγίανσης στρογγυλοποιεί στον πλησιέστερο ακέραιο τον αριθμό που προκύπτει από τον υπολογισμό.

(9)(α) Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) ή (7) μόνο μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση.

(β) Κατά τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη-

(i) το βάθος της αγοράς για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και τα επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης της οντότητας εξυγίανσης, την τιμολόγηση των εν λόγω μέσων, όπου υπάρχουν, και τον χρόνο που απαιτείται για την εκτέλεση κάθε πράξης που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με την απόφαση· και

(ii) το ποσό των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους από την ημερομηνία της απόφασης με σκοπό την ποσοτική προσαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στα εδάφια (5) και (7) του παρόντος άρθρου· και

(iii) τη διαθεσιμότητα και το ποσό των μέσων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από το στοιχείο δ) της παραγράφου 2 του Άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού· και

(iv) εάν είναι σημαντικό σε σύγκριση με τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή το άρθρο 54(6), και που, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατατάσσονται σε ίση ή χαμηλότερη θέση από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις με την υψηλότερη κατάταξη· εφόσον το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων δεν υπερβαίνει το 5% του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης, το εξαιρούμενο ποσό θεωρείται μη σημαντικό, διαφορετικά η σημασία των εξαιρούμενων υποχρεώσεων εκτιμάται από την αρχή εξυγίανσης· και

(v) το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης, καθώς και τη σταθερότητα και την ικανότητά της να συνεισφέρει στην οικονομία· και

(vi) τον αντίκτυπο του πιθανού κόστους αναδιάρθρωσης στην ανακεφαλαιοποίηση της οντότητας εξυγίανσης.

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

25B.-(1) Η κατά το άρθρο 25(1) απαίτηση καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

(α) Την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·

(β) την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα, ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, διαθέτουν επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής σε αυτές του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ή εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, αντιστοίχως, οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ο συνολικός, δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης των σχετικών οντοτήτων μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ·

(γ) την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από τη διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(6) του παρόντος Νόμου, ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η οντότητα εξυγίανσης διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσει να πληροί τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ·

(δ) το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης·

(ε) τον βαθμό στον οποίο η αφερεγγυότητα της οντότητας εξυγίανσης θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, μέσω της μετάδοσης σε άλλα ιδρύματα ή οντότητες, λόγω της διασύνδεσής της οντότητας με άλλα ιδρύματα ή οντότητες ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

(2)(α) Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η δράση εξυγίανσης πρέπει να αναλαμβάνεται ή η εξουσία απομείωσης και μετατροπής των οικείων κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) να ασκείται σύμφωνα με το σχετικό σενάριο εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 10(3), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) ισούται με ποσό ικανό να διασφαλίσει ότι-

(i) οι ζημίες που αναμένεται να υποστεί η οντότητα απορροφώνται πλήρως (εφεξής, στο παρόν άρθρο, “η απορρόφηση ζημιών”)·

(ii) η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, ανακεφαλαιοποιούνται στο αναγκαίο επίπεδο ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας λειτουργίας και να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ για χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος (“ανακεφαλαιοποίηση”).

(β) Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα εξυγίανσης εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή στο πλαίσιο άλλων ισοδύναμων εθνικών διαδικασιών, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσο δικαιολογείται να περιοριστεί η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), για την εν λόγω οντότητα, ώστε να μην υπερβαίνει ένα ποσό το οποίο επαρκεί για την απορρόφηση των ζημιών σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου.

(γ) Η αξιολόγηση της αρχής εξυγίανσης περιλαμβάνει, ειδικότερα, αξιολόγηση του ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου από την άποψη τυχόν αντικτύπου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον κίνδυνο μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

(3)(α) Για τις οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) έχει ως εξής:

(i) Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α), το άθροισμα-

(Α) LAA(RW): του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου σχετικά με την οντότητα εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και

(Β) RCA(RW): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης· και

(ii) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο  άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), το άθροισμα-

(Α) LAA(LR): του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δείκτη μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και

(Β) RCA(LR): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

(β) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1)  εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α), διά του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.

(γ) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, διά του μέτρου συνολικού ανοίγματος.

(δ) Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται  στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 103(4), (5) και (6).

(ε) Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (δ), η αρχή εξυγίανσης-

(i) χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες αξίες που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις εξυγίανσης προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και

(ii) κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου  προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

(στ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αυξήσει την απαίτηση RCA(RW) που προβλέπεται στην υπο-υποπαράγραφο (Β) της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την εξυγίανση, η οντότητα εξυγίανσης διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος.

(ζ) Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος (στ), το ποσό που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο ισούται με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης  μείον το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του άρθρου 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στην παράγραφο 51(9)(α) της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ.

(η) Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (στ)-

(i) προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο Εξυγίανσης ή χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6), μετά την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης·

(ii) προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο Εξυγίανσης ή χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6) του παρόντος Νόμου ή κατά περίπτωση, το Άρθρο 44, παράγραφοι 5 και 8, και το Άρθρο 101, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

(4)(α) Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ανήκουν σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού άνω των εκατόν δισεκατομμυρίων ευρώ (€100.000.000.000), το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ισούται τουλάχιστον με-

(i) 13,5%, όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου· και

(ii) 5%, όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β) του παρόντος Νόμου.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 25Α, οι οντότητες εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) συμμορφώνονται με το επίπεδο απαίτησης που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, το οποίο ισούται με 13,5% όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) και με 5% όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), χρησιμοποιώντας ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Α(3).

(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, να αποφασίσει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου σε οντότητα εξυγίανσης που δεν υπόκειται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η οποία ανήκει σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάτω των  εκατόν δισεκατομμυρίων ευρώ (€100.000.000.000) και, κατά την εκτίμηση της αρχής εξυγίανσης, είναι ευλόγως πιθανόν να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο σε περίπτωση που περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας.

(β) Κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη-

(i) την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών μέσων, στο μοντέλο χρηματοδότησης·

(ii) την περιορισμένη πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·

(iii) τον βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης βασίζεται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ.

(γ) Η μη λήψη απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο (α) δεν θίγει τυχόν απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 25Α(5).

(6)(α) Για τις οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) έχει ως εξής:

(i) Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο  άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α), το άθροισμα-

(Α) LAA(RW): του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου στο άρθρο 62 του Περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου όσον αφορά την οντότητα· και

(Β) RCA(RW): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση σχετικά με τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης· και


(ii) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο  άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), το άθροισμα-

(Α) LAA(LR): του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση στην οποία υπόκειται η οντότητα σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.  575/2013· και

(Β) RCA(LR): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.

(β) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου διά του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.

(γ) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου διά του μέτρου του συνολικού ανοίγματος.

(δ) Κατά τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 103(4) και (6).

(ε) Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (δ), η αρχή εξυγίανσης-

(i) χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και

(ii) κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του Περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.

(στ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αυξήσει την απαίτηση RCA(RW) που προβλέπεται στην υπο-υποπαράγραφο (Β) της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) η οντότητα εξυγίανσης μπορεί να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

(ζ) Εφόσον εφαρμόζεται η παράγραφος (στ), το ποσό που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο ισούται με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του άρθρου 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου  και στην παράγραφο 51(9)(α) της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ.

(η) Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (στ)-

(i) προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα της Δημοκρατίας ή το σχετικό πρόσωπο όσο και η πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (5) και (6), μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) ή την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης·

(ii) προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) του παρόντος Νόμου όσο και η πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6), για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

(7) Όταν η αρχή εξυγίανσης αναμένει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι ευλόγως πιθανό να εξαιρεθούν ολικώς ή μερικώς από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 54(6) και (7)(α) και (β) ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) πρέπει να ικανοποιείται με ίδια κεφάλαια ή άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που επαρκούν για-

(α) να καλυφθεί το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β)·

(β) να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(8) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλλει ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) έως (8) και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου.

(9) Για τους σκοπούς των εδαφίων (3) και (6), οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την εφαρμογή από την αρμόδια αρχή των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στα Κεφάλαια 1, 2 και 4 του Τίτλου Ι του Δέκατου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στις διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές από τον εν λόγω Κανονισμό.

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης των G-SII και τις σημαντικές θυγατρικές στη Δημοκρατία των G-SII εκτός ΕΕ

25Γ.-(1)  Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) μιας οντότητας εξυγίανσης η οποία αποτελεί G-SII ή μέρος μιας G-SII συνίσταται στα ακόλουθα:

(α) Τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα Άρθρα 92α και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

(β)κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης και αφορά συγκεκριμένα την οντότητα εξυγίανσης σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.

(2) Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) του παρόντος Νόμου όσον αφορά μία εντός της Δημοκρατίας σημαντική θυγατρική ενός G-SII εκτός ΕΕ συνίσταται στα εξής -

(α) Τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα Άρθρα 92β και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

(β) κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει προσδιορισθεί από την αρχή εξυγίανσης ειδικά για την εν λόγω σημαντική θυγατρική σύμφωνα με εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 25Ε και του άρθρου 92(2).

(3) Η αρχή εξυγίανσης επιβάλλει πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) μόνο-

(α) όταν η απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) ή την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) δεν επαρκεί για να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 25Β· και

(β) στον βαθμό που διασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 25Β.

(4) Για τους σκοπούς των άρθρων 26(3), 26Α(3) και 27(3), σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε συνεργασία με τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης κρατών μελών υπολογίζουν το ποσό που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου-

(α) για κάθε οντότητα εξυγίανσης·

(β) για τη μητρική οντότητα της ΕΕ, σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης της G-SII.

(5) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλει πρόσθετη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), του παρόντος άρθρου, περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να αντικατοπτρίζει οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο  άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του Περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου και εφαρμόζεται στον όμιλο εξυγίανσης ή την εντός της Δημοκρατίας σημαντική θυγατρική ενός G-SII εκτός ΕΕ.

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε οντότητες εξυγίανσης

25Δ.-(1) Οι οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 25Α έως 25Γ σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης.

(2) Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) της οντότητας εξυγίανσης στο ενοποιημένο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης καθορίζεται με βάση τα άρθρα 26, 26Α και 27, βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στα άρθρα 25Α έως 25Γ και του κατά πόσο οι θυγατρικές τρίτης χώρας του ομίλου πρέπει να εξυγιαίνονται χωριστά σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.

(3) Για όμιλο εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου «όμιλος εξυγίανσης» στο άρθρο 2(1), η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού σύνδεσης με τον κεντρικό φορέα και της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης, ποιες οντότητες του ομίλου εξυγίανσης απαιτείται να συμμορφώνονται με τα άρθρα 25Β(3) και (4) και  25Γ(1), προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται, στο σύνολό του, με τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου και με ποιον τρόπο οι οντότητες αυτές πρέπει να συμμορφώνονται βάσει του σχεδίου εξυγίανσης.

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης

25Ε.-(1)(α) Τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές μιας οντότητας εξυγίανσης ή οντότητας τρίτης χώρας, αλλά δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25Β σε μεμονωμένη βάση.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, να αποφασίσει να εφαρμόσει την απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο σε σχετικό πρόσωπο, η οποία είναι θυγατρική μιας οντότητας εξυγίανσης αλλά δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης.

(γ) Ανεξαρτήτως της παραγράφου (α), οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, αλλά είναι θυγατρικές οντοτήτων τρίτων χωρών, πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 25Β και 25Γ σε ενοποιημένη βάση.

(2)(α) Για όμιλο εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου «όμιλος εξυγίανσης» στο άρθρο 2(1), τα ΑΠΙ που είναι συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα αλλά δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, και κεντρικός φορέας που δεν είναι ο ίδιος οντότητα εξυγίανσης, καθώς και τυχόν οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται σε απαίτηση δυνάμει του άρθρου 25Δ(3), συμμορφώνονται με το άρθρο 25Β(6) σε μεμονωμένη βάση.

(β) Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25(1), για οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 26, 26Α, 27 και 92, κατά περίπτωση, και βάσει των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 25Β.

(3) Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25(1), για οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, ικανοποιείται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

(α) Υποχρεώσεις που-

(i) εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν τις υποχρεώσεις από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή εκδίδονται σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32(1)(α) και 34 του παρόντος Νόμου, τα άρθρα 32Δ, 32E και 32ΣΤ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων ή τα άρθρα 26, 27 ή 28 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,

(ii) πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αναφέρονται στο Άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση το Άρθρο 72β, παράγραφος 2, στοιχεία β), γ), ια), ιβ) και ιγ) και το Άρθρο 72β, παράγραφοι 3 έως 5 του εν λόγω Κανονισμού,

(iii) στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κατατάσσονται κάτω από τις υποχρεώσεις που δεν πληρούν την προϋπόθεση της υποπαραγράφου (i) και δεν είναι επιλέξιμες για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,

(iv) υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32(1)(α) και 34 του παρόντος Νόμου, τα άρθρα 32Δ, 32Ε και 32ΣΤ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή τα άρθρα 26, 27 ή 28 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου με τρόπο που συνάδει με την στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, ιδίως χωρίς να επηρεάζουν τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,

(v) η απόκτηση της κυριότητας αυτών δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο,

(vi) των οποίων οι διατάξεις που τις διέπουν δεν υποδεικνύουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να αγοραστούν, εξοφληθούν, επαναγοραστούν ή αποπληρωθούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας, ενώ η οντότητα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη,

(vii) των οποίων οι διατάξεις που τις διέπουν δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο,

(viii) το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή της μητρικής της επιχείρησης·

(β)   ίδια κεφάλαια, ως εξής:

(i) Κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· και

(ii) άλλα ίδια κεφάλαια τα οποία-

(Α) εκδίδονται σε οντότητες που περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές· ή

(Β) εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32(1)(α) και 34 τα άρθρα 32Δ, 32Ε και 32ΣΤ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή τα άρθρα 26, 27 ή 28 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης.

(4) Η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, δύναται να παραιτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη συγκεκριμένη θυγατρική, όταν-

(α) τόσο η θυγατρική όσο και η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

(β) η οντότητα εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ·

(γ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από την οντότητα εξυγίανσης στη θυγατρική, για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 31(1), ιδίως όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης·

(δ) η οντότητα εξυγίανσης πληροί τις απαιτήσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική ή ότι οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·

(ε) οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου του κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης καλύπτουν τη θυγατρική·

(στ) η οντότητα εξυγίανσης κατέχει περισσότερο από το 50% των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απομακρύνει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.

(5) Η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, δύναται επίσης να παραιτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη συγκεκριμένη θυγατρική, όταν-

(α) τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική της επιχείρηση είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

(β) η μητρική επιχείρηση πληροί σε ενοποιημένη βάση, στη Δημοκρατία, την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1)·

(γ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση στη θυγατρική για την οποία έχει γίνει διαπίστωση, σύμφωνα με το άρθρο 31(1), ιδίως όταν οι δράσεις εξυγίανσης αναλαμβάνονται ή οι εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 30(2), (3) και (4) ασκούνται σε σχέση με τη μητρική επιχείρηση·

(δ) είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·

(ε) οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική·

(στ) η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50% των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.

(6)(α) Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (3), η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής, δύναται να επιτρέψει την πλήρη ή μερική εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), με εγγύηση που παρέχεται από την οντότητα εξυγίανσης και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Η εγγύηση χορηγείται για ποσό τουλάχιστον ισοδύναμο προς το ποσό της απαίτησης την οποία υποκαθιστά·

(ii) η εγγύηση ενεργοποιείται όταν η θυγατρική δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή άλλες υποχρεώσεις όταν καθίστανται απαιτητές ή όταν έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 31(1) του παρόντος Νόμου, όσον αφορά τη θυγατρική, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο·

(iii) η εγγύηση είναι εξασφαλισμένη μέσω συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου, για τουλάχιστον 50% του ποσού της·

(iv) οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις του Άρθρου 197 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες, ύστερα από επαρκώς συντηρητικές απομειώσεις, αρκούν για να καλύψουν το ποσό που εξασφαλίζεται όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (iii) της παρούσας παραγράφου·

(v) οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση είναι μη βεβαρημένες, και ιδίως δεν χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση για οποιαδήποτε άλλη εγγύηση·

(vi) η εξασφάλιση έχει πραγματική ληκτότητα που πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνη που αναφέρεται στο Άρθρο 72γ, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(vii) δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στην οικεία θυγατρική, ακόμη και όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης όσον αφορά την οντότητα εξυγίανσης.

(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (vii) της παραγράφου (α), κατ' αίτηση της αρχής εξυγίανσης, η οντότητα εξυγίανσης παρέχει ανεξάρτητη έγγραφη και τεκμηριωμένη νομική γνωμοδότηση ή αποδεικνύει ικανοποιητικά ότι δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στην οικεία θυγατρική.

Απαλλαγή για κεντρικό φορέα και ΑΠΙ συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα

25ΣΤ. Η αρχή εξυγίανσης δύναται εν μέρει ή πλήρως να παραιτηθεί από την εφαρμογή του άρθρου 25Ε ως προς τον κεντρικό φορέα ή ΑΠΙ συνδεδεμένο μόνιμα με κεντρικό φορέα, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Τα ΑΠΙ και ο κεντρικός φορέας υπόκεινται στην εποπτεία της ίδιας αρμόδιας αρχής, είναι εγκατεστημένα στη Δημοκρατία και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

(β) οι υποχρεώσεις του κεντρικού φορέα και των μόνιμα συνδεδεμένων με αυτόν ΑΠΙ αποτελούν αλληλέγγυες και εις ολόκληρον υποχρεώσεις ή οι υποχρεώσεις των ΑΠΙ συνδεδεμένων με τον εν λόγω κεντρικό φορέα καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού φορέα·

(γ) η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, και τη φερεγγυότητα και ρευστότητα του κεντρικού φορέα και όλων των μόνιμα συνδεδεμένων με αυτόν ΑΠΙ παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων·

(δ) σε περίπτωση απαλλαγής για ΑΠΙ μόνιμα συνδεδεμένου με κεντρικό φορέα, η διοίκηση του κεντρικού φορέα εξουσιοδοτείται να εκδώσει οδηγίες προς τη διοίκηση των μόνιμα συνδεδεμένων ΑΠΙ·

(ε) ο σχετικός όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ(3)· και

(στ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ του κεντρικού φορέα και μόνιμα συνδεδεμένων με αυτόν ΑΠΙ σε περίπτωση εξυγίανσης.

Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης οντότητας εξυγίανσης

26.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό του ποσού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για οντότητα εξυγίανσης και το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, ως η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των  θυγατρικών ομίλου εξυγίανσης που υπόκεινται στην αναφερόμενη στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ απαίτηση σε μεμονωμένη βάση σχετικά με τα εξής:

(i) Το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για κάθε οντότητα εξυγίανσης. Και

(ii) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.

(β) Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται από την αρχή εξυγίανσης στις ακόλουθες οντότητες, εφόσον αυτές είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα-

(i) Στην οντότητα εξυγίανσης·

(ii) στις οντότητες ομίλου εξυγίανσης οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης·

(iii) στην μητρική επιχείρηση της ΕΕ του ομίλου, όταν η εν λόγω μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης από τον ίδιο όμιλο εξυγίανσης.

(γ) Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25Ε(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(6) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.

(3)(α) Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, συζητά με τις άλλες αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου G-SII και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:

(i) Η προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·

(ii) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.

(γ) Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(4) Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (5) έως (7).

(5)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, λαμβάνει η ίδια απόφαση για την απαίτηση αυτή αφού λάβει δεόντως υπόψη-

(i) την αξιολόγηση οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, η οποία διενεργείται από τις οικείες αρχές εξυγίανσης κρατών μελών·

(ii) τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης.

(β) Σε περίπτωση που, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης κρατών μελών έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ· η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει την απόφαση για το επίπεδο της απαίτησης που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω οντότητας, αφού πρώτα κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους τη γνώμη της στην οποία διατυπώνει γραπτώς όποιες απόψεις και επιφυλάξεις τυχόν έχει.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(δ) Η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που έχει καθορίσει η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής-

(i) είναι εντός του 2% του υπολογιζόμενου σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ποσού συνολικής έκθεσης σε κίνδυνο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45ε της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ· και

(ii) είναι σύμφωνο με το Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(ε) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών.

(στ) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

(7) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης και το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, λαμβάνεται απόφαση για το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με τα εδάφιο (5).

(8) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (5), (6) και (7) ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης. η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

(9) Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συντονισμό, απαιτεί από τις οντότητες εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) και να προβαίνει σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνει δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.

Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ομίλου εξυγίανσης όταν η οντότητα εξυγίανσης είναι εκτός Δημοκρατίας και η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

26Α.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό του ποσού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για οντότητα εξυγίανσης εκτός Δημοκρατίας και το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα του εν λόγω ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών ομίλου εξυγίανσης που υπόκεινται στην αναφερόμενη στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ απαίτηση σε μεμονωμένη βάση σχετικά με τα εξής:

(i) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για κάθε οντότητα εξυγίανσης· και

(ii) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.

(β) Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται από την αρχή εξυγίανσης στην μητρική επιχείρηση της ΕΕ, εφόσον είναι ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο και στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση ΕΕ είναι εγκατεστημένη εκτός Δημοκρατίας.

(γ) Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(6) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.

(3)(α)  Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, συζητά με τις άλλες αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:

(i) Η προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·

(ii) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.

(γ) Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(4) Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (6).

(5)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο Άρθρο 45ε της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης για την απαίτηση αυτή, αφού πρώτα κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους τη γνώμη της στην οποία διατυπώνει γραπτώς όποιες απόψεις και επιφυλάξεις τυχόν έχει.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και  εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνεται για το επίπεδο της απαίτησης από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω οντότητας, αφού πρώτα κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους τη γνώμη της στην οποία διατυπώνει γραπτώς όποιες απόψεις και επιφυλάξεις τυχόν έχει.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. η δε τετράμηνη αυτή περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(δ) Η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που έχει καθορίσει η αρχή εξυγίανσης της θυγατρική-

(i) είναι εντός του 2% του υπολογιζόμενου σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ποσού συνολικής έκθεσης σε κίνδυνο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45ε της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ· και

(ii) είναι σύμφωνο με το Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(ε) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών.

(στ) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

(7) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (5) και (6) ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης. η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

(8) Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συντονισμό, απαιτεί από τις οντότητες εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) και να προβαίνει σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνει δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.

Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης

27.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό του ποσού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για οντότητα εξυγίανσης και το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης.

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης που υπόκειται στην αναφερόμενη στο άρθρο 25Ε απαίτηση σε μεμονωμένη βάση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών άλλων θυγατρικών του ομίλου εξυγίανσης και την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, σχετικά με τα εξής:

(i) Το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης· και

(ii) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.

(β) Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται από την αρχή εξυγίανσης στις ακόλουθες οντότητες, εφόσον αυτές είναι ιδρύματα η σχετικά πρόσωπα-

(i) στις οντότητες ομίλου εξυγίανσης οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης·

(ii) στην μητρική επιχείρηση ΕΕ του, όταν η εν λόγω μητρική επιχείρηση ΕΕ δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης από τον ίδιο όμιλο εξυγίανσης.

(γ) Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25(3) ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(6) ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3) με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.

(3)(α) Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης η οποία υπόκειται στην αναφερόμενη στο άρθρο 25Ε του παρόντος Νόμου απαίτηση σε μεμονωμένη βάση, συζητά με τις άλλες αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (α), δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:

(i) Η προσαρμογή δύναται να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·

(ii) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.

(γ) Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(4) Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (5) έως (7).

(5)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης, αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης για την απαίτηση αυτή αφού πρώτα διενεργήσει και κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους την αξιολόγηση των οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης στη Δημοκρατία.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε και εφαρμόζεται σε κυπριακή οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη·

(ii) εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη.

(β) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.

(δ) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

(7) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης και το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, λαμβάνεται απόφαση σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις θυγατρικές του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση σύμφωνα με το εδάφιο (6).

(8) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (5) και (7) ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης. η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

(9) Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συντονισμό, απαιτεί από τις οντότητες εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) και να προβαίνει σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνει δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.

Παραβιάσεις της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

28.-(1)(α) Οποιαδήποτε παραβίαση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ ή το άρθρο 45Ε αντιμετωπίζεται από την αρχή εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές με βάση τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

(i) Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 20, 21 και 22·

(ii) εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 19Α·

(iii) μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 30(1), (β)(vi), (vii), (viii), (ix), (x), (η), (θ), (ι), (ια), (ιβ), (ιγ), (ιδ), (3)(α) έως (στ) και (4) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στην παράγραφο 30 της Οδηγίας ΟΔ 144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ·

(iv) μέτρα έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 του παρόντος Νόμου, το άρθρο  30Γ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και σύμφωνα με το άρθρο 18 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου·

(v) διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα σύμφωνα, κατά περίπτωση, με τα άρθρα 106, 107 και 108 του παρόντος Νόμου, τα άρθρα 41Γ, 41Δ, 41ΣΤ και 42 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ή/και τα άρθρα 36 και 39 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να διενεργούν, μαζί ή ξεχωριστά, αξιολόγηση του κατά πόσον το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 42, 42A ή το άρθρο 43, κατά περίπτωση.

(2) Η αρχή εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

Αναφορά και δημοσιοποίηση της απαίτησης

29.-(1) Οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) και υπόκεινται στην απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) του παρόντος Νόμου, υποβάλλουν έκθεση στην αρχή εξυγίανσης και στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα ακόλουθα:

(α) Τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 25Ε(3)(β) του παρόντος Νόμου, καθώς και των ποσών των επιλέξιμων υποχρεώσεων και την έκφραση των ποσών αυτών σύμφωνα με το άρθρο 25(2) του παρόντος Νόμου, μετά από οποιεσδήποτε εφαρμοστέες αφαιρέσεις σύμφωνα με τα Άρθρα 72ε έως 72ι του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(β) τα ποσά άλλων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων·

(γ) για τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) -

(i) τη σύνθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας· και

(ii) την κατάταξή τους σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας· και

(iii) το εάν διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας και, στην περίπτωση αυτή, ποιας τρίτης χώρας και το εάν περιέχουν τους συμβατικούς όρους που αναφέρονται στο άρθρο 64(1), στο Άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχεία ιστ) και ιζ) και στο Άρθρο 63 στοιχεία ιδ) και ιε) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(2) Η υποχρέωση αναφοράς για τα ποσά άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σε οντότητες που, κατά την ημερομηνία αυτή της αναφοράς αυτής, κατέχουν ποσά ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, που ανέρχονται σε τουλάχιστον 150% της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

(3)(α) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) οντότητες υποβάλλουν-

(i) τουλάχιστον σε εξαμηνιαία βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1)· και

(ii) τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ) του  εδαφίου (1).

(β) Εφόσον τους το ζητήσει η αρχή εξυγίανσης ή αρμόδια αρχή, οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) οντότητες υποβάλλουν συχνότερα τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.

(4) Οι οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διαθέτουν δημοσίως τις ακόλουθες πληροφορίες τουλάχιστον σε ετήσια βάση:

(α) Τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 25E(3)(β) και των επιλέξιμων υποχρεώσεων·

(β) τη σύνθεση των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας και κατάταξης σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·

(γ) την εφαρμοστέα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ ή 25Ε όπως εκφράζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2).

(5) Τα εδάφια (1), (2) και (4) δεν εφαρμόζονται στις οντότητες των οποίων το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα πρόκειται να εκκαθαριστεί σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(6) Όταν έχουν εφαρμοστεί δράσεις εξυγίανσης ή έχει ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρεται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α), οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη λήξη της προθεσμίας συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή του άρθρου 25Ε, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 29Α.

(7) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχουν οριστεί για κάθε οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 25Δ ή το άρθρο 25Ε η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία της.

(8) Οι οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τις οποίες τους επιβάλλουν εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 45θ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(9) Η αρχή εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς του Άρθρου 45ιβ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Μεταβατικές ρυθμίσεις και ρυθμίσεις μετά την εξυγίανση

29Α.-(1)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 25(1), η αρχή εξυγίανσης καθορίζει με απόφασή της κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση ιδρύματος ή σχετικού προσώπου με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 25Α(4), (5) ή (7), κατά περίπτωση. η 1η Ιανουαρίου 2024 είναι η προθεσμία για τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των άρθρων 25Δ ή 25Ε ή με απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 25Α(4), (5) ή (7).

(β) Στην απόφαση που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης καθορίζει ενδιάμεσα επίπεδα στόχων για τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε ή για απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 25Α(4), (5) ή (7), κατά περίπτωση, που τα ιδρύματα και σχετικά πρόσωπα πρέπει να έχουν επιτύχει έως την 1η Ιανουαρίου 2022. τα επίπεδα ενδιάμεσου στόχου διασφαλίζουν, κατά κανόνα, τη γραμμική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων προς την επίτευξη της απαίτησης.

(γ) Στην απόφαση που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης δύναται να ορίσει μεταβατική περίοδο που να λήγει μετά από την 1η Ιανουαρίου 2024, όταν αυτό αιτιολογείται δεόντως και θεωρείται σκόπιμο με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο εδάφιο (7), λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων:

(i) Της εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης της οντότητας·

(ii) της προοπτικής ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 25Α(4), (5) ή (7), σε εύλογο χρονικό διάστημα· και

(iii) του κατά πόσον το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο είναι σε θέση να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα Άρθρα 72β και 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 25Α ή 25Ε(3) του παρόντος Νόμου, και, αν αυτό δεν συμβαίνει, του κατά πόσον η αδυναμία αυτή είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς.

(2) Η 1η Ιανουαρίου 2022 είναι η προθεσμία για τη συμμόρφωση οντοτήτων με το ελάχιστο επίπεδο των απαιτήσεων του άρθρου 25Β(4) και (5).

(3) Τα ελάχιστα επίπεδα των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(4) και (5) δεν ισχύουν εντός των δύο (2) ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία-

(α) η αρχή εξυγίανσης έχει εφαρμόσει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα· ή

(β) η οντότητα εξυγίανσης έχει εφαρμόσει εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(β), μέσω του οποίου κεφαλαιακά μέσα και άλλες υποχρεώσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε κοινές μετοχές της κατηγορίας 1 ή έχει ασκηθεί εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) σε σχέση με αυτή την οντότητα εξυγίανσης, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί η οντότητα εξυγίανσης χωρίς την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης.

(4) Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Α(4) και (7), καθώς και στο άρθρο 25Β(4) και (5), κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται εντός της περιόδου των τριών (3) ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης ή ο όμιλος του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι μέλος χαρακτηρίστηκαν ως GSII, ή η οντότητα εξυγίανσης περιέρχεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 25Β(4) και (5).

(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 25(1), η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει με απόφασή της κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 25Δ ή 25Ε ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 25Α(4), (5) και (7), κατά περίπτωση, ιδρύματος ή σχετικού προσώπου στο οποίο έχει εφαρμοστεί μέτρο εξυγίανσης ή ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής που κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α).

(6)(α) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) έως (5), η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στο ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, προκειμένου να διευκολύνεται η βαθμιαία αύξηση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας.

(β) Κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις ισοδυναμεί με το ποσό που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 25Α(4), (5) και (7) ή του άρθρου 25Β(4) ή (5), του άρθρου 25Δ ή του άρθρου 25Ε, κατά περίπτωση.

(7) Κατά τον καθορισμό των μεταβατικών περιόδων, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη-

(α) την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών τίτλων στο μοντέλο χρηματοδότησης· και

(β) την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις· και

(γ) το βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης χρησιμοποιεί κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ.

(8) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναθεωρήσει εν συνεχεία είτε τη μεταβατική περίοδο είτε οποιαδήποτε προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις γνωστοποιείται δυνάμει του εδαφίου (6).

ΜΕΡΟΣ V ΑΠΟΜΕΙΩΣΗ Ή ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
Εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

30.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, μέσω της έκδοσης διατάγματος το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να απομειώνει ή να μετατρέπει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα, και επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στο εδάφιο (5), σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ιδρύματος ή σχετικού προσώπου.

(2) Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων δύναται να ασκείται-

(α) ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης· ή

(β) σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που καθορίζονται στα άρθρα 42, 42A και 43.

(3) Όταν τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των εν λόγω οικείων κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ασκείται από κοινού με την άσκηση της ίδιας εξουσίας στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της οικείας οντότητας ή στο επίπεδο άλλων μητρικών επιχειρήσεων που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης είτε από την αρχή εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και από αρχές εξυγίανσης κρατών μελών δυνάμει της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται η μεταβίβαση των ζημιών και να επιτυγχάνεται η ανακεφαλαιοποίηση της οικείας οντότητας από την οντότητα εξυγίανσης.

(4) Μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης, διενεργείται η αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 76 και εφαρμόζεται το άρθρο 77.

(5)(α) Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των επιλέξιμων υποχρεώσεων ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης δύναται να ασκηθεί μόνο σε σχέση με επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 25Ε(3)(α), εκτός από τον όρο που σχετίζεται με την εναπομένουσα ληκτότητα των υποχρεώσεων, όπως ορίζεται από το Άρθρο 72γ, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(β) Η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή η μετατροπής δυνάμει του παρόντος εδαφίου πραγματοποιείται σύμφωνα με την αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 44(1)(ζ).

(6) Όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης έναντι οντότητας εξυγίανσης ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά παρέκκλιση από το σχέδιο εξυγίανσης, έναντι οντότητας που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, το ποσό που μειώνεται, απομειώνεται ή μετατρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 34(1) στο επίπεδο του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου συνυπολογίζεται στα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 103(4)(α) ή (6)(α) που εφαρμόζονται στην οικεία οντότητα.

Προϋποθέσεις απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

31.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα των περιστάσεων, ασκεί την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 34 και χωρίς καθυστέρηση, όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και τις αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) επιλέξιμες υποχρεώσεις που αφορούν ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, όταν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει διαπιστωθεί, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης των άρθρων 42, 42Α και 43·

(β) η αρμόδια αρχή διαπιστώνει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εν λόγω εξουσία όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα, και τις αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο θα παύσει να είναι βιώσιμο·

(γ) σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από θυγατρική και όταν αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η αρμόδια αρχή και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής ή της αρχής ενοποιημένης εποπτείας διαπιστώνουν από κοινού, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

(δ) σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από τη μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και όταν αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης ή σε ενοποιημένη βάση, και η αρμόδια αρχή διαπιστώνει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

(ε) απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32Γ(2)(δ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στο άρθρο 22(3)(δ)(iii) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016, κατά περίπτωση.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ένα ίδρυμα ή ένα σχετικό πρόσωπο ή ένας όμιλος θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμα μόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32Γ(2) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του άρθρου 22(3) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016, κατά περίπτωση.

(3) Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρική δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερη έκταση ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.

Αποτίμηση για σκοπούς άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

32.-(1)(α) Προτού ασκήσει την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) επιλέξιμων υποχρεώσεων, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι διενεργείται, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου. η αποτίμηση αποτελεί τη βάση υπολογισμού της απομείωσης που πρόκειται να εφαρμοστεί στα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή τις αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να απορροφηθούν ζημιές, καθώς και του βαθμού μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) επιλέξιμων υποχρεώσεων με σκοπό τη ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου.

(α1) Πριν ασκήσει την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31 και το εδάφιο (1)(α) του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, από εκτιμητή ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, καθώς και από το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο.

(β) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (10) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 86, όταν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου η αποτίμηση θεωρείται οριστική.

(γ) Σε περίπτωση που η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων πραγματοποιείται σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια μίας αποτίμησης που να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 47.

(2) Σε περίπτωση που η ανεξάρτητη αποτίμηση δυνάμει του εδαφίου (1) δεν είναι δυνατή, η αρχή εξυγίανσης δύναται να προβαίνει σε προσωρινή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, σύμφωνα με το εδάφιο (6).

(3) Στόχος της αποτίμησης είναι η αξιολόγηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης κατά τα άρθρα 42 και 43.

(4) Οι σκοποί της αποτίμησης είναι -

(α) Να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31 και το εδάφιο (1)(α) του παρόντος άρθρου· και

(β) να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή της μείωσης του ποσοστού συμμετοχής των μετόχων ή των κατόχων των άλλων μέσων ιδιοκτησίας, καθώς και σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31 και το εδάφιο (1)(α) του παρόντος άρθρου· και

(γ) να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε ζημία επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου αναγνωρίζεται πλήρως κατά τη στιγμή της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31 και το εδάφιο (1)(α) του παρόντος άρθρου.

(5)(α) Η αποτίμηση πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 47(5)(α) και (β) και (6) και (8).

(β) Η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η αρχή εξυγίανσης δύναται να ανακτήσει κάθε εύλογη δαπάνη που δεόντως προέκυψε από το ίδρυμα υπό εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 45(7).

(6)(α) Σε περίπτωση που, λόγω έκτακτων περιστάσεων, δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 47(6) και (8) ή στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται προσωρινή αποτίμηση.

(β) Η προσωρινή αποτίμηση συνάδει με τις απαιτήσεις του εδαφίου (3) και, στον βαθμό που ευλόγως το επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τις απαιτήσεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και με τις απαιτήσεις του άρθρου 47(6) και (8).

(γ) Η προσωρινή αποτίμηση περιλαμβάνει απόθεμα για πρόσθετες ζημιές, δεόντως αιτιολογημένο.

(7)(α) Αποτίμηση που δεν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου θεωρείται προσωρινή, έως ότου διενεργηθεί από ανεξάρτητο εκτιμητή αποτίμηση η οποία να είναι απολύτως συμβατή με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(β) Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση σύμφωνα με την παράγραφο (α) διενεργείται το συντομότερο δυνατόν, δύναται δε να διενεργείται χωριστά από την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 38 ή ταυτόχρονα με εκείνη και από τον ίδιο ανεξάρτητο εκτιμητή, αλλά είναι διακριτή από την τελευταία.

(γ) Οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης είναι-

(i) Να διασφαλιστεί ότι οποιεσδήποτε από τις ζημιές επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου καταγράφονται στα λογιστικά βιβλία του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου∙

(ii) να ληφθεί εμπεριστατωμένη απόφαση σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, σύμφωνα με το εδάφιο (8).

(8) Σε περίπτωση που από την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση δυνάμει του εδαφίου (7) προκύπτει διαφορά αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου μεγαλύτερη από αυτήν της προσωρινής αποτίμησης της διαφοράς αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να ασκήσει τις εξουσίες της και να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί ή/και να μειώσει την αξία των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που μετατρέπονται σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή/και να αυξήσει την αξία των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν απομειωθεί.

(9) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), η προσωρινή αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με τα εδάφια (6) και (7) αποτελεί έγκυρη βάση προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να ασκήσει την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31 και το εδάφιο (1)(α) του παρόντος άρθρου.

(10) Η αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την απόφαση άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31 και το εδάφιο (1)(α) του παρόντος άρθρου, και υπόκειται σε δικαίωμα αγωγής ενώπιον επαρχιακού δικαστηρίου, όχι ως αυτόνομη πράξη, αλλά μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αγωγής μαζί με την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 86.

Μεταχείριση μετόχων σε περίπτωση απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα

33.-(1) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

(α) Όταν η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων ασκείται ανεξάρτητα από δράση εξυγίανσης σε ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, απομειώνει το ποσοστό συμμετοχής των υφιστάμενων μετόχων μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, ανάλογα με την περίπτωση∙

(β) όταν η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων ασκείται σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης -

(i) ακυρώνει τις υφιστάμενες μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή τα μεταβιβάζει σε πιστωτές που επηρεάζονται από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα·

(ii) υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 32, το ίδρυμα υπό εξυγίανση έχει θετική καθαρή αξία, απομειώνει το ποσοστό συμμετοχής των υφιστάμενων μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα που έχει εκδώσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση σύμφωνα με την εξουσία που προβλέπεται στο άρθρο 65(1)(β)(vi).

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), η μετατροπή γίνεται με συντελεστή μετατροπής που απομειώνει σημαντικά την αξία των υφιστάμενων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

(3) Τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) εφαρμόζονται επίσης έναντι των μετόχων σε περίπτωση που οι εν λόγω μετοχές ή τα άλλα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας εκδόθηκαν ή εκχωρήθηκαν υπό οποιανδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

(α) Κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σύμφωνα με συμβατικές ρήτρες των αρχικών χρεωστικών μέσων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που προηγήθηκε ή επήλθε ταυτοχρόνως με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης ότι το ίδρυμα ή το άλλο πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση·

(β) κατόπιν της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 34.

(4) Όταν εξετάζεται η επιλογή δράσης που θα αναληφθεί σύμφωνα με το εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη -

(α) Την αποτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 32· και

(β) τα ποσά με βάση τα οποία η αρχή εξυγίανσης εκτίμησε ότι τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πρέπει να μειωθούν και τα οικεία κεφαλαιακά μέσα πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν σύμφωνα με το άρθρο 34(1)· και

(γ) τα συνολικά ποσά που εκτιμήθηκαν από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 55.

Διατάξεις που διέπουν την απομείωση ή μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

34.-(1) Κατά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 30, 31 και 32(1)(α), η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής βάσει της προτεραιότητας των απαιτήσεων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, κατά τρόπο που επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

(α) Τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 υφίστανται μείωση πρώτα κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και στα όρια των δυνατοτήτων τους και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει μία ή αμφότερες τις δράσεις που καθορίζονται στο άρθρο 33(1) έναντι των κατόχων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

(β) η αξία των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για να παραμείνει το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο ή ο όμιλος βιώσιμος ή για να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 41 ανάλογα με την περίπτωση ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο·

(γ) η αξία των μέσων της κατηγορίας 2 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για να παραμείνει το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο ή ο όμιλος βιώσιμος ή για να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 41 ανάλογα με την περίπτωση ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο·

(δ) το αρχικό κεφάλαιο των αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) επιλέξιμων υποχρεώσεων απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 41 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών επιλέξιμων υποχρεώσεων, όποιο είναι χαμηλότερο.

(2)(α) Σε περίπτωση που το αρχικό κεφάλαιο του σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή μιας αναφερόμενης στο άρθρο 30(5) επιλέξιμης υποχρέωσης απομειώνεται-

(i) η μείωση του εν λόγω αρχικού κεφαλαίου είναι μόνιμη, με την επιφύλαξη τυχόν ανατίμησης σύμφωνα με τον μηχανισμό αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 55(3)·

(ii) δεν υφίσταται πλέον καμία υποχρέωση έναντι του κατόχου του σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή των αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) επιλέξιμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο ή σε σχέση με το αρχικό κεφάλαιο του μέσου που απομειώθηκε, εκτός των ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων και τυχόν υποχρέωσης αποζημίωσης που μπορεί να προκύψει κατόπιν αγωγής ενώπιον επαρχιακού δικαστηρίου κατά της νομιμότητας της άσκησης της εξουσίας απομείωσης·

(iii)καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται σε κανέναν κάτοχο των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) επιλέξιμων υποχρεώσεων, πλην των περιπτώσεων του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.

(β) [Διαγράφηκε].

(γ) Στις περιπτώσεις που το επίπεδο απομείωσης βασιζόμενο σε προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 32 υπερβαίνει τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την οριστική αξιολόγηση σύμφωνα με το εδάφιο (10) του ίδιου άρθρου, δύναται να εφαρμόζεται μηχανισμός ανατίμησης για την αποζημίωση των κατόχων σχετικών κεφαλαικών μέσων και, εν συνέχεια, των μετόχων στον απαιτούμενο βαθμό.

(3)(α) Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των αναφερόμενων στο άρθρο 30(5) επιλέξιμων υποχρεώσεων, δυνάμει των παραγράφων (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα την έκδοση μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 προς τους κατόχους των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των εν λόγω επιλέξιμων υποχρεώσεων.

(β) Η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των εν λόγω επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο ή από μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, με τη σύμφωνη γνώμη της αρχής εξυγίανσης ή, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους της μητρικής επιχείρησης·

(ii) τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται πριν από κάθε έκδοση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, με σκοπό την παροχή ιδίων κεφαλαίων από το Κράτος ή από κρατικό φορέα·

(iii) τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 αποδίδονται και μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά την άσκηση της εξουσίας μετατροπής·

(iv) ο συντελεστής μετατροπής που προσδιορίζει τον αριθμό των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που διατίθενται για κάθε σχετικό κεφαλαιακό μέσο ή κάθε επιλέξιμη υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 30(5) του παρόντος Νόμου, είναι σύμφωνος με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου και με οποιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες καταρτίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 50, παράγραφος 4 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(4) Για τη διάθεση των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το εδάφιο (3), η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα να κατέχουν, ανά πάσα στιγμή, την απαιτούμενη εκ των προτέρων άδεια για την έκδοση του σχετικού αριθμού μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

(5) Με την επιφύλαξη του άρθρου 45(2), όταν ένα ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση και η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εφαρμόσει ένα μέτρο εξυγίανσης στο εν λόγω ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 31(1), πριν εφαρμόσει το μέτρο εξυγίανσης.

Απομείωση και μετατροπή κεφαλαιακών μέσων, συντελεστής μετατροπής σε μετοχικό κεφάλαιο

35.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει διαφορετικό συντελεστή μετατροπής στις διάφορες κατηγορίες σχετικών κεφαλαιακών μέσων μόνον σε περίπτωση που ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων ανεξάρτητα από δράση εξυγίανσης, σύμφωνα με μία ή και αμφότερες τις αρχές που καθορίζονται στα εδάφια (2) και (3).

(2) Ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση του θιγόμενου κατόχου σχετικού κεφαλαιακού μέσου για οποιαδήποτε ζημία που υφίσταται λόγω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής.

(3) Όταν εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στα σχετικά κεφαλαιακά μέσα που θεωρούνται υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου είναι υψηλότερος από τον συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στα μέσα μειωμένης εξασφάλισης.

Αποτέλεσμα της απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων

36.-(1) Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, η μείωση της αξίας, μετατροπή ή ακύρωση των κεφαλαιακών μέσων παράγουν αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτικές για το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τους θιγόμενους μετόχους.

(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ολοκληρώσει ή να ζητήσει να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται -

(α) Η τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων· και

(β) η διαγραφή ή η απόσυρση από τη διαπραγμάτευση των σχετικών κεφαλαιακών μέσων· και

(γ) η εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

Μη επιδείνωση της οικονομικής θέσης μετόχων και των κατόχων κεφαλαιακών μέσων

37. Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει την εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, οι μέτοχοι και οι κάτοχοι κεφαλαιακών μέσων δεν υφίστανται μεγαλύτερες ζημιές από όσες θα υφίσταντο, εάν το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, στο οποίο έχει ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για την απομείωση ή μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων.

Αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση των μετόχων και των κατόχων κεφαλαιακών μέσων

38.-(1)(α) Προκειμένου να αποτιμηθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι κάτοχοι κεφαλαιακών μέσων θα τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης εάν το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, αντί της απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, αλλά όχι αποκλειστικά, και για τους σκοπούς του άρθρου 37, διενεργείται αποτίμηση από ανεξάρτητο εκτιμητή, το συντομότερο δυνατόν, αφού έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης.

(β) Η εν λόγω αποτίμηση είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 32.

(γ) Σε περίπτωση που η εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων πραγματοποιείται σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια αποτίμησης που να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 76.

(2) Με την αποτίμηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) προσδιορίζεται -

(α) Η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι εάν το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο σε σχέση με το οποίο έχει ασκηθεί η εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση∙ και

(β) η πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι κάτοχοι κεφαλαιακών μέσων κατά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων· και

(γ) αν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στη παράγραφο (α) και της μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο (β).

(3) Η αποτίμηση -

(α) Βασίζεται στην παραδοχή ότι αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, θα είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία εκκαθάρισης τη στιγμή κατά την οποία εκδόθηκε το διάταγμα για την απομείωση ή μετατροπή κεφαλαικών μέσων∙ και

(β) βασίζεται στην παραδοχή ότι η απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων δεν έχει πραγματοποιηθεί∙ και

(γ) δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης στο ίδρυμα.

Διασφάλιση για τους μετόχους και τους κατόχους κεφαλαιακών μέσων

39. Εφόσον με την αποτίμηση που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 38 προσδιοριστεί ότι οποιοσδήποτε μέτοχος ή κάτοχος κεφαλαιακών μέσων που αναφέρεται στο άρθρο 37, έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από το Ταμείο Εξυγίανσης.

Αποτέλεσμα απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων από αρχή κράτους μέλους

40.-(1) Όταν αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους ασκώντας τις εξουσίες δυνάμει του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, απομειώνει ή μετατρέπει κεφαλαιακά μέσα οντότητας που αναφέρεται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τα οποία περιλαμβάνουν σχετικά κεφαλαιακά μέσα που διέπονται από κυπριακό δίκαιο, η μείωση της αξίας ή η μετατροπή των εν λόγω μέσων θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων ανεξαρτήτως οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει νομοθετικών διατάξεων ή όρων σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης με νομικές διαδικασίες που διαφορετικά θα εφαρμόζονταν.

(2) Οι κάτοχοι κεφαλαιακών μέσων που θίγονται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν δικαιούνται να αμφισβητούν, ασκώντας ένδικα μέσα, τη μείωση της αξίας του μέσου ή τη μετατροπή του, κατά περίπτωση, βάσει διάταξης του κυπριακού δικαίου.

(3) Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα των κατόχων κεφαλαιακών μέσων για αμφισβήτηση πράξεων και αποκατάσταση δυνάμει του άρθρου 86 ως προς τη μείωση της αξίας ή τη μετατροπή ενός κεφαλαιακού μέσου σύμφωνα με το εδάφιο (1).

ΜΕΡΟΣ VI ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I-ΣΤΟΧΟΙ, ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Στόχοι της εξυγίανσης

41.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν πρόκειται να εφαρμόσει τα μέτρα εξυγίανσης και να ασκήσει τις εξουσίες εξυγίανσης, λαμβάνει υπόψη τους στόχους εξυγίανσης και επιλέγει τα μέτρα και τις εξουσίες που επιτυγχάνουν καλύτερα τους στόχους που αντιστοιχούν στις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

(2)(α) Οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθοι:

(i) Να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών·

(ii) να αποφευχθούν σημαντικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης, μεταξύ άλλων στις υποδομές της αγοράς και με τη διατήρηση της πειθαρχίας στην αγορά·

(iii) να προστατευτούν οι δημόσιοι πόροι, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

(iv) να προστατευθούν οι καταθέτες που καλύπτονται από τον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2016 και οι επενδυτές που καλύπτονται σε περίπτωση ΚΕΠΕΥ από την Οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη Συνέχιση της Λειτουργίας και τη Λειτουργία του Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών ΕΠΕΥ και σε περίπτωση ΑΠΙ από τους περί της ΄Ιδρυσης και Λειτουργίας Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών Κανονισμούς του 2004 έως 2007·

(v) να προστατευθούν τα κεφάλαια των πελατών και τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών.

(β) Κατά την επιδίωξη των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει το κόστος της εξυγίανσης και να αποφύγει την καταστροφή αξίας εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης.

(3) Με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του παρόντος Νόμου, οι στόχοι εξυγίανσης είναι ίσης σημασίας, και οι αρχές εξυγίανσης τους εξισορροπούν δεόντως ανάλογα με τη φύση και τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

42.-(1) Η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράση για την εξυγίανση ιδρύματος μόνον εφόσον κρίνει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, έχει διαπιστώσει ότι το ίδρυμα τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας·

(β) λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους, δεν προσδοκάται εύλογα ότι εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας, ή εποπτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 30 που αναλαμβάνεται έναντι του ιδρύματος, θα αποτρέψει την αφερεγγυότητα του ιδρύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

(γ) η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

(2) Η προηγούμενη λήψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 30Γ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή το άρθρο 18 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016, κατά περίπτωση, δεν αποτελεί προϋπόθεση για να αναληφθεί δράση εξυγίανσης.

(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση δημόσιου συμφέροντος εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 41 και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι εξυγίανσης δεν θα επιτυγχάνονταν στον ίδιο βαθμό.

Προϋποθέσεις εξυγίανσης για κεντρικό φορέα και πιστωτικά ιδρύματα μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα

42Α. Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με κεντρικό φορέα και όλα τα μόνιμα συνδεδεμένα με αυτόν ΑΠΙ που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, όταν ο εν λόγω όμιλος εξυγίανσης, ως σύνολο, πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42(1).

Διαδικασίες αφερεγγυότητας για τα ιδρύματα και οντότητες που δεν υπόκεινται σε δράση εξυγίανσης

42Β. Ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο για το οποίο η αρχή εξυγίανσης κρίνει μεν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 42(1)(α) και (β) ή του άρθρου 43, αλλά ότι η ανάληψη δράσης εξυγίανσης δε θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με το άρθρου 42(1)(γ), τίθεται υπό κανονική διαδικασία εκκαθάρισης.

Προϋποθέσεις εξυγίανσης όσον αφορά χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εταιρείες συμμετοχών

43.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης έναντι χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 3(1)(β) όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 42(1) τόσο ως προς το χρηματοοικονομικό ίδρυμα όσο και ως προς τη μητρική επιχείρηση που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία.

(2) Η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης έναντι οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 3(1)(γ) ή (δ) εφόσον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42(1).

(3)(α) Σε περίπτωση που τα θυγατρικά ιδρύματα μικτής εταιρείας συμμετοχών ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών χαρακτηρίζεται ως οντότητα εξυγίανσης. η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της ενδιάμεσης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δεν αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της μεικτής εταιρείας συμμετοχών.

(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλάβει δράση εξυγίανσης επί οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 3(1)(γ) ή (δ) παρά το γεγονός ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42(1), εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η οντότητα είναι οντότητα εξυγίανσης∙

(β) μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές της οντότητας, οι οποίες είναι ιδρύματα αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 42(1)∙

(γ) τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις των θυγατρικών που αναφέρονται στην παράγραφο (β) είναι τέτοιου είδους, ώστε η κατάσταση αφερεγγυότητας των εν λόγω θυγατρικών να απειλεί τον όμιλο εξυγίανσης στο σύνολό του και είναι αναγκαία η δράση εξυγίανσης έναντι της οντότητας είτε για την εξυγίανση τέτοιου είδους θυγατρικών οι οποίες είναι ιδρύματα είτε για την εξυγίανση του σχετικού ομίλου εξυγίανσης ως συνόλου.

(5) [Διαγράφηκε].

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

43Α.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση και η οποία απαντά έγκαιρα, δύναται να αναστέλλει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 42(1)(α)·

(β) δεν υφίσταται άμεσα διαθέσιμο μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(β) που θα απέτρεπε την κατάσταση αφερεγγυότητας του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·

(γ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·

(δ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής είναι-

(i) αναγκαία για τη πραγματοποίηση της διαπίστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(γ)· ή

(ii) αναγκαία για την επιλογή των κατάλληλων δράσεων εξυγίανσης ή τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων μέτρων εξυγίανσης.

(2)(α) Η εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:

(i) Συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τον περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμο και συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων, ως ορίζονται σύμφωνα με την Οδηγία 98/26/ΕΚ, εγκατεστημένων σε κράτος μέλος·

(ii) των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτων χωρών, οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 25 του εν λόγω Κανονισμού·

(iii)κεντρικών τραπεζών.

(β)Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της εξουσίας η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (1), λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. συγκεκριμένα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις ως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

(3) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ασκείται εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, διασφαλίζει ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές.

(4) Η περίοδος της αναστολής σύμφωνα με το εδάφιο (1) είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και δεν υπερβαίνει το ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο κρίνει αναγκαίο η αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εν λόγω εδαφίου. η περίοδος αναστολής σε κάθε περίπτωση δεν διαρκεί περισσότερο από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που δημοσιεύεται η κοινοποίηση αναστολής σύμφωνα με το εδάφιο (8) έως τα μεσάνυκτα της εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί μετά τη δημοσίευση αυτή. κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής, η αναστολή παύει να ισχύει.

(5) Κατά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και τους ισχύοντες κανόνες δικαίου και τις εποπτικές και δικαστικές εξουσίες, προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας. η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει ιδίως υπόψη της την ενδεχόμενη εφαρμογή των κυπριακών διαδικασιών αφερεγγυότητας στο ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο λόγω της διαπίστωσης του άρθρου 42(1)(γ) και προβαίνει στις ρυθμίσεις που κρίνει κατάλληλες ώστε να εξασφαλίσει τον κατάλληλο συντονισμό με τις κυπριακές διοικητικές ή δικαστικές αρχές.

(6) Όταν οι απορρέουσες από σύμβαση υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης αναστέλλονται δυνάμει του εδαφίου (1), οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης οποιωνδήποτε αντισυμβαλλομένων δυνάμει της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

(7) Μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης, που θα ήταν απαιτητή κατά την περίοδο αναστολής, είναι απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αυτής.

(8)(α) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει αμελλητί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 84(1)(α) έως (ι) όταν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου μετά τη διαπίστωση ότι τελεί ή ενδέχεται να τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 42(1)(α) και πριν από τη λήψη της απόφασης για εξυγίανση.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση της πράξης με την οποία αναστέλλονται οι υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου, καθώς και των όρων και της χρονικής διάρκειας της αναστολής, με τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 84(3).

(9) Το παρόν άρθρο ισχύει χωρίς επηρεασμό των δυνάμει του κυπριακού δικαίου εξουσιών αναστολής των περί πληρωμής ή παράδοσης υποχρεώσεων των ιδρυμάτων ή των σχετικών προσώπων πριν από τη διαπίστωση ότι τα εν λόγω ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα τελούν υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 42(1)(α), και χωρίς επηρεασμό των δυνάμει του κυπριακού δικαίου εξουσιών αναστολής των περί πληρωμής ή παράδοσης υποχρεώσεων των ιδρυμάτων ή των σχετικών προσώπων τα οποία πρόκειται να εκκαθαριστούν στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, οι οποίες εξουσίες δυνάμει του κυπριακού δικαίου υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκεια που προβλέπονται στο παρόν άρθρο:

Νοείται ότι, οι εν λόγω εξουσίες δυνάμει του κυπριακού δικαίου ασκούνται σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής, τη διάρκεια και τους όρους που προβλέπονται στο κυπριακό δίκαιο:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι όροι που προβλέπονται στο παρόν άρθρο δεν θίγουν τους όρους που αφορούν τις δυνάμει του κυπριακού δικαίου προαναφερόμενες εξουσίες για την αναστολή των περί πληρωμής ή παράδοσης υποχρεώσεων.

(10) Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία για αναστολή υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης δύναται επίσης, κατά τη διάρκεια της αναστολής-

(α) να απαγορεύει σε εχεγγύους εγγυητές του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού του εν λόγω ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην οποία περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 72(2), (3) και (4)· και

(β) να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με το εν λόγω ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην οποία περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 73(2) έως (7).

(11) Σε περίπτωση που, μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο τελεί ή ενδέχεται να τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας σύμφωνα με το άρθρο 42(1)(α), η αρχή εξυγίανσης έχει ασκήσει την εξουσία αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δυνάμει του εδαφίου (1) ή (10) και εφόσον στη συνέχεια αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης έναντι αυτού του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του άρθρου 71(1), του άρθρου 72(1) ή του άρθρου 73(1), όσον αφορά το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο.

Γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση

44.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν πρόκειται να εφαρμόσει τα μέτρα εξυγίανσης και να ασκήσει τις εξουσίες εξυγίανσης, λαμβάνει κάθε ενδεδειγμένο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσει ότι η δράση εξυγίανσης λαμβάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

(α) Οι μέτοχοι του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν πρώτοι τις ζημίες·

(β) οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν ζημιές μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν άλλως ρητώς ορίζει ο παρών Νόμος·

(γ) το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση αντικαθίστανται, εκτός από περιπτώσεις κατά τις οποίες η παραμονή του διοικητικού οργάνου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών, εν όλω ή εν μέρει, όπως ενδείκνυται βάσει των περιστάσεων, κρίνεται αναγκαία για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

(δ) το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση παρέχουν κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

(ε) τα φυσικά και νομικά πρόσωπα καθίστανται υπόλογα, με την επιφύλαξη του κυπριακού αστικού ή ποινικού δικαίου ή για την ευθύνη που φέρουν για την αφερεγγυότητα του ιδρύματος·

(στ) πλην αντιθέτου διάταξης του παρόντος Νόμου, οι πιστωτές της ιδίας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης·

(ζ) κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις των άρθρων 75 έως 77·

(η) οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται πλήρως·

(θ) η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διασφαλίσεις του παρόντος Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι οντότητα ομίλου, με την επιφύλαξη του άρθρου 41, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει τα μέτρα εξυγίανσης και ασκεί τις εξουσίες εξυγίανσης κατά τρόπο που ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις στις λοιπές οντότητες του ομίλου και στο σύνολο του ομίλου, καθώς και τις δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ΕΕ και τα κράτη μέλη, και ιδίως στις χώρες όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.

(3) Όταν η αρχή εξυγίανσης πρόκειται να εφαρμόσει τα μέτρα εξυγίανσης και να ασκήσει τις εξουσίες εξυγίανσης, μεριμνά, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για τη συμμόρφωση με τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

(4) Όταν σε ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο εφαρμόζεται το μέτρο πώλησης εργασιών, το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχειών, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα ή το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, το εν λόγω ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο θεωρείται ως υποκείμενο σε διαδικασία πτώχευσης, εκκαθάρισης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 6 του περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμου.

(5) Κατά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης, όποτε ενδείκνυται, ενημερώνει και ζητά τη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων.

(6) Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει μέτρα εξυγίανσης και ασκεί εξουσίες εξυγίανσης λαμβάνοντας υπόψη τυχόν ακολουθούμενη πρακτική σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου.

Οικονομική θέση πιστωτή ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης

44Α. Κανένας πιστωτής ιδρύματος το οποίο υπόκειται σε εξυγίανση δεν περιέρχεται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σε σύγκριση με τη θέση που θα είχε περιέλθει, εάν το εν λόγω ίδρυμα ετίθετο υπαλλακτικά σε εκκαθάριση με βάση τις διατάξεις ισχύουσας νομοθεσίας.

Λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης

45.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει τα μέτρα εξυγίανσης σε ιδρύματα και σχετικά πρόσωπα που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις εξυγίανσης.

(2) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εφαρμόσει ένα μέτρο εξυγίανσης σε ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο και η εν λόγω δράση εξυγίανσης προκαλέσει ζημιές που επιβαρύνουν τους πιστωτές ή οδηγήσει σε μετατροπή των απαιτήσεών τους, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) αμέσως πριν ή παράλληλα με την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης.

(3) Τα μέτρα εξυγίανσης είναι τα εξής:

(α) Το μέτρο πώλησης εργασιών, σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΙΙ του παρόντος Μέρους·

(β) το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΙΙΙ του παρόντος Μέρους·

(γ) το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το Κεφάλαιο IV του παρόντος Μέρους·

(δ) το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, σύμφωνα με το Κεφάλαιο V του παρόντος Μέρους.

(4) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (5), η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει τα μέτρα εξυγίανσης είτε μεμονωμένα είτε σε οποιονδήποτε συνδυασμό.

(5) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μόνο σε συνδυασμό με άλλο μέτρο εξυγίανσης.

(6)(α) Όταν χρησιμοποιούνται μόνο τα μέτρα εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ή (β) του εδαφίου (3), και χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση μόνο μέρους των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, το εναπομένον ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο από το οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις, εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(β) Η εκκαθάριση δυνάμει της παραγράφου (α) πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης του εν λόγω ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη σύμφωνα με το άρθρο 67, προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης, και λαμβανομένου επίσης υπόψη κάθε άλλου λόγου ο οποίος επιτάσσει τη συνέχιση της λειτουργίας του εναπομένοντος ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης ή να τηρούνται οι αρχές που ορίζονται στο άρθρο 44.

(7)(α) Η αρχή εξυγίανσης και το Ταμείο Εξυγίανσης παρακρατούν από το τυχόν αντάλλαγμα που καταβάλλεται από τον αποκτώντα προς το υπό εξυγίανση ίδρυμα ή, κατά περίπτωση, προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, το ισόποσο κάθε εύλογης δαπάνης που κατέβαλλαν για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης.

(β) Για το τυχόν υπόλοιπο του ποσού της δαπάνης κατόπιν αυτής της παρακράτησης, η αρχή εξυγίανσης και το Ταμείο Εξυγίανσης έχουν αξίωση κατά του υπό εξυγίανση ιδρύματος, καθώς και κατά του μεταβατικού ιδρύματος ή της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ασκούμενη στην περίπτωση του μεταβατικού ιδρύματος ή της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μόνον επί των τυχόν εσόδων που προκύπτουν από την πώλησή τους σε τρίτα μέρη ή την εκκαθάρισή τους υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(γ) Σε περίπτωση πώλησης μεταβατικού ιδρύματος ή εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε τρίτα μέρη, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρακρατεί από το τυχόν αντάλλαγμα το ισόποσο της αξίωσης η οποία προβλέπεται στην παράγραφο (β).

(δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η αξίωση της αρχής εξυγίανσης και του Ταμείου Εξυγίανσης, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο (β), κατατάσσεται προ πάσης άλλης αξίωσης, σε περίπτωση που το ίδρυμα υπό εξυγίανση, μεταβατικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης τίθεται σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(ε) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων (α) έως (δ), η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την καταβολή των δαπανών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) απευθείας από το υπό εξυγίανση ίδρυμα.

(8) Οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων από ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα προς άλλη οντότητα δυνάμει της εφαρμογής μέτρου εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσίας εξυγίανσης δεν υπόκεινται σε πτωχευτική ανάκληση.

(9)(α) Στην περίπτωση εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών κατά τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο ΙΙ του παρόντος Μέρους, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναστείλει την απόφαση για την εφαρμογή του μέτρου αυτού, σε περίπτωση όπου οι προσφορές που έχουν ληφθεί κρίνονται από την αρχή εξυγίανσης ως μη συμφέρουσες.

(β) Στην περίπτωση που ισχύουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει την εφαρμογή άλλων μέτρων εξυγίανσης ή να εισηγηθεί στην αρμόδια αρχή την ανάκληση της άδειας του ιδρύματος υπό εξυγίανση και τη προσφυγή σε διαδικασία εκκαθάρισης, ή οποιουδήποτε άλλου μέτρου στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Διορισμός ειδικού διαχειριστή

46.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να διορίσει ειδικό διαχειριστή, ο οποίος αναλαμβάνει τη διοίκηση του υπό εξυγίανση ιδρύματος, σύμφωνα με τους όρους της πράξης διορισμού του και με την επιφύλαξη του σκοπού διορισμού του κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) και των εξουσιών του κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3):

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά την κρίση της, να διορίσει ένα ή περισσότερα πρόσωπα ως ειδικούς διαχειριστές:

Νοείται περαιτέρω ότι, η πράξη διορισμού ειδικού διαχειριστή δύναται να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ρητά τα θέματα για τα οποία απαιτείται απόφαση της ίδιας της αρχής εξυγίανσης ή έγκρισή της ή προηγούμενη ενημέρωσή της.

(β) Ο διορισμός του ειδικού διαχειριστή γίνεται με βάση αυστηρά επαγγελματικά κριτήρια, ήτοι επαγγελματικής εμπειρίας και κατάρτισης σε τραπεζικά ή συναφή θέματα, και βάσει κριτηρίων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποφασίζει η αρχή εξυγίανσης, και τα οποία διασφαλίζουν την καταλληλότητα του επιλεγόμενου προσώπου.

(γ) Κατά τη διάρκεια του διορισμού του, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (5) ή/και εκτέλεσης συγκεκριμένων εργασιών, ο ειδικός διαχειριστής δεν έχει άλλη ενασχόληση ή εργασία, εκτός εάν έχει προηγουμένως δοθεί η σχετική έγκριση της αρχής εξυγίανσης.

(δ) Κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ο ειδικός διαχειριστής εφαρμόζει την ισχύουσα σχετική νομοθεσία καθώς και τις οδηγίες της αρχής εξυγίανσης, και διαχειρίζεται τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί, με κάθε επιμέλεια, ήθος, ακεραιότητα, εχεμύθεια και εμπιστευτικότητα.

(ε) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, ο οποίος προβλέπει το διορισμό προσώπου με τις ίδιες ή παρόμοιες εξουσίες και αρμοδιότητες ως ειδικός διαχειριστής, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο κατόπιν της σύμφωνης γνώμης της αρχής εξυγίανσης, χωρίς δε αυτή τη σύμφωνη γνώμη, η εφαρμογή τους είναι εξ αρχής άνευ εννόμου αποτελέσματος, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο έχει ή πρόκειται να τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(στ) Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται ο διορισμός του ειδικού διαχειριστή και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διορίζεται ή προσλαμβάνεται δυνάμει του παρόντος Μέρους, επιβαρύνουν το υπό εξυγίανση ίδρυμα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση αδυναμίας του υπό εξυγίανση ιδρύματος να καταβάλει το σύνολο ή μέρος του εν λόγω κόστους, η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την κάλυψη της σχετικής υποχρέωσης από το Ταμείο Εξυγίανσης.

(ζ) Η αρχή εξυγίανσης γνωστοποιεί την πράξη διορισμού του ειδικού διαχειριστή με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει.

(2)(α) Ο ειδικός διαχειριστής έχει το νόμιμο καθήκον να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο με σκοπό την προώθηση των στόχων εξυγίανσης που προβλέπονται στο άρθρο 41 και την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης, ήτοι την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας, διευκόλυνσης ή εκτέλεσης εργασίας, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, σε υπό εξυγίανση ίδρυμα ή/και την επίβλεψη της εκκαθάρισης του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(β) Εν ανάγκη, το καθήκον που αναφέρεται στην παράγραφο (α) υπερισχύει κάθε άλλου διοικητικού καθήκοντος σύμφωνα με το καταστατικό του ιδρύματος ή το κυπριακό δίκαιο, όταν προκύπτει θέμα ασυμβίβαστου μεταξύ τους.

(3)(α) Για την επίτευξη του σκοπού διορισμού του, ο ειδικός διαχειριστής έχει άμεση πρόσβαση σε οποιαδήποτε στοιχεία ή πληροφορίες του υπό εξυγίανση ιδρύματος και διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος τις οποίες ασκεί μόνον υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης.

(β) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), ο ειδικός διαχειριστής δύναται, σύμφωνα με τους όρους εντολής του, να απαιτεί ή να επιβάλλει όρους για οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Την αύξηση κεφαλαίου του ιδρύματος υπό εξυγίανση∙

(ii) την αναδιοργάνωση της ιδιοκτησιακής δομής του ιδρύματος υπό εξυγίανση∙

(iii) τον περιορισμό του πεδίου εργασιών και επιχειρηματικών εργασιών του ιδρύματος υπό εξυγίανση καθ' οποιονδήποτε τρόπο∙

(iv) την αναθεώρηση ή κατάργηση πολιτικών και στρατηγικών αποφάσεων που επηρεάζουν την οργανική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος υπό εξυγίανση∙

(v) την αναθεώρηση επιχειρηματικών υπηρεσιών και πολιτικών, που αφορούν την παροχή χορηγήσεων ή/και αποδοχή και προσέλκυση καταθέσεων∙

(vi) τον περιορισμό ή/και την απαγόρευση μεμονωμένης συναλλαγής, τάξης συναλλαγών ή συγκεκριμένων επενδύσεων∙

(vii) την απομάκρυνση ή αντικατάσταση μελών του διοικητικού οργάνου και ανώτατων διοικητικών στελεχών του υπό εξυγίανση ιδρύματος∙

(viii) τη διατήρηση συγκεκριμένων επιπέδων προληπτικής ρευστότητας και ιδίων κεφαλαίων∙

(ix) εξαγορές από ιδρύματα που είναι υγιή από χρηματοοικονομική και οργανωτική άποψη∙

(x) τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου ή ενέργειας ή την αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών.

(γ) Ο ειδικός διαχειριστής, υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης, δύναται να διενεργήσει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Το διορισμό ή τοποθέτηση προσωπικού σε οποιαδήποτε οργανική ή διοικητική θέση στο ίδρυμα υπό εξυγίανση∙

(ii) την πρόσληψη εξωτερικών νομικών ή οικονομικών ή άλλης επαγγελματικής ιδιότητας ή κατάρτισης συμβούλων.

(4)(α) Εντός τριάντα (30) ημερών από το διορισμό του ή εντός χρονικού πλαισίου που αποφασίζει η αρχή εξυγίανσης, ο ειδικός διαχειριστής, τηρουμένων των όρων της πράξης διορισμού του, ετοιμάζει και υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης, έκθεση, στην οποία περιλαμβάνονται κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:

(i) Ενήμερο ισολογισμό, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων αποτιμημένων σε εύλογη αξία∙

(ii) προβλεπόμενο ισολογισμό για συγκεκριμένη μελλοντική χρονική περίοδο, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις των μέτρων εξυγίανσης∙

(iii) αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων εξυγίανσης∙

(iv) κατάλογο περιουσιακών στοιχείων σε κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό κινδύνου∙

(v) εάν ενδείκνυται, εισηγήσεις για τυχόν ανάγκες εφαρμογής πρόσθετων μέτρων εξυγίανσης ή αναθεώρησης ή ανάκλησης εφαρμοζόμενων μέτρων εξυγίανσης:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει οποιοδήποτε μέτρο εξυγίανσης, ανεξάρτητα από την ολοκλήρωση και υποβολή των εκθέσεων που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.

(β) Ανεξάρτητα από τις άμεσες ενέργειες που πηγάζουν από τους όρους εντολής του, ο ειδικός διαχειριστής ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης με τακτικές και έκτακτες εκθέσεις προόδου και εισηγήσεων, ενώ, σε περίπτωση που τούτο κρίνεται επιβαλλόμενο από τις τρέχουσες εξελίξεις σχετικά με το υπό εξυγίανση ίδρυμα, προβαίνει σε άμεση ενημέρωση της αρχής εξυγίανσης:

Νοείται ότι, ο ειδικός διαχειριστής παρέχει οποιοδήποτε στοιχείο, πληροφορία ή ετοιμάζει οποιαδήποτε έκθεση του ζητηθεί από την αρχή εξυγίανσης, εντός του χρονικού πλαισίου που αυτή ήθελε αποφασίσει.

(γ) Κατά τη λήξη της θητείας του, ο ειδικός διαχειριστής ετοιμάζει και υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης έκθεση σχετικά με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

(5)(α) Ο ειδικός διαχειριστής διορίζεται για χρονική διάρκεια που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

(β) Η θητεία του δύναται να ανανεωθεί κατ’ εξαίρεση, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αποφανθεί ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις για το διορισμό ειδικού διαχειριστή.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται ανά πάσα στιγμή να απομακρύνει τον ειδικό διαχειριστή από τα καθήκοντά του.

(6) Σε περίπτωση που μία ή περισσότερες αρχές εξυγίανσης κρατών μελών σκοπεύουν να διορίσουν και αυτές ειδικό διαχειριστή σε οντότητες ομίλου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει από κοινού με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών κατά πόσο είναι ενδεδειγμένο να διοριστεί ένας ειδικός διαχειριστής για όλες τις εμπλεκόμενες οντότητες προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή λύσεων για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των οντοτήτων αυτών.

Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης

47.-(1)(α) Πριν αναλάβει δράση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου από εκτιμητή ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, καθώς και από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο.

(β) Με την επιφύλαξη του άρθρου 86 και του εδαφίου (13) του παρόντος άρθρου, όταν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου η αποτίμηση θεωρείται οριστική.

(γ) Σε περίπτωση που, σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, ασκείται και η εξουσία απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α), η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια μίας αποτίμησης που να πληρεί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 32.

(2) Σε περίπτωση που η ανεξάρτητη αποτίμηση δυνάμει του εδαφίου (1) δεν είναι δυνατή, η αρχή εξυγίανσης δύναται να προβαίνει σε προσωρινή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, σύμφωνα με το εδάφιο (9).

(3) Στόχος της αποτίμησης είναι η εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στα άρθρα 42 και 43.

(4) Οι σκοποί της αποτίμησης είναι -

(α) Να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα εάν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις εξυγίανσης· και

(β) εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την ανάληψη κατάλληλης δράσης εξυγίανσης για το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο· και

(γ) όταν εφαρμόζεται το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα· και

(δ) όταν εφαρμόζεται το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα ή το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία περιουσιακών στοιχείων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση, καθώς και σχετικά με την αξία κάθε αντιτίμου που πρέπει να καταβληθεί στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας· και

(ε) όταν εφαρμόζεται το μέτρο πώλησης εργασιών, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση περί περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή μετοχών ή λοιπών μέσων ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση και να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη αντίληψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 48· και

(στ) σε κάθε περίπτωση, να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε ζημία επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου αναγνωρίζεται πλήρως κατά τη στιγμή της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης.

(5)(α) Με την επιφύλαξη των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά περίπτωση, η αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές, μεταξύ άλλων ως προς τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων και το μέγεθος των ζημιών.

(β) Η αποτίμηση δεν θεωρεί δεδομένη την ενδεχόμενη μελλοντική χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, ή επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, ή οποιασδήποτε στήριξης της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου προς το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, από τη στιγμή που αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης.

(γ) Η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση που εφαρμοστεί μέτρο εξυγίανσης -

(i) Η αρχή εξυγίανσης και το Ταμείο Εξυγίανσης μπορεί να ανακτήσει κάθε εύλογη δαπάνη που δεόντως προέκυψε από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 45(7)·

(ii) το Ταμείο Εξυγίανσης δύναται να χρεώνει τόκους ή προμήθειες για κάθε δάνειο ή εγγύηση που παρέχεται προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 103.

(6) Η αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία και αρχεία του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου:

(α) Επικαιροποιημένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·

(β) ανάλυση και εκτίμηση της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων·

(γ) κατάλογο των εκκρεμουσών εντός και εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων που εμφανίζονται στα βιβλία και στα αρχεία του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, με ένδειξη των αντίστοιχων πιστώσεων και των βαθμών προτεραιότητας βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου.

(7) Κατά περίπτωση και προκειμένου να λαμβάνονται με εμπεριστατωμένο τρόπο οι αποφάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (δ) και (ε) του εδαφίου (4), οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (6) μπορούν να συνοδεύονται από ανάλυση και εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου βάσει αγοραίας αξίας.

(8)(α) Στην αποτίμηση αναφέρεται η κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις, σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου, και εκτίμηση της μεταχείρισης που θα μπορούσε να αναμένεται για κάθε τάξη μετόχων και πιστωτών, εάν το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο υφίστατο εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(β) Η εκτίμηση της παραγράφου (α) δεν επηρεάζει την τήρηση της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, που εφαρμόζεται κατά την έννοια του άρθρου 76.

(9)(α) Σε περίπτωση που, λόγω έκτακτων περιστάσεων, δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των εδαφίων (6) και (8) ή όταν εφαρμόζεται το εδάφιο (2), πραγματοποιείται προσωρινή αποτίμηση.

(β) Η προσωρινή αποτίμηση συνάδει με τις απαιτήσεις του εδαφίου (3) και, στον βαθμό που ευλόγως το επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τις απαιτήσεις των εδαφίων (1), (6) και (8).

(γ) Η προσωρινή αποτίμηση που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνει απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες, δεόντως αιτιολογημένο.

(10)(α) Αποτίμηση που δεν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου θεωρείται προσωρινή, έως ότου διενεργηθεί από ανεξάρτητο εκτιμητή αποτίμηση η οποία να είναι απολύτως συμβατή με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(β) Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση της παραγράφου (α) διενεργείται το συντομότερο δυνατόν, δύναται δε να διενεργείται χωριστά από την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 76, ή ταυτόχρονα με εκείνη και από τον ίδιο ανεξάρτητο εκτιμητή, αλλά είναι διακριτή από την τελευταία.

(γ) Οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης είναι -

(i) Να διασφαλιστεί ότι οποιεσδήποτε ζημιές επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου καταγράφονται πλήρως στα λογιστικά βιβλία του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου· και

(ii) να ληφθεί εμπεριστατωμένη απόφαση σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξηση της αξίας του καταβληθέντος αντιτίμου, σύμφωνα με το εδάφιο (11).

(11) Σε περίπτωση που από την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση προκύψει διαφορά αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου μεγαλύτερη από αυτήν της προσωρινής αποτίμησης της διαφοράς αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, η αρχή εξυγίανσης δύναται -

(α) Να ασκήσει τις εξουσίες της και να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των πιστωτών ή των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί στο πλαίσιο του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα·

(β) να δώσει οδηγίες σε μεταβατικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για την καταβολή προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση επιπλέον αντιτίμου για τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, ή, κατά περίπτωση, για τις μετοχές ή τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

(12) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), η προσωρινή αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με τα εδάφια (9) και (10) αποτελεί έγκυρη βάση προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να προβεί σε ενέργειες εξυγίανσης, μεταξύ άλλων της ανάληψης του ελέγχου ενός ιδρύματος που τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, ή ενός σχετικού προσώπου.

(13) Η αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης ή για την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης και υπόκειται σε δικαίωμα αγωγής ενώπιον επαρχιακού δικαστηρίου, όχι ως αυτόνομη πράξη, αλλά μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αγωγής μαζί με την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 86.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ - ΜΕΤΡΟ ΠΩΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Μέτρο πώλησης εργασιών

48.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, δια της έκδοσης διατάγματος που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, τη μεταβίβαση σε ένα αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα -

(i) Μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση·

(ii) όλων ή οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ιδρύματος υπό εξυγίανση.

(β) Με την επιφύλαξη του άρθρου 86 και των εδαφίων (8) και (9) του παρόντος άρθρου, η μεταβίβαση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων, χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του αποκτώντα και ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει διατάξεων νομοθεσίας ή ορών σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης με νομικές διαδικασίες που διαφορετικά θα εφαρμόζονταν σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 17 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή με τον περί Εταιρειών Νόμο, ως διορθώθηκε ή με τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο ή με τον περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμο.

(2) Μια μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (1) πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, και σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

(3) Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο ώστε να εξασφαλίσει εμπορικούς όρους για τη μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (2) οι οποίοι συνάδουν με την αποτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 47, έχοντας υπόψη τις εκάστοτε περιστάσεις.

(4) Με την επιφύλαξη του άρθρου 45(7), οποιοδήποτε αντάλλαγμα καταβάλλεται από τον αποκτώντα αποβαίνει προς όφελος -

(α) Των κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όταν πρόκειται για μεταβίβαση από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων προς τον αποκτώντα·

(β) του ιδρύματος υπό εξυγίανση, όταν πρόκειται για μεταβίβαση ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

(5) Μετά την εφαρμογή του μέτρου πώλησης εργασιών, η αρχή εξυγίανσης δύναται να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, κατά περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

(6) Κατόπιν της εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών, η αρχή εξυγίανσης δύναται, με τη συγκατάθεση του αποκτώντα, να αναμεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στο ίδρυμα υπό εξυγίανση ή μετοχές ή λοιπά μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, ενώ το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί κάτοχοι δεν δύνανται να αντιταχθούν στην αναμεταβίβαση:

Νοείται ότι, αναμεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε υπό εξυγίανση ίδρυμα ή μετοχές ή λοιπά μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους είναι δυνατή εφόσον στη συμφωνία μεταβίβασης με τον αποκτώντα προβλέπονται, μεταξύ αλλών, οι προϋποθέσεις της αναμεταβίβασης και η χρονική περίοδος που απαιτείται για την εξέταση της πλήρωσης των προϋποθέσεων αυτών.

(7) Ο αποκτών διαθέτει την αναγκαία άδεια λειτουργίας προκειμένου να διεκπεραιώσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες αναλαμβάνει όταν πραγματοποιείται η μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(8) Σε περίπτωση που μια μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας δυνάμει της εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ίδρυμα και η αρμόδια αρχή δεν έχει ολοκληρώσει έγκαιρα την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 12(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και, σε περίπτωση ΑΠΙ, στο άρθρο 17(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

(α) Η εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αποκτώντα παράγει αμέσως έννομες συνέπειες·

(β) κατά τη διάρκεια της περιόδου αξιολόγησης από την αρμόδια αρχή δυνάμει του εδαφίου αυτού και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) -

(i) Τα δικαιώματα ψήφου του αποκτώντα βάσει των εν λόγω μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας αναστέλλονται και εκχωρούνται αποκλειστικά στην αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υποχρεούται να ασκεί τα σχετικά δικαιώματα ψήφου και δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την άσκηση ή την παράλειψη άσκησής τους,

(ii) οι κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών σύμφωνα, κατά περίπτωση, με τις διατάξεις του άρθρου 74 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή/και του άρθρου 17(9) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου δεν εφαρμόζονται για την εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

(γ) εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στον αποκτώντα, παύει η αναστολή των οικείων δικαιωμάτων ψήφου στο πρόσωπό του από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρχή εξυγίανσης και ο αποκτών λαμβάνουν την εν λόγω ειδοποίηση περί έγκρισης από την αρμόδια αρχή·

(δ) εάν η αρμόδια αρχή αντιταχθεί στη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αποκτώντα -

(i) Τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β), παραμένουν σε πλήρη ισχύ·

(ii) η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτήσει από τον αποκτώντα να εκποιήσει αυτές τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας, εντός περιόδου εκποίησης που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, αφού ληφθούν υπόψη οι επικρατούσες συνθήκες στην αγορά·

(iii) εάν ο αποκτών δεν ολοκληρώσει την εν λόγω εκποίηση εντός της περιόδου εκποίησης που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δύναται να συγκατατεθεί σε επιβολή κυρώσεων και λοιπών μέτρων από την αρμόδια αρχή λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών.

(9) Οι μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του μέτρου πώλησης εργασιών υπόκεινται στις διασφαλίσεις που προβλέπονται στο Κεφάλαιο VII του παρόντος Μέρους.

(10) Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε κράτος μέλος, σύμφωνα, κατά περίπτωση, με τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο ή/και τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, ο αποκτών θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

(11)(α) Ο αποκτών δύναται να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια αξιών, σε συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και συστήματα εγγύησης των καταθέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

(β) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α) -

(i) Δεν εμποδίζεται η πρόσβαση στα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) επειδή ο αποκτών δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα συστήματα αυτά·

(ii) σε περίπτωση που ο αποκτών δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, χρηματιστήριο αξιών, σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ή σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, τα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες και δύναται να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του αποκτώντας προς την αρχή εξυγίανσης.

(12) Με την επιφύλαξη του Κεφαλαίου VII του παρόντος Μέρους, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Μέτρο πώλησης εργασιών, διαδικαστικές απαιτήσεις

49.-(1)(α) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (3), όταν εφαρμόζει το μέτρο πώλησης εργασιών σε ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, η αρχή εξυγίανσης θέτει σε πώληση ή προβαίνει σε ρυθμίσεις για να τεθούν σε πώληση τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που σκοπεύει να μεταβιβάσει η αρχή εξυγίανσης.

(β) Για ομάδες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, δύνανται να κινηθούν χωριστές διαδικασίες υποβολής προσφορών.

(2)(α) Με την επιφύλαξη των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά την περίπτωση, η διαδικασία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

(i) Είναι όσο το δυνατόν διαφανέστερη και δεν αλλοιώνει ουσιαστικά την εικόνα των περιουσιακών στοιχείων, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων, των μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που σκοπεύει να μεταβιβάσει η αρχή εξυγίανσης, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και ιδίως την ανάγκη να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

(ii) δεν ευνοεί αδικαιολόγητα κάποιους δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·

(iii) δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·

(iv) δεν προσφέρει τυχόν αθέμιτο πλεονέκτημα σε δυνητικό αγοραστή·

(v) λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης·

(vi) στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

(β) Με την επιφύλαξη της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), οι αρχές που καθορίζονται στην παράγραφο (α) δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης να αποκλείσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.

(γ) Κάθε γνωστοποίηση στο κοινό της θέσης σε πώληση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, που κανονικά θα απαιτείτο σύμφωνα με το Άρθρο 17, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, δύναται να αναβληθεί σύμφωνα με το Άρθρο 17, παράγραφος 4 ή 5, του εν λόγω Κανονισμού.

(3) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το μέτρο πώλησης εργασιών χωρίς να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1), όταν διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσότερους από τους στόχους εξυγίανσης, και ειδικότερα εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Όταν θεωρεί ότι υπάρχει ουσιαστική απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προερχόμενη ή επιδεινούμενη από την κατάσταση αφερεγγυότητας ή πιθανής αφερεγγυότητας του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

(β) όταν θεωρεί ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου πώλησης εργασιών ως προς την αντιμετώπιση της εν λόγω απειλής ή την επίτευξη του στόχου της εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 41(2)(α)(ii).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ - ΜΕΤΡΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Η΄ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΣΕ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ
Μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα

50.-(1)(α) Προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διατήρησης των βασικών λειτουργιών στο μεταβατικό ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης δύναται να μεταβιβάζει, δια της έκδοσης διατάγματος που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σε μεταβατικό ίδρυμα -

(i) Μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ένα ή περισσότερα ιδρύματα υπό εξυγίανση·

(ii) όλα ή ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση.

(β) Με την επιφύλαξη του άρθρου 86, η μεταβίβαση που αναφέρεται στnν παράγραφο (α) δύναται να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων των ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του μεταβατικού ιδρύματος και χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων.

(2)(α) Το μεταβατικό ίδρυμα είναι νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(i) ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένου του Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

(ii) δημιουργείται με σκοπό την απόκτηση και την κατοχή ορισμένων ή όλων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση με σκοπό τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές λειτουργίες και την πώληση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, τη συνέχιση ορισμένων ή όλων των λειτουργιών, υπηρεσιών και εργασιών τους.

(β) Η εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 53(1)(β) δεν παρακωλύει την ικανότητα της αρχής εξυγίανσης να ελέγχει το μεταβατικό ίδρυμα.

(3) Όταν η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, μεριμνά ώστε η ολική αξία των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα να μην υπερβαίνει τη συνολική αξία των δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή παρέχονται από άλλες πηγές.

(4) Με την επιφύλαξη του άρθρου 45(7), κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από το μεταβατικό ίδρυμα αποβαίνει προς όφελος -

(α) Των κατόχων των μετοχών ή των μέσων ιδιοκτησίας, όταν ή μεταβίβαση προς το μεταβατικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση, από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων, προς το μεταβατικό ίδρυμα μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

(β) του ιδρύματος υπό εξυγίανση, όταν η μεταβίβαση προς το μεταβατικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση προς το μεταβατικό ίδρυμα.

(5) Όταν η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, δύναται να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, κατά περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

(6) Όταν εφαρμόζει το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης δύναται:

(α) Να αναμεταβιβάζει δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, ενώ το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν πίσω κάθε σχετικό περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή μετοχή ή άλλο μέσο ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι του εδαφίου (7),

(β) να μεταβιβάζει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα σε τρίτους.

(7)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναμεταβιβάζει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

(i) Η δυνατότητα να μπορούν να αναμεταβιβάζονται οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις δηλώνεται ρητώς στο διάταγμα με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

(ii) οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις όντως δεν εμπίπτουν, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις να εμπίπτουν, στις κατηγορίες μεταβιβαστέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που καθορίζονται στο διάταγμα με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση.

(β) Κάθε αναμεταβίβαση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) δύναται να πραγματοποιείται εντός οποιουδήποτε χρονικού διαστήματος και πληροί οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που δηλώνονται στο διάταγμα με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση, για τον σχετικό σκοπό.

(8) Οι μεταβιβάσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή των αρχικών κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, αφενός, και του μεταβατικού ιδρύματος, αφετέρου, υπόκεινται στις διασφαλίσεις που προβλέπονται στον Κεφάλαιο VII του παρόντος Μέρους.

(9)(α) Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε κράτος μέλος, σύμφωνα, κατά περίπτωση, με τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο ή/και τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, μεταβατικό ίδρυμα θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

(β) Για σκοπούς άλλους από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης δύναται να ορίζει ότι το μεταβατικό ίδρυμα θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση και μπορεί συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα που ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

(10)(α) Το μεταβατικό ίδρυμα μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια αξιών, συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και συστήματα εγγύησης των καταθέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

(β) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α) -

(i) Δεν εμποδίζεται η πρόσβαση στα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) επειδή το μεταβατικό ίδρυμα δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα συστήματα αυτά·

(ii) σε περίπτωση που το μεταβατικό ίδρυμα δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού, χρηματιστήριο αξιών, σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ή σύστημα εγγύησης καταθέσεων, τα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες και δύναται να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του μεταβατικού ιδρύματος προς την αρχή εξυγίανσης.

(11) Με την επιφύλαξη του Κεφαλαίου VII του παρόντος Μέρους, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα, έναντι του διοικητικού οργάνου του ή έναντι των ανώτατων διοικητικών στελεχών του.

(12) Οι στόχοι του μεταβατικού ιδρύματος δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση και το διοικητικό όργανο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι αυτών των μετόχων και πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά την κυπριακή νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που θίγει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων και πιστωτών.

Λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος

51.-(1)(α) Το μεταβατικό ίδρυμα λειτουργεί υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Τα ιδρυτικά έγγραφα του μεταβατικού ιδρύματος εγκρίνονται από την αρχή εξυγίανσης·

(ii) η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το διοικητικό όργανο του μεταβατικού ιδρύματος·

(iii) η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου και προσδιορίζει τις αρμοδιότητές τους·

(iv) η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του μεταβατικού ιδρύματος·

(v) το μεταβατικό ίδρυμα λαμβάνει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο ή/και τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, κατά περίπτωση, και διαθέτει την αναγκαία άδεια για να διεκπεραιώσει τις εργασίες ή τις υπηρεσίες που αποκτά δυνάμει της μεταβίβασης που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 65 του παρόντος Νόμου·

(vi) το μεταβατικό ίδρυμα πληροί τις εποπτικές απαιτήσεις και υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο ή/και τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, κατά περίπτωση·

(vii) η λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος συνάδει με τους κανόνες της ΕΕ για κρατικές ενισχύσεις, και η αρχή εξυγίανσης δύναται να θέσει σχετικούς περιορισμούς στις δραστηριότητές του.

(β) Ανεξάρτητα από τις υποπαραγράφους (v) και (vi) της παραγράφου (α), και εφόσον αυτό απαιτείται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης, το μεταβατικό ίδρυμα μπορεί να συσταθεί και να λάβει άδεια λειτουργίας χωρίς να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή/και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, κατά περίπτωση, για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του.

(γ) Για τον σκοπό της παραγράφου (β), η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει σχετικό αίτημα στην αρμόδια αρχή.

(2) Με την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που επιβάλλονται δια ή δυνάμει του περί ανταγωνισμού δικαίου της ΕΕ ή του κυπριακού δικαίου, η διοίκηση του μεταβατικού ιδρύματος διευθύνει το μεταβατικό ίδρυμα με σκοπό τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές λειτουργίες και την πώληση του ιδρύματος, ή του σχετικού προσώπου, και των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεών του, σε έναν ή περισσότερους αγοραστές του ιδιωτικού τομέα, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες και εντός της χρονικής περιόδου που ορίζεται στο εδάφιο (5) ή, κατά περίπτωση, στο εδάφιο (6).

(3) Η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι το μεταβατικό ίδρυμα δεν αποτελεί πλέον μεταβατικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 50(2) σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις προκύπτει πρώτη:

(α) Το μεταβατικό ίδρυμα συγχωνεύεται με άλλη οντότητα·

(β) το μεταβατικό ίδρυμα παύει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 50(2)·

(γ) πώληση εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του μεταβατικού ιδρύματος σε τρίτο μέρος·

(δ) λήξη της χρονικής περιόδου που ορίζεται στο εδάφιο (5) ή, κατά περίπτωση, στο εδάφιο (6)·

(ε) τα περιουσιακά στοιχεία του μεταβατικού ιδρύματος έχουν εξαντληθεί και οι υποχρεώσεις του έχουν εκπληρωθεί στο σύνολό τους.

(4)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει την πώληση του μεταβατικού ιδρύματος ή των περιουσιακών του στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, το μεταβατικό ίδρυμα ή τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις τίθενται προς πώληση φανερά και με διαφανή τρόπο, χωρίς η πώληση να παρουσιάζει ουσιωδώς ανακριβή εικόνα ούτε να ευνοεί ή διακρίνει αυθαίρετα μεταξύ δυνητικών αγοραστών.

(β) Κάθε τέτοια πώληση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

(5) Εάν δεν προκύψει κανένα από τα γεγονότα που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (ε) του εδαφίου (3), η αρχή εξυγίανσης θέτει σε εκκαθάριση το μεταβατικό ίδρυμα στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταβίβαση από ίδρυμα υπό εξυγίανση δυνάμει του μέτρου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα.

(6) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στο εδάφιο (5) για μία ή περισσότερες μονοετείς περιόδους, όταν -

(α) Με την εν λόγω παράταση υποστηρίζονται τα αποτελέσματα που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (ε) του εδαφίου (3)· ή

(β) η εν λόγω παράταση είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συνέχειας των βασικών τραπεζικών ή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(7) Κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στο εδάφιο (5) αιτιολογείται και περιλαμβάνει λεπτομερή αξιολόγηση της κατάστασης που δικαιολογεί την παράταση, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών και των προοπτικών της αγοράς.

(8)(α) Σε περίπτωση που οι λειτουργίες του μεταβατικού ιδρύματος παύσουν υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (3), το μεταβατικό ίδρυμα εκκαθαρίζεται στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

(β) Με την επιφύλαξη του άρθρου 45(7), τυχόν έσοδα από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού ιδρύματος αποδίδονται στους μετόχους.

(9) Σε περίπτωση που ένα μεταβατικό ίδρυμα χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων περισσότερων του ενός ιδρυμάτων υπό εξυγίανση, η υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (8) αφορά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί από κάθε ένα από τα ιδρύματα υπό εξυγίανση και όχι το ίδιο το μεταβατικό ίδρυμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV - ΜΕΤΡΟ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΕ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων

52.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δύναται να μεταβιβάζει, μέσω της έκδοσης διατάγματος που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος σε μία ή περισσότερες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

(β) Με την επιφύλαξη του άρθρου 86, η μεταβίβαση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δύναται να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων των ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του μεταβατικού ιδρύματος και χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων.

(2) Για τους σκοπούς του μέτρου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι εταιρεία που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, περιλαμβανομένου και του Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

(β) έχει δημιουργηθεί με σκοπό να λάβει ορισμένα ή όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος.

(3) Η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται σε αυτήν με σκοπό τη μεγιστοποίηση της αξίας τους μέσω ενδεχόμενης πώλησης ή συντεταγμένης εκκαθάρισης.

(4) Η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων λειτουργεί υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Τα ιδρυτικά έγγραφα της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων εγκρίνονται από την αρχή εξυγίανσης·

(β) η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το διοικητικό όργανο της εταιρείας·

(γ) η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου και προσδιορίζει τις σχετικές αρμοδιότητές τους·

(δ) η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

(5) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ασκεί την εξουσία που προβλέπεται στο εδάφιο (1) όσον αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, μόνον εφόσον -

(α) Η κατάσταση της συγκεκριμένης αγοράς για αυτά τα περιουσιακά στοιχεία είναι πιθανό να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές σε περίπτωση ρευστοποίησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας· ή

(β) η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή του μεταβατικού ιδρύματος· ή

(γ) η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα έσοδα από τη ρευστοποίηση.

(6)(α) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εφαρμόζει το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, προσδιορίζει το αντάλλαγμα έναντι του οποίου μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στην εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 47 και σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

(β) Το αντάλλαγμα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δύναται να είναι συμβολικό ή αρνητικό.

(7)(α) Με την επιφύλαξη του άρθρου 45(7), κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτά άμεσα από το ίδρυμα υπό εξυγίανση καταβάλλεται στο τελευταίο.

(β) Το αντάλλαγμα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δύναται να καταβάλλεται υπό μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

(8) Σε περίπτωση που έχει εφαρμοστεί το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δύναται, μετά την εφαρμογή του μέτρου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα, να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα.

(9)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το ίδρυμα υπό εξυγίανση σε μία ή περισσότερες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, καθώς επίσης και να αναμεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από μία ή περισσότερες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι του εδαφίου (10).

(β) Το ίδρυμα υπό εξυγίανση υποχρεούται να δεχθεί εκ νέου κάθε περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση που αναμεταβιβάζεται σε αυτό σύμφωνα με την παράγραφο (α).

(10)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναμεταβιβάζει δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στο ίδρυμα υπό εξυγίανση σε οποιανδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

(i) Όταν η δυνατότητα αναμεταβίβασης των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων δηλώνεται ρητώς στο διάταγμα με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

(ii) όταν τα συγκεκριμένα δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων που καθορίζονται στο διάταγμα με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης του εν λόγω διατάγματος.

(β) Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις των υποπαραγράφων (i) και (ii) της παραγράφου (α), η αναμεταβίβαση δύναται να πραγματοποιείται εντός οποιουδήποτε χρονικού διαστήματος και συνάδει με τυχόν όρους που ρητώς ορίζονται στο σχετικό προς αυτόν τον σκοπό διάταγμα.

(11) Οι μεταβιβάσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται στις διασφαλίσεις για τις μερικές μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες προβλέπονται στο Κεφάλαιο VII του παρόντος Μέρους.

(12) Με την επιφύλαξη του Κεφαλαίου VII του παρόντος Μέρους, οι μέτοχοι και οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στην εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στην εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ούτε έναντι του διοικητικού οργάνου της ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών της.

(13) Οι στόχοι της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V - ΜΕΤΡΟ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΜΕ ΙΔΙΑ ΜΕΣΑ
Τμήμα 1 - Στόχος και πεδίο εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα
Μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα

53.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 41, σύμφωνα με τις αρχές εξυγίανσης που ορίζει το άρθρο 44, για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:

(α) Για την ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος, ή ενός σχετικού προσώπου, που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης σε βαθμό που να επιτρέπει-

(i) την αποκατάσταση της δυνατότητας συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος ή, εφόσον τέτοιες προϋποθέσεις υφίστανται για το σχετικό πρόσωπο, του σχετικού προσώπου, και

(ii) τη συνέχιση της διεκπεραίωσης των εργασιών για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο ή τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, κατά περίπτωση, και

(iii) τη διατήρηση επαρκούς εμπιστοσύνης των αγορών στο ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο·

(β) για τη μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο ή τη μείωση της αξίας των απαιτήσεων ή των χρεωστικών μέσων που μεταβιβάζονται:

(i) σε μεταβατικό ίδρυμα, με σκοπό την παροχή κεφαλαίου για το εν λόγω μεταβατικό ίδρυμα, ή

(ii) στο πλαίσιο εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών ή του μέτρου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

(2)(α) Σε περίπτωση όπου ευλόγως διαφαίνεται ότι η εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, σε συνδυασμό με άλλα σχετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 61, θα αποκαταστήσει τη χρηματοοικονομική ευρωστία του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, επιτυγχάνοντας, επιπλέον, τους σχετικούς στόχους της εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) του εδαφίου (1).

(β) Σε κάθε άλλη περίπτωση, η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα μέτρα εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 45(3)(α), (β) και (γ) και το μέτρο αναδιάρθρωσης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

(3) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα σε όλα τα ιδρύματα ή τα σχετικά πρόσωπα, διατηρώντας ή μεταβάλλοντας τη νομική μορφή τους.

Πεδίο εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα

54.-(1) Το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα δύναται να εφαρμοστεί σε όλες τις υποχρεώσεις ιδρύματος ή σχετικού προσώπου που δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω μέτρου, σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3).

(2) Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας:

(α) Καλυπτόμενες καταθέσεις·

(β) εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων χρησιμοποιούμενων για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν των καλυμμένων ομολόγων·

(γ) κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή, από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών που έχουν στην κατοχή τους για λογαριασμό ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου, ή ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας·

(δ) κάθε υποχρέωση που προκύπτει από σχέση καταπίστευσης μεταξύ του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, ως καταπιστευματοδόχου, και ενός άλλου προσώπου, ως δικαιούχου, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας ή από διατάξεις περί αστικού δικαίου·

(ε) υποχρεώσεις προς ιδρύματα ως ορίζονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 23) της Οδηγίας 2013/59, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά (7) ημερών·

(στ) υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά (7) ημερών, έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τον περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμο ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της ΕΕ βάσει του Άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας που έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ βάσει του Άρθρου 25 του εν λόγω Κανονισμού·

(ζ) υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:

(i) εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένες αποδοχές, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση:

Νοείται ότι, στην παρούσα υποπαράγραφο δεν εμπίπτει μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους όπως ορίζεται στην παράγραφο 50 της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014 ή στην παράγραφο 20(2) της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών,

(ii) εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, που συνδέεται με την παροχή στο ίδρυμα ή στο σχετικό πρόσωπο αγαθών και υπηρεσιών, κρίσιμων για την καθημερινή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής, κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων,

(iii) τις φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία,

(iv) σύστημα εγγύησης καταθέσεων το οποίο προκύπτει από τις συνεισφορές που οφείλονται σύμφωνα με τον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2016,

(v) φιλανθρωπικά ιδρύματα κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.

(η) υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες του Άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β), γ) ή δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, ανεξάρτητα από τη διάρκειά τους εκτός από τις περιπτώσεις που αυτές οι υποχρεώσεις κατατάσσονται κάτω από τις κοινές μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με τον σχετικό εθνικό νόμο που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ο οποίος ισχύει κατά την ημερομηνία μεταφοράς της Οδηγίας 2019/879/ΕΕ, στο εθνικό δίκαιο· σε περίπτωση που ισχύει η εν λόγω εξαίρεση, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης της σχετικής θυγατρικής που δεν συνιστά οντότητα εξυγίανσης, εκτιμά κατά πόσο το ποσό των στοιχείων που πληρούν το άρθρο 25Ε(2) είναι επαρκές, ώστε να στηριχθεί η εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

(3) Κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και παραγώγων που εξασφαλίζουν καλυμμένα ομόλογα δεν επηρεάζονται, παραμένουν διαχωρισμένα και διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση.

(4) Τα εδάφια (2) και (3) δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης να ασκεί, όπου ενδείκνυται, τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά -

(α) Κάθε ποσό κατάθεσης που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στους περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμούς του 2016·

(β) οποιοδήποτε μέρος μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης που υπερβαίνει την αξία της εξασφάλισης.

(5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί μεγάλων ανοιγμάτων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, κατά περίπτωση, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και ομίλων, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 20(5)(β), τον βαθμό στον οποίο άλλα ιδρύματα κατέχουν υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα, εκτός από τις υποχρεώσεις τις οποίες κατέχουν οντότητες που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου.

(6) Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης δύναται να εξαιρεί ή να εξαιρεί εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής όταν -

(α) Δεν είναι δυνατή η συμπερίληψη της συγκεκριμένης υποχρέωσης στην εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα εντός εύλογου χρόνου, παρά τις καλόπιστες προσπάθειες της αρχής εξυγίανσης∙ ή

(β) η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων κατά τρόπο που διατηρεί την ικανότητα του ιδρύματος υπό εξυγίανση να συνεχίζει τις κεντρικές λειτουργίες, υπηρεσίες και συναλλαγές του∙ ή

(γ) η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να αποφευχθεί ευρεία μετάδοση, ιδίως όσον αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών τους, κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία της Δημοκρατίας ή κράτους μέλους ή της ΕΕ∙ ή

(δ) η εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σε αυτές τις υποχρεώσεις θα προκαλέσει καταστροφή αξίας τέτοια ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα.

(7)(α) Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά αν οι υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες του Άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β), γ) ή δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης και που δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής βάσει της παραγράφου (η) του εδάφιου (2) του παρόντος άρθρου, θα πρέπει να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούν μερικώς δυνάμει των παραγράφων (α) έως (δ) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης.

(β) Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει μερικώς μια υποχρέωση υποκείμενη σε διάσωση με ίδια μέσα ή μια κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το εδάφιο (6), το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα δύναται να αυξηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα τηρεί την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 44(1)(ζ).

(γ) Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει μερικώς μια υποχρέωση υποκείμενη σε διάσωση με ίδια μέσα ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το παρόν άρθρο και οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, το Ταμείο Εξυγίανσης, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος της αρχής εξυγίανσης, δύναται να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, ώστε να επιτύχει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) Να καλυφθούν τυχόν ζημιές που δεν απορροφήθηκαν από τις υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα και να μηδενιστεί η καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 55(1)(α)·

(ii) να αγοράσει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 55(1)(β).

(8) Κατά την άσκηση της δυνατότητας εξαίρεσης υποχρέωσης σύμφωνα με το εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τα εξής:

(α) Την αρχή ότι οι ζημιές επιβαρύνουν πρωτίστως τους μετόχους και στη συνέχεια, γενικά, τους πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος κατά σειρά προτεραιότητας·

(β) το επίπεδο της ικανότητας απορρόφησης ζημιών που θα διατηρούσε το υπό εξυγίανση ίδρυμα εάν είχε εξαιρεθεί η υποχρέωση ή κατηγορία υποχρεώσεων·

(γ) την ανάγκη διατήρησης επαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση εξυγίανσης.

(9) Οι εξαιρέσεις σύμφωνα με το εδάφιο (6) μπορούν να εφαρμόζονται είτε προκειμένου να εξαιρεθεί εντελώς μια υποχρέωση από την απομείωση ή προκειμένου να περιοριστεί ο βαθμός απομείωσης που εφαρμόζεται στην εν λόγω υποχρέωση

(10)(α) Η αρχή εξυγίανσης πριν από την άσκηση της δυνατότητας για την εξαίρεση υποχρέωσης σύμφωνα με το εδάφιο (6), ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(β) Σε περίπτωση που η εξαίρεση απαιτεί συνεισφορά από το Ταμείο Εξυγίανσης ή από εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 103 και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης, ή μεγαλύτερου διαστήματος κατόπιν συγκατάθεσης της αρχής εξυγίανσης, απαγορεύσει ή απαιτήσει τροποποιήσεις δυνάμει του Άρθρου 44, παράγραφος 12, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και ενεργεί ανάλογα:

Νοείται ότι, η παρούσα παράγραφος δε θίγει την εφαρμογή των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Τμήμα 2 - Εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα
Αξιολόγηση του βαθμού διάσωσης με ίδια μέσα

55.-(1) Κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί, βάσει αποτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 47, τα ακόλουθα:

(α) Κατά περίπτωση, το ποσό κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση ιδρύματος είναι μηδενική·

(β) κατά περίπτωση, το ποσό κατά το οποίο οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα πρέπει να μετατραπούν σε μετοχές ή άλλου είδους κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είτε του ιδρύματος υπό εξυγίανση είτε του μεταβατικού ιδρύματος.

(2)(α) Με την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), προσδιορίζεται το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα ούτως ώστε -

(i) Να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή, να καθοριστεί, κατά περίπτωση, ο εν λόγω δείκτης για το μεταβατικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από το Ταμείο Εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 103(1)(δ)·

(ii) προκειμένου να διατηρηθεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα και να δοθεί η δυνατότητα στο ίδρυμα να εξακολουθήσει, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον ενός έτους, να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των εργασιών για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή/και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, κατά περίπτωση.

(β) Εάν η αρχή εξυγίανσης προτίθεται να χρησιμοποιήσει το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να μειωθούν οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα λαμβάνει δεόντως υπόψη μια συντηρητική αξιολόγηση των κεφαλαιακών αναγκών της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

(3) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα έχουν απομειωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32(1)(α) και 34 σε συνδυασμό με την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 53(1) και το επίπεδο απομείωσης βασιζόμενο σε προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 32 ή 47 υπερβαίνει τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την οριστική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 32(7) ή 47(10), δύναται να εφαρμόζεται μηχανισμός ανατίμησης για τη αποζημίωση των πιστωτών και, στην συνέχεια, των μετοχών στον απαιτούμενο βαθμό.

(4) Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει και διατηρεί ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι η αξιολόγηση και η αποτίμηση βασίζονται σε όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Μεταχείριση των μετόχων σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα

56.-(1)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 53(1), η αρχή εξυγίανσης προβαίνει έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε οποιανδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

(i) Ακυρώνει τις υφιστάμενες μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή τα μεταβιβάζει σε πιστωτές που έχουν υποστεί τη διάσωση με ίδια μέσα·

(ii) υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 47, το ίδρυμα υπό εξυγίανση έχει θετική καθαρή αξία, απομειώνει το ποσοστό συμμετοχής των υφιστάμενων μετόχων, μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει το ίδρυμα βάσει της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 30(1) ή των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα που έχει εκδώσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση σύμφωνα με την εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(vi).

(β) Αναφορικά με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α), η μετατροπή γίνεται με συντελεστή μετατροπής που απομειώνει σημαντικά την αξία των υφιστάμενων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

(2) Τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) εφαρμόζονται επίσης έναντι των μετόχων και άλλων κατόχων ιδιοκτησίας σε περίπτωση που οι εν λόγω μετοχές ή τα άλλα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας εκδόθηκαν ή εκχωρήθηκαν υπό τις ακόλουθες περιστάσεις:

(α) Κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σύμφωνα με συμβατικές ρήτρες των αρχικών χρεωστικών μέσων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που προηγήθηκε ή επήλθε ταυτοχρόνως με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης ότι το ίδρυμα ή το άλλο πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση·

(β) κατόπιν της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 34.

(3) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εξετάζει την επιλογή δράσης που θα αναληφθεί σύμφωνα με το εδάφιο (1), λαμβάνει υπόψη -

(α) Την αποτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 47·

(β) τα ποσά με βάση τα οποία η αρχή εξυγίανσης εκτίμησε ότι τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πρέπει να μειωθούν και τα οικεία κεφαλαιακά μέσα πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν σύμφωνα με το άρθρο 34(1)· και

(γ) τα συνολικά ποσά που εκτιμήθηκαν από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 55.

Ακολουθία απομείωσης και μετατροπής σε περίπτωση εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα

57.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής με την επιφύλαξη ενδεχόμενων εξαιρέσεων σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (7) -

(α) Μειώνοντας τα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 34(1)(α)· και

(β) σε περίπτωση που η συνολική μείωση σύμφωνα με την παράγραφο (α) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ), μειώνοντας την αξία των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 στο βαθμό που απαιτείται και είναι δυνατόν· και

(γ) σε περίπτωση που η συνολική μείωση σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ), μειώνοντας την αξία των μέσων της κατηγορίας 2 στο βαθμό που απαιτείται και είναι δυνατόν· και

(δ) σε περίπτωση που η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (γ) του παρόντος εδαφίου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ), μειώνοντας στον απαιτούμενο βαθμό την αξία των υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης που δεν είναι πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 σύμφωνα με την ιεράρχηση των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (γ) του παρόντος εδαφίου ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ)· και

(ε) σε περίπτωση που η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (δ) του παρόντος εδαφίου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ), μειώνοντας στον απαιτούμενο βαθμό την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των υπολοίπων υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα, συμπεριλαμβανομένων των χρεωστικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 33Ο(2)(η) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 41Α(2)(β) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει της ιεράρχησης των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της διαβάθμισης των καταθέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 54, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (δ) του παρόντος εδαφίου, ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ).

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εφαρμόζει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, επιμερίζει τις ζημίες τις οποίες αντιπροσωπεύει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ) εξίσου μεταξύ των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των επιλέξιμων υποχρεώσεων ιδίας τάξεως, μειώνοντας την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα στον ίδιο βαθμό κατ’ αναλογία προς την αξία τους, εκτός εάν, για τις περιστάσεις που καθορίζονται στο άρθρο 54(6) και (7), επιτρέπεται διαφορετικός επιμερισμός ζημιών μεταξύ των υποχρεώσεων ιδίας τάξεως.

(β) Η παράγραφος (α) δεν εμποδίζει υποχρεώσεις που έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (7) να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα ιδίας τάξεως σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(3) Προτού εφαρμοστεί η απομείωση ή η μετατροπή που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1), η αρχή εξυγίανσης μετατρέπει ή μειώνει την αξία των μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) όταν τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν τους εξής όρους και δεν έχουν ήδη μετατραπεί:

(α) Ρήτρα που προβλέπει τη μείωση της αξίας του μέσου, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που επηρεάζει τη χρηματοοικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα ή τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·

(β) ρήτρα που προβλέπει τη μετατροπή των μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σε περίπτωση επέλευσης τέτοιου γεγονότος.

(4) Σε περίπτωση που έχει μειωθεί η αξία του μέσου, αλλά δεν έχει μηδενιστεί, σύμφωνα με ρήτρες του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3), πριν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής στο εναπομένον ποσό αυτού του μέσου, σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(5) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το κατά πόσον οι υποχρεώσεις πρόκειται να απομειωθούν ή να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο, η αρχή εξυγίανσης δεν μετατρέπει μία κατηγορία υποχρεώσεων εάν άλλη κατηγορία υποχρεώσεων χαμηλότερης κατάταξης εξακολουθεί κατά βάση να μην έχει μετατραπεί σε μετοχές ή να μην έχει απομειωθεί, εκτός αν κάτι τέτοιο επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (7).

Διάσωση με ίδια μέσα που προκύπτουν από παράγωγα

58.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όταν η αρχή εξυγίανσης θέτει σε εφαρμογή τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα.

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά υποχρέωση που προκύπτει από παράγωγο μόνο ταυτόχρονα ή μετά από την εκκαθάριση των παραγώγων.

(β) Κατά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης εξουσιοδοτείται να καταγγέλλει και να εκκαθαρίζει κάθε σύμβαση παραγώγου για τον σκοπό αυτό.

(γ) Σε περίπτωση που υποχρέωση από παράγωγα εξαιρείται από την εφαρμογή μέτρου διάσωσης με ίδια σύμφωνα με το άρθρο 54(6) και (7), η αρχή εξυγίανσης δεν υποχρεούται να καταγγείλει ή να εκκαθαρίσει τη σύμβαση του παράγωγου μέσου.

(3) Σε περίπτωση που συναλλαγές παραγώγων υπόκεινται σε συμφωνία συμψηφισμού, η αρχή εξυγίανσης ή ανεξάρτητος εκτιμητής προσδιορίζει στο πλαίσιο της αποτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 47 την υποχρέωση που προκύπτει από τις εν λόγω συναλλαγές σε καθαρή βάση, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας.

(4) Η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει την αξία των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα σύμφωνα με -

(α) Κατάλληλες μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό της αξίας των κατηγοριών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που αποτελούν αντικείμενο συμφωνιών συμψηφισμού· και

(β) αρχές για τον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα πρέπει να καθοριστεί η αξία μιας θέσης παραγώγων· και

(γ) κατάλληλες μεθοδολογίες για τη σύγκριση της απομείωσης της αξίας που θα προέκυπτε από την εκκαθάριση και την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα στα παράγωγα, με τις απώλειες που θα υφίσταντο τα παράγωγα μόνο στη περίπτωση της αναδιάρθρωσης χρεών και υποχρεώσεων.

Συντελεστής μετατροπής του χρέους σε μετοχικό κεφάλαιο

59.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στα άρθρα 31(1) και 65(1)(β)(vi), δύναται να εφαρμόζει διαφορετικό συντελεστή μετατροπής στις διάφορες κατηγορίες κεφαλαιακών μέσων και υποχρεώσεων σύμφωνα με οποιανδήποτε από τις αρχές που καθορίζονται στα εδάφια (2) και (3) του παρόντος άρθρου.

(2) Ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση του θιγόμενου πιστωτή για οποιαδήποτε ζημία που υφίσταται λόγω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής.

(3) Όταν εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις που θεωρούνται υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου είναι υψηλότερος από τον συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.

Μέτρα ανάκαμψης και αναδιοργάνωσης που συνοδεύουν τη διάσωση με ίδια μέσα

60.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα προκειμένου να ανακεφαλαιοποιήσει ένα ίδρυμα ή ένα σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 53(1)(α), διασφαλίζει την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης για το συγκεκριμένο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 61.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η αρχή εξυγίανσης δύναται να διορίσει πρόσωπο ή πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 74(1), με στόχο την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 61.

Σχέδιο αναδιοργάνωσης

61.-(1)(α) Εντός ενός μηνός από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σε ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 53(1)(α), το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 74(1) καταρτίζουν και υποβάλουν στην αρχή εξυγίανσης σχέδιο αναδιοργάνωσης το οποίο πληροί τις απαιτήσεις των εδαφίων (4) και (5) του παρόντος άρθρου.

(β) Σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, το εν λόγω σχέδιο συμβιβάζεται με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλει το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει των κανόνων αυτών.

(2)(α) Όταν το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στο άρθρο 53(1)(α) εφαρμόζεται σε δύο ή περισσότερες οντότητες ομίλου, το σχέδιο αναδιοργάνωσης καταρτίζεται από το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και καλύπτει όλα τα εναπομείναντα ιδρύματα του ομίλου σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 23Γ και 23Δ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στα άρθρα 6 και 8 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016, και υποβάλλεται στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(β) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης είναι η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, διαβιβάζει το σχέδιο στις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης κρατών μελών και στην ΕΑΤ.

(3)(α) Σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρατείνει την προθεσμία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) κατά δύο μήνες το μέγιστο μετά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα.

(β) Όταν οι κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προβλέπουν την κοινοποίηση της αναδιοργάνωσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) κατά δύο μήνες το μέγιστο μετά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ή μέχρι την προθεσμία που ορίζεται από τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, εφαρμόζοντας την προθεσμία που λήγει νωρίτερα.

(4)(α) Στο σχέδιο αναδιοργάνωσης παρουσιάζονται τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου ή τμημάτων των εργασιών τους, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(β) Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) βασίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές όσον αφορά την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο πλαίσιο των οποίων θα λειτουργεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο.

(γ) Το σχέδιο αναδιοργάνωσης λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την παρούσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές των χρηματοπιστωτικών αγορών, αντικατοπτρίζοντας εκτιμήσεις με βάση ευνοϊκές και δυσμενείς παραδοχές, συμπεριλαμβανομένου συνδυασμού γεγονότων που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των κυριότερων ευάλωτων σημείων του ιδρύματος.

(δ) Οι παραδοχές συγκρίνονται με κατάλληλα κριτήρια αναφοράς για ολόκληρο τον τομέα.

(5) Το σχέδιο αναδιοργάνωσης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Λεπτομερή διάγνωση των παραγόντων και των προβλημάτων που προκάλεσαν την αφερεγγυότητα ή την ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, και τις περιστάσεις που οδήγησαν στις δυσχέρειες αυτές·

(β) περιγραφή των μέτρων τα οποία πρόκειται να ληφθούν με σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·

(γ) χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

(6) Τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου δύνανται να περιλαμβάνουν -

(α) Την αναδιοργάνωση των εργασιών του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου·

(β) τροποποιήσεις στα λειτουργικά συστήματα και στις εσωτερικές υποδομές του ιδρύματος·

(γ) την απόσυρσή του από ζημιογόνες δραστηριότητες·

(δ) την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων εργασιών που μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές·

(ε) την πώληση περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων.

(7)(α) Εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί την πιθανότητα, με την εφαρμογή του σχεδίου, να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου.

(β) Η αξιολόγηση που πραγματοποιείται δυνάμει της παραγράφου (α) ολοκληρώνεται κατόπιν συμφωνίας με τη σχετική αρμόδια αρχή.

(γ) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή πειστούν ότι με το σχέδιο θα επιτευχθεί ο στόχος της αποκατάστασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή του σχετικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το σχέδιο.

(8) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης δεν πειστεί ότι με το σχέδιο αναδιοργάνωσης θα επιτευχθεί ο στόχος που αναφέρεται στο εδάφιο (7), σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, κοινοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74(1) τα θέματα που την προβληματίζουν και απαιτεί τροποποίηση του σχεδίου, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά.

(9)(α) Εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (8), το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74(1) υποβάλλουν τροποποιημένο σχέδιο προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης.

(β) Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί το τροποποιημένο σχέδιο και, εντός μιας εβδομάδας, γνωστοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74(1) κατά πόσο έχει πεισθεί ότι με το σχέδιο, όπως τροποποιήθηκε, αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που του κοινοποίησε ή αν απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις.

(10) Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με άρθρο 74(1) θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο αναδιοργάνωσης, όπως συμφωνήθηκε από την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή, και υποβάλλουν τουλάχιστον ανά εξάμηνο στην αρχή εξυγίανσης έκθεση σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής του σχεδίου.

(11) Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74(1) αναθεωρούν το σχέδιο, εάν, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου που καθορίζεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, και υποβάλλουν την κάθε αναθεώρηση προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης.

Τμήμα 3 - Επικουρικές διατάξεις για την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα
Αποτέλεσμα της διάσωσης με ίδια μέσα

62.-(1) Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 30(1) ή 65(1)(β)(v) έως (ix), η μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, η μετατροπή ή η ακύρωση παράγουν αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτικές για το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τους θιγόμενους πιστωτές.

(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ολοκληρώσει ή να ζητήσει να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 30(1) ή 65(1)(β)(v) έως (ix), στα οποία συμπεριλαμβάνονται-

(α) Η τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων· και

(β) η διαγραφή ή η απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων· και

(γ) η εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας· και

(δ) η εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς την υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμο.

(3) Όταν μια αρχή εξυγίανσης απομειώνει μέχρι μηδενισμού την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(v), η εν λόγω υποχρέωση και οι όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις προκύπτουν από αυτήν, που δεν είναι δεδουλευμένες κατά τη στιγμή που ασκείται η εξουσία, θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμες σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή κάθε διάδοχη οντότητα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση.

(4) Όταν μια αρχή εξυγίανσης απομειώνει μερικώς, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο μιας υποχρέωσης, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(v) -

(α) Η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της απομείωσης· και

(β) το σχετικό μέσο ή συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αρχικής αξίας, και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(x).

Άρση των διαδικαστικών εμποδίων στην διάσωση με ίδια μέσα

63.-(1) Με την επιφύλαξη του άρθρου 65(1)(β)(ix), η αρχή εξυγίανσης, κατά περίπτωση, απαιτεί από τα ιδρύματα / ομίλους, να διατηρούν, ανά πάσα στιγμή, επαρκές ποσό του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου ή άλλων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ούτως ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 65(1)(β)(v) και (vi) έναντι ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή κάποιας από τις θυγατρικές τους, το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να μην εμποδίζεται να εκδώσει επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να διενεργηθεί αποτελεσματικά η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας.

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης κρίνει κατά πόσον είναι σκόπιμο να επιβάλει την απαίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) στην περίπτωση συγκεκριμένου ιδρύματος ή ή οντότητας, που αναφέρεται στις παραγράφους (β), (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης του σχεδίου εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή όμιλο, έχοντας υπόψη, ιδίως, τις δράσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στο σχέδιο αυτό.

(β) Σε περίπτωση που στο σχέδιο εξυγίανσης προβλέπεται η ενδεχόμενη εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης εξακριβώνει αν το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο ή άλλα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είναι επαρκή για την κάλυψη του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ).

(3) Η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει οποιουδήποτε όρου βάσει των ιδρυτικών εγγράφων ή του καταστατικού του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης των μετόχων ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.

Συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα

64.-(1)(α) Τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα περιλαμβάνουν συμβατικό όρο με τον οποίο ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας ή μέσο που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η εν λόγω υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας του αρχικού κεφαλαίου ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από μια αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω υποχρέωση πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Η υποχρέωση δεν εξαιρείται σύμφωνα με το άρθρο 54(2)·

(ii) η υποχρέωση δεν αποτελεί κατάθεση που αναφέρεται στο άρθρο 33Ο(2)(ε) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(iii) η υποχρέωση διέπεται από νομοθεσία τρίτης χώρας· και

(iv) η υποχρέωση εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η υποχρέωση στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζεται σε ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα στα οποία η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25(1) ισούται με το ποσό απορρόφησης των ζημιών, όπως ορίζεται δυνάμει του άρθρου 25Β(2)(α), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου και που δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται πιο πάνω δεν συνυπολογίζονται στην απαίτηση αυτή.

(γ) Η παράγραφος (α) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δύνανται να υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής που ασκεί η αρχή εξυγίανσης δυνάμει του δικαίου τρίτης χώρας ή δεσμευτικής συμφωνίας που συνήφθη με την εν λόγω τρίτη χώρα.

(2)(α) Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη σχετική υποχρέωση όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο κοινοποιεί τη διαπίστωσή του, συμπεριλαμβανομένων και της κατηγορίας στην οποία εμπίπτει η υποχρέωση και της αιτιολογίας της εν λόγω διαπίστωσής της, στην αρχή εξυγίανσης. το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο παρέχει στην αρχή εξυγίανσης κάθε πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητά εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της κοινοποίησης, προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να αξιολογήσει το αποτέλεσμα αυτής της κοινοποίησης στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου.

(β) Σε περίπτωση κοινοποίησης δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η υποχρέωση να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) αυτομάτως αναστέλλεται από τη στιγμή της παραλαβής της κοινοποίησης από την αρχή εξυγίανσης.

(γ) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, ζητά, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο (α), τη συμπερίληψη ενός τέτοιου συμβατικού όρου. Η αρχή εξυγίανσης δύναται, επιπροσθέτως, να απαιτήσει από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να τροποποιήσει τις πρακτικές του όσον αφορά την εφαρμογή της εξαίρεσης από τη συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα.

(δ) Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δεν περιλαμβάνουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 και χρεωστικά μέσα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 33Ο(5) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπου τα εν λόγω μέσα είναι μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου είναι ανώτερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33Ο(2)(η) έως (ιβ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 41Α(2)(β) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου.

(ε) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, μαζί με τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή που είναι πιθανόν να αποκλειστούν σύμφωνα με το άρθρο 54(6) έως (7)(α) και (β), ανέρχεται σε άνω του 10% της εν λόγω κατηγορίας, αξιολογεί αμέσως τις επιπτώσεις αυτού του συγκεκριμένου δεδομένου στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης που απορρέουν από τον κίνδυνο να πληγούν οι διασφαλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 75 όταν εφαρμόζονται οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής επί των επιλέξιμων υποχρεώσεων.

(στ) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του παρόντος εδαφίου, ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες, σύμφωνα με την παράγραφο (α), δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στο εδάφιο (1), δημιουργούν ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης, εφαρμόζει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 20 του παρόντος Νόμου, όπως αρμόζει, ώστε να αρθεί το εν λόγω εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης.

(ζ) Οι υποχρεώσεις για τις οποίες το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο δεν συμπεριλαμβάνει στις συμβατικές διατάξεις τον όρο που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή για τις οποίες, σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, η εν λόγω απαίτηση δεν εφαρμόζεται, δεν υπολογίζονται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

(3) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα να παρέχουν στην ίδια ή/και σε αρμόδια αρχή νομική γνώμη σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα του συμβατικού όρου που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(4) Σε περίπτωση που ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν συμπεριλάβει στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν μια σχετική υποχρέωση συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση.

(5) Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει, με γενικές ή ειδικές οδηγίες όπου κρίνει αναγκαίο, τις κατηγορίες υποχρεώσεων για τις οποίες ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο μπορεί να καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, με βάση τις προϋποθέσεις που προσδιορίζονται περαιτέρω σύμφωνα με το Άρθρο 55, παράγραφος 6 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI - ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
Γενικές εξουσίες

65.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης διαθέτει όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζει τα μέτρα εξυγίανσης σε ιδρύματα και σχετικά πρόσωπα που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις εξυγίανσης.

(β) Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης διαθέτει τις ακόλουθες εξουσίες εξυγίανσης, τις οποίες μπορεί να ασκεί μεμονωμένα ή σε συνδυασμό:

(i) Να απαιτεί από κάθε πρόσωπο να παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αρχή εξυγίανσης προκειμένου να αποφασίζει και να προετοιμάζει μια δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησής τους και των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέχονται στα σχέδια εξυγίανσης, καθώς και να απαιτεί την παροχή πληροφοριών μέσω της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων·

(ii) να αποκτά τον έλεγχο ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση και να ασκεί όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που παρέχονται στους μετόχους, στους λοιπούς ιδιοκτήτες και στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

(iii) να μεταβιβάζει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που εκδίδονται από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση·

(iv) να μεταβιβάζει σε άλλη οντότητα, με τη συγκατάθεση της εν λόγω οντότητας, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

(v) να απομειώνει, μέχρι και μηδενισμού, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

(vi) να μετατρέπει υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε κοινές μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, ενός σχετικού μητρικού ιδρύματος ή ενός μεταβατικού ιδρύματος στο οποίο μεταβιβάζονται περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου·

(vii) να ακυρώνει χρεωστικά μέσα που έχουν εκδοθεί από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 54(2)·

(viii) να απομειώνει, μέχρι και μηδενισμού, την ονομαστική αξία μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση καθώς και να ακυρώνει τέτοιες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας·

(ix) να απαιτεί από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ή από σχετικό μητρικό ίδρυμα να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή άλλα κεφαλαιακά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων μετοχών και των υπό αίρεση μετατρέψιμων μέσων·

(x) να τροποποιεί ή να μεταβάλλει τη διάρκεια των χρεωστικών μέσων και άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα που εκδίδονται από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ή να τροποποιεί το ύψος των πληρωτέων τόκων βάσει των εν λόγω μέσων και άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων ή την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται πληρωτέοι, μεταξύ άλλων αναστέλλοντας την πληρωμή για προσωρινό χρονικό διάστημα, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 54(2)·

(xi) να καταγγέλλει και να ρευστοποιεί χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή συμβάσεις παραγώγων στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 58·

(xii) να απομακρύνει ή να αντικαθιστά το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

(xiii) να απαιτεί από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει εγκαίρως τον αποκτώντα ειδικής συμμετοχής, κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που τίθενται στον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο ή/και στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, κατά περίπτωση.

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, όταν πρόκειται να εφαρμόσει τα μέτρα εξυγίανσης και να ασκήσει τις εξουσίες εξυγίανσης, δεν υπόκειται σε καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις δυνάμει γενικών διατάξεων, συμβατικών όρων ή άλλων διατάξεων:

(i) Στην υποχρέωση να λάβει την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ιδιωτικού ή δημόσιου, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων ή των πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 4(2)·

(ii) σε διαδικαστικές απαιτήσεις κοινοποίησης προς οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης κάθε απαίτησης δημοσίευσης οποιασδήποτε κοινοποίησης ή ενημερωτικών δελτίων ή αρχειοθέτησης ή καταχώρισης οποιουδήποτε εγγράφου σε οποιαδήποτε άλλη αρχή, πριν από την άσκηση της εξουσίας εξυγίανσης.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ασκήσει τις εξουσίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, ανεξάρτητα από κάθε περιορισμό ή απαίτηση για συγκατάθεση, όσον αφορά τη μεταβίβαση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, που μπορεί διαφορετικά να εφαρμοζόταν.

(γ) Η υποπαράγραφος (ii) της παραγράφου (α) εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 84 και των απαιτήσεων κοινοποίησης βάσει των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

(3) Σε περίπτωση που κάποια από τις εξουσίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε καλυπτόμενο πρόσωπο λόγω της ειδικής νομικής μορφής του, η αρχή εξυγίανσης έχει στο μέτρο του δυνατού παρεμφερείς εξουσίες, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα αποτελέσματά τους.

(4) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (3), ισχύουν για τα επηρεαζόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων, των πιστωτών και των αντισυμβαλλομένων, οι διασφαλίσεις που προβλέπονται στο παρόντα Νόμο ή άλλες διασφαλίσεις που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα.

Επικουρικές εξουσίες

66.-(1) Κατά την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δύναται -

(α) Με την επιφύλαξη του άρθρου 80, να μεριμνά ώστε η μεταβίβαση να πραγματοποιείται απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων· για τον σκοπό αυτό, οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης βάσει του παρόντος Νόμου δεν θεωρείται υποχρέωση ή επιβάρυνση· και

(β) να αίρει τα δικαιώματα περαιτέρω απόκτησης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας· και

(γ) να απαιτεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διασφαλίζει την διακοπή ή την αναστολή της αποδοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων σε χρηματιστήριο αξιών, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμο· και

(δ) να προβλέπει τη μεταχείριση του αποδέκτη σαν να ήταν το υπό εξυγίανση ίδρυμα για τους σκοπούς οποιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή ενεργειών στις οποίες έχει προβεί το υπό εξυγίανση ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 46, 48 και 50, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που αφορούν τη συμμετοχή σε υποδομές αγοράς·

(ε) να απαιτεί από το υπό εξυγίανση ίδρυμα ή τον αποδέκτη να παρέχει αμοιβαία πληροφορίες και συνδρομή· και

(στ) να ακυρώνει ή να τροποποιεί τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι μέρος το υπό εξυγίανση ίδρυμα ή να το υποκαθιστά με έναν αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

(2) Η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που καθορίζονται στο εδάφιο (1) όταν κρίνει ότι ενδείκνυνται για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα μιας δράσης ή να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι στόχοι εξυγίανσης.

(3) Κατά την άσκηση μιας εξουσίας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δύναται να προβλέπει τη συνέχιση αναγκαίων για την εξασφάλιση της συνέχειας ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της δράσης εξυγίανσης και ότι ο αποκτών είναι σε θέση να ασκήσει τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν, περιλαμβανομένων-

(α) Της συνέχισης συμβάσεων τις οποίες έχει συνάψει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, ούτως ώστε ο αποδέκτης να αναλάβει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του υπό εξυγίανση ιδρύματος που αφορούν κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί, και να υποκαθιστά το ίδρυμα υπό εξυγίανση, είτε ρητά είτε σιωπηρά, σε όλα τα σχετικά έγγραφα των συμβάσεων·

(β) της υποκατάστασης του υπό εξυγίανση ιδρύματος από τον αποδέκτη σε κάθε δικαστική διαδικασία που αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί.

(4) Οι εξουσίες που προβλέπονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) δεν επηρεάζουν τα εξής:

(α) Το δικαίωμα ενός εργαζόμενου του υπό εξυγίανση ιδρύματος να καταγγείλει μια σύμβαση εργασίας·

(β) με την επιφύλαξη των άρθρων 71, 72 και 73, κάθε δικαίωμα ενός αντισυμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης να ασκήσει δικαιώματά του βάσει της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να την καταγγείλει, εφόσον το δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, λόγω πράξης ή παράλειψης από το υπό εξυγίανση ίδρυμα, πριν από τη σχετική μεταβίβαση, ή από τον αποδέκτη, μετά τη σχετική μεταβίβαση.

Εξουσία απαίτησης παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεων

67.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από ένα υπό εξυγίανση ίδρυμα, ή από οποιαδήποτε οντότητα του ομίλου του, να παρέχει τις υπηρεσίες ή τις υποδομές που είναι αναγκαίες προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να ασκεί όντως τις εργασίες που του μεταβιβάστηκαν.

(β) Η παράγραφος (α) εφαρμόζεται και στην περίπτωση που το υπό εξυγίανση ίδρυμα ή η σχετική οντότητα του ομίλου υπόκειται ήδη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να επιβάλλει την τήρηση υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (1), από αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, σε οντότητες ομίλου εγκατεστημένες στη Δημοκρατία.

(3) Οι υπηρεσίες και οι υποδομές που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) είναι μόνο λειτουργικές, και δεν περιλαμβάνουν καμία μορφή οικονομικής στήριξης.

(4) Οι παρεχόμενες σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) υπηρεσίες και υποδομές παρέχονται υπό τους ακόλουθους όρους:

(α) Σε περίπτωση που οι υπηρεσίες και οι υποδομές παρασχέθηκαν στο υπό εξυγίανση ίδρυμα στο πλαίσιο συμφωνίας αμέσως πριν από την ανάληψη της δράσης εξυγίανσης, υπό τους ιδίους όρους καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας·

(β) σε περίπτωση που δεν υφίσταται συμφωνία ή που η συμφωνία έχει λήξει, υπό εύλογους όρους.

Εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης από αρχές εξυγίανσης κρατών μελών

68.-(1) Όταν μια διενεργούμενη από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στη Δημοκρατία ή δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υπόκεινται στο δίκαιο της Δημοκρατίας, η εν λόγω μεταβίβαση θεωρείται καθόλα έγκυρη πράξη, παράγει έννομα αποτελέσματα και ισχύει έναντι των μετόχων, πιστωτών και τρίτων μερών ανεξαρτήτως οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει νομοθετικών διατάξεων ή όρων σύμβασης ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης με νομικές διαδικασίες που διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει, μεταξύ άλλων, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ή του περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμου.

(2) Η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους που έχει πραγματοποιήσει ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει τη μεταβίβαση, λαμβάνει κάθε εύλογη συνδρομή από την αρχή εξυγίανσης ή άλλη δημόσια αρχή προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στον αποκτώντα είναι σύμφωνη με το κυπριακό δίκαιο.

(3) Οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα τρίτα μέρη που θίγονται από τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν δικαιούνται να εμποδίζουν, να αμφισβητούν ή να ματαιώνουν με την άσκηση ένδικων μέσων τη μεταβίβαση αυτών βάσει διάταξης του κυπριακού δικαίου.

(4) Όταν αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, μεταξύ άλλων έναντι κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το Άρθρο 59 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα περιλαμβάνουν μέσα ή υποχρεώσεις, που διέπονται το κυπριακό δίκαιο, ή/και υποχρεώσεις προς πιστωτές που βρίσκονται στη Δημοκρατία, η μείωση της αξίας ή/και η μετατροπή των εν λόγω υποχρεώσεων ή μέσων συνιστά καθόλα έγκυρη πράξη, παράγει έννομα αποτελέσματα, και ισχύει έναντι πάντων ανεξαρτήτως αντίθετων νομοθετικών διατάξεων, όρων σύμβασης ή νομοθετικών διαδικασιών.

(5) Οι πιστωτές που θίγονται από την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής δεν δικαιούνται να αμφισβητούν με ένδικα μέσα τη μείωση της αξίας ή/και τη μετατροπή του μέσου ή της υποχρέωσης, ανεξαρτήτως αντίθετης νομοθετικής διάταξης, όρου σύμβασης ή νομικής διαδικασίας.

(6) Το παρόν άρθρο δεν θίγει -

(α) Το δικαίωμα των μετόχων, των πιστωτών και των τρίτων μερών για αμφισβήτηση πράξεων και αποκατάσταση σύμφωνα με άρθρο 86, ως προς τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου· και

(β) το δικαίωμα των πιστωτών για αμφισβήτηση πράξεων και αποκατάσταση σύμφωνα με άρθρο 86, ως προς τη μείωση της αξίας ή τη μετατροπή μέσου ή υποχρέωσης που καλύπτεται από το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου· και

(γ) τις διασφαλίσεις για τις εν μέρει μεταβιβάσεις, όπως αναφέρονται στο Κεφάλαιο VII του παρόντος Μέρους, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.

Εξουσία όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις μετοχές και άλλα μέσα ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε τρίτες χώρες

69.-(1) Σε περιπτώσεις που η δράση εξυγίανσης συνεπάγεται ενέργειες όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί -

(α) Από τον διαχειριστή, τον παραλήπτη ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του υπό εξυγίανση ιδρύματος και από τον αποδέκτη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η δράση παράγει έννομα αποτελέσματα·

(β) από τον διαχειριστή, τον παραλήπτη ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του υπό εξυγίανση ιδρύματος να διακρατεί τις μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα περιουσιακά στοιχεία ή τα δικαιώματα ή να εξοφλεί τις υποχρεώσεις εξ ονόματος του αποδέκτη μέχρις ότου η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η δράση παράξει έννομα αποτελέσματα·

(γ) τα εύλογα έξοδα του αποκτώντα, τα οποία προκύπτουν κανονικά κατά την εκτέλεση οποιασδήποτε απαιτούμενης ενέργειας βάσει των παραγράφων (α) και (β), να καλύπτονται με κάποιον από τους τρόπους που καθορίζονται στο άρθρο 45(7).

(2) Η αρχή εξυγίανσης δεν προβαίνει στη μεταβίβαση, απομείωση, μετατροπή ή δράση εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) όταν εκτιμά ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή σε σχέση με μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που διέπονται από δίκαιο τρίτης χώρας, μολονότι ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα από τον διαχειριστή, παραλήπτη ή άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του υπό εξυγίανση ιδρύματος.

Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών στην έγκαιρη παρέμβαση και εξυγίανση

70.-(1)(α) Οποιοδήποτε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων που λαμβάνεται σχετικά με καλυπτόμενο πρόσωπο, ή που περιλαμβάνει την επέλευση οποιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή αυτού του μέτρου, δεν θεωρείται αφ’ εαυτού, σε πλαίσιο σύμβασης που συνάπτει η οντότητα, ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση κατά την έννοια του περί Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

(β) Επιπρόσθετα από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α), το μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θεωρείται αφ’ εαυτού ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας στο πλαίσιο σύμβασης που συνάφθηκε από-

(i) Θυγατρική, της οποίας οι απορρέουσες υποχρεώσεις τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη της μητρικής επιχείρησης· ή

(ii) οποιαδήποτε οντότητα ομίλου και η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρες καταγγελίας λόγω διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

(2) Εάν οι διαδικασίες εξυγίανσης σε τρίτη χώρα αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 98 ή εάν λάβει τέτοια απόφαση η αρχή εξυγίανσης, οι διαδικασίες αυτές αποτελούν, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μέτρο διαχείρισης κρίσεων.

(3) Υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης, κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων, αναστολής υποχρέωσης δυνάμει του άρθρου 43Α ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου, δεν παρέχει αφ’ εαυτού σε κανέναν τη δυνατότητα -

(α) Να ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση την οποία έχει συνάψει -

(i) Θυγατρική, και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη από οποιοδήποτε οντότητα του ομίλου,

(ii) οποιαδήποτε οντότητα ομίλου, και η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρες καταγγελίας λόγω διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

(β) να αποκτά κατοχή, να ασκεί έλεγχο ή να επιβάλλει οποιαδήποτε εξασφάλιση επί περιουσιακού στοιχείου του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή οποιαδήποτε οντότητα ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες καταγγελίας λόγω διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

(γ) να θίγει οποιαδήποτε συμβατικά δικαιώματα του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου ή οποιαδήποτε οντότητα ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες καταγγελίας λόγω διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

(4) Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα προσώπου να αναλάβει δράση που αναφέρεται στο εδάφιο (3), σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό απορρέει από γεγονός διάφορο από το μέτρο πρόληψης κρίσεων, το μέτρο διαχείρισης κρίσεων ή οποιοδήποτε γεγονός άμεσα συνδεόμενο με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου.

(5) Αναστολή ή περιορισμός σύμφωνα με τα άρθρα 43Α, 71 ή 72 δεν συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (3) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 73(1).

(6) Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο αποτελούν υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου κατά την έννοια του Άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008.

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

71.-(1) H αρχή εξυγίανσης δύναται να αναστέλλει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα υπό εξυγίανση από τη δημοσίευση της κοινοποίησης αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 84(3), έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης.

(2) Σε περίπτωση που μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης θα καθίστατο απαιτητή εντός της περιόδου αναστολής, η πληρωμή ή η παράδοση καθίσταται απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.

(3) Εάν οι συμβατικές υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης ιδρύματος υπό εξυγίανση αναστέλλονται σύμφωνα με το εδάφιο (1), οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης των αντισυμβαλλομένων του εν λόγω ιδρύματος στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

(4) Καμία αναστολή βάσει του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:

(α) Συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων εγκατεστημένων στη Δημοκρατία ως ορίζονται δυνάμει του περί Αμετάκλητου του Διακανομισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου ή συστημάτων και φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων εγκατεστημένα εκτός Δημοκρατίας όπως ορίζονται σύμφωνα με την Οδηγία 98/26/ΕΚ·

(β) κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 25 του εν λόγω Κανονισμού· και

(γ) κεντρικών τραπεζών.

(5)(α) Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

(β) Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτής της εξουσίας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης· συγκεκριμένα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις όπως ορίζονται στον Κανονισμό 6 των περί Συστημάτων Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει την πρόσβαση των καταθετών σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές όταν ασκεί την εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις.

Εξουσία περιορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας

72.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να περιορίζει το δικαίωμα των εξασφαλισμένων πιστωτών ενός υπό εξυγίανση ιδρύματος να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής εξασφάλισης όσον αφορά οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω υπό εξυγίανση ιδρύματος από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 84(3), έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης.

(2) H αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί την εξουσία που προβλέπεται στο εδάφιο (1) όσον αφορά οποιαδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Συμφωνία παροχής εξασφάλισης έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων, όπως τα εν λόγω συστήματα και διαχειριστές συστημάτων ορίζονται στο άρθρο 2(1) του περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου ή συστημάτων και φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων εγκατεστημένα εκτός Δημοκρατίας όπως ορίζονται σύμφωνα με την Οδηγία 98/26/ΕΚ·

(β) κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους τρίτης χώρας αναγνωρισμένους από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· και

(γ) κεντρικών τραπεζών όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυριαστεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από το ίδρυμα υπό εξυγίανση.

(3) Στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 82, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε οι τυχόν περιορισμοί που επιβάλλονται δυνάμει της εξουσίας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου να εφαρμόζονται με συνέπεια για όλες τις οντότητες ομίλου έναντι των οποίων αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης.

(4) Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Εξουσία αναστολής των δικαιωμάτων καταγγελίας

73.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου μέρους του υπό εξυγίανση ιδρύματος, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 84(3), έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης καθώς και η παροχή εξασφάλισης.

(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου μέρους θυγατρικής ιδρύματος υπό εξυγίανση εφόσον -

(α) Οι υποχρεώσεις βάσει της εν λόγω σύμβασης είναι εγγυημένες ή με άλλον τρόπο υποστηριζόμενες από το ίδρυμα υπό εξυγίανση· και

(β) τα δικαιώματα καταγγελίας βάσει της εν λόγω σύμβασης στηρίζονται μόνον στην αφερεγγυότητα ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

(γ) σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ή ενδέχεται να ασκηθεί εξουσία μεταβίβασης σε σχέση με το υπό εξυγίανση ίδρυμα-

(i) είτε όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις της θυγατρικής που σχετίζεται με την εν λόγω σύμβαση έχουν μεταβιβαστεί ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν και να αναληφθούν από τον αποδέκτη,

(ii) είτε η αρχή εξυγίανσης παρέχει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο επαρκή προστασία για αυτές τις υποχρεώσεις:

Νοείται ότι, η αναστολή ισχύει από τη δημοσίευση της κοινοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 83(4), έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης.

(3) Καμία αναστολή δυνάμει των εδαφίων (1) ή (2) δεν εφαρμόζεται έναντι-

(α) συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων, όπως τα εν λόγω συστήματα και διαχειριστές συστημάτων ορίζονται στο άρθρο 2(1) του περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου ή συστημάτων και φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων εγκατεστημένα εκτός Δημοκρατίας όπως ορίζονται σύμφωνα με την Οδηγία 98/26/ΕΚ· ή

(β) κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· ή

(γ) κεντρικών τραπεζών.

(4) Πρόσωπο δύναται να ασκήσει δικαίωμα καταγγελίας στο πλαίσιο σύμβασης πριν από το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ή (2), εάν το πρόσωπο αυτό λάβει κοινοποίηση από την αρχή εξυγίανσης ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση -

(α) Δεν μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα· ή

(β) δεν υφίστανται απομείωση ή μετατροπή στο πλαίσιο εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 53(1)(α).

(5) Σε περίπτωση που αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία που προβλέπεται στο εδάφιο (1) ή (2) για να αναστείλει δικαιώματα καταγγελίας και σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί κοινοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (4), τα δικαιώματα αυτά δύνανται να ασκηθούν από τη λήξη της περιόδου αναστολής, με την επιφύλαξη του άρθρου 70, ως εξής:

(α) Εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση έχουν μεταβιβαστεί σε άλλη οντότητα, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας, σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, μόνο σε περίπτωση επέλευσης οποιουδήποτε συνεχιζόμενου ή μεταγενέστερου γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους της αποδέκτριας οντότητας·

(β) εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση παραμένουν στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, και η αρχή εξυγίανσης δεν έχει εφαρμόσει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 53(1)(α) στην εν λόγω σύμβαση, ένας αντισυμβαλλόμενος δύναται να ασκήσει τα δικαιώματα καταγγελίας σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.

(6) Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

(7)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να διατηρεί λεπτομερή αρχεία των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων.

(β) Κατόπιν αιτήματος της αρχής εξυγίανσης, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και καθήκοντά της σύμφωνα με το Άρθρο 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Συμβατική αναγνώριση εξουσιών αναστολής ή περιορισμού δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην εξυγίανση

73Α.-(1) Έκαστο ίδρυμα και σχετικό πρόσωπο συμπεριλαμβάνει σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση, στην οποία εισέρχονται και η οποία διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, όρους με τους οποίους τα μέρη αναγνωρίζουν ότι η χρηματοπιστωτική σύμβαση μπορεί να υπόκειται στην άσκηση εξουσιών από την αρχή εξυγίανσης για την αναστολή ή τον περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των άρθρων 43Α, 71, 72, και 73, και αναγνωρίζουν ότι δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του άρθρου 70.

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται επίσης, με ειδική ή γενική οδηγία, να απαιτεί από τις μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ να διασφαλίζουν ότι οι οικείες θυγατρικές τρίτης χώρας περιλαμβάνουν, στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), όρους ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η άσκηση της εξουσίας της αρχής εξυγίανσης να αναστέλλει ή να περιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, σύμφωνα με το εδάφιο (1), να αποτελεί έγκυρο λόγο για την άσκηση δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, ή για την αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας για τις εν λόγω συμβάσεις.

(β) Η απαίτηση της παραγράφου (α) δύναται να εφαρμόζεται όσον αφορά τις θυγατρικές τρίτης χώρας, οι οποίες είναι:

(i) πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του Άρθρου 2(1)(2) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

(ii) επιχείρηση επενδύσεων, κατά την έννοια του Άρθρου 2(1)(3) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

(iii) χρηματοδοτικά ιδρύματα.

(3) Το εδάφιο (1) εφαρμόζεται σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση, η οποία-

(α) δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή τροποποιεί ουσιωδώς υπάρχουσα υποχρέωση, μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2021·

(β) προβλέπει την άσκηση ενός ή περισσοτέρων δικαιωμάτων καταγγελίας ή δικαιωμάτων αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας, στα οποία θα εφαρμόζονταν τα άρθρα 70, 43Α, 71, 72 ή 73, εάν η χρηματοπιστωτική σύμβαση διέπετο από το κυπριακό δίκαιο ή το δίκαιο κράτους μέλους.

(4) Όταν ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στα άρθρα 70, 43Α, 71, 72 ή 73 σε σχέση με την εν λόγω χρηματοπιστωτική σύμβαση.

Άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης

74.-(1)(α) Προκειμένου να αναλάβει δράση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση, ούτως ώστε -

(i) Να διευθύνει και να ασκεί τις εργασίες και τις υπηρεσίες του υπό εξυγίανση ιδρύματος με όλες τις εξουσίες των μετόχων του και του διοικητικού οργάνου· και

(ii) να διαχειρίζεται και να διαθέτει τα περιουσιακά στοιχεία και την περιουσία του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

(β) Ο έλεγχος που προβλέπεται στην παράγραφο (α) δύναται να ασκείται άμεσα από την αρχή εξυγίανσης ή έμμεσα μέσω προσώπου ή προσώπων που διορίζονται από την αρχή εξυγίανσης.

(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας του υπό εξυγίανση ιδρύματος δεν δύνανται να ασκηθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εξυγίανσης.

(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης χωρίς να ασκεί έλεγχο στο ίδρυμα υπό εξυγίανση.

(3) Η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον είναι σκόπιμο να εφαρμόσει τη δράση εξυγίανσης με τα μέσα που καθορίζονται στο εδάφιο (1) ή (2), έχοντας υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και τις γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση, τις ειδικές περιστάσεις του συγκεκριμένου υπό εξυγίανση ιδρύματος και την ανάγκη να διευκολύνεται η αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.

(4) Η αρχή εξυγίανσης δεν φέρει ευθύνη δυνάμει του εταιρικού ή πτωχευτικού δικαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII - ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ
Μεταχείριση των μετόχων και των πιστωτών σε περίπτωση εν μέρει μεταβιβάσεων ή εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα

75. Εφόσον έχουν εφαρμοστεί ένα ή περισσότερα μέτρα εξυγίανσης και, ιδίως, για τους σκοπούς του άρθρου 77, εφαρμόζονται τα εξής:

(α) Εκτός των περιπτώσεων όπου εφαρμόζεται η παράγραφος (β), σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει μόνον εν μέρει τα δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση, οι μέτοχοι και οι πιστωτές εκείνοι των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν μεταβιβαστεί, λαμβάνουν προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους τουλάχιστον όσα θα είχαν λάβει εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 83·

(β) σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο δεν υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 83.

Αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση

76.-(1)(α) Προκειμένου να αποτιμηθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, αλλά όχι αποκλειστικά, και για τους σκοπούς του άρθρου 75, διενεργείται αποτίμηση από ανεξάρτητο πρόσωπο, το συντομότερο δυνατόν, αφού έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης.

(β) Η εν λόγω αποτίμηση είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 47.

(γ) Σε περίπτωση που σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης η αρχή εξυγίανσης ασκεί και την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει τη διενέργεια μίας αποτίμησης που να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 38.

(2) Με την αποτίμηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) προσδιορίζεται -

(α) Η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές, ή το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, είχε τεθεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 83· και

(β) η πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την εξυγίανση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

(γ) αν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο (α) και της μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο (β).

(3) Η αποτίμηση -

(α) Βασίζεται στην παραδοχή ότι το ίδρυμα υπό εξυγίανση, στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, θα είχε τεθεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 83· και

(β) βασίζεται στην παραδοχή ότι η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης δεν έχουν πραγματοποιηθεί· και

(γ) δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης στο ίδρυμα υπό εξυγίανση.

Διασφάλιση για τους μετόχους και τους πιστωτές

77. Εάν με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 76 προσδιοριστεί ότι οποιοσδήποτε μέτοχος ή πιστωτής που αναφέρεται στο άρθρο 75 ή το σύστημα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 105(1), έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από το Ταμείο Εξυγίανσης.

Διασφαλίσεις για τους αντισυμβαλλό-μενους στις περιπτώσεις εν μέρει μεταβιβάσεων

78.-(1) Η προστασία που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιστάσεις:

(α) Όταν η αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα ή, κατά την εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης, από ένα μεταβατικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο·

(β) όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 66(1).

(2) Διασφαλίζεται η κατάλληλη προστασία των ακόλουθων συμφωνιών και των αντισυμβαλλομένων στις ακόλουθες συμφωνίες:

(α) Συμφωνίες εγγυοδοσίας, βάσει των οποίων ένα πρόσωπο έχει, λόγω εγγύησης, υπάρχον ή ενδεχόμενο συμφέρον στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης, ανεξαρτήτως αν το εν λόγω συμφέρον εξασφαλίζεται με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα ή με κυμαινόμενες επιβαρύνσεις ή παρεμφερή ρύθμιση·

(β) συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης με μεταβίβαση τίτλων, βάσει των οποίων παρέχονται εξασφαλίσεις για την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, με τη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειοδότη στον ασφαλειολήπτη, υπό όρους που προβλέπουν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειολήπτη, εάν εκτελεστούν αυτές οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις·

(γ) συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού, βάσει των οποίων δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται η μία με την άλλη·

(δ) συμφωνίες συμψηφισμού·

(ε) καλυμμένα ομόλογα·

(στ) συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων και των μέσων που χρησιμοποιούνται για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, οι οποίες συνεπάγονται την παροχή και την κατοχή εγγύησης από συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ή θεματοφύλακα, αντιπρόσωπο ή αντίκλητο:

Νοείται ότι, η μορφή προστασίας που είναι κατάλληλη, για τις κατηγορίες συμφωνιών που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, διευκρινίζεται περαιτέρω στα άρθρα 79 έως 82 και υπόκειται στους περιορισμούς που εξειδικεύονται στα άρθρα 70 έως 73.

(3) Η απαίτηση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τον αριθμό των μερών που συμμετέχουν στις συμφωνίες και από το εάν οι συμφωνίες -

(α) Δημιουργούνται από σύμβαση, καταπιστεύματα ή άλλα μέσα, ή απορρέουν αυτομάτως από την εφαρμογή του νόμου·

(β) απορρέουν ή διέπονται, εν όλω ή εν μέρει, από νομοθεσία κράτους μέλους ή τρίτης χώρας.

Προστασία των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονο-μικής εξασφάλισης με μεταβίβαση τίτλων, αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού

79.-(1)(α) Απαγορεύεται η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης με μεταβίβαση τίτλων, τη συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού ή τη συμφωνία συμψηφισμού μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλου προσώπου, και η τροποποίηση ή η καταγγελία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από την εν λόγω συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνία συμψηφισμού μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών.

(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που θεωρούνται προστατευμένα βάσει τέτοιας συμφωνίας είναι εκείνα για τα οποία τα μέρη της συμφωνίας δικαιούνται να προβούν σε αλληλοσυμψηφισμό ή συμψηφισμό των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), και όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η πρόσβαση στις καλυπτόμενες καταθέσεις, η αρχή εξυγίανσης δύναται:

(α) Να μεταβιβάζει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οποιασδήποτε από τις συμφωνίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) χωρίς να μεταβιβάζει άλλα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας· και

(β) να μεταβιβάζει, να τροποποιεί ή να καταργεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς να μεταβιβάζει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Προστασία των συμφωνιών εγγυοδοσίας

80.-(1) Αναφορικά με υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με συμφωνία εγγυοδοσίας, απαγορεύεται οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με τα οποία είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση, εκτός εάν μεταβιβάζονται επίσης η εν λόγω υποχρέωση και το όφελος της εξασφάλισης·

(β) η μεταβίβαση εξασφαλισμένης υποχρέωσης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και το όφελος της εξασφάλισης·

(γ) η μεταβίβαση του οφέλους της εξασφάλισης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης η εξασφαλισμένη υποχρέωση·

(δ) η τροποποίηση ή η καταγγελία μιας συμφωνίας εξασφάλισης, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, εάν το αποτέλεσμα της εν λόγω τροποποίησης ή καταγγελίας είναι να παύσει να είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), και όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στις καλυπτόμενες καταθέσεις, η αρχή εξυγίανσης δύναται -

(α) Να μεταβιβάζει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οποιασδήποτε από τις συμφωνίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) χωρίς να μεταβιβάζει άλλα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας· και

(β) να μεταβιβάζει, να τροποποιεί ή να καταργεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς να μεταβιβάζει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης και των καλυμμένων ομολόγων

81.-(1) Αναφορικά με συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 78(2)(ε) και (στ), απαγορεύεται οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή αποτελούν μέρος της, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 78(2)(ε) και (στ), στην οποία το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος·

(β) η καταγγελία ή η τροποποίηση, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή αποτελούν μέρος της, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 78(2)(ε) και (στ), στην οποία το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), και όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της πρόσβασης στις καλυπτόμενες καταθέσεις, η αρχή εξυγίανσης δύναται -

(α) Να μεταβιβάζει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οποιασδήποτε από τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) χωρίς να μεταβιβάζει λοιπά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος των ίδιων ρυθμίσεων· και

(β) να μεταβιβάζει, να τροποποιεί ή να καταγγέλλει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις χωρίς να μεταβιβάζει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Μεταβιβάσεις εν μέρει, προστασία των συστημάτων διαπραγμά-τευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού

82.-(1) Η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης δεν επηρεάζει τη λειτουργία και τους κανόνες των συστημάτων που καλύπτονται από τον περί Αμετακλήτου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμο, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης -

(α) Μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα· ή

(β) κάνει χρήση των εξουσιών της δυνάμει του άρθρου 66 για να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή για να το υποκαταστήσει με τον αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

(2) Ειδικότερα, διά της μεταβίβασης, ακύρωσης ή τροποποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν ανακαλείται εντολή μεταβίβασης, κατά παράβαση του άρθρου 4 του περί Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου, ούτε τροποποιείται ή αναιρείται το εκτελεστό των εντολών μεταβίβασης και του συμψηφισμού, όπως απαιτείται βάσει των άρθρων 4(5) και 4(3) του εν λόγω νόμου, της χρησιμοποίησης κεφαλαίων, αξιογράφων ή πιστωτικών διευκολύνσεων όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 5 του εν λόγω νόμου ή η προστασία της ασφάλειας, όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 7 του εν λόγω νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII - ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Απόφαση της αρχής εξυγίανσης

83.-(1)(α) Με δική της πρωτοβουλία ή μόλις λάβει κοινοποίηση από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το Άρθρο 81, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 και 43, αντίστοιχα, κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για να αναληφθεί ή όχι δράση εξυγίανσης και λαμβάνει την απόφαση για ανάληψη ή όχι δράσης εξυγίανσης.

(β) Η απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Το σκεπτικό της απόφασης αυτής, συμπεριλαμβανομένης της διαπίστωσης κατά πόσο το ίδρυμα πληροί ή όχι τις προϋποθέσεις εξυγίανσης∙

(ii) τη δράση την οποία προτίθεται να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της εισήγησης προς την αρμόδια αρχή για ανάκληση της άδειας του ιδρύματος και της προσφυγής σε διαδικασία εκκαθάρισης, του διορισμού παραλήπτη ή εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε άλλου μέτρου στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει το διάταγμα δυνάμει του οποίου αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αυθημερόν.

(2)(α) Η απόφαση για τερματισμό δράσης εξυγίανσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο λαμβάνεται μόλις η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι -

(i) Έχουν ολοκληρωθεί τα μέτρα εξυγίανσης και έχουν εξυπηρετηθεί οι στόχοι εξυγίανσης και το δημόσιο συμφέρον∙ ή

(ii) τα μέτρα εξυγίανσης είναι ευλόγως ανέφικτο να ολοκληρωθούν ή/και η συνέχιση των μέτρων εξυγίανσης δεν εξυπηρετούν τους στόχους εξυγίανσης ή/και το δημόσιο συμφέρον.

(β) Η απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Την κατά περίπτωση διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α)·

(ii) σε περίπτωση που η διαπίστωση είναι αυτή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α), την εισήγηση προς την αρμόδια αρχή για ανάκληση της άδειας του ιδρύματος και για προσφυγή σε διαδικασία εκκαθάρισης, του διορισμού παραλήπτη ή εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε άλλου μέτρου στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει την ίδια ημέρα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ειδοποίηση ότι τα μέτρα εξυγίανσης έχουν τερματιστεί, την ημερομηνία τερματισμού και ότι το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, από την ημερομηνία τερματισμού, δεν υπόκειται σε εξυγίανση.

Διαδικαστικές υποχρεώσεις της αρχής εξυγίανσης

84.-(1) Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί τις αποφάσεις της, μόλις αυτό είναι ευλόγως εφικτό, για τη λήψη και τερματισμό δράσης εξυγίανσης, προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τις ακόλουθες αρχές, εφόσον πρόκειται για διαφορετικές αρχές:

(α) Την αρμόδια αρχή για το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

(β) την αρμόδια αρχή για οποιοδήποτε υποκατάστημα του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

(γ) την Κεντρική Τράπεζα, υπό την ιδιότητά της ως κεντρική τράπεζα·

(δ) την διαχειριστική επιτροπή του Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων·

(ε) κατά περίπτωση, την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

(στ) τον Υπουργό·

(ζ) εάν το ίδρυμα υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με άρθρο 39 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, κατά την περίπτωση, την αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

(η) το ΕΣΣΚ, και την Κεντρική Τράπεζα υπό την ιδιότητά της ως αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας∙

(θ) την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ, την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΤ·

(ι) εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου, τους διαχειριστές συστημάτων στα οποία συμμετέχει.

(2) Η κοινοποίηση δράσης εξυγίανσης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει αντίγραφο κάθε διατάγματος ή πράξης δυνάμει της οποίας ασκούνται οι σχετικές εξουσίες και αναφέρει την ημερομηνία από την οποία η δράση εξυγίανσης ή οι δράσεις εξυγίανσης αρχίζουν να ισχύουν.

(3) Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση του διατάγματος ή της πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η δράση εξυγίανσης είτε ειδοποίησης όπου συνοψίζονται τα αποτελέσματα της δράσης εξυγίανσης, ιδίως ως προς τα αποτελέσματα για τους πελάτες λιανικής τραπεζικής και τους μικροεπενδυτές, κατά περίπτωση, και, κατά περίπτωση, τους όρους και το χρονικό διάστημα της αναστολής ή τους περιορισμούς των άρθρων 71, 72 και 73, στα ακόλουθα μέσα:

(α) Στον επίσημο ιστότοπό της·

(β) στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης, και στον ιστότοπο της ΕΑΤ·

(γ) στον ιστότοπο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

(δ) σε περίπτωση που οι μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή χρεωστικά μέσα του ιδρύματος υπό εξυγίανση έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημοσιοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 37(1) του περί Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου·

(4)(α) Εάν οι μετοχές, τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε, τα έγγραφα που τεκμηριώνουν το διάταγμα ή πράξη που αναφέρεται στο εδάφιο (3) να αποστέλλονται στους μετόχους και πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

(β) Για την εφαρμογή της παραγράφου (α) το ίδρυμα υπό εξυγίανση θέτει στη διάθεση το μητρώο ή τις βάσεις δεδομένων του.

(5) Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση της ειδοποίησης τερματισμού των μέτρων εξυγίανσης στα μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο (3).

Εμπιστευτικότητα

85.-(1) Με την επιφύλαξη των λοιπών εδαφίων του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα πρόσωπα και οντότητες υποχρεούνται στην τήρηση επαγγελματικού απορρήτου:

(α) Η αρχή εξυγίανσης·

(β) η αρμόδια αρχή·

(γ) ο Υπουργός·

(δ) οι ειδικοί διαχειριστές που διορίζονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·

(ε) οι πιθανοί αγοραστές με τους οποίους έρχεται σε επαφή ή τους οποίους προσκαλεί η αρχή εξυγίανσης, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω επαφή ή πρόσκληση πραγματοποιήθηκε ως προετοιμασία για τη χρήση του μέτρου πώλησης εργασιών, και ανεξαρτήτως αν η πρόσκληση κατέληξε σε απόκτηση·

(στ) οι ελεγκτές, λογιστές, νομικοί και επαγγελματικοί σύμβουλοι, εκτιμητές και άλλοι εμπειρογνώμονες τους οποίους προσλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα η αρχή εξυγίανσης, η αρμόδια αρχή, ο Υπουργός ή οι πιθανοί αγοραστές που αναφέρονται στην παράγραφο (ε)·

(ζ) το Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων·

(η) το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών·

(θ) η Κεντρική Τράπεζα υπό την ιδιότητά της ως κεντρική τράπεζα και άλλες αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης·

(ι) το μεταβατικό ίδρυμα και η εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

(ια) κάθε άλλο πρόσωπο που παρέχει ή έχει παράσχει υπηρεσίες άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, στα πρόσωπα ή οντότητες που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ι)·

(ιβ) τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, τα μέλη του διοικητικού οργάνου και οι υπάλληλοι των προσώπων ή οντοτήτων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ι), πριν το διορισμό τους, κατά τη διάρκεια του διορισμού τους και μετέπειτα.

(2) Προς το σκοπό τήρησης του απορρήτου που προβλέπεται στα εδάφια (1) και (3), τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ), (ζ), (θ) και (ι) του εδαφίου (1) θέτουν σε ισχύ εσωτερικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την εξασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξυγίανσης.

(3)(α) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο απαγορεύεται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έχουν λάβει κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή από αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις λειτουργίες της στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου, σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος Νόμου σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων ιδρυμάτων ή σχετικών προσώπων, ή με τη ρητή και προηγούμενη συγκατάθεση της αρχής ή του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου που παρέσχε τις πληροφορίες.

(β) Πριν από την αποκάλυψη κάθε εμπιστευτικής πληροφορίας από πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) σταθμίζονται οι πιθανές συνέπειες από την αποκάλυψη πληροφοριών στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική καθώς επίσης στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, στους επιτόπιους ελέγχους, στις έρευνες και στους λογιστικούς ελέγχους.

(γ) Η διαδικασία στάθμισης των συνεπειών της αποκάλυψης πληροφοριών περιλαμβάνει αξιολόγηση των συνεπειών κάθε αποκάλυψης του περιεχομένου και των λεπτομερειών του σχεδίου εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 10, 11 και 13 και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 18.

(4)  Επιτρέπεται -

(α) Στους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες των προσώπων ή οντοτήτων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (θ) του εδαφίου (1) να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες στο πλαίσιο εκάστου προσώπου ή οντότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους· ή

(β) στην αρχή εξυγίανσης, περιλαμβανομένων των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων της, να ανταλλάσσει πληροφορίες με-

(i) τις αρμόδιες αρχές·

(ii) τον Υπουργό·

(iii) το Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων·

(iv) το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών·

(v) την Κεντρική Τράπεζα υπό την ιδιότητά της ως κεντρική τράπεζα·

(vi) την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας·

(vii) τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών·

(viii) τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών·

(ix) τα αρμόδια υπουργεία κρατών μελών·

(x) τις κεντρικές τράπεζες κρατών μελών·

(xi) τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων κρατών μελών·

(xii) τα συστήματα αποζημίωσης επενδυτών κρατών μελών·

(xiii) τις αρχές αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σε κράτη μέλη·

(xiv) τις αρχές αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα·

(xv) τους ελεγκτές για τη διεξαγωγή υποχρεωτικών ελέγχων των ετήσιων και ενοποιημένων καταστάσεων·

(xvi) την ΕΑΤ·

(xvii) με την επιφύλαξη του άρθρου 102, σχετικές αρχές τρίτων χωρών· ή

(xviii) υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, με δυνητικό αγοραστή με σκοπό το σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης.

(5) Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο εδάφιο του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρχής εξυγίανσης και των ακόλουθων:

(α) Οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατά περίπτωση, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης, υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας·

(β) τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές της Βουλής των Αντιπροσώπων και ειδικές εξεταστικές επιτροπές, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις·

(γ) την Κεντρική Τράπεζα υπό την ιδιότητά της ως εποπτική αρχή των συστημάτων πληρωμών, αρμόδια αρχή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα ή αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας·

(δ) την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη ως αρμόδια αρχή για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·

(ε) τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία άλλων οντοτήτων του χρηματοοικονομικού τομέα, των χρηματοοικονομικών αγορών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τους επιθεωρητές που είναι εντεταλμένοι από αυτές· και

(στ) ελεγκτές επιφορτισμένοι με τη διεξαγωγή υποχρεωτικών ελέγχων των ετήσιων και ενοποιημένων καταστάσεων.

(6) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του κυπριακού δικαίου όσον αφορά την αποκάλυψη πληροφοριών για τους σκοπούς δικαστικών διαδικασιών σε ποινικές ή αστικές υποθέσεις.

(7) Κάθε πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υπέχει αστική ευθύνη σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος άρθρου.

ΜΕΡΟΣ VII ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
Αμφισβήτηση πράξεων και αποκατάσταση

86.(1) Πρόσωπο, που επηρεάζεται από απόφαση της αρχής εξυγίανσης δύναται να καταχωρήσει αγωγή σε επαρχιακό δικαστήριο για αποζημιώσεις.

(2)(α) Τηρουμένου του εδαφίου (1), αναφορικά με αγωγή εναντίον απόφασης για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, ισχύουν τα ακόλουθα:

(i) Καταχώρηση αγωγής δεν συνεπάγεται αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης·

(ii) η απόφαση της αρχής εξυγίανσης είναι άμεσα εκτελεστή και θεωρείται μαχητό τεκμήριο ότι η αναστολή της εκτέλεσής της αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον·

(β) Ο δικαστικός έλεγχος στην περίπτωση αγωγής κατά απόφασης για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων είναι ταχύρρυθμος και το δικαστήριο δέχεται ως βάση της εκτίμησής του τις πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις των γεγονότων στις οποίες προβαίνει η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή.

(γ) Όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να προστατεύονται τα συμφέροντα τρίτων μερών, τα οποία, ενεργώντας καλή τη πίστει, έχουν αποκτήσει μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία υπό εξυγίανση στο πλαίσιο της χρήσης μέτρων εξυγίανσης ή της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης, η ακύρωση απόφασης της αρχής εξυγίανσης δεν επηρεάζει οποιεσδήποτε επακόλουθες διοικητικές πράξεις ή τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από την αρχή εξυγίανσης, οι οποίες βασίζονταν στην ακυρωθείσα απόφαση. στην περίπτωση αυτή, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης ή πράξης της αρχής εξυγίανσης περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστη ο προσφεύγων εξαιτίας της απόφασης ή της πράξης.

Περιορισμός άλλων δικαστικών διαδικασιών

87.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου τ ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, δεν καταχωρείται αίτηση για έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης υπό εξυγίανση ιδρύματος ή υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία που υπόκειται σε εξυγίανση δυνάμει του Μέρους ΙΧ του παρόντος Νόμου ή ιδρύματος ή άλλου καλυπτόμενου προσώπου για το οποίο έχει διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση χωρίς τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης.

(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία καταχωρείται αίτηση ως το εδάφιο (1) ή σε περίπτωση που αυτή έχει καταχωρηθεί πριν τη λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης -

(α) Η καταχώρηση της αίτησης κοινοποιείται από τον αιτητή στην αρμόδια αρχή και στην αρχή εξυγίανσης· και

(β) η διαδικασία αναστέλλεται-

(i) μέχρι η αρχή εξυγίανσης  να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή και το δικαστήριο ότι δεν πρόκειται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα  εξυγίανσης σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα· ή

(ii) όταν παρέλθει περίοδος επτά (7) ημερών, αρχομένη από την ημερομηνία κοινοποίησης της αίτησης στην αρμόδια αρχή και στην αρχή εξυγίανσης.

(3) Χωρίς επηρεασμό οποιουδήποτε περιορισμού στην αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας που επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72, η αρχή εξυγίανσης δύναται, εάν κρίνεται αναγκαίο για την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων και των εξουσιών εξυγίανσης, να ζητά από το δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεων, για κατάλληλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο στόχο, επί δικαστικών ενεργειών ή διαδικασιών στις οποίες είναι ή καθίσταται διάδικος το ίδρυμα υπό εξυγίανση.

Εκκρεμούσες κατά τη λήψη μέτρων εξυγίανσης δικαστικές διαδικασίες

88.-(1) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 87(3), οποιαδήποτε αγωγή, διαιτησία ή άλλη διαδικασία και οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα που κατά το χρόνο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων εκκρεμεί ή υφίσταται από ή εναντίον ή προς όφελος του υπό εξυγίανση ιδρύματος, δεν τερματίζεται, ούτε διακόπτεται, ούτε επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο ένεκα της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, αλλά δύναται να καταχωρείται ή να συνεχίζεται ή να εκτελείται από ή εναντίον του αποκτώντος προσώπου ή του μεταβατικού ιδρύματος ή της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, κατά περίπτωση.

Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, στις περιπτώσεις όπου εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου ή επαρχιακού κτηματολογίου, η αντικατάσταση και/ή υποκατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση για τους σκοπούς της εκκρεμούσας διαδικασίας, θα πραγματοποιείται με την καταχώριση από το αποκτών πρόσωπο ή το μεταβατικό ίδρυμα ή την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σχετικής ειδοποίησης προς το οικείο πρωτοκολλητείο ή επαρχιακό κτηματολόγιο, ανάλογα με την περίπτωση.

(2) Ανεξάρτητα από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επηρεάζονται οφειλές του υπό εξυγίανση ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις και δικαστικά διατάγματα, που αφορούν περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω ιδρύματος, που έχουν εκδοθεί πριν από τη λήψη μέτρων εξυγίανσης.

ΜΕΡΟΣ VIIΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΟΤΑΝ ΕΜΠΛΕΚΕΤΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ
Γενικές αρχές σχετικά με τη λήψη αποφάσεων ή δράσεων που αφορούν ή επηρεάζουν κράτος μέλος

89. Κατά τη λήψη αποφάσεων ή την ανάληψη δράσης δυνάμει του παρόντος Νόμου, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τις ακόλουθες γενικές αρχές:

(α) Την επιτακτική ανάγκη για αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων και για τον κατά το δυνατόν περιορισμό του κόστους της εξυγίανσης όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

(β) οι αποφάσεις λαμβάνονται και δράση αναλαμβάνεται εγκαίρως και με τη δέουσα ταχύτητα, όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο·

(γ) η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή, την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους, την αρμόδια αρχή κράτους μέλους και λοιπές αρχές στη Δημοκρατία και στο κράτος μέλος προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται και οι δράσεις αναλαμβάνονται με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

(δ) την ανάγκη να καθοριστούν με σαφήνεια οι ρόλοι και οι ευθύνες των σχετικών αρχών στη Δημοκρατία και στο κράτος μέλος·

(ε) σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ ή θυγατρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης, δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, τη ρύθμιση χρηματοδότησης εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών του εν λόγω κράτους μέλους∙

(στ) λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυτού του κράτους μέλους·

(ζ) σε περίπτωση που εμπλέκονται περισσότερα από ένα κράτος μέλος, λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι στόχοι της εξισορρόπησης των συμφερόντων των εμπλεκόμενων κρατών μελών και της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων κρατών μελών, μεταξύ άλλων αποφεύγοντας την άνιση κατανομή βάρους μεταξύ κρατών μελών·

(η) ότι κάθε υποχρέωση, βάσει του παρόντος Νόμου, για διαβούλευση με αρχή κράτους μέλους προτού ληφθεί απόφαση ή αναληφθεί δράση συνεπάγεται τουλάχιστον υποχρέωση διαβούλευσης με αυτήν την αρχή για όσα στοιχεία της προτεινόμενης απόφασης ή δράσης έχουν ή ενδέχεται να έχουν:

(i) επίπτωση στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, τη θυγατρική ή το υποκατάστημα, κατά περίπτωση, και

(ii) επίπτωση στη σταθερότητα του κράτους μέλους όπου έχει εγκατασταθεί ή βρίσκεται ή μητρική επιχείρηση της ΕΕ, η θυγατρική ή το υποκατάστημα, κατά περίπτωση·

(θ) η αρχή εξυγίανσης, κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, λαμβάνει υπόψη και ακολουθεί τα προβλεπόμενα στα άρθρα 14 και 15 σχέδια εξυγίανσης, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

(ι) απαίτηση διαφάνειας κάθε φορά που μια προτεινόμενη απόφαση ή δράση ενδέχεται να έχει επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, τη ρύθμιση χρηματοδότησης εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών του κράτους μέλους·

(ια) ότι μέσω του συντονισμού και τη συνεργασία είναι πιθανότερο να επιτευχθεί αποτέλεσμα που μειώνει το συνολικό κόστος της εξυγίανσης.

Συγκρότηση σώματος εξυγίανσης

90.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 92, η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, συγκροτεί σώμα εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 11, 14, 15, 19, 21, 22, 25 έως 27, 94, 95, 96 και 97 και, όπου ενδείκνυται, για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα της αρχής εξυγίανσης.

(2)(α) Το κατά το εδάφιο (1) σώμα εξυγίανσης αποτελεί το πλαίσιο για την εκτέλεση από την αρχή εξυγίανσης, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών και, όπου απαιτείται, τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών και τις σχετικές αρχές ενοποιημένης εποπτείας των εξής καθηκόντων:

(i) Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, την εφαρμογή σε ομίλους των εξουσιών προπαρασκευής και πρόληψης, καθώς και σχετικά με την εξυγίανση ομίλων·

(ii) κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 14·

(iii) αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 19·

(iv) άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 21·

(v) λήψη απόφασης όσον αφορά την ανάγκη να καθοριστεί μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 94 ή 95·

(vi) επίτευξη της συμφωνίας για το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται σύμφωνα με το άρθρο 94 ή 95∙

(vii) συντονισμό της γνωστοποίησης στο κοινό των στρατηγικών και των μηχανισμών εξυγίανσης ομίλων·

(viii) συντονισμό της χρήσης του Ταμείου Εξυγίανσης και των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης κρατών μελών, που καθορίζονται στο άρθρο 104·

(ix) καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων για ομίλους σε ενοποιημένο επίπεδο και σε επίπεδο θυγατρικών, σύμφωνα με το άρθρα 25 έως 27.

(β) Το σώμα εξυγίανσης δύναται να αξιοποιηθεί από την αρχή εξυγίανσης και ως βήμα συζήτησης οποιωνδήποτε θεμάτων σχετίζονται με την εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου.

(3) Η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι, πέραν της ίδιας, στο σώμα εξυγίανσης που συγκροτεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) συμμετέχουν ως μέλη -

(α) Η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους στην οποία είναι εγκατεστημένη θυγατρική καλυπτόμενη από ενοποιημένη εποπτεία· και

(β) η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους στην οποία είναι εγκατεστημένη μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων του ομίλου στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος· και

(γ) οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα· και

(δ) η αρμόδια αρχή· και

(ε) η αρμόδια αρχή κράτους μέλους εάν η αρχή εξυγίανσης του εν λόγω κράτους μέλους είναι μέλος του σώματος εξυγίανσης, συνοδευόμενη, σε περίπτωση που δεν είναι κεντρική τράπεζα και εφόσον αποφασίσει κάτι τέτοιο, από εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του εν λόγω κράτους μέλους· και

(στ) το Υπουργείο Οικονομικών· και

(ζ) τα αρμόδια υπουργεία κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης ως αρχές εξυγίανσης των εν λόγω κρατών μελών· και

(η) το Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων· και

(θ) η δημόσια αρχή κράτους μέλους που είναι υπεύθυνη για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων του εν λόγω κράτους μέλους, εφόσον η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους αυτού είναι επίσης μέλος του σώματος εξυγίανσης· και

(ι) η ΕΑΤ, η οποία παρίσταται με σκοπό να συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας του σώματος εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(4) Σχετική αρχή τρίτης χώρας δύναται, κατόπιν αιτήματός της ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής της μητρικής επιχείρησης ή του ιδρύματος εγκατεστημένο στην ΕΕ ή υποκαταστήματος που θα εθεωρείτο σημαντικό εάν ήταν εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, να συμμετέχει στο σώμα εξυγίανσης ως παρατηρητής, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκειται σε ισοδύναμες, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης, απαιτήσεις εμπιστευτικότητας με τις καθοριζόμενες στο άρθρο 102.

(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης προεδρεύει του σώματος εξυγίανσης που συγκροτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) και υπό αυτήν την ιδιότητα -

(i) Θεσπίζει γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης· και

(ii) συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του σώματος εξυγίανσης· και

(iii) συγκαλεί όλες τις συνεδριάσεις του, προεδρεύει των συνεδριάσεων αυτών και ενημερώνει πλήρως, εκ των προτέρων, όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων του σώματος εξυγίανσης, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τα θέματα προς εξέταση· και

(iv) κοινοποιεί στα μέλη του σώματος εξυγίανσης τις ενδεχόμενες προγραμματισμένες συνεδριάσεις, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να συμμετάσχουν· και

(v) αποφασίζει ποια μέλη και παρατηρητές προσκαλούνται να παρευρεθούν σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης, με βάση ειδικές ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του προς συζήτηση θέματος για τα εν λόγω μέλη και παρατηρητές, και ιδίως τις δυνητικές επιπτώσεις επί της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στα σχετικά κράτη μέλη· και

(vi) ενημερώνει εγκαίρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα αυτών των συνεδριάσεων.

(β) Με την επιφύλαξη της υποπαραγράφου (v) της παραγράφου (α), αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει δικαίωμα συμμετοχής σε συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης εφόσον στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνονται θέματα που υπόκεινται σε κοινή λήψη απόφασης ή αφορούν οντότητα ομίλου με παρουσία στο εν λόγω κράτος μέλος.

(6)(α) Η αρχή εξυγίανσης δεν υποχρεούται να συγκροτεί σώμα εξυγίανσης σύμφωνα με το εδάφιο (1), εάν άλλες ομάδες ή σώματα εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εργασίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, και πληρούν όλες τις προϋποθέσεις και ακολουθούν όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα σώματα εξυγίανσης, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 93.

(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), κάθε αναφορά σε σώματα εξυγίανσης στον παρόντα Νόμο, θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.

Συμμετοχή σε σώμα εξυγίανσης που συγκροτεί αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους

91.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης οντότητας ομίλου ή υποκαταστήματος, συμμετέχει σε σώμα εξυγίανσης που συγκροτείται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν συγκροτεί σώμα εξυγίανσης, σύμφωνα με το Άρθρο 88, παράγραφος 6, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης συμμετέχει στην ομάδα ή σώμα που εκτελεί τα καθήκοντα και τις εργασίες που θα εκτελούσε το σώμα εξυγίανσης.

(2) Η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται στενά με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο Άρθρο 88, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης

92.-(1) Σε περίπτωση που ίδρυμα τρίτης χώρας ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας έχει θυγατρικές ή μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ ή σημαντικά υποκαταστήματα στη Δημοκρατία και σε τουλάχιστο ένα κράτος μέλος ή/και σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, η αρχή εξυγίανσης από κοινού με την αρχή εξυγίανσης των εν λόγω κρατών μελών συγκροτεί, δυνάμει του Άρθρου 89 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ενιαίο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης.

(2)(α) Το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) εκτελεί τα καθήκοντα και τις εργασίες που καθορίζονται στο Άρθρο 88 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τις οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), καθώς και τα υποκαταστήματα τους, στο βαθμό που τα εν λόγω καθήκοντα σχετίζονται με αυτά.

(β) Τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) περιλαμβάνουν τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στα Άρθρα 45 έως 45η της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(γ) Κατά τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στα Άρθρα 45 έως 45η της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης σε συνεργασία με τα λοιπά μέλη του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη την παγκόσμια στρατηγική εξυγίανσης που έχει τυχόν εγκριθεί από αρχές τρίτων χωρών.

(δ) Στις περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με την παγκόσμια στρατηγική εξυγίανσης, θυγατρικές εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρική επιχείρηση της ΕΕ και τα θυγατρικά της ιδρύματα ή ιδρύματα κρατών μελών δεν είναι οντότητες εξυγίανσης και η αρχή εξυγίανσης και τα λοιπά μέλη του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης συμφωνούν με αυτήν τη στρατηγική, οι θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στην ΕΕ ή, σε ενοποιημένη βάση, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ συμμορφώνονται με την απαίτηση του Άρθρου 45στ, παράγραφος 1 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ μέσω της έκδοσης των μέσων που αναφέρονται στο Άρθρο 45στ, παράγραφος 2, στοιχεία α) και β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ στην τελική μητρική επιχείρησή τους που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα ή στις θυγατρικές της εν λόγω τελικής μητρικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένες στη ίδια τρίτη χώρα ή άλλες οντότητες βάσει των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο Άρθρο 45στ, παράγραφος 2, στοιχείο α) σημείο i) ή στοιχείο β), σημείο ii) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(3)(α) Όταν η μητρική επιχείρηση της ΕΕ στη Δημοκρατία κατέχει όλες τις θυγατρικές ενός ιδρύματος τρίτης χώρας ή μιας μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας στην ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης προεδρεύει του ευρωπαϊκού σώματος. Σε περίπτωση που μητρική επιχείρηση της ΕΕ, που εδρεύει σε κράτος μέλος, κατέχει όλες τις θυγατρικές ενός ιδρύματος τρίτης χώρας ή μιας μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας στην ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αποδέχεται την αρχή εξυγίανσης του εν λόγω κράτους μέλους για την προεδρία του ευρωπαϊκού σώματος.

(β) Σε περίπτωση που δεν υπάρχει μητρική επιχείρηση της ΕΕ στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλους που να κατέχει όλες τις θυγατρικές ενός ιδρύματος τρίτης χώρας ή μιας μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας στην ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει την προεδρία του ευρωπαϊκού σώματος εφόσον μητρική επιχείρηση της ΕΕ ή θυγατρική εγκατεστημένη στη Δημοκρατία διαθέτει την υψηλότερη αξία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού εντός ισολογισμού. σε περίπτωση που μητρική επιχείρηση της ΕΕ ή θυγατρική εγκατεστημένη σε κράτος μέλος διαθέτει την υψηλότερη αξία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού εντός ισολογισμού, η αρχή εξυγίανσης αποδέχεται την αρχή εξυγίανσης του εν λόγω κράτους μέλους για την προεδρία του ευρωπαϊκού σώματος.

(4)(α) Με αμοιβαία συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών, η υποχρέωση συγκρότησης ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης δυνάμει του Άρθρου 89 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ δύναται να αρθεί, εάν άλλη ομάδα ή άλλο σώμα, εκτελεί τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εργασίες που καθορίζονται στο Άρθρο 89 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, πληροί δε όλες τις προϋποθέσεις και ακολουθεί όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης, οι οποίες προβλέπονται στα Άρθρα 89 και 90 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), κάθε αναφορά σε ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης στον παρόντα Νόμο θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.

(5) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (3) και (4), το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης λειτουργεί κατά τα άλλα σύμφωνα με το Άρθρο 88 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Ανταλλαγή πληροφοριών

93.-(1)  Με την επιφύλαξη του άρθρου 85, η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, την αρμόδια αρχή και τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών, κατόπιν αιτήματος, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη του σώματος εξυγίανσης.

(2) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, συντονίζει τη ροή όλων των αναγκαίων πληροφοριών μεταξύ των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών, διαβιβάζει δε εγκαίρως στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου να διευκολύνει την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 90(2)(α)(ii) έως (ix).

(3)(α) Σε περίπτωση που ζητηθούν πληροφορίες τις οποίες έχει παράσχει σχετική αρχή τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης ζητά τη συναίνεση της εν λόγω αρχής τρίτης χώρας για την περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών, εκτός εάν η εν λόγω αρχή της τρίτης χώρας έχει ήδη συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δεν υποχρεούται να διαβιβάζει πληροφορίες που παρασχέθηκαν από σχετική αρχή τρίτης χώρας, εάν η εν λόγω αρχή της τρίτης χώρας δεν έχει συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβασή τους.

(4) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει τον Υπουργό όταν πρόκειται για απόφαση ή ζήτημα που απαιτεί κοινοποίηση, διαβούλευση ή συγκατάθεση του Υπουργού ή που ενδέχεται να επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά.

Εξυγίανση ομίλου όταν η αρχή εξυγίανσης είναι η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και η μητρική επιχείρηση της ΕΕ πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση

94.-(1)(α) Όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργώντας ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, αποφασίζει ότι μια μητρική επιχείρηση της ΕΕ, για την οποία είναι αρμόδια, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ή 43, κοινοποιεί άμεσα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Την απόφαση ότι η εν λόγω μητρική επιχείρηση της ΕΕ πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ή 43·

(ii) τις δράσεις εξυγίανσης ή μέτρα στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας τα οποία κρίνει κατάλληλα για την εν λόγω μητρική επιχείρηση της ΕΕ.

(β) Οι δράσεις εξυγίανσης ή τα μέτρα στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α) δύνανται να περιλαμβάνουν την υλοποίηση μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 95(5), εάν πληρούνται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

(i) Οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα σε επίπεδο μητρικής επιχείρησης, που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο (α), οδηγούν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 ή 33 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε κράτος μέλος·

(ii) οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα στο επίπεδο μόνο της μητρικής επιχείρησης δεν επαρκούν για τη σταθεροποίηση της κατάστασης ή ενδέχεται να μην καταλήξουν σε βέλτιστο αποτέλεσμα·

(iii) μία ή περισσότερες θυγατρικές πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 ή 33 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ κατά τη διαπίστωση της αρχής εξυγίανσης ή των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές αυτές·

(iv) από τις δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα σε επίπεδο ομίλου θα ωφεληθούν οι θυγατρικές του ομίλου κατά τρόπο που καθιστά ενδεδειγμένο ένα μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

(2)(α) Εάν οι δράσεις που προτείνει η αρχή εξυγίανσης βάσει του εδαφίου (1) δεν περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει την απόφασή της μετά από διαβούλευση με τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

(β) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο (α) λαμβάνει υπόψη -

(i) Και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 14, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης· και

(ii) τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη Δημοκρατία και στα σχετικά κράτη μέλη.

(3)(α) Εάν οι δράσεις που προτείνει η αρχή εξυγίανσης βάσει του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

(β) H αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητήσει από την ΕΑΤ να βοηθήσει στη λήψη κοινής απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(4) Σε περίπτωση που αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β), γ) ή δ), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ στο εν λόγω κράτος μέλος για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η αρχή εξυγίανσης ζητά να ενημερωθεί για τους λόγους της διαφωνίας ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της εν λόγω αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους, και τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει.

(5) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών οι οποίες δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο του εδαφίου (4), σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες του ομίλου στη Δημοκρατία και στα σχετικά κράτη μέλη.

(6) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (3) ή (5) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών ελλείψει κοινής απόφασης σύμφωνα με το εδάφιο (4) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης στη Δημοκρατία.

(7)(α) Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

(β) Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου στη Δημοκρατία, η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται στενά με τις εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου στη Δημοκρατία, ενημερώνει τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την πρόοδό τους.

Εξυγίανση ομίλου όταν η αρχή εξυγίανσης είναι η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και θυγατρική του ομίλου σε κράτος μέλος πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης

95.-(1) Μόλις η αρχή εξυγίανσης, ενεργώντας ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, λάβει κοινοποίηση από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους ότι θυγατρική του ομίλου στο εν λόγω κράτος μέλος πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σχετικού σώματος εξυγίανσης, προβαίνει σε εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων από τις δράσεις εξυγίανσης, ή από τα άλλα μέτρα στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας στο εν λόγω κράτος μέλος τα οποία η αρχή εξυγίανσης του εν λόγω κράτους μέλους κρίνει και κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης ως κατάλληλα, στον όμιλο και σε οντότητες του ομίλου στη Δημοκρατία και σε άλλα κράτη μέλη, και ειδικότερα εκτιμά εάν οι δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα ενδεχομένως να οδηγούν σε πλήρωση των προϋποθέσεων εξυγίανσης σε σχέση με οντότητα του ομίλου στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος.

(2) Εάν η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, αξιολογήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (1) ενδεχομένως να μην οδηγούν σε πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 42 ή 43 σε σχέση με οντότητα του ομίλου στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει οικείας νομοθεσίας στο εν λόγω κράτος μέλος, οι εν λόγω δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα σε περίπτωση εφαρμογής τους από τη σχετική αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης στη Δημοκρατία.

(3)(α) Εάν η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, αξιολογήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (1) ενδεχομένως να οδηγούσαν σε πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 42 ή 43 σε σχέση με οντότητα του ομίλου στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει οικείας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, η αρχή εξυγίανσης, το αργότερο εντός εικοσιτετράωρου από την παραλαβή της κοινοποίησης βάσει του εδαφίου (1), προτείνει μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου και υποβάλλει την πρόταση στο σώμα εξυγίανσης.

(β) Η εικοσιτετράωρη προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο (α) δύναται να παραταθεί με τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους η οποία πραγματοποιεί την κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(4) Ελλείψει αξιολόγησης εκ μέρους της αρχής εξυγίανσης εντός εικοσιτετράωρου σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (3) ή εντός μεγαλύτερης προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί δυνάμει της παραγράφου (β) του εν λόγω εδαφίου, μετά τη λήψη της κοινοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η απόφαση της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους που προέβη στην κοινοποίηση του εδαφίου (1) δύναται να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει τα άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με το εδάφιο αυτό, που αναγνωρίζονται ως οριστικά και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης στη Δημοκρατία.

(5)  Ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου που απαιτείται δυνάμει του εδαφίου (3) -

(α) Λαμβάνει υπόψη και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 14 εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης· και

(β) περιγράφει τις δράσεις εξυγίανσης που θα πρέπει να αναληφθούν έναντι της μητρικής επιχείρησης της ΕΕ ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, με σκοπό την επίτευξη των στόχων και των αρχών της εξυγίανσης όπως καθορίζονται στα άρθρα 41 και 44. και

(γ) προσδιορίζει τον τρόπο συντονισμού των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης· και

(δ) καταρτίζει σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο λαμβάνει υπόψη το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11(3)(στ) και την αλληλέγγυα χρήση όπως καθορίζεται στο άρθρο 104.

(6)(α) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (7), ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης ενεργώντας ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητήσει από την ΕΑΤ να βοηθήσει στη λήψη κοινής απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7) Σε περίπτωση που αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στο μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β), γ) ή δ), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ στο εν λόγω κράτος μέλος για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η αρχή εξυγίανσης ζητά να ενημερωθεί για τους λόγους της διαφωνίας ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της εν λόγω αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει.

(8) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο του εδαφίου (7), σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες στη Δημοκρατία και στα σχετικά κράτη μέλη.

(9)   Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή (8), και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών ελλείψει κοινής απόφασης σύμφωνα με το εδάφιο (7), αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης στη Δημοκρατία.

(10) Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

(11)   Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου στη Δημοκρατία, η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται στενά με τις εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας.

(12) Η αρχή εξυγίανσης, όταν προβαίνει σε ενέργεια εξυγίανσης σε σχέση με μια οντότητα ομίλου στη Δημοκρατία, ενημερώνει τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω ενέργειες και την πρόοδό τούς.

Εξυγίανση ομίλου σε περίπτωση που θυγατρική του ομίλου στη Δημοκρατία πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης

96.-(1)  Όταν η αρχή εξυγίανσης, ενεργώντας ως η αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, αποφασίζει ότι η εν λόγω θυγατρική πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ή 43, κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στα μέλη του σώματος εξυγίανσης για τον εν λόγω όμιλο:

(α) Την απόφαση ότι η θυγατρική πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ή 43·

(β) τις δράσεις εξυγίανσης ή μέτρα στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας τα οποία κρίνει κατάλληλα για την εν λόγω θυγατρική.

(2)  Εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, αξιολογήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (1), ενδεχομένως να μην οδηγούν σε πλήρωση των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 ή 33 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει τα άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(3)(α)  Εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, αξιολογήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) ενδεχομένως να οδηγούν σε πλήρωση των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 ή 33 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης αναμένει την υποβολή πρότασης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

(β) Ελλείψει αξιολόγησης και υποβολής μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου εκ μέρους της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εντός εικοσιτετράωρου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει τα άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1).

(γ) Η εικοσιτετράωρη προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο (β) να δύναται να παραταθεί με τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης.

(4)(α)  Με την επιφύλαξη των εδαφίων (5) και (6), ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, της αρχής εξυγίανσης και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

(β)  Ο μηχανισμός εξυγίανσης του ομίλου -

(i) Λαμβάνει υπόψη και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 15, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης· και

(ii) περιγράφει τις δράσεις εξυγίανσης που θα πρέπει να αναληφθούν από την αρχή εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης της ΕΕ ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, με σκοπό την επίτευξη των στόχων και των αρχών της εξυγίανσης όπως καθορίζονται στα Άρθρα 31 και 34 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ· και

(iii) προσδιορίζει τον τρόπο συντονισμού των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης· και

(iv) καταρτίζει σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο λαμβάνει υπόψη το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης όπως καθορίζονται σύμφωνα με το Άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο στ), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και την αλληλέγγυα χρήση όπως καθορίζεται στο άρθρο 107 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητήσει από την ΕΑΤ να βοηθήσει στη λήψη κοινής απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(5)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας της ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, τους κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τους ενημερώνει για τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει.

(β) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 15, τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή μέτρων στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.

(6) Εάν η αρχή εξυγίανσης δεν διαφωνεί ή δεν απομακρυνθεί από το μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εν τούτοις αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά οντότητα ομίλου στο εν λόγω κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει κοινή απόφαση με αρχές εξυγίανσης άλλων κρατών μελών που ούτε αυτές έχουν διαφωνήσει σχετικά με το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες στη Δημοκρατία και στα σχετικά κράτη μέλη.

(7) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (4), η μεμονωμένη απόφαση της αρχής εξυγίανσης δυνάμει του εδαφίου (5) και κατά συνέπεια οι μεμονωμένες ή κοινές αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών για τις υπόλοιπες οντότητες του ομίλου καθώς και η κοινή απόφαση και οι μεμονωμένες αποφάσεις αρχών εξυγίανσης κρατών μελών που αναφέρεται στο εδάφιο (6), αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται στη Δημοκρατία.

(8)  Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

(9)  Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου, η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας.

(10) Η αρχή εξυγίανσης όταν προβαίνει σε ενέργεια εξυγίανσης σε σχέση με μια οντότητα ομίλου ενημερώνει τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω ενέργειες και την πρόοδό τους.

Εξυγίανση ομίλου σε περίπτωση που θυγατρική του ομίλου σε κράτος μέλος πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης

97.-(1)  Η αρχή εξυγίανσης όταν ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης οντότητας ομίλου διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τα άλλα μέλη του σχετικού σώματος εξυγίανσης με σκοπό την αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων από τις δράσεις εξυγίανσης ή από τα άλλα μέτρα στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας που κοινοποιεί αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους ως κατάλληλα σε σχέση με θυγατρική του ομίλου που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, στον όμιλο και σε οντότητες του ομίλου στη Δημοκρατία και σε άλλα κράτη μέλη και ειδικότερα κατά πόσο οι δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα ενδεχομένως να οδηγούν σε πλήρωση των προϋποθέσεων εξυγίανσης σε σχέση με οντότητα του ομίλου στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος.

(2)(α) Σε περίπτωση που το σχετικό σώμα εξυγίανσης αξιολογήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (1) ενδεχομένως να οδηγούν σε πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 42 ή 43 σε σχέση με οντότητα του ομίλου στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει οικείας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, η αρχή εξυγίανσης αναμένει την υποβολή πρότασης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου για μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου το αργότερο εντός εικοσιτετράωρου από την παραλαβή της κοινοποίησης ή εντός μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος εφόσον συναινεί η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους που πραγματοποιεί την κοινοποίηση βάσει του εδαφίου (1).

(β) Ελλείψει αξιολόγησης και υποβολής μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου εκ μέρους της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εντός εικοσιτετράωρου ή εντός μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος δυνάμει της παραγράφου (α), η απόφαση της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους, που προέβη στην κοινοποίηση του εδαφίου (1), να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει τα άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με το εν λόγω εδάφιο αναγνωρίζεται ως οριστική και εφαρμόζεται από την αρχή εξυγίανσης στη Δημοκρατία.

(3)(α)  Με την επιφύλαξη των εδαφίων (5) και (6), ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, της αρχής εξυγίανσης όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης μητρικής επιχείρησης της ΕΕ ή υποκαταστήματος ιδρύματος κράτους μέλους, συμμετέχει στο σώμα εξυγίανσης ως μέλος, εν τούτοις δεν λαμβάνει μέρος στη λήψη κοινής απόφασης.

(β) Ο μηχανισμός εξυγίανσης του ομίλου πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 96(4)(β).

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητήσει από την ΕΑΤ να βοηθήσει στη λήψη κοινής απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(4)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στο μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας της ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της από το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, τους κοινοποιεί στη σχετική αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις λοιπές αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που καλύπτονται από το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τους ενημερώνει για τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει.

(β) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 15, τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή μέτρων στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.

(5) Εάν η αρχή εξυγίανσης δεν διαφωνεί ή δεν απομακρυνθεί από το μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εν τούτοις αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στο μηχανισμό όσον αφορά οντότητα ομίλου στο εν λόγω κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει κοινή απόφαση με αρχές εξυγίανσης άλλων κρατών μελών που δεν έχουν διαφωνήσει σχετικά με το μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες στη Δημοκρατία και στα σχετικά κράτη μέλη.

(6) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (3), η μεμονωμένη απόφαση της αρχής εξυγίανσης δυνάμει του εδαφίου (4) και κατά συνέπεια οι μεμονωμένες ή κοινές αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών για τις υπόλοιπες οντότητες του ομίλου καθώς και η κοινή απόφαση και οι μεμονωμένες αποφάσεις αρχών εξυγίανσης κρατών μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (5), αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται στη Δημοκρατία.

(7) Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

(8) Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ομίλου, η αρχή εξυγίανσης συνεργάζεται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας.

(9) Η αρχή εξυγίανσης, όταν προβαίνει σε ενέργεια εξυγίανσης σε σχέση με μια οντότητα ομίλου, ενημερώνει τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω ενέργειες και την πρόοδό τούς.

ΜΕΡΟΣ IΧ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αναγνώριση και εκτέλεση των διαδικασιών εξυγίανσης σε τρίτες χώρες

98.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όσον αφορά διαδικασίες εξυγίανσης σε τρίτες χώρες, εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα σύμφωνα με το Άρθρο 93, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναγνώριση και η εκτέλεση των διαδικασιών εξυγίανσης σε τρίτη χώρα δεν διέπονται από την εν λόγω συμφωνία, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και μετά την έναρξη της ισχύος της.

(2)(α) Εφόσον έχει συγκροτηθεί ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος Νόμου και με το Άρθρο 89 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το σώμα αυτό λαμβάνει κοινή απόφαση κατά πόσο θα αναγνωριστούν, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 99, οι διαδικασίες εξυγίανσης σε τρίτη χώρα όσον αφορά ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας που-

(i) Έχει θυγατρικά ιδρύματα ή στην ΕΕ ή υποκαταστήματα που βρίσκονται και θεωρούνται σημαντικά στη Δημοκρατία και σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη· ή

(ii) έχει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που βρίσκονται στη Δημοκρατία και σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή διέπονται από τη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών.

(β) Εάν επιτευχθεί κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο (α) όσον αφορά την αναγνώριση των διαδικασιών εξυγίανσης σε τρίτη χώρα, η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει την εκτέλεση των αναγνωρισμένων διαδικασιών εξυγίανσης σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο.

(3)(α) Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση μεταξύ των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών που συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, ή εάν δεν υπάρχει ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει δική της απόφαση ως προς το αν θα αναγνωρίσει και θα εκτελέσει, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 99, τις διαδικασίες εξυγίανσης σε τρίτη χώρα όσον αφορά ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας.

(β) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο (α) λαμβάνει δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή η μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας και ιδίως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο που θα έχει η αναγνώριση και επιβολή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας στα άλλα τμήματα του ομίλου και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των σχετικών κρατών μελών.

(4) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

(α) Άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τα εξής:

(i) Περιουσιακά στοιχεία ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας τα οποία βρίσκονται στη Δημοκρατία ή διέπονται από το κυπριακό δίκαιο·

(ii) δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος τρίτης χώρας που έχουν εγγραφεί στα βιβλία από το υποκατάστημα στη Δημοκρατία ή διέπονται από το κυπριακό δίκαιο, ή σε περίπτωση που οι απαιτήσεις επί των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι εκτελεστές στη Δημοκρατία·

(β) ολοκλήρωση, μεταξύ άλλων ζητώντας από άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες για την ολοκλήρωση, μεταβίβασης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς θυγατρικό ίδρυμα επιχείρησης τρίτης χώρας στην ΕΕ το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία·

(γ) άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 71, 72 ή 73 όσον αφορά τα δικαιώματα οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου μέρους σύμβασης με οντότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εξουσίες αυτές είναι απαραίτητες για να εκτελεστούν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας·

(δ) να καθιστά μη εκτελεστό κάθε συμβατικό δικαίωμα για καταγγελία, εκκαθάριση ή επίσπευση συμβάσεων, ή τροποποίηση των συμβατικών δικαιωμάτων, των οντοτήτων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και άλλων οντοτήτων ομίλου, όταν τα δικαιώματα αυτά προκύπτουν από δράση εξυγίανσης που έχει αναληφθεί σε σχέση με το ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας των οντοτήτων αυτών ή άλλων οντοτήτων του ομίλου, είτε από την ίδια την αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας είτε λόγω της εν γένει εφαρμογής νομοθετικών ή ρυθμιστικών απαιτήσεων για τις διευθετήσεις εξυγίανσης στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, όποτε αυτό είναι αναγκαίο για λόγους δημόσιου συμφέροντος, να αναλάβει δράση εξυγίανσης σε σχέση με μητρική επιχείρηση όταν η σχετική αρχή της τρίτης χώρας διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα που έχει συσταθεί στην τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης βάσει της νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας.

(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ασκεί οποιαδήποτε εξουσία εξυγίανσης σε σχέση με την εν λόγω μητρική επιχείρηση και εφαρμόζεται κατ’ αναλογία το άρθρο 70.

(6) Η αναγνώριση και η επιβολή της εφαρμογής διαδικασιών εξυγίανσης σε τρίτη χώρα πραγματοποιείται χωρίς επηρεασμό της κυπριακής νομοθεσίας περί των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας η οποία εφαρμόζεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

Δικαίωμα άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης σε τρίτες χώρες

99. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης όταν αυτό έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος Νόμου και με το Άρθρο 89 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δύναται να αρνηθεί να αναγνωρίσει ή να εκτελέσει την εφαρμογή διαδικασιών εξυγίανσης σε τρίτη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 98(2) του παρόντος Νόμου, εφόσον κρίνει ότι -

(α) Οι διαδικασίες εξυγίανσης σε τρίτη χώρα θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη Δημοκρατία, ή σε κράτος μέλος· ή

(β) είναι αναγκαία ανάληψη ανεξάρτητης δράσης εξυγίανσης, βάσει του άρθρου 100 του παρόντος Νόμου, όσον αφορά υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία, προκειμένου να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι από τους στόχους εξυγίανσης· ή

(γ) οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των καταθετών που βρίσκονται ή είναι πληρωτέοι στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος, δεν θα ετύγχαναν, στο πλαίσιο των διαδικασιών εξυγίανσης στην τρίτη χώρα καταγωγής, της ίδιας μεταχείρισης με τους πιστωτές και τους καταθέτες της τρίτης χώρας οι οποίοι έχουν παρόμοια δικαιώματα σύμφωνα με το δίκαιο της τρίτης χώρας καταγωγής· ή

(δ) η αναγνώριση ή η εκτέλεση των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχε σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη Δημοκρατία· ή

(ε) οι συνέπειες της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης της εφαρμογής των εν λόγω διαδικασιών θα ήταν αντίθετες προς το κυπριακό δίκαιο.

Εξυγίανση υποκαταστή-ματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία

100.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναλαμβάνει δράση όσον αφορά υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία το οποίο δεν υπόκειται σε διαδικασίες εξυγίανσης σε τρίτη χώρα ή υπόκειται στις εν λόγω διαδικασίες και ισχύει μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 99.

(β) Κατά την ανάληψη δράσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία το άρθρο 70.

(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) δράση δύναται να λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης, εφόσον η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι είναι αναγκαίο να αναληφθεί δράση για λόγους δημόσιου συμφέροντος και πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Το υποκατάστημα του ιδρύματος τρίτης χώρας δεν πληροί πλέον, ή είναι πιθανόν να μην πληροί, τις προϋποθέσεις αδειοδότησης και λειτουργίας του στη Δημοκρατία και καμία ενέργεια του ιδιωτικού τομέα, της αρμόδιας αρχής ή της σχετικής τρίτης χώρας, δεν προσδοκάται εύλογα ότι θα αποκαταστήσει τη συμμόρφωση του υποκαταστήματος ή θα αποτρέψει την αφερεγγυότητά του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

(β) η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι το ίδρυμα της τρίτης χώρας, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί, ή πιθανόν να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών που βρίσκονται στην ΕΕ, ή τις υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί ή εγγραφεί μέσω του υποκαταστήματος, όταν καθίστανται απαιτητές, και η αρχή εξυγίανσης έχει πειστεί ότι δεν έχουν κινηθεί ούτε πρόκειται να κινηθούν, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, διαδικασίες εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας από την τρίτη χώρα όσον αφορά το ίδρυμα αυτό·

(γ) η σχετική αρχή της τρίτης χώρας έχει κινήσει διαδικασίες εξυγίανσης σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο έναντι του ιδρύματος της τρίτης χώρας, ή έχει κοινοποιήσει στην αρχή εξυγίανσης την πρόθεσή της να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

(3) Η αρχή εξυγίανσης, όταν αναλαμβάνει ανεξάρτητη δράση έναντι υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας, λαμβάνει υπόψη τους στόχους εξυγίανσης και αναλαμβάνει τη δράση σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές και απαιτήσεις, εφόσον είναι σχετικές με την προκειμένη περίπτωση:

(α) Τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 44·

(β) τις απαιτήσεις σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης που καθορίζονται στο Μέρος VI.

(4)(α) Για σκοπούς προετοιμασίας της εξυγίανσης υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία, η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει σχέδια εξυγίανσης του υποκαταστήματος, κατ’ αναλογία σύμφωνα με το Κεφάλαιο Ι του Μέρους ΙΙ.

(β) Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης εντοπίζει οποιαδήποτε σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και, όπου είναι αναγκαίο και αναλογικό, επισημαίνει τις σχετικές δράσεις μέσω των οποίων τα εμπόδια δυνατό να αντιμετωπιστούν, κατ’ αναλογία σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΙΙ του Μέρους ΙΙ.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτήσει την εφαρμογή μέτρων ή να λάβει η ίδια μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, κατ’ αναλογία σύμφωνα με το άρθρο 20.

(δ) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (γ), η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτήσει από ίδρυμα τρίτης χώρας, που έχει λάβει άδεια εγκατάστασης υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, να αναθεωρήσει ή να καταρτίσει συμφωνίες με αντισυμβαλλομένους του εν λόγω υποκαταστήματος που να διασφαλίζουν την αναγνώριση της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης και της άσκησης εξουσιών εξυγίανσης στο υποκατάστημα αυτό· ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από το εν λόγω ίδρυμα τρίτης χώρας να διασφαλίσει ότι σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα στα βιβλία του υποκαταστήματος που διέπονται από δίκαιο τρίτης χώρας ή βρίσκονται σε τρίτη χώρα, η οποία μπορεί να είναι η χώρα καταγωγής του ιδρύματος ή άλλη τρίτη χώρα, η άσκηση της εξουσίας της αρχής εξυγίανσης για μεταβίβαση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων σε τρίτο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του εν λόγω ιδρύματος τρίτης χώρας είναι έννομη με βάση το δίκαιο της τρίτης χώρας αυτής.

Συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών

101.-(1) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεργασία με τρίτες χώρες, εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα σύμφωνα με το Άρθρο 93, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ:

Νοείται ότι, εφόσον τα θέματα που ρυθμίζονται στο παρόν άρθρο δεν διέπονται από την εν λόγω συμφωνία, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και μετά την έναρξη της ισχύος της διεθνούς συμφωνίας.

(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης συνάπτει μη δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας, οι οποίες είναι σύμφωνες με το τυχόν υφιστάμενο πλαίσιο ρυθμίσεων που δύναται να συνάπτει η ΕΑΤ με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών βάσει του Άρθρου 97, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(β) Επιτρέπεται η σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το Άρθρο 33 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010.

(3) Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ της αρχής εξυγίανσης και των σχετικών αρχών τρίτων χωρών, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορούν να περιέχουν διατάξεις αναφορικά με οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης·

(β) τη διαβούλευση και τη συνεργασία για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των αρχών για την άσκηση των εξουσιών δυνάμει των άρθρων 98 και 100 και παρεμφερών εξουσιών δυνάμει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

(γ) την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών δυνάμει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

(δ) την έγκαιρη προειδοποίηση των μερών της ρύθμισης συνεργασίας ή τη διαβούλευση μεταξύ τους, πριν από την πραγματοποίηση κάθε σημαντικής ενέργειας δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του δικαίου της σχετικής τρίτης χώρας σε ίδρυμα ή όμιλο τον οποίο αφορά η ρύθμιση·

(ε) το συντονισμό της επικοινωνίας με το κοινό, σε περίπτωση κοινών δράσεων εξυγίανσης·

(στ) διαδικασίες και ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία βάσει των παραγράφων (α) έως (ε), οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, ανάλογα με την περίπτωση, τη σύσταση και τη λειτουργία ομάδων διαχείρισης κρίσεων.

(4) Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στην ΕΑΤ τις ρυθμίσεις συνεργασίας που συνάπτονται κατά το παρόν άρθρο.

Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

102.-(1) Η αρχή εξυγίανσης ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι αρχές των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις και πρότυπα επαγγελματικού απορρήτου που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμα, κατά την άποψη όλων των εμπλεκόμενων αρχών, με αυτά που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 85∙ στο βαθμό που η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά προσωπικά δεδομένα, ο χειρισμός και η διαβίβαση αυτών σε αρχές τρίτων χωρών γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων του κυπριακού δικαίου και του δικαίου της ΕΕ∙

(β) οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των ενεργειών εξυγίανσης από τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, οι οποίες είναι συγκρίσιμες με εκείνες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και, με την επιφύλαξη της παραγράφου (α), δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.

(2) Όταν οι εμπιστευτικές πληροφορίες προέρχονται από κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης δεν τις γνωστοποιεί στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η σχετική αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες συμφωνεί, ως η αρχή προέλευσης, για την εν λόγω γνωστοποίηση∙

(β) οι πληροφορίες γνωστοποιούνται μόνον για τους σκοπούς που επιτρέπονται από τη σχετική αρχή του κράτους μέλους ως η αρχή προέλευσης.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας δυνάμει του δικαίου της ΕΕ.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην ανταλλαγή πληροφοριών που λαμβάνει ο Υπουργός σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

ΜΕΡΟΣ Χ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης και εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης εξυγίανσης

103.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να χρησιμοποιεί το Ταμείο Εξυγίανσης μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαίος για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, για τους εξής σκοπούς:

(α) Να εγγυάται τα περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση, των θυγατρικών του, ενός μεταβατικού ιδρύματος ή μιας εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

(β) να παρέχει δάνεια στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, στις θυγατρικές του, σε ένα μεταβατικό ίδρυμα ή σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

(γ) να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

(δ) να συνεισφέρει, μεταξύ άλλων με παροχή εγγυήσεων ή με συμμετοχή στο κεφάλαιο, σε μεταβατικό ίδρυμα και σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

(ε) να καταβάλλει αποζημιώσεις στους μετόχους ή τους πιστωτές σύμφωνα με το άρθρα 39 και 77·

(στ) να καταβάλλει συνεισφορά στο υπό εξυγίανση ίδρυμα αντί της απομείωσης ή μετατροπής υποχρεώσεων ορισμένων πιστωτών, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα και η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εξαιρέσει ορισμένους πιστωτές από το πεδίο εφαρμογής της διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(6), (7) και (8) και τα εδάφια (4) και (5) του παρόντος άρθρου·

(ζ) να δανείζει σε άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης σε προαιρετική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 17(2) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου·

(η) να επιλέγει οποιονδήποτε συνδυασμό των δράσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ζ).

(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να χρησιμοποιεί το Ταμείο Εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και όσον αφορά τον αποκτώντα στο πλαίσιο του μέτρου πώλησης εργασιών.

(3)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1), το Ταμείο Εξυγίανσης δεν χρησιμοποιείται άμεσα για την απορρόφηση των ζημιών ενός ιδρύματος ή ενός σχετικού προσώπου για την ανακεφαλαιοποίηση του εν λόγω ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου.

(β) Σε περίπτωση που η χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης για τους σκοπούς του εδαφίου (1) οδηγεί εμμέσως στη μεταφορά μέρους των ζημιών ενός ιδρύματος ή ενός σχετικού προσώπου στο Ταμείο Εξυγίανσης, ισχύουν οι αρχές που διέπουν τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης για την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(4) Το Ταμείο Εξυγίανσης συνεισφέρει κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (1), μόνον όταν τηρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) Οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας και οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα έχουν συνεισφέρει στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που αντιστοιχεί στο οκτώ τοις εκατό (8%) τουλάχιστον των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, ως είχαν κατά το χρόνο της ανάληψης της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 47, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο∙

(β) η συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, ως είχαν κατά το χρόνο της ανάληψης της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 47.

(5)(α) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναζητήσει περαιτέρω χρηματοδότηση της συνεισφοράς σε υπό εξυγίανση ίδρυμα που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης αφού προηγουμένως -

(i) Έχει καλυφθεί το όριο του πέντε τοις εκατό (5%) που προβλέπεται στο εδάφιο 4· και

(ii) έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί πλήρως όλες οι μη εξασφαλισμένες, μη προνομιούχες υποχρεώσεις, πλην των επιλέξιμων καταθέσεων.

(β) Ως εναλλακτική ή πρόσθετη λύση, όταν πληρούνται οι όροι της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητήσει τη συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης από πόρους που συγκεντρώθηκαν μέσω τακτικών εκ των προτέρων συνεισφορών σύμφωνα με τα άρθρα 14, 11 και 19 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου και τον Κανονισμό 17 των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών και οι οποίοι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμα.

(6) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α) του εδαφίου (4), η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητήσει τη συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) υπό τον όρο ότι:

(α) Η συνεισφορά στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) ισούται με ποσό τουλάχιστον ίσο με το είκοσι τοις εκατό (20%) των σταθμισμένων βάσει κινδύνου περιουσιακών στοιχείων του σχετικού ιδρύματος· και

(β) το Ταμείο Εξυγίανσης έχει στη διάθεσή του, μέσω εκ των προτέρων τακτικών συνεισφορών που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 14, 11 και 19 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού 17 των περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμών, ποσό το οποίο ισούται με το τρία τοις εκατό (3%) τουλάχιστον των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία· και

(γ) το σχετικό ίδρυμα διαθέτει περιουσιακά στοιχεία με αξία μικρότερη των εννιακοσίων δισεκατομμυρίων ευρώ (€900.000.000.000) σε ενοποιημένη βάση.

(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οι όροι «ίδρυμα» και «ίδρυμα υπό εξυγίανση» στα εδάφια (1) έως (6) περιλαμβάνουν και υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, στην περίπτωση εξυγίανσης υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία τα εδάφια (1) έως (6) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Αλληλέγγυα χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης και των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων κρατών μελών σε περίπτωση εξυγίανσης ομίλου

104.-(1) Σε περίπτωση εξυγίανσης ενός ομίλου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 94 έως 97, κατά περίπτωση, η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί το Ταμείο Εξυγίανσης για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο.

(2)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ύστερα από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των ιδρυμάτων στα εν λόγω κράτη μέλη, προτείνει, εάν είναι αναγκαίο πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ένα σχέδιο χρηματοδότησης ως μέρος του μηχανισμού εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 94 έως 97, κατά περίπτωση.

(β) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης θυγατρικού ιδρύματος, διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου για τον καταρτισμό από την τελευταία ενός σχεδίου χρηματοδότησης ως μέρος του μηχανισμού εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 94 έως 97, κατά περίπτωση.

(γ) Το σχέδιο χρηματοδότησης που αναφέρεται στις παραγράφους (α) και (β) συμφωνείται βάσει της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ορίζεται στα άρθρα 94 έως 97, κατά περίπτωση.

(3) Το σχέδιο χρηματοδότησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνει -

(α) Αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 47 όσον αφορά τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου· και

(β) τις ζημιές που αναγνωρίζονται από κάθε επηρεαζόμενη οντότητα του ομίλου κατά το χρόνο εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης· και

(γ) για καθεμία από τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου, τις ζημιές που θα υποστεί κάθε κατηγορία μετόχων και πιστωτών· και

(δ) τις τυχόν συνεισφορές που θα πρέπει να καταβάλουν τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το Άρθρο 109, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ· και

(ε) τη συνολική συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης και των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης κρατών μελών που συστήνονται σύμφωνα με το Άρθρο 100 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, καθώς και το σκοπό και τη μορφή της συνεισφοράς· και

(στ) τη βάση υπολογισμού του ποσού το οποίο οφείλει να συνεισφέρει το Ταμείο Εξυγίανσης και καθεμία από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου, προκειμένου να συγκεντρωθεί η συνολική συνεισφορά που αναφέρεται στην παράγραφο (ε)· και

(ζ) το ποσό το οποίο οφείλει να συνεισφέρει το Ταμείο Εξυγίανσης και η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης κάθε επηρεαζόμενης οντότητας του ομίλου στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου καθώς και τη μορφή των συνεισφορών αυτών· και

(η) το ύψος των δανείων τα οποία θα συνάψουν το Ταμείο Εξυγίανσης και οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου με ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα και άλλα τρίτα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου· και

(θ) το χρονικό πλαίσιο για τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης και των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου, το οποίο πρέπει να μπορεί να παραταθεί αν παραστεί ανάγκη.

(4) Η βάση με την οποία κατανέμεται η συνεισφορά που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου συνάδει προς τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου και προς τις αρχές που ορίζονται στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 11(3)(στ), εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά στο σχέδιο χρηματοδότησης.

(5) Εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά στο σχέδιο χρηματοδότησης, η βάση υπολογισμού της συνεισφοράς του Ταμείου Εξυγίανσης λαμβάνει ιδίως υπόψη τα εξής:

(α) Το ποσοστό των σταθμισμένων βάσει κινδύνου περιουσιακών στοιχείων του ομίλου τα οποία κατέχουν τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα· και

(β) το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου τα οποία κατέχουν τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα· και

(γ) το ποσοστό των ζημιών, στις οποίες οφείλεται η ανάγκη εξυγίανσης του ομίλου, που προέκυψαν σε οντότητες του ομίλου εποπτευόμενες από τις αρμόδιες αρχές· και

(δ) το ποσοστό των πόρων του Ταμείου Εξυγίανσης οι οποίοι, σύμφωνα με το σχέδιο χρηματοδότησης, αναμένεται να χρησιμοποιηθούν προς άμεσο όφελος των οντοτήτων του ομίλου οι οποίες είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία.

(6) Οποιοδήποτε προϊόν ή οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση Ταμείου Εξυγίανσης και των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης κρατών μελών σε επίπεδο ομίλου κατανέμονται στο Ταμείο Εξυγίανσης και στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών ανάλογα με τις συνεισφορές τους, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (2).

Χρήση του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο της εξυγίανσης.

105.-(1)(α) Όταν η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει δράση εξυγίανσης και εφόσον η εν λόγω δράση εξασφαλίζει ότι οι καταθέτες συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ευθύνεται -

(i) Όταν χρησιμοποιείται το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, για το ποσό που θα απομειωνόταν για τις καλυπτόμενες καταθέσεις προκειμένου να απορροφηθούν οι ζημίες του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 55(1)(α), εάν οι καλυπτόμενες καταθέσεις είχαν περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της διάσωσης με ίδια μέσα και είχαν απομειωθεί στον ίδιο βαθμό όπως οι πιστωτές με την ίδια κατάταξη στην πτωχευτική διαδικασία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας· ή

(ii) όταν χρησιμοποιούνται ένα ή περισσότερα μέτρα εξυγίανσης εκτός της διάσωσης με ίδια μέσα, για το ύψος των ζημιών που θα υφίσταντο οι καλυπτόμενοι καταθέτες, εάν οι καλυπτόμενοι καταθέτες υφίσταντο ζημίες ανάλογες των ζημιών που υφίστανται οι πιστωτές με την ίδια κατάταξη στην πτωχευτική διαδικασία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(β) Η ευθύνη του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει το ποσοστό που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 10(3) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου:

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει το ύψος των ζημιών που θα χρειαζόταν να υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

(γ) Όταν χρησιμοποιείται το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δεν υποχρεούται να συμβάλει στο κόστος της ανακεφαλαιοποίησης του ιδρύματος ή του μεταβατικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 55(1)(β).

(δ) Όταν έχει προσδιοριστεί με αποτίμηση βάσει του άρθρου 76 ότι η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στην εξυγίανση ήταν μεγαλύτερη από τις καθαρές ζημιές που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από το Ταμείο Εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 77.

(2) O προσδιορισμός του ποσού για το οποίο ευθύνεται το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το εδάφιο (1), πληροί τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 47.

(3) Η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων για τον σκοπό του εδαφίου (1) καταβάλλεται σε μετρητά.

ΜΕΡΟΣ ΧI ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ, ΕΙΣΟΔΟΥ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
Εξουσία συλλογής πληροφοριών

106.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητεί και συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, καθώς και να απαιτεί μέσα σε ταχθείσα προθεσμία, με γραπτό αίτημά της και χωρίς προειδοποίηση, την παροχή πληροφοριών από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που η αρχή εξυγίανσης, κατά την απόλυτή της κρίση, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες.

(2) Η αρχή εξυγίανσης, με γραπτό αίτημά της και χωρίς προειδοποίηση, καθορίζει το σκοπό της έρευνας, τη διάταξη στην οποία βασίζεται η εξουσία της, την τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών προθεσμία και τις ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) υποχρέωση παροχής πληροφοριών.

(3) Κάθε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται το αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συλλογή πληροφοριών, έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των ζητούμενων πληροφοριών.

(4) Αναφορικά με το τραπεζικό απόρρητο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 29 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, η αρχή εξυγίανσης ή η μονάδα εξυγίανσης ή άλλο πρόσωπο που είναι εντεταλμένο ύστερα από ρητή απόφαση της αρχής εξυγίανσης προς λήψη πληροφοριών, δυνάμει του παρόντος Νόμου, λογίζεται ως δημόσιος λειτουργός, κατά το άρθρο 29(2)(δ) των εν λόγω Νόμων για την εξασφάλιση οποιασδήποτε πληροφορίας:

Νοείται ότι, η προαναφερόμενη αρμοδιότητα της αρχής εξυγίανσης εκτείνεται στις περιπτώσεις διεξαγωγής ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 107.

(5) Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με αίτημα της αρχής εξυγίανσης για παροχή πληροφοριών εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή, σε περίπτωση που αυτό αρνείται να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή επιδεικνύει ή προσκομίζει ελλιπείς ή ψευδείς ή παραποιημένες πληροφορίες, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, η αρχή εξυγίανσης δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 108.

(6) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.

(7) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο περιλαμβάνουν –

(α) Κάθε είδους γραπτών στοιχείων και πληροφοριών, περιλαμβανομένων των πρακτικών των συνεδριάσεων οποιουδήποτε νομικού προσώπου και πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές,

(β) οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία πρόσωπο κατέχει υπό την ιδιότητά του ως καταπιστευματοδόχος, συμπεριλαμβανομένης και της πραγματικής ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων των χρηματοοικονομικών μέσων σε σχέση με τα οποία, άμεσα ή έμμεσα, είναι καταπιστευματοδόχος.

(8) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της αρχής εξυγίανσης για παροχή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου, δεν το κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.

Εξουσία εισόδου και έρευνας

107.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης ή εντεταλμένο από αυτήν πρόσωπο, δύναται να διενεργεί έρευνες, απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεων και, προς τούτο, δύναται να ζητεί και να συλλέγει πληροφορίες, να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους και να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα τους:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δύναται να λαμβάνει αποσπάσματα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών άλλων εγγράφων και στοιχείων, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά είναι δυνατό να αποβούν χρήσιμα, για σκοπούς απόδειξης σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή με εκδιδόμενα δυνάμει αυτού διατάγματα.

(β) Σε περίπτωση άρνησης πρόσβασης σε πληροφορίες, αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, καθώς και σε άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η αρχή εξυγίανσης δύναται να προβαίνει σε άμεση κατάσχεση των σχετικών πληροφοριών, αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλων εγγράφων και στοιχείων και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης επιστρέφει οτιδήποτε κατασχέθηκε δυνάμει του παρόντος εδαφίου στον κάτοχό του, ευθύς ως περατωθεί ο σκοπός, για τον οποίο προέβηκε στην κατάσχεση και, σε κάθε περίπτωση, εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης.

(2) Με την επιφύλαξη του Άρθρου 16.2 του Συντάγματος, η αρχή εξυγίανσης δύναται να διενεργεί έρευνες σε υποστατικό κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της αρχής εξυγίανσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που η αρχή εξυγίανσης, κατά την απόλυτη της κρίση της, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία.

(3) Η έρευνα διενεργείται ύστερα από ειδοποίηση της αρχής εξυγίανσης, η οποία είτε αποστέλλεται από προηγουμένως είτε επιδίδεται στο πρόσωπο το οποίο αφορά η ειδοποίηση κατά την ημερομηνία και ώρα έναρξης της έρευνας.

(4) Η ειδοποίηση της αρχής εξυγίανσης είναι γραπτή, ορίζει την ημερομηνία και ώρα έναρξης της έρευνας, το σκοπό της, τη διάταξη στην οποία βασίζεται η συναφής εξουσία της αρχής εξυγίανσης και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του προσώπου, το οποίο η ειδοποίηση αφορά, να συμμορφωθεί προς την ειδοποίηση.

(5) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να καλεί σε κατάθεση πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικά με την υπό διενέργεια έρευνα και να ορίζει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για να ακούσει μαρτυρία και να πάρει, εκ μέρους της, γραπτή ή ηχογραφημένη κατάθεση από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία προσέρχονται ενώπιον του εντεταλμένου προσώπου και παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν.

(6) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται αίτημα της αρχής εξυγίανσης έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή συμμόρφωση.

(7) Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με ειδοποίησή της αρχής εξυγίανσης για έρευνα ή στην κλήση για κατάθεση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή, σε περίπτωση που αυτό δεν προσκομίζει ή προσκομίζει ή επιδεικνύει ελλιπή ή ψευδή ή παραποιημένα τα αιτηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία ή πληροφορίες, η αρχή εξυγίανσης δύναται να του επιβάλει, χωρίς επηρεασμό της εξουσίας της για κατάσχεση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 108.

(8) Οι πληροφορίες που περιέρχονται στην κατοχή της αρχής εξυγίανσης κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσης και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.

(9) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της αρχής εξυγίανσης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν το κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.

(10) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας, προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο.

Εξουσία επιβολής διοικητικών μέτρων και κυρώσεων

108.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η αρχή εξυγίανσης, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων διαταγμάτων ή οδηγιών, διαπιστώνει ότι καλυπτόμενο πρόσωπο προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη κατά παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων διαταγμάτων ή οδηγιών, η αρχή εξυγίανσης, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το εν λόγω πρόσωπο, δύναται να επιβάλει για κάθε παράβαση, σταθμίζοντας κατά την απόλυτη της κρίση τη βαρύτητα της παράβασης, διοικητικό μέτρο ή διοικητικό πρόστιμο ή άλλες διοικητικές κυρώσεις, περιλαμβανομένων των ακόλουθων:

(α) Δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο καλυπτόμενο πρόσωπο, το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης∙

(β) απαίτηση προς το υπαίτιο καλυπτόμενο πρόσωπο ή υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και για μη επανάληψή της στο μέλλον∙

(γ) χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (3), προσωρινή απαγόρευση μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου να ασκεί οποιαδήποτε καθήκοντα στο καλυπτόμενο πρόσωπο∙

(δ) διοικητικό πρόστιμο στο ίδιο το καλυπτόμενο πρόσωπο ύψους έως το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος· σε περίπτωση που το υπαίτιο καλυπτόμενο πρόσωπο είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός κύκλος εργασιών είναι ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος∙

(ε) διοικητικό πρόστιμο σε φυσικό πρόσωπο μέχρι και πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000)∙

(στ) διοικητικό πρόστιμο μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.

(2) Σε περίπτωση που καλυπτόμενο πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και διαταγμάτων, οποιοδήποτε ανώτατο διοικητικό στέλεχος ή μέλος του διοικητικού της οργάνου ή άλλο φυσικό πρόσωπο που φέρει ευθύνη για τέτοια παράβαση, υπόκειται στα διοικητικά μέτρα, διοικητικά πρόστιμα και λοιπές διοικητικές κυρώσεις του εδαφίου (1), όπου αυτές εφαρμόζονται.

(3) Διοικητικές κυρώσεις, διοικητικό πρόστιμο και λοιπά διοικητικά μέτρα επιβάλλονται, διαζευκτικά ή σωρευτικά, με απόφαση της αρχής εξυγίανσης ιδίως στις ακόλουθες περιπτώσεις, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση παράβασης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή διαταγμάτων:

(α) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις συνεργασίας του ιδρύματος ή παροχής πληροφοριών προς την αρχή εξυγίανσης κατά την κατάρτιση, αναπροσαρμογή, επικαιροποίηση και εφαρμογή των σχεδίων εξυγίανσης, κατά παράβαση του άρθρου 13 ή 65(1)(β)(i)·

(β) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση τήρησης λεπτομερών αρχείων των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων, κατά παράβαση του άρθρου 13(2) ή του άρθρου 73(7)·

(γ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση λήψης μέτρων από το ίδρυμα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης εντός της σχετικής προθεσμίας, κατά παράβαση του άρθρου 20(4)·

(δ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τα μέτρα που λαμβάνονται από την αρχή εξυγίανσης, κατά παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του άρθρου 20(5)(α) έως (ια)·

(ε) σε περίπτωση μη υποβολής σχεδίου αναδιοργάνωσης στην αρχή εξυγίανσης ή στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, κατά του άρθρου 61(1) ή (2) ή μη τροποποίησής του κατά παράβαση του άρθρου 61(8) ή (9)·

(στ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση παροχής υπηρεσιών και υποδομών, κατά παράβαση του άρθρου 67·

(ζ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προσώπου με απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(α), (β) ή (γ)·

(η) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του αρχείου καταγραφής συναλλαγών με την υποχρέωση διάθεσης όλων των αναγκαίων πληροφοριών στην αρχή εξυγίανσης, κατά παράβαση του άρθρου 73(7)(β).

(4)(α) Η αρχή εξυγίανσης δημοσιοποιεί στο διαδικτυακό της τόπο οποιοδήποτε διοικητικό μέτρο, διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση επιβάλλει δυνάμει του παρόντος άρθρου για παραβάσεις είτε του παρόντος Νόμου είτε των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή διαταγμάτων, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται το πρόστιμο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις.

(β) Σε περίπτωση που απόφαση της αρχής εξυγίανσης για την επιβολή διοικητικού προστίμου ή άλλης διοικητικής κύρωσης ανακληθεί από την ίδια ή ακυρωθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο, η αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση δημοσιεύει σχετικές πληροφορίες στο ιστότοπό της.

(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης δημοσιοποιεί διοικητικό μέτρο, διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση σε ανώνυμη βάση, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i) Όταν διοικητικό μέτρο, διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και, μετά από υποχρεωτική προηγούμενη αξιολόγηση, κρίνεται ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα ήταν δυσανάλογη∙

(ii) όταν η δημοσιοποίηση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα ή εκκρεμούσα ποινική έρευνα∙

(iii) όταν η δημοσιοποίηση προξενεί, στο βαθμό που αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, δυσανάλογη ζημιά στα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

(β) Εναλλακτικά, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α), η δημοσιοποίηση δύναται να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα εάν εκτιμάται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι για ανώνυμη δημοσιοποίηση.

(6)(α) Η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι κάθε δημοσιοποίηση δυνάμει του παρόντος άρθρου παραμένει στον ιστότοπό της για τουλάχιστον πέντε (5) έτη.

(β) Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στον ιστότοπο της αρχής εξυγίανσης μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(7) Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών μέτρων, διοικητικών προστίμων ή άλλων διοικητικών κυρώσεων και του ύψους των διοικητικών προστίμων, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της όλες τις σχετικές περιστάσεις, περιλαμβανόμενων, όπου αρμόζει, των ακόλουθων:

(α) Τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης∙

(β) το βαθμό ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση∙

(γ) την οικονομική ευρωστία του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει για παράδειγμα από το συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του φυσικού προσώπου∙

(δ) τη σημαντικότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν∙

(ε) τις ζημίες σε τρίτους που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν∙

(στ) το βαθμό συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, με την αρχή εξυγίανσης∙

(ζ) προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση∙

(η) τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.

(8)(α) Διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται από την αρχή εξυγίανσης κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, λογίζεται έναντι των εσόδων του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(β) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στα πλαίσια συμβιβασμού, η αρχή εξυγίανσης δύναται -

(i) Να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος·

(ii) να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα, τα οποία δύναται να καθορίζει με οδηγία της.

(9) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 85, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν δυνάμει του παρόντος άρθρου και σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

ΜΕΡΟΣ ΧII ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ, ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΩΞΕΙΣ
Αδικήματα και ποινές

109.-(1)(α) Οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει υποχρέωση, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, να υποβάλλει ή γνωστοποιεί στην αρχή εξυγίανσης ή να δημοσιοποιεί ή να ανακοινώνει δημόσια, οποιεσδήποτε πληροφορίες, στοιχεία, έγγραφα ή έντυπα, οφείλει να μεριμνά και να εξασφαλίζει την ορθότητα, πληρότητα και ακρίβειά τους.

(β) Πρόσωπο, το οποίο κατά την παροχή πληροφοριών προς την αρχή εξυγίανσης ή κατά τη δημοσιοποίηση ή δημόσια ανακοίνωση πληροφοριών για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, προβαίνει σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς οποιοδήποτε στοιχείο της ή αποκρύπτει στοιχείο ή παραλείπει την υποβολή ή δημοσιοποίηση στοιχείων, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.

(2) Πρόσωπο, το οποίο δεν συμμορφώνεται με διοικητικά μέτρα που έχει λάβει η αρχή εξυγίανσης σε σχέση με αυτό δυνάμει του άρθρου 108, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.

(3) Ποινική ευθύνη, για το προβλεπόμενο αδίκημα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και στο εδάφιο (2), που τελείται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.

(4) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.

Διώξεις από ή με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

110. Διώξεις σε σχέση με οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ασκούνται μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεσή του.

ΜΕΡΟΣ ΧIII ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
Ευθύνη Υπουργού και της αρχής εξυγίανσης

111. Ο Υπουργός, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας και το προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη, σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους, που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους των.

Ευθύνη ειδικού διαχειριστή και άλλων προσώπων

112. Ο ειδικός διαχειριστής, το διοικητικό όργανο ή/και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη μεταβατικού ιδρύματος ή/και εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και τυχόν άλλα πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, τα οποία έχουν διοριστεί ή εξουσιοδοτηθεί από την αρχή εξυγίανσης για την πραγμάτωση ενεργειών, δυνάμει του παρόντος Νόμου, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους τους:

Νοείται ότι, τα πιο πάνω πρόσωπα τυγχάνουν του ίδιου βαθμού προστασίας και μετά τον τερματισμό του διορισμού ή της εξουσιοδότησής τους ή και την ολοκλήρωση των ενεργειών ή του έργου που τους έχει ανατεθεί.

ΜΕΡΟΣ ΧIV ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Σχέση του παρόντος Νόμου με άλλους νόμους

113. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου, του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου νόμου που έρχεται σε αντίθεση με τον παρόντα Νόμο.

Εξαιρέσεις από την πληρωμή φόρου ή τέλους

114.-(1) Περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται, δυνάμει του παρόντος Νόμου, προς οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε αυτό βρίσκεται στη Δημοκρατία είτε σε κράτος μέλος, δεν δημιουργούν κέρδη υποκείμενα σε φορολογία στο επηρεαζόμενο ίδρυμα.

(2) Η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο, εξαιρείται από την πληρωμή οποιουδήποτε φόρου ή τέλους.

ΜΕΡΟΣ ΧV ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Μέτρα εξυγίανσης σε ισχύ

115.-(1) Όλα τα μέτρα εξυγίανσης που λήφθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου και είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρούνται ότι είναι μέτρα που λήφθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου και θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρις ότου ολοκληρωθούν ή ανακληθούν ή ακυρωθούν.

(2) Οποιαδήποτε μέτρα έχουν επιβληθεί σε τραπεζική άδεια που αναφέρεται στο εδάφιο (1) θεωρούνται όροι που έχουν επιβληθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Κατάργηση Νόμων

116. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμοι του 2013 έως 2014 καταργούνται.

Σημείωση
4 του Ν. 158(Ι)/2021Έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 158(Ι)/2021]

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 158(Ι)/2021] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Σημείωση
4 του Ν. 109(Ι)/2022Έναρξη της ισχύος του Ν. 109(Ι)/2022

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 109(Ι)/2022] τίθεται σε ισχύ τη 12η Αυγούστου 2022.