ΜΕΡΟΣ IV ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΩΦΕΛΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΛΟΓΩ ΟΡΙΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ
Σύνταξη σε περίπτωση κατάργησης θέσης ή αναδιοργάνωσης

19. Σε υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση ο οποίος αφυπηρετεί αναγκαστικά με την κατάργηση της θέσης του ή για να διευκολυνθεί η βελτίωση της οργάνωσης του τμήματος της κρατικής υπηρεσίας στην οποία ανήκει, με την οποία δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη λειτουργία ή οικονομία, μπορεί να χορηγηθεί-

(α) Σύνταξη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών~

(β) πρόσθετη σύνταξη ίση με το ένα εξηκοστό των συντάξιμων απολαβών του για κάθε περίοδο τριών ετών συντάξιμης υπηρεσίας:

Νοείται ότι-

(i) η πρόσθετη σύνταξη δε θα υπερβαίνει τα δέκα εξηκοστά~ και

(ii) το σύνολο της πρόσθετης σύνταξης και της σύνταξης δε θα υπερβαίνει τη σύνταξη που θα εδικαιούτο, αν είχε συνεχίσει να υπηρετεί στη θέση την οποία κατείχε κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του, και είχε αφυπηρετήσει με τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, λαμβάνοντας όλες τις προσαυξήσεις τις οποίες θα εδικαιούτο μέχρι την ημερομηνία αυτή.

Αύξηση σύνταξης σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας

20.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2), σε περίπτωση που υπάλληλος ο οποίος αφυπηρετεί δυνάμει του άρθρου 9(ε) (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας έχει κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία-

(α) Πέντε ή περισσότερα έτη αλλά κάτω από δέκα έτη λογίζεται ότι συμπλήρωσε διπλάσια συντάξιμη υπηρεσία~

(β) δέκα ή περισσότερα έτη αλλά κάτω από δεκαπέντε έτη λογίζεται ότι συμπλήρωσε είκοσι έτη συντάξιμη υπηρεσία~

(γ) δεκαπέντε ή περισσότερα έτη αλλά κάτω από είκοσι τρία έτη, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά πέντε έτη, με ανώτατο όριο συντάξιμης υπηρεσίας τα είκοσι πέντε έτη~

(δ) είκοσι τρία ή περισσότερα έτη αλλά κάτω από τριάντα έτη, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά δύο έτη, με ανώτατο όριο συντάξιμης υπηρεσίας τα τριάντα έτη.

Η πιο πάνω προστιθέμενη υπηρεσία λογίζεται υπηρεσία με εισφορές:

Νοείται ότι σε καμιά περίπτωση η σύνταξη θα υπολογίζεται με βάση υπηρεσία μεγαλύτερη από εκείνη την οποία θα είχε ο υπάλληλος αν παρέμενε στην υπηρεσία μέχρι την ηλικία αναγκαστικής αφυπηρέτησης του.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται σε πρόσθετη σύνταξη λόγω αναπηρίας που οφείλεται σε τραυματισμό κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του δυνάμει του άρθρου 28 (Σύνταξη σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω αναπηρίας), εάν η πρόσθετη αυτή σύνταξη είναι μεγαλύτερη από το ωφέλημα που παρέχεται δυνάμει του εδαφίου (1).

Τερματισμός υπηρεσίας για λόγους δημόσιου συμφέροντος

21. Σε περίπτωση τερματισμού από το Υπουργικό Συμβούλιο της υπηρεσίας υπαλλήλου για εξειδικευμένους λόγους δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, οποιαδήποτε νέα υπηρεσία του υπαλλήλου αυτού μετά από επαναδιορισμό σε οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία μετά την αφυπηρέτηση του δυνάμει της παραγράφου (στ) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) δε θα θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης υπηρεσίας του, εκτός αν ο Υπουργός Οικονομικών ήθελε αποφασίσει διαφορετικά με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης, οπότε ο υπάλληλος επιστρέφει τα εις αυτόν παραχωρηθέντα ωφελήματα ώστε να αναγνωριστεί η προηγούμενη υπηρεσία του.

Συνταξιοδοτικά ωφελήματα σε περίπτωση πειθαρχικής ποινής αναγκαστικής αφυπηρέτησης

22. Σε περίπτωση αναγκαστικής αφυπηρέτησης από συντάξιμη θέση, το θέμα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων υποβάλλεται από τον Υπουργό Οικονομικών στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο και αποφασίζει για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που θα παραχωρηθούν καθώς και το χρόνο έναρξης της καταβολής τούτων, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης:

Νοείται ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που θα παραχωρηθούν δε θα είναι λιγότερα από εκείνα που θα παραχωρούνταν στον υπάλληλο, αν επιβαλλόταν σ’ αυτόν η ποινή της απόλυσης.

Αφυπηρέτηση λόγω αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας

23. Σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου για λόγους αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, καταβάλλονται σ’ αυτόν τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα με βάση την πραγματική του υπηρεσία.

Αφυπηρέτηση για ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος

24.-(1) Όταν υπάλληλος αφυπηρετεί για ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος που είναι ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση την οποία κατέχει στην κρατική υπηρεσία, αυτός σε κάθε περίπτωση λαμβάνει για την υπηρεσία του-

(α) Σύνταξη δυνάμει του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας~ και

(β) τόση πρόσθετη σύνταξη όση το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει δίκαιο και πρέπον.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου υπάλληλος περιλαμβάνει και πρόσωπο που υπηρετεί σε έκτακτη ή άλλη προσωρινή βάση στη δημόσια υπηρεσία.

(2) Η πρόσθετη σύνταξη που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1)-

(α) Μαζί με τη σύνταξη που χορηγείται σ’ αυτόν δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως του Μέρους αυτού δε θα υπερβαίνει-

(i) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, η σύνταξη την οποία αυτός θα εδικαιούτο να πάρει, αν υπηρετούσε στην κρατική υπηρεσία για τόση επιπλέον περίοδο όση υπηρέτησε πριν από την ανάληψη του δημόσιου λειτουργήματος, ή αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη~

(ii) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, η σύνταξη που αυτός θα εδικαιούτο να πάρει, αν υπηρετούσε στην κρατική υπηρεσία για περίοδο δέκα επιπλέον ετών ή αν αφυπηρετούσε από αυτή λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη~

(β) αυξάνεται κατά οποιοδήποτε ποσοστό κατά το οποίο θα αυξηθούν οι συντάξεις μεταξύ της ημερομηνίας της αφυπηρέτησης του και της ημερομηνίας καταβολής της πρόσθετης σύνταξης.

(3) Οποιαδήποτε νέα υπηρεσία αναληφθεί, από οποιοδήποτε πρόσωπο στην κρατική υπηρεσία ή στη δικαστική υπηρεσία, μετά την αφυπηρέτηση του, δε θα θεωρείται ως συνέχεια της προηγούμενης υπηρεσίας του.

(4) Στην περίπτωση κρατικού υπαλλήλου ο οποίος αφυπηρέτησε δυνάμει του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) του παρόντος Νόμου λόγω διορισμού σε οργανισμό δημόσιου δικαίου στον οποίο δε λειτουργεί Σχέδιο Συντάξεων και ο οποίος ακολούθως αφυπηρέτησε από τον οργανισμό για ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος που είναι ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση την οποία κατείχε στην κρατική υπηρεσία και στον οργανισμό, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει τη χορήγηση από την Κυβέρνηση τόσης επιπρόσθετης σύνταξης για όσα έτη υπηρέτησε στον οργανισμό. Η επιπρόσθετη αυτή σύνταξη σε καμιά περίπτωση δε θα υπερβαίνει τη σύνταξη για υπηρεσία δέκα ετών και, μαζί με τη σύνταξη που κερδήθηκε από την υπηρεσία του στην κρατική υπηρεσία, δε θα υπερβαίνει τη σύνταξη την οποία θα εδικαιούτο να λάβει αν αφυπηρετούσε από την κρατική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας.

Αφυπηρέτηση λόγω επικείμενου διορισμού σε οργανισμό

25.-(1) Εάν σε υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση επιτραπεί να αφυπηρετήσει λόγω επικείμενου διορισμού σε οργανισμό, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας καταβάλλει στον οργανισμό κατά την αποχώρηση του από την κρατική υπηρεσία εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας και ποσό ίσο με το διπλάσιο του ποσού των εισφορών που κατέβαλε ο υπάλληλος για τη μεταβίβαση της σύνταξης στη χήρα και τα τέκνα του, μαζί με τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο καθορίζει εκάστοτε ο Υπουργός Οικονομικών. Σε τέτοια περίπτωση η υπηρεσία του στην κρατική υπηρεσία λαμβάνεται υπόψη από τον οργανισμό για τον καθορισμό του μήκους υπηρεσίας που του δίδει δικαίωμα σε ωφελήματα και για τον υπολογισμό των ωφελημάτων αφυπηρέτησης που θα δικαιούται να λάβει από τον οργανισμό με βάση το σχέδιο ωφελημάτων αφυπηρέτησης που λειτουργεί στον οργανισμό και είναι όμοιο με το κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων.

(2) Αν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται το εδάφιο (1) δικαιούται κατά την αφυπηρέτηση του από τον οργανισμό σε ετήσια σύνταξη, αυτή δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δεύτερο των ετήσιων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του από τον οργανισμό.

Ωφελήματα υπαλλήλων με υπηρεσία σε οργανισμό

26.-(1) Εάν υπάλληλος, ο οποίος διορίστηκε ή ήθελε διοριστεί στην υπηρεσία, είχε ή έχει προϋπηρεσία σε οργανισμό, η προϋπηρεσία αυτή λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία για τον καθορισμό του μήκους υπηρεσίας που του δίδει δικαίωμα σε ωφελήματα και για τον υπολογισμό των ωφελημάτων αφυπηρέτησης που θα δικαιούται να λάβει από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είτε ο διορισμός του στην κρατική υπηρεσία έγινε ή ήθελε γίνει αμέσως είτε μετά από διακοπή.

(2) Ο οργανισμός καταβάλλει στην Κυβέρνηση της Δημοκρατίας κατά την αποχώρηση του υπαλλήλου από τον οργανισμό εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του υπαλλήλου για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας στον οργανισμό, καθώς και το διπλάσιο τυχόν εισφορών που κατέβαλε ο υπάλληλος για τη μεταβίβαση της σύνταξης στη χήρα και τα τέκνα του, με τόκο πάνω σε όλα τα ποσά από την ημέρα της αποχώρησης μέχρι την ημέρα της καταβολής προς τόσο επιτόκιο όσο καθορίζει εκάστοτε ο Υπουργός Οικονομικών.

(3) Αν στον υπάλληλο καταβλήθηκε από τον οργανισμό οποιοδήποτε ωφέλημα υπό μορφή φιλοδωρήματος ή εισφορών εργοδότη σε Ταμείο Προνοίας, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο αν ο υπάλληλος εκλέξει να καταβάλει στην Κυβέρνηση το ωφέλημα αυτό με τόκο όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2) παραπάνω, οπότε ο οργανισμός δεν υποχρεούται στην καταβολή του εφάπαξ ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.

Δικαίωμα μεταφοράς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από το συνταξιοδοτικό καθεστώς των κρατικών υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης

26Α – (1) Υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία και αφυπηρετεί για ανάληψη καθηκόντων σε μόνιμη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δικαιούται από της μονιμοποίησής του και μέχρι της ημερομηνίας που θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του Κανονισμού 77 του Κανονισμού (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσό που αντικατοπτρίζει την κεφαλαιακή αξία των ωφελημάτων που έχει διασφαλίσει με βάση το σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων με αναγωγή του ποσού αυτού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του:

Νοείται ότι, η μεταφορά των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων δύναται να πραγματοποιηθεί νοουμένου ότι ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών κατά την ημερομηνία μεταφοράς.

(2) Το ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο (1)  υπολογίζεται ως το 1/12 των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του υπαλλήλου κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας.  Στο ποσό αυτό προστίθεται και ποσό ίσο με το διπλάσιο των εισφορών που κατέβαλε ο υπάλληλος για τη μεταβίβαση της σύνταξης στη χήρα και τα τέκνα, μαζί με τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο καθορίζει εκάστοτε ο Υπουργός Οικονομικών:

Νοείται ότι, οι μήνες υπηρεσίας δε δύνανται να υπερβαίνουν τους τετρακόσιους (400).

(3) Με τη λήψη επιστολής από την Ευρωπαϊκή Ένωση για μεταφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από το σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων στο σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Γενικό Λογιστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πιο πάνω επιστολής, κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ενδιαφερόμενο, τις απαραίτητες πληροφορίες σε σχέση με την εν λόγω μεταφορά καθώς επίσης και το σχετικό έντυπο αιτήσεως για διεκπεραίωση της μεταφοράς, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2.

(4) Ο ενδιαφερόμενος, εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας που φέρει το εν λόγω έγγραφο κοινοποίησης, οφείλει να δηλώσει εγγράφως προς το Γενικό Λογιστήριο, μέσω της Ευρωπαϊκής  Ένωσης, εάν αποδέχεται τη μεταφορά του σχετικού ποσού από το σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων στο σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δήλωση αυτή είναι οριστική και αμετάκλητη. Η πραγματική μεταφορά του κεφαλαίου από το Γενικό Λογιστήριο γίνεται εντός έξι μηνών από της ημερομηνίας αποδοχής της μεταφοράς, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν η πραγματική μεταφορά διενεργηθεί μετά το πέρας της περιόδου των  έξι μηνών, το Γενικό Λογιστήριο οφείλει να καταβάλει σχετικό τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο εκάστοτε ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών.

Δικαίωμα μεταφοράς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από το συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των κρατικών υπαλλήλων

26Β – (1) Εφόσον υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962, θεμελίωσε δικαίωμα σε σύνταξη, διοριστεί σε συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία, δικαιούται από της ημερομηνίας επικύρωσης του διορισμού του, να μεταφέρει, στο σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων, το αναλογιστικό ισοδύναμο ποσό των δικαιωμάτων σε σύνταξη αρχαιότητας που έχει αποκτήσει για την υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτό υπολογίζεται με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962 και σε τέτοια περίπτωση η υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία δυνάμει του συστήματος σύνταξης των κρατικών υπαλλήλων.

(2) Με τη λήψη επιστολής για μεταφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από το σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύστημα σύνταξης των κρατικών υπαλλήλων, αποστέλλεται στον ενδιαφερόμενο έντυπο αιτήσεως για μεταφορά των εν λόγω ωφελημάτων, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2.

(3) Με τη λήψη του συμπληρωμένου και υπογεγραμμένου εντύπου αιτήσεως, για μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας αποστέλλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ενδιαφερόμενο όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την διεκπεραίωση της μεταφοράς.

Οικειοθελής πρόωρη αφυπηρέτηση

27.-(1)(α) Όταν κρατικός υπάλληλος, που κατέχει συντάξιμη θέση και συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσία και ηλικία όχι μικρότερη των σαράντα πέντε ετών ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, υποβάλει αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση από την υπηρεσία, η οποία εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο, καταβάλλεται αμέσως σ’ αυτόν το εφάπαξ ποσό που δικαιούται για την υπηρεσία του, ενώ η σύνταξη παγοποιείται και καταβάλλεται αμέσως μόλις αυτός συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010. Η σύνταξη και το εφάπαξ ποσό υπολογίζονται δυνάμει του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) με βάση τις συντάξιμες απολαβές του κατά την ημέρα της πρόωρης αφυπηρέτησης του. Η σύνταξη, που θα αρχίσει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005, θα είναι αυξημένη κατά οποιοδήποτε ποσοστό κατά το οποίο τυχόν ήθελαν αυξηθεί οι συντάξεις μεταξύ της ημερομηνίας αφυπηρέτησης του και της ημερομηνίας καταβολής της σύνταξης:

Νοείται ότι το αρμόδιο όργανο εγκρίνει υποχρεωτικά την αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση η οποία υποβάλλεται από μέλος της Αστυνομίας που υπηρετεί κατά την 10η Μαρτίου 2010 και το οποίο υποβάλλει την αίτηση με την συμπλήρωση του εξηκοστού έτους της ηλικίας του, προκειμένου για μέλος της Αστυνομίας που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού, ή, προκειμένου για μέλος της Αστυνομίας που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία, με τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο.

(β) Όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση και δεν ικανοποιεί τους άλλους όρους της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού, αλλά έχει συντάξιμη υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών ετών, παραιτείται από τη θέση του με άδεια του αρμόδιου οργάνου, αυτός παίρνει αμέσως μετά την παραίτηση του εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία της παραίτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας.

(2) Εάν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) ασθενήσει κατά οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, ο Υπουργός Οικονομικών, αν ικανοποιηθεί από ιατρική έκθεση Κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου ότι αυτός υποφέρει από σωματική ή πνευματική αναπηρία η οποία είναι κατά πάσαν πιθανότητα μόνιμη και τέτοιας φύσης, ώστε αυτός να μην μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα, μπορεί να επιτρέψει την καταβολή της σύνταξης αμέσως. Στην περίπτωση αυτή οι πρόνοιες του άρθρου 20 (Αύξηση σύνταξης σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας) για αύξηση σύνταξης σε περιπτώσεις αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας δεν εφαρμόζονται. Η σύνταξη υπολογίζεται και αυξάνεται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1)(α) ανωτέρω.

(3) Αν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) πεθάνει σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε χρόνων ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, καταβάλλεται στη χήρα και τα τέκνα του που δικαιούνται σύνταξη, αν υπάρχουν, σύνταξη χήρας και τέκνων σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους V του Νόμου αυτού, χωρίς να εφαρμόζεται η πρώτη επιφύλαξη της παραγράφου (1) του άρθρου 38 (Υπολογισμός σύνταξης χήρας) αναφορικά με πρόσθετη υπηρεσία στον υπολογισμό του ποσοστού της σύνταξης χήρας. Η σύνταξη υπολογίζεται και αυξάνεται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1)(α) ανωτέρω.

(4)(α) Εάν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται το εδάφιο (1) επαναδιοριστεί στην κρατική υπηρεσία πριν από την καταβολή οποιασδήποτε σύνταξης και τελικά αφυπηρετήσει σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων), η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης του κατά την τελική αφυπηρέτηση του, νοουμένου ότι η περίοδος υπηρεσίας του αμέσως πριν την τελική αφυπηρέτηση του δεν είναι μικρότερη των πέντε ετών και αυτός αμέσως μετά τον επαναδιορισμό του επιλέξει να επιστρέψει οποιοδήποτε εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα χορηγήθηκε σ’ αυτόν δυνάμει της παραγράφου (α) ή (β) του εδαφίου (1):

Νοείται ότι, αν ο υπάλληλος, ο οποίος επέλεξε να επιστρέψει το εφάπαξ ποσό ή το φιλοδώρημα αποθάνει σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τον επαναδιορισμό του, η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης χήρας και τέκνων και του εφάπαξ φιλοδωρήματος που χορηγείται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος του εδαφίου αυτού για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών.

(β) Η επιστροφή του εφάπαξ ποσού ή φιλοδωρήματος δυνάμει του εδαφίου αυτού γίνεται με απλό τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο ο Υπουργός Οικονομικών εκάστοτε καθορίζει. Ο τόκος υπολογίζεται από την ημερομηνία καταβολής του εφάπαξ ποσού ή φιλοδωρήματος στον υπάλληλο μέχρι την ημερομηνία επιστροφής ολόκληρου του ποσού. Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής καθορίζονται από το Γενικό Λογιστή.

(5) Αν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) επαναδιοριστεί ή επαναπροσληφθεί σε οποιαδήποτε υπηρεσία της Δημοκρατίας μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται κατά τη διάρκεια του επαναδιορισμού του. Η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά την τελική αφυπηρέτηση του στο ύψος στο οποίο αυτή θα βρισκόταν αν δεν είχε διακοπεί.

Σύνταξη σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω αναπηρίας

28.-(1) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε υπάλληλος καταστεί μόνιμα ανάπηρος συνεπεία τραύματος που υπέστη-

(α) Κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του~

(β) χωρίς δική του αμέλεια~ και

(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του,

το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί-

(i) αν η αφυπηρέτηση του καταστεί αναγκαία ή επιταχυνθεί ουσιαστικά και αν η συνολική του υπηρεσία είναι μικρότερη των πέντε ετών, να χορηγήσει σ’ αυτόν αντί φιλοδώρημα δυνάμει του άρθρου 10 (Αφυπηρέτηση πριν από τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας) σύνταξη και εφάπαξ ποσό δυνάμει του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό), με βάση το μήκος της υπηρεσίας του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών~

(ii) να χορηγήσει σ’ αυτόν με την αφυπηρέτηση του πρόσθετη σύνταξη, που υπολογίζεται ως ακολούθως με βάση τις συντάξιμες απολαβές του κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του:

Όταν η αναπηρία είναι-

ελαφρά - πέντε εξηκοστά (5/60) των συντάξιμων απολαβών~

σοβαρή - δέκα εξηκοστά (10/60)~

πολύ σοβαρή - δεκαπέντε εξηκοστά (15/60)~

πλήρης - είκοσι εξηκοστά (20/60).

Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής:

“ελαφρά αναπηρία” σημαίνει βαθμό αναπηρίας μεταξύ 10% και 30% και των δύο ποσοστών συμπεριλαμβανομένων~

“σοβαρή αναπηρία” σημαίνει βαθμό αναπηρίας πάνω από 30% μέχρι και 50% συμπεριλαμβανομένου~

“πολύ σοβαρή αναπηρία” σημαίνει βαθμό αναπηρίας πανω από 50% μέχρι και 70% συμπεριλαμβανομένου~

“πλήρης αναπηρία” σημαίνει βαθμό αναπηρίας πάνω από 70%,

όπως η αναπηρία και οι βαθμοί της καθορίζονται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους ή σε οποιοδήποτε τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά:

Νοείται ότι η πρόσθετη σύνταξη μπορεί να μειωθεί κατά τόσο ποσό όσο το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε θεωρήσει εύλογο, αν η αναπηρία δεν είναι ο λόγος ή ο μόνος λόγος της αφυπηρέτησης.

(2) Εάν ο υπάλλλος που κατέστη ανάπηρος όπως παραπάνω αναφέρεται κατά την ημερομηνία του τραύματος δεν κατείχε συντάξιμη θέση ή κατείχε συντάξιμη θέση επί δοκιμασία, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί κατά την αφυπηρέτηση του να χορηγήσει σ’ αυτόν σύνταξη ποσού ίσου με την πρόσθετη σύνταξη που μπορούσε να χορηγηθεί σ’ αυτόν με βάση το εδάφιο (1) εάν η θέση που κατείχε ήταν συντάξιμη και ο διορισμός του είχε επικυρωθεί.

(3) Οποιαδήποτε πρόσθετη σύνταξη πληρωτέα δυνάμει της υποπαραγράφου (ii) του εδαφίου (1), μαζί με οποιαδήποτε σύνταξη πληρωτέα δυνάμει του Νόμου αυτού και μαζί με το ετήσιο ποσό του ωφελήματος που καταβάλλεται λόγω αναπηρίας ως σύνταξη δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του.

Αύξηση της σύνταξης σε περιπτώσεις αφυπηρέτησης λόγω πλήρους αναπηρίας

29.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 20 (Αύξηση σύνταξης σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω ασθενείας) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου, ο οποίος συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) επειδή ο υπάλληλος δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντα του λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας και η ανικανότητα αυτή πιθανόν να είναι μόνιμη και κατέστη πλήρως ανάπηρος, η σύνταξη που χορηγείται σ’ αυτόν είναι εκείνη που θα καταβαλλόταν σ’ αυτόν, αν ο αφυπηρετών εξακολουθούσε να βρίσκεται στην υπηρεσία και αφυπηρετούσε την ημερομηνία που θα συμπλήρωνε το όριο ηλικίας αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Η σύνταξη αυτή υπολογίζεται με βάση την ανώτατη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης που είναι αμέσως ανώτερη από τη θέση την οποία κατέχει κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του. Η περίοδος συντάξιμης υπηρεσίας που προστίθεται λογίζεται ως υπηρεσία με εισφορές:

Νοείται ότι, αν η συνολική σύνταξη που προκύπτει δυνάμει του άρθρου 28 (Σύνταξη σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω αναπηρίας) είναι μεγαλύτερη της σύνταξης με βάση το άρθρο αυτό, καταβάλλεται η μεγαλύτερη σύνταξη.

(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-

“πλήρως ανάπηρος” σημαίνει υπάλληλο ο οποίος κατέστη μόνιμα ανίκανος σε βαθμό εκατό τοις εκατό και η ανικανότητα αυτή καθιστά αδύνατη την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του, εφόσον η εν λόγω ανικανότητα και ο βαθμός της οφείλονται αποκλειστικά σε τραύματα που προκλήθηκαν κάτω από περιστάσεις που κρίνεται από τον Υπουργό Οικονομικών ότι απορρέουν από τη συμμετοχή του στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-1959 ή από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την 21η Δεκεμβρίου 1963, ή από την παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β ή κατά ή μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, ή από την 20ή Ιουλίου 1974, λόγω της τουρκικής εισβολής.

Φιλοδώρημα όταν ο υπάλληλος πεθάνει στην υπηρεσία ή μετά την αφυπηρέτηση του

30.-(1) Όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση ή υπάλληλος που υπηρετεί σε μη συντάξιμη θέση στην οποία αποσπάσθηκε από συντάξιμη θέση πεθάνει στην υπηρεσία, χορηγείται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του εφάπαξ ποσό που δεν υπερβαίνει τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές του κατά την ημερομηνία του θανάτου του ή της λήξης της άδειας την οποία τυχόν είχε σε πίστη του κατά την ημερομηνία αυτή ή το εφάπαξ ποσό στο οποίο θα εδικαιούτο αν είχε αφυπηρετήσει λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) κατά την ημερομηνία του θανάτου του ή της λήξης της άδειας την οποία τυχόν είχε σε πίστη του κατά την ημερομηνία αυτή, οποιοδήποτε από τα ποσά αυτά είναι το μεγαλύτερο:

Νοείται ότι, στην περίπτωση καθηγητή ή δασκάλου, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου αν ο θάνατος επισυμβεί μεταξύ της 31ης Ιανουαρίου και της 31ης Αυγούστου, η συντάξιμη υπηρεσία του λογίζεται ότι αυξάνεται κατά δύο μήνες ή κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας του θανάτου του και της 31ης Αυγούστου, εάν τούτο είναι βραχύτερο των δύο μηνών.

(2) Όταν ο υπάλληλος στον οποίο χορηγήθηκε σύνταξη ή φιλοδώρημα δυνάμει του παρόντος Μέρους του Νόμου πεθάνει μετά την αφυπηρέτηση του και το συνολικό ποσό που πληρώθηκε ή είναι πληρωτέο σ’ αυτόν μέχρι του θανάτου του υπό μορφή σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλου ωφελήματος αφυπηρέτησης για οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία είναι μικρότερο από τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές που έπαιρνε κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης του, χορηγείται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του φιλοδώρημα ίσο με τη διαφορά.

Συντάξεις σε εξαρτωμένους υπαλλήλου που πέθανε κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του

31.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του επόμενου άρθρου, όταν υπάλληλος πεθάνει, ενώ διατελούσε στην υπηρεσία, συνεπεία τραύματος το οποίο υπέστη-

(α) Κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του~

(β) χωρίς δική του αμέλεια~ και

(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του,

το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να χορηγήσει, επιπρόσθετα από το φιλοδώρημα που τυχόν χορηγήθηκε στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του δυνάμει του άρθρου 30 (Φιλοδώρημα όταν ο υπάλληλος πεθάνει στην υπηρεσία ή μετά την αφυπηρέτηση του) -

(i) αν ο αποθανών υπάλληλος καταλείπει χήρα, σύνταξη σ’ αυτή, εφόσον παραμένει ανύπανδρη το ποσό της οποίας να μην υπερβαίνει τα είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των ετήσιων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία του θανάτου του~

(ii) αν ο αποθανών υπάλληλος καταλείπει χήρα στην οποία χορηγείται σύνταξη δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου και τέκνο ή τέκνα, σύνταξη για κάθε τέκνο, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έκτο του ποσού της σύνταξης που καθορίζεται από την προηγούμενη παράγραφο~

(iii) αν ο αποθανών υπάλληλος καταλείπει τέκνο ή τέκνα, αλλά δεν καταλείπει χήρα, ή αν δε χορηγείται σύνταξη στη χήρα, σύνταξη για κάθε τέκνο, το ποσό της οποίας είναι διπλάσιο του ποσού που καθορίζεται από την προηγούμενη παράγραφο~

(iv) αν ο αποθανών υπάλληλος καταλείπει τέκνο ή τέκνα και χήρα στην οποία χορηγείται σύνταξη δυνάμει της παραγράφου (1) και η χήρα μετά αποθάνει, σύνταξη για κάθε τέκνο από την ημερομηνία του θανάτου της χήρας διπλάσια από το ποσό που καθορίζεται στην παράγραφο (ii)~

(v) αν ο αποθανών υπάλληλος δεν καταλείπει χήρα ή αν δε χορηγείται σύνταξη στη χήρα και αν οι γονείς του ή οποιοσδήποτε αυτών εξαρτάτο πλήρως ή κυρίως από αυτόν για τη συντήρηση του, σύνταξη στον πατέρα ή τη μητέρα ή και στους δυο, εφόσον αυτοί ή οποιοσδήποτε από αυτούς στερούνται επαρκών μέσων συντήρησης. Το ποσό της σύνταξης γονέων δεν υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που θα μπορούσε να χορηγηθεί στη χήρα του:

Νοείται ότι:-

(α) Σύνταξη δεν καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου σε οποιοδήποτε χρόνο για περισσότερα από τρία τέκνα~

(β) σε περίπτωση σύνταξης που χορηγήθηκε δυνάμει της παραγράφου (v) του παρόντος εδαφίου, αν οποιοσδήποτε από τους δύο γονείς ήταν χήρος κατά το χρόνο της χορήγησης της σύνταξης και μετά παντρευτεί εκ νέου, η σύνταξη αυτή τερματίζεται από την ημερομηνία του νέου γάμου. Αν, κατά την κρίση του Υπουργού Οικονομικών, σε οποιοδήποτε χρόνο οποιοσδήποτε από τους γονείς στον οποίο χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει της παραγράφου (v) έχει άλλους επαρκείς πόρους συντήρησης, η σύνταξη αυτή τερματίζεται από την ημερομηνία που θα ορίσει ο Υπουργός Οικονομικών~

(γ) ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να διατάξει τον τερματισμό καταβολής σύνταξης που χορηγήθηκε δυνάμει του εδαφίου αυτού σε θήλυ τέκνο, όταν το τέκνο νυμφευθεί~

(δ) ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να διατάξει-

(i) τη συνέχιση καταβολής σύνταξης για τέκνο το οποίο, αν και έπαυσε να τη δικαιούται δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπέστη, κατά το χρόνο κατά τον οποίο εδικαιούτο σύνταξη, πνευματική ή σωματική αναπηρία που πιστοποιείται από Κυβενητικό Ιατρικό Συμβούλιο και το καθιστά ανίκανο να κερδίζει τα αναγκαία προς το ζην~

(ii) τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (α) και (γ) της παρούσας επιφύλαξης, την καταβολή σύνταξης για τέκνο το οποίο ανεξάρτητα από ηλικία κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρα του υποφέρει από πνευματική ή σωματική αναπηρία, που πιστοποιείται από Κυβερνητικό Ιατρικό Συμβούλιο και το καθιστά ανίκανο να κερδίζει τα προς το ζην:

Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να διατάξει τον τερματισμό της σύνταξης σε οποιοδήποτε χρόνο, αν ικανοποιηθεί από γνωμάτευση του Κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου ότι η αναπηρία έπαυσε να υφίσταται ή δεν εμποδίζει το τέκνο να κερδίζει τα προς το ζην.

(2) Ο Υπουργός Οικονομικών καθορίζει την ελάχιστη σύνταξη που χορηγείται δυνάμει του παρόντος άρθρου. Στο ποσό αυτό υπολογίζονται και οι συντάξεις που χορηγούνται στα τέκνα δυνάμει του παρόντος άρθρου. Η ελάχιστη αυτή σύνταξη δεν υπόκειται στην τιμαριθμική αύξηση που προβλέπεται στο άρθρο 44 (Τιμαριθμική αύξηση των συντάξεων) του Νόμου.

(3) Οποιεσδήποτε συντάξεις πληρωτέες δυνάμει του παρόντος άρθρου μειώνονται κατά ποσό ίσο με το ένα τρίτο του ετήσιου ποσού ωφελήματος που καταβάλλεται ως σύνταξη λόγω θανάτου δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων.

(4) Οποιεσδήποτε συντάξεις πληρωτέες δυνάμει του παρόντος άρθρου μαζί με το ετήσιο ποσό κάθε ωφελήματος που καταβάλλεται ως σύνταξη δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνουν τις συντάξιμες απολαβές του αποθανόντος υπαλλήλου κατά την ημέρα του θανάτου του.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου “τέκνα” είναι τα νόμιμα ή νομιμοποιηθέντα ή εξώγαμα ή αναγνωρισθέντα ή υιοθετηθέντα ή είναι φυσικά τέκνα της συζύγου εφόσον δεν υπερβαίνουν το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας τους ή το εικοστό πέμπτο (25ο) εάν φοιτούν σε σχολή, κολλέγιο, πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή εξασκούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο σε οποιοδήποτε επιτήδευμα, επάγγελμα ή τέχνη κάτω από συνθήκες που απαιτούν απ’ αυτά ν’ αφιερώνουν στη φοίτηση ή εξάσκηση τους το σύνολο του χρόνου τους ή βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων. Ο όρος “τέκνα” περιλαμβάνει και επιγενόμενα τέκνα.

(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, αν η χήρα ή τα τέκνα του ή οι εξαρτώμενοι γονείς του δικαιούνται σε συντάξεις δυνάμει του Μέρους V:

Νοείται ότι, αν οι συντάξεις που χορηγούνται δυνάμει του Μέρους V είναι συνολικά μικρότερες από τις συντάξεις που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου, καταβάλλονται οι συνολικά μεγαλύτερες συντάξεις.

Συντάξεις σε εξαρτωμένους αστυνομικού που πέθανε κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του

32.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 31 για συντάξεις σε εξαρτωμένους όταν αστυνομικός ο οποίος συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας πεθάνει ενώ διατελούσε σε υπηρεσία-

(α) Κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του~

(β) χωρίς δική του αμέλεια~ και

(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του,

η σύνταξη που χορηγείται στη χήρα και το τέκνο του είναι εκείνη που θα καταβαλλόταν σ’ αυτούς αν ο αποθανών εξακολουθούσε να βρίσκεται στην υπηρεσία και πέθαινε κατά την ημερομηνία που θα συμπλήρωνε την ηλικία της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Η σύνταξη αυτή υπολογίζεται με βάση την ανώτατη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας του βαθμού του αμέσως ανώτερου από το βαθμό που ο αποθανών κατείχε κατά την ημέρα του θανάτου του. Η περίοδος υπηρεσίας που προστίθεται θεωρείται υπηρεσία με εισφορές:

Νοείται ότι αν οι δυνάμει του άρθρου 31 χορηγητέες συντάξεις είναι συνολικά μεγαλύτερες από τις συντάξεις που θα χορηγούνταν δυνάμει του παρόντος άρθρου, καταβάλλονται οι μεγαλύτερες συντάξεις.

(2) Οι πρόνοιες του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αστυνομικού ο οποίος ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας του, πέθανε υπό περιστάσεις οι οποίες απορρέουν από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την 21η Δεκεμβρίου 1963, ή από την παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β ή από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, ή την τουρκική εισβολή, εφόσον στην περίπτωση του ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

(3) Ο όρος “αστυνομικός” στο άρθρο αυτό έχει την έννοια που αποδίδει σ’ αυτό ο περί Αστυνομίας Νόμος.

Επαναπρόσληψη. Αναστολή καταβολής σύνταξης

33. Εάν συνταξιούχος υπάλληλος επαναδιοριστεί σε συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία, η καταβολή της σύνταξης του αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της νέας υπηρεσίας του. Η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό του νέου επαναδιορισμού του, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο εάν δεν είχε ανασταλεί:

Νοείται ότι αν ο μηνιαίος μισθός, είναι χαμηλότερος των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του, καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό των εν λόγω συντάξιμων απολαβών του.