Προοίμιο

Ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται από το άρθρο 163 του Συντάγματος, το άρθρο 17 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 και το άρθρο 91 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου του 2015, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει τον ακόλουθο Διαδικαστικό Κανονισμό:

1

1. Ο παρών Διαδικαστικός Κανονισμός θα αναφέρεται ως ο περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2016.

2

2. Στον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:-

«Αρμόδιο δικαστήριο» σημαίνει το κατά τόπο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«Νόμος» σημαίνει τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«Πρωτοκολλητής» σημαίνει τον Πρωτοκολλητή του αρμόδιου δικαστηρίου∙

3

3. Στον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό λέξεις και φράσεις που δεν ορίζονται διαφορετικά, έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από το Νόμο.

4

4. (α) Για οποιοδήποτε ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό, θα εφαρμόζονται κατ΄αναλογία οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού (Θεσμοί Πολιτικής Δικονομία).

(β) Σε περίπτωση που ανακύπτει οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού και του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού (Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας), όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, υπερισχύουν οι πρόνοιες του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού.

ΜΕΡΟΣ Ι ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ
5

5. Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αίτησης ή ένστασης που καταχωρείται σε σχέση με διάταγμα απαλλαγής οφειλών ή προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, δύναται όπου κρίνει αυτό αναγκαίο, να δίνει τέτοιες οδηγίες και διαταγές για τον περαιτέρω χειρισμό τέτοιας αίτησης ή ένστασης, που είναι απαραίτητες κατά την κρίση του, με τρόπο που να διασφαλίζονται δίκαιες και ταχείες διαδικασίες καθώς επίσης και διαδικασίες που να ενέχουν το χαμηλότερο δυνατό κόστος, και, οι οποίες δυνατό να περιλαμβάνουν-

(i) οδηγίες για επίδοση οποιασδήποτε αίτησης ή ένστασης σε οποιοδήποτε πρόσωπο, περιλαμβανομένου του τρόπου επίδοσης και της προθεσμίας επίδοσης και το Δικαστήριο δύναται για σκοπούς επίδοσης, να αναβάλει την ακρόαση αίτησης ή ένστασης σε καθορισμένη ημέρα∙

(ii) οδηγίες για την καταχώρηση και επίδοση οποιωνδήποτε συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων εκ μέρους οποιουδήποτε μέρους ή μερών στη διαδικασία∙

(iii) οδηγίες σε σχέση με προθεσμίες∙

(iv) οδηγίες για την παράδοση εγγράφων σε άλλα μέρη ή για την καταχώρηση περαιτέρω εγγράφων ή αποδεικτικών στοιχείων στο Δικαστήριο καθώς και τον τρόπο τέτοιας παράδοσης ή καταχώρησης∙

(v) οδηγίες αναφορικά με την ανταλλαγή υπομνημάτων μεταξύ των μερών για σκοπούς συμφωνίας μεταξύ των μερών ή καθορισμού από το Δικαστήριο των επίδικων θεμάτων ή γεγονότων ή των νομικών σημείων που θα κριθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας ή οδηγίες σε σχέση με τον καθορισμό τέτοιων θεμάτων∙

(vi) οδηγίες αναφορικά με την προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι συγκεκριμένο θέμα συνιστά ουσιώδες για την υπόθεση πραγματικό γεγονός το οποίο αμφισβητείται ή όταν κρίνει ότι αυτό απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης∙

(vii) οδηγίες ως προς την ετοιμασία και καταχώρηση στο Δικαστήριο έγγραφων προτάσεων των μερών επί οποιουδήποτε θέματος∙

(viii) οδηγίες ως προς τη δημοσιοποίηση της ειδοποίησης ακρόασης επί οποιασδήποτε αίτησης ή ένστασης και την επίδοση και τον τρόπο επίδοσης τέτοιας ειδοποίησης πριν την ακρόαση σε οποιοδήποτε πρόσωπο, πέραν των μερών στη διαδικασία, το οποίο επιθυμεί να ακουστεί κατά την ακρόαση επί αίτησης ή ένστασης.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ
6

6. (α) Η δυνάμει του άρθρου 16 του Νόμου αίτηση για έκδοση διατάγματος διαγραφής χρεών, καταχωρείται μονομερώς στον Τύπο 1, του Πρώτου Παραρτήματος, είτε από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, είτε από δικηγόρο του χρεώστη, ανάλογα με την περίπτωση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση εκπροσώπου της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή του χρεώστη, σε περίπτωση που αυτός εκπροσωπείται από δικηγόρο, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση και τα ακόλουθα έγγραφα:-

(i) Βεβαίωση από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16(1) (α) (i) του Νόμου∙

(ii) βεβαίωση, όπου αυτό εφαρμόζεται, από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 (1) (α) (ii) του Νόμου∙

(iii) βεβαίωση, όπου αυτό εφαρμόζεται, από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 (1) (α) (iii) του Νόμου∙

(iv) γραπτή εξουσιοδότηση από τον χρεώστη προς την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας αναφορικά με την εκπροσώπηση του στο Δικαστήριο∙ ή

(v) σε περίπτωση εκπροσώπησης του χρεώστη στο Δικαστήριο από δικηγόρο, τη σχετική εξουσιοδότηση.

(β) Η αίτηση της παραγράφου (α) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, αποτελεί την εναρκτήρια αίτηση για τις διαδικασίες έκδοσης Διατάγματος Απαλλαγής Οφειλών σε σχέση με συγκεκριμένο χρεώστη. Οποιεσδήποτε περαιτέρω αιτήσεις ή ενστάσεις δυνατό να υποβληθούν δυνάμει του Νόμου και του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού σε σχέση με Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών για το συγκεκριμένο χρεώστη θα γίνονται στο πλαίσιο της εναρκτήριας αίτησης της παραγράφου (α) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού και των εγγράφων που τη συνοδεύουν.

(γ) Κατά την πρώτη ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση της παραγράφου (α) ορίζεται για εξέταση, το Δικαστήριο, εφόσον εξετάσει την αίτηση, δύναται-

(i) Εάν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Νόμου, να εκδώσει Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 (2) (α) του Νόμου∙

(ii) εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Νόμου, να απορρίψει την αίτηση για έκδοση διατάγματος απαλλαγής οφειλών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 (2) (β) του Νόμου∙

(iii) να αναβάλει την υπόθεση και να δώσει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως ζητήσει από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας να διευκρινίσει οποιοδήποτε θέμα προκύπτει από τα έγγραφα που έχουν προσκομισθεί με την αίτηση ή να καταθέσει στο Δικαστήριο οποιοδήποτε απαιτούμενο έγγραφο φαίνεται να μην έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο με την αίτηση, καθορίζοντας επίσης τις προθεσμίες εντός των οποίων θα πρέπει να καταχωριστούν οι σχετικές διευκρινίσεις ή έγγραφα∙ ή

(iv) σε περίπτωση που κρίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για να μπορέσει να καταλήξει σε απόφαση, να ορίσει την αίτηση για ακρόαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 (3) του Νόμου.

(δ) Σε περίπτωση έκδοσης του Διατάγματος ή σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από το Δικαστήριο, ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και στον χρεώστη, σε περίπτωση που αυτός εκπροσωπείται από δικηγόρο, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

(ε) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναβάλλει την αίτηση για υποβολή περαιτέρω διευκρινίσεων ή πληροφοριών από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την παράγραφο (γ) (iii) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, το Δικαστήριο, μετά την υποβολή των εν λόγω διευκρινίσεων ή πληροφοριών, αποφασίζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος απαλλαγής οφειλών ή εάν θα απορρίψει την αίτηση ή κατά πόσο θα ορίσει την αίτηση για ακρόαση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) (iv) του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού.

(στ) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ορίζει την αίτηση για ακρόαση δίνει οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή όπως αποστείλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και τον χρεώστη, αναφορικά με την ημερομηνία και ώρα της ακρόασης και δύναται να δίνει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως στην ειδοποίηση για ακρόαση, συμπεριλάβει-

(i) τη φύση των πληροφοριών ή των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται από το Δικαστήριο ώστε να μπορέσει να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 (2) του Νόμου, και τα πρόσωπα που είναι πιθανό να παραχωρήσουν τέτοιες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, και

(ii) ειδοποίηση ως προς το κατά πόσο τα οποιαδήποτε απαιτούμενα περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομιστούν με συμπληρωματική ένορκη δήλωση προσώπου που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο να προσκομίσει καθώς και τυχόν προθεσμίες εντός των οποίων τέτοια συμπληρωματική ένορκη δήλωση μπορεί να καταχωριστεί, πριν την ακρόαση της αίτησης.

(ζ) Σε περίπτωση που κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι αναγκαίο για σκοπούς απόδειξης κατά την ακρόαση της αίτησης να προσέλθει ενώπιόν του και ο χρεώστης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ο Πρωτοκολλητής ειδοποιεί τον χρεώστη ή το εν λόγω πρόσωπο, με γραπτό έντυπο στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και ο λόγος για τον οποίο καλείται στο Δικαστήριο σύμφωνα με τον Τύπο 2, του Πρώτου Παραρτήματος.

(η) Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται δημόσια, εκτός εάν το αρμόδιο Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν προφορικού είτε γραπτού αιτήματος της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή/και του χρεώστη, όπως αυτή διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών για τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο αναφέρει ή που παρατίθενται στο σχετικό αίτημα.

(θ) Μετά την ακρόαση αίτησης το Δικαστήριο είτε εκδίδει το Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών είτε απορρίπτει την αίτηση και ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και τον χρεώστη, σε περίπτωση που αυτός εκπροσωπείται από δικηγόρο, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

7

7. Το Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών, εκδίδεται από το Δικαστήριο στον Τύπο 3, του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού.

8

8. Σε περίπτωση που η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας καταχώρισε αίτηση έκδοσης Διατάγματος Διαγραφής Χρεών στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Νόμου και ο χρεώστης επιθυμεί να αποσύρει την αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 (2) του Νόμου, η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας με την παραλαβή του γραπτού αιτήματος του χρεώστη για απόσυρση της αίτησης, ειδοποιεί αμέσως γραπτώς τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου για απόσυρση της αίτησης και η αίτηση απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως αποσυρθείσα.

9

9. (α) Η δυνάμει του άρθρου 20 του Νόμου ειδοποίηση ένστασης καθορισμένου πιστωτή, αναφορικά με τη συμπερίληψη καθορισμένου χρέους σε διάταγμα απαλλαγής οφειλών συμπληρώνεται ως ο Τύπος 4, του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του πιστωτή και/ή αντιπροσώπου αυτού αναφορικά με τα γεγονότα και τις περιστάσεις επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση καθώς και τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η ένσταση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 (3) του Νόμου, και οποιαδήποτε σχετικά τεκμήρια. Η ειδοποίηση ένστασης επιδίδεται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και τον καθορισμένο χρεώστη.

(β) Το Δικαστήριο ορίζει την Ένσταση για ακρόαση το αργότερο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώρησή της.

(γ) Ο καθορισμένος χρεώστης δύναται, εάν το επιθυμεί, να καταχωρίσει στο Δικαστήριο και επιδώσει στον καθορισμένο πιστωτή που καταχωρεί ένσταση και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, ένορκη δήλωση προς απάντηση στην Ένσταση , αναφέροντας τα γεγονότα και τους λόγους για τους οποίους η Ένσταση θα πρέπει κατά την άποψή του να απορριφθεί, στην οποία παραθέτει επίσης οποιαδήποτε σχετικά τεκμήρια. Τέτοια ένορκη δήλωση καταχωρείται στο Δικαστήριο και επιδίδεται πριν την ημερομηνία που είναι ορισμένη η ένσταση για ακρόαση.

(δ) Το Δικαστήριο, κατά την ακρόαση της ένστασης, δύναται να απαιτήσει την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω στοιχείων, είτε από τον καθορισμένο πιστωτή, είτε από τη Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή τον καθορισμένο χρεώστη τα οποία προσκομίζονται μέσω συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων των μερών ή εκπροσώπων τους ή όπου το Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο μέσω προφορικής μαρτυρίας.

(ε) Μετά από την ακρόαση της Ένστασης, το Δικαστήριο ασκεί τις εξουσίες του σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 20 του Νόμου και εκδίδει την απόφασή του. Ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και τον χρεώστη, σε περίπτωση που αυτός εκπροσωπείται από δικηγόρο, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου επί της ένστασης.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ
10

10. (α) Η δυνάμει του άρθρου 39 του Νόμου αίτηση για την έκδοση προστατευτικού διατάγματος, γίνεται μονομερώς στον Τύπο 1, του Πρώτου Παραρτήματος, καταχωρείται το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση προστατευτικού πιστοποιητικού σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) (α) (i) του άρθρου 39 του Νόμου, είτε από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, είτε από δικηγόρο του χρεώστη, ανάλογα με την περίπτωση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση εκπροσώπου της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή του χρεώστη, σε περίπτωση που αυτός εκπροσωπείται από δικηγόρο, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, και, από τα ακόλουθα έγγραφα:-

(i) το προστατευτικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας∙

(ii) αντίγραφα των σχετικών εγγράφων που υποβλήθηκαν στην αίτηση για έκδοση προστατευτικού πιστοποιητικού από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 37 του Νόμου∙

(iii) γραπτή εξουσιοδότηση από τον χρεώστη προς την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας αναφορικά με την εκπροσώπηση του στο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία έκδοσης προστατευτικού διατάγματος∙ ή

(vi) σε περίπτωση εκπροσώπησης του χρεώστη στο Δικαστήριο από δικηγόρο, τη σχετική εξουσιοδότηση.

(β) Η αίτηση της παραγράφου (α) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, αποτελεί την εναρκτήρια αίτηση για τις διαδικασίες έγκρισης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σε σχέση με τον καθορισμένο χρεώστη. Οποιεσδήποτε περαιτέρω αιτήσεις ή ενστάσεις δυνατό να υποβληθούν δυνάμει του Νόμου ή του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού σε σχέση με προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής για το συγκεκριμένο χρεώστη θα γίνονται στο πλαίσιο της εναρκτήριας αίτησης της παραγράφου (α) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού και των εγγράφων που τη συνοδεύουν.

(γ) Κατά την πρώτη ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση της παραγράφου (α) ορίζεται για εξέταση, το Δικαστήριο, εφόσον εξετάσει την αίτηση, δύναται-

(i) Εάν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Νόμου, και οι άλλες σχετικές με την έκδοση προστατευτικού διατάγματος προϋποθέσεις, να εκδώσει προστατευτικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) (α) του Νόμου∙

(ii) εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Νόμου, και οι άλλες σχετικές με την έκδοση προστατευτικού διατάγματος προϋποθέσεις, να απορρίψει την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) (β) του Νόμου∙

(iii) να αναβάλει την υπόθεση και να δώσει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως ζητήσει από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας να διευκρινίσει οποιοδήποτε θέμα προκύπτει από τα έγγραφα που έχουν προσκομισθεί με την αίτηση ή να καταθέσει στο Δικαστήριο οποιοδήποτε απαιτούμενο έγγραφο φαίνεται να μην έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο με την αίτηση, καθορίζοντας επίσης την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να καταχωριστούν οι σχετικές διευκρινίσεις ή έγγραφα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις επτά ημέρες από την ημερομηνία που δίνονται οι οδηγίες από το Δικαστήριο∙ ή

(iv) σε περίπτωση που κρίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για να μπορέσει να καταλήξει σε απόφαση, να ορίσει την αίτηση για ακρόαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (3) του Νόμου.

(δ) Στις περιπτώσεις της παραγράφου (γ) (i) και (ii) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, το Δικαστήριο εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα ή απορρίπτει την αίτηση, εντός το αργότερο επτά (7) ημερών από την καταχώρηση της αίτησης. Σε περίπτωση έκδοσης του προστατευτικού διατάγματος ή σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από το Δικαστήριο, ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, το χρεώστη, το σύμβουλο αφερεγγυότητας καθώς και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

(ε) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναβάλει την αίτηση για υποβολή περαιτέρω διευκρινίσεων ή πληροφοριών από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την παράγραφο (γ) (iii) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, το Δικαστήριο μετά την καταχώριση των σχετικών διευκρινίσεων ή πληροφοριών είτε εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα, εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο Νόμο προϋποθέσεις, είτε απορρίπτει την αίτηση, είτε ορίζει την αίτηση για ακρόαση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) (iv) του παρόντος Κανονισμού.

(στ) Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση, την ορίζει το αργότερο εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης ή από την ημερομηνία που λαμβάνονται οι επιπρόσθετες διευκρινίσεις ή πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, ανάλογα με την περίπτωση, δίνει οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή όπως αποστείλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, τον χρεώστη, το σύμβουλο αφερεγγυότητας και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στην οποία ορίζεται η ημέρα και η ώρα της ακρόασης, και, δύναται να δίνει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως στην ειδοποίηση για ακρόαση, συμπεριλάβει-

(i) τη φύση των πληροφοριών ή των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται από το Δικαστήριο, ώστε να μπορέσει να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) του Νόμου, και τα πρόσωπα που είναι πιθανό να παραχωρήσουν τέτοιες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, και

(ii) ειδοποίηση ως προς το κατά πόσο τα οποιαδήποτε απαιτούμενα περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομιστούν με συμπληρωματική ένορκη δήλωση προσώπου που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο να προσκομίσει, καθώς και τυχόν προθεσμίες εντός των οποίων τέτοια συμπληρωματική ένορκη δήλωση μπορεί να καταχωριστεί, πριν την ακρόαση της αίτησης.

(ζ) Σε περίπτωση που κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι αναγκαίο για σκοπούς απόδειξης κατά την ακρόαση της αίτησης, να προσέλθει ενώπιόν του και ο χρεώστης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ο Πρωτοκολλητής ειδοποιεί τον χρεώστη ή το εν λόγω πρόσωπο με γραπτό έντυπο, στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και ο λόγος για τον οποίο καλείται στο Δικαστήριο σύμφωνα με τον Τύπο 2 του Πρώτου Παραρτήματος.

(η) Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται δημόσια, εκτός εάν το αρμόδιο Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν προφορικού ή γραπτού αιτήματος της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή/και του χρεώστη, όπως αυτή διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών για τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο αναφέρει ή που παρατίθενται στο σχετικό αίτημα.

(θ) Μετά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο, εντός το αργότερο επτά ημερών, είτε εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα είτε απορρίπτει την αίτηση και ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο χρεώστη, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

11

11. Το προστατευτικό διάταγμα, εκδίδεται από το Δικαστήριο στον Τύπο 5, του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού.

12

12. Σε περίπτωση που, η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή ο χρεώστης καταχωρεί αίτηση έκδοσης προστατευτικού διατάγματος στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του Νόμου, και, ο χρεώστης ή ο σύμβουλος αφερεγγυότητας επιθυμούν να αποσύρουν την αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 (3) του Νόμου, η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας με την παραλαβή του γραπτού αιτήματος του χρεώστη ή του συμβούλου αφερεγγυότητας για απόσυρση της αίτησης, ειδοποιεί αμέσως γραπτώς τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου για απόσυρση της αίτησης, και, η αίτηση απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως αποσυρθείσα.

13

13. (α) Οι δυνάμει των εδαφίων (6) και (7) του άρθρου 39 αιτήσεις για παράταση της περιόδου ισχύος του προστατευτικού διατάγματος καταχωρούνται το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν τη λήξη της ισχύος του προστατευτικού διατάγματος, ως μονομερείς αιτήσεις από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας, οι οποίες συμπληρώνονται σύμφωνα με τον Τύπο 1 του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, συνοδεύονται από ένορκη δήλωση του συμβούλου αφερεγγυότητας στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η παράταση.

(β) Ακρόαση αίτησης για παράταση προστατευτικού διατάγματος, πραγματοποιείται το αργότερο εντός επτά (7) ημερών από την καταχώρηση της σχετικής αίτησης, και, εν πάση περιπτώσει πριν τη λήξη της ισχύος του προστατευτικού διατάγματος.

(γ) Εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των εδαφίων (6) ή (7) του άρθρου 39 του Νόμου εκδίδει διάταγμα παράτασης της ισχύος του προστατευτικού διατάγματος και σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί απορρίπτει την αίτηση. Ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, το χρεώστη, το σύμβουλο αφερεγγυότητας και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας αναφορικά με την απόφαση του Δικαστηρίου να παρατείνει ή μη την ισχύ του προστατευτικού διατάγματος, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

14

14. (α) Η δυνάμει του άρθρου 40 (3) του Νόμου αίτηση για παραχώρηση άδειας από το Δικαστήριο έναρξης ή συνέχισης οποιασδήποτε άλλης νομικής ή δικαστικής διαδικασίας ή μέτρων εκτέλεσης, σε σχέση με καθορισμένο χρέος εναντίον του χρεώστη ή της περιουσίας του, ενόσω βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό πιστοποιητικό-

(i) σε περίπτωση που η αίτηση αφορά έναρξη διαδικασιών, καταχωρείται στο αρμόδιο δικαστήριο για να εκδικάσει την υπόθεση που αφορά στο καθορισμένο χρέος, με εναρκτήρια αίτηση διά κλήσεως∙ ή

(ii) σε περίπτωση που η αίτηση αφορά σε συνέχιση διαδικασιών ή μέτρων εκτέλεσης, καταχωρείται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν διαδικασίες ή μέτρα εκτέλεσης των οποίων επιδιώκεται η συνέχιση, με ενδιάμεση αίτηση διά κλήσεως στο πλαίσιο της εκκρεμούσας διαδικασίας, από το πρόσωπο το οποίο αιτείται τη σχετική θεραπεία. Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται τη θεραπεία ή εκπροσώπου του, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται τέτοια άδεια.

(β) Η εναρκτήρια αίτηση ή η ενδιάμεση αίτηση μαζί με την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ανάλογα με την περίπτωση, επιδίδεται στον χρεώστη, στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας καθώς επίσης και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο δυνατό να διατάξει το Δικαστήριο.

(γ) Η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και ο σύμβουλος αφερεγγυότητας δεν οφείλουν να εμφανιστούν κατά την πρώτη ημερομηνία που η αίτηση δυνάμει του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού ορίζεται για ακρόαση ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία δυνατό να αναβληθεί η αίτηση, εκτός εάν διατάξει διαφορετικά το δικαστήριο.

15

15.(α) Η δυνάμει του άρθρου 41 αίτηση καθορισμένου πιστωτή για παραμερισμό προστατευτικού διατάγματος που έχει εκδοθεί από το Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 39 του Νόμου, γίνεται διά κλήσεως, εντός δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση σε καθορισμένο πιστωτή του προστατευτικού διατάγματος, συμπληρώνεται σύμφωνα με τον Τύπο 1, του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του καθορισμένου πιστωτή ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν εκπρόσωπου του, στην οποία αναφέρεται η ημερομηνία επίδοσης του προστατευτικού διατάγματος στον καθορισμένο πιστωτή, τα γεγονότα και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται ο παραμερισμός του προστατευτικού διατάγματος καθώς και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση παραμερισμού.

(β) Η αίτηση παραμερισμού μαζί με την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, επιδίδονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο και ορθό, σύμφωνα με οδηγίες του, οι οποίες κοινοποιούνται γραπτώς στον καθορισμένο πιστωτή από τον Πρωτοκολλητή.

(γ) Το Δικαστήριο ορίζει την αίτηση παραμερισμού του προστατευτικού διατάγματος για ακρόαση το αργότερο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώρισή της.

(δ) Κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει επιδοθεί η αίτηση παραμερισμού, δύναται, εάν το επιθυμεί, να καταχωρίσει στο Δικαστήριο και να επιδώσει στον καθορισμένο πιστωτή, ένορκη δήλωση προς απάντηση των όσων αναφέρει ο καθορισμένος πιστωτής στην αίτησή του, αναφέροντας τα γεγονότα και τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η απάντησή του με την οποία ενίσταται στην αίτηση παραμερισμού, παραθέτοντας επίσης οποιαδήποτε σχετικά τεκμήρια, τουλάχιστον επτά ημέρες πριν την ημερομηνία κατά την οποία έχει οριστεί για ακρόαση η αίτηση παραμερισμού. Τέτοια ένορκη δήλωση επιδίδεται και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας τουλάχιστον επτά ημέρες πριν την ημερομηνία που είναι ορισμένη η αίτηση παραμερισμού για ακρόαση.

(ε) Κατά την ακρόαση της αίτησης παραμερισμού, το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους, καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς το κατά πόσο πληρούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 41 (4) (α) και (β) του Νόμου προϋποθέσεις παραμερισμού του προστατευτικού διατάγματος. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(στ) Εφόσον μετά από ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 41 (4) (α) και (β) του Νόμου, εκδίδει διάταγμα παραμερισμού του προστατευτικού διατάγματος σε σχέση με το συγκεκριμένο καθορισμένο πιστωτή ο οποίος καταχώρισε την αίτηση παραμερισμού, στο οποίο, εάν κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτό είναι απαραίτητο, δυνατό να περιλαμβάνεται και οποιαδήποτε διαταγή του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 (6) του Νόμου.

(ζ) Το Δικαστήριο επιδικάζει τα έξοδα της αίτησης παραμερισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 (5) του Νόμου.

(η) Η ακρόαση της αίτησης παραμερισμού διεξάγεται δημόσια, εκτός εάν το αρμόδιο Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν προφορικού ή γραπτού αιτήματος από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτή διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών για τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο αναφέρει ή που παρατίθενται στο σχετικό αίτημα.

16

16. (α) Η δυνάμει του άρθρου 43 (9) του Νόμου υποβολή αίτησης επαλήθευσης χρέους στο Δικαστήριο, γίνεται διά κλήσεως, στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την επαλήθευση χρέους ή εκπροσώπου του, όπου αυτό εφαρμόζεται, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση επαλήθευσης χρέους, και την απόφαση του συμβούλου αφερεγγυότητας ως προς την επαλήθευση χρέους. Η αίτηση επαλήθευσης χρέους, καταχωρείται το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του Συμβούλου Αφερεγγυότητας αναφορικά με την επαλήθευση του χρέους στους πιστωτές ή/και σε οποιονδήποτε εγγυητή.

(β) Η αίτηση επαλήθευσης χρέους επιδίδεται στο σύμβουλο αφερεγγυότητας ή/και στο σχετικό καθορισμένο πιστωτή ή/και σε οποιοδήποτε εγγυητή του εν λόγω χρέους, ανάλογα με την περίπτωση, και ορίζεται για ακρόαση από το δικαστήριο, εντός το αργότερο είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώριση της.

(γ) Ένσταση στην αίτηση από οποιοδήποτε μέρος στη διαδικασία δύναται να καταχωριστεί στον Τύπο 4 του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, πριν την ακρόαση της αίτησης, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που καταχωρεί την Ένσταση στην οποία αναφέρονται τα πραγματικά γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η ένσταση.

(δ) Κατά την ακρόαση της αίτησης επαλήθευσης χρέους το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς επίδικο χρέος. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(ε) Μετά την ακρόαση της αίτησης επαλήθευσης χρέους, το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσο θα επικυρώσει την απόφαση του συμβούλου αφερεγγυότητας ή θα την ακυρώσει ή κατά πόσο θα διαφοροποιήσει την απόφαση του συμβούλου αφερεγγυότητας ως προς την επαλήθευση του χρέους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 (10) του Νόμου.

(στ) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, στο σχετικό καθορισμένο πιστωτή ή σε οποιονδήποτε εγγυητή, όπου αυτό εφαρμόζεται, την απόφαση του Δικαστηρίου.

17

17. (α) Αίτηση καθορισμένου πιστωτή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43 (11) του Νόμου για απόσυρση ή διαφοροποίηση, σε σχέση με το ποσό που απαιτείται από τον χρεώστη, της επαλήθευση χρέους, γίνεται διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του καθορισμένου πιστωτή, ή εκπροσώπου του, στην οποία περιγράφονται τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση.

(β) Η αίτηση επιδίδεται στο σύμβουλο αφερεγγυότητας ο οποίος έχει δικαίωμα καταχώρισης ένστασης στον Τύπο 4 του Πρώτου Παραρτήματος , εντός προθεσμίας επτά (7) ημερών από την επίδοση της αίτησης, η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του συμβούλου αφερεγγυότητας.

(γ) Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση από το Δικαστήριο εντός είκοσι μία (21) ημερών από την καταχώρισή της.

(δ) Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς την επαλήθευση χρέους. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(ε) Μετά την ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσο θα εγκρίνει την απόσυρση ή διαφοροποίηση του επαληθευμένου χρέους του καθορισμένου πιστωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 (11) του Νόμου.

(στ) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και τον καθορισμένο πιστωτή την απόφαση του Δικαστηρίου.

18

18. (α) Η δυνάμει του άρθρου 58 του Νόμου αίτηση επικύρωσης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής γίνεται διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος , το αργότερο εντός επτά (7) ημερών από την κοινοποίηση της έγκρισης του σχεδίου αποπληρωμής δυνάμει του άρθρου 57(1) , και συνοδεύεται από –

(i) ένορκη δήλωση εκπροσώπου της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας, όταν αυτή καταχωρείται από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, ή του χρεώστη, όταν αυτή καταχωρείται από δικηγόρο του χρεώστη, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις έγκρισης του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σύμφωνα με το Νόμο∙

(ii) τα έγγραφα που καθορίζονται στο άρθρο 57 (1) του Νόμου∙

(iii) αντίγραφα των ειδοποιήσεων που αποστάληκαν δυνάμει του άρθρου 57 (2) του Νόμου σε όλους τους καθορισμένους πιστωτές και σε κάθε εγγυητή στα οποία φαίνεται η ημερομηνία παραλαβής της σχετικής ειδοποίησης.

(β) Η αίτηση επικύρωσης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής επιδίδεται σε κάθε καθορισμένο πιστωτή, εγγυητή, όπου αυτό εφαρμόζεται καθώς επίσης και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, όπου αυτό εφαρμόζεται.

(γ) Η δυνάμει του άρθρου 57 (2) ένσταση καθορισμένου πιστωτή ή εγγυητή, κατά της θέσης σε ισχύ προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής καταχωρείται στον Τύπο 4, του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός προθεσμίας δεκατεσσάρων (14) ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης έγκρισης του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου του Νόμου και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που καταχωρεί την ένσταση, στην οποία αναφέρεται η ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης έγκρισης του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η ένσταση. Η ένσταση επιδίδεται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και στον χρεώστη.

(δ) Το Δικαστήριο ορίζει την αίτηση επικύρωσης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής μαζί με οποιεσδήποτε ενστάσεις τυχόν καταχωριστούν για ακρόαση, σε ημερομηνία που δεν είναι συντομότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης έγκρισης του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής και ο Πρωτοκολλητής ειδοποιεί αναφορικά με την ημερομηνία και ώρα της ακρόασης την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, τον σύμβουλο αφερεγγυότητας και οποιοδήποτε καθορισμένο πιστωτή ή εγγυητή έχει καταχωρίσει ένσταση στην επικύρωση του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από το Δικαστήριο.

(ε) Κατά την ακρόαση της αίτησης και οποιωνδήποτε ενστάσεων το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων κρίνει αυτό απαραίτητα. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(στ) Το Δικαστήριο αποφασίζει επί της ένστασης εντός το αργότερο επτά (7) ημερών από την ολοκλήρωση της ακρόασης και-

(i) είτε απορρίπτει την ένσταση∙

(ii) είτε αποδέχεται την ένσταση∙

(iii) είτε, σε περίπτωση που εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης απόφασης του δικαστηρίου σε σχέση με την επαλήθευση χρεών και με την ένσταση εγείρεται το εν λόγω ζήτημα, δίνει οδηγίες για τροποποίηση του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, αφού ληφθεί υπόψη η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου επί της επαλήθευσης χρεών.

(ζ) Σε περίπτωση που δεν καταχωρείται ένσταση από οποιονδήποτε καθορισμένο πιστωτή ή εγγυητή εντός της ταχθείσας από το Νόμο προθεσμίας, ή σε περίπτωση που ένσταση εναντίον της έγκρισης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής έχει απορριφθεί από το Δικαστήριο, το Δικαστήριο-

(i) Εάν ικανοποιηθεί ότι ικανοποιούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35 και οι άλλες προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, επικυρώνει το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής∙

(ii) εάν δεν ικανοποιηθεί ότι ικανοποιούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35 και οι άλλες προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, απορρίπτει την αίτηση∙

(iii) δύναται να αναβάλει την υπόθεση και να δώσει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή, όπως ζητήσει από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας να προσκομίσει οποιεσδήποτε πληροφορίες καθορίζονται σε ειδοποίηση του Πρωτοκολλητή προς την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, καθορίζοντας επίσης και τις προθεσμίες εντός των οποίων αυτές θα πρέπει να προσκομιστούν∙

(iv) δύναται, σε περίπτωση που κρίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για να μπορέσει να καταλήξει σε απόφαση, να ορίσει την αίτηση για ακρόαση για την οποία ειδοποιείται η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, ο σύμβουλος αφερεγγυότητας και ο χρεώστης.

(η) Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση, δίνει οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή όπως αποστείλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, τον χρεώστη και στον σύμβουλο αφερεγγυότητας στην οποία ορίζεται η ημέρα και ώρα της ακρόασης και δύναται να δίνει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως στην ειδοποίηση για ακρόαση, συμπεριλάβει-

(i) τη φύση των πληροφοριών ή των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται από το Δικαστήριο ώστε να μπορέσει να καταλήξει στην απόφασή του, και τα πρόσωπα που είναι πιθανό να παραχωρήσουν τέτοιες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, και

(ii) ειδοποίηση ως προς το κατά πόσο τα οποιαδήποτε απαιτούμενα περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομιστούν με συμπληρωματική ένορκη δήλωση προσώπου που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο να προσκομίσει καθώς και τυχόν προθεσμίες εντός των οποίων τέτοια συμπληρωματική ένορκη δήλωση μπορεί να καταχωριστεί, πριν την ακρόαση της αίτησης.

(θ) Το Δικαστήριο αποφασίζει το συντομότερο δυνατό κατά πόσο θα επικυρώσει το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής ή μη και ρυθμίζει επίσης οποιοδήποτε θέμα αφορά σε έξοδα που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης χρεών ή οποιασδήποτε άλλης ενδιάμεσης διαδικασίας.

(ι) Ο Πρωτοκολλητής του δικαστηρίου κοινοποιεί την απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στον χρεώστη.

19

19. Οι διατάξεις του Κανονισμού 18, εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση ή ένσταση αφορά σε τροποποίηση επικυρωμένου από το δικαστήριο προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής.

20

20. (α) Η δυνάμει του άρθρου 66 (1) του Νόμου αίτηση πιστωτή ή συμβούλου αφερεγγυότητας αναφορικά με υπέρμετρες συνταξιοδοτικές εισφορές, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος, στην οποία παρατίθενται οι αιτούμενες θεραπείες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (3) του Νόμου, και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που καταχωρεί την αίτηση στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και περιστάσεις τα οποία υποστηρίζουν την πεποίθηση για καταβολή υπέρμετρων συνταξιοδοτικών εισφορών σε συνταξιοδοτικό σχέδιο, και, ειδικότερα σε σχέση ιδίως με τα στοιχεία του άρθρου 66(4) του Νόμου και τη βάση επί της οποίας ο ενόρκως δηλών θεωρεί ότι συντρέχουν τέτοια γεγονότα και περιστάσεις που να δικαιολογούν την παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας.

(β) Η αίτηση επιδίδεται στον χρεώστη καθώς επίσης και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο όπως επιδοθεί.

(γ) Τυχόν ένσταση του χρεώστη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταχωρείται το αργότερο εντός επτά (7) ημερών από την επίδοση της αίτησης σε αυτόν, στον Τύπο 4 του Πρώτου Παραρτήματος.

(δ) Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση από το Δικαστήριο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώρησή, και σε περίπτωση καταχώρησης ένστασης από τον χρεώστη ή, σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει απαραίτητο όπως δοθούν περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με υπέρμετρες συνταξιοδοτικές εισφορές του χρεώστη, δύναται να αναβάλλει την ακρόαση σε νέα ημερομηνία το συντομότερο δυνατό. Οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία ζητούνται από το Δικαστήριο καταχωρούνται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτά ζητούνται.

(ε) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί στο σχετικό πιστωτή, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στο χρεώστη, οποιεσδήποτε οδηγίες του δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (δ) .

(στ) Το Δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (3) του Νόμου και στην απόφασή του ρυθμίζει επίσης τα έξοδα της διαδικασίας.

21

21. (α) Η δυνάμει του άρθρου 68 αίτηση καθορισμένου πιστωτή ή συμβούλου αφερεγγυότητας για τερματισμό προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, καταχωρείται με αίτηση δια κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος, και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που υποβάλλει την αίτηση στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί των οποίων αυτή στηρίζεται.

(β) Η αίτηση επιδίδεται στο χρεώστη καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο διατάζει το Δικαστήριο όπως επιδοθεί εφόσον κρίνει αυτό δίκαιο. Οδηγίες του Δικαστηρίου αναφορικά με την επίδοση σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κοινοποιούνται στο πρόσωπο που καταχώρισε την αίτηση από τον Πρωτοκολλητή.

(γ) Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση από το Δικαστήριο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώρισή της, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

(δ) Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους, καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου αναφορικά με τον τερματισμό προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(ε) Μετά την ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο αποφασίζει το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 (3) του Νόμου.

(στ) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί την απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας.

ΜΕΡΟΣ IV ΜΗ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ
22

22. (α) Η δυνάμει του άρθρου 72 του Νόμου αίτηση του χρεώστη για επιβολή από το δικαστήριο προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής το οποίο απερρίφθη από τους πιστωτές, γίνεται με μονομερή αίτηση στον Τύπο 1, του Πρώτου Παραρτήματος, η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του χρεώστη αναφορικά με τα γεγονότα της αίτησης και τους λόγους για τους οποίους ο χρεώστης κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζει ο Νόμος για την επιβολή του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές από το Δικαστήριο, και, από τη δήλωση του συμβούλου αφερεγγυότητας που δίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 (1) (στ) .

(β) Σε περίπτωση που μαζί με την αίτηση επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής καταχωρείται και αίτηση ανανέωσης του προστατευτικού διατάγματος δυνάμει του άρθρου 75 του Νόμου, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται πρώτα της αίτησης για ανανέωση του προστατευτικού διατάγματος. Η αίτηση ανανέωσης του προστατευτικού διατάγματος λογίζεται ως ενδιάμεση αίτηση στην αίτηση για επιβολή του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από το Δικαστήριο και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του χρεώστη αναφορικά με τα γεγονότα της ενδιάμεσης αίτησης και τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η ανανέωση του προστατευτικού διατάγματος. Οι διατάξεις του Κανονισμού 10 (β) μέχρι (ζ) του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και στην παρούσα περίπτωση.

(γ) Η αίτηση για ανανέωση προστατευτικού διατάγματος, όπου αυτό εφαρμόζεται, ορίζεται για ακρόαση εντός τεσσάρων (4) ημερών το αργότερο από την ημερομηνία καταχώρισης της.

(δ) Το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης για ανανέωση του προστατευτικού διατάγματος δύναται να απαιτεί περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία και για το σκοπό αυτό, δύναται να διατάζει την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας η οποία προσκομίζεται σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, με συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.

(ε) Η απόφαση του Δικαστηρίου επί της αίτησης για ανανέωση του προστατευτικού διατάγματος εκδίδεται το αργότερο εντός τεσσάρων (4) ημερών από την ολοκλήρωση της ακρόασης της αίτησης.

(στ) Η αίτηση για έκδοση διατάγματος επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής ορίζεται για ακρόαση εντός το αργότερο δεκαπέντε (15) ημερών, από την καταχώρησή της.

(ζ) Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο δύναται, κατά την κρίση του, να ζητά την προσκόμιση οποιασδήποτε περαιτέρω μαρτυρίας για να διαπιστώσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, και για το σκοπό αυτό, δύναται να διατάζει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων του χρεώστη ή/και του συμβούλου αφερεγγυότητας ή /και της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας. Σε τέτοια περίπτωση, ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου ειδοποιεί τον καθορισμένο χρεώστη και/ή τον σύμβουλο αφερεγγυότητας και/ή την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, με γραπτό έντυπο όπου αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και ο λόγος για τον οποίο καλούνται στο Δικαστήριο.

(η) Το Δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του εντός επτά (7) ημερών από την ολοκλήρωση της ακρόασης της αίτησης.

(θ) Σε περίπτωση έκδοσης το αιτούμενου διατάγματος, ο χρεώστης επιδίδει το διάταγμα του Δικαστηρίου για ανανέωση του προστατευτικού διατάγματος ή/και το διάταγμα του Δικαστηρίου για την επιβολή προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σε κάθε καθορισμένο πιστωτή, σε κάθε εγγυητή, εκεί και όπου αυτό εφαρμόζεται, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας.

23

23. Η δυνάμει του άρθρου 76 αίτηση για παραμερισμό προστατευτικού διατάγματος από καθορισμένο πιστωτή, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος. Οι διατάξεις του Κανονισμού 15 εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και στην παρούσα περίπτωση.

24

24. (α) Η δυνάμει του άρθρου 75 (5) αίτηση ακύρωσης διατάγματος επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από καθορισμένο πιστωτή ή /και εγγυητή ή/και σύμβουλο αφερεγγυότητας ή /και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1, του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός το αργότερο δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την ακύρωση στην οποία φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί τους οποίους βασίζεται η αίτηση.

(β) Το Δικαστήριο ορίζει την αίτηση για ακρόαση εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώριση της και δύναται να διατάζει όπως κατά την ακρόαση της αίτησης παρουσιαστούν ενώπιόν του ο σύμβουλος αφερεγγυότητας ή/και η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κρίνει ορθό και δίκαιο. Σε τέτοια περίπτωση, ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου ειδοποιεί τα σχετικά πρόσωπα με γραπτό έντυπο όπου αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και ο λόγος για τον οποίο καλούνται στο Δικαστήριο.

(γ) Κατά την ακρόαση της αίτησης ακύρωσης, το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων κρίνει απαραίτητα. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(δ) Το Δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του επί της αίτησης εντός δεκαπέντε (15) ημερών το αργότερο από την ολοκλήρωση της ακρόασης.

25

25. Οποιαδήποτε αίτηση για τροποποίηση προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής το οποίο επιβλήθηκε με διάταγμα Δικαστηρίου γίνεται διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, και εφαρμόζονται κατ΄αναλογία οι διατάξεις των διαδικαστικών κανονισμών 22 μέχρι 24.

ΜΕΡΟΣ V ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
26

26. Η δυνάμει του άρθρου 78 (4) αίτηση του συμβούλου αφερεγγυότητας για παράταση προστατευτικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του Νόμου, γίνεται μονομερώς στον Τύπο 1 του Πρώτου Παραρτήματος, και εφαρμόζονται κατ΄αναλογία οι διατάξεις του Κανονισμού 13 του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού.

ΜΕΡΟΣ VI ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΗ ΒΙΩΣΙΜΟΥ ΧΡΕΩΣΤΗ
27

27. (α) Η δυνάμει του άρθρου 79 του Νόμου αίτηση από μη βιώσιμο χρεώστη για έκδοση διατάγματος αναστολής είσπραξης οφειλών ή αναστολής εν εξελίξει πτωχευτικής διαδικασίας ή αναστολής εκποίησης της κύριας κατοικίας ή υποστατικού που συνιστά επαγγελματική στέγη, καταχωρείται στο αρμόδιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν οποιεσδήποτε διαδικασίες ή μέτρα εκτέλεσης σε σχέση με είσπραξη οφειλών ή διαδικασίες πτώχευσης ή αγωγής σε σχέση με εκποίηση περιουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών νομοθεσιών που διέπουν τις εν λόγω διαδικασίες, ανάλογα με την περίπτωση, και σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ή/και τους σχετικούς διαδικαστικούς κανονισμούς που διέπουν την κάθε διαδικασία, ανάλογα με την περίπτωση.

ΜΕΡΟΣ VII ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ ΚΑΙ ΛΑΘΗ
28

28. (α) Το Δικαστήριο δύναται, όταν ικανοποιείται ότι δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε μέρους στη διαδικασία ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, αυτεπάγγελτα και χωρίς τη διεξαγωγή ακρόασης για το σκοπό αυτό-

(i) να ακυρώνει οποιαδήποτε διαταγή, οδηγίες, ειδοποίηση ή πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο το οποίο εκδόθηκε από ή εκ μέρους του Δικαστηρίου εκ παραδρομής ή εκ λάθους, ή

(ii) χωρίς περιορισμό του δικαιώματος οποιουδήποτε μέρους στη διαδικασία σύμφωνα με τη Διαταγή 64, Θεσμός 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας) να υποβάλει αίτηση παραμερισμού, να διορθώνει οποιαδήποτε παρατυπία ή λάθος σε οποιοδήποτε διάταγμα, ειδοποίηση, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο το οποίο εκδόθηκε από ή εκ μέρους του Δικαστηρίου.

(β) Όταν τα δικαιώματα οποιουδήποτε διαδίκου δυνατό να επηρεαστούν από την άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου που προβλέπονται στην παράγραφο (α) , το Δικαστήριο δύναται να δώσει οδηγίες όπως δοθεί ειδοποίηση στον εν λόγω διάδικο, και αφού του δώσει την ευκαιρία να ακουστεί επί του συγκεκριμένου θέματος, δύναται -

(i) να ακυρώνει οποιαδήποτε διαταγή, οδηγίες, ειδοποίηση ή πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο το οποίο εκδόθηκε από ή εκ μέρους του Δικαστηρίου εκ παραδρομής ή εκ λάθους, ή

(ii) χωρίς περιορισμό του δικαιώματος οποιουδήποτε μέρους στη διαδικασία σύμφωνα με τη Διαταγή 64, Θεσμός 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Θεσμού Πολιτικής Δικονομίας) να υποβάλει αίτηση παραμερισμού, να διορθώνει οποιαδήποτε παρατυπία ή λάθος σε οποιοδήποτε διάταγμα, ειδοποίηση, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο το οποίο εκδόθηκε από ή εκ μέρους του Δικαστηρίου.

ΜΕΡΟΣ VIII ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ, ΕΠΙΔΟΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
29

29. Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους-

«αρμόδια αρχή» σημαίνει την Κεντρική Αρχή Διαχείρισης του Συστήματος Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης, όπως αυτή καθορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και περιλαμβάνει και οποιοδήποτε λειτουργό της, δεόντως εξουσιοδοτημένο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της αρχής δυνάμει του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού·

«χρήστης ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή χρήστης» σημαίνει πρόσωπο ή πρόσωπο που ανήκει σε συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια αρχή για την καταχώρηση, επίδοση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κατάθεση εγγράφων ηλεκτρονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

30

30. (α) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, και υπό την προϋπόθεση της συμμόρφωσης του σχετικού χρήστη ηλεκτρονικής επικοινωνίας με μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του παρόντος Κανονισμού, ή με το σύνολο ή μέρος τέτοιων προϋποθέσεων που μπορεί να τεθούν από την αρμόδια αρχή -

(i) Η αρμόδια αρχή δύναται να εξουσιοδοτήσει ή απαιτήσει από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, και να εξουσιοδοτήσει οποιονδήποτε σύμβουλο αφερεγγυότητας, χρεώστη, πιστωτή, δικηγόρο ή οποιοδήποτε άλλο μέρος σε διαδικασίες που προβλέπονται στο Νόμο ή/και στον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό, να καταχωρίσει, επιδώσει ή καταθέσει στο Δικαστήριο με ηλεκτρονικά μέσα οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο δύναται να καταχωριστεί, κατατεθεί ή επιδοθεί και οποιαδήποτε αίτηση που μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε οποιεσδήποτε διαδικασίες ή κατηγορία διαδικασιών προβλέπονται στο Νόμο ή/και στον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό ή/και σε οποιοδήποτε στάδιο τέτοιων διαδικασιών·

(ii) οποιαδήποτε εναρκτήρια αίτηση, απόφαση ή διάταγμα ή οδηγίες του Δικαστηρίου σε διαδικασίες ή κατηγορία διαδικασιών που προβλέπονται στον Νόμο ή/και στον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό, τα οποία μπορούν να εκδίδονται από ή να εκδίδονται εκ μέρους του Δικαστηρίου, μπορούν να εκδίδονται σε χρήστη ηλεκτρονικών επικοινωνιών μέσω της ηλεκτρονικής διαβίβασής τους· και

(iii) οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ή πληροφορία η οποία δυνατό, όπως καθορίζεται στο Νόμο ή/και στον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό να διαβιβαστεί σε χρήστη ηλεκτρονικών επικοινωνιών από ή εκ μέρους του Δικαστηρίου, δύναται να διαβιβάζεται σε χρήστη ηλεκτρονικών επικοινωνιών με ηλεκτρονικά μέσα.

(β) Η αρμόδια αρχή εκδίδει εξουσιοδότηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος Κανονισμού, εφόσον ικανοποιείται ότι ο εν δυνάμει χρήστης ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πληροί τις πιο κάτω προϋποθέσεις-

(i) χρησιμοποιεί για την καταχώρηση, κατάθεση, επίδοση ή παραλαβή οποιωνδήποτε εγγράφων ή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα, λογισμικό και εξοπλισμό που συμμορφώνονται και είναι συμβατά, και με οποιοδήποτε τρόπο κατάλληλα για χρήση σε σχέση με το αντίστοιχο λογισμικό και εξοπλισμό, μέσα και πρωτόκολλα που χρησιμοποιεί ή θέτει σε λειτουργία η αρμόδια αρχή·

(ii) χρησιμοποιεί τέτοια ονοματοδοσία, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κωδικούς πρόσβασης, ηλεκτρονικές υπογραφές, ψηφιακές υπογραφές, πρωτόκολλα, μοναδικούς κωδικούς αναγνώρισης ή αναφορές ή άλλα μέσα για την πιστοποίηση της αυθεντικότητας των εγγράφων που καταχωρούνται, καταθέτονται, επιδίδονται ή παραλαμβάνονται με ηλεκτρονικά μέσα όπως καθορίζεται από την αρμόδια αρχή , ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και πιστοποίηση της αυθεντικότητας τέτοιων εγγράφων, και η αρμόδια αρχή, δύναται για το σκοπό αυτό, να απαιτεί την γνωστοποίηση των ονομάτων, δειγμάτων υπογραφών και άλλων στοιχείων των προσώπων που εξουσιοδοτούνται να ενεργούν εκ μέρους του χρήστη·

(iii) χρησιμοποιεί τέτοια συστήματα προστασίας από ιούς ή/και άλλο εξοπλισμό ή εφαρμογές όπως καθορίζονται από την αρμόδια αρχή, τα οποία προστατεύουν το σύστημα πληροφορικής της αρμόδιας αρχής·

(iv) λαμβάνει τέτοια μέτρα και χρησιμοποιεί τέτοιες πρακτικές ή πρωτόκολλα όπως αυτά καθορίζονται από την αρμόδια αρχή, που διασφαλίζουν ότι επικίνδυνο, επιβλαβές ή επιθετικό υλικό δεν μπορεί να εισβάλει στο σύστημα πληροφορικής της αρμόδιας αρχής·

(v) οργανώνει και τυποποιεί, και όπου είναι απαραίτητο, αναγνωρίζει, κωδικοποιεί, ταξινομεί ή εκτυπώνει έγγραφα προς καταχώριση, κατάθεση, επίδοση ή παραλαβή με ηλεκτρονικά μέσα με οποιοδήποτε τρόπο καθορίζεται από τον παρόντα Διαδικαστικό Κανονισμό ή από την αρμόδια αρχή.

(γ) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) , η αρμόδια αρχή δύναται να συνάπτει συμφωνίες ή πρωτόκολλα με οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα ή να δημοσιεύει οποιουσδήποτε όρους που πρέπει να τηρούνται, για να ικανοποιηθεί ότι οι προϋποθέσεις της παραγράφου (β) πληρούνται ή κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με οποιουσδήποτε τέτοιους όρους.

(δ) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος Κανονισμού, έγγραφα που διαβιβάζονται από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, και, από σύμβουλο αφερεγγυότητας ο οποίος είναι χρήστης ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με ηλεκτρονικά μέσα, σε σύστημα πληροφορικής που χρησιμοποιείται από την αρμόδια αρχή, θα θεωρούνται αυθεντικά, και η ταυτότητα του προσώπου υπό το όνομα του οποίου αυτά εκδόθηκαν θα επιβεβαιώνεται από το γεγονός και μόνο-

(i) της διαβίβασης από σύστημα πληροφορικής ή διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή του σχετικού συμβούλου αφερεγγυότητας που έχει γίνει αποδεκτός για το σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή· ή

(ii) της διαβίβασης μέσω του συστήματος πληροφορικής της αρμόδιας αρχής με τη χρήση κωδικού πρόσβασης που εκδίδεται για το σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή, χωρίς να είναι απαραίτητο το έγγραφο να υπογραφεί από το πρόσωπο υπό το όνομα του οποίου αυτό εκδίδεται.

(ε) Σε περίπτωση που αρμόδιος λειτουργός της αρμόδιας αρχής διαπιστώνει ότι χρήστης ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν συμμορφώνεται με οποιοδήποτε όρο ή προϋπόθεση ή μέρος αυτών, που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του παρόντος Κανονισμού, αφού ειδοποιήσει τον σχετικό χρήστη σχετικά, δύναται να ανακαλέσει, τροποποιήσει ή ακυρώσει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση έχει δοθεί δυνάμει της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του παρόντος Κανονισμού.

(στ) Χρήστης ηλεκτρονικών επικοινωνιών καταχωρεί, επιδίδει, καταθέτει οποιοδήποτε έγγραφο ή πληροφορία με ηλεκτρονικά μέσα, με μία ή περισσότερες των πιο κάτω μεθόδων, όπως καθορίζεται από την αρμόδια αρχή:

(i) διαβίβαση υπό τη μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου ή άλλου δομημένου ηλεκτρονικού αρχείου , περιλαμβανομένου οποιουδήποτε ηλεκτρονικού αρχείου που επισυνάπτεται σε αυτό, όπως καθορίζεται από την αρμόδια αρχή , σε σύστημα πληροφορικής που χρησιμοποιεί η αρμόδια αρχή για το σκοπό αυτό, και με τρόπο ή σε τύπο όπως καθορίζεται από την αρμόδια αρχή , ή

(ii) διαβίβαση σε τέτοια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου όπως καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, νοουμένου ότι τίποτα στην παρούσα υποπαράγραφο επηρεάζει τη νομιμότητα της διαβίβασης οποιουδήποτε εγγράφου σε οποιαδήποτε άλλη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένου ότι έχει πράγματι παραληφθεί από την αρμόδια αρχή.

(ζ) Έγγραφα ή πληροφορίες που διαβιβάζονται στο Δικαστήριο από χρήστη ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δυνατό να-

(i) διαβιβάζονται υπό τύπο ηλεκτρονικού εγγράφου ή άλλου είδους δομημένου ηλεκτρονικού αρχείου σε σύστημα πληροφορικής του χρήστη, με τρόπο και σε τέτοιο τύπο όπως καθορίζεται από την αρμόδια αρχή· ή

(ii) διαβιβάζονται στον χρήστη ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε σύστημα πληροφορικής της αρμόδιας αρχής, στο οποίο ο σχετικός χρήστης ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει ασφαλή πρόσβαση· ή

(iii) διαβιβάζονται στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του χρήστη που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii), νοουμένου ότι τίποτα στην παρούσα υποπαράγραφο επηρεάζει τη νομιμότητα της διαβίβασης οποιουδήποτε εγγράφου σε οποιαδήποτε άλλη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένου ότι έχει πράγματι παραληφθεί από τον εν λόγω χρήστη.

(η) Εναρκτήρια αίτηση σε διαδικασίες που καθορίζονται στο Νόμο, που καταχωρείται με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, θεωρείται ότι καταχωρήθηκε όταν της αποδοθεί ο αριθμός της αίτησης.

(θ) Τα έγγραφα που συνοδεύουν την εναρκτήρια αίτηση που καταχωρείται με ηλεκτρονικά μέσα, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε ενόρκων δηλώσεων, διαβιβάζονται ως συνημμένα ηλεκτρονικά έγγραφα στην κατάλληλη σειρά, σε τύπο που καθορίζει η αρμόδια αρχή.

(ι) Τυπωμένο αντίγραφο οποιασδήποτε αίτησης, ένστασης ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου καταχωρείται με ηλεκτρονικά μέσα, θεωρείται για τους σκοπούς του Νόμου ως πρωτότυπο έγγραφο και σε περίπτωση αμφιβολίας, η αρμόδια αρχή δύναται να πιστοποιεί την εν λόγω αίτηση, ένσταση ή έγγραφο ως πρωτότυπα.

(ια) Όπου καταχωρούνται με ηλεκτρονικά μέσα ενυπόγραφες ένορκες δηλώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου ή/και του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού αυτές διατηρούνται για περίοδο επτά ετών, από την ημερομηνία της ενόρκου δηλώσεως, από το πρόσωπο που τις καταχώρισε ηλεκτρονικά, εκτός εάν διατάξει διαφορετικά το Δικαστήριο.

31

31. (α) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου, μέρους σε διαδικασίες που προβλέπονται στο Νόμο, το οποίο δεν είναι χρήστης ηλεκτρονικών επικοινωνιών να καταχωρεί, καταθέτει ή επιδίδει οποιεσδήποτε αιτήσεις ή έγγραφα ή πληροφορίες σε έντυπη μορφή στην αρμόδια αρχή, η οποία έχει υποχρέωση να τα διαβιβάσει σε ηλεκτρονική μορφή στο Δικαστήριο ή/και σε άλλα μέρη στη διαδικασία.

(β) Αιτήσεις, έγγραφα ή άλλες πληροφορίες που καταχωρούνται, κατατίθενται, επιδίδονται ή διαβιβάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους σε ηλεκτρονική μορφή και απευθύνονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, μέρος της διαδικασίας, το οποίο δεν είναι χρήστης ηλεκτρονικών επικοινωνιών, διαβιβάζονται με ευθύνη της αρμόδιας αρχής στο εν λόγω πρόσωπο με τρόπο και σε τύπο που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή.

32

32. (α) Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους, αναστέλλεται προσωρινά, μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή η απαραίτητη τεχνική υποδομή για την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους τίθενται σε ισχύ με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(β) Η προσωρινή αναστολή εφαρμογής του παρόντος Μέρους δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος Κανονισμού, δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε και απαγορεύει-

(i) τη διαβίβαση οποιασδήποτε αίτησης, εγγράφου ή πληροφορίας από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο Δικαστήριο

(ii) τη διαβίβαση οποιωνδήποτε οδηγιών του Δικαστηρίου προς την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, το σύμβουλο αφερεγγυότητας, το χρεώστη, οποιωνδήποτε πιστωτή ή οποιοδήποτε άλλο μέρος σε διαδικασίας που προβλέπεται στο Νόμο·και

(iii) τη διαβίβαση οποιουδήποτε διατάγματος εκδίδεται από το Δικαστήριο, το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου ή/και του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, αποστέλλεται από τον Πρωτοκολλητή στα ενδιαφερόμενα μέρη, μέσω κανονικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις που θα καθορίζονται σε σχέση με την κάθε υπόθεση από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου, στο οποίο μπορούν να περιλαμβάνονται και οποιαδήποτε συνημμένα έγγραφα σε οποιαδήποτε ηλεκτρονική μορφή.

ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΤΕΛΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
33

33. (1) Αίτηση που καταχωρείται δυνάμει του Νόμου και του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, καταχωρείται ατελώς.

(2) Τα πληρωτέα τέλη για την καταχώρηση οποιασδήποτε αίτησης ή ένστασης δυνάμει του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού και για οποιεσδήποτε άλλες διαδικαστικές πράξεις όταν αυτά καταχωρούνται από δικηγόρο, θα είναι εκείνα της Κλίμακας η οποία αντιστοιχεί προς το συνολικό ύψος των καθορισμένων χρεών, σε περίπτωση διατάγματος για απαλλαγή οφειλών, ή της περιουσίας του χρεώστη, σε περίπτωση προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής.

34

34. Τα δικηγορικά δικαιώματα, όπου αυτό εφαρμόζεται, εκτός εάν το Δικαστήριο ορίσει διαφορετικά, θα είναι ανάλογα προς τα δικαιώματα που επιτρέπονται σε σχέση με την χαμηλότερη Κλίμακα, ανάλογα με το συνολικό ύψος των χρεών, σε περίπτωση διατάγματος απαλλαγής οφειλών, ή ανάλογα με την περιουσία του χρεώστη, σε περίπτωση προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, σε αιτήσεις σε αγωγές όπως καθορίζεται στο Παράρτημα Β των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πατήστε εδώ για τους Τύπους 1-5 του Πρώτου Παραρτήματος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

Πατήστε εδώ για το Παράρτημα Β.