ΜΕΡΟΣ IV ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟΠΛΟΥ — ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Επιθεώρηση και απαγόρευση απόπλου

19.—(1) Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, απαγορεύεται ο απόπλους πλοίων, κυπριακών ή αλλοδαπών, που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 3(1) και (2) του παρόντος Νόμου, εφόσον διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 20 και 21 του παρόντος Νόμου.

(2) Αν κατά την επιθεώρηση του πλοίου η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει παράβαση κατά τα ανωτέρω, αυτή προβαίνει σε βεβαίωση της παράβασης, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία και απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου, μέχρις ότου αποκατασταθεί η παράβαση, και εφό σον συντρέχει περίπτωση, καταβληθεί η χρηματική ποινή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 του παρόντος Νόμου.

(3) Τα έξοδα της επιθεώρησης του πλοίου για βεβαίωση της αποκατάστα σης της παράβασης, βαρύνουν το πλοίο και καταβάλλονται πριν την άρση της απαγόρευσης του απόπλου.

Εξουσία Αρμόδιας Αρχής προς κράτηση κυπριακού πλοίου και απαγόρευση του απόπλου

20.—(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάξει την κράτηση κυπριακού πλοίου που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3(1) του παρόντος Νόμου και την απαγόρευση του απόπλου, σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται κατόπιν επιθεωρήσεως του πλοίου, ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου, υπηρετεί επί του πλοίου ναυτικός που δεν κατέχει έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως και ότι η κατάσταση της υγείας του είναι τέτοια που να μην επιτρέπει τον απόπλου χωρίς σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια του πλοίου ή την υγεία των επιβαινόντων στο πλοίο.

(2) Η απαγόρευση του απόπλου δεν αίρεται μέχρις ότου αρθεί η παρά βαση, κατά τρόπο που ικανοποιεί την Αρμόδια Αρχή.

Εξουσία Αρμόδιας Αρχής προς επιθεώρηση και κράτηση αλλοδαπού πλοίου

21.—(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάξει την επιθεώρηση αλλο δαπού πλοίου που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3(2) του παρόντος Νόμου, όταν το πλοίο αυτό ευρίσκεται σε λιμένα της Δημοκρατίας, προκειμέ νου να διαπιστώσει κατά πόσο οι υπηρετούντες στο πλοίο ναυτικοί κατέχουν έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως.

(2) Σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ένας ναυτικός δεν κατέχει έγκυρο πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως, η Αρμόδια Αρχή-

(α) Συντάσσει και αποστέλλει αναφορά του συμβάντος στην κυβέρνηση της χώρας στην οποία είναι νηολογημένο το πλοίο και αντίγραφο της αναφοράς στο Γενικό Διευθυντή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας· και

(β) όταν οι συνθήκες επί του πλοίου είναι προφανώς επικίνδυνες για την ασφάλεια του πλοίου ή την υγεία των επιβαίνοντων:

(i) λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο προς αποκατάσταση των συνθη κών αυτών και

(ii) διατάσσει την κράτηση του πλοίου και την απαγόρευση του απόπλου.

(3) Τα μέτρα που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (β) του προηγούμενου εδαφίου δύνανται να ληφθούν μόνο σε περιπτώσεις που το πλοίο προσεγγίζει σε λιμένα της Δημοκρατίας στα πλαί σια της συνήθους επιχειρηματικής του δραστηριότητας ή για επιχειρησιακούς λόγους.

(4) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή αποφασίσει τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, κοινοποιεί την απόφασή της, το ταχύτερο δυνατό, στην πλη σιέστερη ναυτιλιακή, προξενική ή διπλωματική αρχή της χώρας της σημαίας του πλοίου.

(5) Η Αρμόδια Αρχή ασκεί την κατά το άρθρο αυτό εξουσία της κατά τρόπο που να μην επάγεται υπέρμετρη κράτηση ή καθυστέρηση του πλοίου.

Παραβάσεις και κυρώσεις

22.—(1) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών τιμωρείται, ανεξάρτητα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει άλλης νομικής διάταξης, με χρηματική ποινή από διακόσια ευρώ (€200) μέχρι οχτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.

(2) Η χρηματική ποινή επιβάλλεται στην Εταιρεία ή στον πλοίαρχο με αιτιολογημένη απόφαση της Αρμόδιας Αρχής που βεβαιώνει την παράβαση. Το ύψος της κατά περίπτωση επιβαλλόμενης ποινής θα καθορίζεται ενδεικτικά σε οδηγίες του Υπουργού στις οποίες θα περιέχονται οι βασικές παραβάσεις μαζί με τις αναλογούσες χρηματικές ποινές, χωρίς τούτο να περιορίζει, μέσα στα πλαίσια των οδηγιών, τη διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής , που βεβαιώνει τη συγκεκριμένη παράβαση, να αποφασίζει ελεύθερα με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.

(3) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί στον πλοίαρχο την περί επιβολής χρηματικής ποινής απόφασή της και δεν επιτρέπει άρση της κατά το προηγούμενο άρθρο απαγόρευσης απόπλου, μέχρις ότου καταβληθεί η χρηματική ποινή ή κατατεθεί τραπεζική εγγύηση ίσου ποσού, αναγνωρισμένης τράπεζας και με όρους που να ικανοποιούν την Αρμόδια Αρχή.

(4) Κατ' εξαίρεση, προκειμένου περί πλοίων που προσεγγίζουν τακτικά σε κυπριακούς λιμένες, ο απόπλους μπορεί να επιτραπεί χωρίς προηγουμένως να καταβληθεί η επιβληθείσα χρηματική ποινή ή να κατατεθεί η εγγύηση κατά τα ανωτέρω, με έγκριση του Υπουργού, για ένα μόνο πλουν, εάν επιτακτικοί συγκοινωνιακοί ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τούτο και είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτη η έγκαιρη προσαγωγή τραπεζικής εγγύησης. Στην περίπτωση αυτή κατατίθεται προσωπική εγγύηση, ίσου ποσού, της Εταιρείας, του αντιπροσώπου της ή του πλοιάρχου.

(5) Κατά της απόφασης περί επιβολής χρηματικής ποινής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού. Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, προκειμένου περί παράβασης που βεβαιώνεται σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή εξήντα ημερών, προκειμένου περί παράβασης που βεβαιώνεται σε λιμένα της αλλοδαπής.

(6) Η κατά το προηγούμενο εδάφιο (4) προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.

(7) Το ποσό της χρηματικής ποινής ή η τραπεζική εγγύηση καταπίπτει και περιέρχεται οριστικά στη Δημοκρατία, αν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για την επιβολή της χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση που κατά το εδάφιο (4) ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, από την κοινοποίηση της επί της προσφυγής απόφασης του Υπουργού.

Ποινικό αδίκημα

23.—(1) Διαπράττει αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, ή με χρηματική ποινή μέχρι οχτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500), ή και με τις δύο αυτές ποινές, ο πλοίαρχος ο οποίος -

(α) Επιχειρεί τον απόπλου του πλοίου του κατά παράβαση απαγόρευσης απόπλου που επεβλήθη στο πλοίο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 ή 20 του παρόντος Νόμου· ή

(β) προσλαμβάνει, ανέχεται ή επιτρέπει την απασχόληση ναυτικού επί του πλοίου του κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου.

(2) Το ίδιο πιο πάνω αδίκημα διαπράττει η Εταιρεία ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση των κατά το εδάφιο (1) αδικημάτων.

Λήψηδικαστικών μέτρων προς είσπραξη της κατά το άρθρο 21 χρηματικής ποινής

24. Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής της κατά το άρθρο 21 επιβαλλόμε νης χρηματικής ποινής, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρα τία.

Χρηματική ποινή, επιβάρυνση επί του πλοίου

25. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η κατά το άρθρο 22 και η κατά το άρθρο 23 επιβαλλόμενη χρηματική ποινή συνιστά επι βάρυνση επί του πλοίου σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα ή, ανά λογα με την περίπτωση, διαπιστώθηκε η παράβαση, η οποία ικανοποιείται κατά προτίμηση έναντι των άλλων δανειστών, έπεται όμως κατά τάξης της τελευταίας υποθήκης.