Απαιτήσεις και διαδικασία για την ετοιμασία σχεδίων εξυγίανσης ομίλου όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου

15.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις απαιτήσεις και τη διαδικασία της ετοιμασίας σχεδίων εξυγίανσης ομίλου σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(2)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, υποβάλλει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν από την εν λόγω αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το Άρθρο 11 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(β) Οι πληροφορίες που υποβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (α) αφορούν τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3(1)(γ) και (δ) και των χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών εταιρειών συμμετοχών, μητρικών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και μητρικών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε κράτη μέλη.

(3) Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει και διατηρεί σχέδια εξυγίανσης ομίλου, ενεργώντας από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

(4) Τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται κατ’ ελάχιστον ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.

(5)(α) Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε περίπτωση που είναι αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των υπόλοιπων θυγατρικών:

Νοείται ότι, στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης συμμετέχει στο σώμα εξυγίανσης υπό την ιδιότητά της ως αρχή εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης ή σημαντικού υποκαταστήματος ιδρύματος κράτους μέλους, δεν συμμετέχει στην έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος εδαφίου.

(α1) Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης, ο σχεδιασμός των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 11(3)(α1) συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.

(β) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία λήψης, από την αρχή εξυγίανσης, των πληροφοριών που διαβιβάζονται από την μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δυνάμει του Άρθρου 11 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί τη βοήθεια της ΕΑΤ για να βοηθήσει στη κατάληξη κοινής συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(6)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (5), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου.

(β) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010 και η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

(7)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, η αρχή εξυγίανσης, όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, λαμβάνει τη δική της απόφαση και, όπου αρμόζει, προσδιορίζει την οντότητα εξυγίανσης και καταρτίζει και διατηρεί χωριστό σχέδιο εξυγίανσης για τον όμιλο εξυγίανσης, ο οποίος αποτελείται από οντότητες υπό τη δικαιοδοσία της.

(β) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη, αναφέρει τους λόγους διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των αρμόδιων αρχών και αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (α) στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης.

(δ) Χωρίς επηρεασμό του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την απόφαση που η ΕΑΤ δυνατόν να λάβει σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ και η περίοδος τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού:

Νοείται ότι, η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει τέτοιο ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης και ότι ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την απόφασή της.

(8) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών και η αρχή εξυγίανσης, όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, δεν διαφωνεί στο πλαίσιο του εδαφίου (7), δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που ούτε αυτές έχουν διαφωνήσει, σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό την δικαιοδοσία τους.

(9) Η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει ως οριστικές και εφαρμόζει τις κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) και (8) και τις κοινές ή μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνονται από αρχές εξυγίανσης σε περίπτωση που διαφωνεί κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (6) και (7).

(10) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση και αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους λόγω διαφωνίας είτε με το προτεινόμενο από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής στη Δημοκρατία που καταρτίζει η αρχή εξυγίανσης, είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής σε άλλο κράτος μέλος που καταρτίζεται από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω θυγατρικής, ζητά τη βοήθεια της ΕΑΤ για την επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ.