ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΑΔΕΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - ΠΡΟΎΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΗΣ
Αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών από κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

18.—(1) Η αίτηση προς χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία υποβάλλεται στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει τα καθορισμένα στο έντυπο της αιτήσεως στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνουν και στοιχεία που αφορούν στην ταυτότητα των προσώπων που κατονομάζονται στην αίτηση ως διευθύνοντες την εταιρεία, τα οποία και υπογράφουν την υποβληθείσα αίτηση.

(2) Με την αίτηση συνυποβάλλονται το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό των αιτητών καθώς και τα λοιπά έγγραφα που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε μετά την υποβολή της αιτήσεως να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.

(4) Για την εξέταση της αιτήσεως καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος.

Άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

19.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, που αφορά στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών από ασφαλιστικές εταιρείες υφιστάμενες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, είτε εργασιών στον Κλάδο Ζωής όπως οι Κλάδοι αυτοί καθορίζονται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, κατ' εξαίρεση από την προηγούμενη διάταξη του εδαφίου αυτού, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών—

(α) Στον Κλάδο Ζωής, δύναται να περιλαμβάνει τόσο τον κλάδο ατυχημάτων όσο και τον κλάδο ασθενειών, που εμπίπτουν στον Κλάδο Γενικής Φύσεως· ή

(β) στον κλάδο ατυχημάτων ή και στον κλάδο ασθενειών, που εμπίπτουν στον Κλάδο Γενικής Φύσεως δύναται να περιλαμβάνει και τον Κλάδο Ζωής.

(2) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών εκδίδεται κατά τον καθορισμένο τύπο και προσδιορίζει επακριβώς τον κλάδο ή την ομάδα κλάδων στους οποίους η ασφαλιστική εταιρεία εξουσιοδοτείται να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες. Η άδεια δύναται να καλύπτει όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται σε συγκεκριμένο κλάδο καθώς και σε ομάδα κλάδων, σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στα δύο Παραρτήματα, Πρώτο και Δεύτερο, που συνάπτονται στον παρόντα Νόμο.

(3) Σε περίπτωση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, η άδεια θα φέρει τη συνοπτική ονομασία που καθορίζεται στο Μέρος Β του συνημμένου στον παρόντα Νόμο Πρώτου Παραρτήματος, ανάλογα με τους κλάδους, των οποίων εξουσιοδοτείται η άσκηση.

(4) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου εδαφίου του άρθρου αυτού, η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται για συγκεκριμένο κλάδο ή συγκεκριμένη ομάδα κλάδων γενικής φύσεως δύναται να καλύπτει και δευτερεύοντες ή συναφείς κινδύνους, που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο γενικής φύσεως, χωρίς να απαιτείται χωριστή άδεια και για τον κλάδο στον οποίο υπάγονται οι δευτερεύοντες ή συναφείς κίνδυνοι, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί—

(α) Συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο·

(β) αφορούν το αντικείμενο που είναι ασφαλισμένο έναντι του κυρίως κινδύνου· και

(γ) ασφαλίζονται με το ασφαλιστήριο έναντι του κυρίως κινδύνου.

(5) Για την άσκηση εργασιών στον κλάδο πιστώσεων, στον κλάδο εγγυήσεων και στον κλάδο νομικής προστασίας απαιτείται πάντοτε χωριστή άδεια:

Νοείται ότι, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (γ) του προηγούμενου εδαφίου, στον κλάδο νομικής προστασίας δεν απαιτείται χωριστή άδεια—

(α) Όταν ο κυρίως κίνδυνος συνδέεται αποκλειστικά με τον κλάδο βοηθείας· και

(β) για διαφορές που απορρέουν από τη χρήση θαλασσοπλοούντων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

(6) Ο Έφορος δύναται να περιορίζει την ισχύ της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται για τον Κλάδο Ζωής, στις δραστηριότητες που αναφέρονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που συνυποβάλλεται με την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου.

(7) Σε περίπτωση άδειας ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών για αντασφαλιστικές δραστηριότητες του Κλάδου Γενικής Φύσεως ή για αντασφαλιστικές δραστηριότητες  του Κλάδου Ζωής ή για αντασφαλιστικές δραστηριότητες και των δύο Κλάδων, η άδεια χορηγείται, αφού ληφθούν υπ’ όψιν:

(α) οι σχετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας όπως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (1) του  άρθρου 21· και

(β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων που συνυποβάλλεται με την αίτηση για χορήγηση άδειας άσκησης αντασφαλιστικών εργασιών  βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21.

Ισχύς της άδειας

20.—(1) Η χορηγούμενη από τον Έφορο άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, ισχύει μόνο για την άσκηση των προβλεπόμενων στην άδεια ασφαλιστικών εργασιών εντός της Δημοκρατίας και κατόπιν εγκρίσεως του Εφόρου για σκοπούς εγκατάστασης της εταιρείας στο εξωτερικό.

(2) Σε περίπτωση εν τούτοις προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την ημερομηνία προσχώρησής της, η χορηγούμενη άδεια θα ισχύει σε όλα τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου η κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία θα δικαιούται να ασκεί εργασίες είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και στην Ελβετική Συνομοσπονδία, υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, μόνο για εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως.

(3) Η άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών που χορηγείται από τον Έφορο ισχύει σε όλα τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., όπου η κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση θα δικαιούται να ασκεί εργασίες είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές στην Ε.Ε.

20Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 21, πριν από τη χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστική επιχείρηση, ο ΄Εφορος ζητά τη γνώμη των αρμοδίων εποπτικών αρχών του άλλου κράτους μέλους που εμπλέκεται, όταν ασφαλιστική επιχείρηση -

(α)  Είναι  θυγατρική  ασφαλιστικής  επιχείρησης με  άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

(β)  είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος· ή

(γ)  ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

(2) Ο ΄Εφορος, πριν από τη χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστική επιχείρηση, ζητά τη γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής του εμπλεκόμενου κράτους μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή E.Π.E.Y., όταν ασφαλιστική επιχείρηση-

(α)  Είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος,

(β)  είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος, ή

(γ)  ελέγχεται  από  το  ίδιο  φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος.

(3) Ο ΄Εφορος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ιδίως όταν αξιολογεί την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου:

Νοείται ότι, ο ΄Εφορος, μαζί με τις εν λόγω αρμόδιες εποπτικές αρχές, ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που ενδιαφέρει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές που εμπλέκονται, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία

21.—(1) Η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών δε χορηγείται από τον Έφορο σε κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση για τη χορήγηση της άδειας, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου-

(β) η εταιρεία έχει καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστο τετρακοσίων χιλιάδων λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 400.000) σε σχέση με τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και τουλάχιστον εξακοσίων χιλιάδων λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 600.000) σε σχέση με τον Κλάδο Ζωής, ή προκειμένου περί αντασφαλιστικής εταιρείας, ύψους ενός τουλάχιστον εκατομμυρίου λιρών Κύπρου (Λ.Κ. 1.000.000)·

(γ) Η εταιρεία κατέχει ελάχιστο όριο εγγυητικού κεφαλαίου, το οποίο καθορίζεται ως ακολούθως:

(i)  Τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (Є3.000.000) προκειμένου περί εταιρείας που ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως και παρέχει κάλυψη σε έναν ή περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στους κλάδους 10 έως 15 που αναφέρονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος·

(ii) τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των δύο εκατομμυρίων Ευρώ (Є2.000.000) προκειμένου     περί     εταιρείας   που   ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως     και   παρέχει   κάλυψη  σε  έναν  ή  περισσότερους κινδύνους που περιλαμβάνονται στους κλάδους 1 έως 9 ή στους κλάδους 16 έως 18 που αναφέρονται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος:

Νοείται ότι, στην περίπτωση ταυτόχρονης άσκησης ασφαλιστικών εργασιών στους κλάδους ή κινδύνους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii), τότε, ως ελάχιστο όριο εγγυητικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής εταιρείας, όπως το εγγυητικό αυτό κεφάλαιο προβλέπεται στο άρθρο 69, καθορίζεται το μεγαλύτερο από τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους αυτές ποσά˙

(iii) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (Є3.000.000) προκειμένου περί εταιρείας που ασκεί ασφαλίσεις του Κλάδου Ζωής:

Νοείται ότι για ασφαλιστική επιχείρηση μεικτών δραστηριοτήτων η οποία δραστηριοποιείται στον Κλάδο Γενικής Φύσης και στον Κλάδο Ζωής, το εγγυητικό της κεφάλαιο καθορίζεται ως το άθροισμα των υποπαραγράφων (i)  ή (ii) με την υποπαράγραφο (iii) ανάλογα˙

(iiiA) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των τριών εκατομμυρίων Ευρώ (€ 3.000.000) προκειμένου περί αντασφαλιστικής επιχείρησης·

(iiiB) τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (iv), το ισότιμο σε λίρες Κύπρου του ενός εκατομμυρίου Ευρώ (€1.000.000) προκειμένου περί δέσμιας αντασφαλιστικής επιχείρησης∙

(iv) τα ποσά που καθορίζονται στις  υποπαραγράφους (i), (ii), (iii) , (iiiA) και (iiiB) αναθεωρούνται κάθε έτος, σύμφωνα με τις μεταβολές του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη και δημοσιεύεται από την Eurostat, προσαρμόζονται αυτομάτως, στις 20 Σεπτεμβρίου κάθε  έτους, αυξάνοντας το βασικό ποσό σε Ευρώ κατά το ποσοστό μεταβολής του δείκτη, από την 20η Μαρτίου 2002 μέχρι την ημερομηνία αναθεώρησης, και στρογγυλοποιούνται στο ανώτερο πολλαπλάσιο του ισότιμου σε λίρες Κύπρου των εκατό χιλιάδων Ευρώ (Є100.000), νοουμένου ότι η προσαρμογή αυτή δεν λαμβάνει χώρα εάν το ποσοστό μεταβολής είναι μικρότερο του πέντε τοις εκατόν από την τελευταία αναπροσαρμογή·

(δ) η ασφαλιστική εταιρεία ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποβάλει τριετές πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που διαλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται από Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

(ε) η εταιρεία παρέχει εχέγγυα ότι θα ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές και κατά τρόπο που να διαφυλάσσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και να μη προσκρούει στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη·

(στ) η εταιρεία έχει γνωστοποιήσει στον Έφορο κατά τον καθορισμένο τύπο, την ταυτότητα κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, που άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ειδική συμμετοχή εις αυτή καθώς και το ποσοστό κάθε τέτοιας συμμετοχής·

(ζ) ο Έφορος έχει ικανοποιηθεί ότι τα πρόσωπα που κατά τα ανωτέρω έχουν ειδική συμμετοχή είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, να διασφαλίζουν την υγιή και συνετή διαχείριση της εταιρείας·

(η) η επωνυμία της εταιρείας συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 16 του παρόντος και τις οικείες διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου. Η επωνυμία αυτή δε δύναται να είναι η ίδια ή παρόμοια ή να προσομοιάζει κατά τρόπο δυνάμενο να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση, με την επωνυμία άλλης υφιστάμενης κυπριακής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εταιρείας ή εταιρείας που κατέχει άδεια ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης, εκτός εάν—

(i) η εταιρεία αυτή τελεί υπό διάλυση ή έπαυσε να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία ή επίκειται η διάλυση ή η παύση των εργασιών της· και

(ii) συγκατατίθεται στη χρήση της επωνυμίας αυτής από τους αιτητές.

Δε χορηγείται άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών εάν η επωνυμία της αιτήτριας ενδέχεται να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση ως προς το είδος ή και τη φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών·

(θ) η εταιρεία διατηρεί την κεντρική της διοίκηση και το εγγεγραμμένο της γραφείο στη Δημοκρατία·

(ι) οι διευθύνοντες την εταιρεία είναι πρόσωπα ικανά και κατάλληλα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου και δύνανται να διασφαλίσουν την κατάλληλη διοικητική και λογιστική οργάνωση της εταιρείας·

(ια) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Ζωής ή ασφαλιστικές εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως και η οποία προτίθεται να εκδίδει συμβόλαια που καλύπτουν κινδύνους στους κλάδους ατυχημάτων ή και ασθενειών με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους—

(i) η εταιρεία διορίζει εσωτερικό αναλογιστή που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 59 του παρόντος Νόμου· και

(ii) μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της ενάρξεως των εργασιών της διορίζει εντεταλμένο αναλογιστή, που διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 97 του παρόντος Νόμου·

(ιβ) προκειμένου περί αντασφαλιστικής εταιρείας, διορίζει εντεταλμένο αναλογιστή, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ια)·

(ιγ) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία προτίθεται να ασκεί ασφαλιστικούς κλάδους οι οποίοι καθίστανται διά νόμου υποχρεωτικοί, αναλαμβάνει με γραπτή δήλωσή της, την υποχρέωση όπως, αμέσως μετά τη χορήγηση της άδειας και πριν την έναρξη των εργασιών της, ενταχθεί σε ταμείο ασφαλιστών ή άλλο παρόμοιο σώμα ή οργανισμό, αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία·

(ιδ) η εταιρεία έχει προβεί σε διευθετήσεις για αντασφάλισή της από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που ικανοποιεί τα κριτήρια που εκάστοτε καθορίζει ο Έφορος ή έχει αιτιολογήσει επαρκώς αίτημά της προς εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή·

(ιε) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που σκοπό έχει την άσκηση εργασιών στον κλάδο βοήθειας, η εταιρεία αυτή ικανοποιεί τον Έφορο, κατόπιν σχετικού ελέγχου, ότι το προσωπικό, το υλικό και οι μέθοδοι που έχει άμεσα ή έμμεσα στη διάθεσή της, καθώς και τα προσόντα του ιατρικού προσωπικού και η ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτει για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός, είναι κατάλληλα·

(ιστ) προκειμένου περί ασφαλιστικής εταιρείας που σκοπό έχει την άσκηση εργασιών στο κλάδο ευθύνης από μηχανοκίνητα οχήματα, εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα, η εταιρεία προβαίνει στο διορισμό αντιπροσώπου για διακανονισμό απαιτήσεων σε κάθε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εκτός της ∆ημοκρατίας, οι προϋποθέσεις διορισμού και οι αρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται σε Κανονισμούς, ανακοινώνοντας γραπτώς στον Έφορο το όνομα και τη διεύθυνσή του.

(2) Κατά την έννοια της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, «υγιείς ασφαλιστικές αρχές» σημαίνει τις αρχές εκείνες που έχουν κατ' έθιμο ή άλλωσπως καθιερωθεί σε σχέση με την ασφάλιση ή αντασφάλιση και αφορούν στη συνέπεια και τον επαγγελματισμό που πρέπει να επιδεικνύεται από μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία στις συναλλαγές της με τους ασφαλισμένους, τους συνεργάτες της και εν γένει το κοινό, ιδιαίτερα δε κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ασφαλισμένων.

(3) Οι ακόλουθες ενέργειες μιας κυπριακής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εταιρείας λογίζονται ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή δεν ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές:

(α) Κάθε ενέργεια της εταιρείας ή των ασκούντων εργασίες διαμεσολάβησης, που αποβλέπει στην παραπλάνηση των ασφαλισμένων της ή του κοινού εν γένει, είτε αυτή απολήγει στη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως είτε όχι·

(β) κάθε απόρριψη απαιτήσεως ασφαλισμένων, που δεν εδράζεται σε νόμο ή σε νομικά έκδηλα αδιαμφισβήτητο συγκεκριμένο ρητό όρο του ασφαλιστηρίου·

(γ) κάθε επίκληση ρήτρας του ασφαλιστηρίου, που κατά την κείμενη νομοθεσία ή τη νομολογία δύναται να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική·

(δ) παράλειψη της εταιρείας να συμμορφωθεί με υποχρέωσή της που απορρέει από συμφωνία που συνήψε με σώμα ή οργανισμό αναγνωριζόμενο ή προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία και κοινοποιείται προς αυτή υπό μορφή αποφάσεως του ανωτάτου διοικητικού οργάνου του σώματος ή οργανισμού αυτού, εκτός εάν η εταιρεία απαλλαγεί από την υποχρέωσή της αυτή δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής ή διαιτητικής αποφάσεως· και

(ε) κάθε παράλειψή της να ικανοποιήσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδίδεται εναντίον της, μέσα σε προθεσμία σαράντα δύο ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως.

(4) Με απόφαση του Εφόρου, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δύνανται να εξειδικεύονται τα κριτήρια που ο Έφορος θα εφαρμόζει προκειμένου να αποφασίσει εάν μια κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία ασκεί τις εργασίες της σύμφωνα με υγιείς ασφαλιστικές αρχές.

Άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών σε αλληλοασφαλιστικό οργανισμό

22.—(1) Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού, εκτός από τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται και επί της άδειας ασκήσεως εργασιών αλληλοασφαλιστικών οργανισμών.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται επί αλληλοασφαλιστικών οργανισμών—

(α) Το καταστατικό των οποίων προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής συμπληρωματικών εισφορών ή μείωσης των προβλεπόμενων παροχών και, προκειμένου μόνο περί των ασφαλίσεων του Κλάδου Ζωής, τη δυνατότητα εξασφάλισης δέσμευσης για παροχή οικονομικής βοήθειας από τρίτους·

(β) οι οποίοι δεν καλύπτουν κινδύνους αναφορικά με αστική ευθύνη, εκτός εάν οι κίνδυνοι αυτοί καλύπτονται ως δευτερεύοντες και παρεπόμενοι, κατά την έννοια και υπό τις προϋποθέσεις του εδαφίου (4) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, ούτε κινδύνους που εμπίπτουν στον κλάδο πιστώσεων και στον κλάδο εγγυήσεων·

(γ)  των οποίων, το ύψος του εισοδήματος από εισφορές δεν υπερβαίνει -

(i) Αναφορικά με εργασίες του Κλάδου Γενικής Φύσεως, το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (Є5.000.000) κατ’ έτος· και

(ii) αναφορικά με εργασίες του Κλάδου Ζωής, το ισότιμο σε λίρες των πέντε εκατομμυρίων Ευρώ (Є5.000.000) κατ’ έτος για τρία συνεχόμενα έτη. Στην  περίπτωση αυτή οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται από το επόμενο (τέταρτο) έτος.

(δ) των οποίων το ήμισυ τουλάχιστο του ετήσιου εισοδήματος, από εισφορές μόνον όσον αφορά τον Κλάδο Γενικής Φύσεως, προέρχεται από εισφορές προσώπων που είναι μέλη του.

(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εμποδίζουν έναν αλληλοασφαλιστικό οργανισμό να υποβάλλει αίτηση για να λάβει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών ή να εξακολουθήσει να διαθέτει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών βάσει του παρόντος Νόμου.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται επί επιχειρήσεων, οι οποίες πληρούν σωρευτικώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η επιχείρηση δεν ασκεί καμμιά ασφαλιστική εργασία στον Κλάδο Ζωής ή στον Κλάδο Γενικής Φύσεως, εκτός των εργασιών που εμπίπτουν στον κλάδο 18 του Κλάδου Γενικής Φύσεως που αναφέρεται στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος·

(β) η δραστηριότητα της επιχείρησης αυτής περιορίζεται αποκλειστικά σε τοπικά πλαίσια και συνίσταται μόνο σε παροχή υπηρεσιών σε είδος· και

(γ) το ετήσιο ποσό των εισφορών της επιχείρησης αυτής, που εισπράττονται βάσει της δραστηριότητας παροχής βοήθειας σε πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, δεν υπερβαίνει το ισότιμο σε λίρες Κύπρου των διακοσίων χιλιάδων Ευρώ (Є200.000).

Άδεια προς επέκταση των εργασιών κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας σε άλλο ή άλλους κλάδους

23.—(1) Δεν επιτρέπεται η επέκταση των εργασιών μιας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας εκτός δυνάμει σχετικής άδειας του Εφόρου, που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.

(2) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 19 και του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών και επιζητεί την επέκταση των εργασιών της σε άλλο ή άλλους ασφαλιστικούς κλάδους, οφείλει να υποβάλει αίτηση στον Έφορο, κατά τον καθορισμένο τύπο, και να καταβάλει το καθορισμένο τέλος. Με την αίτηση συνυποβάλλονται και τα καθορισμένα με Κανονισμούς έγγραφα.

(3) Ο Έφορος χορηγεί την άδεια επεκτάσεως των εργασιών μόνον εφόσον ικανοποιηθεί ότι η ασφαλιστική εταιρεία—

(α) Κατέχει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στα άρθρα 67 και 68 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες και στο άρθρο 68Α όσον αφορά τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις· και

(β) έχει καταβάλει την τυχόν υφιστάμενη διαφορά μεταξύ του ελάχιστου ορίου εγγυητικού κεφαλαίου, που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου για την άσκηση του συγκεκριμένου κλάδου ή κλάδων, σε περίπτωση που το όριο αυτό είναι μεγαλύτερο από αυτό που ήδη κατέχει η εταιρεία.

(4) Εφόσον ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις προβαίνει σε τροποποίηση της άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που είχε χορηγηθεί στην αιτήτρια εταιρεία, και εκδίδει νέο έντυπο άδειας, κατά τον καθορισμένο τύπο.

Χωριστή διαχείριση ασφαλιστικής εταιρείας, που ασκεί παράλληλα εργασίες στον Κλάδο Γενικής Φύσεως και στον Κλάδο Ζωής

24.—(1) Κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία, η οποία πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσε εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής, κατόπιν άδειας που της χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του διά του παρόντος καταργούμενου Νόμου, δύναται να συνεχίσει την παράλληλη άσκηση εργασιών και στους δύο αυτούς Κλάδους, νοουμένου ότι οι ασφαλιστικές εργασίες στον κάθε Κλάδο θα τελούν υπό χωριστή διαχείριση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 88 του παρόντος Νόμου.

(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού περί χωριστής διαχείρισης εφαρμόζονται και στην περίπτωση κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει της επιφυλάξεως που τίθεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου.

(3) Η χωριστή διαχείριση, που επιβάλλει το άρθρο αυτό, επάγεται οργάνωση της ασφαλιστικής εταιρείας κατά τρόπο ώστε οι δραστηριότητες της στον Κλάδο Γενικής Φύσεως να είναι χωριστές από αυτές του Κλάδου Ζωής, ώστε—

(α) Να μην παραβλάπτονται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων του ενός ή του άλλου Κλάδου από την παράλληλη άσκηση εργασιών και στους δύο αυτούς Κλάδους και ειδικότερα, τα οφέλη της εταιρείας από τις δραστηριότητες στον Κλάδο Ζωής να τα καρπούνται μόνο οι ασφαλισμένοι στον Κλάδο αυτό, ως εάν η δραστηριότητα των ασφαλίσεων Κλάδου Γενικής Φύσεως δεν ασκείτο από την ίδια ασφαλιστική εταιρεία· και

(β) να μην επιβαρύνεται ο Κλάδος Ζωής με οποιοδήποτε τρόπο από την ικανοποίηση των ελάχιστων οικονομικών απαιτήσεων για τον Κλάδο Γενικής Φύσεως και αντιστρόφως, όπως οι απαιτήσεις αυτές καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, και ειδικότερα αναφορικά με το περιθώριο φερεγγυότητας:

Νοείται ότι, κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία που ασκεί εργασίες τόσο στον Κλάδο Γενικής Φύσεως όσο και στον Κλάδο Ζωής και ικανοποιεί τις ελάχιστες οικονομικές απαιτήσεις, δύναται, αφού προηγουμένως ενημερώσει τον Έφορο, να διαθέσει στον ένα Κλάδο όσα από τα υπαρκτά στοιχεία του περιθωρίου φερεγγυότητας του άλλου Κλάδου εξακολουθούν να παραμένουν αδιάθετα, ο δε Έφορος προβαίνει σε ανάλυση των αποτελεσμάτων των δύο Κλάδων.

(4) Σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης του περιθωρίου φερεγγυότητας σε έναν από τους δύο Κλάδους, Γενικής Φύσεως ή Ζωής, όπως το περιθώριο αυτό καθορίζεται στον παρόντα Νόμο, ο Έφορος επιβάλλει στον κλάδο αυτό τα προβλεπόμενα στο άρθρο 71 του παρόντος Νόμου μέτρα, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα του άλλου Κλάδου. Τα μέτρα αυτά, κατ' εξαίρεση από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύνανται να περιλαμβάνουν και τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων από τον ένα Κλάδο στον άλλο, μετά από σχετική εξουσιοδότηση του Εφόρου.