ΕΠΕΙΔΗ, η αποθεραπεία, η αποκατάσταση και η ενίσχυση των λειτουργικών ικανοτήτων κάθε ασθενή και κάθε ατόμου με αναπηρία συνιστά απαραίτητο και αναπόσπαστο μέρος της παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας, προάγει τη λειτουργική αυτονομία και συνδράμει στην κοινωνική επανένταξη ή/και ένταξη των εν λόγω προσώπων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κάθε ασθενής και κάθε άτομο με αναπηρία έχει δικαίωμα σε εξατομικευμένη, ποιοτική φροντίδα υγείας και σε υπηρεσίες και προγράμματα αποθεραπείας και αποκατάστασης στους τομείς της υγείας, της απασχόλησης, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών και κοινοτικών υπηρεσιών με βάση την τρέχουσα επιστημονική γνώση, όπως αρμόζει στις ανάγκες της υγείας ή/και αναπηρίας του,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κάθε ασθενής και κάθε άτομο με αναπηρία έχει δικαίωμα στην πρόσβαση και χρήση ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και τεχνολογιών που χαρακτηρίζονται από υψηλά τεχνικά πρότυπα και υψηλό επίπεδο και στην πρόσβαση σε φροντίδα υγείας που διασφαλίζει την ανθρώπινη σχέση μεταξύ του ασθενούς ή/και του ατόμου με αναπηρία και του παρέχοντος τη φροντίδα υγείας, και σε υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης, όπως αρμόζει στις ανάγκες της υγείας ή/και αναπηρίας του,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κάθε ασθενής έχει δικαίωμα αδιάκοπης και συνεχούς φροντίδας υγείας, καθώς και δικαίωμα στη συνεργασία μεταξύ των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας που εμπλέκονται στην αποθεραπεία και αποκατάσταση που τον αφορά,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κάθε άτομο με αναπηρία έχει δικαίωμα σε υπηρεσίες και προγράμματα αποκατάστασης ολιστικής φροντίδας στους τομείς της υγείας, της απασχόλησης, της εκπαίδευσης, των κοινωνικών και κοινοτικών υπηρεσιών, όσο το δυνατό πιο έγκαιρα, βάσει πολυθεματικής αξιολόγησης των ατομικών αναγκών και δυνατοτήτων του, με σκοπό την επίτευξη και διατήρηση μέγιστης ανεξαρτησίας, σωματικής, νοητικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ικανότητας και πλήρους ενσωμάτωσης και συμμετοχής σε όλες τις πτυχές της ζωής του,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το οξύ στάδιο διαταραχής ή πάθησης οι υπηρε ίες αποκατάστασης δύναται να προσφέρονται στη μονάδα εντατικής θεραπείας ή σε άλλο σχετικό με την πάθηση θάλαμο νοσηλευτηρίου, μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση του ασθενούς,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το υποξύ στάδιο της διαταραχής ή πάθησης οι υπηρεσίες αποκατάστασης δύναται να προσφέρονται σε κέντρα αποκατάστασης με νοσηλεία, στα οποία η αποκατάσταση δύναται να συνεχίζει με παροχή όλων των απαιτούμενων για την επίτευξή της υπηρεσιών στη βάση ημερήσιας φροντίδας και στο πλαίσιο των οποίων ο ασθενής διανυκτερεύει στο σπίτι του,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το χρόνιο στάδιο της διαταραχής ή πάθησης ο ασθενής ή το άτομο με αναπηρία καθίσταται εξωτερικός ασθενής και οι υπηρεσίες αποκατάστασης προσφέρονται είτε κατ’ οίκον είτε σε Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης είτε σε κέντρο εξωτερικών ασθενών το οποίο διατηρεί φυσιοθεραπευτής, εργοθεραπευτής ή/και λογοθεραπευτής οι οποίοι είτε εργάζονται από κοινού ως ομάδα είτε ο καθένας ανεξάρτητα σε δικό του εργαστήριο, κέντρο ή χώρο,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, οι υπηρεσίες αποθεραπείας, αποκατάστασης και ενίσχυσης των ικανοτήτων ασθενή ή ατόμου με αναπηρία δύναται να παρέχονται σε εξειδικευμένα Κέντρα Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, τα οποία λειτουργούν στη βάση υψηλών προτύπων και προδιαγραφών και στελεχώνονται από εξειδικευμένη πολυθεματική ομάδα προσοντούχων και έμπειρων επαγγελματιών υγείας και άλλων σχετικών επαγγελματιών του τομέα της παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή/και από άλλους σχετικούς επαγγελματίες,
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1.Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης (Ίδρυση, Λειτουργία και Έλεγχος) Νόμος του 2025.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«άδεια ίδρυσης» σημαίνει άδεια που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13·
«άδεια λειτουργίας» σημαίνει άδεια που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14·
«Κέντρο» σημαίνει Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης το οποίο έχει εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας·
«άλλος επαγγελματίας» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ασκεί μη νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα που σχετίζεται με τον τομέα της υγείας ή/και τις παρεχόμενες από Κέντρο υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης·
«αποθεραπεία και αποκατάσταση» σημαίνει την ελαχιστοποίηση, κατά το δυνατό, των επιπτώσεων που προκύπτουν από ασθένεια ή αναπηρία ή ατύχημα ή τραυματισμό ή/και την απόκτηση γνώσεων και ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για ανάκτηση των βέλτιστων δυνατών κινητικών, ψυχολογικών, κοινωνικών και γνωστικών λειτουργιών, με στόχο την επίτευξη της κοινωνικής ένταξης ή επανένταξης με τη χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων και τεχνολογιών·
«ασθενής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο πάσχει από διαταραχή ή/και πάθηση ή/και βλάβη ή/και τραυματισμό που εμπίπτει σε προβλεπόμενη στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 8 θεματική·
«άτομο με αναπηρία» σημαίνει άτομο με μακροχρόνιες σωματικές, διανοητικές, πνευματικές ή αισθητηριακές βλάβες οι οποίες, σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, δύναται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στην κοινωνία σε ίση βάση κατά την έννοια του περί Ατόμων με Αναπηρίες Νόμου·
«Αυτοτελής Μονάδα» σημαίνει ανεξάρτητη κτιριακή υποδομή στην οποία, πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, παρέχονταν υπηρεσίες αποκατάστασης και αποθεραπείας, ήτοι-
(α)αδειούχο νοσηλευτήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμου·
(β) δημόσιο νοσηλευτήριο το οποίο κηρύχθηκε ως τέτοιο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15 του περί Ίδρυσης Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας Νόμου·
(γ)στέγη ηλικιωμένων εγγεγραμμένη δυνάμει των διατάξεων του περί Στεγών για Ηλικιωμένους και Αναπήρους Νόμου·
«βασική ομάδα αποθεραπείας και αποκατάστασης» σημαίνει ομάδα η οποία αποτελείται από επαγγελματίες υγείας σε αναλογίες ανά επαγγελματία υγείας κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος VII του Πρώτου Παραρτήματος·
«Γενικό Σύστημα Υγείας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Σύστημα» από το άρθρο 2 του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου·
«εντεταλμένος επιθεωρητής» σημαίνει εξουσιοδοτημένο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 λειτουργό του Υπουργείου ο οποίος ασκεί καθήκοντα και εξουσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·
«επαγγελματίας υγείας» σημαίνει-
(α) εγγεγραμμένο ιατρό δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, ο οποίος διατηρεί ετήσια άδεια επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείον Συντάξεων) Νόμου·
(β) εγγεγραμμένο φυσιοθεραπευτή κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εγγραφής Φυσιοθεραπευτών Νόμου, ο οποίος διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου·
(γ) εγγεγραμμένο επαγγελματία εργοθεραπευτή κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εγγραφής Επαγγελματιών Εργοθεραπευτών Νόμου, ο οποίος διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου·
(δ) εγγεγραμμένο λογοπαθολόγο κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εγγραφής Λογοπαθολόγων Νόμου, ο οποίος διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου·
(ε) εγγεγραμμένο ψυχολόγο κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων Νόμου, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Εγγεγραμμένων Ψυχολόγων και διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου·
(στ) εγγεγραμμένο διαιτολόγο δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμου, ο οποίος διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου·
(ζ) εγγεγραμμένο νοσηλευτή κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Νόμου, ο οποίος διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου·
(η) εγγεγραμμένο επαγγελματία κοινωνικό λειτουργό κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εγγραφής Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών Νόμου, ο οποίος διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου·
(θ) εγγεγραμμένο ποδολόγο κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εγγραφής Ποδολόγων Νόμου, ο οποίος διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου·
(ι) πρόσωπο το οποίο κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα στην προσθετική-ορθωτική-
(i) αναγνωρισμένο στο κράτος μέλος απόκτησής του, στο οποίο είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο το δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος· ή
(ii) αναγνωρισμένο από το ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο αποκτήθηκε σε τρίτη χώρα ή σε κράτος μέλος στο οποίο το εν λόγω επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο·
(ια) φαρμακοποιό κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου· και
(ιβ) πρόσωπο το οποίο ασκεί επάγγελμα εμπίπτον στον τομέα της υγείας ή/και της αποθεραπείας και αποκατάστασης το οποίο κατοχυρώνεται νομοθετικά μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, και διατηρεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε ισχύ·
«Επιστημονική Επιτροπή Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης» ή «Επιστημονική Επιτροπή» σημαίνει την επιτροπή που εγκαθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7·
«επιστημονικός διευθυντής Κέντρου» σημαίνει το πρόσωπο το οποίο ορίζεται ως επιστημονικός διευθυντής Κέντρου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11·
«Ευρωκώδικες» σημαίνει τη σειρά Ευρωπαϊκών Προτύπων για τον σχεδιασμό των κατασκευών, τα οποία αναπτύχθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης και τα οποία συνίστανται σε σύνολο μεθόδων για τον υπολογισμό της μηχανικής αντοχής των κατασκευαστικών έργων και των δομικών προϊόντων όπως αυτά ρυθμίζονται από την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 305/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011 για τη θέσπιση εναρμονισμένων όρων εμπορίας προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών και για την κατάργηση της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ του Συμβουλίου»·
«Έφορος Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης» ή «Έφορος» σημαίνει τον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν λειτουργό·
«θεματικές» σημαίνει τις ακόλουθες παθήσεις στις οποίες η ύπαρξη εξειδίκευσης του Κέντρου σε παιδιά ή άτομα τρίτης ηλικίας αναγνωρίζεται ως τέτοια:
(α) Επίκτητες εγκεφαλικές βλάβες·
(β) κακώσεις μυελού·
(γ) νευρολογικές παθήσεις και νευροεκφυλιστικές νόσοι·
(δ) μυοσκελετικές παθήσεις ή/και κακώσεις ή/και εγκαύματα·
(ε) ακρωτηριασμοί άνω και κάτω άκρων·
(στ) καρδιαγγειακές παθήσεις· και
(ζ) αναπνευστικές παθήσεις·
«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34·
«Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης» ή «Κέντρο» σημαίνει Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, αυτοτελές ή τμηματοποιημένο, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ελβετία·
«ΚΥΣΑΤΣ» σημαίνει το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου·
«Μητρώο» σημαίνει το Μητρώο Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης που τηρείται από τον Έφορο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17·
«νοσηλευτήριο» σημαίνει δημόσιο νοσηλευτήριο κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ίδρυσης Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας Νόμου και ιδιωτικό νοσηλευτήριο κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμου·
«Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Οργανισμός» από το άρθρο 2 του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου·
«παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών·
«στέγη» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Στεγών για Ηλικιωμένους και Αναπήρους Νόμου·
«Τεχνική Επιτροπή» σημαίνει την Τεχνική Επιτροπή Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης η οποία εγκαθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6·
«Τμηματοποιημένη Μονάδα» σημαίνει κτιριακή υποδομή, διαμορφωμένη σε εφαπτόμενη δομική σχέση με υφιστάμενο νοσηλευτήριο ή στέγη, η οποία λειτουργεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα και στην οποία παρέχονταν υπηρεσίες αποκατάστασης και αποθεραπείας πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου·
«υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης» περιλαμβάνει υπηρεσίες και προγράμματα ένταξης και αποκατάστασης σε εσωτερικό ή εξωτερικό ασθενή και άτομο με αναπηρία, εκ γενετής ή επίκτητη, η οποία οφείλεται σε ασθένεια ή/και εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο, τραυματισμό ή άλλη αιτία, ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας, της απασχόλησης, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υπηρεσιών, με σκοπό να καταστεί το άτομο αυτό ικανό να επιτύχει και να διατηρήσει μέγιστη ανεξαρτησία, πλήρη σωματική, πνευματική, κοινωνική και επαγγελματική ικανότητα και πλήρη ενσωμάτωση και συμμετοχή σε όλες τις πτυχές της ζωής του με τη χρήση μεθόδων αποκατάστασης ή/και βοηθημάτων και υποστηρικτικής τεχνολογίας ειδικά σχεδιασμένων για αυτό και διαχωρίζονται αναλόγως θεματικής σε Κατηγορίας Α και Β, κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 8·
«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Υγείας·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Υγείας.
3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η ρύθμιση της ίδρυσης, λειτουργίας και ελέγχου των Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, τα οποία παρέχουν σε άτομα με αναπηρία και ασθενείς που φέρουν βλάβες, προσωρινά ή μακροπρόθεσμα, εκ γενετής ή/και λόγω ασθένειας ή/και τραυματισμού ή/και για οποιονδήποτε άλλο λόγο, υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης συνεπεία των οποίων μειώνεται η διάρκεια νοσηλείας και η επιβάρυνση για εξωτερική φροντίδα των ατόμων αυτών και τα εν λόγω άτομα καθίστανται ικανά να επιτύχουν και να διατηρήσουν μέγιστη ανεξαρτησία, μέγιστη ή πλήρη σωματική, πνευματική, κοινωνική και επαγγελματική ικανότητα και πλήρη ενσωμάτωση, επανένταξη και συμμετοχή στις διάφορες πτυχές της ζωής τους μέσω της πρόληψης, βελτίωσης, ενίσχυσης, ενδυνάμωσης, αποκατάστασης ή συντήρησης της σωματικής, νοητικής ή ψυχοκοινωνικής κατάστασής τους, χρησιμοποιώντας σύγχρονα μέσα και μεθόδους αποθεραπείας και αποκατάστασης σύμφωνα με τις εκάστοτε καθορισμένες κατευθυντήριες οδηγίες, πρωτόκολλα και τεκμηριωμένες πρακτικές.
4. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε κάθε Κέντρο Αποθεραπείας και Απο-κατάστασης το οποίο ιδρύεται και λειτουργεί στη Δημοκρατία και στο οποίο παρέχονται υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης σε ασθενείς ή/και άτομα με αναπηρία ή/και βλάβη, εσωτερικούς ή εξωτερικούς:
5.-(1) Για σκοπούς αδειοδότησης, ελέγχου και εποπτείας των Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, ο Έφορος ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που ανατίθενται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Έφορος έχει και ασκεί τις ακόλουθες εξουσίες και αρμοδιότητες:
(α) Εκδίδει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14, άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, αντίστοιχα·
(β) τηρεί το Μητρώο Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης·
(γ) ασκεί έλεγχο και εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους IV σε κάθε Κέντρο που λειτουργεί στη Δημοκρατία με σκοπό τη διασφάλιση συνεχούς συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και προς τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και εξουσιοδοτεί για τον σκοπό αυτό εντεταλμένους επιθεωρητές·
(δ) τροποποιεί, αναστέλλει ή ανακαλεί την άδεια λειτουργίας Κέντρου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
(ε) δέχεται και διερευνά, διά των εντεταλμένων επιθεωρητών, καταγγελίες ή παράπονα αναφορικά με παραβίαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·
(στ) επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22, αναφορικά με παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή των όρων και προϋποθέσεων άδειας ίδρυσης και λειτουργίας, την οποία διαπιστώνει κατά την άσκηση του ελεγκτικού και εποπτικού του ρόλου·
(ζ) εκδίδει τις αναγκαίες, κατά την κρίση του, εγκύκλιες οδηγίες προς τα Κέντρα αναφορικά με την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·
(η) επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων της Τεχνικής Επιτροπής και της Επιστημονικής Επιτροπής, συμβουλεύει τον Υπουργό, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αιτήματος του Υπουργού, για κάθε θέμα που αφορά ή σχετίζεται με την εφαρμογή ή/και με τις επιθυμητές ή αναγκαίες αλλαγές ή τροποποιήσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·
(θ) ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία ή αρμοδιότητα ανατίθεται ρητά σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών· και
(ι) αναφορικά με Κέντρα τα οποία είναι συμβεβλημένα με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας δυνάμει των διατάξεων του περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμου, ενημερώνει τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας για παραβιάσεις του παρόντος Νόμου και παρέχει οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες εμπίπτουν στον τομέα αρμοδιοτήτων του ή/και δύνανται να συνιστούν παράβαση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας.
6.-(1) Για την καλύτερη εφαρμογή και επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εγκαθιδρύεται επιτροπή καλούμενη «Τεχνική Επιτροπή Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης».
(2) Η Τεχνική Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α) Γνωμοδοτεί αναφορικά με αιτήσεις για έκδοση άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας Κέντρου προς τον Έφορο πριν από την έκδοση της δικής του απόφασης· και
(β) εξετάζει γραπτές παραστάσεις που υποβάλλονται σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 23 σε διαδικασία αναστολής ή ανάκλησης άδειας και υποβάλλει στον Έφορο σχετική έκθεση με τη γνωμοδότησή της·
(3) Κατά την εξέταση θέματος, η Τεχνική Επιτροπή λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, με πρώτιστο μέλημα την εξυπηρέτηση της δημόσιας υγείας και τη διασφάλιση της υγείας και ευημερίας των ασθενών και των ατόμων με αναπηρία.
(4) Η Τεχνική Επιτροπή απαρτίζεται από εφτά (7) μέλη, περιλαμβανομένου του προέδρου της, τα οποία διορίζονται από τον Υπουργό ως ακολούθως:
(α) Δύο (2) λειτουργοί των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου ως πρόεδρος και αναπληρωτής πρόεδρος αντίστοιχα, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Έφορο·
(β) ένας (1) Αρχιτέκτονας του Τμήματος Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, ο οποίος υποδεικνύεται από τον Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων·
(γ) ένας (1) Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και ένας (1) Μηχανολόγος Μηχανικός του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών·
(δ) ένας (1) Υγειονομικός Επιθεωρητής του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου, ο οποίος υποδεικνύεται από τον Διευθυντή του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας· και
(ε) ένας (1) εκπρόσωπος της Αρμόδιας Αρχής Ιατροτεχνολογικού Εξοπλισμού του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας, ο οποίος υποδεικνύεται από τον Διευθυντή του εν λόγω τμήματος.
(5) Μέλος της Τεχνικής Επιτροπής δηλώνει πριν από την έναρξη συνεδρίας οποιοδήποτε προσωπικό, άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που δυνατό να έχει από την έκβαση του υπό συζήτηση θέματος και εξαιρεί εαυτόν από τη συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος.
(6) Η θητεία των μελών της Τεχνικής Επιτροπής είναι τριετής με δικαίωμα επαναδιορισμού τους για μία (1) ακόμα θητεία.
(7) Τα μέλη της Τεχνικής Επιτροπής λαμβάνουν χρηματική αποζημίωση το ύψος της οποίας καθορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
(8) Κένωση θέσης στην Τεχνική Επιτροπή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας της Τεχνικής Επιτροπής, νοουμένου ότι ο αριθμός των μελών που απομένουν δεν είναι μικρότερος από τον απαιτούμενο αριθμό απαρτίας.
(9) Κένωση θέσης στην Τεχνική Επιτροπή επέρχεται συνεπεία θανάτου, γραπτής παραίτησης ή τερματισμού του διορισμού μέλους ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος-
(α) πάσχει από πνευματική ή σωματική ανικανότητα η οποία το καθιστά ανίκανο να εκτελεί τα καθήκοντά του και να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητές του για το υπόλοιπο της θητείας του·
(β) συμπεριφέρεται ανάρμοστα ή ενεργεί αμελώς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του·
(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί με τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (5) υποχρεώσεις του·
(δ) παρέλειψε να αποκαλύψει στοιχείο ή γεγονός το οποίο δυνατό να αποτελέσει κώλυμα στον διορισμό του ως αποτέλεσμα λόγων οι οποίοι εκτίθενται στο παρόν εδάφιο·
(ε) έχει καταδικαστεί με απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου για ποινικό αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(στ) έχει καταδικαστεί με απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου για ποινικό αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.
(10) Η Τεχνική Επιτροπή συγκαλείται σε συνεδρία κατόπιν πρόσκλησης του προέδρου της, η οποία αποστέλλεται στα μέλη τουλάχιστον επτά (7) ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της συνεδρίας, μαζί με την ημερήσια διάταξη με τα προς συζήτηση θέματα:
(11) Μέλος της Τεχνικής Επιτροπής δύναται με επιστολή του προς τον πρόεδρο να ζητήσει τη συμπερίληψη στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίας της Τεχνικής Επιτροπής θέματος ή ζητήματος το οποίο επιθυμεί να τεθεί προς συζήτηση.
(12)(1) Ο πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής προεδρεύει των συνεδριάσεων και υπογράφει τα πρακτικά, τα οποία αποστέλλονται στον Έφορο.
(2) Σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του προέδρου, καθήκοντα προέδρου ασκεί ο αναπληρωτής πρόεδρος.
(13)(α) Ο πρόεδρος ή, σε περίπτωση απουσίας του, ο αναπληρωτής πρόεδρος, και τρία (3) άλλα μέλη αποτελούν απαρτία.
(β) Οι αποφάσεις της Τεχνικής Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, ο πρόεδρος, ή, σε περίπτωση απουσίας του, ο αναπληρωτής πρόεδρος, έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(14) Η Τεχνική Επιτροπή ρυθμίζει με εσωτερικούς κανονισμούς τη διαδικασία και τον τρόπο λειτουργίας της.
(15) Ο Έφορος μεριμνά, ώστε να παρέχεται στην Τεχνική Επιτροπή η αναγκαία γραμματειακή υποστήριξη για διεξαγωγή των εργασιών της.
7.-(1) Για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων και επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εγκαθιδρύεται επιτροπή καλούμενη «Επιστημονική Επιτροπή Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης».
(2)(α) Η Επιστημονική Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(i) Συμβουλεύει τον Υπουργό για θέματα που σχετίζονται με τον παρόντα Νόμο ή/και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς και με τα καθήκοντα και τις εξουσίες αυτού, τα οποία αφορούν σε θέματα ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν παραπομπής από τον Υπουργό·
(ii) γνωμοδοτεί αναφορικά με αιτήσεις για έκδοση άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας Κέντρου οι οποίες υποβάλλονται στον Έφορο και με θέματα ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης, πριν από την έκδοση της απόφασης του Εφόρου·
(iii) συνεργάζεται με την εκάστοτε αρμόδια αρχή για τον καταρτισμό, όταν και όπου χρειάζεται, κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών και πρωτοκόλλων σχετικά με τις υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης·
(iv) παρακολουθεί τους δείκτες ποιότητας για την παροχή υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης·
(v) προβαίνει σε εισηγήσεις προς τον Υπουργό αναφορικά με την παροχή υπη-ρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης, περιλαμβανομένων των κριτηρίων εισαγωγής και εξόδου του ασθενή από Κέντρο Αποθεραπείας και Απόκατάστασης·
(vi) επιτελεί ή διεκπεραιώνει οποιοδήποτε άλλο συναφές με τον παρόντα Νόμο έργο, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής μελετών και ερευνών, το οποίο ανατίθεται σε αυτήν από τον Υπουργό· και
(vii) συμβουλεύει τον Υπουργό για την έκδοση Κανονισμών για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(β) Η Επιστημονική Επιτροπή δύναται να προτείνει στον Υπουργό, αφού ζητήσει και εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του Εφόρου, την έκδοση Κανονισμών για τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) θέματα, εφόσον χρήζουν ή είναι δεκτικά καθορισμού.
(3)(α) Η Επιστημονική Επιτροπή απαρτίζεται από δέκα (10) μέλη, περιλαμβανομένου του προέδρου της, με γνώση και εξειδίκευση στον τομέα της αποθεραπείας και αποκατάστασης, τα οποία διορίζονται από τον Υπουργό ως ακολούθως:
(i) Ένας (1) λειτουργός των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου, ο οποίος υποδεικνύεται από τον Έφορο·
(ii) ένας (1) εκπρόσωπος του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου, ο οποίος υποδεικνύεται από αυτόν·
(iii) ένας (1) εκπρόσωπος του Παγκύπριου Συλλόγου Φυσιοθεραπευτών, ο οποίος υποδεικνύεται από αυτόν·
(iv) ένας (1) εκπρόσωπος του Παγκύπριου Συλλόγου Εργοθεραπευτών, ο οποίος υποδεικνύεται από αυτόν·
(v) ένας (1) εκπρόσωπος του Συλλόγου Εγγεγραμμένων Λογοπαθολόγων, ο οποίος υποδεικνύεται από αυτόν·
(vi) ένας (1) εκπρόσωπος του Συνδέσμου Διαιτoλόγωv και Διατροφολόγων Κύπρoυ, ο οποίος υποδεικνύεται από αυτόν·
(vii) ένας (1) εκπρόσωπος του Παγκύπριου Συνδέσμου Νοσηλευτών και Μαιών, ο οποίος υποδεικνύεται από αυτόν·
(viii) ένας (1) εκπρόσωπος του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Κύπρου, ο οποίος υποδεικνύεται από αυτόν·
(ix) ένας (1) εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εγγραφής Ψυχολόγων Κύπρου, ο οποίος υποδεικνύεται από αυτό· και
(x) ένας (1) εκπρόσωπος των οργανωμένων ασθενών, ο οποίος υποδεικνύεται από την Ομοσπονδία Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου.
(β) Ένα (1) από τα μέλη ορίζεται από τον Υπουργό ως πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής.
(4) Η θητεία των μελών της Επιστημονικής Επιτροπής είναι τριετής με δικαίωμα επαναδιορισμού τους για μία (1) ακόμα θητεία.
(5) Τα μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής λαμβάνουν χρηματική αποζημίωση το ύψος της οποίας καθορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
(6) Μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής δηλώνει πριν από την έναρξη συνεδρίας, οποιοδήποτε προσωπικό, άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που δυνατό να έχει από την έκβαση του υπό συζήτηση θέματος και εξαιρεί εαυτόν από τη συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος.
(7) Κένωση θέσης στην Επιστημονική Επιτροπή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα πράξης ή εργασίας της Επιστημονικής Επιτροπής, νοουμένου ότι ο αριθμός των μελών που απομένουν δεν είναι μικρότερος από τον απαιτούμενο αριθμό απαρτίας.
(8) Κένωση θέσης στην Επιστημονική Επιτροπή επέρχεται συνεπεία θανάτου, γραπτής παραίτησης ή τερματισμού του διορισμού μέλους ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος-
(α) πάσχει από πνευματική ή σωματική ανικανότητα η οποία το καθιστά ανίκανο να εκτελεί τα καθήκοντά του και να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητές του για το υπόλοιπο της θητείας του·
(β) συμπεριφέρεται ανάρμοστα ή ενεργεί αμελώς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του·
(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί με τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (6) υποχρεώσεις του·
(δ) παρέλειψε να αποκαλύψει στοιχείο ή γεγονός το οποίο δυνατό να αποτελέσει κώλυμα στον διορισμό του ως αποτέλεσμα λόγων οι οποίοι εκτίθενται στο παρόν εδάφιο·
(ε) έχει καταδικαστεί με απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου για ποινικό αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(στ) έχει καταδικαστεί με απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου για ποινικό αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.
(9) Η Επιστημονική Επιτροπή συγκαλείται σε συνεδρία κατόπιν πρόσκλησης του προέδρου της, η οποία αποστέλλεται στα μέλη τουλάχιστον επτά (7) ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της συνεδρίας μαζί με την ημερήσια διάταξη των προς συζήτηση θεμάτων.
(10) Μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής δύναται με επιστολή του προς τον πρόεδρο να ζητήσει συμπερίληψη στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίας της Επιστημονικής Επιτροπής θέματος ή ζητήματος το οποίο επιθυμεί να τεθεί προς συζήτηση.
(11) Ο πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής προεδρεύει των συνεδριάσεων και υπογράφει τα πρακτικά, τα οποία αποστέλλονται στον Έφορο.
(12) Σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του προέδρου, καθήκοντα προέδρου ασκεί ένα (1) από τα υπόλοιπα μέλη το οποίο υποδεικνύεται κατά πλειοψηφία από τα παρόντα κατά την εν λόγω συνεδρίαση μέλη.
(13)(α) Ο πρόεδρος ή σε περίπτωση απουσίας του ο προεδρεύων, και πέντε (5) άλλα μέλη αποτελούν απαρτία.
(β) Οι αποφάσεις της Επιστημονικής Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας ο πρόεδρος, ή, σε περίπτωση απουσίας του, ο προεδρεύων, έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(14) Η Επιστημονική Επιτροπή ρυθμίζει με εσωτερικούς κανονισμούς τη διαδικασία και τον τρόπο λειτουργίας της.
(15) Ο Υπουργός μεριμνά, ώστε να παρέχεται στην Επιστημονική Επιτροπή η αναγκαία γραμματειακή υποστήριξη για διεξαγωγή των εργασιών της και έχει την ευθύνη άλλων εξόδων λειτουργίας της Επιστημονικής Επιτροπής.
8.-(1) Επιφυλασσομένων των διατάξεων των άρθρων 36, 37 και 38, Κέντρο δύναται να λειτουργεί στη Δημοκρατία εφόσον κατέχει και διατηρεί σε ισχύ άδεια λειτουργίας η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14.
(2)(α) Κέντρο το οποίο ιδρύεται και λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου κατατάσσεται στην Κατηγορία Α’ εφόσον παρέχει υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες θεματικές:
(i) Επίκτητες εγκεφαλικές βλάβες·
(ii) κακώσεις μυελού·
(iii) νευρολογικές παθήσεις και νευροεκφυλιστικές νόσους·
(iv) μυοσκελετικές παθήσεις ή/και κακώσεις ή/και εγκαύματα·
(v) ακρωτηριασμούς άνω και κάτω άκρων·
(vi) καρδιαγγειακές παθήσεις·
(vii) αναπνευστικές παθήσεις· και
(viii) πάσης φύσεως κατάγματα, περιλαμβανομένου κατάγματος ισχίου, ωμοπλάτης και γονάτου.
(β) Κέντρο το οποίο ιδρύεται και λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου κατατάσσεται στην κατηγορία Β’ εφόσον παρέχει υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης σε όλες τις ακόλουθες θεματικές:
(i) Κάταγμα ισχίου·
(ii) κάταγμα ωμοπλάτης· και
(iii) κάταγμα γονάτου:
(3) Επιφυλασσομένων των διατάξεων των άρθρων 36, 37 και 38, άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας εκδίδονται αναφορικά με-
(α) Αυτοτελή Μονάδα·
(β) Τμηματοποιημένη Μονάδα.
(4) Άδεια ίδρυσης ή/και άδεια λειτουργίας Κέντρου παραχωρείται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Το Κέντρο ιδρύεται και λειτουργεί στη Δημοκρατία·
(β) πληρούνται οι γενικές απαιτήσεις και προδιαγραφές οι οποίες καθορίζονται στο Πρώτο Παράρτημα ή/και άλλες απαιτήσεις και προδιαγραφές οι οποίες δυνατόν να καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και τίθενται στους όρους της άδειας ίδρυσης ή/και της άδειας λειτουργίας του Κέντρου·
(γ) ορίζεται ο κατά νόμον υπεύθυνος του Κέντρου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10·
(δ) ορίζεται ο Επιστημονικός Διευθυντής του Κέντρου ο οποίος κατέχει τα προσόντα που καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 11·
(ε) καθορίζεται η βασική ομάδα αποθεραπείας και αποκατάστασης ανά θεματική, η οποία παρέχει υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης στο Κέντρο·
(στ) έχουν εξασφαλιστεί οι απαιτούμενες εγκρίσεις και άδειες δυνάμει των διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 14· και
(ζ) καθορίζονται με σαφήνεια οι παρεχόμενες υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης που προσφέρονται ανά θεματική, καθώς και το οργανόγραμμα του Κέντρου, τα μέλη του προσωπικού και τα προσόντα που αυτά κατέχουν.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο αιτείται άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας Τμηματοποιημένης Μονάδας, απαιτείται να πληροί όλες τις προδιαγραφές και προϋποθέσεις για αδειοδότησή του ως Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
9.-(1) Αίτηση για εξασφάλιση άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης δύναται να υποβάλει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και άνω ή/και για ποινικό αδίκημα το οποίο προβλέπεται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο ή/και για αδίκημα το οποίο ενέχει έλλειψη εντιμότητας ή ηθική αισχρότητα:
(2) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να λάβει περισσότερες από μία (1) άδειες ίδρυσης και άδειες λειτουργίας Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης.
10.-(1) Πρόσωπο το οποίο υποβάλλει αίτηση για εξασφάλιση άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας, ορίζει φυσικό πρόσωπο, το οποίο κατέχει τεκμηριωμένα προσόντα συναφή με θέματα διοίκησης και για το οποίο δεν συντρέχει κώλυμα κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 9, ως κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο το οποίο διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με την ίδρυση και λειτουργία του Κέντρου και εκπροσωπεί το Κέντρο σε διαδικασίες ή/και επικοινωνία με τον Έφορο ή/και άλλη αρχή.
(2) Η ιδιότητα του κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου δύναται να συμπίπτει με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του Κέντρου και κατόχου της άδειας ίδρυσης ή/και λειτουργίας ή/και του επιστημονικού διευθυντή του Κέντρου, νοουμένου ότι το εν λόγω πρόσωπο κατέχει τα απαιτούμενα από τον παρόντα Νόμο προσόντα σε σχέση με όλες τις ιδιότητές του.
(3) Η υποχρέωση καθορισμού κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου δεν απαλλάσσει τον ιδιοκτήτη και κάτοχο της άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας, σε περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω ιδιότητά του δεν συμπίπτει με την ιδιότητα του κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου, από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από ευθύνη του σε σχέση με την παραβίαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
11. Ως επιστημονικός διευθυντής Κέντρου ορίζεται φυσίατρος ή ιατρός άλλης ειδικότητας ή επαγγελματίας υγείας ο οποίος παρέχει υπηρεσίες οι οποίες συνάδουν με τον προσανατολισμό του Κέντρου και τις θεματικές των παρεχόμενων από αυτό υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης.
12.-(1) Το Κέντρο διαθέτει όνομα το οποίο αναγράφεται στην άδεια λειτουργίας του και ο Έφορος δύναται, κατά την εξέταση της αίτησης για παραχώρηση άδειας ίδρυσης Κέντρου, να απορρίψει όνομα το οποίο, κατά την κρίση του, είναι ανάρμοστο ή άσχετο προς το είδος, τη δυναμικότητα ή τη θεματική του Κέντρου ή το οποίο δύναται να προκαλέσει σύγχυση με άλλο αδειοδοτημένο και καταχωρισμένο στο Μητρώο Κέντρο.
(2)(α) Το όνομα του Κέντρου συνδέεται και αντανακλά το είδος των υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης που προσφέρει το Κέντρο και τη θεματική ή τις θεματικές στις οποίες προσφέρει υπηρεσίες, ανάλογα με την περίπτωση.
(β) Οι υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης για κάθε θεματική συνάδουν με τις εκάστοτε καθορισμένες με διάταγμα του Υπουργού κατευθυντήριες οδηγίες, πρωτόκολλα και τεκμηριωμένες πρακτικές που εκδίδονται κατόπιν εισήγησης της Επιστημονικής Επιτροπής.
(3) Το δικαίωμα κυριότητας επί του ονόματος και χρήσης αυτού στη Δημοκρατία ανήκει στον ιδιοκτήτη ή τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης του Κέντρου, είναι αδιαίρετο και δύναται να μεταβιβάζεται μόνο με την ταυτόχρονη μεταβίβαση της επιχείρησης του Κέντρου.
(4) Σε περίπτωση διακοπής ή αναστολής της λειτουργίας Κέντρου, ο κύριος του ονόματος διατηρεί το δικαίωμά του επί του ονόματος για τρία (3) συναπτά έτη και, εντός της χρονικής αυτής περιόδου, δύναται να επαναχρησιμοποιήσει το όνομα αυτό για το ίδιο Κέντρο ή, κατόπιν έγκρισης του Εφόρου, για άλλο Κέντρο παρόμοιας θεματικής ή/και δυναμικότητας.
(5) Το όνομα του Κέντρου όπως αναγράφεται στην άδεια λειτουργίας του-
(α) τοποθετείται σε περίοπτη θέση στο εξωτερικό μέρος των υποστατικών του Κέντρου· και
(β) αναγράφεται στην Ελληνική γλώσσα και δύναται να αναγράφεται σε πέραν της μίας (1) γλώσσες.
13.-(1) Ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να εξασφαλίσει άδεια ίδρυσης Κέντρου υποβάλλει στον Έφορο αίτηση σε Τύπο που καθορίζεται από τον Έφορο, καταβάλλοντας το προβλεπόμενο στο Δεύτερο Παράρτημα τέλος εξέτασης αίτησης:
(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση περιλαμβάνει ή/και συνοδεύεται από τα ακόλουθα:
(α) Το όνομα και το είδος του Κέντρου, αυτοτελούς ή τμηματοποιημένου·
(β) τα αρχιτεκτονικά σχέδια και όλες τις απαιτούμενες για την έκδοση πολεοδομικής άδειας μελέτες δυνάμει των διατάξεων του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, περιλαμβανομένων των μελετών φωτισμού και ακουστικής για το προς ίδρυση Κέντρο·
(γ) έκθεση αναφορικά με τις παρεχόμενες από το Κέντρο υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης ανά θεματική·
(δ) τον αριθμό και την κατανομή των κλινών ανά θεματική·
(ε) μελέτη και περιγραφή των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του Κέντρου·
(στ) συνοπτικό οργανόγραμμα του Κέντρου·
(ζ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, τα στοιχεία εγγραφής του, τα στοιχεία των αξιωματούχων του ή/και των μελών του υπεύθυνου για τη λήψη αποφάσεων διοικητικού του οργάνου, τη μετοχική του σύνθεση και, σε περίπτωση κατά την οποία το νομικό πρόσωπο έχει πέραν του ενός (1) διευθυντές, πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου με το οποίο εξουσιοδοτείται να υποβάλει την αίτηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) και να υπογράφει εκ μέρους του νομικού προσώπου οποιαδήποτε έγγραφα· και
(η) πιστοποιητικό ποινικού μητρώου του αιτητή, εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο ή, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, του νομικού προσώπου και των αξιωματούχων του εκδιδόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου.
(3) Κατά την παραλαβή και εκ πρώτης όψεως εξέταση της αίτησης, ο Έφορος δύναται να ζητήσει από τον αιτητή την προσκόμιση στοιχείων ή/και πληροφοριών άλλων από τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), εφόσον το κρίνει αναγκαίο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της αίτησης.
(4) Ο Έφορος-
(α) αφού παραλάβει την αίτηση και αφού διασφαλίσει ότι αυτή είναι πλήρως συμπληρωμένη και συνοδεύεται από όλα τα απαιτούμενα έγγραφα ή/και μελέτες, την παραπέμπει στη Τεχνική Επιτροπή, η οποία καλεί τον αιτητή για παρουσίαση της αίτησής του και στη συνέχεια, αφού τη μελετήσει, εκδίδει τη γνωμοδότησή της την οποία υποβάλλει στον Έφορο εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την παραλαβή της πλήρως συμπληρωμένης αίτησης·
(β) λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Τεχνικής Επιτροπής η οποία υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α), εξετάζει την υποβληθείσα αίτηση εντός περιόδου που δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα από τη λήψη της γνωμοδότησης και, αφού ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο και στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, εκδίδει την άδεια ίδρυσης·
(γ) δύναται, κατά την έκδοση της άδειας ίδρυσης, να απαιτήσει και επιβάλει τις κατά την κρίση του ενδεικνυόμενες αλλαγές ή τροποποιήσεις στα υποβληθέντα αρχιτεκτονικά ή άλλα σχέδια, μελέτες ή θέματα που αφορούν στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών όπως καθορίζονται από τους Κανονισμούς ή άλλα στοιχεία που συνοδεύουν την αίτηση για το υπό ίδρυση Κέντρο ως όρους στην άδεια ίδρυσης· και
(δ) δύναται, κατά την κρίση του, να ενσωματώσει στην άδεια ίδρυσης όρους και προϋποθέσεις.
(5) Η άδεια ίδρυσης Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης εκδίδεται σε Τύπο που καθορίζεται από τον Έφορο έναντι καταβολής του καθορισμένου στο Δεύτερο Παράρτημα τέλους και ισχύει για ένα (1) έτος από την ημερομηνία έκδοσής της ή, σε περίπτωση άσκησης ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της απόφασης του Εφόρου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18, από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης του Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής, εφόσον με αυτήν παραχωρείται άδεια ίδρυσης.
(6) Η άδεια ίδρυσης δύναται, κατόπιν αίτησης του κατόχου της και έναντι καταβολής του καθορισμένου στο Δεύτερο Παράρτημα τέλους, να ανανεώνεται για ένα περαιτέρω (1) έτος με μέγιστη περίοδο ανανέωσης τα τρία (3) συναπτά έτη από την ημερομηνία της πρώτης έκδοσής της.
(7) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, η άδεια ίδρυσης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση χορήγησης πολεοδομικής άδειας ή έγκρισης δυνάμει των διατάξεων του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και άδειας οικοδομής δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, όπου αυτό εφαρμόζεται, χωρίς αυτή να δεσμεύει την αρμόδια για την έκδοση των εν λόγω αδειών αρχή κατά την άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων και κατά την επιβολή όρων και προϋποθέσεων δυνάμει των εν λόγω νόμων.
(8) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, δεν εκδίδεται πολεοδομική άδεια δυνάμει του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου ή/και δεν εκδίδεται άδεια οικοδομής δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου μετά τη λήξη της ισχύος της άδειας ίδρυσης Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει υποβάλει την αίτησή του για πολεοδομική άδεια πριν από τη λήξη της ισχύος της άδειας ίδρυσης Κέντρου.
(9) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου με τον οποίον χορηγούνται αρμοδιότητες έκδοσης πολεοδομικής άδειας ή/και άδειας οικοδομής, οι απαιτήσεις του Εφόρου οι οποίες τυχόν τίθενται για την έκδοση άδειας ίδρυσης Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης ενσωματώνονται στους όρους της πολεοδομικής άδειας ή έγκρισης ή/και άδειας οικοδομής.
14.-(1) Ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο έχει εξασφαλίσει άδεια ίδρυσης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13 και επιθυμεί να εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης υποβάλλει στον Έφορο αίτηση σε Τύπο που καθορίζεται από τον Έφορο, καταβάλλοντας το προβλεπόμενο στο Δεύτερο Παράρτημα τέλος εξέτασης της αίτησης:
(2) Η αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) περιλαμβάνει ή/και συνοδεύεται από τα ακόλουθα:
(α) Τελικά αρχιτεκτονικά σχέδια και όλες τις τελικές απαιτούμενες μελέτες που αποδεικνύουν συμμόρφωση με τις γενικές προδιαγραφές και απαιτήσεις που καθορίζονται στο Πρώτο Παράρτημα και με απαιτήσεις του Εφόρου οι οποίες έχουν τεθεί κατά την έκδοση της άδειας ίδρυσης·
(β) πολεοδομική άδεια εκδοθείσα δυνάμει των διατάξεων του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και άδεια οικοδομής εκδοθείσα δυνάμει των διατάξεων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου·
(γ) μελέτη και περιγραφή του προβλεπόμενου εξοπλισμού, ο οποίος συνάδει με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο ή σε άλλον σχετικό νόμο προδιαγραφές·
(δ) κατάλογο στον οποίο περιλαμβάνονται τα στοιχεία του κατά νόμον υπεύθυνου του Κέντρου, του επιστημονικού διευθυντή του Κέντρου και άλλου διοικητικού προσωπικού και τα τεκμηριωμένα προσόντα τους·
(ε) κατάλογο στον οποίο περιλαμβάνονται τα στοιχεία των επαγγελματιών υγείας που απαρτίζουν την βασική ομάδα αποθεραπείας και αποκατάστασης ή/και άλλων επαγγελματιών που απασχολούνται στο Κέντρο και τα προσόντα τους ανά θεματική και σύμφωνα με τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στο Μέρος VΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος·
(στ) κατάλογο της προβλεπόμενης στελέχωσης σε βοηθητικό προσωπικό·
(ζ) περιγραφή των δυνατοτήτων του Κέντρου για παροχή υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης ανά θεματική, σύμφωνα με τις εκάστοτε καθορισμένες κατευθυντήριες οδηγίες, πρωτόκολλα και τεκμηριωμένες πρακτικές·
(η) περιγραφή των δυνατοτήτων του Κέντρου για παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης, όπως αυτές καθορίζονται με Κανονισμούς·
(θ) έγκριση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας από Ιονίζουσες Ακτινοβολίες και Πυρηνικής και Ραδιολογικής Ασφάλειας και Προστασίας Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία στο Κέντρο δύναται να διεξάγονται πρακτικές με χρήση ιονίζουσας ακτινοβολίας·
(ι) πιστοποιητικό πυρασφάλειας από τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας·
(ια) πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης του κτιρίου δυνάμει του περί Ρύθμισης της Ενεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων Νόμου·
(ιβ) συμβόλαιο σε ισχύ για τη διαχείριση και διάθεση των κλινικών αποβλήτων με κατάλληλο για τον σκοπό αυτό αδειοδοτημένο οργανισμό· και
(ιγ) υπογεγραμμένη δήλωση από το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο και τον επιστημονικό διευθυντή του Κέντρου ότι αναλαμβάνουν να εκπληρώνουν τα καθήκοντα που τους αναλογούν σε σχέση με το συγκεκριμένο Κέντρο.
(3)(α) Κατά την εξέταση της αίτησης, ο Έφορος δύναται, επιπροσθέτως των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) στοιχείων, να ζητήσει την προσκόμιση άλλου στοιχείου ή πληροφορίας που κρίνει αναγκαία σε σχέση με την εξέταση του κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στον παρόντα Νόμο, για ολοκλήρωση της αξιολόγησης της αίτησης.
(β) Κατά την εξέταση της αίτησης, ο Έφορος δύναται, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να ζητήσει από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να επιθεωρήσει τις εγκαταστάσεις του Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης για το οποίο υποβλήθηκε αίτηση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, για σκοπούς διαπίστωσης της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις για την αξιολόγηση μιας αίτησης, ο Έφορος δύναται να ζητήσει, κατόπιν σχετικής εισήγησης της Τεχνικής Επιτροπής, συνδρομή από εμπειρογνώμονες.
(5)(α) Ο Έφορος, αφού διαπιστώσει ότι έχουν υποβληθεί όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ή πληροφορίες, εξετάζει την υποβληθείσα αίτηση εντός ενός (1) μηνός από τη λήψη της και, αφού λάβει γνωμοδότηση από την Τεχνική Επιτροπή η οποία υποβάλλεται εντός τριών (3) μηνών από την πλήρη υποβολή της αίτησης και εφόσον ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και απαιτήσεις που τίθενται στον παρόντα Νόμο και στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, εκδίδει την αιτούμενη άδεια λειτουργίας.
(β) Ο Έφορος δύναται, κατά την κρίση του, να ενσωματώσει στην άδεια λειτουργίας όρους και προϋποθέσεις.
(6) Η άδεια λειτουργίας Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης εκδίδεται σε Τύπο που καθορίζεται από τον Έφορο έναντι καταβολής του καθορισμένου στο Δεύτερο Παράρτημα τέλους και περιλαμβάνει το όνομα, τη δυναμικότητα και τις υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης ανά θεματική, τις οποίες δικαιούται να προσφέρει το Κέντρο, καθώς και το όνομα του κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου.
15.-(1) Η άδεια λειτουργίας Κέντρου ισχύει για περίοδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία έκδοσής της και δύναται να ανανεώνεται για περαιτέρω περιόδους τριών (3) ετών έναντι καταβολής του καθορισμένου στο Δεύτερο Παράρτημα τέλους, νοουμένου ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν η ισχύς της άδειας έχει ανασταλεί ή ανακληθεί για οποιονδήποτε λόγο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Ο κατά νόμον υπεύθυνος Κέντρου μεριμνά, ώστε η άδεια λειτουργίας του Κέντρου να είναι αναρτημένη σε περίοπτη θέση στο υποστατικό του Κέντρου.
16.-(1) Ο Έφορος δύναται να τροποποιεί άδεια ίδρυσης ή/και άδεια λειτουργίας Κέντρου, μετά από υποβολή αίτησης για τροποποίηση από τον ιδιοκτήτη ή το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο σε Τύπο που καθορίζεται από τον Έφορο, με την οποία υποβάλλονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία που εκτίθενται στον Τύπο της αίτησης αναφορικά με την αιτούμενη τροποποίηση ή άλλα διευκρινιστικά στοιχεία τα οποία δυνατόν να ζητήσει ο Έφορος, για να μπορέσει να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης.
(2) Κατά την εξέταση αίτησης τροποποίησης άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας Κέντρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις των άρθρων 13 και 14 και καταβάλλεται το καθορισμένο στο Δεύτερο Παράρτημα τέλος:
(3) Ουδέν Κέντρο προβαίνει σε αλλαγή σχετική με τις παρεχόμενες υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης, τις θεματικές στις οποίες δραστηριοποιείται το Κέντρο, τη βασική ομάδα αποθεραπείας και αποκατάστασης ή/και επαγγελματιών υγείας ή άλλων επαγγελματιών, τη δυναμικότητα ή τις κτιριακές εγκαταστάσεις ή σε άλλη συναφή αλλαγή, εκτός εάν ο ιδιοκτήτης ή το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο υποβάλει αίτηση τροποποίησης δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και λάβει τροποποιημένη άδεια λειτουργίας από τον Έφορο.
(4) Ο Έφορος δύναται να αναστέλλει άμεσα, να αναστέλλει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή να ανακαλεί την άδεια ίδρυσης ή/και την άδεια λειτουργίας Κέντρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους IV.
17.-(1)(α) Ο Έφορος τηρεί Μητρώο Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης κατά τον τρόπο και τύπο που αυτός αποφασίζει, στο οποίο εγγράφει κάθε Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης το οποίο έχει εξασφαλίσει άδεια ίδρυσης ή/και άδεια λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(β) Το Μητρώο διαχωρίζεται σε Μητρώο Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κατηγορίας Α’ και Μητρώο Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κατηγορίας Β’.
(2) (α) Έκαστη εγγραφή στο Μητρώο περιλαμβάνει-
(i) το όνομα και τη διεύθυνση του Κέντρου·
(ii) το όνομα του ιδιοκτήτη, του κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου και του επιστημονικού διευθυντή του Κέντρου·
(iii) τον αριθμό της χορηγηθείσας άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας και την ημερομηνία έκδοσης, λήξης, ανανέωσης, ανάκλησης και ακύρωσης ή τροποποίησης της εν λόγω άδειας, όπου αυτό εφαρμόζεται·
(iv) τις θεματικές στις οποίες δραστηριοποιείται το Κέντρο·
(v) τον αριθμό των διατιθέμενων κλινών ανά θεματική· και
(vi) άλλα στοιχεία τα οποία ο Έφορος θεωρεί χρήσιμο να τηρούνται στο Μητρώο για σκοπούς καλύτερου ελέγχου και εποπτείας.
(β) Το Μητρώο αναρτάται επικαιροποιημένο στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου.
(3) Ο Έφορος επικαιροποιεί χωρίς καθυστέρηση το Μητρώο αναφορικά με αλλαγές οι οποίες κοινοποιούνται σε αυτόν σε σχέση με Κέντρο και αναφορικά με τροποποίηση άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας, ώστε να αντανακλώνται ανά πάσα στιγμή όλες οι πρόσφατες αλλαγές ή τροποποιήσεις των καταχωρισμένων στοιχείων, καθώς και οι τυχόν ακυρώσεις, ανακλήσεις ή αναστολές των αδειών λειτουργίας ή μεταβιβάσεις των επιχειρήσεων των Κέντρων.
18.-(1) Πρόσωπο το οποίο έχει έννομο συμφέρον και αμφισβητεί τη νομιμότητα ή την ορθότητα απόφασης του Εφόρου σχετικά με την έκδοση ή την άρνηση έκδοσης ή την τροποποίηση ή την άρνηση τροποποίησης άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας Κέντρου δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13, 14 ή 16 αντίστοιχα, δύναται, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνει γνώση της απόφασης, να προσβάλει την απόφαση αυτή με ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό, υποβάλλοντας τους λόγους για τους οποίους ασκεί ιεραρχική προσφυγή.
(2) Η απόφαση του Εφόρου καθίσταται εκτελεστή με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας άσκησης ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ή με την έκδοση απόφασης στην ιεραρχική προσφυγή.
(3) Ο Υπουργός, αφού δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να ακουστεί ή/και να υποστηρίξει τους λόγους και τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτησή του, εξετάζει την αίτηση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(4) Ο Υπουργός εκδίδει και κοινοποιεί γραπτώς στον προσφεύγοντα την απόφασή του επί της ιεραρχικής προσφυγής εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την άσκησή της.
(5) Ο Υπουργός με την απόφασή του δύναται να-
(α) επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας· ή
(ε) παραπέμψει την υπόθεση στον Έφορο με εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια.
(6) Ο Υπουργός, κατά τη λήψη απόφασης δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5), δύναται να λάβει υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης του Εφόρου ή/και γεγονότα τα οποία ενδεχομένως να μην είχαν τεθεί ενώπιον του Εφόρου κατά την εξέταση της υποβληθείσας στον Έφορο αίτησης.
(7) Πρόσωπο το οποίο, αφού άσκησε ιεραρχική προσφυγή, δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού, δύναται να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
19.-(1) Κάθε Κέντρο το οποίο λειτουργεί στη Δημοκρατία συμμορφώνεται προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και τις εκάστοτε εγκυκλίους του Εφόρου σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων.
(2) Τηρουμένων των γενικών ή ειδικών απαιτήσεων ή προδιαγραφών που καθορίζονται στο Πρώτο Παράρτημα, κάθε Κέντρο-
(α) απασχολεί και διαθέτει ανά πάσα στιγμή το προσωπικό της βασικής ομάδας αποκατάστασης και λοιπό βοηθητικό προσωπικό για την αποτελεσματική παροχή των υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης ανά θεματική που αναγράφεται στην άδεια λειτουργίας του∙
(β) είναι εφοδιασμένο ανά πάσα στιγμή με πιστοποιητικό πυρασφάλειας από τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, το οποίο ισχύει για περίοδο δύο (2) ετών από την ημερομηνία έκδοσής του και ανανεώνεται για περαιτέρω περιόδους δύο (2) ετών, κατόπιν αίτησής του προς τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η οποία υποβάλλεται τουλάχιστον ενενήντα (90) ημέρες πριν από την ημερομηνία λήξης του εν λόγω πιστοποιητικού∙
(γ) κατέχει έγκριση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας από Ιονίζουσες Ακτινοβολίες και Πυρηνικής και Ραδιολογικής Ασφάλειας και Προστασίας Νόμου και τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, νοουμένου ότι στο Κέντρο υπάρχουν και λειτουργούν μηχανήματα με ιονίζουσα ακτινοβολία ή/και πραγματοποιείται φύλαξη ή/και χρήση ραδιενεργών πηγών·
(δ) είναι εφοδιασμένο ανά πάσα στιγμή με πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης κτιρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρύθμισης της Ενεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων Νόμου·
(ε) παρέχει υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης οι οποίες συνάδουν με τις εκάστοτε καθορισμένες με διάταγμα του Υπουργού κατευθυντήριες οδηγίες, πρωτό-κολλα και τεκμηριωμένες πρακτικές που εκδίδονται κατόπιν εισήγησης της Επιστημονικής Επιτροπής∙
(στ) τηρεί τους Κανονισμούς που αφορούν στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης· και
(ζ) είναι προσβάσιμο σε άτομα με αναπηρίες εφαρμόζοντας τις τεχνικές προδιαγραφές που τίθενται σύμφωνα με τους περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμούς και διαθέτει τον ελάχιστο κατάλληλο εξοπλισμό που προβλέπεται στο Πρώτο Παράρτημα.
(3) Ο κατά νόμον υπεύθυνος του Κέντρου κοινοποιεί αλλαγές σε σχέση με το καθεστώς ιδιοκτησίας του Κέντρου στον Έφορο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία διενεργούνται οι εν λόγω αλλαγές.
(4) Ο κατά νόμον υπεύθυνος Κέντρου διασφαλίζει τον καταρτισμό και την διάθεση συστήματος εσωτερικού ελέγχου και εποπτείας της λειτουργίας του Κέντρου ικανό να διασφαλίζει τη συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις του έναντι των ασθενών και των ατόμων με αναπηρία και έναντι κάθε αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τις εκάστοτε καθορισμένες κατευθυντήριες οδηγίες, πρωτόκολλα και τεκμηριωμένες πρακτικές σε θέματα ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
(5)(α) Ο κατά νόμον υπεύθυνος Κέντρου διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ασθενών και ατόμων με αναπηρία.
(β) Ο κατά νόμον υπεύθυνος Κέντρου διασφαλίζει ότι η διενέργεια κάθε είδους υπηρεσίας αποθεραπείας και αποκατάστασης και το αποτέλεσμα αυτής τηρούνται σε αρχείο το οποίο είναι άμεσα διαθέσιμο στον Έφορο, τηρουμένων των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού για τη Προστασία Δεδομένων και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου:
(γ) Για σκοπούς αποτελεσματικής άσκησης των εξουσιών του Εφόρου και των επιθεωρητών, κάθε Κέντρο διατηρεί διαθέσιμα και ανωνυμοποιημένα τα ιατρικά και διοικητικά δεδομένα του.
(6) Κάθε Κέντρο το οποίο δύναται να παρέχει υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης σε παιδιά διασφαλίζει φιλικό προς τα παιδιά περιβάλλον στο πλαίσιο των παρεχόμενων υπηρεσιών και το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο είναι αρμόδιο για την υιοθέτηση πολιτικής εκ μέρους του Κέντρου η οποία να συνάδει με τα δικαιώματα των παιδιών και τις αρχές της μη διάκρισης και του συμφέροντός τους σύμφωνα με τον περί της Συμβάσεως περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο.
(7) Κάθε Κέντρο, κατά την απόλυση εσωτερικού ασθενή ή ατόμου με αναπηρία, συντάσσει και παραδίδει σε αυτόν, χωρίς επιπλέον χρέωση, έκθεση τελικής αξιολόγησης των εμπλεκόμενων επαγγελματιών υγείας με αναφορά στους στόχους που έχουν επιτευχθεί, συμπεριλαμβανομένων των ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών, και παραπομπή για συνέχιση της θεραπείας σε περίπτωση που χρειάζεται, συμπληρωμένες και υπογεγραμμένες κατάλληλα από τον επιστημονικό διευθυντή του Κέντρου, μετά από τη σύμφωνη γνώμη της βασικής ομάδας αποκατάστασης, σε Τύπο που καθορίζεται από τον Έφορο.
(8) Για πιο άμεση και αποτελεσματική εξυπηρέτησή τους, οι ασθενείς δύναται να μεταφέρονται από κλίνες μιας θεματικής σε κλίνες άλλης θεματικής για την οποία το Κέντρο είναι αδειοδοτημένο:
(9) Κάθε Κέντρο συμμορφώνεται με τους όρους καθαριότητας και υγιεινής περιβάλλοντος, όπως αυτοί προβλέπονται στον περί Αποβλήτων Νόμο.
20.-(1) Ο Έφορος, για σκοπούς ελέγχου και εποπτείας των Κέντρων ως προς τη συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και τους όρους και προϋποθέσεις που έχουν ενσωματωθεί στην άδεια ίδρυσης ή/και στην άδεια λειτουργίας την οποία έχουν εξασφαλίσει, δύναται, με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να διορίσει λειτουργούς του Υπουργείου οι οποίοι διαθέτουν προσόντα σχετικά με το αντικείμενο του παρόντος Νόμου, όπως αυτός θεωρεί αναγκαίο, ως εντεταλμένους επιθεωρητές:
(2) Κάθε εντεταλμένος επιθεωρητής έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και εξουσίες:
(α) Στο πλαίσιο αξιολόγησης υποβληθείσας αίτησης για εξασφάλιση άδειας ίδρυσης Κέντρου, επισκέπτεται χώρους οι οποίοι προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως Κέντρα, ώστε να ελέγξει και διαπιστώσει κατά πόσον αυτά ανταποκρίνονται στα στοιχεία της υποβληθείσας αίτησης, καθώς και κατά πόσον πληρούν τις απαιτούμενες δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών προδιαγραφές·
(β) επισκέπτεται και διενεργεί ετήσιους και έκτακτους ελέγχους σε Κέντρο, ώστε να διαπιστώνει κατά πόσον αυτό συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, των εγκυκλίων του Εφόρου και των όρων ή προϋποθέσεων που έχουν ενσωματωθεί στην άδεια ίδρυσης ή/και στην άδεια λειτουργίας του Κέντρου·
(γ) υποβάλλει εκθέσεις στον Έφορο σχετικά με τα απορρέοντα των ελέγχων και επιθεωρήσεων που διενεργεί στις οποίες περιλαμβάνονται οι διαπιστώσεις του σχετικά με τη συμμόρφωση του Κέντρου με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, των εγκυκλίων του Εφόρου και των όρων ή προϋποθέσεων που έχουν ενσωματωθεί στην άδεια ίδρυσης ή/και στην άδεια λειτουργίας του Κέντρου·
(δ) αναφέρει στον Έφορο κάθε παραβίαση διάταξης του παρόντος Νόμου ή πρόνοιας των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή όρου άδειας εκδοθείσας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου· και
(ε) εκτελεί ό,τι άλλο του ανατίθεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 23 και 24, εντεταλμένος επιθεωρητής ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του λαμβάνει γνώση πληροφορίας ή στοιχείου, δεν το αποκαλύπτει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας.
21.-(1) Ο Έφορος ή/και εντεταλμένος επιθεωρητής δύναται, κατά πάντα εύλογο χρόνο και αφού επιδείξει το αποδεικτικό της ιδιότητάς του, να ασκεί τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Εισόδου, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, για σκοπούς διαπίστωσης της διάπραξης προβλεπόμενου στον παρόντα Νόμο αδικήματος σε υποστατικό ή χώρο για τον οποίο υπάρχει εύλογη υποψία ότι χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως Κέντρο κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών:
(β) εισόδου σε Κέντρο με σκοπό την άσκηση ετήσιου ή έκτακτου ελέγχου ή επιθεώρησης, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και οι πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή οι όροι και οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας του·
(γ) απαίτησης από το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο ή τον επιστημονικό διευθυντή ή τον ιδιοκτήτη ή άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο, κατά τον ετήσιο ή έκτακτο έλεγχο ή επιθεώρηση Κέντρου, την παρουσίαση βιβλίων εγγραφής, αρχείων ή άλλων εγγράφων τα οποία απαιτείται να τηρούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·
(δ) απαίτησης από το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο ή τον επιστημονικό διευθυντή ή τον ιδιοκτήτη ή άλλο υπεύθυνο κατά τη δεδομένη στιγμή πρόσωπο της διενέργειας επιτόπιου δοκιμαστικού ελέγχου της λειτουργίας συσκευής ή εξοπλισμού που υπάρχει στο Κέντρο, των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή των όρων και προϋποθέσεων που περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας αυτού και, σε περίπτωση που διαπιστώνεται βλάβη ή κακή λειτουργία τους, απαίτησης της άμεσης αντικατάστασης ή επιδιόρθωσής τους.
(2) Ο Έφορος ή εντεταλμένος επιθεωρητής ο οποίος εισέρχεται σε Κέντρο ή σε υποστατικό ή άλλο χώρο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να συνοδεύεται από εξουσιοδοτημένα από τον Έφορο τρίτα πρόσωπα κατά την κρίση του Εφόρου, να φέρει εξοπλισμό όπως κρίνει αναγκαίο και, σε περίπτωση κατά την οποία εύλογα πιστεύει ότι στον χώρο αυτό έχουν παραβιαστεί οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οι πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή παραβιάζεται όρος άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας ή έχει διαπραχθεί προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο αδίκημα, να κατασχέσει και να συλλέξει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία που εύλογα πιστεύει ότι θα χρειαστούν σε μελλοντική διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή ποινικής δίωξης για το αδίκημα αυτό.
(3) Το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο ή άλλο κατά τη δεδομένη στιγμή υπεύθυνο πρόσωπο Κέντρου στο οποίο διεξάγεται έλεγχος και επιθεώρηση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μεριμνά, ώστε να παρέχεται κάθε δυνατή διευκόλυνση στον Έφορο ή τον εντεταλμένο επιθεωρητή για την ταχεία και απρόσκοπτη διεκπεραίωση της επιθεώρησης.
22.-(1) Ο Έφορος, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνει παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή όρου ή προϋπόθεσης που ενσωματώνεται στην άδεια λειτουργίας του Κέντρου και ανεξάρτητα από το κατά πόσον τέτοια παράβαση συνιστά προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο ποινικό αδίκημα, δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο το ύψος του οποίου δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000) ανά παράβαση, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και το επαναλαμβανόμενο ή μη της παράβασης.
(2) Ο Έφορος, πριν από την επιβολή προβλεπόμενου στο παρόν άρθρο διοικητικού προστίμου, επιδίδει μέσω επιθεωρητή στο κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο ειδοποίηση με τις εκ πρώτης όψεως διαπιστωθείσες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή των όρων ή προϋποθέσεων της άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας του Κέντρου, ανάλογα με την περίπτωση, του παρέχει το δικαίωμα ακρόασης και το καλεί σε συμμόρφωση διά της άρσης των παραβάσεων εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ειδοποίησης.
(3) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) ειδοποίηση, ο Έφορος επιδίδει μέσω επιθεωρητή στο κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο ειδοποίηση επιβολής διοικητικού προστίμου, με την οποία καθορίζει-
(α) την υποχρέωση ή τις υποχρεώσεις που παραβιάζονται από το Κέντρο·
(β) το ύψος του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου· και
(γ) προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της ειδοποίησης μέσα στην οποία το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο του Κέντρου δύναται να υποβάλει γραπτή ένσταση στον Έφορο,
και τον καλεί σε άρση των παραβάσεων και επανόρθωση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο καθορίζει στην απόφασή του.
(4)(α) Το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο δύναται να υποβάλει ένσταση στον Έφορο εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ειδοποίησης επιβολής προστίμου κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3):
(β) Ο Έφορος εξετάζει την ένσταση, αποφασίζει επί αυτής και κοινοποιεί την απόφασή του προς το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήψη της.
(γ) Ο Έφορος δύναται-
(i) να εγκρίνει ή να απορρίψει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, ανάλογα·
(ii) να τροποποιήσει προσβληθείσα απόφαση· ή
(iii) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας απόφασης.
(δ) Ο Έφορος, κατά τη λήψη απόφασης δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (iii) της παραγράφου (γ), δύναται να λάβει υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της ένστασης.
(5) Το διοικητικό πρόστιμο εισπράττεται από τον Έφορο αφού παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26 ή/και προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος ή, σε περίπτωση που ασκήθηκαν τέτοιες προσφυγές, μετά την έκδοση απόφασης στην ιεραρχική προσφυγή ή την έκδοση τελεσίδικης απόφασης δικαστηρίου, ανάλογα με την περίπτωση, που επικυρώνει την απόφαση επιβολής προστίμου.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται από τον Έφορο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Έφορος λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
(7) Το πρόστιμο καταβάλλεται στο λογιστήριο του Υπουργείου.
23.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος, είτε μετά από επιθεώρηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 20 και 21 είτε άλλως πως, και ανεξάρτητα από την επιβολή ή μη διοικητικού προστίμου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22, κρίνει ότι-
(α) οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οι πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή οι όροι και προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας Κέντρου παραβιάζονται ή δεν τηρούνται σε συστηματική και επαναλαμβανόμενη βάση, ή δεν υπάρχει συμμόρφωση με προηγούμενες ειδοποιήσεις του για τις οποίες έχει ήδη επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο. ή
(β) Κέντρο δεν λειτουργεί και δεν τυγχάνει διαχείρισης προς το καλύτερο συμφέρον της υγείας και της ευημερίας των ασθενών και ατόμων με αναπηρία και εν γένει για όλους του χρήστες των παρεχόμενων από αυτό υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται άμεσα η υγεία και η ευημερία τους,
δύναται με απόφασή του να αναστείλει την άδεια λειτουργίας του Κέντρου, έως ότου οι συνθήκες ή οι λόγοι που προκάλεσαν την αναστολή εκλείψουν ή αποκατασταθούν ή να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας τέτοιου Κέντρου:
(2) Πριν από την έκδοση απόφασης αναστολής ή ανάκλησης δυνάμει του εδαφίου (1), ο Έφορος επιδίδει στο κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο του Κέντρου γραπτή ειδοποίηση για την πρόθεσή του να εκδώσει τέτοια απόφαση, στην οποία αναφέρει τους λόγους της ενέργειάς του και παρέχει πληροφορίες για το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) δικαίωμα υποβολής παραστάσεων.
(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) γραπτή ειδοποίηση υπογράφεται από τον Έφορο και επιδίδεται στο κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο του Κέντρου προσωπικά από εντεταλμένο επιθεωρητή ή ιδιώτη επιδότη.
(4) Το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται η προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) γραπτή ειδοποίηση δύναται, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία της προς αυτόν επίδοσης της ειδοποίησης, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς τον Έφορο.
(5) Εφόσον ο Έφορος έχει ζητήσει την συνδρομή της Τεχνικής Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), η Τεχνική Επιτροπή-
(α) εξετάζει χωρίς καθυστέρηση τις υποβαλλόμενες παραστάσεις·
(β) δύναται να καλέσει το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο του Κέντρου σε προφορική ακρόαση και ανάπτυξη των παραστάσεών του· και
(γ) υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση έκθεση με τη γνώμη της στον Έφορο.
(6) Ο Έφορος λαμβάνει την απόφασή του αναφορικά με την έκδοση απόφασης αναστολής ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, αφού λάβει υπόψη του τις παραστάσεις του κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου και την έκθεση της Τεχνικής Επιτροπής.
(7) Η απόφαση του Εφόρου να αναστείλει ή να ανακαλέσει άδεια λειτουργίας Κέντρου, καθώς και οι λόγοι τέτοιας αναστολής ή ανάκλησης δημοσιεύονται προς ενημέρωση του κοινού με τρόπο που αποφασίζει ο Έφορος.
24.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 23, σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος κρίνει αναγκαίο και επείγον όπως Κέντρο αναστείλει άμεσα τη λειτουργία του για λόγους που επηρεάζουν τη δημόσια υγεία ή λόγω σοβαρής παραβίασης των συμφερόντων των ασθενών και των ατόμων με αναπηρία, εκδίδει απόφαση άμεσης αναστολής της λειτουργίας Κέντρου, η ισχύς της οποίας δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία επιδίδεται ειδοποίηση για πρόθεση έκδοσης απόφασης αναστολής ή ανάκλησης άδειας λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 23 ενόσω βρίσκεται σε ισχύ απόφαση εκδοθείσα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και-
(α) η προβλεπόμενη στις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 23 προθεσμία γνωστοποίησης στον Έφορο γραπτών παραστάσεων δεν έχει εκπνεύσει·
(β) επίκεινται ή υποβάλλονται παραστάσεις του κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου του Κέντρου σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 23· ή
(γ) οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 23 παραστάσεις του κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου έχουν ήδη υποβληθεί, αλλά ο Έφορος δεν έχει λάβει την έκθεση της Τεχνικής Επιτροπής ή, παρότι την έχει λάβει, δεν έχει ολοκληρώσει τη μελέτη της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23,
ο Έφορος δύναται, με νέα απόφαση η οποία επιδίδεται προσωπικά είτε από εντεταλμένο επιθεωρητή είτε από ιδιώτη επιδότη στο κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο του Κέντρου, να επεκτείνει την περίοδο άμεσης αναστολής της λειτουργίας του Κέντρου, μέχρις ότου καταστεί δυνατό να αποφασίσει κατά πόσο θα ανακαλέσει την άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23, αλλά κανένα τέτοιο διάστημα άμεσης αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τους έξι (6) μήνες από την ημερομηνία της αρχικής του έκδοσης.
(3) Η απόφαση του Εφόρου για άμεση αναστολή άδειας λειτουργίας Κέντρου, καθώς και οι λόγοι τέτοιας άμεσης αναστολής δημοσιεύονται προς ενημέρωση του κοινού με τρόπο που αποφασίζει ο Έφορος.
25.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία εκδοθεί απόφαση άμεσης αναστολής ή αναστολής ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας Κέντρου δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 23 ή 24, το Κέντρο αναστέλλει τη λειτουργία του και παραμένει κλειστό, δεν διενεργεί εισαγωγές νέων ασθενών ή ατόμων με αναπηρία, εκδίδει εξιτήριο σε υφιστάμενους κατά την επίδοση της απόφασης εσωτερικούς ασθενείς ή άτομα με αναπηρία ή μεριμνά για τη μεταφορά των προσώπων αυτών σε άλλο Κέντρο, άμεσα ή εντός προθεσμίας η οποία καθορίζεται στην απόφαση του Εφόρου, όπως ο Έφορος, κατά την κρίση του, διατάξει, ή συνεχίζει να παρέχει προσωρινά υπηρεσίες στα πρόσωπα αυτά έως ότου, κατά τη γνώμη του Εφόρου, είναι σε θέση να λάβουν εξιτήριο ή να μεταφερθούν σε άλλο Κέντρο:
(2) Εσωτερικοί ασθενείς ή άτομα με αναπηρία οι οποίοι δεν απολύονται ή μεταφέρονται σε άλλο Κέντρο όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) παραμένουν στο Κέντρο υπό την ευθύνη του επιστημονικού διευθυντή του Κέντρου του οποίου η άδεια λειτουργίας αναστάλθηκε προσωρινά, αναστάλθηκε ή ανακλήθηκε.
(3) Σε περίπτωση μεταφοράς εσωτερικών ασθενών ή ατόμων με αναπηρία σε άλλο Κέντρο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο του Κέντρου ευθύνεται για την ασφαλή μεταφορά τους και την πληρωμή δαπανών οι οποίες ενδέχεται να προκύψουν από την εν λόγω μεταφορά.
26.-(1) Απόφαση του Εφόρου για επιβολή διοικητικού προστίμου ή για άμεση αναστολή ή αναστολή ή ανάκληση άδειας λειτουργίας δύναται να προσβληθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής ή επίδοσής της, ανάλογα με την περίπτωση, με ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό ή εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(2) Εξαιρουμένης της απόφασης για άμεση αναστολή λειτουργίας Κέντρου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24, απόφαση για αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας Κέντρου καθίσταται εκτελεστή με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας άσκησης ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ή με την έκδοση απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής.
(3) Ο Υπουργός, αφού δώσει την ευχέρεια στον προσφεύγοντα να ακουστεί ή/και να υποστηρίξει τους λόγους και τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτησή του, εξετάζει την αίτηση εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την άσκησή της.
(4) Ο Υπουργός, πριν από την έκδοση της απόφασής του, δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου να εξετάσει θέματα τα οποία αναφύονται από την ιεραρχική προσφυγή και να υποβάλει σε αυτόν σχετικό πόρισμα.
(5) Ο Υπουργός δύναται να-
(α) επιβεβαιώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας· ή
(ε) παραπέμψει την υπόθεση στον Έφορο, με εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια.
(6) Ο Υπουργός, κατά τη λήψη απόφασης δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5), δύναται να λάβει υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης του Εφόρου ή/και γεγονότα τα οποία ενδεχομένως να μην είχαν τεθεί ενώπιον του Εφόρου κατά την έκδοση της απόφασής του.
(7) Πρόσωπο το οποίο, αφού άσκησε ιεραρχική προσφυγή, δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού, δύναται να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
27. Το κατά νόμον υπεύθυνο πρόσωπο υποβάλλει στον Έφορο μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους έκθεση, σε τύπο που ο Έφορος εκάστοτε καθορίζει, αναφορικά με τη λειτουργία του Κέντρου κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, στην οποία περιέχονται πληροφορίες σε σχέση με τη λειτουργία του Κέντρου, τις παρεχόμενες υπηρεσίες αποκατάστασης και αποθεραπείας ανά θεματική, τη στελέχωση του Κέντρου από τη βασική ομάδα αποθεραπείας και αποκατάστασης και άλλους επαγγελματίες υγείας ή άλλους επαγγελματίες ή άλλο βοηθητικό ή διοικητικό προσωπικό, την οργάνωση του Κέντρου, καθώς και άλλα θέματα τα οποία αναφέρονται στον Τύπο υποβολής έκθεσης που καθορίζει ο Έφορος δυνάμει του παρόντος άρθρου.
28. Πρόσωπο το οποίο-
(α) ιδρύει ή λειτουργεί Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης χωρίς να έχει εξασφαλίσει άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(β) αρνείται ή παραλείπει να αναστείλει ή να τερματίσει τη λειτουργία Κέντρου σε σχέση με το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 23 ή 24 ή παρακωλύει ή παρεμποδίζει τον Έφορο να προβεί σε ενέργεια την οποία θεωρεί απαραίτητη στη βάση των έννομων υποχρεώσεών του ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς απαίτηση προσηκόντως επιβαλλόμενη, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές, και, σε περίπτωση κατά την οποία η παράβαση συνεχίζεται μετά την καταδίκη του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα διακόσια πενήντα ευρώ (€250) για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
29.-(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) εσκεμμένα παρακωλύει, παρεμποδίζει ή παρενοχλεί τον Έφορο ή εντεταλμένο επιθεωρητή κατά την άσκηση των δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών εξουσιών και αρμοδιοτήτων του·
(β) παραλείπει να συμμορφωθεί προς απαίτηση του Εφόρου ή εντεταλμένου επιθεωρητή προσηκόντως επιβαλλόμενη δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21·
(γ) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να δώσει στον Έφορο ή σε εντεταλμένο επιθεωρητή βοήθεια ή πληροφορία την οποία εύλογα του ζητούν στο πλαίσιο άσκησης των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως προβαίνει σε ανακριβή ή ψευδή δήλωση, με στόχο να παραπλανήσει τον Έφορο ή εντεταλμένο επιθεωρητή σε σχέση με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
30. Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 23 και 24, πρόσωπο το οποίο αποκαλύπτει σε άλλο πρόσωπο πληροφορία την οποία εξασφάλισε κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών είναι ένοχο αδικήματος, εκτός εάν η αποκάλυψη έγινε κατά την εκπλήρωση ή για σκοπούς εκπλήρωσης από αυτό ή από άλλο πρόσωπο των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
31.-(1) Νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, όταν αυτά διαπράττονται προς όφελός του από πρόσωπο το οποίο ενεργεί ατομικά ή ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει στο νομικό αυτό πρόσωπο θέση αξιωματούχου με-
(α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου· ή
(β) εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις εκ μέρους του νομικού προσώπου· ή
(γ) εξουσία να ασκεί έλεγχο εντός του νομικού προσώπου.
(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), νομικό πρόσωπο δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο σε περίπτωση κατά την οποία η ελλιπής εποπτεία ή ο ελλιπής έλεγχος από πρόσωπο το οποίο καθορίζεται στο εδάφιο (1) έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων προς όφελος του νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο ενεργεί υπό τη δικαιοδοσία του.
(3) Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των πιο πάνω εδαφίων δεν αποκλείει την ποινική δίωξη των φυσικών προσώπων που ενεργούν ως αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(4) Πέραν της ποινικής ευθύνης για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το νομικό πρόσωπο υπέχει αστική ευθύνη.
32.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, επιβάλλεται η αποστολή ειδοποίησης ή γνωστοποίησης με διπλοσυστημένη επιστολή, τέτοια ειδοποίηση ή η γνωστοποίηση θεωρείται προσηκόντως γενομένη νοουμένου ότι έχει αποσταλεί στην τελευταία γνωστή στον Έφορο διεύθυνση του προσώπου προς το οποίο αυτή απευθύνεται και τεκμαίρεται ότι αυτή έχει ληφθεί κατά την ημερομηνία που αναγράφεται στην ενυπόγραφη απόδειξη παραλαβής/παράδοσης που αποστέλλει το ταχυδρομείο προς τον αποστολέα.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) ως τελευταία γνωστή στον Έφορο διεύθυνση νοείται η διεύθυνση του Κέντρου η οποία είναι καταχωρισμένη στο Μητρώο.
33. Τα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου πληρωτέα τέλη για την εξέταση αίτησης και την έκδοση ή την ανανέωση άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας καθορίζονται στο Δεύτερο Παράρτημα.
34.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για τη ρύθμιση κάθε θέματος το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να προβλέπουν για όλα ή για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα θέματα:
(α) Τυχόν ειδικότερες απαιτήσεις ή προδιαγραφές ίδρυσης και λειτουργίας Κέντρου που συνάδουν ή/και που είναι σύμφωνες με τις εκάστοτε τρέχουσες εξελίξεις στον τομέα αυτό·
(β) τις ειδικότερες απαιτήσεις, το επίπεδο, τον τρόπο πρόσληψης και τους όρους απασχόλησης των επαγγελματιών της βασικής ομάδας κατάρτισης, άλλων επαγγελματιών και λοιπού διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού του Κέντρου·
(γ) τον τρόπο, τη συχνότητα ή τον χρόνο άσκησης της εποπτείας και επιθεώρησης των Κέντρων από τον Έφορο ή/και τους εντεταλμένους επιθεωρητές·
(δ) το επίπεδο των υγειονομικών διευθετήσεων και των διευθετήσεων για απολύμανση και παρεμπόδιση της εξάπλωσης μόλυνσης στα Κέντρα·
(ε) τυχόν επιπρόσθετες τεχνικές προδιαγραφές στις οποίες υπόκειται Κέντρο ως προς τις εγκαταστάσεις του, τα χρησιμοποιούμενα υλικά και τον εξοπλισμό Κέντρου, πέραν των όσων καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, ώστε να συνάδουν με τις εκάστοτε τρέχουσες εξελίξεις στους τομείς αυτούς·
(στ) τη διασφάλιση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης·
(ζ) τον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου και τις υπηρεσίες που προσφέρονται, τις μεθόδους αξιολόγησης της προόδου και των αποτελεσμάτων σε σχέση με γραπτούς μετρήσιμους στόχους με βάση καθορισμένα πρωτόκολλα και κατευθυντήριες οδηγίες·
(η) τη ρύθμιση του τρόπου εμπλοκής και συνεργασίας του κάθε επαγγελματία υγείας και των ευθυνών του στο πλαίσιο ενός κοινού προγράμματος αποκατάστασης του ασθενή και του χρονοδιαγράμματος αποκατάστασης ανά πάθηση· ή/και
(θ) την ύπαρξη οργανωμένου και σαφώς καθορισμένου συστήματος διαχείρισης περιστατικών που χρήζουν αποθεραπείας και αποκατάστασης με καθορισμένα κριτήρια εισαγωγής, κριτήρια και λόγους απόλυσης και μεταφοράς της φροντίδας, περιλαμβανομένης της κατ’ οίκον και επανένταξης στην εργασία, την οικογένεια και την κοινωνία.
35.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 36, 37 και 38, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου κανένα πρόσωπο δεν ιδρύει, λειτουργεί ή διευθύνει στη Δημοκρατία Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, εκτός εάν έχει προηγουμένως εκδοθεί άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 36, 37 και 38, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου κανένα πρόσωπο δεν χρησιμοποιεί τη φράση «Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης», σε οποιαδήποτε γραμματική παραλλαγή και υπό οποιονδήποτε συνδυασμό, σε όνομα ή επωνυμία ή λογότυπο ή άλλης μορφής ονοματοδοσία η οποία σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2, εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13 και 14, αντίστοιχα.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (2), αυτοτελής ή τμηματοποιημένη μονάδα, κατά την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από το άρθρο 2, η οποία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου χρησιμοποιούσε τη φράση «Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης» σε οποιαδήποτε γραμματική παραλλαγή και με οποιονδήποτε συνδυασμό, σε όνομα ή επωνυμία ή λογότυπο ή άλλης μορφής ονοματοδοσία, διαγράφει τη φράση αυτή εντός έξι (6) μηνών από την εν λόγω ημερομηνία:
(4) Η παροχή υπηρεσιών θεραπείας από επαγγελματία υγείας στο πλαίσιο της άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας οπουδήποτε αυτή διενεργείται δεν εμπίπτει στις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) νοουμένου ότι δεν χρησιμοποιούνται σωρευτικά οι λέξεις «Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης», σε οποιαδήποτε μορφή ή συνδυασμό, για να χαρακτηρίσουν την εν λόγω δραστηριότητα.
36.-(1) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται, εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, να υποβάλει στον Έφορο αίτηση για αδειοδότηση της λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου ως Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κατηγορίας Α’ σε Τύπο που καθορίζεται από τον ίδιο, νοουμένου ότι το νοσηλευτήριο, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, κατέχει εν ισχύι άδεια ως προς τη λειτουργία του δυνάμει των διατάξεων του περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμου και τεκμηριωμένα παρέχει υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης σε θεματική σε σχέση με την οποία συμβλήθηκε με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας για παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας στο πλαίσιο του Γενικού Συστήματος Υγείας, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μηνών πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(2) Αίτηση υποβληθείσα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) συνοδεύεται από τα ακόλουθα στοιχεία και έγγραφα:
(α) Σύμβαση μεταξύ του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας και του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου σε ισχύ, που να πιστοποιεί ότι αυτό παρείχε υπηρεσίες αποκατάστασης και αποθεραπείας εντός του Γενικού Συστήματος Υγείας σε συστηματική βάση σε συγκεκριμένη θεματική ή θεματικές καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων δεκαοκτώ (18) μηνών πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου· και
(β) άδεια λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου σε ισχύ, εκδοθείσα δυνάμει των διατάξεων του περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμου.
(3) Ιδιωτικό νοσηλευτήριο για το οποίο υποβάλλεται αίτηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) εξαιρείται από τη συμμόρφωση με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο κτιριακές απαιτήσεις, νοουμένου ότι πληρούνται οι κτιριακές απαιτήσεις που αφορούν στην προσβασιμότητα ατόμων με αναπηρίες με βάση τους σχετικούς σε ισχύ νόμους της Δημοκρατίας.
(4) Ιδιωτικό νοσηλευτήριο για το οποίο υποβάλλεται αίτηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) εξαιρείται των απαιτήσεων σε εξοπλισμό που πρέπει να διατηρεί Κέντρο το οποίο αδειοδοτείται δυνάμει των διατάξεων του Μέρους ΙΙΙ για χρονική περίοδο πέντε (5) ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι ο εξοπλισμός, λόγω του μεγέθους του, δεν δύναται να τοποθετηθεί στους ήδη υπάρχοντες χώρους του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου.
(5) Ο Έφορος εγκρίνει την υποβληθείσα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) αίτηση και εκδίδει άδεια λειτουργίας νοσηλευτηρίου ως Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κατηγορίας Α’ αμέσως μετά την υποβολή προς αυτόν των αναφερόμενων στο εδάφιο (2) στοιχείων και εγγράφων:
37.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 36, φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται, εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, να υποβάλει στον Έφορο αίτηση για αδειοδότηση στέγης ως Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κατηγορίας Β’ σε Τύπο που καθορίζεται από τον ίδιο, νοουμένου ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου η εν λόγω στέγη κατείχε άδεια σε ισχύ, η οποία εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Στεγών για Ηλικιωμένους και Αναπήρους Νόμου και παρείχε υπηρεσίες συναφείς στον τομέα αποθεραπείας και αποκατάστασης σε συγκεκριμένη θεματική για διάστημα τουλάχιστον τριών (3) ετών πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου:
(2) Αίτηση υποβληθείσα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) συνοδεύεται από τα ακόλουθα στοιχεία και έγγραφα:
(α) Άδεια λειτουργίας της στέγης σε ισχύ, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Στεγών για Ηλικιωμένους και Αναπήρους Νόμου·
(β) αποδεικτικά στοιχεία ότι παρείχε υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης σε συστηματική βάση σε συγκεκριμένη θεματική ή θεματικές καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων τριών (3) ετών με προσκόμιση, όπου εφαρμόζεται, παραστατικών που να επιβεβαιώνουν-
(i) την παροχή υπηρεσιών αποθεραπείας και αποκατάστασης σε ασθενείς και άτομα με αναπηρία·
(ii) την ύπαρξη εγκεκριμένων θεραπευτικών χώρων με βάση υφιστάμενη πολεοδομική άδεια που έχει στην κατοχή του ο αιτητής·
(iii) την παροχή υπηρεσιών από κατάλληλα και επαρκώς στελεχωμένη βασική ομάδα αποθεραπείας και αποκατάστασης ή/και άλλων επαγγελματιών, ανάλογα με τη θεματική ή θεματικές στις οποίες δραστηριοποιείται, με ονομαστική αναφορά ανά ειδικότητα επαγγελματία υγείας και διάρκεια εργοδότησης ή απασχόλησης:
(γ) άδεια οικοδομής σε ισχύ για χρήση ως στέγη ηλικιωμένων.
(3) Στέγη για την οποία υποβάλλεται αίτηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) εξαιρείται από τη συμμόρφωση ως προς τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο κτιριακές απαιτήσεις για χρονική περίοδο δεκατριών (13) ετών από την ημερομηνία αδειοδότησης δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), νοουμένου ότι πληρούνται οι κτιριακές απαιτήσεις που αφορούν στην προσβασιμότητα ατόμων με αναπηρία, με βάση τους σχετικούς σε ισχύ νόμους της Δημοκρατίας.
(4) Στέγη για την οποία υποβάλλεται αίτηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) εξαιρείται των απαιτήσεων σε εξοπλισμό που πρέπει να διατηρεί Κέντρο το οποίο αδειοδοτείται δυνάμει των διατάξεων του Μέρους ΙΙΙ για χρονική περίοδο πέντε (5) ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι ο εξοπλισμός, λόγω του μεγέθους του, δεν μπορεί να τοποθετηθεί στους ήδη υπάρχοντες χώρους της στέγης.
(5) Η Τεχνική Επιτροπή υποβάλλει γνωμοδότηση προς τον Έφορο, σχετικά με την αίτηση για άδεια λειτουργίας στέγης ως Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης σε συγκεκριμένη θεματική με βάση τα στοιχεία που υποβάλλονται σύμφωνα με το εδάφιο (2):
(6) Ο Έφορος εγκρίνει την υποβληθείσα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) αίτηση και εκδίδει άδεια λειτουργίας νοσηλευτηρίου ως Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κατηγορίας B’ αμέσως μετά την υποβολή προς αυτόν των αναφερόμενων στο εδάφιο (2) στοιχείων και εγγράφων:
(7) Στέγη η οποία εγγράφεται στο Μητρώο ως Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου-
(α) δεν δύναται να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες ως στέγη δυνάμει των διατάξεων του περί Στεγών για Ηλικιωμένους και Αναπήρους Νόμου·
(β) υποβάλλει στον Έφορο, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία εγγραφής της ως Κέντρου, κατάλογο με κατάλληλα και πλήρως στελεχωμένη βασική ομάδα αποθεραπείας και αποκατάστασης ή/και άλλων επαγγελματιών, ανάλογα με τη θεματική ή θεματικές στις οποίες δραστηριοποιείται με ονομαστική αναφορά ανά ειδικότητα επαγγελματία υγείας και διάρκεια απασχόλησης:
(γ) ενημερώνει γραπτώς τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ότι έχει εγγραφεί στο Μητρώο Κέντρων Αποθεραπείας και Αποκατάστασης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
38.-(1) Τμηματοποιημένη Μονάδα του ιδιωτικού τομέα η οποία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου κατέχει άδεια λειτουργίας σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων άλλου νόμου, περιλαμβανομένων νοσηλευτηρίων ή/και στεγών, και παρέχει υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης, δύναται, εντός έξι (6) μηνών από την εν λόγω ημερομηνία, να υποβάλει στον Έφορο αίτηση για εξασφάλιση άδειας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 36 ή του άρθρου 37.
(2) Τμηματοποιημένη Μονάδα η οποία-
(α) αποτελεί τμήμα δημοσίου νοσηλευτηρίου που έχει κηρυχθεί ως τέτοιο δυνάμει των διατάξεων του περί Ίδρυσης Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας Νόμου·
(β) παρέχει υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης σε θεματική σε σχέση με την οποία συμβλήθηκε με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας για παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας στο πλαίσιο του Γενικού Συστήματος Υγείας· και
(γ) αποδεδειγμένα παρείχε υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου,
δύναται, εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου, να υποβάλει στον Έφορο αίτηση για αδειοδότηση της λειτουργίας της ως Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κατηγορίας Α’ σε Τύπο που καθορίζεται από τον ίδιο.
(3)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β), Τμηματοποιημένη Μονάδα για την οποία υποβάλλεται αίτηση δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) εξαιρείται από τη συμμόρφωση με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο κτιριακές απαιτήσεις, νοουμένου ότι πληρούνται οι κτιριακές απαιτήσεις που αφορούν στην προσβασιμότητα ατόμων με αναπηρία με βάση τους σχετικούς σε ισχύ νόμους της Δημοκρατίας.
(β) Τμηματοποιημένη Μονάδα για την οποία υποβάλλεται αίτηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και η οποία είναι διαμορφωμένη σε εφαπτόμενη δομική σχέση με υφιστάμενη στέγη εξαιρείται από τη συμμόρφωση με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο κτιριακές απαιτήσεις για χρονική περίοδο δεκατριών (13) ετών από την ημερομηνία αδειοδότησης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νοουμένου ότι πληρούνται οι κτιριακές απαιτήσεις που αφορούν στην προσβασιμότητα ατόμων με αναπηρίες με βάση τους σχετικούς σε ισχύ νόμους της Δημοκρατίας.
(4) Τμηματοποιημένη Μονάδα για την οποία υποβάλλεται αίτηση δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) εξαιρείται των απαιτήσεων σε εξοπλισμό που πρέπει να διατηρεί Κέντρο το οποίο αδειοδοτείται δυνάμει των διατάξεων του Μέρους ΙΙΙ για χρονική περίοδο πέντε (5) ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι ο εξοπλισμός, λόγω του μεγέθους του, δεν δύναται να τοποθετηθεί στους ήδη υπάρχοντες χώρους.
(5) Ο Έφορος, σε περίπτωση κατά την οποία εγκρίνει την υποβληθείσα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) αίτηση, εκδίδει άδεια λειτουργίας Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Κατηγορίας Α’ ή Β’ ανάλογα με την περίπτωση:
39.Άδεια λειτουργίας Κέντρου το οποίο αδειοδοτείται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 36, 37 και 38 έχει ισχύ τριών (3) ετών και ανανεώνεται νοουμένου ότι τηρούνται όλες οι προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο προϋποθέσεις, εξαιρουμένων των προβλεπόμενων στα εν λόγω άρθρα εξαιρέσεων: