ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΣΚΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΥΠΟ ΚΑΘΕΣΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Ή ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Έναρξη ισχύος του Κεφαλαίου αυτού

31. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού ισχύουν μόνο σε περίπτωση προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

32.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα επόμενα εδάφια.

(2) Ο Έφορος ζητά από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής την κοινοποίηση της πρόθεσης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς εγκατάστασή της στη Δημοκρατία, υπό μορφή υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας, για σκοπούς άσκησης ασφαλιστικών εργασιών.

(3) Με την κοινοποίηση αυτή συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα έγγραφα και πληροφορίες, καθώς και δήλωση της ασφαλιστικής επιχείρησης ότι μέσα στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (5) προθεσμία θα ενταχθεί σε σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία.

(4) Μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη βεβαιωμένη παραλαβή των πιο πάνω εγγράφων, ο Έφορος δύναται να κοινοποιήσει τους όρους, υπό τους οποίους για λόγους δημόσιου συμφέροντος πρέπει να ασκεί τις εργασίες του το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία στη Δημοκρατία.

(5) Το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία δύναται να αρχίσει εργασίες μετά από την κατά το εδάφιο (4) κοινοποίηση του Εφόρου προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής ή σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας που τίθεται στον Έφορο προς κοινοποίηση όρων, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

33.—(1) Μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία δύναται να ιδρύσει υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, κατόπιν σχετικής αιτήσεως που υποβάλλεται στον Έφορο. Στην αίτηση καθορίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ιδρύσει το υποκατάστημα ή την αντιπροσωπεία. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(2) Ο Έφορος, μετά από έλεγχο των υποβληθέντων καθορισμένων εγγράφων και ιδιαίτερα του προτεινόμενου προγράμματος δραστηριότητας, εφόσον κρίνει επαρκή τη διοικητική οργάνωση και τη χρηματοοικονομική κατάσταση της αιτήτριας ασφαλιστικής εταιρείας και εφόσον δεν έχει λόγους να αμφισβητεί την εντιμότητα και τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική πείρα των διευθυντών και του γενικού αντιπροσώπου ή προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που επιδιώκει την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στο κλάδο βοηθείας, εφόσον ο Έφορος κρίνει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (ιε) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, διαβιβάζει εντός τριών μηνών από την υποβολή τους τα υποβληθέντα προς αυτόν έγγραφα στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας και ενημερώνει σχετικά την αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος αρνείται να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την υποβολή της αιτήσεως και των καθορισμένων εγγράφων. Σε περίπτωση αρνήσεως του Εφόρου ή τυχόν παραλείψεώς του να ενεργήσει μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών, η αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία δύναται να προσβάλει την απόφαση ή την παράλειψη ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(4) Το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία δύναται να αρχίσει εργασίες στο Κράτος Μέλος του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας μετά από τυχόν κοινοποίηση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του Κράτους Μέλους του υποκαταστήματος ή της αντιπροσωπείας προς τον Έφορο, με την οποία τίθενται οι όροι υπό τους οποίους για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να ασκεί τις εργασίες του στο Κράτος αυτό ή, σε κάθε περίπτωση, μετά πάροδο δύο μηνών, από της διαβιβάσεως των εγγράφων και της ενημερώσεώς της, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού.

Έννοια ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

34. Κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σημαίνει την ασφαλιστική κάλυψη που παρέχει μία ασφαλιστική επιχείρηση που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της επιχείρησης αυτής, για ασφαλιστικό κίνδυνο ή ασφαλιστική υποχρέωση που ευρίσκεται σε άλλο Κράτος Μέλος. Το άλλο αυτό Κράτος Μέλος αποτελεί το Κράτος Μέλος της παροχής των υπηρεσιών, κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

35.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. και περιβάλλεται μια νομική μορφή από αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 8(1)(α) της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, και στο άρθρο 8 της Πρώτης Οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής, όπως τροποποιείται εκάστοτε, καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της επιχείρησης αυτής, δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους της καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης υποβάλλει στον Έφορο τα καθορισμένα έγγραφα, περιλαμβανομένης και δήλωσης της επιχείρησης αν αυτή ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, περί εντάξεώς της σε σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία

(β) η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση, προβαίνει στο διορισμό φορολογικού αντιπροσώπου, τα καθήκοντα του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 137 του παρόντος Νόμου, καθώς και στο διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε περίπτωση ασκήσεως από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση του κλάδου ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, τα καθήκοντα του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς.

Νοείται ότι,  σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενηασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει προβεί στο διορισμόειδικού αντιπροσώπου,  τα καθήκοντα του μπορούν ναασκούνται από τον αντιπρόσωπο για διακανονισμό απαιτήσεων.

(2) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως στην αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης—

(α) Την καταχώρηση της επιχείρησης αυτής στο ειδικό μητρώο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που τηρείται από την Υπηρεσία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και στο οποίο αναγράφονται οι καθορισμένες με Κανονισμούς πληροφορίες·

(β) τυχόν υποχρέωση της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης προς διορισμό φορολογικού αντιπροσώπου· και

(γ) εφόσον κριθεί αναγκαίο, τους όρους υπό τους οποίους, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να ασκεί τις εργασίες της η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση στη Δημοκρατία.

(3) Ο Έφορος δύναται να ζητήσει από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής, τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά συστήματα πωλήσεων, τα οποία η ασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη Δημοκρατία.

(4) Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση δύναται να προβεί στην έναρξη ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο αυτό, και κοινοποιηθεί προς αυτή σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους καταγωγής της.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

36.—(1) Μία κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, καθώς επίσης και κάθε υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία της εταιρείας αυτής, δύναται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατόπιν σχετικής αιτήσεως προς τον Έφορο. Στην αίτηση καθορίζεται το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Με την αίτηση συνυποβάλλονται τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(2) Ο Έφορος διαβιβάζει εντός ενός μηνός από την υποβολή τους, τα υποβληθέντα προς αυτόν έγγραφα, προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους παροχής των υπηρεσιών και ενημερώνει σχετικά την αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος αρνείται να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού, οφείλει να κοινοποιήσει δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στην αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της αιτήσεως και των καθορισμένων εγγράφων. Σε περίπτωση αρνήσεως του Εφόρου ή τυχόν παραλείψεώς του να ενεργήσει μέσα στην προθεσμία του ενός μηνός, η αιτήτρια ασφαλιστική εταιρεία δύναται να προσβάλει την απόφαση ή την παράλειψη ενώπιον του Υπουργού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του παρόντος Νόμου.

(4) Η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία δύναται να αρχίσει εργασίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μόλις της κοινοποιηθεί από τον Έφορο σχετική γνωστοποίηση για την αποστολή των καθορισμένων εγγράφων προς την αρμόδια εποπτική αρχή του Κράτους Μέλους παροχής υπηρεσιών.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία από ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

37.—(1) Ασφαλιστική επιχείρηση, που έχει την έδρα της στην Ελβετική Συνομοσπονδία, δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής των διατάξεων της Συμφωνίας της 10ης Οκτωβρίου 1979 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, με τα συνημμένα εις αυτή Προσαρτήματα και Πρωτόκολλα και τις συνημμένες εις αυτή ανταλλαγείσες επιστολές, σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός από ασφάλιση του Κλάδου Ζωής.

(2) Επί της ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου.

Άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στην Ελβετική Συνομοσπονδία από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης

38. Σε περίπτωση που μια κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία αιτείται την ίδρυση, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, υποκατάστημα της ή αντιπροσωπείας στην Ελβετική Συνομοσπονδία, οι διατάξεις του άρθρου 33 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Κοινοτική συνασφάλιση

38Α–(1) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, κοινοτική συνασφάλιση συντρέχει στην περίπτωση που καλύπτεται κίνδυνος που βρίσκεται σε  κράτος μέλος με τη συμμετοχή πέραν της μιας ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους, που στο εξής θα καλούνται ως «συνασφαλιστές».

(2) Για την κάλυψη κινδύνου που βρίσκεται στη Δημοκρατία με κοινοτική συνασφάλιση, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο κίνδυνος που καλύπτεται πρέπει να υπάγεται στην έννοια του μεγάλου κινδύνου, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2:

Νοείται ότι, κίνδυνοι πυρηνικής φύσεως που πηγάζουν από πυρηνική ενέργεια ή αφορούν φαρμακευτικά προϊόντα και που εμπίπτουν στον κλάδο γενικής ευθύνης δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(β) Ο κίνδυνος πρέπει να καλύπτεται από κοινό ασφαλιστήριο, με την καταβολή συνολικού ασφαλίστρου, και η κάλυψη πρέπει να αφορά την ίδια χρονική περίοδο.

(γ) Ο ένας εκ των συνασφαλιστών πρέπει να αποτελεί τον κύριο ασφαλιστή (leader),  ενώ δεν πρέπει να υπάρχει αλληλέγγυα υποχρέωση μεταξύ των συνασφαλιστών, αλλά καθένας να ευθύνεται για το δικό του μερίδιο.

(δ) Ο ένας τουλάχιστον εκ των συνασφαλιστών πρέπει να συμμετέχει στο ασφαλιστήριο από την έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησής του ή από υποκατάστημα ή αντιπροσωπεία του που είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, άλλο από το κράτος μέλους του κύριου ασφαλιστή.

(ε)  Ο κύριος ασφαλιστής πρέπει να θεωρείται ως εάν να είναι η ασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει ολόκληρο τον κίνδυνο και  να αναλαμβάνει πλήρως το ρόλο που του ανατίθεται σύμφωνα με την πρακτική της συνασφάλισης, ιδίως δε, να καθορίζει τους όρους ασφάλίσης και το ύψος του ασφαλίστρου:

Νοείται ότι, όσες πράξεις συνασφάλιση δεν πληρούν τους όρους πουαναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ε) συνεχίζουν να υπόκεινται στις ισχύουσες εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών, στις οποίες αφορούν.

(3) Το ύψος των τεχνικών αποθεμάτων κάθε συνασφαλιστή καθορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία ή την πρακτική του κράτους μέλους καταγωγής του:

Νοείται ότι, σε περίπτωση αποθέματος για τις εκκρεμείς απαιτήσεις, ο κάθε συνασφαλιστής σχηματίζει απόθεμα για εκκρεμείς απαιτήσεις, το οποίο δεν δύναται να υπολείπεται του αποθέματος που σχηματίζεται σύμφωνα  με τους κανόνες ή την πρακτική που ισχύουν για τον κύριο συνασφαλιστή:

Νοείται περαιτέρω ότι, το ύψος του αποθέματος των εκκρεμών απαιτήσεων που σχηματίζει ο κάθε συνασφαλιστής αναλογεί στο ποσοστό συμμετοχής του στην κάλυψη του κινδύνου.

(4) Οι συνασφαλιστές που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία τηρούν στατιστικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζουν τον όγκο των εργασιών τους σε κοινοτική συνασφάλιση, καθώς και τα κράτη μέλη που αφορούν οι εργασίες αυτές.

(5) Κατά την εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι υποχρεώσεις της επιχείρησης αυτής από τη συμμετοχή της σε ασφαλιστήρια που αφορούν κοινοτική συνασφάλιση, εκπληρώνονται όπως και οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα άλλα ασφαλιστήρια χωρίς να γίνεται καμιά διάκριση εις βάρος των ασφαλισμένων της και των δικαιούχων εξαιτίας της εθνικότητάς τους.

(6) ΄Οσες ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και πληρούν τις διατάξεις των εθνικών νομοθετημάτων των εν λόγω κρατών μελών που υιοθετούν την  Κοινοτική Οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ηςΙουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάλυση δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως εκτός των ασφαλίσεων ζωής, και επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κοινοτική συνασφάλιση, δεν δύναται να υπόκεινται σε διατάξεις άλλες από αυτές του παρόντος άρθρου.