Προοίμιο

Για σκοπούς πληρέστερης εναρμόνισης με το άρθρο 9 παράγραφο 1 στοιχείο (β) και το άρθρο 25 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο -

Για σκοπούς πληρέστερης εναρμόνισης με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο -

«Οδηγία 2011/16/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ»,

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

«Οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2014 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στονφορολογικό τομέα»,

«Οδηγία (ΕΕ) 2015/2376 του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας»,

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2016/881/ΕΕ του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2016, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας»,

«Οδηγία (ΕΕ) 2016/2258 του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2016 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την πρόσβαση των φορολογικών αρχών σε πληροφορίες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες».

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Διοικητικής Συνεργασίας στον Τομέα της Φορολογίας Νόμος του 2012.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αιτούσα αρχή» σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση, το κεντρικό γραφείο διασύνδεσης, το γραφείο διασύνδεσης ή το τμήμα διασύνδεσης ή οποιοδήποτε αρμόδιο λειτουργό στη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος, που υποβάλλει αίτηση συνεργασίας εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής σχετικά με φόρο που προβλέπεται στο άρθρο 4·

«ακίνητη ιδιοκτησία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Διαγραφή και Εκτίμηση) Νόμου·

«Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 2 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος» σημαίνει την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει αίτησης, την οποία απευθύνει το αιτούν κράτος μέλος προς το λαμβάνον την αίτηση κράτος μέλος για μια συγκεκριμένη υπόθεση·

«Αντίτιμο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 1 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«Αριθμός μητρώου ΦΠΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 3 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«Αριθμός Φορολογικής Ταυτότητας» ή «ΑΦΤ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 4 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Έφορο Φορολογίας·

«αρμόδιος λειτουργός» σημαίνει το λειτουργό που δύναται να προβαίνει σε απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών με βάση τον παρόντα Νόμο, για την οποία έχει εξουσιοδοτηθεί·

«αυθόρμητη ανταλλαγή» σημαίνει τη μη συστηματική γνωστοποίηση πληροφοριών, ανά πάσα στιγμή και χωρίς προηγούμενη αίτηση, σε άλλο κράτος μέλος·

«αυτόματη ανταλλαγή» σημαίνει-

(α) για τους σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 και των άρθρων 7Α, 7Γ, 7Δ και 7E, τη συστηματική κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7, η παραπομπή σε διαθέσιμες πληροφορίες σημαίνει τις πληροφορίες των φορολογικών αρχείων της αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία οι οποίες δύναται να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών της Δημοκρατίας·

(β) για τους σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (3Α) του άρθρου 7, τη συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με τους φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών μελών στο οικείο κράτος μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά τακτά εκ των προτέρων καθορισμένα χρονικά διαστήματα·

(γ) για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (3Α) του άρθρου 7 και των άρθρων 7Α, 7Γ, 7Δ και 7E, τη συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών που προβλέπεται στις παραγράφους (α) και (β):

Νοείται ότι για τους σκοπούς των διατάξεων-

(αα) των εδαφίων (3Α) και (5Α) του άρθρου 7, του εδαφίου (2) του άρθρου 18 και του Παραρτήματος IV, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα I·

(ββ) των εδαφίων (2) και (3)  του άρθρου 22, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα I· ή στο Παράρτημα V·

(γγ) του άρθρου 7Γ και του Παραρτήματος III, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα III·

(δδ) του άρθρου 7Ε και του Παραρτήματος V, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα V·

«Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 2 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση» σημαίνει κάθε διασυνοριακή ρύθμιση που διαθέτει τουλάχιστον ένα από τα διακριτικά που αναφέρονται στο Παράρτημα IV·

«Δηλωτέος Πωλητής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 1 του σημείου Β του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«διακριτικό» σημαίνει χαρακτηριστικό ή γνώρισμα μίας διασυνοριακής ρύθμισης το οποίο συνιστά ένδειξη δυνητικού κινδύνου φοροαποφυγής, με βάση τον κατάλογο του Παραρτήματος IV·

«διασυνοριακή ρύθμιση» σημαίνει ρύθμιση που αφορά είτε τουλάχιστον δύο (2) κράτη μέλη είτε ένα κράτος μέλος και μία τρίτη χώρα, όπου πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) δεν έχουν όλοι οι συμμετέχοντες στη ρύθμιση τη φορολογική κατοικία τους στην ίδια δικαιοδοσία·

(β) ένας ή περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση έχουν τη φορολογική κατοικία τους ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες·

(γ) ένας ή περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση ασκούν δραστηριότητα σε άλλη δικαιοδοσία μέσω μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης σε εκείνη τη δικαιοδοσία και η ρύθμιση αποτελεί μέρος ή το σύνολο της δραστηριότητας της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης·

(δ) ένας ή περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση ασκούν δραστηριότητα σε άλλη δικαιοδοσία χωρίς να διαθέτουν φορολογική κατοικία ή να δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση στην εν λόγω δικαιοδοσία·

(ε) σχετική ρύθμιση έχει πιθανό αντίκτυπο στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ή στον προσδιορισμό του πραγματικού δικαιούχου·

«δίκτυο CCN» σημαίνει την κοινή πλατφόρμα που βασίζεται στο κοινό δίκτυο επικοινωνίας (CCN) το οποίο αναπτύχθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για όλες τις διαβιβάσεις με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρμόδιων αρχών στον τομέα της φορολογίας·

«διοικητική έρευνα» σημαίνει όλους τους ελέγχους, τις εξακριβώσεις και τις ενέργειες που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας·

«εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση» σημαίνει κάθε συμφωνία, γνωστοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου, που πληροί τους  ακόλουθους όρους:

(α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της εκάστοτε φορολογικής αρχής της Δημοκρατίας ανάλογα με τη φύση της φορολογίας ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεων της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως  αν χρησιμοποιείται πράγματι ·

(β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η εν λόγω ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί·

(γ) αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή νομοθετικής ή διοικητικής διάταξης σχετικά με τη διαχείριση ή την επιβολή της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών της, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης·

(δ) αφορά διασυνοριακή συναλλαγή ή το κατά πόσο οι δραστηριότητες που ασκούνται από πρόσωπο σε άλλη δικαιοδοσία δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση∙ και

(ε) εκδίδεται πριν από τις συναλλαγές ή τις δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία οι οποίες ενδέχεται να δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση ή πριν από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης για την περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν η συναλλαγή ή η σειρά συναλλαγών ή οι δραστηριότητες.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:

«διασυνοριακή συναλλαγή» σημαίνει συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών όπου:

(α) δεν έχουν όλα τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών τη φορολογική κατοικία τους στο κράτος μέλος που εκδίδει, τροποποιεί ή ανανεώνει την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή

(β) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών έχει τη φορολογική κατοικία του ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες∙ ή

(γ) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών ασκεί τις δραστηριότητες του σε άλλη δικαιοδοσία μέσω μόνιμης εγκατάστασης και η συναλλαγή αποτελεί μέρος ή το σύνολο της δραστηριότητας της μόνιμης εγκατάστασης∙ ή

(δ)η συναλλαγή ή  σειρά συναλλαγών έχει διασυνοριακή επίπτωση.

Η διασυνοριακή συναλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτά, την πραγματοποίηση επενδύσεων, την παροχή αγαθών, υπηρεσιών, τη χρηματοδότηση ή τη χρησιμοποίηση υλικών ή άυλων περιουσιακών στοιχείων και δεν εμπλέκει κατ’ ανάγκην άμεσα το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση∙

Η διασυνοριακή συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών περιλαμβάνει επίσης μέτρα που λαμβάνονται από πρόσωπο όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία τις οποίες το πρόσωπο αυτό ασκεί μέσω μόνιμης εγκατάστασης·

«εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης» σημαίνει κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, που πληροί  τους ακόλουθους όρους:

(α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής αρχής της Δημοκρατίας ή περισσότερων κρατών μελών, περιλαμβανομένων τυχόν εδαφικών ή διοικητικών  υποδιαιρέσεων του και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως αν χρησιμοποιείται πράγματι·

(β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η εν λόγω ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί· και

(γ) καθορίζει πριν από τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ένα σύνολο κατάλληλων κριτηρίων για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης των εν λόγω συναλλαγών ή καθορίζει την κατανομή των κερδών σε μια μόνιμη εγκατάσταση.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:

«διασυνοριακή συναλλαγή» σημαίνει συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών στην οποία συμμετέχουν συνδεδεμένες επιχειρήσεις που δεν έχουν όλες τη φορολογική κατοικία τους στο έδαφος μιας μοναδικής δικαιοδοσίας ή όταν συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών έχει διασυνοριακή  επίπτωση·

«επιχειρήσεις είναι συνδεδεμένες» όταν μια επιχείρηση συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο της άλλης επιχείρησης ή τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων·

«επιχείρηση» σημαίνει κάθε μορφή άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας·

«τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών» σημαίνει τις τιμές με τις οποίες επιχείρηση μεταβιβάζει υλικά  αγαθά και άυλα περιουσιακά στοιχεία ή παρέχει  υπηρεσίες σε συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις και η «ενδοομιλική τιμολόγηση» ερμηνεύεται αναλόγως∙

«Οδηγία 2013/34/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες  οικονομικές  καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου·

«Οδηγία (ΕΕ) 2015/2376» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2376 του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας·

«ενδιάμεσος» σημαίνει -

(α) όπως ο όρος αποκλειστικά χρησιμοποιείται για σκοπούς της Οδηγίας 2018/822/ΕΕ, εξαιρουμένων δηλαδή του ενδιάμεσου/των ενδιάμεσων όπως  αναφέρονται στα άρθρα 22Α, 22Β, 22Δ και στο Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Μέρος Ε παράγραφος (1), κάθε πρόσωπο που σχεδιάζει, διαθέτει στην αγορά, οργανώνει ή διαθέτει προς εφαρμογή ή διαχειρίζεται την εφαρμογή μίας δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης· ή/και

(β) κάθε πρόσωπο το οποίο, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών γεγονότων και περιστάσεων και βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών και της συναφούς  εμπειρογνωσίας και αντίληψης που απαιτούνται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, γνωρίζει ή μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι γνωρίζει ότι έχει αναλάβει να παρέχει, απευθείας ή μέσω άλλων προσώπων, βοήθεια, συνδρομή ή συμβουλές σχετικά με τον σχεδιασμό, τη διάθεση στην αγορά, την οργάνωση ή τη διάθεση προς εφαρμογή ή τη διαχείριση της εφαρμογής μίας δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης· οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να παράσχει αποδείξεις περί του ότι το προαναφερόμενο πρόσωπο δεν γνώριζε και δεν θα ήταν εύλογο να υποτεθεί ότι γνώριζε ότι το εν λόγω πρόσωπο συμμετείχε σε δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση και για το σκοπό αυτό, πρόσωπο δύναται να παραπέμπει σε κάθε σχετικό γεγονός και περίσταση, καθώς και στις διαθέσιμες πληροφορίες και τη συναφή εμπειρογνωσία και αντίληψη του προσώπου:

Νοείται ότι, προκειμένου πρόσωπο να εμπίπτει στην κατηγορία του ενδιαμέσου απαιτείται επιπροσθέτως, να πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Να έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος·

(β) να διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος μέσω της οποίας παρέχονται οι υπηρεσίες που άπτονται της ρύθμισης·

(γ) να έχει συσταθεί σε κράτος μέλος ή να διέπεται από τους νόμους κράτους μέλους· 

(δ) να έχει εγγραφεί σε επαγγελματική ένωση που σχετίζεται με την παροχή νομικών, φορολογικών ή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε ένα κράτος μέλος·

«ενδιαφερόμενος φορολογούμενος» σημαίνει κάθε πρόσωπο στη διάθεση του οποίου τίθεται δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση προς εφαρμογή ή το οποίο είναι έτοιμο να εφαρμόσει δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση ή έχει ήδη εφαρμόσει το πρώτο στάδιο τέτοιας ρύθμισης·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)»∙

«Καταχωρισμένο Ακίνητο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 5 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«κεντρικό γραφείο διασύνδεσης» σημαίνει το γραφείο το οποίο έχει ορισθεί για το λόγο αυτό, με κύρια αρμοδιότητα τις επαφές με άλλα κράτη μέλη στα πλαίσια της διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας·

«κοινός έλεγχος» σημαίνει διοικητική έρευνα που διενεργείται από κοινού από την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και ενός ή περισσότερων κρατών μελών και συνδέεται με ένα ή περισσότερα πρόσωπα που παρουσιάζουν κοινό ή συμπληρωματικό ενδιαφέρον για την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και των εν λόγω κρατών μελών·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Κύρια Διεύθυνση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 7 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«λαμβάνουσα την αίτηση αρχή» σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση, το κεντρικό γραφείο διασύνδεσης, το γραφείο διασύνδεσης ή το τμήμα διασύνδεσης ή τον οποιοδήποτε αρμόδιο λειτουργό της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους, καλούμενο και ως αποδέκτρια αρχή, προς το οποίο υποβάλλεται αίτηση συνεργασίας αναφορικά με τους φόρους που καθορίζονται στο άρθρο 4·

«με ηλεκτρονικά μέσα» σημαίνει τη χρήση ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία, περιλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης, και αποθήκευσης δεδομένων καθώς και τη χρήση καλωδίων, ασυρμάτου, οπτικών τεχνολογιών ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων·

«Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου» σημαίνει την Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003 για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις·

«Οδηγία 2011/16/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ·

«Οδηγία 2018/822/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2018/822 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2018 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις·

«Οδηγία 2006/112/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας»∙

«Οντότητα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 8 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«παραβίαση δεδομένων» σημαίνει παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε καταστροφή, απώλεια, μεταβολή ή οποιοδήποτε συμβάν ακατάλληλης ή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, γνωστοποίησης ή χρήσης πληροφοριών, περιλαμβανομένων της διαβίβασης, αποθήκευσης ή άλλου είδους επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως αποτέλεσμα σκόπιμων παράνομων πράξεων, αμέλειας ή ατυχήματος∙ η παραβίαση δεδομένων δύναται να αφορά την εμπιστευτικότητα, τη διαθεσιμότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων·

«Περίοδος Αναφοράς» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 9 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«Πλατφόρμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 8 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«πρόσωπο» σημαίνει:

(α) Φυσικό πρόσωπο·

(β) νομικό πρόσωπο· ή

(γ) εφόσον προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ένωση προσώπων στην οποία αναγνωρίζεται δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς όμως να έχει το νομικό καθεστώς νομικού προσώπου· ή

(δ) οποιοδήποτε άλλο νομικό μόρφωμα οποιασδήποτε φύσεως και μορφής, είτε διαθέτει νομική προσωπικότητα είτε όχι, που έχει στην κυριότητά του ή διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία τα οποία, συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος που απορρέει από αυτά, υπόκεινται σε φόρο που καλύπτεται από τον παρόντα Νόμο·

«ρύθμιση γενικής χρήσης» σημαίνει διασυνοριακή ρύθμιση η οποία έχει σχεδιαστεί, έχει διατεθεί στην αγορά, είναι έτοιμη για εφαρμογή ή καθίσταται διαθέσιμη προς εφαρμογή χωρίς να απαιτείται ουσιαστική εξατομίκευσή της·

«ρύθμιση ειδικού τύπου» σημαίνει οποιαδήποτε διασυνοριακή ρύθμιση η οποία δεν είναι ρύθμιση γενικής χρήσης·

«συνδεδεμένη επιχείρηση» σημαίνει, για τους σκοπούς του άρθρου 7Δ, πρόσωπο που σχετίζεται με άλλο πρόσωπο με τουλάχιστον έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) το πρόσωπο συμμετέχει στη διαχείριση άλλου προσώπου έχοντας τη δυνατότητα να ασκεί σημαντική επιρροή στο άλλο πρόσωπο·

(β) το πρόσωπο συμμετέχει στον έλεγχο άλλου προσώπου μέσω συμμετοχής που υπερβαίνει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των δικαιωμάτων ψήφου·

(γ) το πρόσωπο συμμετέχει στο κεφάλαιο άλλου προσώπου μέσω δικαιώματος κυριότητας το οποίο υπερβαίνει, άμεσα ή έμμεσα, το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του κεφαλαίου·

(δ) το πρόσωπο δικαιούται είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή περισσότερο των κερδών του άλλου προσώπου:

Νοείται ότι-

(i) σε περίπτωση που συμμετέχουν περισσότερα του ενός πρόσωπα, όπως αναφέρεται στις παραγράφους (α) έως (δ), στη διαχείριση, στον έλεγχο, στο κεφάλαιο ή στα κέρδη ενός και του αυτού προσώπου, όλα τα πρόσωπα λογίζονται ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

(ii) σε περίπτωση που τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν, όπως αναφέρεται στις παραγράφους (α) έως (δ), στη διαχείριση, στον έλεγχο, στο κεφάλαιο ή στα κέρδη περισσότερων του ενός προσώπων, όλα τα πρόσωπα λογίζονται ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

(iii) για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, ένα πρόσωπο το οποίο ενεργεί από κοινού με άλλο πρόσωπο ως προς τα δικαιώματα ψήφου ή την κυριότητα του κεφαλαίου μίας οντότητας θεωρείται ότι διατηρεί συμμετοχή στο σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της εν λόγω οντότητας που κατέχει το άλλο πρόσωπο·

(iv) στις έμμεσες συμμετοχές, η εκπλήρωση των προϋποθέσεων της παραγράφου (γ) κρίνεται με πολλαπλασιασμό των ποσοστών που κατέχονται στα διαδοχικά επίπεδα· σε περίπτωση που πρόσωπο κατέχει άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου, λογίζεται ως κάτοχος του εκατόν τοις εκατό (100%)·

(v) φυσικό πρόσωπο, ο/η σύζυγός του και  οι συγγενείς του μέχρι και του πρώτου βαθμού λογίζονται ως ένα πρόσωπο.

«τμήμα διασύνδεσης» σημαίνει την υπηρεσία, πλην του κεντρικού γραφείου διασύνδεσης, που έχει ορισθεί για την απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών με βάση τον παρόντα Νόμο·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·

«Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 11 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V.

Για τους σκοπούς των όρων “διασυνοριακή ρύθμιση”, “δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση”, “διακριτικό”, “ενδιάμεσος”, “ενδιαφερόμενος φορολογούμενος”, “ρύθμιση γενικής χρήσης”, “ρύθμιση ειδικού τύπου”, “συνδεδεμένη επιχείρηση” του παρόντος άρθρου, του άρθρου 7Δ και του Παραρτήματος IV, ως ρύθμιση νοείται επίσης μία σειρά ρυθμίσεων· μια ρύθμιση δύναται να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.

(2) Οποιοιδήποτε άλλοι όροι που περιέχονται στον παρόντα Νόμο και δεν ερμηνεύονται διαφορετικά, έχουν την έννοια που τους αποδίδει η εκάστοτε σε ισχύ νομοθεσία στη Δημοκρατία που αφορά φόρους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.

(3) Καθόσον αφορά τα άρθρα 7(3Α), 7(3Β), 7 (5)(β), 7(5Α), 18(2),  22(2) έως 22(4), 22Α έως 22Ε, το Παράρτημα Ι και το Παράρτημα ΙΙ, ως αρμόδια αρχή νοείται το Τμήμα Φορολογίας.

(4) Αναφορικά με τις διατάξεις των εδαφίων (3Α) και (5Α) του άρθρου 7, του εδαφίου (2) του άρθρου 18 και των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 22, όροι οι οποίοι εμφαίνονται σε αυτές με κεφαλαίο γράμμα έχουν την έννοια που αποδίδεται στους αντίστοιχους όρους που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι.

(5) Για τους σκοπούς των διατάξεων των άρθρων 7Α, 7Δ και 7Ε, του Παραρτήματος III, του Παραρτήματος IV και του Παραρτήματος V, ως αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία νοείται το Τμήμα Φορολογίας.

Σκοπός

3.-(1) Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι ο καθορισμός των κανόνων και των διαδικασιών βάσει των οποίων η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία παρέχει σε ή αιτείται από άλλο κράτος μέλος, ανάλογα με την περίπτωση, συνεργασία για την ανταλλαγή πληροφοριών, αναφορικά με τους φόρους που καθορίζονται στο άρθρο 4, οι οποίες είναι εύλογα συναφείς για τη διοίκηση και επιβολή της νομοθεσίας της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους, αντίστοιχα.

(2) Ο παρών Νόμος ορίζει επίσης διατάξεις για την ηλεκτρονική ανταλλαγή των πληροφοριών που καλύπτονται από το εδάφιο (1), καθώς και κανόνες και διαδικασίες σύμφωνα με τους οποίους η Δημοκρατία και η Επιτροπή συνεργάζονται σε θέματα που αφορούν το συντονισμό και την αξιολόγηση.

(3) Ο παρών Νόμος δεν θίγει την εφαρμογή των κανόνων αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων στα κράτη μέλη. Επίσης, δεν θίγει την τήρηση τυχόν υποχρεώσεων που έχουν τα κράτη μέλη σε σχέση με την ευρύτερη διοικητική συνεργασία βάσει άλλων νομικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

Πεδίο εφαρμογής

4.-(1) Ο παρών Νόμος ισχύει για όλους τους φόρους οποιουδήποτε είδους οι οποίοι επιβάλλονται από τη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος ή εξ’ ονόματος του ή τις εδαφικές ή τις διοικητικές του υποδιαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αρχών.

(2) Ανεξάρτητα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στο φόρο προστιθέμενης αξίας και στα τελωνειακά τέλη, ούτε στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που καλύπτονται από άλλη νομοθεσία περί διοικητικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών. Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά στις υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης πληρωτέες προς τη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος ή μια υποδιαίρεση αυτών ή προς ιδρύματα κοινωνικών ασφαλίσεων δημοσίου δικαίου.

(3) Σε καμιά περίπτωση οι φόροι που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

(α) Τέλη, όπως για πιστοποιητικά ή άλλα έγραφα που εκδίδονται από δημόσιες αρχές∙

(β) οφειλές συμβατικού χαρακτήρα, όπως αμοιβές επιχειρήσεων κοινής ωφελείας.

(4) Ο παρών Νόμος ισχύει για φόρους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) οι οποίοι εισπράττονται σε έδαφος όπου εφαρμόζονται οι συνθήκες δυνάμει του άρθρου 52 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οργάνωση

5.-(1) Την κύρια ευθύνη για τις επαφές με τα άλλα κράτη μέλη στον τομέα της συνεργασίας στα πλαίσια του παρόντος Νόμου καθώς και για τις επαφές με την Επιτροπή αναλαμβάνει ένα κεντρικό γραφείο διασύνδεσης, το οποίο καθορίζεται ειδικά και τελεί υπό το συντονισμό του Υπουργού.

(2) Η Δημοκρατία ενημερώνει την Επιτροπή για το κεντρικό γραφείο διασύνδεσης και για κάθε γραφείο διασύνδεσης ή τμήμα διασύνδεσης που έχει καθοριστεί καθώς και για οποιαδήποτε αλλαγή σε σχέση με την πιο πάνω πληροφορία και με τις αρμόδιες αρχές.

(3) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να ορίζει τμήματα διασύνδεσης, με τις αρμοδιότητες που χορηγούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πολιτική της Δημοκρατίας. Το κεντρικό γραφείο διασύνδεσης είναι υπεύθυνο για την ενημέρωση του καταλόγου των τμημάτων διασύνδεσης και για τη διάθεσή του στα κεντρικά γραφεία διασύνδεσης των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και στην Επιτροπή.

(4) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να ορίζει αρμόδιους λειτουργούς. Το κεντρικό γραφείο διασύνδεσης είναι υπεύθυνο για την ενημέρωση του καταλόγου των αρμόδιων λειτουργών και για την προώθηση του καταλόγου προς τα κεντρικά γραφεία διασύνδεσης των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και την Επιτροπή.

(5) Οι λειτουργοί οι οποίοι συμμετέχουν στη διοικητική συνεργασία βάσει του παρόντος Νόμου θεωρούνται αρμόδιοι λειτουργοί για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τις οποίες θεσπίζει η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας.

(6) Όταν ένα τμήμα διασύνδεσης ή ένας αρμόδιος λειτουργός στέλλει ή λαμβάνει αίτηση ή απάντηση σε αίτηση συνεργασίας, ενημερώνει το κεντρικό γραφείο διασύνδεσης της Δημοκρατίας βάσει διαδικασιών, οι οποίες ορίζονται από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας.

(7) Όταν ένα γραφείο ή τμήμα διασύνδεσης ή ένας αρμόδιος λειτουργός λαμβάνει αίτηση συνεργασίας που απαιτεί ενέργειες εκτός των αρμοδιοτήτων του, τη διαβιβάζει αμελλητί στο κεντρικό γραφείο διασύνδεσης και ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή, το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 6 αρχίζει από την επόμενη ημέρα της διαβίβασης του αιτήματος συνεργασίας στο κεντρικό γραφείο διασύνδεσης.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Αίτηση παροχής πληροφοριών

6.-(1) Μετά από αίτηση της αιτούσας αρχής, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία γνωστοποιεί στην αιτούσα αρχή οποιαδήποτε πληροφορία καθορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 την οποία διαθέτει ή η οποία περιέρχεται σε αυτήν ως αποτέλεσμα διοικητικών ερευνών.

(2) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία μεριμνά για τη διεξαγωγή οποιωνδήποτε διοικητικών ερευνών, οι οποίες απαιτούνται για τη συγκέντρωση των πληροφοριών.

(3) Η αίτηση δύναται να περιλαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα για τη διενέργεια διοικητικής έρευνας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια διοικητικής έρευνας, πληροφορεί αμέσως την αιτούσα αρχή για τους λόγους άρνησης ικανοποίησης του αιτήματός της.

(4) Για σκοπούς συγκέντρωσης των αιτούμενων πληροφοριών ή διεξαγωγής της αιτούμενης διοικητικής έρευνας, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία ακολουθεί τις ίδιες διαδικασίες όπως όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος άλλης αρχής της Δημοκρατίας.

(5) Σε περίπτωση συγκεκριμένου αιτήματος από την αιτούσα αρχή, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία κοινοποιεί τα πρωτότυπα έγγραφα, εφόσον αυτό δεν είναι αντίθετο προς τις διατάξεις οι οποίες ισχύουν στη Δημοκρατία.

(6)(α) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία παρέχει τις πληροφορίες το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία λήψης της αίτησης.

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία η λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δεν είναι σε θέση να απαντήσει στην αίτηση εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) προθεσμίας, ενημερώνει την αιτούσα αρχή αμέσως, και οπωσδήποτε εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία λήψης της αίτησης, για τους λόγους της μη έγκαιρης απάντησης και για την ημερομηνία έως την οποία θεωρεί ότι ενδεχομένως θα είναι σε θέση να απαντήσει:

Νοείται ότι, η προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) προθεσμία δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία λήψης της αίτησης∙

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία διαθέτει ήδη τις ζητούμενες πληροφορίες, τις διαβιβάζει εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία λήψης της αίτησης.

(7) Σε συγκεκριμένες ειδικές περιπτώσεις, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή και η αιτούσα αρχή δύνανται να συμφωνούν προθεσμίες διαφορετικές από αυτές που προβλέπονται στο εδάφιο (6).

(8) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία επιβεβαιώνει στην αιτούσα αρχή τη λήψη του αιτήματος αμέσως και οπωσδήποτε εντός επτά (7) εργάσιμων ημερών από τη λήψη αυτού, στο βαθμό που είναι δυνατό με ηλεκτρονικά μέσα.

(9) Εντός ενός (1) μηνός από τη λήψη της αίτησης, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία γνωστοποιεί στην αιτούσα αρχή τυχόν ελλείψεις της αίτησης και την ανάγκη παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών. Σε τέτοια περίπτωση, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο εδάφιο (6) αρχίζουν την επόμενη μέρα λήψης των απαιτούμενων συμπληρωματικών πληροφοριών.

(10) [Διαγράφηκε].

(11) Όταν η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία δεν διαθέτει τις ζητούμενες πληροφορίες και δεν είναι σε θέση να απαντήσει στην αίτηση παροχής πληροφοριών ή αρνείται να απαντήσει για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 14, ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τους λόγους αυτούς το συντομότερο δυνατό, και οπωσδήποτε εντός ενός (1) μηνός από τη λήψη της αίτησης.

Εύλογη συνάφεια

6A.-(1) Για τους σκοπούς της προβλεπόμενης στο άρθρο 6 αίτησης, οι ζητούμενες πληροφορίες είναι εύλογα συναφείς όταν, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, η αιτούσα αρχή θεωρεί ότι σύμφωνα με την εθνική της νομοθεσία υπάρχει εύλογη πιθανότητα οι ζητούμενες πληροφορίες να είναι συναφείς με τις φορολογικές υποθέσεις ενός ή περισσότερων φορολογουμένων, είτε προσδιορίζονται ονομαστικά είτε όχι, και να δικαιολογούνται για τους σκοπούς της έρευνας.

(2) Προκειμένου να αποδειχθεί η εύλογη συνάφεια των ζητούμενων πληροφοριών, η αιτούσα αρχή παρέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες στη λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία:

(α) Τους φορολογικούς λόγους για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες· και

(β) διευκρίνιση των πληροφοριών που απαιτούνται για την εφαρμογή ή την επιβολή του εθνικού της δικαίου.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 αίτηση αφορά ομάδα φορολογουμένων που δεν δύναται να ταυτοποιηθούν ατομικά, η αιτούσα αρχή παρέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες στη λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία:

(α) Λεπτομερή περιγραφή της ομάδας·

(β) επεξήγηση του εφαρμοστέου δικαίου και των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων εικάζεται ότι οι φορολογούμενοι της ομάδας δεν έχουν συμμορφωθεί με το εφαρμοστέο δίκαιο·

(γ) επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο οι ζητούμενες πληροφορίες θα βοηθήσουν στον προσδιορισμό της συμμόρφωσης των φορολογουμένων της ομάδας· και

(δ) κατά περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις που σχετίζονται με τη συμμετοχή τρίτου μέρους που συνέβαλε ενεργά στην πιθανή μη συμμόρφωση των φορολογουμένων της ομάδας με το εφαρμοστέο δίκαιο.

Υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών

7.-(1) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή, όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με άτομα τα οποία κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος, όσον αφορά τις ακόλουθες συγκεκριμένες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου:

(α) Εισόδημα από απασχόληση·

(β) αμοιβές διοικητικών στελεχών·

(γ) προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα·

(δ) συντάξεις·

(ε) κυριότητα ακίνητης ιδιοκτησίας και εισόδημα από αυτή· και

(στ) δικαιώματα σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/49/ΕΚ:

Νοείται ότι, για φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2024 ή μεταγενέστερα, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία επιδιώκει να συμπεριλάβει στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) κοινοποίηση πληροφοριών τον ΑΦΤ των κατοίκων, ο οποίος έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας.

(2)(α) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ενημερώνει ετησίως την Επιτροπή για τουλάχιστον δύο (2) κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που προβλέπονται στο εδάφιο (1), αναφορικά με τις οποίες κοινοποιεί πληροφορίες που αφορούν κατοίκους άλλου κράτους μέλους.

(β) Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2024, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τουλάχιστον τέσσερις (4) κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που προβλέπονται στο εδάφιο (1), αναφορικά με τις οποίες η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία κοινοποιεί, με αυτόματη ανταλλαγή, στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους πληροφορίες που αφορούν κατοίκους του άλλου κράτους μέλους:

Νοείται ότι, οι πληροφορίες αφορούν φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2025 ή μεταγενέστερα

(3) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να δηλώνει στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους ότι δεν επιθυμεί να λαμβάνει πληροφορίες για μία ή μερικές από τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που αναφέρονται στο εδάφιο (1). Ενημερώνει δε σχετικά και την Επιτροπή.

(3Α)(α) Τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα οφείλουν να υποβάλλουν τα στοιχεία και να τηρούν τους κανόνες δέουσας επιμέλειας που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι και στο Παράρτημα ΙΙ.

(β) Δυνάμει των εφαρμοστέων κανόνων υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι και στο Παράρτημα ΙΙ, η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5), τις ακόλουθες πληροφορίες που αφορούν φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2016 και μετέπειτα, όσον αφορά ένα Δηλωτέο Λογαριασμό:

(i) το όνομα, τη διεύθυνση, τον/τους Αριθμό(ούς) Φορολογικής Ταυτότητας (ΑΦΤ) και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, στην περίπτωση φυσικού προσώπου, κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και, στην περίπτωση Οντότητας η οποία είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και για την οποία, κατόπιν εφαρμογής κανόνων δέουσας επιμέλειας σύμφωνων προς το Παράρτημα Ι και το Παράρτημα ΙΙ, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον/τους Αριθμό(ούς) Φορολογικής Ταυτότητας (ΑΦΤ) της Οντότητας, καθώς και το όνομα, τη διεύθυνση, τον/τους Αριθμό(ούς) Φορολογικής Ταυτότητας (ΑΦΤ) και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου˙

(ii) τον αριθμό λογαριασμού ή το λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού˙

(iii) την επωνυμία και τον αριθμό ταυτοποίησης, εάν υπάρχει, του Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος˙

(iv) το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού, περιλαμβανομένης στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή της Σύμβασης  Ετήσιων Αποζημιώσεων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς, σε περίπτωση πρόωρης λύσης του Συμβολαίου, στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια του έτους αυτού ή της περιόδου αυτής˙

(v)  σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:

(iα) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία  που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό ή σε σχέση με τον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων· και

(iβ) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων για τα οποία το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή διαφορετικά ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του Δικαιούχου Λογαριασμού˙

(vi) στην περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων· και

(vii) σε περίπτωση λογαριασμού που δεν ορίζεται  στις παραγράφους (v) ή (vi), το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στο Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με το λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ως προς το οποίο το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, περιλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς το Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

(γ) Για την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο του παρόντος εδαφίου, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν εδάφιο ή στο Παράρτημα Ι και στο Παράρτημα ΙΙ, το ποσό και ο χαρακτηρισμός των πληρωμών που πραγματοποιούνται σε σχέση με Δηλωτέο Λογαριασμό, καθορίζονται σύμφωνα με την νομοθεσία της Δημοκρατίας ή την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που γνωστοποιεί τις πληροφορίες, ανάλογα με την περίπτωση.

(δ) Οι παράγραφοι (α) και (β) του εδαφίου (3Α) υπερισχύουν τηςπαραγράφου (γ) του εδαφίου (1) ή κάθε άλλης ενωσιακής νομικής πράξης, περιλαμβανομένης της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου και των συναφών εναρμονιστικών προς αυτήν διατάξεων δυνάμει των διατάξεων του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου και των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Παροχή Πληροφοριών αναφορικά με Τόκους) Κανονισμών, στο βαθμό που η σχετική ανταλλαγή πληροφοριών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) ή άλλης ενωσιακής νομικής πράξης, περιλαμβανομένης της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ και των συναφών εναρμονιστικών προς αυτήν διατάξεων δυνάμει των διατάξεων του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου και των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Παροχή Πληροφοριών αναφορικά με Τόκους) Κανονισμών.

(3Β) Τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα οφείλουν να εγγραφούν στην αρμόδια αρχή ως Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τον τύπο και τις διαδικασίες που προβλέπονται σε Διάταγμα που εκδίδεται από τον Υπουργό.

(4) [Διαγράφηκε].

(5) Η γνωστοποίηση πληροφοριών πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ως ακολούθως:

(α) όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στο εδάφιο (1), αυτές γνωστοποιούνται τουλάχιστον ανά έτος, εντός έξι (6) μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου κατέστησαν διαθέσιμες˙

(β) όσον αφορά τις κατηγορίες που ορίζονται στο εδάφιο (3Α), αυτές γνωστοποιούνται ετησίως, εντός εννέα (9) μηνών από το τέλος του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων που αφορούν οι πληροφορίες.

(5Α)(α) Η αρμόδια αρχή αξιολογεί και καταχωρεί σε κατάλογο ο οποίος δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα Μη Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα και τους Εξαιρούμενους Λογαριασμούς οι οποίοι πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονταιστο Τμήμα VΙΙΙ παράγραφος Β υποπαράγραφος 1 στοιχείο (γ) και παράγραφος Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (ζ) του Παραρτήματος Ι.

(β) Η αρμόδια αρχή κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) εξετάζει και διαπιστώνει ότι το καθεστώς ενός Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος ως Μη Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος ή το καθεστώς ενός λογαριασμού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν παρακωλύει την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2014/107/ΕΕ.

(6) Όταν η Δημοκρατία σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που συνάπτει με άλλα κράτη μέλη συμφωνεί για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με πρόσθετες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου, κοινοποιεί τις συμφωνίες αυτές στην Επιτροπή.

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών όσων αφορά τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης

7Α.-(1) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας  στην οποία εκδόθηκε, τροποποιήθηκε ή ανανεώθηκε εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016 κοινοποιεί, με αυτόματη ανταλλαγή, συναφείς με τις εν λόγω αποφάσεις ή συμφωνίες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (8), σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18.

(2) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας κοινοποιεί, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18, στις αρμόδιες αρχές των  κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (8), πληροφορίες σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης που εκδόθηκαν τροποποιήθηκαν ή ανανεώθηκαν εντός της περιόδου η οποία άρχισε πέντε έτη πριν την 1η Ιανουαρίου 2017:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2012 και 31ης Δεκεμβρίου 2013, η κοινοποίηση πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι  οι εν λόγω αποφάσεις ή συμφωνίες ίσχυαν την 1η Ιανουαρίου 2014:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης  μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2014 και της 31ης Δεκεμβρίου 2016, η κοινοποίηση πραγματοποιείται ανεξάρτητα από το αν οι εν λόγω αποφάσεις ή συμφωνίες εξακολουθούν να ισχύουν.

(3) Εξαιρούνται από την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) υποχρέωση κοινοποίησης οι πληροφορίες σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης που έχουν εκδοθεί, τροποποιηθεί ή ανανεωθεί πριν την 1η Απριλίου 2016 για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων, εξαιρουμένων εκείνων  που ασκούν κυρίως χρηματοπιστωτικές ή επενδυτικές δραστηριότητες με ετήσιο καθαρό κύκλο εργασιών σε επίπεδο ομίλου, όπως ορίζεται στο Άρθρο 2 σημείο 5) της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ που δεν υπερβαίνει τα σαράντα εκατομμύρια ευρώ (€40.000.000) ή το αντίστοιχο ποσό σε άλλο νόμισμα, κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης, τροποποίησης ή ανανέωσης των εν λόγω αποφάσεων και συμφωνιών.

(4)(α) Οι διμερείς ή πολυμερείς εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης με τρίτες χώρες εξαιρούνται από το πεδίο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που η διεθνής φορολογική συμφωνία βάσει της οποίας έγινε η διαπραγμάτευση της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης δεν επιτρέπει την κοινοποίησή της σε τρίτους.

(β) Ανταλλαγή των διμερών ή πολυμερών εκ των προτέρων  συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α) πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, εφόσον επιτρέπεται η κοινοποίησή τους σύμφωνα με τη διεθνή φορολογική συμφωνία βάσει της οποίας έγινε η διαπραγμάτευσή τους και η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας εγκρίνει την κοινοποίηση των πληροφοριών.

(5) Σε περίπτωση εξαίρεσης διμερών ή πολυμερών εκ των προτέρων  συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης από την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (4), ανταλλάσσονται αντί αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3) οι πληροφορίες που προβλέπονται  στο εδάφιο (8) οι οποίες αναφέρονται στο αίτημα που οδήγησε στην έκδοση των ανωτέρω συμφωνιών.

(6) Οι διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3) δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση που η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά και περιλαμβάνει αποκλειστικά τις φορολογικές υποθέσεις ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων.

(7) Η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιείται ως ακολούθως:

(α)Αναφορικά με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του εδαφίου (1), οι πληροφορίες  ανταλλάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά την έκδοση, την τροποποίηση ή την ανανέωση των εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων ή των εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης και το αργότερο τρεις (3) μήνες μετά το τέλος του εξαμήνου του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου εκδόθηκαν, τροποποιήθηκαν ή ανανεώθηκαν οι εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις ή οι εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης.

(β) όσον αφορά  τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3), οι πληροφορίες ανταλλάζονται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

(8) Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

(α) Στοιχεία αναγνώρισης του προσώπου, εξαιρουμένου  φυσικού προσώπου, και κατά περίπτωση της ομάδας προσώπων στην οποία ανήκει·

(β) σύνοψη της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, περιλαμβανομένης περιγραφής των σχετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή συναλλαγών ή σειράς συναλλαγών και οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών που δύναται να βοηθήσουν την αρμόδια αρχή στην εκτίμηση δυνητικού φορολογικού κινδύνου, χωρίς να αποκαλύπτεται εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο, εμπορική διαδικασία ή πληροφορία της οποίας η κοινοποίηση αντιβαίνει στη δημόσια τάξη.

(γ) τις ημερομηνίες έκδοσης, τροποποίησης ή ανανέωσης της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης·

(δ) την ημερομηνία έναρξης της περιόδου της ισχύος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, αν αυτή καθορίζεται·

(ε) την ημερομηνία λήξης της περιόδου της ισχύος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, αν αυτή καθορίζεται·

(στ) το είδος της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης·

(ζ) το ποσό της συναλλαγής ή της σειράς συναλλαγών της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή της εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, εφόσον το ποσό αυτό αναφέρεται στην ανωτέρω σχετική απόφαση ή συμφωνία·

(η) την περιγραφή των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης ή της ίδιας της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών, στην περίπτωση εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης·

(θ) τον προσδιορισμό της μεθόδου που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης ή της τιμής των ενδοομιλικών συναλλαγών, στην περίπτωση εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής  τιμολόγησης·

(ια) τα στοιχεία αναγνώρισης οποιουδήποτε προσώπου, εξαιρουμένου φυσικού προσώπου, στα άλλα κράτη μέλη που είναι πιθανό να θίγεται από την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή την εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης, αναφέροντας το κράτος μέλος με το οποίο συνδέονται τα θιγόμενα πρόσωπα. και

(ιβ) την ένδειξη κατά πόσο η πληροφορία που κοινοποιείται βασίζεται στην ίδια την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή στην εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης ή στο αίτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (5).

(9) Οι πληροφορίες που ορίζονται στις παραγράφους (α), (β), (η) και (ια) του εδαφίου (8) δεν κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(10) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει, εάν είναι δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα, αμέσως και οπωσδήποτε το αργότερο εντός επτά (7) εργάσιμων ημερών, τη λήψη πληροφοριών στην αρμόδια αρχή που διαβίβασε τις πληροφορίες:

Νοείται ότι, το μέτρο αυτό εφαρμόζεται μέχρις ότου τεθεί σε λειτουργία το ευρετήριο που αναφέρεται στο Άρθρο 21 παράγραφος 5 της Οδηγίας 2011/16/ΕΚ, όπως έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2376.

(11) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 και λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 18, να ζητά πρόσθετες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων και το πλήρες κείμενο εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης ή εκ των προτέρων συμφωνίας ενδοομιλικής τιμολόγησης.

Στατιστικά στοιχεία σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών

7Β.Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία παρέχει στην Επιτροπή κατ’ έτος-

(α) στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον όγκο των αυτόματων ανταλλαγών σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3Α) του άρθρου 7, του άρθρου 7Γ και του άρθρου 7Ε∙

(β) πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές και άλλες συναφείς δαπάνες και οφέλη που συνδέονται με τις πραγματοποιηθείσες ανταλλαγές∙ και

(γ) οποιεσδήποτε ενδεχόμενες μεταβολές για τις φορολογικές διοικήσεις και για τρίτα μέρη.

Υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά την έκθεση ανά χώρα

7Γ.-(1) Η Τελική Μητρική Οντότητα ενός Ομίλου ΠΕ που έχει τη φορολογική της κατοικία στη Δημοκρατία ή οποιαδήποτε άλλη Αναφέρουσα Οντότητα, σύμφωνα με το Τμήμα ΙΙ του Παραρτήματος ΙΙΙ, υποβάλλει έκθεση ανά χώρα όσον αφορά στο οικείο Λογιστικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων εντός δώδεκα (12) μηνών από την τελευταία ημέρα του Λογιστικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ, σύμφωνα με το Τμήμα ΙΙ του Παραρτήματος ΙΙΙ:

Νοείται ότι, το πρώτο Λογιστικό Έτος για το οποίο υποβάλλεται έκθεση ανά χώρα, από την Τελική Μητρική Οντότητα ή από την Παρένθετη Μητρική Οντότητα θεωρείται το Λογιστικό Έτος το οποίο αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2017 ή μετά την ημερομηνία αυτή:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που η υποβολή έκθεσης ανά χώρα ή ισοδύναμης έκθεσης ανά χώρα γίνεται από οποιανδήποτε άλλη Αναφέρουσα Οντότητα εκτός από την Τελική Μητρική Οντότητα ή από την Παρένθετη Μητρική Οντότητα, το πρώτο Λογιστικό Έτος για το οποίο υποβάλλεται έκθεση θεωρείται το Λογιστικό Έτος το οποίο αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2017 ή μετά την ημερομηνία αυτή.

(2) Η έκθεση ανά χώρα υποβάλλεται, κατά τον τύπο του εντύπου που προβλέπεται στους Πίνακες 1, 2 και 3 του Τμήματος ΙΙΙ του Παραρτήματος ΙΙΙ και περιέχει τα ακόλουθα σε σχέση με τον Όμιλο ΠΕ:

(α) Συγκεντρωτικές πληροφορίες για το ποσό των εσόδων, τα κέρδη/ζημίες προ φόρου εισοδήματος, τον καταβληθέντα φόρο εισοδήματος, τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος, το μετοχικό κεφάλαιο, τα συσσωρευμένα κέρδη, τον αριθμό των εργαζομένων και τα υλικά περιουσιακά στοιχεία εκτός των ταμειακών διαθεσίμων ή ταμειακών ισοδύναμων, όσον αφορά κάθε περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία δραστηριοποιείται ο Όμιλος ΠΕ· και

(β) ταυτοποίηση κάθε Συνιστώσας Οντότητας του Ομίλου ΠΕ, όπου καθορίζεται η περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία έχει τη φορολογική της κατοικία η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα και, σε περίπτωση που διαφέρει από αυτήν την περιοχή δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας, η περιοχή δικαιοδοσίας δυνάμει της νομοθεσίας με βάση την οποία οργανώνεται η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα, καθώς και της φύσης της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εν λόγω Συνιστώσας Οντότητας.

(3) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας κοινοποιεί με αυτόματη ανταλλαγή, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο εδάφιο (5), την έκθεση ανά χώρα, στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου κράτους μέλους στο οποίο με βάση τις πληροφορίες της έκθεσης ανά χώρα, μία ή περισσότερες Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ της Αναφέρουσας Οντότητας είτε έχουν τη φορολογική κατοικία τους, είτε υπόκεινται σε φόρο όσον αφορά στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης.

(4) Η κοινοποίηση έκθεσης ανά χώρα πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας εντός δεκαπέντε (15) μηνών από την τελευταία ημέρα του Λογιστικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ στον οποίο αναφέρεται η έκθεση ανά χώρα:

Νοείται ότι, η πρώτη έκθεση ανά χώρα κοινοποιείται για το Λογιστικό Έτος του Ομίλου  Πολυεθνικών Επιχειρήσεων που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 ή μετά την ημερομηνία αυτή και πραγματοποιείται εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την τελευταία ημέρα του εν λόγω έτους.

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών για δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις

7Δ.-(1)(α) Κάθε ενδιάμεσος έχει υποχρέωση να υποβάλλει στην αρμόδια αρχή πληροφορίες που έχουν περιέλθει στη γνώση του, στην κατοχή ή στον έλεγχό του σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις εντός τριάντα (30) ημερών, που υπολογίζονται-

(i) από την επόμενη ημέρα κατά την οποία η δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση καθίσταται διαθέσιμη προς εφαρμογή· ή

(ii) από την επόμενη ημέρα κατά την οποία η δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση είναι έτοιμη για εφαρμογή· ή

(iii) όταν το πρώτο βήμα προς την εφαρμογή της δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης έχει γίνει,

οποιοδήποτε επέλθει πρώτο:

Νοείται ότι, η περίοδος των τριάντα (30) ημερών αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2021 όταν η δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση καθίσταται διαθέσιμη προς εφαρμογή ή είναι έτοιμη για εφαρμογή ή το πρώτο στάδιο της οποίας έχει γίνει μεταξύ της 1ης Ιουλίου 2020 και της 31ης Δεκεμβρίου 2020.

(β) Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο (α), οι ενδιάμεσοι που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου “ενδιάμεσος” έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν πληροφορίες εντός τριάντα (30) ημερών, που υπολογίζονται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία παρέχουν, άμεσα ή μέσω άλλων προσώπων, βοήθεια, συνδρομή ή συμβουλές:

Νοείται ότι, η περίοδος των τριάντα (30) ημερών αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2021 για τις περιπτώσεις που παρείχαν, άμεσα ή μέσω άλλων προσώπων, βοήθεια, συνδρομή ή συμβουλές μεταξύ της 1ης Ιουλίου 2020 και της 31ης Δεκεμβρίου 2020.

(2) Σε περίπτωση ρυθμίσεων γενικής χρήσης, ο ενδιάμεσος έχει υποχρέωση υποβολής περιοδικής έκθεσης ανά τρίμηνο, διά της οποίας παρέχεται επικαιροποίηση πληροφοριών σχετικά με νέες δηλωτέες πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (δ), (ζ) και (η) του εδαφίου (13) οι οποίες κατέστησαν διαθέσιμες στο διάστημα που μεσολάβησε από την υποβολή της τελευταίας έκθεσης:

Νοείται ότι, η πρώτη περιοδική έκθεση υποβάλλεται μέχρι την 30ή Απριλίου 2021.

(3) Σε περίπτωση που ενδιάμεσος έχει υποχρέωση να υποβάλλει πληροφορίες σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις στις αρμόδιες αρχές περισσότερων του ενός κρατών μελών, οι πληροφορίες υποβάλλονται μόνο στο πρώτο κατά σειρά κράτος μέλος εκ των κάτωθι αναφερομένων:

(α) Στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται η φορολογική κατοικία του ενδιαμέσου·

(β) στο κράτος μέλος όπου ο ενδιάμεσος διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση, μέσω της οποίας παρέχονται οι υπηρεσίες που σχετίζονται με τη ρύθμιση·

(γ) στο κράτος μέλος όπου ο ενδιάμεσος έχει συσταθεί ή του οποίου η νομοθεσία τον διέπει·

(δ) στο κράτος μέλος όπου ο ενδιάμεσος έχει εγγραφεί σε μητρώο επαγγελματικής ένωσης για νομικές, φορολογικές ή συμβουλευτικές υπηρεσίες.

(4) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) συντρέχει υποχρέωση πολλαπλής υποβολής πληροφοριών, ο ενδιάμεσος απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής πληροφόρησης αν διαθέτει απόδειξη, σύμφωνα με το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι οι ίδιες πληροφορίες έχουν υποβληθεί σε άλλο κράτος μέλος.

(5)(α) Ανεξαρτήτως των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, ενδιάμεσος δεν έχει υποχρέωση να αποκαλύψει πληροφορίες που καλύπτονται από το αναγνωρισμένο κατά το νόμο επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου.

(β) Ενδιάμεσος που περιορίζεται από το αναγνωρισμένο κατά το νόμο επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου να υποβάλλει πληροφορίες σχετικά με τη δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση, απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής των εν λόγω πληροφοριών και έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει, εντός δέκα (10) ημερών, σε οποιονδήποτε άλλο ενδιάμεσο ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει άλλος ενδιάμεσος, στον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο τις υποχρεώσεις υποβολής πληροφοριών που υπέχει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6):

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου το αναγνωρισμένο κατά το νόμο επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο ενδιάμεσος είναι δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα ή Εταιρεία Δικηγόρων, ως ορίζονται στον περί Δικηγόρων Νόμο.

(γ) Η περίοδος των δέκα (10) ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο (β) υπολογίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), τηρουμένων των αναλογιών.

(6) Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ενδιάμεσος ή ο ενδιάμεσος γνωστοποιεί στον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο ή σε άλλον ενδιάμεσο την εφαρμογή απαλλαγής δυνάμει του εδαφίου (5), την υποχρέωση υποβολής πληροφοριών σχετικά με δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση υπέχει ο άλλος ενδιάμεσος στον οποίο απευθύνεται η γνωστοποίηση ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει άλλος ενδιάμεσος, ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος.

(7)(α) Ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος ο οποίος υπέχει υποχρέωσης υποβολής στοιχείων, υποβάλλει τις σχετικές πληροφορίες εντός τριάντα (30) ημερών, υπολογιζόμενων από την επομένη της ημέρας κατά την οποία η δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση κατέστη διαθέσιμη για εφαρμογή στον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο ή κατά την οποία η δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση είναι έτοιμη για εφαρμογή από τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο ή όταν το πρώτο βήμα προς την εφαρμογή της δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης έχει γίνει όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο, όποιο συμβεί πρώτο:

Νοείται ότι, η περίοδος των τριάντα (30) ημερών αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2021 όταν η δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση καθίσταται διαθέσιμη προς εφαρμογή ή είναι έτοιμη για εφαρμογή ή το πρώτο στάδιο της οποίας έχει γίνει μεταξύ της 1ης Ιουλίου 2020 και της 31ης Δεκεμβρίου 2020.

(β) Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενος φορολογούμενος υπέχει υποχρέωσης υποβολής πληροφοριών σχετικά με δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση στις αρμόδιες αρχές περισσότερων του ενός κρατών μελών, οι πληροφορίες υποβάλλονται μόνο στις αρμόδιες αρχές του πρώτου κατά σειρά κράτους μέλους εκ των κάτωθι αναφερόμενων:

(i) Του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η φορολογική κατοικία του ενδιαφερόμενου φορολογούμενου·

(ii) του κράτους μέλους όπου ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση η οποία επωφελείται από τη ρύθμιση·

(iii) του κράτους μέλους όπου ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος λαμβάνει εισόδημα ή παράγει κέρδη, παρόλο που ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος δεν διαθέτει φορολογική κατοικία ούτε μόνιμη εγκατάσταση σε κανένα κράτος μέλος·

(iv) του κράτους μέλους όπου ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος ασκεί μια δραστηριότητα, παρόλο που ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος δεν διαθέτει φορολογική κατοικία ούτε μόνιμη εγκατάσταση σε κανένα κράτος μέλος.

(8) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) συντρέχει υποχρέωση πολλαπλής υποβολής πληροφοριών, ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής των πληροφοριών εάν διαθέτει απόδειξη ότι οι ίδιες πληροφορίες έχουν υποβληθεί σε άλλο κράτος μέλος.

(9)(α) Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός ενδιάμεσοι, την υποχρέωση υποβολής πληροφοριών σχετικά με δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση υπέχουν όλοι οι ενδιάμεσοι που συμμετέχουν στη συγκεκριμένη δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση.

(β) Ενδιάμεσος απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής πληροφοριών μόνο εάν  διαθέτει απόδειξη, σύμφωνα με το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι οι ίδιες πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (13) έχουν ήδη υποβληθεί από άλλον ενδιάμεσο.

(10)(α) Σε περίπτωση που την υποχρέωση υποβολής πληροφοριών υπέχει ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος και υπάρχουν περισσότεροι του ενός ενδιαφερόμενοι φορολογούμενοι, ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος που υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) είναι ο πρώτος κατά σειρά από τους κάτωθι αναφερόμενους:

(i) Ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος που συμφώνησε τη δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση με τον ενδιάμεσο·

(ii) ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος που διαχειρίζεται την εφαρμογή της ρύθμισης.

(β) Ενδιαφερόμενος φορολογούμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής πληροφοριών μόνο εάν διαθέτει απόδειξη ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι ίδιες πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (13) έχουν ήδη υποβληθεί από άλλον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο.

(11) Οι ενδιάμεσοι και οι ενδιαφερόμενοι φορολογούμενοι υποβάλλουν μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 2021 πληροφορίες σχετικά με δηλωτέες διασυνο-ριακές ρυθμίσεις το πρώτο στάδιο των οποίων έχει γίνει μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2018 και της 30ής Ιουνίου 2020.

(12) Η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλονται οι πληροφορίες σύμφωνα με τα εδάφια (1) έως (11) κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (13) στις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18.

(13) Οι πληροφορίες που υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το παρόν άρθρο αντιστοιχούν στις πληροφορίες που κοινοποιούνται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εδάφιο (12) και περιλαμβάνουν, στον βαθμό που ισχύουν, τα ακόλουθα:

(α) Στοιχεία αναγνώρισης ενδιάμεσων και ενδιαφερόμενων φορολογουμένων, που περιλαμβάνουν το όνομα, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης (για φυσικά πρόσωπα), τη φορολογική κατοικία, τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου και, κατά περίπτωση, τα πρόσωπα που είναι συνδεδεμένες επιχειρήσεις με τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο·

(β) λεπτομερείς πληροφορίες για τα διακριτικά που αναφέρονται στο Παράρτημα IV και που καθιστούν δηλωτέα τη διασυνοριακή ρύθμιση·

(γ) σύνοψη του περιεχομένου της δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης, που να περιλαμβάνει αναφορά της ονομασίας της με την οποία είναι ευρέως γνωστή, εφόσον υπάρχει, και περιγραφή σε γενικούς όρους των σχετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή ρυθμίσεων, χωρίς να αποκαλύπτεται τυχόν εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή εμπορική διαδικασία ή πληροφορία της οποίας η γνωστοποίηση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη·

(δ) την ημερομηνία κατά την οποία το πρώτο βήμα προς την εφαρμογή της δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης έχει γίνει ή θα γίνει·

(ε) λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις νομοθετικές διατάξεις που συνιστούν τη βάση της δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης·

(στ) την αξία της δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης· 

(ζ) αναφορά του κράτους μέλους του ενδιαφερόμενου φορολογούμενου και τυχόν άλλων κρατών μελών που είναι πιθανό να αφορά η δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση·

(η) τα στοιχεία αναγνώρισης οποιουδήποτε άλλου προσώπου σε κράτος μέλος, που είναι πιθανόν να επηρεαστεί από τη δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση, με αναφορά των κρατών μελών με τα οποία συνδέεται το εν λόγω πρόσωπο.

(14) Η απουσία αντίδρασης από την αρμόδια αρχή ή άλλη φορολογική αρχή κράτους μέλους έναντι δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης δεν συνεπάγεται έγκριση της ισχύος ή της φορολογικής μεταχείρισης της εν λόγω ρύθμισης.

(15) Οι πληροφορίες που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (γ) και (η) του εδαφίου (13) δεν κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

(16) Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών διενεργείται εντός ενός μηνός από το τέλος του τριμήνου κατά το οποίο υποβάλλονται οι πληροφορίες και οι πρώτες πληροφορίες κοινοποιούνται μέχρι την 30ή Απριλίου 2021.

(17) Η αρμόδια αρχή, για σκοπούς βεβαίωσης κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, δύναται να απαιτεί με γραπτή ειδοποίηση και να λαμβάνει εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω ειδοποίησης, στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες από ενδιάμεσο ή από ενδιαφερόμενο φορολογούμενο.

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που υποβάλλονται από Δηλών Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας

7Ε.-(1)(α) Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας εφαρμόζει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και πληροί τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που ορίζονται στα Τμήματα II και III του Παραρτήματος V.

(β) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων και τη συμμόρφωση με αυτά βάσει του Τμήματος IV του Παραρτήματος V.

(2) Δυνάμει των εφαρμοστέων διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που περιλαμβάνονται στα Τμήματα II και ΙΙΙ του Παραρτήματος V, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία γνωστοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής και εντός της προβλεπόμενης στο εδάφιο (3) προθεσμίας, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου ο Δηλωτέος Πωλητής είναι κάτοικος, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο Δ του Τμήματος ΙΙ του Παραρτήματος V, και, όταν ο Δηλωτέος Πωλητής παρέχει υπηρεσίες μίσθωσης ακίνητης ιδιοκτησίας, σε κάθε περίπτωση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή:

(α) Tο όνομα, τη διεύθυνση της έδρας, τον ΑΦΤ και, κατά περίπτωση, τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (5), του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, καθώς και την εταιρική επωνυμία της πλατφόρμας για την οποία ή τις οποίες υποβάλλει στοιχεία ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας·

(β) το όνομα και το επώνυμο του Δηλωτέου Πωλητή, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο, και την επωνυμία του Δηλωτέου Πωλητή, ο οποίος είναι Οντότητα·

(γ) την Κύρια Διεύθυνση·

(δ) κάθε ΑΦΤ Δηλωτέου Πωλητή, περιλαμβανομένου κάθε κράτους μέλους έκδοσης, ή, ελλείψει ΑΦΤ, τον τόπο γέννησης του Δηλωτέου Πωλητή, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο·

(ε) τον αριθμό καταχώρισης επιχείρησης Δηλωτέου Πωλητή, ο οποίος είναι Οντότητα·

(στ) τον αριθμό μητρώου ΦΠΑ Δηλωτέου Πωλητή, εφόσον υπάρχει·

(ζ) την ημερομηνία γέννησης Δηλωτέου Πωλητή, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο·

(η) το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού στον οποίο καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής, κατά την έννοια του σημείου Δ του Τμήματος ΙΙ του Παραρτήματος V, δεν έχει ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών ότι δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού για τον σκοπό αυτό·

(θ) σε περίπτωση κατά την οποία είναι διαφορετικό από το όνομα του Δηλωτέου Πωλητή, επιπλέον του Αναγνωριστικού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του χρηματοοικονομικού λογαριασμού στον οποίο καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρηματοοικονομικής ταυτοποίησης που έχει στη διάθεσή του ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας σχετικά με τον εν λόγω δικαιούχο του λογαριασμού·

(ι) κάθε κράτος μέλος του οποίου ο Δηλωτέος Πωλητής είναι κάτοικος, όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο Δ του Τμήματος ΙΙ του Παραρτήματος V∙

(ια) το συνολικό Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς και τον αριθμό των Σχετικών Δραστηριοτήτων για τις οποίες καταβλήθηκε ή πιστώθηκε· και

(ιβ) τυχόν αμοιβές, προμήθειες ή φόρους που παρακρατήθηκαν ή χρεώθηκαν από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Δηλωτέος Πωλητής παρέχει υπηρεσίες μίσθωσης ακινήτων, γνωστοποιούνται οι ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες:

(α) Η διεύθυνση κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου, όπως καθορίζεται βάσει των διαδικασιών που προβλέπονται στο σημείο Ε του Τμήματος ΙΙ του Παραρτήματος V, καθώς και ο αριθμός πιστοποιητικού εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ή ο αντίστοιχός του βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου βρίσκεται, εάν είναι διαθέσιμος·

(β) το συνολικό Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς και ο αριθμός των Σχετικών Δραστηριοτήτων που παρασχέθηκαν για κάθε Καταχωρισμένο Ακίνητο· και

(γ) εάν είναι διαθέσιμος, ο αριθμός των ημερών μίσθωσης κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς και ο τύπος κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου.

(4) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) κοινοποίηση πραγματοποιείται με τη χρήση του προβλεπόμενου στο εδάφιο (6) του άρθρου 17 τυποποιημένου ηλεκτρονικού μορφότυπου εντός δύο (2) μηνών από τη λήξη της Περιόδου Αναφοράς την οποία αφορούν οι εφαρμοστέες απαιτήσεις υποβολής στοιχείων του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας:

Νοείται ότι, οι πρώτες πληροφορίες γνωστοποιούνται για τις Περιόδους Αναφοράς από την 1η Ιανουαρίου 2023.

(5)(α) Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, ο οποίος εμπίπτει στις διατάξεις της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V, καταχωρίζεται στην Ένωση και η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας χορηγεί σε αυτόν ατομικό αριθμό ταυτοποίησης.

(β) Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δύναται να επιλέξει να καταχωριστεί από την αρμόδια αρχή ενός μόνο κράτους μέλους σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στο σημείο Δ του Τμήματος IV του Παραρτήματος V κανόνες.

(γ) Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, ο οποίος εμπίπτει στις διατάξεις της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V, του οποίου η καταχώριση έχει ανακληθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 7 του σημείου Δ του Παραρτήματος V, δύναται να επανακαταχωριστεί, εφόσον παρέχει στη αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους  τις δέουσες εγγυήσεις όσον αφορά τις δεσμεύσεις του για συμμόρφωση με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων εντός της Ένωσης, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων εκκρεμών ανεκπλήρωτων απαιτήσεων υποβολής στοιχείων.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρείται Εξαιρούμενος Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας στην οποία παρασχέθηκε η απόδειξη σύμφωνα με την παράγραφο 3 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V πληροφορεί σχετικά τις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών, καθώς και σχετικά με τυχόν επακόλουθες αλλαγές.

Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών

8.-(1) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας παρέχει τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 πληροφορίες στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου κράτους μέλους που το αφορούν, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν η αρμοδία αρχή της Δημοκρατίας έχει λόγους να υποθέτει ότι υφίσταται απώλεια φόρων στο άλλο κράτος μέλος·

β) όταν ένα πρόσωπο απαλλάσσεται από τη φορολογία ή λαμβάνει μείωση φόρου στη Δημοκρατία και το γεγονός αυτό συνεπάγεται αύξηση φόρου ή υπαγωγή του προσώπου αυτού σε φόρο στο άλλο κράτος μέλος·

γ) όταν επιχειρηματικές δραστηριότητες μεταξύ προσώπου υποκείμενου σε φόρο στη Δημοκρατία και προσώπου που υπόκειται σε φορολογία σε άλλο κράτος μέλος, διεξάγονται μέσω μίας ή περισσότερων χωρών με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να συνεπάγεται μείωση φόρου στη Δημοκρατία, ή στο άλλο κράτος μέλος, ή και στα δυο·

δ) όταν η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας έχει λόγους να υποθέτει ότι υφίσταται μείωση φόρων λόγω εικονικής μεταφοράς κερδών εντός ομάδων επιχειρήσεων·

ε) όταν η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, έπειτα από πληροφορίες που έχουν χορηγηθεί σ’ αυτήν από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, συλλέξει πληροφορίες οι οποίες δύνανται να είναι χρήσιμες για τον προσδιορισμό του φόρου στο άλλο κράτος μέλος.

(2) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να παρέχει αυθόρμητα στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών κάθε πληροφορία την οποία γνωρίζει και η οποία ενδέχεται να είναι χρήσιμη στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

(3) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας παρέχει στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερομένου κράτους μέλους τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες το ταχύτερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός ενός μηνός από τη στιγμή που τις απέκτησε.

(4) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία επιβεβαιώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που παρείχε τις πληροφορίες, τη λήψη των εν λόγω πληροφοριών αμέσως και οπωσδήποτε εντός επτά (7) εργάσιμων ημερών, στο βαθμό που είναι δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα.

ΜΕΡΟΣ ΙΙI ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Παρουσία της αιτούσας αρχής σε διοικητικές υπηρεσίες και συμμετοχή της σε διοικητικές έρευνες

9.-(1) Για την ανταλλαγή των πληροφοριών που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας όπως εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί από το εν λόγω κράτος μέλος και σύμφωνα με τις διαδικαστικές ρυθμίσεις που ορίζει η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας-

(α) είναι παρόντες στα γραφεία στα οποία εκτελούν τα καθήκοντά τους οι διοικητικές αρχές της Δημοκρατίας·

(β) είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες που διεξάγονται στο έδαφος της Δημοκρατίας·

(γ) συμμετέχουν στις διοικητικές έρευνες που διενεργεί η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, κατά  περίπτωση.

(1Α)(α) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που υποβάλλει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) αίτημα, εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του, για την απόφασή της επί του αιτήματος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία απορρίψει το αίτημα, αιτιολογεί στην αιτούσα αρμόδια αρχή του κράτους μέλους την απόφασή της.

(β) Σε  περίπτωση  κατά την οποία οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι λειτουργοί της λαμβάνουσας την αίτηση αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία, παρέχονται στην αιτούσα αρχή αντίγραφα των εγγράφων.

(2) Αν οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι λειτουργοί της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής στη Δημοκρατία, αντίγραφα των εν λόγω εγγράφων παρέχονται στους λειτουργούς της αιτούσας αρχής.

(3) Λειτουργός της αιτούσας αρχής, ο οποίος είναι παρόντας κατά τη διάρκεια διοικητικής έρευνας ή συμμετέχει σε διοικητική έρευνα με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, δύναται να διενεργεί συνέντευξη με φυσικά πρόσωπα και να εξετάζει φακέλους, με την επιφύλαξη των διαδικαστικών ρυθμίσεων της αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία.

(4) Η άρνηση του προσώπου που υπόκειται σε έρευνα να συμμορφωθεί προς τα μέτρα ελέγχου των λειτουργών της αιτούσας αρχής αντιμετωπίζεται από τη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία ως άρνηση κατά των δικών της λειτουργών.

(5) Οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί της αιτούσας αρχής, οι οποίοι ενεργούν με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1) πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να είναι σε θέση να παρουσιάζουν γραπτή εξουσιοδότηση, στην οποία να αναφέρονται η ταυτότητά τους και η υπηρεσιακή ιδιότητά τους.

Ταυτόχρονοι έλεγχοι

10. Όταν η Δημοκρατία και ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη συμφωνήσουν να διενεργήσουν ταυτόχρονους ελέγχους στο έδαφός τους, για ένα ή περισσότερα πρόσωπα κοινού ή συμπληρωματικού ενδιαφέροντος για τη Δημοκρατία και για ένα ή περισσότερα από τα άλλα κράτη μέλη, με στόχο την ανταλλαγή των πληροφοριών που αποκτώνται από τους ελέγχους αυτούς, τότε ισχύουν τα ακόλουθα:

α) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ορίζει κατά τρόπο ανεξάρτητο, τα πρόσωπα έναντι των οποίων προτίθεται να προτείνει τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου. Ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών για τις περιπτώσεις για τις οποίες προτείνει τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου, αιτιολογώντας την επιλογή της και προσδιορίζει τη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας θα διενεργηθούν οι εν λόγω έλεγχοι·

β) η αρμόδια αρχή στην Δημοκρατία αποφασίζει κατά πόσο επιθυμεί να λάβει μέρος σε ταυτόχρονους ελέγχους. Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ενημερώνει την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους ή των άλλων κρατών μελών που πρότειναν τη διενέργεια ταυτόχρονων ελέγχων για την συμφωνία της να συμμετάσχει στους ταυτόχρονους ελέγχους ή τους ανακοινώνει την αιτιολογημένη άρνησή της για συμμετοχή εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία λήψης της πρότασης·

γ) η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ορίζει αντιπρόσωπο υπεύθυνο να επιβλέπει και να συντονίζει τον έλεγχο.

Διενέργεια κοινού ελέγχου

10Α.-(1) Η αρμόδια αρχή ενός ή περισσότερων κρατών μελών δύναται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας τη διενέργεια κοινού ελέγχου, η δε λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ενημερώνει την αιτούσα αρχή για την απόφασή της εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος:

Νοείται ότι, η λαμβάνουσα την αίτηση αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να απορρίψει το αίτημα για τη διενέργεια κοινού ελέγχου από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους εφόσον αιτιολογήσει την απόφασή της.

(2)(α) Οι κοινοί έλεγχοι διενεργούνται με πρότερη συμφωνία και συντονισμό, περιλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος κράτους μέλους, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικαστικές απαιτήσεις της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας και σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.

(β) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ορίζει εκπρόσωπο ο οποίος είναι υπεύθυνος να εποπτεύει και να συντονίζει τον κοινό έλεγχο στη Δημοκρατία.

(3)(α) Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των λειτουργών των κρατών μελών που συμμετέχουν στον κοινό έλεγχο, σε περίπτωση κατά την οποία είναι παρόντες σε δραστηριότητες κοινού ελέγχου που πραγματοποιούνται στη Δημοκρατία, καθορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.

(β) Λειτουργοί άλλου κράτους μέλους, ενόσω τηρούν τη νομοθεσία της Δημοκρατίας στην οποία διεξάγονται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου, δεν ασκούν εξουσίες που θα υπερέβαιναν το πεδίο των εξουσιών που τους εκχωρεί η νομοθεσία του κράτους μέλους τους.

(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου πραγματοποιούνται στη Δημοκρατία, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να-

(α) επιτρέπει στους λειτουργούς άλλων κρατών μελών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες του κοινού ελέγχου να διενεργούν συνεντεύξεις με φυσικά πρόσωπα και να εξετάζουν φακέλους μαζί με τους λειτουργούς της Δημοκρατίας, με την επιφύλαξη των διαδικαστικών ρυθμίσεων της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας·

(β) διασφαλίσει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων του κοινού ελέγχου δύναται να αξιολογούνται, μεταξύ άλλων και όσον αφορά το παραδεκτό τους, υπό τις ίδιες νομικές προϋποθέσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση ελέγχου που διενεργείται στη Δημοκρατία και στον οποίο συμμετέχουν μόνο οι λειτουργοί της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων ενδεχόμενης διαδικασίας καταγγελίας, επανεξέτασης ή προσφυγής· και

(γ) διασφαλίσει ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που υπόκεινται σε κοινό έλεγχο ή επηρεάζονται από αυτόν απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις όπως στην περίπτωση ελέγχου στον οποίο συμμετέχουν μόνο οι λειτουργοί της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων ενδεχόμενης διαδικασίας καταγγελίας, επανεξέτασης ή προσφυγής.

(5)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και οι αρμόδιες αρχές ενός ή περισσότερων κρατών μελών διενεργούν κοινό έλεγχο, επιδιώκουν να συμφωνήσουν για τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις που αφορούν στον κοινό έλεγχο και επιδιώκουν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη φορολογική κατάσταση του ελεγχόμενου προσώπου ή των ελεγχόμενων προσώπων βάσει των αποτελεσμάτων του κοινού ελέγχου.

(β) Οι διαπιστώσεις του κοινού ελέγχου ενσωματώνονται σε τελική έκθεση.

(γ) Τα θέματα επί των οποίων συμφωνούν η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και οι αρμόδιες αρχές ενός ή περισσότερων κρατών μελών αποτυπώνονται στην τελική έκθεση και λαμβάνονται υπόψη στις σχετικές πράξεις που εκδίδονται από την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών μετά τον κοινό έλεγχο.

(6) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5), οι πράξεις της αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία μετά από κοινό έλεγχο και ενδεχόμενες περαιτέρω διαδικασίες που διεξάγονται στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης απόφασης φορολογικών αρχών, σχετικής διαδικασίας προσφυγής ή διακανονισμού, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.

(7) Το ελεγχόμενο πρόσωπο ενημερώνεται για το αποτέλεσμα του κοινού ελέγχου, συνοδευόμενο από αντίγραφο της τελικής έκθεσης, εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία εκπόνησης της τελικής έκθεσης.

Αίτηση κοινοποίησης

11.-(1) Μετά από αίτηση της αιτούσας αρχής, η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία, κοινοποιεί στον παραλήπτη, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που ισχύουν για την κοινοποίηση αντίστοιχων πράξεων ή αποφάσεων στη Δημοκρατία, όλες τις πράξεις και αποφάσεις που προέρχονται από το κράτος μέλος της αιτούσας αρχής και αφορούν φόρο που αναφέρεται στο άρθρο 4.

(2) Η αίτηση κοινοποίησης, περιλαμβάνει το αντικείμενο της πράξης ή της απόφασης προς κοινοποίηση και διευκρινίζει το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρήσιμη για την εξακρίβωση της ταυτότητάς του.

(3) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία πληροφορεί αμέσως την αιτούσα αρχή όσον αφορά τις ενέργειες που έγιναν σε σχέση με την αίτηση για κοινοποίηση και ειδικότερα αναφορικά με την ημερομηνία κατά την οποία η πράξη ή η απόφαση κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη.

(4) Η αιτούσα αρχή στη Δημοκρατία υποβάλλει αίτηση κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο αυτό, μόνο όταν δεν είναι σε θέση να κοινοποιήσει με βάση τους κανόνες και νόμους που διέπουν την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων στη Δημοκρατία ή όταν η κοινοποίηση θα δημιουργούσε δυσανάλογες δυσχέρειες. Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να κοινοποιεί κάθε έγγραφο με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά απευθείας σε ένα πρόσωπο εντός της επικράτειας άλλου κράτους μέλους.

Ανατροφοδότηση

12.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας παρέχει πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 6 ή 8, δύναται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που τις παρέλαβε να της αποστείλει σχετική ανατροφοδότηση. Σε περίπτωση που ζητείται ανατροφοδότηση, η αρχή που παρέλαβε τις σχετικές πληροφορίες αποστέλλει, με την επιφύλαξη των κανόνων φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που εφαρμόζονται ανάλογα με την περίπτωση, την ανατροφοδότηση προς την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία που παρείχε τις πληροφορίες, το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίηση της έκβασης της χρησιμοποίησης των ζητούμενων πληροφοριών.

(2) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας στέλλει ετησίως προς τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ανατροφοδότηση σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με πρακτικές ρυθμίσεις που συμφωνούνται διμερώς.

ΜΕΡΟΣ IV ΟΡΟΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Γνωστοποίηση πληροφοριών και εγγράφων

13.-(1) Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στη Δημοκρατία από ένα άλλο κράτος μέλος υπό οποιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και τυγχάνουν της προστασίας που προβλέπεται για τέτοιου είδους πληροφορίες από τις νομοθετικές, κανονιστικές διατάξεις και τις διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στη Δημοκρατία.

(2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να χρησιμοποιούνται ως ακολούθως:

(α)  Για την αξιολόγηση, εφαρμογή και επιβολή της νομοθεσίας της Δημοκρατίας αναφορικά με τους φόρους που καλύπτονται από το άρθρο 4, τον ΦΠΑ και με άλλους έμμεσους φόρους∙

(β) για τον προσδιορισμό και την επιβολή άλλων φόρων και δασμών που καλύπτονται από το άρθρο 4 του περί Αμοιβαίας Συνδρομής για την Είσπραξη Απαιτήσεων Σχετικών με Φόρους, Δασμούς και Άλλα Μέτρα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καθώς και για τον προσδιορισμό και την επιβολή υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης·

(γ) σε περίπτωση δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας που ενδέχεται να επισύρει κυρώσεις, όταν η διαδικασία αυτή κινείται κατόπιν παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, χωρίς να επηρεάζονται οι γενικοί κανόνες και διατάξεις που διέπουν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και των μαρτύρων σε τέτοια διαδικασία.

(3) Με την άδεια της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας η οποία γνωστοποιεί πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής που λαμβάνει τις πληροφορίες, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στο εδάφιο (2). Η άδεια αυτή χορηγείται εάν οι πληροφορίες δύνανται να χρησιμοποιηθούν για παρόμοιους σκοπούς στη Δημοκρατία.

(3Α) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών κατάλογο των σκοπών για τους οποίους, σύμφωνα με την εθνική της νομοθεσία, δύναται να χρησιμοποιούνται πληροφορίες και έγγραφα, εξαιρουμένων των αναφερομένων στο εδάφιο (2), η δε αρμόδια αρχή που λαμβάνει πληροφορίες και έγγραφα δύναται να χρησιμοποιεί τις ληφθείσες πληροφορίες και έγγραφα χωρίς την προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) άδεια για οποιονδήποτε από τους σκοπούς που αναφέρονται στον κατάλογο της αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία.

(4) Όταν η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία θεωρεί ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους ενδέχεται να είναι χρήσιμες για τους σκοπούς που αναφέρονται στο εδάφιο (2) στην αρμόδια αρχή τρίτου κράτους μέλους, δύναται να τις διαβιβάζει σε αυτήν την τελευταία αρμόδια αρχή, νοουμένου ότι η διαβίβαση αυτή είναι σύμφωνη με τους κανόνες και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο. Σε τέτοια περίπτωση, η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες σχετικά με την πρόθεσή της να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες σε τρίτο κράτος μέλος. Το κράτος μέλος από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες δύναται να προβάλει αντίρρηση για τη γνωστοποίηση των πληροφοριών εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε την ενημέρωση από τη Δημοκρατία που επιθυμεί να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες:

Νοείται ότι, η άδεια για τη χρησιμοποίηση κατά το εδάφιο (3) πληροφοριών, οι οποίες έχουν διαβιβαστεί σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δύναται να χορηγηθεί μόνο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες.

(5) Όλες οι αρμόδιες αρχές στη Δημοκρατία, δύνανται να επικαλούνται πληροφορίες, εκθέσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο, ή επικυρωμένα γνήσια αντίγραφα ή αποσπάσματά αυτών, που έχουν γνωστοποιηθεί στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ως αποδεικτικά στοιχεία υπό τους ίδιους όρους που επικαλούνται παρόμοιες πληροφορίες, εκθέσεις, δηλώσεις και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, τα οποία παρέχονται από μια άλλη αρχή της Δημοκρατίας.

(6) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (1) έως (4), οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Γ, χρησιμοποιούνται για σκοπούς αξιολόγησης υψηλών κινδύνων σε σχέση με τις τιμές μεταβίβασης και άλλων κινδύνων σε σχέση με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μετατόπιση κερδών, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης του κινδύνου μη συμμόρφωσης μελών του Ομίλου ΠΕ με τους εφαρμοστέους κανόνες για τις τιμές μεταβίβασης και κατά περίπτωση για οικονομικές και στατιστικές αναλύσεις· οι διορθώσεις των τιμών μεταβίβασης από τις φορολογικές αρχές του κράτους μέλους παραλαβής δεν βασίζονται στις πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Γ:

Νοείται ότι, ανεξαρτήτως των πιο πάνω, κανένας περιορισμός δεν υφίσταται ως προς τη χρήση των πληροφοριών που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Γ, ως βάσης για την πραγματοποίηση περαιτέρω ερευνών όσον αφορά στις ρυθμίσεις του Ομίλου ΠΕ για τις τιμές μεταβίβασης ή όσον αφορά άλλα φορολογικά θέματα στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές στο φορολογητέο εισόδημα μιας Συνιστώσας Οντότητας.

Όρια

14.-(1) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία παρέχει στην αιτούσα αρχή τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 με την προϋπόθεση ότι η αιτούσα αρχή έχει εξαντλήσει τις δικές της συνήθεις διαδικασίες για την εξασφάλιση των πληροφοριών, τις οποίες θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να χρησιμοποιήσει για να αποκτήσει τις αιτούμενες πληροφορίες, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος διακύβευσης της επίτευξης του στόχου της.

(2) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία δεν υποχρεούται να διεξάγει έρευνες ή να κοινοποιήσει πληροφορίες, εάν η ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία δεν της επιτρέπει να διεξάγει τέτοιες έρευνες ή να συγκεντρώνει τις αιτούμενες πληροφορίες για δικούς της σκοπούς.

(3) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία δύναται να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών, όταν η αιτούσα αρχή δεν είναι σε θέση, για νομικούς λόγους, να παρέχει στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας παρόμοιες πληροφορίες.

(4) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία δύναται να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών σε περίπτωση που τέτοια παροχή θα οδηγούσε στην αποκάλυψη εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού μυστικού ή εμπορικής μεθόδου ή πληροφορίας, των οποίων η κοινολόγηση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.

(5) Η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία πληροφορεί την αιτούσα αρχή για τους λόγους άρνησης της να ικανοποιήσει αίτηση πληροφοριών.

Υποχρεώσεις

15.-(1) Η Δημοκρατία όταν λαμβάνει αίτηση για πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, θα χρησιμοποιεί τα μέτρα τα οποία διαθέτει για συλλογή πληροφοριών, για να εξασφαλίσει τις αιτούμενες πληροφορίες, ακόμα και αν η Δημοκρατία δεν χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για δικούς της φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση αυτή ισχύει με την επιφύλαξη των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 14, η επίκληση των οποίων δε μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθεί ότι επιτρέπει στη Δημοκρατία να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνο επειδή η Δημοκρατία δεν έχει εσωτερικό συμφέρον στις πληροφορίες αυτές.

(2) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (4) του άρθρο 14, σε καμία περίπτωση ερμηνεύονται ότι επιτρέπουν στη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή στη Δημοκρατία να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνο επειδή κάτοχος των πληροφοριών αυτών είναι τράπεζα, άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή πρόσωπο που ενεργεί ως πράκτορας ή υπό εχέμυθη ιδιότητα ή επειδή οι πληροφορίες αφορούν ιδιοκτησιακά συμφέροντα προσώπου.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), η Δημοκρατία δύναται να αρνηθεί την παροχή της αιτούμενης πληροφορίας όταν η εν λόγω πληροφορία αφορά φορολογικές περιόδους προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 2011 και όταν η παροχή τέτοιας πληροφορίας θα μπορούσε να έχει απορριφθεί βάσει του άρθρου 6 (β) του περί Αμοιβαίας Συνδρομής των Αρμόδιων Φορολογικών Αρχών των Κρατών Μελών στον Τομέα των Άμεσων Φόρων, και των Φόρων Επί των Ασφαλίστρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, αν είχε ζητηθεί πριν από την 11η Μαρτίου 2011.

Επέκταση της ευρύτερης συνεργασίας που παρέχεται σε τρίτη χώρα

16. Όταν η Δημοκρατία παρέχει προς τρίτη χώρα συνεργασία ευρύτερη από αυτήν που προβλέπει ο παρών Νόμος, η Δημοκρατία δεν μπορεί να αρνηθεί την παροχή εξίσου ευρείας συνεργασίας προς οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος που επιθυμεί να συμμετάσχει στην ευρύτερη αυτή αμοιβαία συνεργασία με τη Δημοκρατία.

Τυποποιημένα έντυπα και ηλεκτρονικοί μορφότυποι

17.-(1) Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών και διεξαγωγής διοικητικών ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 6 και οι απαντήσεις τους, η αποδοχή παραλαβής τους, το αίτημα επιπρόσθετων πληροφοριών, η αδυναμία ή η άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 6, αποστέλλονται, όπου είναι δυνατό, με χρήση τυποποιημένων εντύπων τα οποία εγκρίνει η Επιτροπή.

(2) Τα τυποποιημένα έντυπα είναι δυνατό να συνοδεύονται από εκθέσεις, δηλώσεις και λοιπά έγγραφα ή πιστοποιημένα αντίγραφα ή αποσπάσματά τους.

(3) Η αιτούσα αρχή στη Δημοκρατία πρέπει να παρέχει στο τυποποιημένο έντυπο τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) Τα στοιχεία ταυτοποίησης του προσώπου που υπόκειται στην εξέταση ή έρευνα και, σε περίπτωση ομαδοποιημένων αιτημάτων, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 6Α, λεπτομερή περιγραφή της ομάδας·

β) το φορολογικό σκοπό για τον οποίο ζητούνται οι πληροφορίες.

(4) Η αιτούσα αρχή στη Δημοκρατία δύναται, στο βαθμό που γνωρίζει και σύμφωνα με τις διεθνείς εξελίξεις, να παρέχει το όνομα και τη διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου που πιστεύει ότι έχει στην κατοχή του τις αιτούμενες πληροφορίες, καθώς και οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο δύναται να διευκολύνει τη συλλογή των πληροφοριών από τη λαμβάνουσα αρχή.

(5) Οι αυθόρμητα παρεχόμενες πληροφορίες και η αποδοχή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, τα αιτήματα διοικητικών κοινοποιήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, οι πληροφορίες ανατροφοδότησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 και οι κοινοποιήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (3), (3Α) και (4) του άρθρου 13 και του εδαφίου (2) του άρθρου 21 αποστέλλονται μέσω των τυποποιημένων εντύπων που εγκρίνει η Επιτροπή.

(6) Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 7Ε πραγματοποιείται χρησιμοποιώντας τυποποιημένο μηχανογραφημένο μορφότυπο, ο οποίος έχει στόχο τη διευκόλυνση της αυτόματης ανταλλαγής και εγκρίνεται από την Επιτροπή.

(7)(α) Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με-

(i) τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7Α· και

(ii) τις δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις δυνάμει του άρθρου 7Δ,

διενεργείται με τη χρήση τυποποιημένων εντύπων που εγκρίνει η Επιτροπή, περιλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, τα οποία περιλαμβάνουν μόνο τα στοιχεία που προβλέπονται στο εδάφιο (8) του άρθρου 7Α και στο εδάφιο (13) του άρθρου 7Δ για την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και τα άλλα σχετικά πεδία που συνδέονται με τα στοιχεία αυτά και απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 7Α και 7Δ, αντίστοιχα.

(β) Η γνωστοποίηση των πληροφοριών που αναφέρεται στα άρθρα 7Α και 7Δ δύναται να πραγματοποιηθεί σε οποιεσδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης· η Επιτροπή δύναται να καθορίσει γλωσσικές ρυθμίσεις οι οποίες προβλέπουν ότι τα βασικά στοιχεία των πληροφοριών αποστέλλονται επίσης σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(8) Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την έκθεση ανά χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Γ, αποστέλλεται κατά τον τύπο του εντύπου που προβλέπεται στους Πίνακες 1, 2 και 3 του Τμήματος ΙΙΙ του Παραρτήματος ΙΙΙ.

Πρακτικές ρυθμίσεις

18.-(1) Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο πρέπει να παρέχονται, όπου είναι δυνατό, με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας το δίκτυο CCN:

Νοείται ότι, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Γ και του άρθρου 7Δ παρέχονται μόνο με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας το δίκτυο CCN.

(2)(α) Η Δημοκρατία είναι υπεύθυνη για κάθε ανάπτυξη των συστημάτων της, η οποία απαιτείται προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανταλλαγή των πληροφοριών αυτών μέσω του δικτύου CCN, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας των συστημάτων της.

(β) Κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο ειδοποιείται από την αρμόδια αρχή ή από το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, υπηρεσία ή οργανισμό που τηρεί δεδομένα του Δηλωτέου Προσώπου σε περίπτωση παραβίασης ασφάλειας που αφορά τα δεδομένα του προσώπου αυτού, όταν η παραβίαση αυτή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων ή του ιδιωτικού του βίου.

(3) Η Δημοκρατία παραιτείται από κάθε αξίωση επιστροφής δαπανών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένων, όπου απαιτείται, των αμοιβών εμπειρογνωμόνων.

(4) Οι αιτήσεις συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων κοινοποίησης και τα συνημμένα έγγραφα είναι δυνατό να συντάσσονται σε οποιαδήποτε γλώσσα συμφωνούν μεταξύ τους η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή και η αιτούσα αρχή:

Νοείται ότι, οι αιτήσεις αυτές συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή δηλώνει το λόγο για τον οποίο ζητά μετάφραση.

(5) Πρόσωπα που είναι δεόντως διαπιστευμένα από την Αρχή Διαπίστευσης Ασφαλείας της Επιτροπής επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για σκοπούς διατήρησης, συντήρησης και ανάπτυξης του ευρετηρίου που προβλέπεται στο Άρθρο 21, παράγραφος (5) της Οδηγίας 2011/16/ΕΚ όπως έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία (ΕΕ) 2018/822 και του δικτύου CCN.

(6) Η αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο ευρετήριο που θα τεθεί σε λειτουργία σύμφωνα με το Άρθρο 21, παράγραφος 5 της Οδηγίας 2011/16ΕΚ, όπως έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία (ΕΕ) 2018/822.

ΜΕΡΟΣ V ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ειδικές υποχρεώσεις

19. Η Δημοκρατία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

(α) να διασφαλίζει την πρόσβαση των φορολογικών αρχών στους μηχανισμούς, τις διαδικασίες, τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 61, 61Α, 61Γ, 61Δ και 68 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου·

β) να εξασφαλίζει άμεση συνεργασία με τις αρχές των άλλων κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 5·

γ) να διασφαλίζει την ομαλή εκτέλεση των διαδικασιών διοικητικής συνεργασίας τις οποίες προβλέπει ο παρών Νόμος.

Αξιολόγηση

20.-(1) Η Δημοκρατία και η Επιτροπή εξετάζουν και αξιολογούν τη λειτουργία της διοικητικής συνεργασίας την οποία προβλέπει ο παρών Νόμος.

(2) Η Δημοκρατία κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε σχετική πληροφορία, αναγκαία για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διοικητικής συνεργασίας, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, όσον αφορά τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή.

(3) Η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στα άρθρα 7, 7Α, 7Γ και 7Δ και των πρακτικών αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί.

(4) Η Δημοκρατία θα παρέχει, για σκοπούς αξιολόγησης του παρόντος Νόμου, τα στατιστικά στοιχεία που θα αναφέρονται σε κατάλογο που θα συντάξει η Επιτροπή.

(5) [Διαγράφηκε].

ΜΕΡΟΣ VI ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

21.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας λαμβάνει από τρίτη χώρα πληροφορίες οι οποίες πιθανόν να αφορούν την εφαρμογή και την επιβολή της νομοθεσίας που ισχύει στη Δημοκρατία σχετικά με τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 4, η Δημοκρατία δύναται, εφόσον αυτό επιτρέπεται βάση συμφωνίας με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, να παρέχει τις πληροφορίες αυτές σε αρμόδια αρχή κράτους μέλους για την οποία ενδέχεται να είναι χρήσιμες και σε όλες τις αιτούσες αρχές που το ζητούν.

(2) Η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας επιτρέπεται να γνωστοποιεί σε τρίτες χώρες, τηρουμένων των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, πληροφορίες τις οποίες αποκτά με βάση τον παρόντα Νόμο, εφόσον τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προέρχονται οι πληροφορίες έχει συναινέσει για τη γνωστοποίησή τους·

(β) η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα έχει δεσμευθεί να παράσχει την απαιτούμενη συνεργασία για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την παράτυπη ή παράνομη φύση των συναλλαγών, οι οποίες φαίνεται ότι συνιστούν παραβίαση ή κατάχρηση της φορολογικής νομοθεσίας.

ΜΕΡΟΣ VII ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΥ
Προστασία δεδομένων

22.(1) Η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου υπόκειται στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679:

Νοείται ότι, για σκοπούς ορθής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η έκταση των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του Άρθρου 13, του Άρθρου 14, παράγραφος 1 και του Άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 περιορίζεται στον βαθμό και στην έκταση που ο περιορισμός τους συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο για τη διασφάλιση σημαντικών στόχων γενικού δημοσίου συμφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους, επί σημαντικών οικονομικών ή χρηματοοικονομικών, νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων:

Νοείται περαιτέρω ότι, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία αποφασίζει τον περιορισμό των εν λόγω υποχρεώσεων και δικαιωμάτων τεκμηριώνοντας την απόφασή της, την οποία θέτει στη διάθεση του Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εφόσον ζητηθεί.

(2) Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, οι ενδιάμεσοι, οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων όταν, ενεργώντας μεμονωμένα ή από κοινού, καθορίζουν τους σκοπούς και τα μέσα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας των Φυσικών Προσώπων έναντι της Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

(3)(α)Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1), Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, ενδιάμεσος ή Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας υπό τη δικαιοδοσία της Δημοκρατίας, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο ότι οι πληροφορίες που το αφορούν συλλέγονται και διαβιβάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(β) Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, ενδιάμεσος ή  Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας παρέχει σε κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο όλες τις πληροφορίες που το πρόσωπο δικαιούται να λάβει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων, ώστε να έχει επαρκή χρόνο να ασκήσει τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων του και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την υποβολή των πληροφοριών.

(γ) Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στην παράγραφο (β), Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ενημερώνει τον Δηλωτέο Πωλητή για το δηλωθέν Αντίτιμο.

(4) Οι πληροφορίες που υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου και, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.

(5)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία σημειωθεί παραβίαση δεδομένων, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία αναφέρει την παραβίαση δεδομένων και κάθε επακόλουθη διορθωτική ενέργεια στην Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

(β) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να αναστείλει την ανταλλαγή πληροφοριών με κράτος μέλος ή κράτη μέλη όπου σημειώθηκε η παραβίαση δεδομένων, ειδοποιώντας γραπτώς την Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η δε αναστολή έχει άμεση ισχύ.

(γ) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ερευνά, περιορίζει και διορθώνει την παραβίαση δεδομένων και, σε περίπτωση κατά την οποία η παραβίαση των δεδομένων δεν δύναται να περιοριστεί αμέσως και καταλλήλως, ζητά, ενημερώνοντας εγγράφως την Επιτροπή, την αναστολή της πρόσβασης στο CCN σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Αποτελεσματική εφαρμογή

22Α.-(1) Τα Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα, πρόσωπα ή ενδιάμεσοι οφείλουν να μην καταστρατηγούν τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, περιλαμβανομένης της διαδικασίας αυτοπιστοποίησης.

(2)(α) Τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα οφείλουν να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται για τήρηση των διαδικασιών που προβλέπονται στο εδάφιο (1) και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα γιατην πρόσβαση στα αρχεία αυτά.

(β) Τα αρχεία τα οποία τηρούνται με βάση την παράγραφο (α), τηρούνται για περίοδο τουλάχιστον πέντε (5) ετών και η περίοδος αυτή αρχίζει από το τέλος του αναφερόμενου στα στοιχεία έτους.

(3) Ο Υπουργός δύναται να καθορίζει, με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τα ακόλουθα:

(α) Τον τύπο και τη διαδικασία εγγραφής που προβλέπεται στο εδάφιο (3Β) του άρθρου 7·

(β) τη διαδικασία και τον χρόνο υποβολής των στοιχείων που υποβάλλουν τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα δυνάμει του εδαφίου (3Α) του άρθρου 7.

Μέτρα κατά της αποφυγής

22Β. Σε περίπτωση που Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, πρόσωπο ή ενδιάμεσος προβαίνει σε συναλλαγές ή πράξεις, κύριος σκοπός, ή ένας από τους κύριους σκοπούς των οποίων είναι η αποφυγή οποιωνδήποτε υποχρεώσεων απορρέουν από τον παρόντα Νόμο, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου θα εφαρμόζονται ως εάν τέτοιες συναλλαγές ή πράξεις δεν έχουν πραγματοποιηθεί.

Πρόσβαση στις πληροφορίες

22Γ. Η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου δύναται να απαιτεί και να λαμβάνει σε οποιαδήποτε μορφή, από οποιοδήποτε πρόσωπο, βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία ή πληροφορίες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο, την κατοχή, διάθεση ή δικαιοδοσία του προσώπου αυτού:

Νοείται ότι ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, η αρμόδια αρχή δύναται να έχει πρόσβαση στους μηχανισμούς, στις διαδικασίες, στα έγγραφα και στις πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 61, 61Α, 61Β και 68 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

Κυρώσεις

22Δ.-(1) Σε περίπτωση που Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, πρόσωπο, ή ενδιάμεσος καταστρατηγεί με οποιοδήποτε τρόπο την υποχρέωση που υπέχει δυνάμει του άρθρου 22Α(1), η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000).

(2) Σε περίπτωση που Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα παραβιάσει την υποχρέωσή του δυνάμει του άρθρου 22Α(2), η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500).

(3) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να παρέχει την πρόσβαση στις πληροφορίες η οποία  απαιτείται δυνάμει του άρθρου 22Γ, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι πεντακόσια ευρώ (€500).

(4) Η αρμόδια αρχή κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της για επιβολή διοικητικών προστίμων λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα των παραβιάσεων που αναφέρονται στα εδάφια (1) έως (3).

(5) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο δεν καταβάλλει το διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται δυνάμει των εδαφίων (1) έως (3) ή συνεχίζει τις παραβάσεις, οι οποίες αναφέρονται στα εδάφια (1) έως (3), η αρμόδια αρχή δύναται να αυξήσει το ποσό του εν λόγω διοικητικού προστίμου, το οποίο όμως δε δύναται να υπερβαίνει το ποσό των είκοσιχιλιάδων ευρώ (€20.000).

(6) Σε περίπτωση που Αναφέρουσα Οντότητα ή Συνιστώσα Οντότητα Ομίλου ΠΕ παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή καταστρατηγεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του άρθρου 50Δ του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου.

(7)(α)(i) Σε περίπτωση που ενδιάμεσος ή ενδιαφερόμενος φορολογούμενος παραλείπει να υποβάλει πληροφορίες για δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση, ως η υποχρέωσή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Δ, η αρμόδια αρχή δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) και είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).

(ii) Σε περίπτωση που ενδιάμεσος ή ενδιαφερόμενος φορολογούμενος καθυστερεί να υποβάλει πληροφορίες για δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση μέχρι και ενενήντα (90) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία που έχει υποχρέωση να υποβάλει τέτοιες πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Δ, η αρμόδια αρχή δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ χίλια ευρώ (€1.000) και πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) και, σε περίπτωση που η καθυστέρηση υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημερολογιακές ημέρες, η αρμόδια αρχή δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) και είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).

(iii) Σε περίπτωση που ενδιάμεσος απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής πληροφοριών για δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση και δεν γνωστοποιεί την εφαρμογή της εν λόγω απαλλαγής στον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο ή σε άλλον ενδιάμεσο για να υποβληθούν οι πληροφορίες από αυτούς, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει  στον ενδιάμεσο που απαλλάσσεται διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) και είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).

(iv) Σε περίπτωση που ενδιάμεσος απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής πληροφοριών για δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση και καθυστερεί να γνωστοποιήσει, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 7Δ, την εφαρμογή της εν λόγω απαλλαγής στον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο ή σε άλλον ενδιάμεσο για να υποβληθούν οι πληροφορίες από αυτούς, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει στον ενδιάμεσο που απαλλάσσεται διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ χίλια (€1.000) και πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) και, σε περίπτωση που η καθυστέρηση υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημερολογιακές ημέρες, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) και είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).

(v) Στην περίπτωση που ενδιάμεσος ή ενδιαφερόμενος φορολογούμενος υποβάλλει ελλιπή ή ψευδή πληροφορία αναφορικά με δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση, η αρμόδια αρχή  δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ χίλια ευρώ (€1.000) και δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).

(vi) Σε περίπτωση που ενδιάμεσος ή ενδιαφερόμενος φορολογούμενος δεν υποβάλλει στοιχεία, έγγραφα και πληροφόρηση που απαιτούνται από την αρμόδια αρχή εντός της προθεσμίας, σύμφωνα με το εδάφιο (17) του άρθρου 7Δ, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται μεταξύ χίλια ευρώ (€1.000) μέχρι δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο δεν καταβάλει το διοικητικό πρόστιμο το οποίο του επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου ή συνεχίζει την παράβαση για την οποία επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να αυξήσει το ποσό του διοικητικού προστίμου, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).

(7Α)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν επιβάλλει τις απαιτήσεις συλλογής και επαλήθευσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο Α του Τμήματος IV του Παραρτήματος V, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000).

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας παραβιάσει την προβλε-πόμενη στο σημείο Β του Τμήματος IV του Παραρτήματος V υποχρέωση, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000).

(γ) Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας υποβάλλει ελλιπή ή ανακριβή στοιχεία σε σχέση με την προβλεπόμενη στο Τμήμα ΙΙΙ του Παραρτήματος V υποχρέωσή του, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000).

(δ) Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση καταχώρισής του ή η καταχώρισή του έχει ανακληθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 7 του σημείου Δ του Τμήματος IV του Παραρτήματος V, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000).

(ε)Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας παραλείπει να ενημερώσει τον Δηλωτέο Πωλητή για το δηλωθέν Αντίτιμο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 22, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000).

(7Β)(α) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία, προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ειδοποιεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή της, ενημερώνοντάς το για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντάς του το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης.

(β) Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία, αφού λάβει υπόψη τυχόν γραπτές παραστάσεις του επηρεαζόμενου προσώπου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της, την οποία κοινοποιεί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.

(γ) Η απόφαση της αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της, καθορίζει την παράβαση για την οποία επιβάλλεται το διοικητικό πρόστιμο και πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο-

(i) για το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση είτε με ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22Ε είτε με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου. και

(ii) για τις προθεσμίες εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i).

(8) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 22Ε, το διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου εισπράττεται ως αστικό χρέος στη Δημοκρατία.

Ιεραρχική προσφυγή

22Ε.-(1) Πρόσωπο, στο οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων  του άρθρου  22Δ, δικαιούται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτό της απόφασης περί επιβολής του διοικητικού προστίμου να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο, αιτούμενο την αναθεώρηση της απόφασης:

Νοείται ότι, το βάρος της απόδειξης ότι το διοικητικό πρόστιμο για το οποίο ασκείται ιεραρχική προσφυγή είναι υπερβολικό φέρει ο αιτητής.

(2) Για σκοπούς εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής από το Εφοριακό Συμβούλιο εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των εδαφίων (3), (4), (5) και (6) του άρθρου 20Α του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου.

(3) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή εφόσον παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών (75) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή του διοικητικού προστίμου στο επηρεαζόμενο πρόσωπο ή σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου από την ημερομηνία διαβίβασης της απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου επί της ιεραρχικής προσφυγής.

(4) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά το παρόν εδάφιο επιβαλλόμενου από την αρμόδια αρχή διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Εμπιστευτικότητα πληροφοριών

22ΣΤ.-(1)(α) Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20, καθώς και οποιαδήποτε έκθεση ή έγγραφο που συντάσσεται από την Επιτροπή με βάση τις πληροφορίες αυτές, δύναται να διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη.

(β) Οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο (α) καλύπτονται από την υποχρέωση υπηρεσιακού απορρήτου και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους το οποίο τις λαμβάνει.

(2) Οι εκθέσεις και τα έγγραφα που συντάσσονται από την Επιτροπή και αναφέρονται στο εδάφιο (1) επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται μόνον για λόγους ανάλυσης και δεν δημοσιοποιούνται, ούτε καθίστανται διαθέσιμα σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή φορέα χωρίς τη ρητή συμφωνία της Επιτροπής.

Έκδοση Υπουργικού Διατάγματος

22Ζ. Ο Υπουργός Οικονομικών καθορίζει με Διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τον τρόπο εφαρμογής και ρύθμισης θεμάτων που προκύπτουν από το άρθρο 7Δ και το εδάφιο (7) του άρθρου 22Δ.

Γνωστοποιήσεις

23. Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει Γνωστοποιήσεις, που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Κατάργηση και μεταβατικές διατάξεις

24. Οι περί Αμοιβαίας Συνδρομής των Αρμόδιων Φορολογικών Αρχών των Κρατών Μελών στον Τομέα των Άμεσων Φόρων, και των Φόρων Επί των Ασφαλίστρων Νόμου του 2004 και 2005, καταργούνται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, η συνέχεια της νομοθεσίας δεν επηρεάζεται από την αντικατάσταση του καταργηθέντος Νόμου από τον παρόντα Νόμο.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

25. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013, εκτός από το άρθρο 7 το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

Στο παρόν Παράρτημα ορίζονται οι κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που πρέπει να εφαρμόζουν τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα, ώστε η Δημοκρατία να μπορεί να κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 7(3Α) του παρόντος Νόμου και περιγράφονται οι κανόνες που η Δημοκρατία πρέπει να τηρεί και οι διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθεί, ώστε να διασφαλίζεται ηαποτελεσματική εφαρμογή των παρακάτω διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

 

 

ΤΜΗΜΑ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων Γ έως Ε, κάθε Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα παρέχει στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό:

1. Το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας, τον/τους Αριθμό Φορολογικής Ταυτότητας (ΑΦΤ) και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, στην περίπτωση φυσικού προσώπου, κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και, στην περίπτωση Οντότητας η οποία είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και για την οποία, κατόπιν εφαρμογής των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας κατά τα Τμήματα V, VI και VII, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την ονομασία, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η και , εάν υπάρχει, άλλη/ες δικαιοδοσία/ες κατοικίας του και τον/τους ΑΦΤ της Οντότητας, καθώς και το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/η μέλος/η κατοικίας, τον/τους ΑΦΤ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου·

2. τον αριθμό λογαριασμού ή λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού·

3. την επωνυμία και τον αριθμό ταυτοποίησης, εάν υπάρχει, του Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος·

4. το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού, περιλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή της Σύμβασης Ετήσιων Αποζημιώσεων, της Αξίας Εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς σε περίπτωση πρόωρης λύσης του συμβολαίου, στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους ή της εν λόγω περιόδου·

5.  σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:

(α) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό ή σε σχέση με τον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων· και

(β) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων τα οποία καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στο λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου δήλωσης στοιχείων και για τα οποία το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή διαφορετικά ως αντιπρόσωπος του Δικαιούχου Λογαριασμού.

6. σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων· και

7. σε περίπτωση λογαριασμού που δεν ορίζεται στην παράγραφο Α υποπαράγραφοι 5 ή 6, το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με τον λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων, ως προς το οποίο το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, περιλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

Β. Στις υποβληθείσες πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

Γ. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου A υποπαράγραφος 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό, ο/οι ΑΦΤ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται διαφορετικά η απόκτησή τους από το εν λόγω Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα βάσει της νομοθεσίας της Δημοκρατίας ή οιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης.  Το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα πρέπει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον/τους ΑΦΤ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι Προϋπάρχοντες Λογαριασμοί τυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου A υποπαράγραφος 1, ο ΑΦΤ δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί εάν δεν έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος μέλος ή από άλλη δικαιοδοσία κατοικίας.

Ε. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου A υποπαράγραφος 1, ο τόπος γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί, εκτός εάν:

1. Το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα υποχρεούται διαφορετικά να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει της νομοθεσίας της Δημοκρατίας ή το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα υποχρεούται ή έχει διαφορετικά υποχρεωθεί να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει  δυνάμει οιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης η οποία ισχύει ή ήταν σε ισχύ την 5η Ιανουαρίου 2015· και

2. διατίθεται στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα.

 

 

ΤΜΗΜΑ II

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Α.  Ένας λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος, σύμφωνα με τις διατάξεις περί δέουσας επιμέλειας των Τμημάτων II έως VII και, εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, οι πληροφορίες σχετικά με Δηλωτέο Λογαριασμό πρέπει να υποβάλλονται ετησίως κατά το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους το οποίο αφορούν οι πληροφορίες.

Β. Το υπόλοιπο ή η αξία ενός λογαριασμού προσδιορίζεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.

Γ. Όταν το κατώτατο όριο υπολοίπου ή αξίας πρόκειται να προσδιοριστεί την τελευταία ημέρα ημερολογιακού έτους, το σχετικό υπόλοιπο ή αξία προσδιορίζεται την τελευταία ημέρα της περιόδου υποβολής στοιχείων που λήγει το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος ή εντός αυτού.

Δ. Η Δημοκρατία επιτρέπει στα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα να χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την υποβολή στοιχείων και τη δέουσα επιμέλεια,οι οποίες ισχύουν για τα εν λόγω Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα, όπως προβλέπεται στην νομοθεσία της Δημοκρατίας, αλλά οι υποχρεώσεις αυτές παραμένουν ευθύνη των Δηλούντων Κυπριακών Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων.

Ε. Η Δημοκρατία επιτρέπει στα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας σε Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας. Όταν τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τη χρήση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, παραμένουν σε ισχύ οι υπόλοιποι κανόνες που ισχύουν στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς.

 

 

ΤΜΗΜΑ III

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Α. Εισαγωγή.

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για σκοπούς ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Φυσικών Προσώπων.

Β. Λογαριασμοί Χαμηλότερης Αξίας.

Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας ισχύουν οι  ακόλουθες διαδικασίες:

1. Διεύθυνση Κατοικίας.

Αν το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα έχει στα αρχεία του τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού Φυσικών Προσώπων που βασίζεται σε Αποδεικτικό Έγγραφο, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα μπορεί να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού Φυσικών Προσώπων έχει τη φορολογική κατοικία του στο κράτος μέλος ή στην άλλη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται η διεύθυνση, ώστε να προσδιοριστεί κατά πόσον ο συγκεκριμένος Δικαιούχος Λογαριασμού Φυσικών Προσώπων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Έρευνα σε Ηλεκτρονικό Αρχείο.

Αν το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα δεν στηρίζεται σε τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού Φυσικών Προσώπων που βασίζεται σε Αποδεικτικό Έγγραφο όπως αναφέρεται στην παράγραφο Β υποπαράγραφος 1, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα πρέπει να ερευνήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που διατηρεί για οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες ενδείξεις και να εφαρμόσει τις παραγράφους Β υποπαράγραφοι 3 ως 6:

(α) Ταυτοποίηση του Δικαιούχου Λογαριασμού ως κάτοικου κράτους μέλους, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας·

(β) τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας, περιλαμβανομένης ταχυδρομικής θυρίδας, σε κράτος μέλος, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας·

(γ) ένα ή περισσότερους τηλεφωνικούς αριθμούς σε κράτος μέλος, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας και απουσία τηλεφωνικού αριθμού στη Δημοκρατία·

(δ) πάγιες εντολές, εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό, για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε κράτος μέλος, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας·

(ε) ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε κράτος μέλος, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας· ή

(στ)  οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας (“hold mail”) ή διεύθυνση με την ένδειξη “φροντίδι του” (“in-care-of”) σεκράτος μέλος, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας αν το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα δεν έχει στα αρχεία του άλλη διεύθυνση για τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

3. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα δεν ανευρεθεί καμία από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην παράγραφο Β υποπαράγραφος 2, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις, η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό ή ο λογαριασμός να καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας.

4. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα ανευρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην παράγραφο Β υποπαράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε), ή αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κάθε κράτος μέλος, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την παράγραφο Β υποπαράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της εν λόγω υποπαραγράφου αυτής σε ό,τι αφορά τον εν λόγω λογαριασμό.

5. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα ανευρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας (“hold mail”) ή διεύθυνση με την ένδειξη “φροντίδι του” (“in-care-of”) και δεν ανευρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις άλλες ενδείξεις που απαριθμούνται στην παράγραφο Β υποπαράγραφος 2 στοιχεία (α) έως (ε) για τον Δικαιούχο Λογαριασμού,το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει, με τη σειρά που αρμόζει καλύτερα στις περιστάσεις, να εφαρμόσει την έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 2 ή να επιδιώξει να εξασφαλίσει από τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή Αποδεικτικό Έγγραφο, ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν δεν βρεθεί ένδειξη κατά την έρευνα σε αρχείο εγγράφων και δεν καταστεί δυνατό να εξασφαλιστεί η αυτοπιστοποίηση ή το αποδεικτικό έγγραφο, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει να δηλώσει τον λογαριασμό στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Παρά την εξεύρεση ενδείξεων σύμφωνα με την παράγραφο Β υποπαράγραφος 2, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να θεωρήσουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας αν:

(α) Στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας στο εν λόγω κράτος μέλος, ένας ή περισσότεροι τηλεφωνικοί αριθμοί στο εν λόγω κράτος μέλος,  δεν υπάρχει τηλεφωνικός αριθμός στη Δημοκρατία ή πάγιες εντολές, σε ό,τι αφορά Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών, για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε κράτος μέλος, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας και το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:

(i) αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των κρατών μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει αυτό το κράτος μέλος· και

(ii) Αποδεικτικό Έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος·

(β) στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε αυτό το κράτος μέλος και το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:

(i) αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού του ή των κρατών μελών ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει αυτό το κράτος μέλος· ή

(ii) Αποδεικτικό Έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι μη δηλωτέος.

Γ.  Διαδικασίες Ενισχυμένης Εξέτασης για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας.

Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης:

1. Έρευνα σε Ηλεκτρονικό Αρχείο.

Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει να αναζητήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οποιεσδήποτε από τις ενδείξεις οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο Β υποπαράγραφος 2.

2. Έρευνα σε Αρχείο Εγγράφων.

Αν οι βάσεις δεδομένων με δυνατότητα ηλεκτρονικής αναζήτησης του Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος περιλαμβάνουν πεδία για τις πληροφορίες της παραγράφου Γ υποπαράγραφος 3 και περιέχουν όλα αυτά τα στοιχεία, τότε δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων δεν περιέχουν όλες αυτές τις πληροφορίες, τότε σε ό,τι αφορά Λογαριασμό Υψηλής Αξίας το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αναζητήσει στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη και, αν δεν περιλαμβάνονται στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη, στα ακόλουθα έγγραφα που σχετίζονται με τον λογαριασμό και εξασφαλίζονται από το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα εντός των τελευταίων πέντε ετών οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην παράγραφο Β υποπαράγραφος 2:

(α) Το πιο πρόσφατο Αποδεικτικό Έγγραφο που παρελήφθη σε σχέση με τον λογαριασμό·

(β) την πιο πρόσφατη σύμβαση ανοίγματος λογαριασμού ή τεκμηρίωση·

(γ) την πιο πρόσφατη τεκμηρίωση που εξασφαλίστηκε από το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς·

(δ) τυχόν ισχύον πληρεξούσιο ή τυχόν ισχύον έντυπο δικαιώματος υπογραφής· και

(ε)  τυχόν ισχύουσες πάγιες εντολές, εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό, για μεταφορά κεφαλαίων.

3. Εξαίρεση στην περίπτωση που οι βάσεις δεδομένων περιέχουν επαρκείς πληροφορίες.

Τα  Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να προβούν στην έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 2 στην περίπτωση που οι ηλεκτρονικώς αναζητήσιμες πληροφορίες των Δηλούντων Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων περιλαμβάνουντα ακόλουθα:

(α) Το καθεστώς κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού·

(β) τη διεύθυνση κατοικίας και την ταχυδρομική διεύθυνση του Δικαιούχου Λογαριασμού που περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα·

(γ) τον ή τους τηλεφωνικούς αριθμούς του Δικαιούχου Λογαριασμού οι οποίοι περιέχονται επί του παρόντος στον φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, εάν υπάρχουν·

(δ) στην περίπτωση Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών, εάν υπάρχουν ισχύουσες πάγιες εντολές για μεταφορά κεφαλαίων του λογαριασμού σε άλλο λογαριασμό, περιλαμβανομένου λογαριασμού σε άλλο υποκατάστημα του Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος ή σε άλλο Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα·

(ε) εάν υπάρχει τρέχουσα οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας (“hold mail”) ή διεύθυνση με την ένδειξη “φροντίδι του” (“in-care-of”) για τον Δικαιούχο Λογαριασμού· και

(στ) εάν υπάρχει πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής για τον λογαριασμό.

4.  Έρευνα του υπεύθυνου λειτουργού σχέσης για πραγματική γνώση.

Πέρα από την έρευνα σε ηλεκτρονικά αρχεία και σε αρχεία εγγράφων που περιγράφονται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφοι 1 και 2, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα λογίζει ως Δηλωτέο Λογαριασμό οποιονδήποτε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας έχει ανατεθεί σε υπεύθυνο λειτουργό σχέσης, περιλαμβανομένων Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που αθροίζονται με αυτόν τον Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, αν ο υπεύθυνος λειτουργός σχέσης γνωρίζει πραγματικά ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

5.  Αποτελέσματα της ανεύρεσης ενδείξεων.

(α) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω δεν ανευρεθεί καμία από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 2 και δεν έχει διαπιστωθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται από Δηλωτέο Πρόσωπο σύμφωνα με την παράγραφο Γ υποπαράγραφος 4, τότε δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό.

(β) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω ανευρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 2 στοιχεία (α) έως (ε), ή αν υπάρξει μεταγενέστερη αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει να λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε κράτος μέλος εξαιρουμένης της Δημοκρατίας για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την παράγραφο Β υποπαράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της υποπαραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό.

(γ) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται στην παράγραφο Γ ανευρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας (“hold mail”) ή διεύθυνση με την ένδειξη “φροντίδι του” (“ in-care-of”) και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις άλλες ενδείξεις που απαριθμούνται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 2 στοιχεία (α) έως (ε) για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει να εξασφαλίσει από αυτόν τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή Αποδεικτικό Έγγραφο, ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τέτοια αυτοπιστοποίηση ή Αποδεικτικό Έγγραφο, οφείλει να δηλώσει τον λογαριασμό στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Αν Προϋπάρχων Λογαριασμός Φυσικών Προσώπων δεν είναι Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 αλλά καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την τελευταία ημέρα επόμενου ημερολογιακού έτους, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που αναφέρονται στην παράγραφο Γ όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό, εντός του ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο ο λογαριασμός καθίσταται ΛογαριασμόςΥψηλής Αξίας. Αν βάσει αυτής της εξέτασης αυτός ο λογαριασμός ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τον λογαριασμό αυτό σε σχέση με το έτος κατά το οποίο ταυτοποιείται ως Δηλωτέος Λογαριασμός και τα επόμενα έτη σε ετήσια βάση, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

7. Όταν τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα εφαρμόσουν τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην παράγραφο Γ σε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν εκ νέου τις διαδικασίες αυτές, εκτός από την έρευνα του υπεύθυνου λειτουργού σχέσης που περιγράφεται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 4, στον ίδιο Λογαριασμό Υψηλής Αξίας τα επόμενα έτη, εκτός αν ο λογαριασμός είναι μη τεκμηριωμένος, οπότε τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα οφείλουν να τις εφαρμόσουν εκ νέου ετησίως μέχρις ότου αυτός ο λογαριασμός πάψει να είναι μη τεκμηριωμένος.

8. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Λογαριασμό Υψηλής Αξίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων που περιγράφονται στην παράγραφο Β υποπαράγραφος 2 με τον λογαριασμό, τότε το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε κράτος μέλος για το οποίο ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την παράγραφο Β υποπαράγραφος 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της υποπαραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό.

9. Τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα θέτουν σε εφαρμογή διαδικασίες, ώστε να διασφαλίσουν ότι ο υπεύθυνος λειτουργός σχέσης ταυτοποιεί οποιαδήποτε αλλαγή στις περιστάσεις ενός λογαριασμού. Για παράδειγμα, αν ένας υπεύθυνος λειτουργός σχέσης ενημερωθεί ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει νέα ταχυδρομική διεύθυνση σε άλλο κράτος μέλος, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα θεωρεί τη νέα διεύθυνση αλλαγή στις περιστάσεις και, αν επιλέξει να εφαρμόσει την παράγραφο Β υποπαράγραφος 6, εξασφαλίζει την κατάλληλη τεκμηρίωση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

Δ. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Φυσικών Προσώπων Υψηλής Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Φυσικών Προσώπων Χαμηλότερης Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

Ε. Τυχόν Προϋπάρχων Λογαριασμός Φυσικών Προσώπων που έχει ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός δυνάμει του παρόντος Τμήματος πρέπει να λογιστεί Δηλωτέος Λογαριασμός όλα τα επόμενα έτη, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

 

 

ΤΜΗΜΑ IV

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Λογαριασμών Φυσικών Προσώπων:

A. Όσον αφορά τους Νέους Λογαριασμούς Φυσικών Προσώπων, με το άνοιγμα του λογαριασμού, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα εξασφαλίζει την αυτοπιστοποίηση, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει ότι η αυτοπιστοποίηση εύλογα συνάδει με τις πληροφορίες που συνέλεξε το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, περιλαμβανομένης τυχόν τεκμηρίωσης που συγκέντρωσε σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

Β. Αν από την αυτοπιστοποίηση διαπιστώνεται ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κράτος μέλος εξαιρουμένης της Δημοκρατίας, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό και η αυτοπιστοποίηση επίσης περιλαμβάνει τον ΑΦΤ του Δικαιούχου Λογαριασμού του εν λόγω κράτους μέλους, με την επιφύλαξη της παραγράφου Δ του Τμήματος I και την ημερομηνία γέννησης.

Γ. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που σχετίζονται με Νέο Λογαριασμό Φυσικών Προσώπων η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση που βεβαιώνει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού.

 

 

ΤΜΗΜΑ V

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων:

Α. Λογαριασμοί Οντοτήτων που δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν, να ταυτοποιηθούν ή να δηλωθούν.

Εκτός εάν το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα αποφασίσει διαφορετικά, είτε σε ό,τι αφορά όλους τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων είτε, ξεχωριστά, σε ό,τι αφορά μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα τέτοιων λογαριασμών, Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί, να ταυτοποιηθεί ή να δηλωθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός έως ότου το αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία του λογαριασμού υπερβεί αυτό το ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους.

Β. Λογαριασμοί Οντοτήτων που υπόκεινται σε εξέταση.

Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 250 000 δολάρια ΗΠΑ και Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων που δεν υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, αλλά το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία του υπερβαίνει το εν λόγω ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους, εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ.

Γ. Λογαριασμοί Οντοτήτων για τους οποίους απαιτείται δήλωση.

Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β, μόνο οι λογαριασμοί που τηρούνται από μία ή περισσότερες Οντότητες που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, ή από Παθητικές Μη Χρηματοοικονομικών Οντότητες (ΜΧΟ) με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Δ. Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν.

Για τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο Β, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1.  Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

(α) Εξέταση των πληροφοριών που τηρούνται για ρυθμιστικούς σκοπούς ή σκοπούς διαχείρισης σχέσεων με πελάτες, περιλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC, ώστε να προσδιοριστεί αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους εξαιρουμένης της Δημοκρατίας. Για τον σκοπό αυτό, οι πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας περιλαμβάνουν τόπο ίδρυσης ή σύστασης ή διεύθυνση σε κράτος μέλος, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας.

(β) Αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα λογίζει τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν εξασφαλίσει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Προσδιορισμός του κατά πόσον η Οντότητα είναι Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων, περιλαμβανομένης οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα προσδιορίζει αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοσδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση της παραγράφου Δ υποπαράγραφος 2 στοιχεία (α) ως (γ) με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις:

(α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιορίσει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα εξασφαλίζει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού, ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας που περιγράφεται στην παράγραφο A υποπαράγραφος 6 στοιχείο (β) του Τμήματος VIII το οποίο δεν αποτελεί Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

(β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιορίσουν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

(γ) Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται:

(i) σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC στην περίπτωση Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων που τηρούν μία ή περισσότερες ΜΧΟ με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ· ή

(ii) σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο του ή των κρατών μελών, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας ή άλλης ή άλλων δικαιοδοσιών όπου έχει τη φορολογική του κατοικία το Ελέγχον Πρόσωπο.

Ε.  Χρονοδιάγραμμα της εξέτασης και πρόσθετες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων.

1. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 250.000 δολάρια ΗΠΑ πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

2. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 250.000 δολάρια ΗΠΑ, αλλά υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους κατά το οποίο το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία υπερβαίνει αυτό το ποσό.

3. Εάν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Προϋπάρχοντα Λογαριασμό Οντοτήτων που έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αυτοπιστοποίηση ή άλλη τεκμηρίωση που σχετίζεται με έναν λογαριασμό είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα προσδιορίζει εκ νέου το καθεστώς του λογαριασμού σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Δ.

 

 

ΤΜΗΜΑ VI

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Λογαριασμών μεταξύ των Νέων Λογαριασμών Οντοτήτων.

Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που πρέπει να δηλωθούν.

Για τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης ώστε να προσδιορίσουν εάν ο λογαριασμός τηρείται από ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή από Παθητικές ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1.  Προσδιορισμός κατά πόσον η Οντότητα είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

(α) Εξασφάλιση αυτοπιστοποίησης, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει ότι η αυτοπιστοποίηση αυτή εύλογα συνάδει με τις πληροφορίες που συλλέγει το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τεκμηρίωσης που συγκεντρώνεται σύμφωναμε τις διαδικασίες AML/KYC. 
Αν η Οντότητα πιστοποιήσει ότι δεν έχει φορολογική κατοικία, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα μπορεί να βασίζεται στη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας προκειμένου να προσδιορίσει την κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού.

(β) Σε περίπτωση που η αυτοπιστοποίηση υποδεικνύει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος κράτους μέλους, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα λογίζει το λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

2. Προσδιορισμός κατά πόσον η Οντότητα είναι Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.

Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Νέου Λογαριασμού Οντοτήτων, περιλαμβανομένης Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα προσδιορίζει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Αν οποιοδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Προβαίνοντας στις ενέργειες αυτές, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα ακολουθεί την καθοδήγηση της παραγράφου Α υποπαράγραφος 2 στοιχεία (α) έως (γ) με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.

(α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει να βασιστεί σε αυτοπιστοποίηση από το Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας η οποία περιγράφεται στην παράγραφο A υποπαράγραφος 6 στοιχείο (β) του Τμήματος VIII που δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

(β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC.

(γ) Προσδιορισμός του κατά πόσον ένα Ελέγχον Πρόσωπο Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο.

 

 

ΤΜΗΜΑ VII

ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Κατά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται ανωτέρω ισχύουν οι ακόλουθοι πρόσθετοι κανόνες:

Α. Αξιοπιστία αυτοπιστοποιήσεων και Αποδεικτικών Εγγράφων.

Τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα δεν μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση ή Αποδεικτικό Έγγραφο αν τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα γνωρίζουν ή θεωρούν ευλόγως ότι η αυτοπιστοποίηση ή το Αποδεικτικό Έγγραφο είναι λανθασμένα ή αναξιόπιστα.

Β. Εναλλακτικές διαδικασίες για Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούν Άτομα Δικαιούχοι Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων και για Ομαδικά Ασφαλιστήρια Συμβόλαια με Αξία Εξαγοράς ή Ομαδικές Συμβάσεις Ετήσιων Αποζημιώσεων.

Τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν ότι άτομο δικαιούχος, εκτός του ιδιοκτήτη, Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων στο οποίο καταβάλλεται παροχή θανάτου δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο και μπορούν να θεωρήσουν έναν τέτοιο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό μη Δηλωτέο Λογαριασμό, εκτός αν τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα θεωρούν ευλόγως ότι ο δικαιούχος Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Σύμβασης Ετήσιων Αποζημιώσεων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο αν οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα και σχετίζονται με τον δικαιούχο περιλαμβάνουν ενδείξεις κατά τα περιγραφόμενα στην παράγραφο Β του Τμήματος III. Αν τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα γνωρίζουν πραγματικά, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα οφείλουν να ακολουθήσουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο Β του Τμήματος III.

Τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Ομαδική Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων ως Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που δεν είναι Δηλωτέος Λογαριασμός μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ένα ποσό είναι πληρωτέο στον εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή τον δικαιούχο, αν ο Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Ομαδική Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Το Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Ομαδική Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων εκδίδεται σε εργοδότη και καλύπτει 25 ή περισσότερους εργαζόμενους/κατόχους πιστοποιητικού·

(ii) οι εργαζόμενοι/κάτοχοι πιστοποιητικού έχουν το δικαίωμα να λάβουν οποιαδήποτε συμβατική αξία σχετίζεται με τα συμφέροντά τους και να κατονομάσουν δικαιούχους για την παροχή που καταβάλλεται με τον θάνατο του εργαζομένου· και

(iii) το αθροιστικό ποσό που είναι πληρωτέο σε οποιονδήποτε εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή δικαιούχο δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ.

Ο όρος “Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς” σημαίνει Ασφαλιστική Σύμβαση με Αξία Εξαγοράς που:

(i) Παρέχει κάλυψη σε άτομα τα οποία συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας και

(ii) χρεώνει ασφάλιστρο για κάθε μέλος της ομάδας ή μέλος κατηγορίας εντός της ομάδας, το οποίο καθορίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα ατομικά χαρακτηριστικά υγείας εκτός της ηλικίας, του φύλου και των καπνιστικών συνηθειών του μέλους ή της κατηγορίας μελών της ομάδας.

Ο όρος “Ομαδική Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων” σημαίνει Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων σύμφωνα με την οποία οι δανειστές είναι άτομα που συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας.

Γ.  Άθροιση υπολοίπων λογαριασμών και κανόνες για τα νομίσματα

1.  Άθροιση Λογαριασμών Φυσικών Προσώπων.

Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από φυσικό πρόσωπο, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στο βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΤ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών.  Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

2.  Άθροιση Λογαριασμών Οντοτήτων.

Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από Οντότητα, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, αλλά μόνο στο βαθμό που τα μηχανογραφημένα συστήματά του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΤ και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών.  Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

3. Ειδικός κανόνας άθροισης για τους συμβούλους πελατείας.

Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από πρόσωπο με σκοπό να προσδιοριστεί αν ένας Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός είναι Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που ο υπεύθυνος λειτουργός σχέσης γνωρίζει ή ευλόγως θεωρεί ότι άμεσα ή έμμεσα ανήκουν, ελέγχονται ή έχουν ανοιχθεί , αλλά όχι με την ιδιότητα του θεματοφύλακα, από το ίδιο πρόσωπο.

4.  Ποσά που λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα.

Όλα τα ποσά που εκφράζονται στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμό τους σε άλλα νομίσματα, σύμφωνα με την νομοθεσία της Δημοκρατίας.

 

 

ΤΜΗΜΑ VIII

ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

Α.   Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα

1. Ως “Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα της Δημοκρατίας που δεν είναι Μη Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα.

Ως “Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα” νοείται:

(i) Κάθε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, και

(ii) κάθε ευρισκόμενο στη Δημοκρατία υποκατάστημα Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας.

2.  Ως “Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας” νοείται:

(i) Κάθε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας αυτής, και

(ii) κάθε ευρισκόμενο σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία υποκατάστημα Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία αυτή.

3. Ως “Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία.

4. Ως “Ίδρυμα Θεματοφυλακής” νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας Οντότητας εάν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων και συναφείς χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 20% του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

(i) Την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου πριν από το έτος του προσδιορισμού ή

(ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

5. Ως “Ίδρυμα Καταθέσεων” νοείται κάθε Οντότητα που δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων.

6.  Ως “Επενδυτική Οντότητα” νοείται κάθε Οντότητα:

(α) Η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:

(i) αγοραπωλησίες: μέσων της χρηματαγοράς (επιταγών, γραμματίων, πιστοποιητικών καταθέσεων, παραγώγων κ.λπ.), συναλλάγματος, μέσων συνδεόμενων με συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες, κινητών αξιών, ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων·

(ii) ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου· ή

(iii) άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων ή χρημάτων εξ ονόματος τρίτων· ή

(β) το μικτό εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην παράγραφο Α υποπαράγραφος 6 στοιχείο (α).

Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην παράγραφο Α υποπαράγραφος 6 στοιχείο (α) ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων για τους σκοπούς της παραγράφου A υποπαράγραφος 6 στοιχείο (β) εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 50% του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από ταακόλουθα χρονικά διαστήματα:

(i) Την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού ή

(ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

Στον όρο “Επενδυτική Οντότητα” δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν Ενεργές ΜΧΟ σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου Δ υποπαράγραφος 8 στοιχεία (δ) έως (ζ).

Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του “Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος” στις Συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης.

7. Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” περιλαμβάνονται οι τίτλοι όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών, εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα, γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής, εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών ή παρεμφερείς συμφωνίες), Ασφαλιστικές Συμβάσεις ή Συμβάσεις Ετήσιων Αποζημιώσεων, ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, Ασφαλιστικής Σύμβασης ή Σύμβασης Ετήσιων Αποζημιώσεων.

Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.

8. Ως “Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία” νοείται κάθε Οντότητα η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων ή υποχρεούται να καταβάλλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων.

Β.   Μη Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα

1. Ως “Μη Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που είναι:

(α) Κρατική Οντότητα, Διεθνής Οργανισμός ή Κεντρική Τράπεζα, όχι όμως όσον αφορά πληρωμή προκύπτουσα από υποχρέωση που έχει αναληφθεί σε σχέση με εμπορική χρηματοοικονομική δραστηριότητα ανήκουσα σε είδος δραστηριότητας που ασκείται από Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία, Ίδρυμα Θεματοφυλακής ή Ίδρυμα Καταθέσεων·

(β) Συνταξιοδοτικό Ταμείο Ευρείας Συμμετοχής, Συνταξιοδοτικό Ταμείο Περιορισμένης Συμμετοχής, Συνταξιοδοτικό Ταμείο Κρατικής Οντότητας, Διεθνούς Οργανισμού ή Κεντρικής Τράπεζας, ή Εγκεκριμένος Εκδότης Πιστωτικών Καρτών·

(γ) άλλη Οντότητα που παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιαδήποτε από τις Οντότητες που περιγράφονται στην παράγραφο B υποπαράγραφος 1 στοιχεία (α) και (β) και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Μη Δηλούντων Κυπριακών Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 7 εδάφιο (5Α) του παρόντος Νόμου, εφόσον το καθεστώς της Οντότητας αυτής ως Μη Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος δεν παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου·

(δ) Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων· ή

(ε) καταπίστευμα στο βαθμό που ο καταπιστευματοδόχος είναι Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται σύμφωνα με το Τμήμα I για όλους τους Δηλωτέους Λογαριασμούς του καταπιστεύματος.

2. Ως “Κρατική Οντότητα” νοείται η κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή άλλης δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση της Δημοκρατίας ή άλλης δικαιοδοσίας (που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τις πολιτείες, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους) ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα της Δημοκρατίας ή άλλης δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων (καθένα από τα οποία αποτελεί “Κρατική Οντότητα”). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις της Δημοκρατίας ή άλλης δικαιοδοσίας.

(α) Ως “συνιστόν μέρος” της Δημοκρατίας ή άλλης δικαιοδοσίας νοείται κάθε πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία, γραφείο, ταμείο, όργανο ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας, που αποτελεί διοικούσα αρχή στη Δημοκρατία ή στην άλλη δικαιοδοσία. Τα καθαρά έσοδα της διοικούσας αρχής πρέπει να πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς της Δημοκρατίας  ή της άλλης δικαιοδοσίας και κανένα μερίδιό τους δεν πρέπει να καταλήγει προς όφελος ιδιώτη. Στον όρο “συνιστών μέρος” δεν περιλαμβάνονται άτομα ασκούντα εξουσία ή κατέχοντα επίσημες ή διοικητικές θέσεις τα οποία ενεργούν ως ιδιώτες ή υπό την προσωπική τους ιδιότητα.

(β) Ως “ελεγχόμενη οντότητα” νοείται κάθε Οντότητα που είναι διακριτή ως προς τη μορφή της από τη Δημοκρατία ή άλλη δικαιοδοσία ή συνιστά άλλως διακριτή νομική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι:

(i) Η Οντότητα τελεί υπό την πλήρη κυριότητα και τον πλήρη έλεγχο μιας ή περισσοτέρων Κρατικών Οντοτήτων είτε άμεσα είτε μέσω μιας ή περισσοτέρων ελεγχόμενων οντοτήτων,

(ii) τα καθαρά έσοδα της Οντότητας πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς ενός ή περισσοτέρων Κρατικών Οντοτήτων και κανένα μερίδιό του εισοδήματός της δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη, και

(iii) με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας περιέρχονται σε μια ή περισσότερες Κρατικές Οντότητες.

(γ) Το εισόδημα δεν θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν τα πρόσωπα αυτά είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι κρατικού προγράμματος και οι δραστηριότητες του προγράμματος εκτελούνται υπέρ της κοινής ωφέλειας του γενικού πληθυσμού ή αφορούν τη διαχείριση ορισμένης πτυχής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, το εισόδημα θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν προκύπτει από τη χρήση Κρατικής Οντότητας για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως, για παράδειγμα εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων παρέχονται χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ιδιώτες.

3. Ως “Διεθνής Οργανισμός” νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός, περιλαμβανομένων των υπερεθνικών:

(i) Που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις,

(ii) που έχει συνάψει συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία με το κράτος μέλος, και

(iii) του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών.

4. Ως “Κεντρική Τράπεζα” νοείται κάθε ίδρυμα το οποίο, είτε διά νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση του κράτους μέλους αυτή καθεαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση του κράτους μέλους, είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα του κράτους μέλους είτε όχι.

5. Ως “Συνταξιοδοτικό Ταμείο Ευρείας Συμμετοχής” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου ή συνδυασμό αυτών, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς, σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι το ταμείο:

(α) Δεν έχει δικαιούχο με δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 5%·

(β) υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει δηλώσεις πληροφοριών στις φορολογικές αρχές·και

(γ) πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(i) Το ταμείο απαλλάσσεται γενικά από φόρους επί του εισοδήματός του που προέρχεται από επενδύσεις ή στο εισόδημα αυτό επιβάλλεται αναβαλλόμενος φόρος ή φόρος με μειωμένο συντελεστή, επειδή πρόκειται για συνταξιοδοτικό πρόγραμμα·

(ii) το ταμείο λαμβάνει από τους εργοδότες που το χρηματοδοτούν τουλάχιστον το 50% των συνολικών εισφορών του, πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από άλλα προγράμματα περιγραφόμενα στην παράγραφο Β υποπαράγραφοι 5 έως 7 ή από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (α)·

(iii) διανομή ή ανάληψη ποσών από το ταμείο επιτρέπεται μόνο όταν επέρχονται συγκεκριμένα περιστατικά σχετιζόμενα με συνταξιοδότηση, αναπηρία ή θάνατο, πλην διανεμόμενων ποσών που επανατοποθετούνται σε άλλα συνταξιοδοτικά ταμεία περιγραφόμενα στην παράγραφο B υποπαράγραφοι 5 έως 7 ή σε συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (α)· διαφορετικά, εάν η διανομή ή η ανάληψη πραγματοποιηθεί πριν από τα οριζόμενα αυτά περιστατικά, επιβαρύνεται με ποινή· ή

(iv) οι εισφορές, πλην ορισμένων επιτρεπόμενων συμπληρωματικών εισφορών των εργαζομένων στο ταμείο περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα του εργαζομένου ή δεν επιτρέπεται να υπερβούν ετησίως ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζομένων των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII παράγραφος Γ για την άθροιση των λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

6. Ως “Συνταξιοδοτικό Ταμείο Περιορισμένης Συμμετοχής” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς, σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι:

(α) Το ταμείο έχει λιγότερους από 50 συμμετέχοντες·

(β) το ταμείο χρηματοδοτείται από έναν ή περισσότερους εργοδότες που δεν είναι Επενδυτικές Οντότητες ή Παθητικές ΜΧΟ·

(γ) οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών στο ταμείο, πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (α), περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα και την αμοιβή του εργαζομένου, αντιστοίχως·

(δ) οι συμμετέχοντες που δεν είναι κάτοικοι του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του το ταμείο δεν έχουν δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 20%· και

(ε) το ταμείο υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει πληροφορίες στις φορολογικές αρχές.

7. Ως “Συνταξιοδοτικό Ταμείο Κρατικής Οντότητας Διεθνούς Οργανισμού ή Κεντρικής Τράπεζας” νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται από Κρατική Οντότητα, Διεθνή Οργανισμό ή Κεντρική Τράπεζα για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου σε δικαιούχους ή συμμετέχοντες που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι (ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς) ή που δεν είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι, εάν οι παροχές προς τους δικαιούχους ή τους συμμετέχοντες αυτούς χορηγούνται ως αντάλλαγμα για προσωπικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν για την Κρατική Οντότητα, τον Διεθνή Οργανισμό ή την Κεντρική Τράπεζα.

8. Ως “Εγκεκριμένος Εκδότης Πιστωτικών Καρτών” νοείται κάθε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Αποτελεί Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα απλώς και μόνον επειδή είναι εκδότης πιστωτικών καρτών ο οποίος δέχεται καταθέσεις μόνον όταν ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο της κάρτας και το καταβληθέν πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη· και

(β) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII παράγραφος Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.

9. Ως “Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων” νοείται κάθε Επενδυτική Οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα δικαιώματα επί του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων τηρούνται από άτομα ή Οντότητες που δεν είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή μέσω τέτοιων ατόμων ή Οντοτήτων, εκτός από Παθητικές ΜΧΟ με Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.

Επενδυτική Οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν παύει να θεωρείται δυνάμει της παραγράφου Β υποπαράγραφος 9 Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων απλώς και μόνον επειδή ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει εκδώσει υλικές μετοχές στον κομιστή, υπό την προϋπόθεση ότι:

(α) Ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν έχει εκδώσει και δεν εκδίδει υλικές μετοχές στον κομιστή μετά την 31η Δεκεμβρίου 2015·

(β) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων αποσύρει όλες τις μετοχές αυτές όταν του παραδίδονται·

(γ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εκτελεί όλες τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα Τμήματα II έως VII και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται για τις μετοχές αυτές όταν προσκομίζονται για εξαγορά ή άλλη πληρωμή· και

(δ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες που διασφαλίζουν την εξαγορά ή την ακινητοποίηση των μετοχών αυτών το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Γ.   Χρηματοοικονομικός λογαριασμός

1. Ως “Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός” νοείται λογαριασμός που τηρείται σε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα.

Στον όρο περιλαμβάνονται οι καταθετικοί λογαριασμοί, οι Λογαριασμοί Θεματοφυλακής και:

(α) Σε περίπτωση Επενδυτικής Οντότητας, κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος “Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός” δεν περιλαμβάνει συμμετοχικά ή συνδεόμενα με οφειλή δικαιώματα επί Οντότητας που αποτελεί Επενδυτική Οντότητα απλώς και μόνον επειδή (i) παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε πελάτη και ενεργεί εξ ονόματός του για σκοπούς επένδυσης ή διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων κατατεθειμένων στο όνομα του πελάτη σε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα διαφορετικό από την εν λόγω Οντότητα ή (ii) διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια και ενεργεί εξ ονόματος πελάτη για τους ίδιους σκοπούς που περιγράφονται στο σημείο (i)·

(β) σε περίπτωση Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος που δεν περιγράφεται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 1 στοιχείο (α), κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος, εάν η κατηγορία των εν λόγω δικαιωμάτων δημιουργήθηκε με σκοπό την αποφυγή της υποβολής δηλώσεων σύμφωνα με το Τμήμα I· και

(γ) κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων που προσφέρεται από  Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα ή τηρείται σε  Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, πλην των μη συνδεόμενων με επενδύσεις και μη μεταβιβάσιμων συμβολαίων προσόδων άμεσης καταβολής που προσφέρονται σε άτομα και καλύπτουν παροχές σύνταξης ή αναπηρίας καταβαλλόμενες στο πλαίσιο λογαριασμών που είναι Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί. Στον όρο “Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός” δεν περιλαμβάνονται οι Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί.

2. Ως “Καταθετικός Λογαριασμός” νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρόμοιων δραστηριοτήτων. Στον όρο “Καταθετικός Λογαριασμός” περιλαμβάνεται επίσης κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού.

3. Ως “Λογαριασμός Θεματοφυλακής” νοείται κάθε λογαριασμός (πλην των Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων με Αξία Εξαγοράς ή Συμβάσεων Ετήσιων Αποζημιώσεων) στον οποίο φυλάσσεται ένα ή περισσότερα Χρηματοοικονομικά Περιουσιακά Στοιχεία προς όφελος τρίτου.

4. Ως “Συμμετοχικό Δικαίωμα” νοείται, στην περίπτωση συνεταιρισμού που είναι Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών του συνεταιρισμού. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, Συμμετοχικό Δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπιστευματοπάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Τα Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται δικαιούχοι καταπιστεύματος εάν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα (επί παραδείγματι, μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορούν να λαμβάνουν, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα.

5. Ως “Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο” νοείται κάθε συμβόλαιο (πλην των Συμβάσεων Ετήσιων Αποζημιώσεων) βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο περιστατικό που αφορά θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά, κίνδυνο σχετιζόμενο με περιουσιακά στοιχεία.

6. Ως “Σύμβαση Ετήσιων Αποζημιώσεων” νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνονται επίσης συμβόλαια που θεωρούνται Συμβάσεις Ετήσιων Αποζημιώσεων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές της Δημοκρατίας ή της δικαιοδοσίας όπου συνάπτεται το συμβόλαιο και βάσει της οποίας ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για μια σειρά ετών.

7. Ως “Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς” νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο (πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών) που έχει Αξία Εξαγοράς.

8. Ως “Αξία Εξαγοράς” νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά:

(i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης της σύμβασης (χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης) και

(ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει της σύμβασης ή σε σχέση με τη σύμβαση αυτή. Ανεξάρτητα από τα  ανωτέρω, ο όρος “Αξία Εξαγοράς” δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου:

(α) αποκλειστικά λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που ήταν ασφαλισμένο με συμβόλαιο ασφάλισης ζωής·

(β) ως παροχή λόγω προσωπικής βλάβης ή ασθένειας ή άλλη παροχή που χορηγείται ως αποζημίωση για οικονομική ζημιά προκαλούμενη με την επέλευση του περιστατικού που καλύπτεται από την ασφάλιση·

(γ) ως επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων (μείον το κόστος των ασφαλιστικών τελών, είτε έχουν όντως επιβληθεί είτε όχι) δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου (πλην συνδεδεμένης με επενδύσεις συμβολαίου ασφάλισης ζωής ή Ετήσιων Αποζημιώσεων) λόγω ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου, μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου, ή διόρθωσης καταχώρισης ή παρόμοιου σφάλματος σε σχέση με τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για το συμβόλαιο·

(δ) ως μέρισμα υπέρ του λήπτη της ασφάλισης (πλην του μερίσματος λύσης) εφόσον το μέρισμα σχετίζεται με Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο δυνάμει του οποίου καταβλητέες είναι μόνον οι παροχές που περιγράφονται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 8 στοιχείο (β)· ή

(ε) ως επιστροφή προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή ποσού κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων στο πλαίσιο Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου για το οποίο το ασφάλιστρο καταβάλλεται τουλάχιστον ετησίως, εάν το ποσό του προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή του κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων ποσού δεν υπερβαίνει το επόμενο ετήσιο ασφάλιστρο που θα πρέπει να καταβληθεί δυνάμει του συμβολαίου.

9.  Ως “Προϋπάρχων Λογαριασμός” νοείται:

(α) Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015·

(β) κάθε Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός Δικαιούχου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία ανοίχθηκε, εάν:

(i) ο Δικαιούχος Λογαριασμού τηρεί στο Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα ή σε Συνδεόμενη Οντότητα εντός της Δημοκρατίας, Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που είναι Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την παράγραφο Γ υποπαράγραφος 9 στοιχείο (α)·

(ii) το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα και, κατά περίπτωση, η Συνδεόμενη Οντότητα εντός της Δημοκρατίας, θεωρεί τους δύο προαναφερόμενους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς, και κάθε άλλο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό του Δικαιούχου Λογαριασμού που θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά το στοιχείο (β), ενιαίο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων γνώσης που ορίζονται στο Τμήμα VII παράγραφο Α και για τους σκοπούς του προσδιορισμού του υπολοίπου ή της αξίας οποιουδήποτε από τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς αυτούς, όταν εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα όρια για τους λογαριασμούς·

(iii) για Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που υπόκειται σε Διαδικασίες ΑΜL/KYC, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα επιτρέπεται να εκπληρώσει για τον συγκεκριμένο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό τα προβλεπόμενα στις διαδικασίες αυτές, στηριζόμενο στις Διαδικασίες ΑΜL/KYC που έχουν εκτελεστεί για τον Προϋπάρχοντα Λογαριασμό που περιγράφεται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 9 στοιχείο (α)· και

(iv) το άνοιγμα του Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού δεν απαιτεί την παροχή νέων, πρόσθετων ή τροποποιημένων πληροφοριών πελάτη από τον Δικαιούχο Λογαριασμού, εκτός εάν απαιτείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

10. Ως “Νέος Λογαριασμός” νοείται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή μετά από την 1η Ιανουαρίου 2016, εκτός αν θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την παράγραφο Γ υποπαράγραφος 9 στοιχείο (β).

11. Ως “Προϋπάρχων Λογαριασμός Φυσικών Προσώπων” νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

12. Ως “Νέος Λογαριασμός Φυσικών Προσώπων” νοείται Νέος Λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα άτομα.

13. Ως “Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων” νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες Οντότητες.

14. Ως “Λογαριασμός Χαμηλότερης Αξίας” νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός Φυσικών Προσώπων με συνολικό υπόλοιπο ή αξία κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 που δεν υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ.

15. Ως “Λογαριασμός Υψηλής Αξίας” νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός Φυσικών Προσώπων με συνολικό υπόλοιπο ή αξία που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ή κατά την 31η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ.

16. Ως “Νέος Λογαριασμός Οντοτήτων” νοείται Νέος Λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες Οντότητες.

17. Ως “Εξαιρούμενος Λογαριασμός” νοείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λογαριασμούς:

(α) Συνταξιοδοτικός λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως προσωπικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός ή αποτελεί μέρος καταχωρισμένου ή ρυθμιζόμενου συνταξιοδοτικού προγράμματος για παροχές σύνταξης, περιλαμβανομένων των παροχών αναπηρίας ή θανάτου·

(ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς (δηλαδή, οι εισφορές στον λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από τον λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή)·

(iii) απαιτείται η διαβίβαση πληροφοριών προς τις φορολογικές αρχές, σε ό,τι αφορά τον λογαριασμό·

(iv) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχει συμπληρωθεί συγκεκριμένο όριο ηλικίας, έχει επέλθει αναπηρία ή θάνατος· ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την επέλευση τέτοιων καθορισμένων γεγονότων· και

(v) είτε (i) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ είτε (ii) προβλέπεται μέγιστο όριο εισφορών εφ'όρου ζωής ίσων ή κατώτερων ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 1.000.000 δολάρια ΗΠΑ, ενώ εφαρμόζονται και στις δύο περιπτώσεις οι κανόνες που προβλέπονται στο Τμήμα VII παράγραφο Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (α) σημείο (v), δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (α) ή (β) ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο Β υποπαράγραφοι 5 έως 7·

(β) λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός επενδύσεων με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης και αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός αποταμίευσης με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης·

(ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς (δηλαδή, οι εισφορές στον λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από τον λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή)·

(iii) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχουν εκπληρωθεί συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν τον σκοπό του λογαριασμού επένδυσης ή αποταμίευσης (για παράδειγμα την παροχή εκπαιδευτικών ή ιατρικών ωφελειών) ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την εκπλήρωση των εν λόγω κριτηρίων· και

(iv) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες ποσού εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 50.000 δολάρια ΗΠΑ, εφαρμοζόμενων των κανόνων που προβλέπονται στο Τμήμα VII παράγραφος Γ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (β) σημείο (iv), δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (α) ή (β) ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο Β υποπαράγραφοι 5 έως 7·

(γ) συμβόλαιο ασφάλισης ζωής με περίοδο κάλυψης που λήγει πριν συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το συμβόλαιο πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(i) καταβάλλονται περιοδικά ασφάλιστρα, τα οποία δεν μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, τουλάχιστον σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του συμβολαίου ή μέχρι να συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, αναλόγως ποιο χρονικό διάστημα είναι βραχύτερο·

(ii) δεν είναι δυνατόν για οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει παροχές του συμβολαίου (μέσω ανάληψης, δανείου ή με άλλον τρόπο), χωρίς λύση του·

(iii) το ποσό (εκτός της παροχών θανάτου) που είναι πληρωτέο σε περίπτωση ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου δεν μπορεί να υπερβεί το άθροισμα των ασφαλίστρων που έχουν καταβληθεί για το συμβόλαιο, μείον το ποσό που αντιστοιχεί στις επιβαρύνσεις λόγω θανάτου, ασθένειας και δαπανών (είτε έχουν πράγματι επιβληθεί είτε όχι) για την περίοδο ή τις περιόδους ισχύος του συμβολαίου και τυχόν ποσών που έχουν καταβληθεί πριν από την ακύρωση ή τη λύση του συμβολαίου· και

(iv) το συμβόλαιο δεν διακρατείται από εκδοχέα έναντι αξίας·

(δ) λογαριασμός που ανήκει αποκλειστικά σε κληρονομιά, εφόσον στα έγγραφα του λογαριασμού περιλαμβάνεται αντίγραφο της διαθήκης του θανόντος ή πιστοποιητικό θανάτου·

(ε) λογαριασμός που έχει ανοιχθεί σε σύνδεση με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(i) διαταγή ή απόφαση δικαστηρίου·

(ii) πώληση, ανταλλαγή ή μίσθωση εμπράγματης ή προσωπικής περιουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

Α. ο λογαριασμός τροφοδοτείται αποκλειστικά με ποσά που προέρχονται από προκαταβολή, χρήματα που καταβάλλονται για την επιβεβαίωση σύμβασης (earnest money), κατάθεση ποσού κατάλληλου για την εξασφάλιση υποχρέωσης που συνδέεται άμεσα με τη συναλλαγή ή παρόμοια πληρωμή, ή χρηματοδοτείται με Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο που κατατίθεται στον λογαριασμό σε σύνδεση με την πώληση, την ανταλλαγή ή τη μίσθωση περιουσιακού στοιχείου·

Β. ο λογαριασμός ανοίγεται και χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της υποχρέωσης του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα της πώλησης του περιουσιακού στοιχείου, του πωλητή να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση για ενδεχόμενη υποχρέωση, ή του εκμισθωτή ή του μισθωτή να καταβάλει αποζημίωση σχετικά με το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο, όπως έχει συμφωνηθεί στα πλαίσια της μίσθωσης·

Γ. τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στον λογαριασμό, περιλαμβανομένου του εισοδήματος που προέρχεται από τον λογαριασμό, θα καταβληθούν ή θα διατεθούν με άλλον τρόπο προς όφελος του αγοραστή, του πωλητή, του εκμισθωτή ή του μισθωτή (μεταξύ άλλων για να εκπληρωθεί υποχρέωση του εν λόγω προσώπου), όταν το περιουσιακό στοιχείο πωληθεί, ανταλλαγεί ή παραδοθεί, ή όταν λυθεί η μίσθωση·

Δ. ο λογαριασμός δεν είναι λογαριασμός περιθωρίου ή παρόμοιος λογαριασμός που έχει ανοιχθεί στα πλαίσια πώλησης ή ανταλλαγής Χρηματοοικονομικού Περιουσιακού Στοιχείου· και

Ε. ο λογαριασμός δεν συνδέεται με λογαριασμό περιγραφόμενο στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχείο (στ)·

(iii) υποχρέωση Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος που διαχειρίζεται δάνειο εξασφαλιζόμενο με εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο να κρατά μέρος του καταβαλλόμενου ποσού με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της πληρωμής φόρων ή ασφάλισης σχετικά με το εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο σε μεταγενέστερο χρόνο·

(iv) υποχρέωση Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος που έχει αποκλειστικό σκοπό την πληρωμή φόρων σε μεταγενέστερο χρόνο·

(στ) Καταθετικός Λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(i) ο λογαριασμός υπάρχει μόνον διότι ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας ή άλλης αναπληρούμενης (revolving) πιστωτικής διευκόλυνσης και το πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη, και

(ii) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μη δύναται ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει ποσό εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα της Δημοκρατίας που αντιστοιχεί σε 50 000 δολάρια ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός 60 ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, εφαρμοζομένων σε αμφότερες τις περιπτώσεις των κανόνων που ορίζονται στο Τμήμα VII παράγραφο Γ για τη μετατροπή νομισμάτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων·

(ζ) οποιοσδήποτε άλλος λογαριασμός παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει παρεμφερή επί της ουσίας χαρακτηριστικά με οποιονδήποτε από τους λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο Γ υποπαράγραφος 17 στοιχεία (α) έως (στ) και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εξαιρούμενων λογαριασμών που αναφέρεται στο άρθρο 7 εδάφιο (5Α) του παρόντος νόμου, εφόσον το καθεστώς του λογαριασμού αυτού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν αντιβαίνει στους σκοπούς του παρόντος νόμου.

Δ.   Δηλωτέος Λογαριασμός

1. Ως “Δηλωτέος Λογαριασμός” νοείται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται από Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα της Δημοκρατίας με δικαιούχους ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφόσον προσδιορίζεται ως τέτοιος σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στα Τμήματα II έως VII.

2. Ως “Δηλωτέο Πρόσωπο” νοείται πρόσωπο κράτους μέλους, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας εκτός από τα ακόλουθα:

(i) κεφαλαιουχικές εταιρείες οι τίτλοι κεφαλαίου των οποίων αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών,

(ii) οποιεσδήποτε κεφαλαιουχικές εταιρείες αποτελούν Συνδεόμενες Οντότητες κεφαλαιουχικής εταιρείας του σημείου (i),

(iiι) Κρατικές Οντότητες,

(iv) Διεθνείς Οργανισμοί,

(v) Κεντρικές Τράπεζες, ή

(vi) Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα.

3. Ως “Πρόσωπο Κράτους Μέλους” σχετικά με τη Δημοκρατία νοείται άτομο ή Οντότητα με κατοικία σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους μέλους ή κληρονομιά θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους. 
Για το σκοπό αυτό, Οντότητες όπως συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης ή παρόμοια νομικά μορφώματα, τα οποία δεν έχουν κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους.

4. Ως “Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία” έναντι της Δημοκρατίας νοείται:

(α) Κάθε άλλο κράτος μέλος·

(β) οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία:

(i) με την οποία η Δημοκρατία έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο Τμήμα I· και

(ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από τη Δημοκρατία και κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

(γ) οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία:

(i) με την οποία η Ένωση έχει συνάψει συμφωνία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω δικαιοδοσία θα παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο Τμήμα I· και

(ii) η οποία περιλαμβάνεται σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

5. Ως “Ελέγχοντα Πρόσωπα” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί Οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες, εφόσον υπάρχουν, ο ή οι δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος· σε περίπτωση νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος “Ελέγχοντα Πρόσωπα” ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό με τις Συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης και λαμβάνοντας υπόψη το περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Ανταλλαγή Πληροφοριών) στα πλαίσια της Πολυμερούς Συμφωνίας Αρμοδίων Αρχών για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών Διάταγμα του 2015, όπως αυτό εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

6. Ως “ΜΧΟ” νοείται οποιαδήποτε Οντότητα δεν είναι Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα.

7. Ως “Παθητική ΜΧΟ” νοείται:

(i) ΜΧΟ που δεν είναι Ενεργή ΜΧΟ· ή

(ii) Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην παράγραφο Α υποπαράγραφος 6 στοιχείο (β), η οποία δεν αποτελεί Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

8. Ως “Ενεργή ΜΧΟ” νοείται οποιαδήποτε ΜΧΟ πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Το ποσοστό του παθητικού εισοδήματος για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο δήλωσης στοιχείων είναι μικρότερο του 50% του ακαθάριστου εισοδήματος της ΜΧΟ και το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν παθητικό εισόδημα ή διακρατούνται για την παραγωγή παθητικού εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη αντίστοιχη περίοδο υποβολής στοιχείων είναι μικρότερο του 50% των περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ·

(β) οι τίτλοι κεφαλαίου της ΜΧΟ αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή η ΜΧΟ είναι Συνδεόμενη Οντότητα Οντότητας, οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών·

(γ) η ΜΧΟ είναι Κρατική Οντότητα, Διεθνής Οργανισμός, Κεντρική Τράπεζα ή Οντότητα που ανήκει εξολοκλήρου σε μία ή περισσότερες από τις εν λόγω Οντότητες·

(δ) κατ' ουσίαν, όλες οι δραστηριότητες της ΜΧΟ συνίστανται στην κατοχή, εν όλω ή εν μέρει, των εν κυκλοφορία τίτλων κεφαλαίου μιας ή περισσότερων θυγατρικών με δραστηριότητες σε επιχειρηματικούς κλάδους ή τομείς διαφορετικούς από αυτούς των Κυπριακών Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων ή στην παροχή χρηματοδότησης και υπηρεσιών προς αυτήν ή αυτές· στην κατηγορία αυτή δεν δύναται να υπαχθεί Οντότητα η οποία λειτουργεί ή εμφανίζεται ως επενδυτικό κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο (“private equity fund”), εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου (“venture capital fund”) ή κεφάλαιο εξαγορών μέσω μόχλευσης (“leveraged buyout fund”), ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός επενδύσεων σκοπός του οποίου είναι να αποκτήσει ή να χρηματοδοτήσει εταιρείες και να διατηρεί στη συνέχεια δικαιώματα στις εταιρείες αυτές ως τίτλους κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς·

(ε) η ΜΧΟ δεν έχει ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, αλλά επενδύει κεφάλαιο σε περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας άλλης από αυτήν των Κυπριακών Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην ΜΧΟ μετά την πάροδο είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία αρχικής σύστασης της ΜΧΟ·

(στ) η ΜΧΟ δεν υπήρξε Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων ή η ΜΧΟ αναδιοργανώνεται με σκοπό να εξακολουθήσει να δραστηριοποιείται ή να δραστηριοποιηθεί εκ νέου σε επιχειρηματικό τομέα άλλον από αυτόν των Κυπριακών Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων·

(ζ) η ΜΧΟ ασκεί κυρίως δραστηριότητες χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνου με ή για Συνδεόμενες Οντότητες που δεν είναι Χρηματοοικονομικά  Ιδρύματα και δεν παρέχει υπηρεσίες χρηματοδότησης ή αντιστάθμισης κινδύνου σε Οντότητα που δεν είναι Συνδεόμενη Οντότητα, εφόσον ο όμιλος οποιασδήποτε τέτοιας Συνδεόμενης Οντότητας δραστηριοποιείται κυρίως σε χώρο άλλο από αυτόν των ΚυπριακώνΧρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων·

ή

(η)  η ΜΧΟ πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) έχει συσταθεί και λειτουργεί στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς· ή έχει συσταθεί και λειτουργεί  στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία του και αποτελεί επαγγελματική οργάνωση, σύλλογο επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας·

(ii) απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στο κράτος μέλος της ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της·

(iii) δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή τωνπεριουσιακών του στοιχείων·

(iv) η ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διανομή εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ σε φυσικό πρόσωπο ή μη φιλανθρωπική Οντότητα ή τη χρήση των εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων προς όφελος τους, εκτός αν η διανομή ή χρήση αυτή γίνεται στα πλαίσια της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της ΜΧΟ ή ως πληρωμή εύλογης αμοιβής γιατην παροχή υπηρεσιών ή ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η ΜΧΟ, και

(v) η ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ απαιτούν, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διάλυσης, να διανέμονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της ΜΧΟ σε κρατική οντότητα ή σε άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση ή να περιέρχονται στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή σε άλλη διοικητική υποδιαίρεση.

Ε.   Διάφορα

1. Ως “Δικαιούχος Λογαριασμού” νοείται πρόσωπο που καταχωρίζεται ή ταυτοποιείται ως δικαιούχος Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού από το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό. Πρόσωπο, άλλο από Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, που τηρεί Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται δικαιούχος του λογαριασμού για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, δικαιούχος του λογαριασμού λογίζεται το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Σε περίπτωση Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Σύμβασης Ετήσιων Αποζημιώσεων, Δικαιούχος Λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να λάβει την Αξία Εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο της σύμβασης. Αν κανείς δεν δύναται να λάβει την Αξία Εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο, Δικαιούχος του Λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο ορίζεται στο συμβόλαιο ως κύριος και οποιοδήποτε πρόσωπο έχει κατοχυρωμένη απαίτηση για την πληρωμή σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Κατά τη λήξη Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Σύμβασης Ετήσιων Αποζημιώσεων, κάθε πρόσωπο που δικαιούται να λάβει πληρωμή σύμφωνα με το συμβόλαιο είναι Δικαιούχος του Λογαριασμού.

2. Ως “Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου” (AML/KYC) νοούνται οι σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας του Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή παρόμοιες απαιτήσεις, στις οποίες υπόκειται το εν λόγω Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα.

3. Ως “Οντότητα” νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, συνεταιρισμός, καταπίστευμα ή ίδρυμα.

4. Μία Οντότητα είναι “Συνδεόμενη Οντότητα” άλλης Οντότητας αν:

(i) Οποιαδήποτε εκ των δύο Οντοτήτων ελέγχει την άλλη·

(ii) οι δύο Oντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο· ή

(iii) οι δύο Oντότητες είναι Επενδυτικές Οντότητες περιγραφόμενες στην παράγραφο Α υποπαράγραφος 6 στοιχείο (β), τελούν υπό κοινή διαχείριση και η εν λόγω διαχείριση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας των εν λόγω Επενδυτικών Οντοτήτων.

Για τον σκοπό αυτό, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50% τωνδικαιωμάτων ψήφου και αξίας της Οντότητας.

5.  Ως “ΑΦΤ” νοείται ο Αριθμός Φορολογικής Ταυτότητας ή λειτουργικό ισοδύναμο αν δεν υπάρχει αριθμόςφορολογικής ταυτότητας.

6.  Ως “Αποδεικτικό Έγγραφο” νοείται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) πιστοποιητικό κατοικίας που εκδίδεται από αρμόδιο κρατικό φορέα, για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο, του κράτους μέλους ή άλλης δικαιοδοσίας όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία του ο δικαιούχος·

(β) σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, οποιοδήποτε έγκυρο έγγραφο ταυτότητας έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα, για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο, στο οποίο περιέχεται το όνομα του προσώπου και το οποίο χρησιμοποιείται κατά κανόνα για ταυτοποίηση·

(γ) σε ό,τι αφορά τις Οντότητες, οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα, για παράδειγμα, από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπό της ή από δήμο, στο οποίο περιέχεται η ονομασία της Οντότητας και είτε η διεύθυνση του κεντρικού της γραφείου στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κράτος μέλος ή άλλη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε ή οργανώθηκε·

(δ) οποιαδήποτε ελεγμένη οικονομική κατάσταση, έκθεση τρίτου για τη φερεγγυότητα, αίτηση πτώχευσης ή έκθεση από ρυθμιστική αρχή αγοράς κινητών αξιών.

Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικό έγγραφο οποιαδήποτε κατάταξη έχει γίνει στα αρχεία του Δηλούντος Κυπριακού Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος σχετικά με τον Δικαιούχο Λογαριασμού βάσει τυποποιημένου συστήματος κωδικοποίησης ανά κλάδο, η οποία καταχωρίστηκε από το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα σύμφωνα με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική του, για σκοπούς που αφορούν τις Διαδικασίες AML/KYC ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς, εκτός των φορολογικών και η οποία εφαρμοζόταν απότο Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η κατάταξη του Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού ως Προϋπάρχοντος Λογαριασμού, εφόσον το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα δεν γνωρίζει ή δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι η εν λόγω κατάταξη είναι εσφαλμένη ή αναξιόπιστη.

7. Ως “τυποποιημένο σύστημα κωδικοποίησης ανά κλάδο” νοείται σύστημα που χρησιμοποιείται για την κατάταξη των μορφωμάτων ανά είδος επιχείρησης για σκοπούς άλλους από τους φορολογικούς.

 

 

ΤΜΗΜΑ IX

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος (3Α) του παρόντος Νόμου, η Δημοκρατία θεσπίζει κανόνες και διοικητικές διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή και συμμόρφωση σχετικά με τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται ανωτέρω, περιλαμβανομένων των κάτωθι:

1. Κανόνες ώστε να αποτρέπονται οι πρακτικές Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων, προσώπων ή ενδιαμέσων οι οποίες αποσκοπούν στην καταστρατήγηση των διαδικασιών υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας·

2. κανόνες που απαιτούν από τα Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται για την τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά·

3. διοικητικές διαδικασίες, ώστε να εξακριβώνεται η συμμόρφωση των Δηλούντων Κυπριακών Χρηματοοικονομικών Ιδρυμάτων προς τις διαδικασίες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας· διοικητικές διαδικασίες για τις επακόλουθες ενέργειες στο Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, όταν δηλώνονται λογαριασμοί χωρίς τεκμηρίωση·

4. διοικητικές διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να είναι μικρός ο κίνδυνος χρήσης των Οντοτήτων και των λογαριασμών που ορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο ως μη Δηλούντα Κυπριακά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί για σκοπούς φοροδιαφυγής·

5. αποτελεσματικές διατάξεις επιβολής των κανόνων για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

1.   Αλλαγή των περιστάσεων

Ως “αλλαγή των περιστάσεων” νοείται οποιαδήποτε μεταβολή η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προσθήκη πληροφοριών σχετικών με το καθεστώς του προσώπου ή έρχεται σε αντίθεση με το καθεστώς αυτό με άλλον τρόπο. Επιπροσθέτως, ως αλλαγή των περιστάσεων νοείται οποιαδήποτε μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών στον Λογαριασμό του Δικαιούχου, περιλαμβανομένης της προσθήκης, της υποκατάστασης ή άλλης μεταβολής σχετικά με το Δικαιούχο του Λογαριασμού ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών σε οποιοδήποτε λογαριασμό συνδέεται με τον εν λόγω λογαριασμό, εφαρμοζομένων των κανόνων περί άθροισης λογαριασμών που περιγράφονται στο Παράρτημα I Τμήμα VII παράγραφος Γ υποπαράγραφοι 1 έως 3, εάν η εν λόγω μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών επηρεάζει το καθεστώς του Δικαιούχου του Λογαριασμού.

Εάν το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα έχει βασιστεί στην εξέταση περί τη διεύθυνση κατοικίας, η οποία περιγράφεται στο Παράρτημα I Τμήμα III παράγραφος Β υποπαράγραφος 1 και επισυμβεί αλλαγή των περιστάσεων λόγω της οποίας το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα λαμβάνει γνώση ή έχει λόγο να πιστεύει ότι το αρχικό αποδεικτικό έγγραφο ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο είναι ανακριβές ή αναξιόπιστο, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα οφείλει, μέχρι τη μεταγενέστερη μεταξύ της τελευταίας ημέρας του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων ή των ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών μετά τη γνωστοποίηση ή την ανακάλυψη της εν λόγω αλλαγής των περιστάσεων να έχει στην κατοχή του αυτοπιστοποίηση και νέο Αποδεικτικό Έγγραφο για τη βεβαίωση της ή των φορολογικών κατοικιών του Δικαιούχου Λογαριασμού. Εάν το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα αδυνατεί να λάβει την αυτοπιστοποίηση και το νέο Αποδεικτικό Έγγραφο μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, εφαρμόζει τη διαδικασία έρευνας σε ηλεκτρονικό αρχείο που περιγράφεται στο Παράρτημα I Τμήμα III παράγραφος Β υποπαράγραφοι 2 έως 6.

2.   Αυτοπιστοποίηση για Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων

Σε ό,τι αφορά τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Κυπριακό Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα δύναται να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση μόνον από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το Ελέγχον Πρόσωπο.

3.   Κατοικία Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος

Το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος εάν υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους, δηλαδή εάν το κράτος μέλος δύναται να επιβάλει την υποβολή στοιχείων από το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα. Γενικώς, όταν το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος, υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους και αποτελεί, ως εκ τούτου, Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα κράτους μέλους. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, ανεξαρτήτως του αν έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος, το καταπίστευμα θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, εάν ένας ή περισσότεροι από τους καταπιστευματοδόχους έχουν την κατοικία τους στο εν λόγω κράτος μέλος, εκτός εάν το καταπίστευμα δηλώνει σε άλλο κράτος μέλος όλες τις πληροφορίες που απαιτείται να δηλωθούν σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο σχετικά με τους Δηλωτέους Λογαριασμούς που τηρούνται από το καταπίστευμα, επειδή έχει τη φορολογική του κατοικία στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος. Εντούτοις, όταν Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, άλλο από το καταπίστευμα, δεν έχει φορολογική κατοικία, για παράδειγμα επειδή λογίζεται φορολογικώς διαφανές ή ευρίσκεται σε δικαιοδοσία που δεν επιβάλλει φόρο εισοδήματος, θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους και αποτελεί, ως εκ τούτου, Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα κράτους μέλους εάν:

(α) Έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους·

(β) έχει τον τόπο της διοίκησής του, περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης στο κράτος μέλος ή

(γ) υπόκειται σε χρηματοοικονομική εποπτεία στο κράτος μέλος.

Όταν Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα, άλλο από καταπίστευμα, έχει κατοικία σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, το εν λόγω Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα υπόκειται στις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας του κράτους μέλους στο οποίο τηρεί τον ή τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς.

4.   Τηρούμενος λογαριασμός

Γενικώς, θεωρείται ότι το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό είναι το εξής:

(α) Σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής, το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που είναι ο θεματοφύλακας των περιουσιακών στοιχείων του λογαριασμού, περιλαμβανομένου του  Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος που τηρεί στο όνομά του στο εν λόγω Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα περιουσιακά στοιχεία για τον Δικαιούχο Λογαριασμού·

(β) σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με τον λογαριασμό, με την εξαίρεση του αντιπροσώπου του Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω αντιπρόσωπος είναι  Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα·

(γ) σε περίπτωση δικαιώματος επί του μετοχικού κεφαλαίου ή του χρέους  Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος, το οποίο τηρείται υπό τη μορφή Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το εν λόγω  Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα·

(δ) σε περίπτωση Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Σύμβασης Ετήσιων Αποζημιώσεων, το Χρηματοοικονομικό Ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το συμβόλαιο.

5.   Καταπιστεύματα που είναι Παθητικές ΜΧΟ

Οντότητες όπως συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης ή παρόμοια νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν φορολογική κατοικία λογίζονται ως έχοντα την κατοικία τους στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους, σύμφωνα με το Παράρτημα I, Τμήμα VIII παράγραφος Δ υποπαράγραφος 3. Για τον σκοπό αυτόν, το νομικό πρόσωπο ή το νομικό μόρφωμα λογίζεται “παρόμοιο” με συνεταιρισμό και με συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως φορολογητέα μονάδα σε κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του. Εντούτοις, προκειμένου να αποτραπεί διπλή υποβολή στοιχείων, δεδομένης της ευρύτητας του πεδίου που καλύπτει ο όρος “Ελέγχοντα Πρόσωπα” στην περίπτωση των καταπιστευμάτων, το καταπίστευμα που δεν είναι Παθητική ΜΧΟ δύναται να μη θεωρηθεί παρόμοιο νομικό μόρφωμα.

6.   Διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας

Σε ό,τι αφορά τις Οντότητες, στο Παράρτημα I Τμήμα VIII παράγραφος Ε υποπαράγραφος 6 στοιχείο (γ) περιγράφεται, μεταξύ άλλων, απαίτηση να περιλαμβάνεται στα αποδεικτικά έγγραφα είτε η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας στο κράτος μέλος ή σε άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε το κράτος μέλος ή άλλη δικαιοδοσία όπου η Οντότητα συστάθηκε ή οργανώθηκε. Η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας είναι συνήθως ο τόπος όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή της. Η διεύθυνση του Χρηματοοικονομικού Ιδρύματος στο οποίο η Οντότητα διατηρεί λογαριασμό, η ταχυδρομική θυρίδα ή η διεύθυνση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αλληλογραφία δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας, εκτός αν η εν λόγω διεύθυνση είναι η μόνη διεύθυνση που χρησιμοποιεί η Οντότητα και εμφανίζεται ως η καταχωρημένη διεύθυνση της Οντότητας στα συστατικάτ ης έγγραφα. Περαιτέρω, διεύθυνση, η οποία παρέχεται με οδηγίες να κρατηθεί όλη η αλληλογραφία που απευθύνεται σεαυτήν τη διεύθυνση, δεν είναι η διεύθυνση του κεντρικού γραφείου της Οντότητας.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ I

ΟΡΙΣΜΟΙ

1. “Όμιλος” σημαίνει σύνολο επιχειρήσεων που σχετίζονται μέσω ιδιοκτησίας ή ελέγχου τέτοιου είδους που είτε απαιτείται να συντάσσουν Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης βάσει των εφαρμοζόμενων αρχών λογιστικής, είτε θα υπήρχε αυτή η απαίτηση εάν το μετοχικό κεφάλαιο οποιασδήποτε από τις επιχειρήσεις αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο.
2. “Επιχείρηση” σημαίνει οποιαδήποτε μορφή άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από πρόσωπο, όπως ορίζεται στα σημεία (β), (γ) και (δ) του όρου «πρόσωπο» στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου.
3. “ισοδύναμη έκθεση ανά χώρα” σημαίνει έκθεση που περιέχει όλες τις πληροφορίες που έχει στην κατοχή της η Συνιστώσα Οντότητα με φορολογική κατοικία τη Δημοκρατία, τις οποίες έλαβε ή απόκτησε.
4. “Όμιλος ΠΕ” σημαίνει οποιοσδήποτε Όμιλος που περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, η φορολογική κατοικία των οποίων βρίσκεται σε διαφορετικές περιοχές δικαιοδοσίας ή περιλαμβάνει επιχείρηση η φορολογική κατοικία της οποίας βρίσκεται σε μια περιοχή δικαιοδοσίας και υπόκειται σε φορολόγηση όσον αφορά στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης σε άλλη περιοχή δικαιοδοσίας και δεν είναι Εξαιρούμενος Όμιλος ΠΕ.
5. “Εξαιρούμενος Όμιλος ΠΕ” όσον αφορά οποιοδήποτε λογιστικό Έτος του Ομίλου σημαίνει Όμιλος με συνολικά ενοποιημένα έσοδα κάτω των €750.000.000 ή κατά προσέγγιση ισοδύναμου ποσού σε τοπικό νόμισμα τον Ιανουάριο του 2015, κατά το Λογιστικό Έτος το αμέσως προηγούμενο από το Λογιστικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων, όπως αποτυπώνεται στις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις αυτού, για το εν λόγω προηγούμενο Λογιστικό Έτος.
6. “Συνιστώσα Οντότητα” σημαίνει:
(α) οποιαδήποτε χωριστή επιχειρηματική μονάδα Ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνεται στις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του Ομίλου ΠΕ για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ή θα περιλαμβανόταν εάν το μετοχικό κεφάλαιο της εν λόγω επιχειρηματικής μονάδας Ομίλου ΠΕ αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο·
(β) οποιαδήποτε τέτοια επιχειρηματική μονάδα εξαιρείται από τις Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις του Ομίλου ΠΕ αποκλειστικά για λόγους μεγέθους ή ουσίας (materiality)·
(γ) οποιαδήποτε μόνιμη εγκατάσταση οποιασδήποτε χωριστής επιχειρηματικής μονάδας του Ομίλου ΠΕ που περιλαμβάνεται στα στοιχεία α) ή β), με την προϋπόθεση ότι η επιχειρηματική μονάδα συντάσσει ξεχωριστή οικονομική κατάσταση για την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, κανονιστικής ρύθμισης, υποβολής φορολογικής δήλωσης ή ελέγχου εσωτερικής διαχείρισης.
7. “Αναφέρουσα Οντότητα” σημαίνει Συνιστώσα Οντότητα που υποχρεούται να υποβάλει έκθεση ανά χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7Γ του παρόντος Νόμου στην περιοχή δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της εξ ονόματος του Ομίλου ΠΕ· η Αναφέρουσα Οντότητα μπορεί να είναι η Τελική Μητρική Οντότητα, η Παρένθετη Μητρική Οντότητα ή οποιαδήποτε οντότητα περιγράφεται στο σημείο 1 του Τμήματος II.
8. “Τελική Μητρική Οντότητα” σημαίνει Συνιστώσα Οντότητα Ομίλου ΠΕ η οποία πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) κατέχει άμεσα ή έμμεσα επαρκές μετοχικό κεφάλαιο σε μία ή περισσότερες άλλες Συνιστώσες Οντότητες του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, ώστε να απαιτείται να συντάσσει Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τις αρχές λογιστικής που εφαρμόζονται γενικά στη δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της ή θα υπήρχε αυτή η απαίτηση εάν το μετοχικό της κεφάλαιο αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγής σε χρηματιστήριο στη δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της·
(β) δεν υπάρχει άλλη Συνιστώσα Οντότητα του εν λόγω Ομίλου ΠΕ που να κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχικό κεφάλαιο, όπως περιγράφεται στο στοιχείο α), στην πρώτη Συνιστώσα Οντότητα.
9. “Παρένθετη Μητρική Οντότητα” σημαίνει Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ στην οποία έχει ανατεθεί από τον εν λόγω Όμιλο ΠΕ, ως μοναδική αντικαταστάτρια της Τελικής Μητρικής Οντότητας, να υποβάλει την έκθεση ανά χώρα στην περιοχή δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας αυτής της Συνιστώσας Οντότητας, εξ ονόματος του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο Τμήμα II σημείο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β).
10. “Λογιστικό Έτος” σημαίνει την ετήσια λογιστική περίοδο για την οποία η Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου ΠΕ συντάσσει τις οικονομικές καταστάσεις της.
11. “Λογιστικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων” σημαίνει εκείνο το Λογιστικό Έτος του οποίου τα οικονομικά και επιχειρησιακά αποτελέσματα αντικατοπτρίζονται στην έκθεση ανά χώρα που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 7Γ του παρόντος Νόμου.
12. “Ειδική συμφωνία Αρμόδιων Αρχών” σημαίνει συμφωνία μεταξύ εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων ενός κράτους μέλους της Ένωσης και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε Διεθνή συμφωνία, με την οποία απαιτείται η αυτόματη ανταλλαγή εκθέσεων ανά χώρα μεταξύ των δικαιοδοσιών των συμβαλλόμενων μερών.
13. “Διεθνής συμφωνία” σημαίνει πολυμερής σύμβαση σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα, οποιαδήποτε διμερής ή πολυμερής φορολογική σύμβαση ή οποιαδήποτε συμφωνία ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος το κράτος μέλος και με τους όρους της οποίας παρέχεται κατά νόμο εξουσία για την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών, περιλαμβανομένης της αυτόματης ανταλλαγής τέτοιων πληροφοριών.
14. “Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις” σημαίνει οικονομικές καταστάσεις ενός Ομίλου ΠΕ στις οποίες τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τα έσοδα, τα έξοδα και οι ταμειακές ροές της Τελικής Μητρικής Οντότητας και των Συνιστωσών Οντοτήτων εμφανίζονται ως εάν επρόκειτο για ενιαία οικονομική οντότητα.
15. “Συστημική Αδυναμία” όσον αφορά δικαιοδοσία σημαίνει είτε ότι μια δικαιοδοσία διαθέτει εν ισχύ Ειδική συμφωνία Αρμόδιων Αρχών με κράτος μέλος αλλά έχει αναστείλει την αυτόματη ανταλλαγή (για λόγους άλλους από αυτούς που προβλέπονται σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω συμφωνίας), είτε ότι μια δικαιοδοσία κατ' εξακολούθηση παρέλειψε να παράσχει αυτόματα σε κράτος μέλος εκθέσεις ανά χώρα που βρίσκονται στην κατοχή της για Ομίλους ΠΕ που έχουν Συνιστώσες Οντότητες στο εν λόγω κράτος μέλος.

ΤΜΗΜΑ II

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

1. Συνιστώσα Οντότητα, η οποία δεν είναι η Τελική Μητρική Οντότητα Ομίλου ΠΕ, υποβάλλει έκθεση ανά χώρα στην αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία για το Λογιστικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ του οποίου αποτελεί Συνιστώσα Οντότητα, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) η οντότητα έχει φορολογική κατοικία στη Δημοκρατία·
(β) ισχύει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) η Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου ΠΕ δεν υποχρεούται να υποβάλει έκθεση ανά χώρα στην οικεία δικαιοδοσία φορολογικής κατοικίας·
(ii) η δικαιοδοσία στην οποία έχει τη φορολογική της κατοικία η Τελική Μητρική Οντότητα έχει συνάψει ισχύουσα Διεθνή συμφωνία στην οποία η Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος, αλλά δεν έχει συνάψει ισχύουσα Ειδική συμφωνία Αρμόδιων Αρχών στην οποία η Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος κατά τη χρονική στιγμή που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7Γ του παρόντος Νόμου για την υποβολή της έκθεσης ανά χώρα για το Λογιστικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων·
(iii) έχει σημειωθεί Συστημική Αδυναμία της δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της Τελικής Μητρικής Οντότητας, η οποία έχει κοινοποιηθεί από τη Δημοκρατία στη Συνιστώσα Οντότητα που έχει τη φορολογική της κατοικία σε αυτή:
Νοείται ότι, Συνιστώσα Οντότητα με κατοικία στη Δημοκρατία όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου ζητά από την Τελική Μητρική Οντότητα όπως της παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις υποβολής έκθεσης ανά χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7Γ του παρόντος Νόμου· εάν, παρά ταύτα, η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα δεν έλαβε ή δεν απέκτησε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για να υποβάλει έκθεση για τον Όμιλο ΠΕ, υποβάλλει ισοδύναμη έκθεση ανά χώρα που παρέχει όλες τις πληροφορίες που έχει στην κατοχή της και ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ότι η Τελική Μητρική Οντότητα αρνήθηκε να διαθέσει τις αναγκαίες πληροφορίες· αυτό δεν θίγει το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να επιβάλει κυρώσεις σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και η αρμόδια αρχή στην Δημοκρατία ενημερώνει όλα τα κράτη μέλη για την άρνηση αυτή:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες από μία Συνιστώσες Οντότητες του ίδιου Ομίλου ΠΕ που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ένωση και ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, ο Όμιλος ΠΕ μπορεί να αναθέσει σε μία από αυτές τις Συνιστώσες Οντότητες με κατοικία τη Δημοκρατία να υποβάλει την έκθεση ανά χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7Γ του παρόντος Νόμου, για οποιοδήποτε Λογιστικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7Γ του παρόντος Νόμου και να γνωστοποιήσει στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ότι η υποβολή αποσκοπεί στην πλήρωση της απαίτησης υποβολής για όλες τις Συνιστώσες Οντότητες του εν λόγω Ομίλου ΠΕ που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ένωση· σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 7Γ του παρόντος Νόμου, η Δημοκρατία κοινοποιεί τη ληφθείσα έκθεση ανά χώρα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος στο οποίο, με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση ανά χώρα, μία ή περισσότερες Συνιστώσες Οντότητες του Ομίλου ΠΕ της Αναφέρουσας Οντότητας είτε έχουν τη φορολογική κατοικία τους, είτε υπόκεινται σε φόρο όσον αφορά στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται μέσω μόνιμης εγκατάστασης:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που η Συνιστώσα Οντότητα στην οποία έχει ανατεθεί η υποβολή της έκθεσης ανά χώρα, όπως αυτή αναφέρεται στην πιο πάνω παράγραφο, είναι κάτοικος σε άλλο κράτος μέλος εκτός της Δημοκρατίας, το οποίο έχει υιοθετήσει τη σχετική πρόνοια της Οδηγίας 2011/16 ΕΕ, η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δεν θα απαιτεί την υποβολή της έκθεσης ανά χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του Τμήματος ΙΙ:
Νοείται έτι, έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που Συνιστώσα Οντότητα δεν μπορεί να λάβει ή να αποκτήσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την υποβολή έκθεσης ανά χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7Γ, η εν λόγω Συνιστώσα Οντότητα δεν είναι επιλέξιμη για να οριστεί ως η Αναφέρουσα Οντότητα για τον Όμιλο ΠΕ, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του παρόντος σημείου και ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ότι η Τελική Μητρική Οντότητα αρνήθηκε να διαθέσει τις αναγκαίες πληροφορίες.
2. Κατά παρέκκλιση του σημείου 1, σε περίπτωση που ισχύουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου του σημείου 1, δεν απαιτείται από οντότητα που περιγράφεται στο σημείο 1 να υποβάλει έκθεση ανά χώρα για κάθε Λογιστικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων εάν ο Όμιλος ΠΕ του οποίου αποτελεί Συνιστώσα Οντότητα έχει καταστήσει διαθέσιμη έκθεση ανά χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7Γ του παρόντος Νόμου όσον αφορά στο εν λόγω Λογιστικό Έτος μέσω Παρένθετης Μητρικής Οντότητας, η οποία υποβάλλει την εν λόγω έκθεση ανά χώρα στη φορολογική αρχή της δικαιοδοσίας της φορολογικής κατοικίας της κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7Γ ή πριν από αυτή και, σε περίπτωση που η Παρένθετη Μητρική Οντότητα έχει φορολογική κατοικία σε περιοχή δικαιοδοσίας εκτός της Ένωσης, πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας απαιτεί την υποβολή εκθέσεων ανά χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7Γ ·
(β) η δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας διαθέτει σε ισχύ Ειδική συμφωνία Αρμόδιων Αρχών στην οποία η Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος κατά τη χρονική στιγμή που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7Γ για την υποβολή της έκθεσης ανά χώρα για το Λογιστικό Έτος Υποβολής Εκθέσεων·
(γ) η δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας δεν έχει κοινοποιήσει περίπτωση Συστημικής Αδυναμίας στη Δημοκρατία∙
(δ) η δικαιοδοσία της φορολογικής κατοικίας της Παρένθετης Μητρικής Οντότητας έχει ενημερωθεί, το αργότερο έως την τελευταία ημέρα του Λογιστικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ, από τη Συνιστώσα Οντότητα με φορολογική κατοικία στη δικαιοδοσία του ότι αυτή αποτελεί την Παρένθετη Μητρική Οντότητα·
(ε) έχει παρασχεθεί κοινοποίηση στη Δημοκρατία σύμφωνα με το σημείο 4.
3. Οποιαδήποτε Συνιστώσα Οντότητα Ομίλου ΠΕ, η οποία έχει τη φορολογική κατοικία της στη Δημοκρατία ενημερώνει την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία εάν αποτελεί την Τελική Μητρική Οντότητα, την Παρένθετη Μητρική Οντότητα ή τη Συνιστώσα Οντότητα που αναφέρεται στο σημείο 1 το αργότερο την τελευταία ημέρα του Λογιστικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ.
4. Σε περίπτωση που Συνιστώσα Οντότητα Ομίλου ΠΕ η οποία έχει τη φορολογική της κατοικία στη Δημοκρατία δεν αποτελεί ούτε την Τελική Μητρική Οντότητα, ούτε την Παρένθετη Μητρική Οντότητα, ούτε τη Συνιστώσα Οντότητα που αναφέρεται στο σημείο 1, έχει υποχρέωση να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία την ταυτότητα και τη φορολογική κατοικία της Αναφέρουσας Οντότητας το αργότερο μέχρι την τελευταία ημέρα του Λογιστικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του εν λόγω Ομίλου ΠΕ.
Πατήστε εδώ για να εμφανιστεί το ΤΜΗΜΑ III.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ

Μέρος I:  Κριτήριο του κυρίου οφέλους

Γενικά διακριτικά της κατηγορίας Α και ειδικά διακριτικά της κατηγορίας Β και της κατηγορίας Γ παράγραφος 1 στοιχείων (β)(i), (γ) και (δ) μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον όταν πληρούν το “κριτήριο του κυρίου οφέλους”.

Το ανωτέρω  κριτήριο πληρούται εάν δύναται να αποδειχθεί ότι το κύριο όφελος ή ένα από τα κύρια οφέλη που μπορεί κάποιος να αναμένει ευλόγως από μια ρύθμιση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών γεγονότων και περιστάσεων, συνίσταται στην απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος, αναφορικά με τους φόρους που καθορίζονται στο άρθρο 4.

Για σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος, φορολογικό πλεονέκτημα περιλαμβάνει-

(i) ελάφρυνση ή αυξημένη ελάφρυνση από το φόρο·

(ii) επιστροφή ή αυξημένη επιστροφή φόρου·

(iii) αποφυγή ή μείωση επιβαλλόμενου φόρου ή βεβαίωσης φόρου·

(iv) αναβολή  πληρωμής φόρου ή επίσπευση επιστροφής φόρου·

(v) αποφυγή της υποχρέωσης για παρακράτηση φόρου.

Η ύπαρξη προϋποθέσεων που καθορίζονται στην κατηγορία Γ, παράγραφος 1, στοιχεία (β)(i), (γ) ή (δ) δεν δύναται από μόνη της να αποτελεί λόγο για να θεωρείται ότι μία ρύθμιση πληροί το κριτήριο του κυρίου οφέλους.

Μέρος II: Κατηγορίες διακριτικών

Α. Γενικά διακριτικά που συνδέονται με κριτήριο του κυρίου οφέλους

1. Ρύθμιση βάσει της οποίας ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος ή ένας συμμετέχων στη ρύθμιση αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμορφώνεται με προϋπόθεση εμπιστευτικότητας που μπορεί να απαιτεί από αυτόν να μην αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίον η ρύθμιση θα μπορούσε να εξασφαλίσει φορολογικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ενδιάμεσων ή των φορολογικών αρχών.

2. Ρύθμιση βάσει της οποίας ο ενδιάμεσος δικαιούται να λάβει αμοιβή ή τόκο, αντιπαροχή για χρηματοδοτικές δαπάνες και άλλες επιβαρύνσεις για τη ρύθμιση και η εν λόγω αμοιβή καθορίζεται σε σχέση με:

(α) το ποσό του φορολογικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από τη ρύθμιση· ή

(β) το αν πράγματι προκύπτει φορολογικό πλεονέκτημα από τη ρύθμιση· αυτό περιλαμβάνει την υποχρέωση του ενδιάμεσου για μερική ή πλήρη επιστροφή της αμοιβής εφόσον το επιδιωκόμενο φορολογικό πλεονέκτημα που προκύπτει από τη ρύθμιση δεν επιτεύχθηκε εν μέρει ή πλήρως.

3. Ρύθμιση που περιέχει ουσιαστικά τυποποιημένη τεκμηρίωση και/ή δομή και είναι διαθέσιμη σε περισσότερους από έναν ενδιαφερόμενους φορολογούμενους χωρίς να χρειάζεται να εξειδικεύεται ουσιωδώς προκειμένου να εφαρμοστεί.

Β. Ειδικά διακριτικά που συνδέονται με τη δοκιμή του κυρίου οφέλους

1. Ρύθμιση με την οποία ένας συμμετέχων στη ρύθμιση προβαίνει τεχνητά σε ενέργειες οι οποίες συνίστανται στην απόκτηση ζημιογόνου εταιρείας, την παύση της κύριας δραστηριότητας αυτής και τη χρησιμοποίηση των ζημιών της για τη μείωση των φορολογικών του υποχρεώσεων, περιλαμβανομένου μέσω της μεταφοράς των εν λόγω ζημιών σε άλλη δικαιοδοσία ή με την επιτάχυνση της χρήσης των εν λόγω ζημιών.

2. Ρύθμιση που έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή εισοδημάτων σε κεφάλαιο, δωρεές ή άλλες κατηγορίες εισοδημάτων τα οποία φορολογούνται σε χαμηλότερο επίπεδο ή απαλλάσσονται από τη φορολογία.

3. Ρύθμιση που περιλαμβάνει συναλλαγές κυκλικού χαρακτήρα από τις οποίες προκύπτουν κυκλικές διαδρομές κεφαλαίων, συγκεκριμένα μέσω της συμμετοχής παρεμβαλλόμενων οντοτήτων χωρίς άλλη κύρια εμπορική λειτουργία ή μέσω συναλλαγών που αντισταθμίζουν ή ακυρώνουν η μία την άλλη ή που έχουν άλλα παρόμοια χαρακτηριστικά.

Γ. Ειδικά διακριτικά που συνδέονται με διασυνοριακές συναλλαγές

1. Ρύθμιση η οποία περιλαμβάνει εκπιπτόμενες διασυνοριακές πληρωμές που πραγματο-ποιούνται μεταξύ δύο ή περισσότερων συνδεδεμένων επιχειρήσεων εφόσον συντρέχει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) ο αποδέκτης δεν είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς σε οποιανδήποτε φορολογική δικαιοδοσία·

(β) μολονότι ο αποδέκτης είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς σε μια δικαιοδοσία, η δικαιοδοσία αυτή είτε:

(i) δεν επιβάλλει φόρο εταιρειών ή επιβάλλει φόρο εταιρειών με μηδενικό ή σχεδόν μηδενικό συντελεστή· ή

(ii) περιλαμβάνεται σε κατάλογο με δικαιοδοσίες τρίτων χωρών που έχουν αξιολογηθεί από τα κράτη μέλη συλλογικά ή στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ ως μη συνεργάσιμες·

(γ) η καταβολή τυγχάνει πλήρους απαλλαγής από τη φορολογία στην περιοχή δικαιοδοσίας όπου ο αποδέκτης είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς·

(δ) η καταβολή υπάγεται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς στην περιοχή δικαιοδοσίας όπου ο αποδέκτης είναι κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς·

2. Μειώσεις για την ίδια απόσβεση περιουσιακού στοιχείου διεκδικούνται σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες.

3. Ελάφρυνση από τη διπλή φορολόγηση για το ίδιο στοιχείο εισοδήματος ή κεφαλαίου διεκδικείται σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες.

4. Ρύθμιση που περιλαμβάνει μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και υπάρχει ουσιαστική διαφορά στο ποσό που θεωρείται πληρωτέο σε αντάλλαγμα για τα περιουσιακά στοιχεία στις εμπλεκόμενες δικαιοδοσίες.

Δ. Ειδικά διακριτικά σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και τους πραγματικούς δικαιούχους:

1. Ρύθμιση που μπορεί να έχει ως συνέπεια να υπονομεύσει την υποχρέωση αναφοράς δυνάμει των νόμων για την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ισοδύναμων συμφωνιών σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών με τρίτες χώρες, ή που εκμεταλλεύεται την απουσία τέτοιας νομοθεσίας ή συμφωνιών·

Η ρύθμιση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

(α) Τη χρήση λογαριασμού, προϊόντος, περιουσιακού στοιχείου, ασφαλιστήριου συμβολαίου, συμβολαίου ετήσιων αποζημιώσεων ή επένδυσης που δεν είναι ή παρουσιάζεται ότι δεν είναι χρηματοοικονομικός λογαριασμός, αλλά διαθέτει χαρακτηριστικά που είναι ουσιαστικά παρόμοια με τα χαρακτηριστικά χρηματοοικονομικού λογαριασμού·

(β) τη μεταφορά χρηματοοικονομικών λογαριασμών ή περιουσιακών στοιχείων σε δικαιοδοσίες που δεν δεσμεύονται από την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών με το κράτος της κατοικίας του ενδιαφερομένου φορολο-γουμένου ή τη χρήση τέτοιων δικαιοδοσιών·

(γ) την εκ νέου ταξινόμηση εισοδημάτων και κεφαλαίου σε προϊόντα ή πληρωμές που δεν υπόκεινται στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών·

(δ) τη μεταβίβαση ή τη μετατροπή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοοικονομικού λογαριασμού ή των περιουσιακών στοιχείων τους σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοοικονομικό λογαριασμό ή περιουσιακά στοιχεία που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση αναφοράς δυνάμει της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών·

(ε) τη χρήση νομικών οντοτήτων, μορφωμάτων ή δομών που εξαλείφουν ή επιδιώκουν να εξαλείψουν την υποχρέωση υποβολής στοιχείων ενός ή περισσοτέρων δικαιούχων λογαριασμού ή προσώπων που ασκούν έλεγχο δυνάμει της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών·

(στ) ρυθμίσεις που υπονομεύουν ή εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες στις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που χρησιμοποιούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους αναφοράς πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης δικαιοδοσιών με ανεπαρκή ή αδύναμα καθεστώτα επιβολής της νομοθεσίας περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή με μη αυστηρές απαιτήσεις διαφάνειας για τα νομικά πρόσωπα ή τις νομικές ρυθμίσεις.

2. Ρύθμιση που περιλαμβάνει μη διαφανή αλυσίδα νομικής ή πραγματικής κυριότητας με χρήση προσώπων, νομικών ρυθμίσεων ή δομών-

(α) που δεν ασκούν ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα υποστηριζόμενη από επαρκές προσωπικό, εξοπλισμό, περιουσιακά στοιχεία και εγκαταστάσεις· 

(β) που έχουν συσταθεί, διευθύνονται, έχουν κατοικία, ελέγχονται ή είναι εγκατεστημένα σε δικαιοδοσία άλλη εκτός της δικαιοδοσίας της κατοικίας ενός ή περισσοτέρων από τους πραγματικούς δικαιούχους των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούν αυτά τα πρόσωπα, νομικές ρυθμίσεις ή δομές· και

(γ) όπου οι πραγματικοί δικαιούχοι τέτοιων προσώπων,  νομικών ρυθμίσεων ή δομών, όπως ορίζονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2015/849, έχουν καταστεί μη αναγνωρίσιμοι.

Ε. Ειδικά διακριτικά σχετικά με την ενδοομιλική τιμολόγηση

1. Ρύθμιση που περιλαμβάνει τη χρήση μονομερών κανόνων “ασφαλούς λιμένα”.

2. Ρύθμιση που περιλαμβάνει τη μεταβίβαση άυλων περιουσιακών στοιχείων δύσκολης αποτίμησης× ο όρος «άυλα περιουσιακά στοιχεία δύσκολης αποτίμησης» καλύπτει άυλα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα επί αυτών για τα οποία, κατά το χρόνο της μεταβίβασής τους μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων-

(α) δεν υπάρχουν αξιόπιστα συγκρίσιμα στοιχεία. και

(β) κατά την πραγματοποίηση της συναλλαγής, οι προβλέψεις για τις μελλοντικές ταμειακές ροές ή τα έσοδα που αναμένεται να αντληθούν από το μεταβιβαζόμενο άυλο στοιχείο ή οι παραδοχές που υιοθετήθηκαν κατά την αποτίμηση του άυλου περιουσιακού στοιχείου είναι εξαιρετικά αβέβαιες, γεγονός που καθιστά δύσκολο να προβλεφθεί το επίπεδο τελικής επιτυχίας του άυλου στοιχείου κατά τη στιγμή της μεταβίβασης.

3. Ρύθμιση που περιλαμβάνει ενδοομιλική διασυνοριακή μεταβίβαση λειτουργιών και/ή κινδύνων και/ή περιουσιακών στοιχείων, εφόσον τα προβλεπόμενα ετήσια κέρδη προ τόκων και φόρων (EBIT) του μεταβιβάζοντος ή των μεταβιβαζόντων κατά τη διάρκεια της τριετούς περιόδου μετά τη μεταβίβαση, είναι κατώτερα του 50% των προβλεπόμενων ετήσιων κερδών προ τόκων και φόρων (EBIT) του εν λόγω  μεταβιβάζοντος ή των μεταβιβαζόντων εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ, ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ, ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ

ΑΛΛΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ

Στο παρόν Παράρτημα ορίζονται-

(α) οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και άλλοι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζουν οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, προκειμένου η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία να δύναται να κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 7Ε∙ και

(β) οι κανόνες και διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να διαθέτει η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται σε αυτό, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

ΤΜΗΜΑ I

ΟΡΙΣΜΟΙ

Α.    Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας

1. “Αντίτιμο” σημαίνει κάθε μορφή αποζημίωσης, μετά την αφαίρεση τυχόν αμοιβών, προμηθειών ή φόρων που παρακρατούνται ή χρεώνονται από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, η οποία καταβάλλεται ή πιστώνεται σε Πωλητή σε σχέση με τη Σχετική Δραστηριότητα και το ποσό της οποίας είναι γνωστό ή μπορεί εύλογα να είναι γνωστό στον Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2.“Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας” σημαίνει Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, εκτός από τους Εξαιρούμενους Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, ο οποίος-

(α) έχει τη φορολογική κατοικία του στη Δημοκρατία ή, σε περίπτωση που Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν έχει φορολογική κατοικία στη Δημοκρατία, πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας·

(ii) έχει τον τόπο διοίκησής του, περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης, στη Δημοκρατία· 

(iii) έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία και δεν είναι Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας·

(β) δεν έχει τη φορολογική κατοικία του, δεν έχει συσταθεί και δεν έχει διοικητική έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, αλλά διευκολύνει την πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας από Δηλωτέους Πωλητές ή Σχετικής Δραστηριότητας που αφορά τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη Δημοκρατία και δεν είναι Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

3.“Εγκεκριμένες Σχετικές Δραστηριότητες” σημαίνει κάθε Σχετική Δραστηριότητα η οποία καλύπτεται από την αυτόματη ανταλλαγή δυνάμει Ισχύουσας Ειδικής Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών.

4.“Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία Εκτός Ένωσης” σημαίνει μη ενωσιακή δικαιοδοσία που εφαρμόζει Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών με τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών, που χαρακτηρίζονται ως δηλωτέες δικαιοδοσίες σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την εκτός Ένωσης δικαιοδοσία.

5.“Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας” σημαίνει Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας για τον οποίον όλες οι Σχετικές Δραστηριότητες που διευκολύνει είναι Εγκεκριμένες Σχετικές Δραστηριότητες και ο οποίος έχει τη φορολογική κατοικία του σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία Εκτός Ένωσης ή, σε περίπτωση που ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν έχει φορολογική κατοικία σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία Εκτός Ένωσης, πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία Εγκεκριμένης Δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης· ή

(β) έχει τον τόπο διοίκησής του, περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης, σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

6.“Εξαιρούμενος Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας” σημαίνει Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ο οποίος έχει αποδείξει εκ των προτέρων και σε ετήσια βάση κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, στην οποία σύμφωνα με τους κανόνες που εκτίθενται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του σημείου Α του Τμήματος III ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ειδάλλως θα έπρεπε να έχει αναφέρει ότι ολόκληρο το επιχειρηματικό μοντέλο της Πλατφόρμας είναι τέτοιο που δεν έχει Δηλωτέους Πωλητές.

7.“Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών” σημαίνει  συμφωνία μεταξύ της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης, με την οποία απαιτείται η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ισοδύναμων με εκείνες που προσδιορίζονται στο σημείο Β του Τμήματος III.

8.“Πλατφόρμα” σημαίνει λογισμικό, περιλαμβανομένου δικτυακού τόπου ή μέρους αυτού και εφαρμογή, περιλαμβανομένων εφαρμογών για φορητές συσκευές, που είναι προσβάσιμη από χρήστες και επιτρέπει σε Πωλητές να συνδέονται με άλλους χρήστες για την πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας, άμεσα ή έμμεσα, για τους εν λόγω χρήστες∙ περιλαμβάνει επίσης κάθε ρύθμιση για την είσπραξη και πληρωμή Αντιτίμου όσον αφορά Σχετική Δραστηριότητα:

Νοείται ότι, στον παρόντα ορισμό δεν περιλαμβάνεται λογισμικό το οποίο, χωρίς περαιτέρω παρέμβαση στην πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας, επιτρέπει αποκλειστικά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Διεκπεραίωση πληρωμών σε σχέση με Σχετική Δραστηριότητα·

(β) καταχώριση ή διαφήμιση Σχετικής Δραστηριότητας από χρήστες· ή

(γ) ανακατεύθυνση ή μεταφορά χρηστών σε Πλατφόρμα.

9.“Προσωπική Υπηρεσία” σημαίνει υπηρεσία στην οποία περιλαμβάνεται εργασία βάσει χρόνου ή καθηκόντων, η οποία  εκτελείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, που ενεργούν είτε ανεξάρτητα είτε για λογαριασμό Οντότητας, και η οποία διεξάγεται κατόπιν αιτήματος χρήστη, είτε διαδικτυακά είτε με φυσική παρουσία εκτός διαδικτύου, έχοντας πρώτα καταστεί δυνατή μέσω Πλατφόρμας.

10.“Σχετική Δραστηριότητα” σημαίνει δραστηριότητα η οποία  πραγματοποιείται έναντι Αντιτίμου και δύναται να είναι οποιαδήποτε από τις ακόλουθες:

(α) Η μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένων των ακινήτων κατοικίας και εμπορικών ακινήτων, καθώς και κάθε άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας και χώρων στάθμευσης·

(β) Προσωπική Υπηρεσία·

(γ) πώληση Αγαθών·

(δ) μίσθωση οποιουδήποτε μέσου μεταφοράς:

Νοείται ότι, στον παρόντα ορισμό δεν περιλαμβάνονται δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από Πωλητή ο οποίος ενεργεί ως υπάλληλος του Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ή σχετικής Οντότητας του Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

11.“Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας” σημαίνει Οντότητα που συνάπτει συμβάσεις με Πωλητές για τη διάθεση του συνόλου ή μέρους μιας Πλατφόρμας στους εν λόγω Πωλητές.

Β.     Δηλωτέοι Πωλητές

1.“Δηλωτέος Πωλητής” σημαίνει Ενεργό Πωλητή, εκτός των Εξαιρούμενων Πωλητών, ο οποίος είναι κάτοικος κράτους μέλους, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας, ή που εκμίσθωσε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία βρίσκεται σε κράτος μέλος εκτός της Δημοκρατίας.

2.“Ενεργός Πωλητής” σημαίνει Πωλητή ο οποίος είτε παρέχει Σχετική Δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς ή είτε στον οποίον καταβάλλεται ή πιστώνεται Αντίτιμο σε σχέση με Σχετική Δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς.

3.“Εξαιρούμενος Πωλητής” σημαίνει πωλητή-

(α) ο οποίος είναι Κρατική Οντότητα·

(β) ο οποίος είναι Οντότητα της οποίας οι τίτλοι κεφαλαίου αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή συνδεόμενη Οντότητα Οντότητας της οποίας οι τίτλοι κεφαλαίου αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών·

(γ) ο οποίος είναι Οντότητα για την οποία ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας διευκόλυνε περισσότερες από δύο χιλιάδες (2 000) Σχετικές Δραστηριότητες μέσω της μίσθωσης ακίνητης ιδιοκτησίας όσον αφορά Καταχωρισμένο Ακίνητο κατά την Περίοδο Αναφοράς· ή

(δ) για τον οποίο ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας διευκόλυνε λιγότερες από τριάντα (30) Σχετικές Δραστηριότητες μέσω της πώλησης Αγαθών, για τις οποίες το συνολικό ποσό του Αντιτίμου που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε δεν υπερέβη τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) κατά την Περίοδο Αναφοράς.

4.“Πωλητής” σημαίνει χρήστη Πλατφόρμας, είτε φυσικό πρόσωπο είτε Οντότητα, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στην Πλατφόρμα ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς και διεξάγει Σχετική Δραστηριότητα.

Γ.     Λοιποί ορισμοί

1.“Αγαθά” σημαίνει υλικά περιουσιακά στοιχεία.

2.“Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού” σημαίνει τον μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό ή κωδικό που διαθέτει ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας για τον τραπεζικό λογαριασμό ή άλλο λογαριασμό συναφών υπηρεσιών πληρωμής στον οποίον καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο.

3.“Αριθμός μητρώου ΦΠΑ” σημαίνει τον μοναδικό αριθμό που ταυτοποιεί πρόσωπο υποκείμενο στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας ή νομική οντότητα μη υποκείμενη στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας που είναι εγγεγραμμένα για σκοπούς Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.

4.“Αριθμός Φορολογικής Ταυτότητας” ή “ΑΦΤ” σημαίνει τον Αριθμό Φορολογικής Ταυτότητας που εκδίδεται από κράτος μέλος ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει Αριθμός Φορολογικής Ταυτότητας, λειτουργικό ισοδύναμο.

5.“Καταχωρισμένο Ακίνητο” σημαίνει όλες τις μονάδες ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκονται στην ίδια διεύθυνση, ανήκουν στον ίδιο ιδιοκτήτη και παρέχονται προς μίσθωση σε Πλατφόρμα από τον ίδιο Πωλητή.

6.“Κρατική Οντότητα” σημαίνει την κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή άλλης δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση της Δημοκρατίας ή άλλης δικαιοδοσίας, περιλαμβανομένων των πολιτειών, των επαρχιών, των περιφερειών και των δήμων, ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα της Δημοκρατίας ή άλλης δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων, καθένα από τα οποία αποτελεί “Κρατική Οντότητα”.

7.“Κύρια Διεύθυνση” σημαίνει τη διεύθυνση στην οποία βρίσκεται η κύρια κατοικία του Πωλητή, σε περίπτωση που αυτός είναι φυσικό πρόσωπο ή τη διεύθυνση στην οποία βρίσκεται η καταστατική έδρα του Πωλητή, σε περίπτωση που αυτός είναι Οντότητα.

8.“Οντότητα” σημαίνει νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, περιλαμβανομένων εταιρείας, συνεταιρισμού, καταπιστεύματος ή ιδρύματος:

Νοείται ότι, Οντότητα είναι συνδεόμενη Οντότητα άλλης Οντότητας εάν κάποια εκ των δύο Οντοτήτων ελέγχει την άλλη Οντότητα ή οι δύο Οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο και, για τον σκοπό αυτό, “έλεγχος” περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της οντότητας:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην έμμεση συμμετοχή, η εκπλήρωση της απαίτησης για κατοχή ποσοστού άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) του δικαιώματος κυριότητας στο κεφάλαιο της άλλης Οντότητας κρίνεται με πολλαπλασιασμό των κατεχόμενων ποσοστών στα διαδοχικά επίπεδα:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, πρόσωπο το οποίο κατέχει ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου λογίζεται ως κάτοχος του εκατό τοις εκατό (100%).

9.“Περίοδος Αναφοράς” σημαίνει το ημερολογιακό έτος αναφορικά με το οποίο ολοκληρώνεται η υποβολή στοιχείων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Τμήμα III.

 

ΤΜΗΜΑ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Οι ακόλουθες διαδικασίες ισχύουν για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Πωλητών:

Α. Πωλητές που δεν υπόκεινται σε έλεγχο.

1. Προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον Πωλητής που είναι Οντότητα δύναται να θεωρηθεί Εξαιρούμενος Πωλητής κατά τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους (α) και (β) της  παραγράφου 2 του σημείου Β του Τμήματος Ι, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δύναται να βασιστεί σε δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες ή σε επιβεβαίωση από τον Πωλητή που είναι Οντότητα.

2. Προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον Πωλητής δύναται να θεωρηθεί Εξαιρούμενος Πωλητής κατά τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους (γ) και (δ) της  παραγράφου 2 του σημείου Β του Τμήματος Ι, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δύναται να βασιστεί στα διαθέσιμα αρχεία του.

Β.     Συλλογή στοιχείων του Πωλητή.

1.Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συλλέγει τα ακόλουθα στοιχεία για κάθε Πωλητή, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο και όχι Εξαιρούμενος Πωλητής:

(α) Το όνομα και το επώνυμο του Πωλητή·

(β) την Κύρια Διεύθυνση του Πωλητή·

(γ) κάθε ΑΦΤ που έχει χορηγηθεί στον Πωλητή, περιλαμβανομένου κάθε κράτους μέλους έκδοσης, και ελλείψει ΑΦΤ, τον τόπο γέννησης του Πωλητή·

(δ) τον αριθμό μητρώου ΦΠΑ του Πωλητή, εάν υπάρχει· και

(ε) την ημερομηνία γέννησης του Πωλητή.

2. Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συλλέγει τα ακόλουθα στοιχεία για κάθε Πωλητή, ο οποίος είναι Οντότητα και όχι Εξαιρούμενος Πωλητής:

(α) την επωνυμία του Πωλητή·

(β) την Κύρια Διεύθυνση του Πωλητή·

(γ) κάθε ΑΦΤ που έχει χορηγηθεί στον Πωλητή, περιλαμβανομένου κάθε κράτους μέλους έκδοσης·

(δ) τον αριθμό μητρώου ΦΠΑ του Πωλητή, εάν υπάρχει·

(ε) τον αριθμό μητρώου της επιχείρησης του Πωλητή· και

(στ) την ύπαρξη κάθε μόνιμης εγκατάστασης του Πωλητή μέσω της οποίας πραγματοποιούνται Σχετικές Δραστηριότητες στην Ένωση, εάν υπάρχει, αναφέροντας κάθε αντίστοιχο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται μια τέτοια μόνιμη εγκατάσταση.

3. Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στις παραγράφους 1 και 2, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν υποχρεούται να συλλέγει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β) έως (ε) της παραγράφου 1 και στις υποπαραγράφους (β) έως (στ) της παραγράφου 2 όταν βασίζεται σε άμεση επιβεβαίωση της ταυτότητας και της κατοικίας του Πωλητή μέσω υπηρεσίας ταυτοποίησης που διατίθεται από την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας του Πωλητή.

4. Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στην υποπαράγραφο (γ) της παραγράφου 1 και στις υποπαραγράφους (γ) και (ε) της παραγράφου 2, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν υποχρεούται να συλλέγει τον ΑΦΤ ή τον αριθμό μητρώου της επιχείρησης, ανάλογα με την περίπτωση, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις που-

(α) το κράτος μέλος κατοικίας του Πωλητή δεν χορηγεί ΑΦΤ ή αριθμό μητρώου επιχείρησης στον Πωλητή· ή

(β) το κράτος μέλος κατοικίας του Πωλητή δεν απαιτεί τη συλλογή του ΑΦΤ που έχει χορηγηθεί στον Πωλητή.

Γ. Επαλήθευση στοιχείων του Πωλητή.

1. Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κρίνει κατά πόσον οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο Α, στην παράγραφο 1 και στις υποπαραγράφους (α) έως (ε) της παραγράφου 2 του σημείου Β, καθώς και στο σημείο Ε είναι αξιόπιστες, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες και τα έγγραφα που διαθέτει στα αρχεία του, καθώς και οποιαδήποτε ηλεκτρονική διεπαφή που καθίσταται διαθέσιμη δωρεάν από την Ένωση, για να εξακριβώσει την εγκυρότητα της ΑΦΤ ή/και του αριθμού μητρώου ΦΠΑ.

2. Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1, για την ολοκλήρωση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας δυνάμει της παραγράφου 2 του σημείου ΣΤ, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δύναται να κρίνει κατά πόσον οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με  τα προβλεπόμενα στο σημείο Α, στην παράγραφο 1 και στις υποπαραγράφους (α) έως (ε) της παραγράφου 2 του σημείου Β, καθώς και στο σημείο Ε είναι αξιόπιστες, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες και τα έγγραφα που διαθέτει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα αρχεία του.

3. Κατ’ εφαρμογή της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου 3 του σημείου ΣΤ και παρά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του σημείου Γ, σε περίπτωση κατά την οποία ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί ευλόγως ότι οποιαδήποτε από τα πληροφοριακά στοιχεία που περιγράφονται στο σημείο Β ή στο σημείο Ε ενδέχεται να είναι ανακριβή, βάσει πληροφοριών που παρέχονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους σε αίτημα που αφορά συγκεκριμένο Πωλητή, ζητεί από τον Πωλητή να διορθώσει πληροφοριακά στοιχεία που διαπιστώθηκε ότι ήταν ανακριβή και να προσκομίσει δικαιολογητικά έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία είναι αξιόπιστα και από ανεξάρτητη πηγή, όπως-

(α) έγκυρο έγγραφο ταυτότητας, το οποίο έχει εκδοθεί από κρατική αρχή∙

(β) πρόσφατο πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας.

Δ.  Προσδιορισμός του κράτους μέλους ή των κρατών μελών κατοικίας του Πωλητή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

1. Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί τον Πωλητή κάτοικο του κράτους μέλους της Κύριας Διεύθυνσης του Πωλητή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος έκδοσης του ΑΦΤ διαφέρει από το κράτος μέλος της Κύριας Διεύθυνσης του Πωλητή, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί τον Πωλητή κάτοικο του κράτους μέλους αυτού:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο Πωλητής έχει παράσχει πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη μόνιμης εγκατάστασης κατά τα προβλεπόμενα στην υποπαράγραφο (στ) της παραγράφου 2 του σημείου Β, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί τον Πωλητή κάτοικο του αντίστοιχου κράτους μέλους, όπως αυτό δηλώνεται από τον Πωλητή.

2. Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας θεωρεί τον Πωλητή κάτοικο κάθε κράτους μέλους το οποίο έχει επιβεβαιωθεί μέσω ηλεκτρονικής υπηρεσίας ταυτοποίησης, η οποία διατίθεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του σημείου Β.

Ε.    Συλλογή στοιχείων για μισθωμένη ακίνητη ιδιοκτησία.

1. Σε περίπτωση κατά την οποία Πωλητής διεξάγει Σχετική Δραστηριότητα η οποία περιλαμβάνει τη μίσθωση ακινήτων, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συλλέγει τη διεύθυνση κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου και, εάν έχει χορηγηθεί, τον αντίστοιχο αριθμό εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ή τον ισοδύναμό του βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου βρίσκεται.

2. Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας διευκόλυνε περισσότερες από δύο χιλιάδες (2 000) Σχετικές Δραστηριότητες μέσω της μίσθωσης Καταχωρισμένου Ακινήτου για τον ίδιο Πωλητή ο οποίος είναι Οντότητα, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας συλλέγει δικαιολογητικά έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες ότι το Καταχωρισμένο Ακίνητο ανήκει στον ίδιο ιδιοκτήτη.

ΣΤ. Χρονοδιάγραμμα και εγκυρότητα των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας.

1. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ολοκληρώνει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα σημεία Α έως Ε έως την 31η Δεκεμβρίου της Περιόδου Αναφοράς.

2. Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1, σε περίπτωση κατά την οποία Πωλητής ήταν ήδη εγγεγραμμένος στην Πλατφόρμα την 1η Ιανουαρίου 2023 ή την ημερομηνία κατά την οποία μια Οντότητα καθίσταται Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα σημεία Α έως Ε ολοκληρώνονται έως την 31η Δεκεμβρίου της δεύτερης Περιόδου Αναφοράς για τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

3. Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1, Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δύναται να βασίζεται στις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που διεξήχθησαν σε σχέση με προηγούμενες Περιόδους Αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι-

(α) οι πληροφορίες του Πωλητή που απαιτούνται στις παραγράφους 1 και 2 του σημείου Β έχουν συλλεχθεί και επαληθευθεί ή επιβεβαιωθεί εντός των τελευταίων τριάντα έξι (36) μηνών· και

(β) ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν έχει λόγους να θεωρήσει ότι οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα σημεία Α, Β και Ε είναι ή έχουν καταστεί αναξιόπιστες ή λανθασμένες.

Ζ.  Εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας μόνο σε Ενεργούς Πωλητές.

Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δύναται να επιλέξει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα σημεία Α έως ΣΤ μόνο για τους Ενεργούς Πωλητές.

Η. Ολοκλήρωση διαδικασιών δέουσας επιμέλειας από τρίτους.

1. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δύναται να βασίζεται σε τρίτο πάροχο υπηρεσιών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο παρόν τμήμα.  Οι υποχρεώσεις αυτές παραμένουν ευθύνη του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2. Σε περίπτωση κατά την οποία Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας για Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας αναφορικά με την ίδια Πλατφόρμα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του σημείου Η, ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας εκτελεί τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο παρόν τμήμα.  Οι υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας παραμένουν ευθύνη του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

 

ΤΜΗΜΑ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α. Χρονοδιάγραμμα και τρόπος υποβολής στοιχείων.

1. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, κατά την έννοια της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος I, υποβάλλει στην αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία τα στοιχεία που ορίζονται στο σημείο Β για την Περίοδο Αναφοράς το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο ο Πωλητής ταυτοποιήθηκε ως Δηλωτέος Πωλητής.

Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν περισσότεροι του ενός Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, οποιοσδήποτε από τους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής των στοιχείων εάν διαθέτει αποδείξεις, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας, ότι τα ίδια στοιχεία έχουν υποβληθεί από άλλο Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος I ο οποίος πληροί οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες προϋποθέσεις και σε άλλα κράτη μέλη εκτός της Δημοκρατίας, επιλέγει ένα από τα εν λόγω κράτη μέλη στο οποίο θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στο παρόν Τμήμα.

Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας υποβάλλει τα στοιχεία που ορίζονται στο σημείο Β για την Περίοδο Αναφοράς στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους επιλογής του, όπως αυτό καθορίζεται στο σημείο Ε του Τμήματος IV, το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο ο Πωλητής ταυτοποιήθηκε ως Δηλωτέος Πωλητής.

Σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν περισσότεροι του ενός Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, οποιοσδήποτε από τους εν λόγω Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής των στοιχείων εάν διαθέτει αποδείξεις, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας, ότι τα ίδια στοιχεία έχουν υποβληθεί από άλλον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας σε άλλο κράτος μέλος.

3. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, κατά την έννοια της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος I, υποβάλλει τα στοιχεία που ορίζονται στο σημείο Β για την Περίοδο Αναφοράς στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 1 του σημείου ΣΤ του Τμήματος IV, το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο ο Πωλητής ταυτοποιήθηκε ως Δηλωτέος Πωλητής.

4. Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 του σημείου Α, Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, κατά την έννοια της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος I, δεν απαιτείται να υποβάλλει τα στοιχεία που ορίζονται στο σημείο Β όσον αφορά Εγκεκριμένες Σχετικές Δραστηριότητες που καλύπτονται από Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών, η οποία ήδη προβλέπει την αυτόματη ανταλλαγή ισοδύναμων πληροφοριών με κράτος μέλος σχετικά με Δηλωτέους Πωλητές που κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος.

5. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας παρέχει επίσης τα στοιχεία που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του σημείου Β στον Δηλωτέο Πωλητή στον οποίο αναφέρονται τα στοιχεία το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο ο Πωλητής ταυτοποιήθηκε ως Δηλωτέος Πωλητής.

6. Τα στοιχεία αναφορικά με το Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε σε παραστατικό νόμισμα υποβάλλονται στο καταβληθέν ή πιστωθέν νόμισμα.

Σε περίπτωση κατά την οποία το Αντίτιμο καταβλήθηκε ή πιστώθηκε σε μορφή άλλη από παραστατικό νόμισμα, τα στοιχεία υποβάλλονται στο τοπικό νόμισμα, με μετατροπή ή αποτίμησή του με σταθερά καθοριζόμενο τρόπο από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

7. Τα στοιχεία που αφορούν το Αντίτιμο και άλλα ποσά υποβάλλονται για το τρίμηνο της Περιόδου Αναφοράς κατά την οποία καταβλήθηκε ή πιστώθηκε το Αντίτιμο.

Β. Στοιχεία προς υποβολή.

Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας υποβάλλει τα ακόλουθα στοιχεία:

1. Το όνομα, τη διεύθυνση της έδρας, τον ΑΦΤ και, κατά περίπτωση, τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, η οποία χορηγείται δυνάμει της παραγράφου 4 του σημείου Δ του Τμήματος IV, καθώς και την εταιρική επωνυμία κάθε Πλατφόρμας για την οποία υποβάλλει στοιχεία ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2. Δηλωτέος Πωλητής που πραγματοποίησε Σχετική Δραστηριότητα, εκτός από τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας, υποβάλλει τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτείται να συλλέγονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο Β του Τμήματος 11·

(β) το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής, κατά την έννοια του σημείου Δ του Τμήματος II, δεν έχει δημοσιοποιήσει ότι δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού για τον σκοπό αυτό·

(γ) επιπλέον του Αναγνωριστικού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του χρηματοοικονομικού λογαριασμού στον οποίο καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, σε περίπτωση κατά την οποία είναι διαφορετικό από το όνομα του Δηλωτέου Πωλητή, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρηματοοικονομικής ταυτοποίησης που έχει στη διάθεσή του ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας σχετικά με τον εν λόγω δικαιούχο του λογαριασμού·

(δ) κάθε κράτος μέλος του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο Δ του Τμήματος ΙΙ·

(ε) το συνολικό Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς και τον αριθμό των Σχετικών Δραστηριοτήτων για τις οποίες καταβλήθηκε ή πιστώθηκε· και

(στ) τυχόν αμοιβές, προμήθειες ή φόρους που παρακρατήθηκαν ή χρεώθηκαν από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς.

3. Δηλωτέος Πωλητής που πραγματοποίησε Σχετική Δραστηριότητα που αφορά μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας υποβάλλει τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτείται να συλλέγονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο Β του Τμήματος ΙΙ·

(β) το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής, κατά την έννοια του σημείου Δ του Τμήματος II, δεν έχει δημοσιοποιήσει ότι δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού για τον σκοπό αυτό·

(γ) επιπλέον του Αναγνωριστικού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του χρηματοοικονομικού λογαριασμού στον οποίο καταβάλλεται ή πιστώνεται το Αντίτιμο, εφόσον είναι διαθέσιμο στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, σε περίπτωση κατά την οποία είναι διαφορετικό από το όνομα του Δηλωτέου Πωλητή, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία χρηματοοικονομικής ταυτοποίησης που έχει στη διάθεσή του ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας σχετικά με τον δικαιούχο του λογαριασμού·

(δ) κάθε κράτος μέλος του οποίου είναι κάτοικος ο Δηλωτέος Πωλητής για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο Δ του Τμήματος ΙΙ·

(ε) τη διεύθυνση κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου, όπως καθορίζεται βάσει των διαδικασιών που προβλέπονται στο σημείο Ε του Τμήματος II, καθώς και τον αντίστοιχο αριθμό πιστοποιητικού εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ή τον ισοδύναμό του βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου βρίσκεται, εάν είναι διαθέσιμος·

(στ) το συνολικό Αντίτιμο που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς και τον αριθμό των Σχετικών Δραστηριοτήτων που παρασχέθηκαν για κάθε Καταχωρισμένο Ακίνητο·

(ζ) τυχόν αμοιβές, προμήθειες ή φόρους που παρακρατήθηκαν ή χρεώθηκαν από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της Περιόδου Αναφοράς· και

(η) εάν είναι διαθέσιμος, τον αριθμό των ημερών μίσθωσης κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου κατά τη διάρκεια της Περιόδου Αναφοράς και τον τύπο κάθε Καταχωρισμένου Ακινήτου.

 

ΤΜΗΜΑ IV

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Ε, η Δημοκρατία διαθέτει κανόνες και διοικητικές διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα Τμήματα II και ΙΙΙ του παρόντος Παραρτήματος και η συμμόρφωση προς αυτές.

Α.    Κανόνες για την επιβολή των απαιτήσεων συλλογής και  επαλήθευσης που ορίζονται στο Τμήμα II.

Σε περίπτωση κατά την οποία Πωλητής δεν παρέχει τα στοιχεία που απαιτούνται δυνάμει των διατάξεων του Τμήματος II μετά από δύο (2) υπενθυμίσεις κατόπιν του αρχικού αιτήματος από τον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, αλλά όχι πριν από την παρέλευση προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κλείνει τον λογαριασμό του Πωλητή και δεν επιτρέπει στον Πωλητή να επανακαταχωριστεί στην Πλατφόρμα ή παρακρατεί την πληρωμή του Αντιτίμου προς τον Πωλητή για όσο χρονικό διάστημα ο Πωλητής δεν παρέχει τα ζητούμενα στοιχεία.

Β.Κανόνες που επιβάλλουν στους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας την υποχρέωση τήρησης αρχείων σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και πληροφοριών στις οποίες βασίζονται για την τήρηση διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και άλλα σχετικά μέτρα.

1. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας τηρεί αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνει και τυχόν πληροφορίες στις οποίες βασίζεται για την τήρηση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα Τμήματα II και ΙΙΙ. Τα αρχεία παραμένουν διαθέσιμα για επαρκώς μεγάλο χρονικό διάστημα και, σε κάθε περίπτωση, για τουλάχιστον πέντε (5) έτη, αλλά όχι πέραν των δέκα (10) ετών από τη λήξη της Περιόδου Αναφοράς στην οποία αναφέρονται.

2. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας υποβάλλει στοιχεία, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποβολή όλων των απαραίτητων στοιχείων στην αρμόδια αρχή, ώστε αυτή να είναι σε θέση να συμμορφωθεί με την απαίτηση κοινοποίησης στοιχείων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7Ε.

Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία έχει δικαίωμα να εκδίδει γενικές ή ειδικές εντολές για σκοπούς εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

Γ.  Διοικητική διαδικασία για την επιλογή ενός μόνου κράτους μέλους για την υποβολή στοιχείων.

Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, κατά την έννοια της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος I, πληροί οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες προϋποθέσεις και σε άλλα κράτη μέλη εκτός της Δημοκρατίας, επιλέγει ένα από τα εν λόγω κράτη μέλη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του για υποβολή στοιχείων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Τμήμα III και γνωστοποιεί την επιλογή του σε όλες τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών.

Δ. Διοικητική διαδικασία για μία μόνο καταχώριση Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

1. Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, κατά την έννοια της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος I, επιλέγει ως κράτος μοναδικής καταχώρισής του τη Δημοκρατία, καταχωρίζεται από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 7Ε κατά την έναρξη των δραστηριοτήτων του ως Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας.

2. Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Όνομα·

(β) ταχυδρομική διεύθυνση·

(γ) ηλεκτρονικές διευθύνσεις και ιστοσελίδες·

(δ) κάθε ΑΦΤ που έχει χορηγηθεί στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας·

(ε) δήλωση με πληροφορίες σχετικά με την ταυτοποίηση του Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας για σκοπούς ΦΠΑ εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τον Τίτλο XII, Κεφάλαιο 6, Τμήματα 2 και 3 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ∙ και

(στ) τα κράτη μέλη στα οποία είναι κάτοικοι οι Δηλωτέοι Πωλητές, κατά την έννοια του σημείου Δ του Τμήματος II.

3. Ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας τυχόν αλλαγές στα στοιχεία που παρέχονται δυνάμει της παραγράφου 2.

4. Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία χορηγεί ατομικό αριθμό ταυτοποίησης στον Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, τον οποίο γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών με ηλεκτρονικά μέσα.

5. Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διαγράψει από το κεντρικό μητρώο Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας στις ακόλουθες περιπτώσεις που-

(α) ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ότι δεν διεξάγει πλέον καμία δραστηριότητα ως Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας·

(β) ελλείψει γνωστοποίησης βάσει της υποπαραγράφου (α), υπάρχει λόγος να θεωρείται ότι η δραστηριότητα του Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας έχει παύσει·

(γ) ο Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος I·

(δ) η Δημοκρατία ανακάλεσε την καταχώριση στην αρμόδια αρχή της σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 7.

6. Η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ενημερώνει πάραυτα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με κάθε Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας κατά την έννοια της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου 2 του σημείου Α του Τμήματος I, που αρχίζει τη δραστηριότητά του ως Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, ενώ δεν έχει καταχωριστεί σύμφωνα με την υποπαράγραφο αυτή.

Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση καταχώρισης ή η καταχώρισή του έχει ανακληθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 7, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία λαμβάνει, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22Δ, αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά μέτρα που να επιβάλλουν την τήρηση της συμμόρφωσης εντός της δικαιοδοσίας τους.

7.Σε περίπτωση κατά την οποία Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση υποβολής στοιχείων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του σημείου Α του Τμήματος III μετά από δύο (2) υπενθυμίσεις από την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία, η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία λαμβάνει, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22Δ, τα αναγκαία μέτρα για να ανακαλέσει την καταχώριση του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας που είχε γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 7Ε.

Η καταχώριση ανακαλείται το αργότερο μετά την παρέλευση ενενήντα (90) ημερών, αλλά όχι πριν από την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από τη δεύτερη υπενθύμιση.

Σημείωση
13 του Ν. 41(Ι)/2021Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 41(Ι)/2021]

Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 41(Ι)/2021] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2021.