Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«αιτούσα αρχή» σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση, το κεντρικό γραφείο διασύνδεσης, το γραφείο διασύνδεσης ή το τμήμα διασύνδεσης ή οποιοδήποτε αρμόδιο λειτουργό στη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος, που υποβάλλει αίτηση συνεργασίας εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής σχετικά με φόρο που προβλέπεται στο άρθρο 4·

«ακίνητη ιδιοκτησία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Διαγραφή και Εκτίμηση) Νόμου·

«Αναγνωριστικό Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 2 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος» σημαίνει την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει αίτησης, την οποία απευθύνει το αιτούν κράτος μέλος προς το λαμβάνον την αίτηση κράτος μέλος για μια συγκεκριμένη υπόθεση·

«Αντίτιμο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 1 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«Αριθμός μητρώου ΦΠΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 3 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«Αριθμός Φορολογικής Ταυτότητας» ή «ΑΦΤ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 4 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Έφορο Φορολογίας·

«αρμόδιος λειτουργός» σημαίνει το λειτουργό που δύναται να προβαίνει σε απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών με βάση τον παρόντα Νόμο, για την οποία έχει εξουσιοδοτηθεί·

«αυθόρμητη ανταλλαγή» σημαίνει τη μη συστηματική γνωστοποίηση πληροφοριών, ανά πάσα στιγμή και χωρίς προηγούμενη αίτηση, σε άλλο κράτος μέλος·

«αυτόματη ανταλλαγή» σημαίνει-

(α) για τους σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 και των άρθρων 7Α, 7Γ, 7Δ και 7E, τη συστηματική κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7, η παραπομπή σε διαθέσιμες πληροφορίες σημαίνει τις πληροφορίες των φορολογικών αρχείων της αρμόδιας αρχής στη Δημοκρατία οι οποίες δύναται να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών της Δημοκρατίας·

(β) για τους σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (3Α) του άρθρου 7, τη συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών σχετικά με τους φορολογικούς κατοίκους άλλων κρατών μελών στο οικείο κράτος μέλος φορολογικής κατοικίας, χωρίς προηγούμενο αίτημα και ανά τακτά εκ των προτέρων καθορισμένα χρονικά διαστήματα·

(γ) για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (3Α) του άρθρου 7 και των άρθρων 7Α, 7Γ, 7Δ και 7E, τη συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών που προβλέπεται στις παραγράφους (α) και (β):

Νοείται ότι για τους σκοπούς των διατάξεων-

(αα) των εδαφίων (3Α) και (5Α) του άρθρου 7, του εδαφίου (2) του άρθρου 18 και του Παραρτήματος IV, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα I·

(ββ) των εδαφίων (2) και (3)  του άρθρου 22, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα I· ή στο Παράρτημα V·

(γγ) του άρθρου 7Γ και του Παραρτήματος III, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα III·

(δδ) του άρθρου 7Ε και του Παραρτήματος V, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο Παράρτημα V·

«Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 2 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση» σημαίνει κάθε διασυνοριακή ρύθμιση που διαθέτει τουλάχιστον ένα από τα διακριτικά που αναφέρονται στο Παράρτημα IV·

«Δηλωτέος Πωλητής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 1 του σημείου Β του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«διακριτικό» σημαίνει χαρακτηριστικό ή γνώρισμα μίας διασυνοριακής ρύθμισης το οποίο συνιστά ένδειξη δυνητικού κινδύνου φοροαποφυγής, με βάση τον κατάλογο του Παραρτήματος IV·

«διασυνοριακή ρύθμιση» σημαίνει ρύθμιση που αφορά είτε τουλάχιστον δύο (2) κράτη μέλη είτε ένα κράτος μέλος και μία τρίτη χώρα, όπου πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) δεν έχουν όλοι οι συμμετέχοντες στη ρύθμιση τη φορολογική κατοικία τους στην ίδια δικαιοδοσία·

(β) ένας ή περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση έχουν τη φορολογική κατοικία τους ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες·

(γ) ένας ή περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση ασκούν δραστηριότητα σε άλλη δικαιοδοσία μέσω μόνιμης εγκατάστασης ευρισκόμενης σε εκείνη τη δικαιοδοσία και η ρύθμιση αποτελεί μέρος ή το σύνολο της δραστηριότητας της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης·

(δ) ένας ή περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη ρύθμιση ασκούν δραστηριότητα σε άλλη δικαιοδοσία χωρίς να διαθέτουν φορολογική κατοικία ή να δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση στην εν λόγω δικαιοδοσία·

(ε) σχετική ρύθμιση έχει πιθανό αντίκτυπο στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ή στον προσδιορισμό του πραγματικού δικαιούχου·

«δίκτυο CCN» σημαίνει την κοινή πλατφόρμα που βασίζεται στο κοινό δίκτυο επικοινωνίας (CCN) το οποίο αναπτύχθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για όλες τις διαβιβάσεις με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρμόδιων αρχών στον τομέα της φορολογίας·

«διοικητική έρευνα» σημαίνει όλους τους ελέγχους, τις εξακριβώσεις και τις ενέργειες που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας·

«εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση» σημαίνει κάθε συμφωνία, γνωστοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου, που πληροί τους  ακόλουθους όρους:

(α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της εκάστοτε φορολογικής αρχής της Δημοκρατίας ανάλογα με τη φύση της φορολογίας ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεων της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως  αν χρησιμοποιείται πράγματι ·

(β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η εν λόγω ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί·

(γ) αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή νομοθετικής ή διοικητικής διάταξης σχετικά με τη διαχείριση ή την επιβολή της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία ή των εδαφικών ή διοικητικών υποδιαιρέσεών της, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης·

(δ) αφορά διασυνοριακή συναλλαγή ή το κατά πόσο οι δραστηριότητες που ασκούνται από πρόσωπο σε άλλη δικαιοδοσία δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση∙ και

(ε) εκδίδεται πριν από τις συναλλαγές ή τις δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία οι οποίες ενδέχεται να δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση ή πριν από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης για την περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν η συναλλαγή ή η σειρά συναλλαγών ή οι δραστηριότητες.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:

«διασυνοριακή συναλλαγή» σημαίνει συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών όπου:

(α) δεν έχουν όλα τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών τη φορολογική κατοικία τους στο κράτος μέλος που εκδίδει, τροποποιεί ή ανανεώνει την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή

(β) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών έχει τη φορολογική κατοικία του ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες∙ ή

(γ) ένα από τα μέρη στη συναλλαγή ή στη σειρά συναλλαγών ασκεί τις δραστηριότητες του σε άλλη δικαιοδοσία μέσω μόνιμης εγκατάστασης και η συναλλαγή αποτελεί μέρος ή το σύνολο της δραστηριότητας της μόνιμης εγκατάστασης∙ ή

(δ)η συναλλαγή ή  σειρά συναλλαγών έχει διασυνοριακή επίπτωση.

Η διασυνοριακή συναλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτά, την πραγματοποίηση επενδύσεων, την παροχή αγαθών, υπηρεσιών, τη χρηματοδότηση ή τη χρησιμοποίηση υλικών ή άυλων περιουσιακών στοιχείων και δεν εμπλέκει κατ’ ανάγκην άμεσα το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση∙

Η διασυνοριακή συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών περιλαμβάνει επίσης μέτρα που λαμβάνονται από πρόσωπο όσον αφορά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες σε άλλη δικαιοδοσία τις οποίες το πρόσωπο αυτό ασκεί μέσω μόνιμης εγκατάστασης·

«εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης» σημαίνει κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, περιλαμβανομένων και εκείνων που εκδίδονται, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου, που πληροί  τους ακόλουθους όρους:

(α) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται από ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής αρχής της Δημοκρατίας ή περισσότερων κρατών μελών, περιλαμβανομένων τυχόν εδαφικών ή διοικητικών  υποδιαιρέσεων του και των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ασχέτως αν χρησιμοποιείται πράγματι·

(β) εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται για συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων και την οποία το εν λόγω πρόσωπο ή η εν λόγω ομάδα προσώπων έχει δικαίωμα να επικαλεστεί· και

(γ) καθορίζει πριν από τις διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ένα σύνολο κατάλληλων κριτηρίων για τον καθορισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης των εν λόγω συναλλαγών ή καθορίζει την κατανομή των κερδών σε μια μόνιμη εγκατάσταση.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:

«διασυνοριακή συναλλαγή» σημαίνει συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών στην οποία συμμετέχουν συνδεδεμένες επιχειρήσεις που δεν έχουν όλες τη φορολογική κατοικία τους στο έδαφος μιας μοναδικής δικαιοδοσίας ή όταν συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών έχει διασυνοριακή  επίπτωση·

«επιχειρήσεις είναι συνδεδεμένες» όταν μια επιχείρηση συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο της άλλης επιχείρησης ή τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων·

«επιχείρηση» σημαίνει κάθε μορφή άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας·

«τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών» σημαίνει τις τιμές με τις οποίες επιχείρηση μεταβιβάζει υλικά  αγαθά και άυλα περιουσιακά στοιχεία ή παρέχει  υπηρεσίες σε συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις και η «ενδοομιλική τιμολόγηση» ερμηνεύεται αναλόγως∙

«Οδηγία 2013/34/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες  οικονομικές  καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου·

«Οδηγία (ΕΕ) 2015/2376» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2376 του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας·

«ενδιάμεσος» σημαίνει -

(α) όπως ο όρος αποκλειστικά χρησιμοποιείται για σκοπούς της Οδηγίας 2018/822/ΕΕ, εξαιρουμένων δηλαδή του ενδιάμεσου/των ενδιάμεσων όπως  αναφέρονται στα άρθρα 22Α, 22Β, 22Δ και στο Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Μέρος Ε παράγραφος (1), κάθε πρόσωπο που σχεδιάζει, διαθέτει στην αγορά, οργανώνει ή διαθέτει προς εφαρμογή ή διαχειρίζεται την εφαρμογή μίας δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης· ή/και

(β) κάθε πρόσωπο το οποίο, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών γεγονότων και περιστάσεων και βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών και της συναφούς  εμπειρογνωσίας και αντίληψης που απαιτούνται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, γνωρίζει ή μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι γνωρίζει ότι έχει αναλάβει να παρέχει, απευθείας ή μέσω άλλων προσώπων, βοήθεια, συνδρομή ή συμβουλές σχετικά με τον σχεδιασμό, τη διάθεση στην αγορά, την οργάνωση ή τη διάθεση προς εφαρμογή ή τη διαχείριση της εφαρμογής μίας δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης· οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να παράσχει αποδείξεις περί του ότι το προαναφερόμενο πρόσωπο δεν γνώριζε και δεν θα ήταν εύλογο να υποτεθεί ότι γνώριζε ότι το εν λόγω πρόσωπο συμμετείχε σε δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση και για το σκοπό αυτό, πρόσωπο δύναται να παραπέμπει σε κάθε σχετικό γεγονός και περίσταση, καθώς και στις διαθέσιμες πληροφορίες και τη συναφή εμπειρογνωσία και αντίληψη του προσώπου:

Νοείται ότι, προκειμένου πρόσωπο να εμπίπτει στην κατηγορία του ενδιαμέσου απαιτείται επιπροσθέτως, να πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Να έχει τη φορολογική του κατοικία σε κράτος μέλος·

(β) να διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος μέσω της οποίας παρέχονται οι υπηρεσίες που άπτονται της ρύθμισης·

(γ) να έχει συσταθεί σε κράτος μέλος ή να διέπεται από τους νόμους κράτους μέλους· 

(δ) να έχει εγγραφεί σε επαγγελματική ένωση που σχετίζεται με την παροχή νομικών, φορολογικών ή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε ένα κράτος μέλος·

«ενδιαφερόμενος φορολογούμενος» σημαίνει κάθε πρόσωπο στη διάθεση του οποίου τίθεται δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση προς εφαρμογή ή το οποίο είναι έτοιμο να εφαρμόσει δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση ή έχει ήδη εφαρμόσει το πρώτο στάδιο τέτοιας ρύθμισης·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)»∙

«Καταχωρισμένο Ακίνητο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 5 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«κεντρικό γραφείο διασύνδεσης» σημαίνει το γραφείο το οποίο έχει ορισθεί για το λόγο αυτό, με κύρια αρμοδιότητα τις επαφές με άλλα κράτη μέλη στα πλαίσια της διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας·

«κοινός έλεγχος» σημαίνει διοικητική έρευνα που διενεργείται από κοινού από την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και ενός ή περισσότερων κρατών μελών και συνδέεται με ένα ή περισσότερα πρόσωπα που παρουσιάζουν κοινό ή συμπληρωματικό ενδιαφέρον για την αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία και των εν λόγω κρατών μελών·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Κύρια Διεύθυνση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 7 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«λαμβάνουσα την αίτηση αρχή» σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση, το κεντρικό γραφείο διασύνδεσης, το γραφείο διασύνδεσης ή το τμήμα διασύνδεσης ή τον οποιοδήποτε αρμόδιο λειτουργό της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους, καλούμενο και ως αποδέκτρια αρχή, προς το οποίο υποβάλλεται αίτηση συνεργασίας αναφορικά με τους φόρους που καθορίζονται στο άρθρο 4·

«με ηλεκτρονικά μέσα» σημαίνει τη χρήση ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία, περιλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης, και αποθήκευσης δεδομένων καθώς και τη χρήση καλωδίων, ασυρμάτου, οπτικών τεχνολογιών ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων·

«Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου» σημαίνει την Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003 για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις·

«Οδηγία 2011/16/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ·

«Οδηγία 2018/822/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2018/822 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2018 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις·

«Οδηγία 2006/112/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας»∙

«Οντότητα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 8 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«παραβίαση δεδομένων» σημαίνει παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε καταστροφή, απώλεια, μεταβολή ή οποιοδήποτε συμβάν ακατάλληλης ή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, γνωστοποίησης ή χρήσης πληροφοριών, περιλαμβανομένων της διαβίβασης, αποθήκευσης ή άλλου είδους επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως αποτέλεσμα σκόπιμων παράνομων πράξεων, αμέλειας ή ατυχήματος∙ η παραβίαση δεδομένων δύναται να αφορά την εμπιστευτικότητα, τη διαθεσιμότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων·

«Περίοδος Αναφοράς» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 9 του σημείου Γ του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«Πλατφόρμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 8 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V·

«πρόσωπο» σημαίνει:

(α) Φυσικό πρόσωπο·

(β) νομικό πρόσωπο· ή

(γ) εφόσον προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ένωση προσώπων στην οποία αναγνωρίζεται δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς όμως να έχει το νομικό καθεστώς νομικού προσώπου· ή

(δ) οποιοδήποτε άλλο νομικό μόρφωμα οποιασδήποτε φύσεως και μορφής, είτε διαθέτει νομική προσωπικότητα είτε όχι, που έχει στην κυριότητά του ή διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία τα οποία, συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος που απορρέει από αυτά, υπόκεινται σε φόρο που καλύπτεται από τον παρόντα Νόμο·

«ρύθμιση γενικής χρήσης» σημαίνει διασυνοριακή ρύθμιση η οποία έχει σχεδιαστεί, έχει διατεθεί στην αγορά, είναι έτοιμη για εφαρμογή ή καθίσταται διαθέσιμη προς εφαρμογή χωρίς να απαιτείται ουσιαστική εξατομίκευσή της·

«ρύθμιση ειδικού τύπου» σημαίνει οποιαδήποτε διασυνοριακή ρύθμιση η οποία δεν είναι ρύθμιση γενικής χρήσης·

«συνδεδεμένη επιχείρηση» σημαίνει, για τους σκοπούς του άρθρου 7Δ, πρόσωπο που σχετίζεται με άλλο πρόσωπο με τουλάχιστον έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) το πρόσωπο συμμετέχει στη διαχείριση άλλου προσώπου έχοντας τη δυνατότητα να ασκεί σημαντική επιρροή στο άλλο πρόσωπο·

(β) το πρόσωπο συμμετέχει στον έλεγχο άλλου προσώπου μέσω συμμετοχής που υπερβαίνει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των δικαιωμάτων ψήφου·

(γ) το πρόσωπο συμμετέχει στο κεφάλαιο άλλου προσώπου μέσω δικαιώματος κυριότητας το οποίο υπερβαίνει, άμεσα ή έμμεσα, το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του κεφαλαίου·

(δ) το πρόσωπο δικαιούται είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή περισσότερο των κερδών του άλλου προσώπου:

Νοείται ότι-

(i) σε περίπτωση που συμμετέχουν περισσότερα του ενός πρόσωπα, όπως αναφέρεται στις παραγράφους (α) έως (δ), στη διαχείριση, στον έλεγχο, στο κεφάλαιο ή στα κέρδη ενός και του αυτού προσώπου, όλα τα πρόσωπα λογίζονται ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

(ii) σε περίπτωση που τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν, όπως αναφέρεται στις παραγράφους (α) έως (δ), στη διαχείριση, στον έλεγχο, στο κεφάλαιο ή στα κέρδη περισσότερων του ενός προσώπων, όλα τα πρόσωπα λογίζονται ως συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

(iii) για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, ένα πρόσωπο το οποίο ενεργεί από κοινού με άλλο πρόσωπο ως προς τα δικαιώματα ψήφου ή την κυριότητα του κεφαλαίου μίας οντότητας θεωρείται ότι διατηρεί συμμετοχή στο σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της εν λόγω οντότητας που κατέχει το άλλο πρόσωπο·

(iv) στις έμμεσες συμμετοχές, η εκπλήρωση των προϋποθέσεων της παραγράφου (γ) κρίνεται με πολλαπλασιασμό των ποσοστών που κατέχονται στα διαδοχικά επίπεδα· σε περίπτωση που πρόσωπο κατέχει άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου, λογίζεται ως κάτοχος του εκατόν τοις εκατό (100%)·

(v) φυσικό πρόσωπο, ο/η σύζυγός του και  οι συγγενείς του μέχρι και του πρώτου βαθμού λογίζονται ως ένα πρόσωπο.

«τμήμα διασύνδεσης» σημαίνει την υπηρεσία, πλην του κεντρικού γραφείου διασύνδεσης, που έχει ορισθεί για την απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών με βάση τον παρόντα Νόμο·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·

«Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 11 του σημείου Α του Τμήματος Ι του Παραρτήματος V.

Για τους σκοπούς των όρων “διασυνοριακή ρύθμιση”, “δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση”, “διακριτικό”, “ενδιάμεσος”, “ενδιαφερόμενος φορολογούμενος”, “ρύθμιση γενικής χρήσης”, “ρύθμιση ειδικού τύπου”, “συνδεδεμένη επιχείρηση” του παρόντος άρθρου, του άρθρου 7Δ και του Παραρτήματος IV, ως ρύθμιση νοείται επίσης μία σειρά ρυθμίσεων· μια ρύθμιση δύναται να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.

(2) Οποιοιδήποτε άλλοι όροι που περιέχονται στον παρόντα Νόμο και δεν ερμηνεύονται διαφορετικά, έχουν την έννοια που τους αποδίδει η εκάστοτε σε ισχύ νομοθεσία στη Δημοκρατία που αφορά φόρους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.

(3) Καθόσον αφορά τα άρθρα 7(3Α), 7(3Β), 7 (5)(β), 7(5Α), 18(2),  22(2) έως 22(4), 22Α έως 22Ε, το Παράρτημα Ι και το Παράρτημα ΙΙ, ως αρμόδια αρχή νοείται το Τμήμα Φορολογίας.

(4) Αναφορικά με τις διατάξεις των εδαφίων (3Α) και (5Α) του άρθρου 7, του εδαφίου (2) του άρθρου 18 και των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 22, όροι οι οποίοι εμφαίνονται σε αυτές με κεφαλαίο γράμμα έχουν την έννοια που αποδίδεται στους αντίστοιχους όρους που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι.

(5) Για τους σκοπούς των διατάξεων των άρθρων 7Α, 7Δ και 7Ε, του Παραρτήματος III, του Παραρτήματος IV και του Παραρτήματος V, ως αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία νοείται το Τμήμα Φορολογίας.