ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Σεξουαλική κακοποίηση παιδιού

6.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος προκαλεί ώστε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων ή απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, ακόμα και αν το εν λόγω παιδί δεν συμμετέχει σε αυτές, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(2) Όποιος προκαλεί ώστε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης γίνει μάρτυρας σεξουαλικής κακοποίησης ή απεικόνισης σεξουαλικής κακοποίησης, ακόμα και αν το εν λόγω παιδί δεν συμμετέχει σε αυτή, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(4) Όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί όταν -

(α) γίνεται κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής επάνω στο παιδί, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,

(β) γίνεται κατάχρηση ευάλωτης θέσης του παιδιού, κυρίως λόγω διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας ή κατάστασης εξάρτησης είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου,

(γ) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου:

Νοείται ότι σε περίπτωση όπου το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης που προνοείται στις παραγράφους (α) και (γ) δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(5) Όποιος εξαναγκάζει παιδί ή χρησιμοποιεί βία ή χρησιμοποιεί απειλές προς παιδί, το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, προκειμένου να τελέσει σεξουαλική πράξη με τρίτο πρόσωπο, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου:

Νοείται ότι σε περίπτωση όπου το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης που προνοείται στο παρόν εδάφιο δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(6) Όποιος εξαναγκάζει ή εξωθεί παιδί να συμμετάσχει σε σεξουαλική πράξη με τρίτο πρόσωπο είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη.

(7) Όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου και το θύμα είναι παιδί το οποίο, κατά την διάπραξη του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.

Σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών

7.(1) Όποιος προκαλεί τη συμμετοχή παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις ή στρατολογεί παιδί προκειμένου αυτό να συμμετάσχει σε αυτές ή αποκομίζει κέρδη από τη συμμετοχή παιδιού σε πορνογραφικές παραστάσεις ή εκμεταλλεύεται παιδί με άλλους τρόπους προς τον σκοπό αυτό είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(2) Όποιος εξαναγκάζει παιδί ή κάνει χρήση βίας προκειμένου να συμμετάσχει παιδί σε πορνογραφικές παραστάσεις ή απειλεί παιδί προς τον σκοπό αυτό είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος εν γνώσει του παρακολουθεί πορνογραφικές παραστάσεις ή παιδική πορνογραφία διά ζώσης ή διά άλλων μέσων, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(4) Όποιος διά ζώσης ή μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών, προκαλεί ή προτείνει σε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, όπως το παιδί αυτό συμμετέχει σε πορνογραφική παράσταση, με σκοπό ο προκαλών ή ο προτείνων ή το τρίτο πρόσωπο να παρακολουθήσει την παράσταση αυτή, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(5) Όποιος προκαλεί τη συμμετοχή παιδιού σε παιδική πορνεία ή στρατολογεί παιδί προκειμένου να συμμετάσχει σε παιδική πορνεία για να αποκομίσει κέρδη από το παιδί ή εκμεταλλεύεται το παιδί με άλλους τρόπους προς τον σκοπό αυτό, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(6) Όποιος εξαναγκάζει ή χρησιμοποιεί βία προκειμένου να συμμετάσχει το παιδί σε παιδική πορνεία ή απειλεί το παιδί προς τον σκοπό αυτό, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη:

Νοείται ότι εάν παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(7) Όποιος τελεί σεξουαλικές πράξεις με παιδί οι οποίες πραγματοποιούνται μέσω παιδικής πορνείας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε (25) έτη:

Νοείται ότι εάν το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία συναίνεσης κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (7), όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου με παιδί το οποίο, κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.

Παιδική πορνογραφία

8.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος αποκτά ή έχει στην κατοχή του υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(2) Όποιος εν γνώσει του αποκτά πρόσβαση σε παιδική πορνογραφία μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(3) Όποιος διανέμει, διαδίδει ή μεταδίδει υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(4) Όποιος προσφέρει ή παρέχει ή διαθέτει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή παρέχει πληροφορίες ως προς τον τρόπο απόκτησης υλικού παιδικής πορνογραφίας, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε (15) έτη.

(5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος παράγει υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (5), όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου όπου το παιδί το οποίο απεικονίζεται στο υλικό παιδικής πορνογραφίας είναι ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.

Άγρα παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς

9.(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος προτείνει σε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών, να το συναντήσει, με σκοπό την τέλεση σεξουαλικής πράξης μαζί του ή την παραγωγή υλικού παιδικής πορνογραφίας ή την σεξουαλική εκμετάλλευση του παιδιού το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, και η εν λόγω πρόταση ακολουθείται από την τέλεση πράξεων οι οποίες οδηγούν σε συνάντηση, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος μέσω της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών, προσκαλεί ή προσεγγίζει παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης και αποπειράται να αποκτήσει ή αποπειράται να έχει πρόσβαση ή αποκτά ή επιτυγχάνει πρόσβαση σε υλικό παιδικής πορνογραφίας που απεικονίζει το παιδί αυτό, είναι ένοχος κακουργήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη.

Προβολή ευκαιριών κακοποίησης και σεξουαλικού τουρισμού εις βάρος παιδιών

10.(1) Όποιος διοχετεύει υλικό που προβάλλει ευκαιρίες για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 9 του παρόντος Νόμου είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

(2) Όποιος διοργανώνει ταξίδια για τρίτα πρόσωπα, για εμπορικούς ή μη σκοπούς, με σκοπό τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 9 του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

Ιστότοποι που περιέχουν ή διαδίδουν παιδική πορνογραφία

11.(1) Για την τιμωρία της παραγωγής, προσφοράς, διανομής ή διαβίβασης, εξασφάλισης ή κατοχής παιδικής πορνογραφίας μέσω της χρήσης συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικός) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), το δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας δύναται να διατάξει τα πιο κάτω:

(α) Την κατάργηση ή/και την μη πρόσβαση από τους χρήστες σε ιστότοπους που φιλοξενούν ιστοσελίδες που περιέχουν παιδική πορνογραφία ή διαδίδουν παιδική πορνογραφία·

(β) τη φραγή της πρόσβασης σε ιστοσελίδες που περιλαμβάνουν ή διαδίδουν παιδική πορνογραφία, για τους χρήστες του διαδικτύου που διαμένουν στη Δημοκρατία.

(3)(α) Πάροχοι διαδικτύου οι οποίοι προσφέρουν υπηρεσίες ή πρόσβαση στο διαδίκτυο εντός του εδάφους της Δημοκρατίας, υπέχουν υποχρέωση όπως όταν αποκτήσουν γνώση ή όταν ενημερωθούν από την εμπλεκόμενη υπηρεσία για την ύπαρξη παιδικής πορνογραφίας σε οποιονδήποτε ιστότοπο, λάβουν άμεσα τα κατάλληλα μέτρα για την διακοπή της πρόσβασης από τους χρήστες διαδικτύου.

(β) Παράβαση της αναφερόμενης στην παράγραφο (α) υποχρέωσης συνιστά ποινικό αδίκημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Συναινετικές σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ανηλίκων ή μεταξύ παιδιού και ενήλικα, όπου η διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή στα πλαίσια γάμου

12.(1) Συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες όπως καθορίζονται στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 6, στο εδάφιο (3) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (5) του άρθρου 8 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9 μεταξύ δύο παιδιών τα οποία δεν έχουν φτάσει στην ηλικία συναίνεσης και τα οποία έχουν παρόμοια ηλικία και παρόμοιο βαθμό ψυχολογικής και σωματικής ανάπτυξης ή ωριμότητας, και οι οποίες δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμό δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες όπως καθορίζονται στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 6, στο εδάφιο (3) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (5) του άρθρου 8 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9, μεταξύ ενός ενήλικα και ενός παιδιού το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, όπου η διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια και οι οποίες δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμό δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες, όπως καθορίζονται στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 6, στο εδάφιο (3) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 8 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9, δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου σε περίπτωση που έχει συναφθεί γάμος όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του περί Γάμου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, μεταξύ παιδιού και του προσώπου που διενήργησε την πράξη και εφόσον στην εν λόγω πράξη δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμός.

(4) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα παιδιά είναι ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών.

Ευθύνη νομικών προσώπων

13.(1) Νομικό πρόσωπο είναι υπεύθυνο για τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο όταν αυτά διαπράττονται προς όφελός του, από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει στο νομικό αυτό πρόσωπο ηγετική θέση που βασίζεται σε –

(α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου· ή

(β) εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις εκ μέρους του νομικού προσώπου· ή

(γ) εξουσία να ασκεί έλεγχο εντός του νομικού προσώπου.

(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), νομικό πρόσωπο δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο σε περίπτωση κατά την οποία η ελλιπής εποπτεία ή ο ελλιπής έλεγχος από πρόσωπο που καθορίζεται στο εδάφιο (1) έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων προς όφελος του νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο ενεργεί υπό την δικαιοδοσία του.

(3) Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), δεν αποκλείει την ποινική δίωξη των φυσικών προσώπων που ενεργούν ως αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(4) Νομικό πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος προβλέπεται στο παρόν Μέρος, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες ευρώ (€600.000).

(5) Πέραν τις ποινικής ευθύνης για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το νομικό πρόσωπο υπέχει επίσης και αστική ευθύνη.

Επιπρόσθετες ποινές ή κυρώσεις κατά νομικών ή φυσικών προσώπων

14.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και ανεξάρτητα από την επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής ή κύρωσης για τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ή κατά την επιβολή ποινής σε καταδικασθέντα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, να διατάξει ως επιπρόσθετη ποινή ή κύρωση-

(α) τον αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·

(β) την προσωρινή ή τη μόνιμη απαγόρευση άσκησης καθορισμένης εμπορικής δραστηριότητας ή παροχή υπηρεσιών είτε απ΄ευθείας είτε μέσω τρίτου∙

(γ) την επιβολή δικαστικής εποπτείας ή την παραπομπή στην Αρχή Εποπτείας που εγκαθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου για χρονικό διάστημα που καθορίζει το Δικαστήριο:

Νοείται ότι διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου δύναται να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να καταργηθεί από το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το διάταγμα ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

(δ) τη διάλυση του νομικού προσώπου∙

(ε) το προσωρινό ή το μόνιμο κλείσιμο των υποστατικών ή εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος∙

(στ) την απαγόρευση εργοδότησης του καταδικασθέντος σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά∙

(ζ) τον τερματισμό απασχόλησης του καταδικασθέντος σε χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά∙

(η) την απαγόρευση διαμονής του καταδικασθέντος στο χώρο διαμονής του θύματος ή άλλων παιδιών ή σε χώρο ο οποίος γειτνιάζει είτε με τον τόπο διαμονής του θύματος ή άλλων παιδιών είτε με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά∙

(θ) την κατάσχεση και τη δήμευση οποιουδήποτε αντικειμένου ή μέσου το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16∙

(ι) την ενεργοποίηση του συστήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης και προειδοποίησης όπως αυτό καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 21Β του περί Φυλακών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Το Δικαστήριο δύναται, με τη συγκατάθεση του προσώπου για το οποίο εκδίδεται το διάταγμα, να διατάξει την υποβολή του προσώπου αυτού σε διαγνωστική εξέταση από ψυχίατρο και/ή κλινικό ψυχολόγο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ή θεραπεία από ψυχίατρο και/ή κλινικό ψυχολόγο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας:

Νοείται ότι σε περίπτωση που το πιο πάνω πρόσωπο εκτίει ποινή φυλάκισης η ευθύνη της αξιολόγησης, αντιμετώπισης πιθανής συννοσηρότητας, παρακολούθησης, προσπάθειας ανάπτυξης θεραπευτικών κινήτρων, στήριξης για βελτίωση της εναισθησίας του καταδικασθέντος, και προετοιμασία του για εποπτεία η οποία δύναται να διαταχθεί και μετά την αποφυλάκισή του ανήκει στο Τμήμα Ψυχικής Υγείας των Φυλακών.

(3) Παράλειψη συμμόρφωσης με διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, σε περίπτωση που πρόσωπο καταδικάζεται για αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου, η εν λόγω καταδίκη καταχωρείται στο ποινικό μητρώο αυτού και δεν διαγράφεται.

(5) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο, δύναται κατά την επιβολή ποινής να λαμβάνει υπόψη του τυχόν προηγούμενες καταδίκες του ίδιου προσώπου από Δικαστήρια των άλλων συμβαλλομένων κρατών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Ανθρώπων, όπως αυτή κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Ανθρώπων (Κυρωτικό) Νόμο και της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική Κακοποίηση η οποία υπογράφτηκε στο Lanzarote στις 25 Οκτωβρίου 2007.

(6) Πέραν τις ποινικής ευθύνης για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, ο καταδικασθείς υπέχει επίσης και αστική ευθύνη.

Υποκίνηση, συνέργια και απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων του παρόντος Νόμου

15.(1) Όποιος συνδράμει, υποκινεί ή συνεργάζεται με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στην ίδια ποινή φυλάκισης που φέρουν τα εν λόγω αδικήματα για τον αυτουργό.

(2) Όποιος αποπειράται τη διάπραξη των αδικημάτων τα οποία προνοούνται στα εδάφια (3), (4), (5), (6) και (7) του άρθρου 6, στα εδάφια (1), (2), (5), (6), (7) και (8) του άρθρου 7, και στα εδάφια (3), (4), (5) και (6) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) έτη.

(3) Όποιος αποπειράται τη διάπραξη των αδικημάτων τα οποία προνοούνται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 6, στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 8, και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα εφτά (7) έτη.

(4) Για την απόδειξη των αδικημάτων της απόπειρας, συνδρομής, υποκίνησης, συνέργειας για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 20 μέχρι 23 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

Γενεσιουργά αδικήματα και δήμευση προϊόντων αδικημάτων

16.(1) Τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 7 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου θεωρούνται γενεσιουργά αδικήματα δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Οποιαδήποτε έσοδα προκύπτουν από τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου δημεύονται δυνάμει των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το προϊόν δήμευσης που προκύπτει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) καθώς και οποιαδήποτε χρηματική ποινή που επιβάλλεται από το Δικαστήριο για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου, κατατίθενται στο Ταμείο Ανήλικων Θυμάτων Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης και Κακοποίησης που εγκαθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 46 του παρόντος Νόμου.

Επέκταση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων

17.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα, τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφόσον αυτά διαπράττονται για λογαριασμό νομικού προσώπου το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα, τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφόσον αυτά διαπράττονται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος στο οποίο υπάρχει πρόσβαση από το έδαφος της Δημοκρατίας, ασχέτως εάν το ηλεκτρονικό σύστημα ευρίσκεται ή όχι στο έδαφος της Δημοκρατίας.

Αποκλεισμός ορισμένων υπερασπίσεων

18.(1) Δεν αποτελεί υπεράσπιση σχετικά με οποιοδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ή δεν πίστευε ότι το θύμα του αδικήματος ήταν παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει την ηλικία συναίνεσης.

(2) Η συναίνεση του παιδιού το οποίο δεν έχει φτάσει την ηλικία συναίνεσης, είτε αυτή είναι πραγματική είτε δίνεται ως αποτέλεσμα χρήσης απειλής ή βίας ή άλλης μορφής εξαναγκασμού ή δόλου ή εξαπάτησης ή κατάχρησης εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του παιδιού ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων δεν αποτελεί υπεράσπιση σχετικά με οποιοδήποτε από τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

Επιβαρυντικές περιστάσεις

19. Κατά την εκδίκαση των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 9 και 15 και στην επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, ως επιβαρυντικές οι ακόλουθες περιστάσεις:

(α) Η διάπραξη του αδικήματος εξέθεσε εξ υπαίτιας ή ανυπαίτιας σοβαρής μορφής αμέλειας σε κίνδυνο τη ζωή του θύματος∙

(β) το αδίκημα διεπράχθη εις βάρος παιδιού ευάλωτης θέσης, όπως για παράδειγμα παιδιού με διανοητική ή σωματική αναπηρία, σε κατάσταση εξάρτησης ή σε κατάσταση σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας∙

(γ) το αδίκημα διεπράχθη από μέλος της οικογένειας του θύματος, από πρόσωπο που συγκατοικεί με το θύμα ή από πρόσωπο που έχει κάνει κατάχρηση θέσεως εμπιστοσύνης, επιρροής ή εξουσίας·

(δ) το αδίκημα διεπράχθη από τουλάχιστον δύο πρόσωπα που ενέργησαν από κοινού·

(ε) κατά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος χρησιμοποιήθηκε βία ή προκλήθηκε βλάβη στο θύμα∙

(στ) το ποινικό αδίκημα διεπράχθη στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 63Β του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

(ζ) ο δράστης έχει καταδικασθεί στο παρελθόν για αδικήματα του ίδιου τύπου·

(η) το αδίκημα διεπράχθη από δημόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Μεταχείριση παιδιών θυτών

20. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, δικαστήριο το οποίο εκδικάζει υπόθεση για διάπραξη αδικήματος που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από παιδί λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον τόσο του παιδιού θύματος όσο και του παιδιού θύτη αποφασίζει, όπου αυτό είναι δυνατό, την εφαρμογή του περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμου και εφαρμόζει την αρχή ότι η επιβολή της ποινής της φυλάκισης αποτελεί την έσχατη λύση και, σε περίπτωση που αποφασίζει την επιβολή ποινής φυλάκισης, κατά τον καθορισμό της λαμβάνει σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για παιδί.

Ενισχυτική μαρτυρία και άμεση καταγγελία αποδεκτή ως μαρτυρία

21.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.

(2) Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο προς οποιοδήποτε αστυνομικό, λειτουργό κοινωνικών υπηρεσιών, ψυχολόγο, ψυχίατρο ή γιατρό άλλης ειδικότητας που εξετάζει το θύμα, εκπαιδευτικό, μέλος μη κυβερνητικού οργανισμού που παρέχει συνδρομή και στήριξη σε θύματα ή μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί ικανή μαρτυρία.

(3) Μαρτυρία θύματος που δίδεται σε εμπειρογνώμονα αποτελεί ικανή μαρτυρία.

Τήρηση Αρχείου και υποχρέωση κοινοποίησης

22.(1) Η Αστυνομία διατηρεί Αρχείο, στο οποίο καταχωρούνται τα αναφερόμενα στο εδάφιο (2) στοιχεία σε σχέση με φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία καταδικάστηκαν για οποιοδήποτε από τα πιο κάτω αδικήματα ή για τα οποία λαμβάνεται ειδοποίηση ότι καταδικάστηκαν για τέτοιου είδους αδικήματα στο εξωτερικό, σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ ή οποιασδήποτε διεθνούς συνθήκης που έχει υπογράψει η Δημοκρατία:

(α) Αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου,

(β) αδίκημα κατά παιδιού που προβλέπεται στο Μέρος IV του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου,

(γ) αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 9, 10 και 11 των περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμων του 2007 και 2012,

(δ) αδίκημα κατά ανηλίκου που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 4 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000,

(ε) αδίκημα που προβλέπεται στον περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(στ) αδίκημα που προβλέπεται στον περί Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, για την Πώληση Παιδιών, Παιδική Πορνεία και Πορνογραφία (Κυρωτικού) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(ζ) αδίκημα που προβλέπεται στα άρθρα 9, 10 και 11 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Τα πιο κάτω στοιχεία καταχωρούνται στο Αρχείο το οποίο δημιουργείται δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου για κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:

(α) Η ημερομηνία γέννησής του ή, στην περίπτωση νομικού πρόσωπου, η ημερομηνία εγγραφής του στο Μητρώο Εταιρειών,

(β) ο αριθμός ταυτότητάς του ή, στην περίπτωση νομικού πρόσωπου, ο αριθμός εγγραφής του στο Μητρώο Εταιρειών,

(γ) το όνομά του και, σε περίπτωση που χρησιμοποιεί άλλο όνομα ή άλλα ονόματα, τα ονόματα αυτά,

(δ) η διεύθυνση κατοικίας του ή, στην περίπτωση νομικού πρόσωπου, τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του κατά την ημερομηνία συμπερίληψής του στο Αρχείο,

(ε) η διεύθυνση οποιουδήποτε υποστατικού εντός του εδάφους της Δημοκρατίας στο οποίο διαμένει ή παραμένει τακτικά ή εργοδοτείται ή διεξάγει εργασίες,

(στ) σε περίπτωση που έχει διαβατήριο ή διαβατήρια, οι πιο κάτω λεπτομέρειες για κάθε διαβατήριο που κατέχει:

(i) Η εκδίδουσα αρχή,

(ii) ο αριθμός διαβατηρίου,

(iii) οι ημερομηνίες έκδοσης και λήξης, και

(iv) το όνομα και η ημερομηνία γέννησης του προσώπου στο οποίο εκδόθηκε το διαβατήριο,

(ζ) τρεις φωτογραφίες του (πρόσοψη και προφίλ),

(η) το ύψος του,

(θ) τα δακτυλικά του αποτυπώματα,

(ι) δεδομένα σχετικά με το γενετικό του προφίλ (DNA), και

(κ) οι κατηγορίες για τις οποίες έχει καταδικασθεί, οι κατηγορίες για τις οποίες υπήρξε άμεση παραδοχή και ο συνήθης τρόπος δράσης αυτού.

(3) Πρόσωπο το οποίο έχει καταδικασθεί για αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου υπέχει υποχρέωση κοινοποίησης στην Αστυνομία των στοιχείων που καθορίζονται στο εδάφιο (2), καθώς και υποχρέωση κοινοποίησης στην Αστυνομία οποιασδήποτε αλλαγής στα στοιχεία αυτά εντός τριών (3) ημερών από την ημερομηνία της αλλαγής αυτής ή πριν από αυτή την ημερομηνία, καθώς και για τη χρήση οποιουδήποτε ονόματος άλλου από αυτά που έχει δηλώσει εντός τριών (3) ημερών από την ημερομηνία της χρήσης αυτού ή πριν από αυτή την ημερομηνία:

Νοείται ότι, ο καταδικασθείς δύναται να ειδοποιήσει την Αστυνομία για τα πιο πάνω στοιχεία μέχρι και τρεις (3) ημέρες πριν την ημερομηνία αλλαγής των στοιχείων αυτών ή της χρήσης άλλου ονόματος καθορίζοντας και την ημερομηνία που πρόκειται να πραγματοποιηθεί αυτή η αλλαγή ή η χρήση:

Νοείται περαιτέρω ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, ο καταδικασθείς υπέχει υποχρέωση κοινοποίησης στην Αστυνομία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την ημερομηνία αλλαγής σε σχέση με τα στοιχεία που καθορίζονται στις παραγράφους (δ) και (ε) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.

(4) Ο καταδικασθείς κοινοποιεί στην Αστυνομία τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α) έως (ζ) του εδαφίου (2) στοιχεία σε κάθε περίπτωση τουλάχιστο μία (1) φορά κάθε έτος, μετά την αρχική τους κοινοποίηση.

(5) Παράλειψη συμμόρφωσης με την υποχρέωση κοινοποίησης που επιβάλλεται δυνάμει των προνοιών του παρόντος άρθρου συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(6) Οποιοσδήποτε προτίθεται να εργοδοτήσει πρόσωπο για επαγγελματικές ή οργανωμένες δραστηριότητες ή δραστηριότητες εθελοντικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνουν τακτικές επαφές με παιδιά, υπέχει υποχρέωση όπως μην προχωρήσει στην εργοδότηση οποιουδήποτε προσώπου, εκτός εάν αυτό προσκομίσει πιστοποιητικό ότι δεν περιλαμβάνεται στο Αρχείο που τηρείται δυνάμει των προνοιών του παρόντος άρθρου.

(7) Παράλειψη συμμόρφωσης με την υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Διάρκεια υποχρέωσης ειδοποίησης

23.(1) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (2), η αναφερόμενη στο άρθρο 22 υποχρέωση κοινοποίησης υφίσταται για περίοδο που καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) Σχετικά με πρόσωπο που καταδικάστηκε σε διά βίου φυλάκιση ή σε φυλάκιση για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των τριάντα (30) μηνών, επ’ αόριστον,

(β) σχετικά με πρόσωπο που καταδικάστηκε σε φυλάκιση για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών αλλά όχι μεγαλύτερη των τριάντα (30) μηνών, για περίοδο δέκα (10) ετών αρχόμενη από την ημερομηνία της καταδίκης του,

(γ) σχετικά με πρόσωπο που καταδικάστηκε σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, για περίοδο επτά (7) ετών αρχόμενη από την ημερομηνία της καταδίκης του.

(2) Σε περίπτωση που ο καταδικασθείς είναι πρόσωπο το οποίο κατά την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος ήταν ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών, οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) περίοδοι υποχρέωσης ειδοποίησης μειώνονται κατά το ένα δεύτερο (1/2).

(3) Στον υπολογισμό των αναφερόμενων στα εδάφια (1) και (2) χρονικών περιόδων, δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε χρονική περίοδος κατά την οποία ο καταδικασθείς βρίσκεται σε φυλάκιση ή σε κράτηση.

Μέθοδος ειδοποίησης

24. Ο καταδικασθείς δίνει την αναφερόμενη στο άρθρο 22 ειδοποίηση στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό της επαρχίας στην οποία διαμένει κατά τη χρονική στιγμή της ειδοποίησης και λαμβάνει γραπτή απόδειξη στην οποία αναφέρεται ότι λήφθηκε η εν λόγω ειδοποίηση.

Αναθεώρηση επ’ αόριστον υποχρέωσης ειδοποίησης

25.(1) Η επ’ αόριστον υποχρέωση ειδοποίησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23, αναθεωρείται μετά από την πάροδο δεκαπέντε (15) ετών από την ημερομηνία καταδίκης του καταδικασθέντος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο ήταν ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών κατά την ημερομηνία της καταδίκης του, η χρονική αυτή περίοδος μειώνεται στα οκτώ (8) έτη.

(2) Κατά τον υπολογισμό της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) χρονικής περιόδου δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε χρονική περίοδος κατά την οποία ο καταδικασθείς βρίσκεται σε φυλάκιση ή σε κράτηση.

Λήψη της απόφασης από το δικαστήριο και ενημέρωση του καταδικασθέντος

26.(1) Στο τέλος της αναφερόμενης στο άρθρο 23 χρονικής περιόδου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υποβάλλει στο αρμόδιο δικαστήριο όλα τα σχετικά στοιχεία και το δικαστήριο αποφασίζει είτε τη συνέχιση της υποχρέωσης κοινοποίησης για περαιτέρω περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη είτε τη διακοπή αυτής.

(2) Σε περίπτωση το δικαστήριο αποφασίσει τη συνέχιση της υποχρέωσης ειδοποίησης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υποβάλλει στο αρμόδιο δικαστήριο όλα τα σχετικά στοιχεία κατά το τέλος της χρονικής περιόδου που καθορίζεται στην απόφαση αυτή, και το δικαστήριο αποφασίζει εκ νέου είτε τη συνέχιση της υποχρέωσης ειδοποίησης για περαιτέρω περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) έτη είτε τη διακοπή αυτής.

(3) Η Αστυνομία ενημερώνει τον καταδικασθέντα, όχι αργότερα από την ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται τα δεκαπέντε (15) ή τα οκτώ (8) έτη, ανάλογα με την περίπτωση, κατά πόσο συνεχίζεται ή τερματίζεται η υποχρέωση ειδοποίησης, με επίδοση της απόφασης του δικαστηρίου.

(4) Κατά τη λήψη της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) απόφασης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

(α) Την πιθανότητα ο καταδικασθείς να αποτελεί κίνδυνο πρόκλησης σεξουαλικής βλάβης στον πληθυσμό ή σε μέρος του πληθυσμού της Δημοκρατίας,

(β) τη σοβαρότητα του αδικήματος ή των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, στην οποία καταδίκη βασίζεται η υποχρέωση ειδοποίησης,

(γ) το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος ή των αδικημάτων,

(δ) κατά πόσο ο καταδικασθείς διέπραξε αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου,

(ε) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης από το δικαστήριο,

(στ) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος,

(ζ) την ηλικία του ανήλικου προσώπου που ήταν το θύμα τέτοιου αδικήματος και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ του θύματος και του καταδικασθέντος,

(η) οποιαδήποτε άλλη καταδίκη για αδίκημα που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο ή/και αδίκημα κατά των ηθών εναντίον ανήλικου προσώπου δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου,

(θ) κατά πόσο εκκρεμεί ποινική διαδικασία εναντίον του καταδικασθέντος για αδίκημα που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο ή/και αδίκημα κατά των ηθών εναντίον ανήλικου προσώπου δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου,

(ι) οποιαδήποτε στοιχεία κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αναφορικά με τον κίνδυνο που αποτελεί ο καταδικασθείς στον πληθυσμό ή σε οποιοδήποτε μέρος του πληθυσμού της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης της άποψης της Αρχής Εποπτείας,

(ια) οποιαδήποτε στοιχεία κατατέθηκαν από ή εκ μέρους του καταδικασθέντος που να καταδεικνύουν ότι αυτός δεν αποτελεί κίνδυνο στον πληθυσμό ή σε οποιοδήποτε μέρος του πληθυσμού της Δημοκρατίας,

(ιβ) οτιδήποτε άλλο το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη λήψη της απόφασής του.

Δικαίωμα του καταδικασθέντος για υποβολή αίτησης αναθεώρησης

27. Σε περίπτωση που η Αστυνομία δεν καταθέσει τα σχετικά στοιχεία στο δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, ο καταδικασθείς δύναται να απευθυνθεί ο ίδιος στο δικαστήριο, με γραπτό αίτημά του, για αναθεώρηση της υποχρέωσης ειδοποίησης και το δικαστήριο λαμβάνει σχετική απόφαση όπως προβλέπεται στο άρθρο αυτό.

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών

28. Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 22 του παρόντος Νόμου, καθώς και του ποινικού μητρώου των καταδικασθέντων προσώπων, διαβιβάζονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στην Απόφαση-Πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ.

Επιπρόσθετες υποχρεώσεις Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Αρχηγού της Αστυνομίας σε σχέση με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων

29. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο Αρχηγός της Αστυνομίας και το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση ποινική υπόθεση για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου, στο πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να -

(α) διασφαλίσουν ότι η ποινική διαδικασία που αφορά τα αδικήματα που προβλέπονται στο παρόντα Νόμο έχει προτεραιότητα και διεξάγονται χωρίς καθυστέρηση∙

(β) διασφαλίσουν ότι η διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας δεν θα επιδεινώσει την τραυματική εμπειρία που βίωσε το θύμα∙

(γ) εξασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα, οι μονάδες ή οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα, δίωξη και προσαγωγή των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο τυγχάνουν της ανάλογης επιμόρφωσης αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου∙

(δ) θέσουν στη διάθεση των προσώπων, μονάδων ή υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο, αποτελεσματικά εργαλεία έρευνας, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται κατά του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων καθώς και άλλων απαραίτητων μέσων και διευκολύνσεων∙

(ε) δοθεί η δυνατότητα στις ερευνητικές μονάδες ή υπηρεσίες να επιχειρούν την ταυτοποίηση των θυμάτων των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 6 έως 10, ειδικότερα μέσω ανάλυσης υλικού παιδικής πορνογραφίας, όπως φωτογραφίες και οπτικοακουστικές εγγραφές που μεταδίδονται ή καθίστανται διαθέσιμες μέσω της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών· και

(στ) διασφαλιστεί ότι η αβεβαιότητα για την πραγματική ηλικία του θύματος δεν θα αποτρέψει την εκκίνηση των ποινικών ερευνών.

Αναφορά υποψίας σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης παιδιών και προώθηση καταγγελίας

30.(1) Οποιοσδήποτε παραλείπει να καταγγείλει περίπτωση που περιέρχεται σε γνώση του, όπου εμπλέκεται παιδί ή παιδί με διανοητική ή ψυχική ανεπάρκεια σε αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου ή δεν προωθεί σχετική καταγγελία, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δεκαπέντε (15) έτη ή σε χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κατά την επιμέτρηση της ποινής το δικαστήριο λαμβάνει ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι το πρόσωπο που παραλείπει να καταγγείλει ή δεν προωθεί καταγγελία, είναι εκπαιδευτικός, λειτουργός των κοινωνικών υπηρεσιών ή δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα ή μέλος του αστυνομικού σώματος ή επαγγελματίας υγείας, όπως ψυχίατρος, ιατρός οποιασδήποτε άλλης ειδικότητας, νοσηλευτής, ψυχολόγος ή άλλος επαγγελματίας με συναφείς προς το αντικείμενο δραστηριότητες.

(3) Κατά την επιμέτρηση της ποινής για την διάπραξη του αδικήματος που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι τα άτομα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) παρέλειψαν να προβούν σε καταγγελία λόγω του επαγγελματικού τους απόρρητου.