18.-(1) Πρόσωπο το οποίο έχει έννομο συμφέρον και αμφισβητεί τη νομιμότητα ή την ορθότητα απόφασης του Εφόρου σχετικά με την έκδοση ή την άρνηση έκδοσης ή την τροποποίηση ή την άρνηση τροποποίησης άδειας ίδρυσης ή/και άδειας λειτουργίας Κέντρου δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13, 14 ή 16 αντίστοιχα, δύναται, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνει γνώση της απόφασης, να προσβάλει την απόφαση αυτή με ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό, υποβάλλοντας τους λόγους για τους οποίους ασκεί ιεραρχική προσφυγή.
(2) Η απόφαση του Εφόρου καθίσταται εκτελεστή με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας άσκησης ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ή με την έκδοση απόφασης στην ιεραρχική προσφυγή.
(3) Ο Υπουργός, αφού δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να ακουστεί ή/και να υποστηρίξει τους λόγους και τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτησή του, εξετάζει την αίτηση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(4) Ο Υπουργός εκδίδει και κοινοποιεί γραπτώς στον προσφεύγοντα την απόφασή του επί της ιεραρχικής προσφυγής εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την άσκησή της.
(5) Ο Υπουργός με την απόφασή του δύναται να-
(α) επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας· ή
(ε) παραπέμψει την υπόθεση στον Έφορο με εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια.
(6) Ο Υπουργός, κατά τη λήψη απόφασης δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5), δύναται να λάβει υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης του Εφόρου ή/και γεγονότα τα οποία ενδεχομένως να μην είχαν τεθεί ενώπιον του Εφόρου κατά την εξέταση της υποβληθείσας στον Έφορο αίτησης.
(7) Πρόσωπο το οποίο, αφού άσκησε ιεραρχική προσφυγή, δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού, δύναται να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος.