Οικειοθελής πρόωρη αφυπηρέτηση

27.-(1)(α) Όταν κρατικός υπάλληλος, που κατέχει συντάξιμη θέση και συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσία και ηλικία όχι μικρότερη των σαράντα πέντε ετών ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001, υποβάλει αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση από την υπηρεσία, η οποία εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο, καταβάλλεται αμέσως σ’ αυτόν το εφάπαξ ποσό που δικαιούται για την υπηρεσία του, ενώ η σύνταξη παγοποιείται και καταβάλλεται αμέσως μόλις αυτός συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001. Η σύνταξη και το εφάπαξ ποσό υπολογίζονται δυνάμει του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) με βάση τις συντάξιμες απολαβές του κατά την ημέρα της πρόωρης αφυπηρέτησης του. Η σύνταξη, που θα αρχίσει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001, θα είναι αυξημένη κατά οποιοδήποτε ποσοστό κατά το οποίο τυχόν ήθελαν αυξηθεί οι συντάξεις μεταξύ της ημερομηνίας αφυπηρέτησης του και της ημερομηνίας καταβολής της σύνταξης.

(β) Όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση και δεν ικανοποιεί τους άλλους όρους της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού, αλλά έχει συντάξιμη υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών ετών, παραιτείται από τη θέση του με άδεια του αρμόδιου οργάνου, αυτός παίρνει αμέσως μετά την παραίτηση του εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία της παραίτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας.

(2) Εάν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) ασθενήσει κατά οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001, ο Υπουργός Οικονομικών, αν ικανοποιηθεί από ιατρική έκθεση Κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου ότι αυτός υποφέρει από σωματική ή πνευματική αναπηρία η οποία είναι κατά πάσαν πιθανότητα μόνιμη και τέτοιας φύσης, ώστε αυτός να μην μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα, μπορεί να επιτρέψει την καταβολή της σύνταξης αμέσως. Στην περίπτωση αυτή οι πρόνοιες του άρθρου 20 (Αύξηση σύνταξης σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας) για αύξηση σύνταξης σε περιπτώσεις αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας δεν εφαρμόζονται. Η σύνταξη υπολογίζεται και αυξάνεται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1)(α) ανωτέρω.

(3) Αν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) πεθάνει σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε χρόνων ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 καταβάλλεται στη χήρα και τα τέκνα του που δικαιούνται σύνταξη, αν υπάρχουν, σύνταξη χήρας και τέκνων σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους V του Νόμου αυτού, χωρίς να εφαρμόζεται η πρώτη επιφύλαξη της παραγράφου (1) του άρθρου 38 (Υπολογισμός σύνταξης χήρας) αναφορικά με πρόσθετη υπηρεσία στον υπολογισμό του ποσοστού της σύνταξης χήρας. Η σύνταξη υπολογίζεται και αυξάνεται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1)(α) ανωτέρω.

(4)(α) Εάν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται το εδάφιο (1) επαναδιοριστεί στην κρατική υπηρεσία πριν από την καταβολή οποιασδήποτε σύνταξης και τελικά αφυπηρετήσει σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων), η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης του κατά την τελική αφυπηρέτηση του, νοουμένου ότι η περίοδος υπηρεσίας του αμέσως πριν την τελική αφυπηρέτηση του δεν είναι μικρότερη των πέντε ετών και αυτός αμέσως μετά τον επαναδιορισμό του επιλέξει να επιστρέψει οποιοδήποτε εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα χορηγήθηκε σ’ αυτόν δυνάμει της παραγράφου (α) ή (β) του εδαφίου (1):

Νοείται ότι, αν ο υπάλληλος, ο οποίος επέλεξε να επιστρέψει το εφάπαξ ποσό ή το φιλοδώρημα αποθάνει σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τον επαναδιορισμό του, η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης χήρας και τέκνων και του εφάπαξ φιλοδωρήματος που χορηγείται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος του εδαφίου αυτού για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών.

(β) Η επιστροφή του εφάπαξ ποσού ή φιλοδωρήματος δυνάμει του εδαφίου αυτού γίνεται με απλό τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο ο Υπουργός Οικονομικών εκάστοτε καθορίζει. Ο τόκος υπολογίζεται από την ημερομηνία καταβολής του εφάπαξ ποσού ή φιλοδωρήματος στον υπάλληλο μέχρι την ημερομηνία επιστροφής ολόκληρου του ποσού. Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής καθορίζονται από το Γενικό Λογιστή.

(5) Αν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) επαναδιοριστεί ή επαναπροσληφθεί σε οποιαδήποτε υπηρεσία της Δημοκρατίας μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001, η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται κατά τη διάρκεια του επαναδιορισμού του. Η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά την τελική αφυπηρέτηση του στο ύψος στο οποίο αυτή θα βρισκόταν αν δεν είχε διακοπεί.