Αντιμετώπιση ή εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

20.-(1) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή σχετικού προσώπου που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, η εν λόγω αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί γραπτώς τη διαπίστωση αυτή στο εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, στην αρμόδια αρχή και στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

(2) Η απαίτηση για την αρχή εξυγίανσης να καταρτίσει σχέδια εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10(1) και να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις σχετικές αρχές εξυγίανσης κρατών μελών για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 14(4) ή 15(4), κατά περίπτωση, αναστέλλεται ύστερα από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αποδεχθεί τα μέτρα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή αποφασίσει περί αυτών σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.

(3)(α) Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1), το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση.

(β) Το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1), προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι συμμορφώνεται με το άρθρο 25Δ ή 25Ε και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν ένα ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφείλεται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις:

(i) Το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα σε κάθε μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 22Γδις(α), (β) και (γ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 91(1)(α), (β) και (γ) του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα στις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εφόσον υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου· ή

(ii) το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα Άρθρα 92α και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου.

(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνεται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

(δ) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, αξιολογεί κατά πόσο με τα μέτρα που προτείνονται στις παραγράφους (α) και (β) αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το εν λόγω ουσιαστικό εμπόδιο.

(4)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι τα μέτρα που προτείνει ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το εδάφιο (3) δεν περιορίζουν ούτε εξαλείφουν αποτελεσματικά τα εν λόγω εμπόδια, ζητά από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, η οποία σε τέτοια περίπτωση δύναται να δράσει αντίστοιχα, να λάβει εναλλακτικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου και κοινοποιεί γραπτώς τα εν λόγω μέτρα στο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, το οποίο εντός ενός (1) μηνός προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης προς τα μέτρα αυτά.

(β) Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα που προτείνει το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δε θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στην εξυγίανση και ότι τα προταθέντα εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εμποδίων αυτών.

(γ) Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την απειλή που παρουσιάζουν τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς και τον αντίκτυπο των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, τη σταθερότητά του και την ικανότητά του να συμβάλλει στην οικονομία.

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4), η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

(α) Να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να αναθεωρήσει οποιεσδήποτε ενδοομιλικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις ή να επανεξετάσει την απουσία τους ή να καταρτίσει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών, είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη, για να καλύψει την επιτέλεση κρίσιμων λειτουργιών·

(β) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να περιορίσει τα μέγιστα ατομικά και συνολικά ανοίγματά του·

(γ) να επιβάλλει απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών για τους σκοπούς της εξυγίανσης·

(δ) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να εκχωρήσει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία·

(ε) να απαιτεί από το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

(στ) να περιορίζει ή να αποτρέπει την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την πώληση νέων ή υφιστάμενων προϊόντων·

(ζ) να απαιτεί αλλαγές στη νομική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου, η οποία βρίσκεται είτε άμεσα είτε έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να μειωθεί η πολυπλοκότητα και να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης·

(η) να απαιτεί από ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο ή μία μητρική επιχείρηση να συστήσει μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ·

(η1) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου εκφραζόμενη ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(θ) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να εκδώσει επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε·

(ι) να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να λάβει άλλα μέτρα για την τήρηση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 25Δ ή 25Ε και ειδικότερα να επιχειρήσει, μεταξύ άλλων, να επαναδια-πραγματευθεί οποιαδήποτε επιλέξιμη υποχρέωση, πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή μέσο της κατηγορίας 2 που έχει εκδώσει, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω μέσου να είναι εφαρμοστέες σύμφωνα με το δίκαιο της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει αυτή την υποχρέωση ή το μέσο·

(ι1) για σκοπούς της εξασφάλισης της διαρκούς συμμόρφωσης με το άρθρο 25Δ ή 25Ε, να απαιτεί από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να αλλάξει το προφίλ ληκτότητας-

(i) των μέσων ιδίων κεφαλαίων, αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής, και

(ii) των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στα άρθρα 25Α και 25Ε(3)(α)·

(ια) στην περίπτωση που το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο είναι η θυγατρική μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών, να απαιτεί από τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών να ιδρύσει χωριστή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, εάν είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου και να αποφευχθεί η περίπτωση να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις σε εργασίες άλλες από τις χρηματοοικονομικές εργασίες, από την εφαρμογή των μέτρων και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που καθορίζονται στο Μέρος VI του παρόντος Νόμου.

(6) Η απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (4) -

(α) Στηρίζεται σε αιτιολόγηση της εν λόγω αξιολόγησης ή διαπίστωσης· και

(β) αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο η εν λόγω αξιολόγηση ή διαπίστωση συμμορφώνεται με την απαίτηση περί αναλογικής εφαρμογής που προβλέπεται στο εδάφιο (4)· και

(γ) είναι προβλητέα ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(7) Η αρχή εξυγίανσης, πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στο εδάφιο (4), μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, η οποία αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, οφείλει να ανταποκριθεί στο αίτημα της αρμόδιας αρχής για διαβούλευση λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στο συγκεκριμένο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της ΕΕ στο σύνολό της.