Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«άδεια λειτουργίας» σημαίνει –

(α) αναφορικά με καλυπτόμενο πρόσωπο, άδεια δυνάμει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου,

(β) αναφορικά με οντότητα κράτους μέλους, άδεια βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ως μεταφέρεται στην οικεία νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

«αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα» ή «ΑΠΙ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

«ανώτατα διοικητικά στελέχη» σημαίνει –

(α) αναφορικά με αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, τα ανώτατα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ, τα ανώτατα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016·

(γ) αναφορικά με σχετικό πρόσωπο ή άλλη οντότητα ή φορέα, τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διοίκηση του σχετικού προσώπου ή της άλλης οντότητας ή του φορέα∙

«απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων» σημαίνει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα Άρθρα 92 έως 98 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

«αποκτών» σημαίνει την οντότητα στην οποία μεταβιβάζονται οι μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, χρεόγραφα, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ή οποιοσδήποτε συνδυασμός των εν λόγω στοιχείων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση∙

«αρμόδια αρχή» σημαίνει αρχή της Δημοκρατίας που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή την ΕΚΤ αναφορικά με τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου∙

«αρμόδια αρχή κράτους μέλους» σημαίνει αρχή κράτους μέλους που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή την ΕΚΤ αναφορικά με τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου∙

«αρμόδιο υπουργείο κράτους μέλους» σημαίνει το υπουργείο οικονομικών ή άλλο υπουργείο κράτους μέλους, το οποίο είναι αρμόδιο για οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις εθνικές αρμοδιότητες, το οποίο έχει οριστεί σύμφωνα με το Άρθρο 3, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ∙

«αρχή ενοποιημένης εποπτείας» έχει την έννοια που του αποδίδει το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 41), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

«αρχή εξυγίανσης» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα∙

«αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους» σημαίνει την αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ∙

«αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου» σημαίνει –

(α) σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, την αρχή εξυγίανσης,

(β) σε περίπτωση που η αρχή ενοποιημένης εποπτείας είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, την αρχή εξυγίανσης του εν λόγω κράτους μέλους∙

«αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας» σημαίνει, κατά περίπτωση –

(α) την Κεντρική Τράπεζα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6(2)(ε) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, όπως διορθώθηκε,

(β) την αρχή σε κράτος μέλος στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου της 22ας Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την μακροπροληπτική εντολή των εθνικών αρχών (ΕΣΣΚ/2011/3)∙

«βασικοί επιχειρηματικοί τομείς» σημαίνει επιχειρηματικούς τομείς και συναφείς υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν ουσιώδεις πηγές εισοδήματος, κέρδους ή αξίας δικαιόχρησης για ένα ίδρυμα ή για έναν όμιλο του οποίου το ίδρυμα αποτελεί μέρος∙

«διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα» σημαίνει δράση βάσει νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της αφερεγγυότητας ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη, ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με τις δράσεις εξυγίανσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙

«διασυνοριακός όμιλος» σημαίνει όμιλο με οντότητες ομίλου εγκατεστημένες στη Δημοκρατία και σε κράτη μέλη∙

«δικαίωμα καταγγελίας» σημαίνει το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), αλληλοσυμψηφισμού (set-off) ή συμψηφισμού των υποχρεώσεων, ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει∙

«Διοικητικό Δικαστήριο» σημαίνει το δικαστήριο που ασκεί την εκ του Άρθρου 146 του Συντάγματος χορηγούμενη δικαιοδοσία∙

«διοικητικό όργανο» σημαίνει –

(α) αναφορικά με ΑΠΙ, το διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως του 2016 όπως τροποποιήθηκαν,

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ, το διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου,

(γ) αναφορικά με σχετικό πρόσωπο ή άλλη οντότητα ή φορέα, το όργανο ή τα όργανα του σχετικού  προσώπου ή της άλλης οντότητας ή του φορέα τα οποία ορίζονται δυνάμει της νομοθεσίας που διέπει τη σύσταση του σχετικού προσώπου ή της άλλης οντότητας ή του φορέα και τα οποία εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του σχετικού προσώπου ή της άλλης οντότητας ή του φορέα και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη λήψη των αποφάσεων από τη διεύθυνση και περιλαμβάνουν, στην περίπτωση σχετικού προσώπου ή άλλης οντότητας, τα πρόσωπα που πράγματι κατευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα∙

«δράση εξυγίανσης» σημαίνει –

(α) αναφορικά με καλυπτόμενο πρόσωπο, την απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 ή 100 ή την εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης ή την άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης,

(β) αναφορικά με οντότητα κράτους μέλους, την απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, ή την εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης ή την άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης∙

«ΕΑΑΕΣ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που θεσπίστηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010∙

«ΕΑΚΑΑ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που θεσπίστηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010∙

«ΕΑΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών που θεσπίστηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙

«ΕΕ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση∙

«ΕΚΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα∙

«έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη» σημαίνει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του Άρθρου 107, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή ενός ομίλου του οποίου το εν λόγω ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο αποτελεί μέρος∙

«ενδεδειγμένη αρχή κράτους μέλους» σημαίνει την αρχή κράτους μέλους, η οποία είναι αρμόδια βάσει του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 61 Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

«ενοποιημένη βάση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 48), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

«εξασφαλισμένη υποχρέωση» σημαίνει υποχρέωση όπου το δικαίωμα του πιστωτή για πληρωμή ή άλλης μορφής αντιστάθμισμα εξασφαλίζεται με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ενέχυρο ή εμπράγματο δικαίωμα, ή συμφωνίες παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πράξεις επαναγοράς και άλλες συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου∙

«εξουσία εξυγίανσης» σημαίνει –

(α) αναφορικά με εξυγίανση καλυπτόμενου προσώπου, την εξουσία που προβλέπεται στα άρθρα 65 έως 74,

(β) αναφορικά με εξυγίανση οντοτήτων κράτους μέλους ως μέρος εξυγίανσης ομίλου, την εξουσία που ορίζεται από τη σχετική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

«εξουσίες απομείωσης και μετατροπής» σημαίνει οποιαδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 65(1)(β)(v) έως (ix)·

«εξουσίες μεταβίβασης» σημαίνει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 65(1)(β)(iii) ή (iv) για τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων από ίδρυμα υπό εξυγίανση προς αποδέκτη·

«εξυγίανση» σημαίνει -

(α) σε περίπτωση καλυπτόμενου προσώπου, την εφαρμογή ενός μέτρου εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης όπως ορίζονται στο άρθρο 41(2),

(β) σε περίπτωση οντότητας κράτους μέλους η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και αποτελεί μέρος ομίλου υπό εξυγίανση, την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης προκειμένου να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης δυνάμει της οικείας νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους·

«εξυγίανση ομίλου» σημαίνει οποιοδήποτε από τα εξής:

(α) την ανάληψη δράσης εξυγίανσης στο επίπεδο μητρικής επιχείρησης ή ιδρύματος που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία,

(β) το συντονισμό της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης και της άσκησης εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών, όσον αφορά τις οντότητες ομίλου που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης·

«επείγουσα στήριξη της ρευστότητας» σημαίνει την παροχή από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους χρήματος κεντρικής τράπεζας, ή οποιαδήποτε άλλη στήριξη που μπορεί να επιφέρει αύξηση του χρήματος κεντρικής τράπεζας, σε ένα φερέγγυο χρηματοδοτικό ίδρυμα ή έναν όμιλο φερέγγυων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζει προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, χωρίς η ενέργεια αυτή να εντάσσεται στη νομισματική πολιτική·

«επενδυτής» σημαίνει σε περίπτωση ΚΕΠΕΥ ή επιχείρηση επενδύσεων κράτους μέλους, τον επενδυτή κατά την έννοια της παραγράφου 2(1) της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη Συνέχιση της Λειτουργίας και τη Λειτουργία του Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών ΕΠΕΥ και κατά περίπτωση ΑΠΙ ή πιστωτικού ιδρύματος κράτους μέλους, τον επενδυτή κατά την έννοια του Κανονισμού 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών Κανονισμών του 2004 έως 2007·

«επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης» σημαίνει τα μέσα που πληρούν όλα τα κριτήρια που αναφέρονται στο Άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκτός από το Άρθρο 72β, παράγραφοι 3 έως 5 του εν λόγω Κανονισμού·

«επιλέξιμες καταθέσεις» έχει την έννοια που του αποδίδουν οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του  άρθρου 33 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«επιλέξιμες υποχρεώσεις» σημαίνει υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα οι οποίες πληρούν τους όρους του άρθρου 25Α ή 25Ε(3)(α) του παρόντος Νόμου και τα μέσα της κατηγορίας 2 που πληρούν τους όρους του Άρθρου 72α, παράγραφος 1, στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«επιχείρηση επενδύσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 22 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο Άρθρο 9, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034·

«εργάσιμη ημέρα» σημαίνει κάθε ημέρα εκτός Σαββάτου, Κυριακής ή αργίας, στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος κατά περίπτωση·

«ΕΣΣΚ» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που θεσπίστηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010∙

«εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» σημαίνει νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 52(2)·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της ΕΕ·

«θεσμικό σύστημα προστασίας» σημαίνει ρύθμιση που πληροί τις απαιτήσεις του Άρθρου 113, παράγραφος 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«θιγόμενος πιστωτής» σημαίνει πιστωτή του οποίου η απαίτηση αφορά υποχρέωση που μειώνεται ή μετατρέπεται σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, μέσω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής με χρήση του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα·

«θυγατρική» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 16) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 11, 20, 21, 22, 25 έως 29Α, 30 έως 34, 94 έως 97 του παρόντος Νόμου επί των ομίλων εξυγίανσης, ως ορίζονται στο παρόν άρθρο, περιλαμβάνει, όπου και όπως αρμόζει, πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα, τον ίδιο τον κεντρικό φορέα και τις αντίστοιχες θυγατρικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω όμιλοι εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρο 25Δ(3)·

«θυγατρικό ίδρυμα επιχείρησης τρίτης χώρας στην ΕΕ» σημαίνει ίδρυμα το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος και είναι θυγατρικό ιδρύματος τρίτης χώρας ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας·

«ίδια κεφάλαια» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 118), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«ίδρυμα» σημαίνει ΑΠΙ που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία ή ΚΕΠΕΥ που υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο άρθρο 10(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«ίδρυμα κράτους μέλους» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους ή επιχείρηση επενδύσεων κράτους μέλους η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που προβλέπεται στο Άρθρο 28, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

«ίδρυμα τρίτης χώρας» σημαίνει οντότητα της οποίας η κεντρική διοίκηση εδρεύει σε τρίτη χώρα και η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Δημοκρατίας, θα ενέπιπτε στον ορισμό του όρου ίδρυμα, και περιλαμβάνει ΑΠΙ που έχει συσταθεί σε τρίτη χώρα·

«ίδρυμα υπό εξυγίανση» ή «υπό εξυγίανση ίδρυμα» σημαίνει ίδρυμα, σχετικό πρόσωπο, ίδρυμα κράτους μέλους, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, για το οποίο ή την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

«καλυμμένο ομόλογο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 3, σημείο 1) της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 ή, όσον αφορά μέσο που εκδόθηκε πριν από την 8η Ιουλίου 2022, ομόλογο όπως αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(β)(ii) του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«καλυπτόμενες καταθέσεις» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«καλυπτόμενο πρόσωπο» σημαίνει οντότητα που υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3·

«κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις» σημαίνει τους κανόνες που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τα Άρθρα 107, 108 και 109 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ και με τους κανονισμούς και όλες τις πράξεις της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 108, παράγραφος 4, ή του Άρθρου 109 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ·

«κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας» σημαίνει –

(α) αναφορικά με ΣΠΙ, εκκαθάριση ή ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το Μέρος ΧΙΙΙ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου,

(β) αναφορικά με τράπεζα, εκκαθάριση ή ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το Μέρος ΧΙΙΙ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(γ) αναφορικά με τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης που έχει συσταθεί δυνάμει του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου, εκκαθάριση δυνάμει νόμου που ψηφίζεται για το σκοπό αυτό,

(δ) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ ή με σχετικό πρόσωπο, εκκαθάριση σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, όπως αυτός διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της ΕE με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2015/880 της Επιτροπής της 4ης Ιουνίου 2015·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008» σημαίνει την πράξη της ΕE με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)» ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ»∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2015/89/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014 περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων» ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 258/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 258/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014∙

«Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο» «Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014», ως διορθώθηκε·

«κατάθεση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των  Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας» σημαίνει -

(α) αναφορικά με ΑΠΙ ή σχετικό πρόσωπο το οποίο είναι θυγατρική ή μητρική επιχείρηση ΑΠΙ ή πιστωτικού ιδρύματος κράτους μέλους, οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32Γ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ ή σχετικό πρόσωπο το οποίο είναι θυγατρική ή μητρική επιχείρηση ΚΕΠΕΥ ή επενδυτικής εταιρείας κράτους μέλους, οποιαδήποτε περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 22(3) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την εποπτεία Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «CCP» από το Άρθρο 2, σημείο 1), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«κεντρικός φορέας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων·

«ΚΕΠΕΥ» σημαίνει επιχείρηση επενδύσεων που διέπεται από τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο.

«κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» σημαίνει το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 50 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία·

«κρίσιμες λειτουργίες» σημαίνει δραστηριότητες, υπηρεσίες ή λειτουργίες των οποίων η διακοπή ενδέχεται, στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος, να οδηγήσει σε διαταραχή της παροχής ζωτικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω του μεγέθους του ιδρύματος ή του ομίλου, του μεριδίου του στην αγορά, των εξωτερικών και εσωτερικών του διασυνδέσεων, της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών εργασιών του, ιδίως σε ότι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω εργασιών, υπηρεσιών ή λειτουργιών·

«μεικτή εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 22), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μέσα ιδιοκτησίας» σημαίνει μετοχές, άλλα μέσα που εκχωρούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, μέσα που είναι μετατρέψιμα σε ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, και μέσα που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

«μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» σημαίνει κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους του Άρθρου 28, παράγραφοι 1 έως 4, του Άρθρου 29, παράγραφοι 1 έως 5, ή του Άρθρου 31, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μέσα της κατηγορίας 2» σημαίνει κεφαλαιακά μέσα ή δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, που πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μεταβατικό ίδρυμα» σημαίνει νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 50(2)(α)·

«μέτοχοι» σημαίνει μέτοχοι ή κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

«μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα» σημαίνει μηχανισμό για την άσκηση, από την αρχή εξυγίανσης, των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 53·

«μέτρο διαχείρισης κρίσεων» σημαίνει δράση εξυγίανσης ή διορισμός ειδικού διαχειριστή  δυνάμει του άρθρου 46 ή ενός προσώπου δυνάμει του άρθρου 60(2) ή του άρθρου 74(1)·

«μέτρα έγκαιρης παρέμβασης» σημαίνει –

(α) αναφορικά με ΑΠΙ, μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 30Γ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου,

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ, μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 18 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016·

«μέτρο εξυγίανσης» σημαίνει –

(α) αναφορικά με εξυγίανση καλυπτόμενου προσώπου, μέτρο εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 45(3),

(β) αναφορικά με εξυγίανση οντοτήτων κράτους μέλους ως μέρος εξυγίανσης ομίλου, μέτρο εξυγίανσης όπως προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

«μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε μεταβατικό ίδρυμα» σημαίνει μηχανισμό για τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ιδρύματος υπό εξυγίανση, σε μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 50·

«μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» σημαίνει μηχανισμό για την πραγματοποίηση μεταβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 52·

«μέτρο πρόληψης κρίσεων» σημαίνει –

(α) την άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα  20 έως 22,

(β) την άσκηση εξουσιών απομείωσης και μετατροπής κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31·

«μέτρο πώλησης εργασιών» σημαίνει μηχανισμό για την εκτέλεση της μεταβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση, σε έναν αποκτώντα που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 48·

«μητρική επιχείρηση» έχει την έννοια που του αποδίδει το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 15), στοιχείο α), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική επιχείρηση της ΕΕ» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ·

«μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα·

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 32), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία» σημαίνει οντότητα που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 32), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» έχει την έννοια που του αποδίδει το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 33), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» σημαίνει μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 30), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία» σημαίνει οντότητα που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 30), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» σημαίνει μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 31), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 28), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 28), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 29), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου» σημαίνει σχέδιο που καταρτίζεται για τους σκοπούς της εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 97, κατά περίπτωση·«μονάδα εξυγίανσης» σημαίνει τη μονάδα που προβλέπεται στο άρθρο 6·

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/59/ΕΕ·

«Οδηγία 2014/49/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων»·

«Οδηγία 2014/59/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου  2014 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012»·

«Οδηγία 2014/65/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της ΕΕ με τίτλο «Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014·

«Οδηγία 98/26/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών” όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2019/879·

«Οδηγία 2002/47/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2002 για τις συμφωνίες παροχής χρηµατοοικονοµικής ασφάλειας”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/59/ΕΕ·

«Οδηγία (ΕΕ) 2019/879» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ”·

«Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ», ως διορθώθηκε·

«Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ»·

«όμιλος» σημαίνει μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της·

«όμιλος εξυγίανσης» σημαίνει-

(α) οντότητα εξυγίανσης και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν-

(i) οντότητες εξυγίανσης οι ίδιες∙ ή

(ii) θυγατρικές άλλων οντοτήτων εξυγίανσης∙ ή

(iii) οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης και οι θυγατρικές τους∙ ή

(β) ΑΠΙ μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα και ο ίδιος ο κεντρικός φορέας όταν τουλάχιστον ένα από αυτά τα ΑΠΙ ή ο κεντρικός φορέας είναι οντότητα εξυγίανσης, καθώς και οι αντίστοιχες θυγατρικές τους·

«οντότητα εξυγίανσης» σημαίνει-

(α) νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην ΕΕ, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 12 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης ή την αρχή εξυγίανση κράτους μέλους ως οντότητα σε σχέση με την οποία το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει μέτρα εξυγίανσης∙ ή

(β) ίδρυμα ή ίδρυμα κράτους μέλους που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 27(6)(α) έως (γ) και (6δις) και 39(7) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 111 και 112 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για το οποίο το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 10 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ προβλέπει δράση εξυγίανσης·

«οντότητα του ομίλου» ή «οντότητα ομίλου» σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέρος ενός ομίλου·

«παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» ή «G-SII» σημαίνει ίδρυμα G-SII όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 133) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«παράγωγα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 2, σημείο 5, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«πιστωτικό ίδρυμα κράτους μέλους» σημαίνει οντότητα κράτους μέλους που ανταποκρίνεται στον ορισμό του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

«πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» σημαίνει πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως ορίζονται με βάση το κριτήριο του ετήσιου κύκλου εργασιών που αναφέρεται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος της πράξης της ΕΕ με τίτλο «Σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων·

«πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1» σημαίνει κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 52, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«προϋποθέσεις εξυγίανσης» σημαίνει –

(α) σε περίπτωση ιδρύματος, τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 42(1),

(β) σε περίπτωση σχετικού προσώπου, τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 43,

(γ) σε περίπτωση υποκαταστήματος ιδρύματος τρίτης χώρας στη Δημοκρατία, προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 100(2),

(δ) σε περίπτωση ιδρύματος κράτους μέλους ή οντότητας σε κράτος μέλος η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β), γ) ή δ), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 32, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

«ρυθμιζόμενη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21), της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

«σημαντική θυγατρική» έχει την έννοια που του αποδίδει το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 135) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«σημαντικό υποκατάστημα» σημαίνει –

(α) αναφορικά με υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος κράτους μέλους στη Δημοκρατία, υποκατάστημα που κρίνεται σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 27Ε ή  56(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(β) αναφορικά με υποκατάστημα επιχείρησης επενδύσεων κράτους μέλους στη Δημοκρατία η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο Άρθρο 28, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, υποκατάστημα που κρίνεται σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 131Β του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

(γ) αναφορικά με υποκατάστημα ιδρύματος σε κράτος μέλος, υποκατάστημα που κρίνεται σημαντικό σύμφωνα με το Άρθρο 51, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

«στόχοι εξυγίανσης» σημαίνει τους στόχους εξυγίανσης που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 41(2)·

«συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού» σημαίνει συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται εκατέρωθεν η μία με την άλλη·

«συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης με μεταβίβαση τίτλου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου·

«συμφωνία συμψηφισμού» σημαίνει συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting) βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση, όπως ή όπου ορίζεται-

(α) επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών ούτως ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητέες, ή

(β) λήγουν οι υποχρεώσεις των μερών,

και σε κάθε περίπτωση οι υποχρεώσεις των μερών μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή αντικαθίστανται από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών συμψηφισμού κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου, ή του συμψηφισμού κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου·

«συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφάλειας» έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτό τον όρο από το άρθρο 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και από την Οδηγία ΟΔ 144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ·

«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» ή «ΣΠΙ» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

«συντελεστής μετατροπής» σημαίνει συντελεστή που καθορίζει τον αριθμό των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στον οποίο μετατρέπεται μια υποχρέωση συγκεκριμένης κατηγορίας, με αναφορά είτε σε ένα μόνον μέσο της εν λόγω κατηγορίας είτε σε μια συγκεκριμένη μονάδα αξίας μιας χρεωστικής απαίτησης·

«σύστημα αποζημίωσης επενδυτών» σημαίνει -

(α) το ταμείο αποζημίωσης επενδυτών·

(β) σύστημα αποζημίωσης επενδυτών που έχει συσταθεί και αναγνωριστεί επίσημα από κράτος μέλος σύμφωνα με το Άρθρο 2 της Οδηγίας 97/9/ΕΚ·

«σύστημα εγγύησης των καταθέσεων» σημαίνει –

(α) το σύστημα εγγύησης καταθέσεων και εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων·

(β) σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που έχει συσταθεί και αναγνωριστεί επίσημα από κράτος μέλος σύμφωνα με το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

«σύστημα εγγύησης καταθέσεων και εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων» σημαίνει σύστημα εγγύησης καταθέσεων και εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων που θεσπίστηκε και λειτουργεί δυνάμει του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«συστημική κρίση» σημαίνει αποδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία∙ για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, όλες οι μορφές χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικές σε κάποιο βαθμό·

«σχέδιο ανάκαμψης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από –

(α) αναφορικά με αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου,

(β) αναφορικά με ΚΕΠΕΥ, το άρθρο 2 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016·

«σχέδιο εξυγίανσης» σημαίνει το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για ένα ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10·

«σχέδιο εξυγίανσης ομίλου» σημαίνει σχέδιο εξυγίανσης ενός ομίλου, που καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 11, 14 και 15·

«σχετικά κεφαλαιακά μέσα» σημαίνει πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2, για τους σκοπούς του Μέρους V και του Κεφαλαίου V του Μέρους VI·

«σχετική αρχή τρίτης χώρας» σημαίνει αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα της αρχής εξυγίανσης ή των αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·

«σχετικό μητρικό ίδρυμα» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος,  μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, για το οποίο ή την οποία εφαρμόζεται μέτρο  διάσωσης με ίδια μέσα·

«σχετικό πρόσωπο» σημαίνει οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 3(1)(β), (γ) ή (δ)·

«σώμα εξυγίανσης» σημαίνει σώμα που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 90 ή 91, για την εκτέλεση καθηκόντων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο·

«σώμα εποπτείας» σημαίνει σώμα εποπτών που συστήνεται σύμφωνα με το εδάφιο (11Α)  του άρθρου 39 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή με την παράγραφο 40 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, ανάλογα με την περίπτωση·

«Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και περιλαμβάνει το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών ΚΕΠΕΥ, το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών και το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών πελατών ΣΠΙ·

«Ταμείο Εξυγίανσης» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016·

«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·«

υποκατάστημα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 17), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας στην ΕΕ» σημαίνει υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που βρίσκεται στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·

«υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα» σημαίνει τις υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, δυνάμει του άρθρου 54(2) έως (5)·

«χρεωστικά μέσα», ως αναφέρονται στο άρθρο 65(1)(β)(vii) και (x), σημαίνει τις ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων·

«χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» ή «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» σημαίνει χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 20), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοοικονομικό ίδρυμα» ή «χρηματοδοτικό ίδρυμα» σημαίνει χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοπιστωτική σύμβαση» περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες συμβάσεις και συμφωνίες -

(α) συμβάσεις τίτλων, συμπεριλαμβανομένων -

(i) συμβάσεων αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός τίτλου, μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

(ii) δικαιωμάτων προαίρεσης επί ενός τίτλου ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

(iii) συναλλαγών πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγών αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου τίτλου, ομάδας ή δείκτη τίτλων,

(β) συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων-

(i) συμβάσεων αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων για μελλοντική παράδοση,

(ii) δικαιωμάτων προαίρεσης επί ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων,

(iii) συναλλαγών πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγών αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου βασικού εμπορεύματος, ομάδας ή δείκτη,

(γ) συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και προθεσμιακές συμβάσεις (forwards), συμπεριλαμβανομένων συμβάσεων, εκτός από σύμβαση βασικών εμπορευμάτων, για αγορά, πώληση ή μεταβίβαση, σε μελλοντική ημερομηνία, βασικού εμπορεύματος ή περιουσιακού στοιχείου κάθε άλλης φύσης, υπηρεσίας, δικαιώματος ή τόκου σε συγκεκριμένη τιμή,

(δ) συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), συμπεριλαμβανομένων -

(i) συμβάσεων ανταλλαγής και δικαιωμάτων προαίρεσης που σχετίζονται με επιτόκια, συμφωνίες άμεσης παράδοσης ή άλλες συμφωνίες συναλλάγματος, ανταλλαγή νομισμάτων, δείκτες μετοχών ή μετοχές, δείκτες χρέους ή χρέος, δείκτες βασικών εμπορευμάτων ή βασικά εμπορεύματα, το κλίμα, τις εκπομπές ρύπων ή τον πληθωρισμό,

(ii) συμβάσεων ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, πιστωτικών περιθωρίων ή πιστωτικού κινδύνου,

(iii) κάθε συμφωνίας ή συναλλαγής που είναι παρεμφερής με συμφωνία που αναφέρεται στα σημεία (i) ή (ii) και η οποία αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης στις αγορές συμβάσεων ανταλλαγής ή παραγώγων·

(ε) διατραπεζικές συμφωνίες δανεισμού με διάρκεια δανεισμού τρεις (3) μήνες κατ’ ανώτατο όριο·

(στ) γενικές συμφωνίες για οποιεσδήποτε από τις συμβάσεις, συμβόλαια ή συμφωνίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ε).

(2)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της ΕΕ σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(β) Οποιαδήποτε αναφορά σε διατάξεις της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε σχέση με λήψη απόφασης σώματος εξυγίανσης μεταξύ άλλων για τον καταρτισμό σχεδίων εξυγίανσης ομίλου, την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλου, τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, την απομείωση και μετατροπή κεφαλαιακών μέσων ομίλου και την εξυγίανση ομίλου, σημαίνει τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής ως μεταφέρονται στην οικεία νομοθεσία του σχετικού κράτους μέλους, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(3) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.