10

10. (α) Η δυνάμει του άρθρου 39 του Νόμου αίτηση για την έκδοση προστατευτικού διατάγματος, γίνεται μονομερώς στον Τύπο 1, του Πρώτου Παραρτήματος, καταχωρείται το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση προστατευτικού πιστοποιητικού σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) (α) (i) του άρθρου 39 του Νόμου, είτε από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, είτε από δικηγόρο του χρεώστη, ανάλογα με την περίπτωση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση εκπροσώπου της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή του χρεώστη, σε περίπτωση που αυτός εκπροσωπείται από δικηγόρο, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, και, από τα ακόλουθα έγγραφα:-

(i) το προστατευτικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας∙

(ii) αντίγραφα των σχετικών εγγράφων που υποβλήθηκαν στην αίτηση για έκδοση προστατευτικού πιστοποιητικού από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 37 του Νόμου∙

(iii) γραπτή εξουσιοδότηση από τον χρεώστη προς την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας αναφορικά με την εκπροσώπηση του στο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία έκδοσης προστατευτικού διατάγματος∙ ή

(vi) σε περίπτωση εκπροσώπησης του χρεώστη στο Δικαστήριο από δικηγόρο, τη σχετική εξουσιοδότηση.

(β) Η αίτηση της παραγράφου (α) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, αποτελεί την εναρκτήρια αίτηση για τις διαδικασίες έγκρισης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σε σχέση με τον καθορισμένο χρεώστη. Οποιεσδήποτε περαιτέρω αιτήσεις ή ενστάσεις δυνατό να υποβληθούν δυνάμει του Νόμου ή του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού σε σχέση με προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής για το συγκεκριμένο χρεώστη θα γίνονται στο πλαίσιο της εναρκτήριας αίτησης της παραγράφου (α) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού και των εγγράφων που τη συνοδεύουν.

(γ) Κατά την πρώτη ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση της παραγράφου (α) ορίζεται για εξέταση, το Δικαστήριο, εφόσον εξετάσει την αίτηση, δύναται-

(i) Εάν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Νόμου, και οι άλλες σχετικές με την έκδοση προστατευτικού διατάγματος προϋποθέσεις, να εκδώσει προστατευτικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) (α) του Νόμου∙

(ii) εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Νόμου, και οι άλλες σχετικές με την έκδοση προστατευτικού διατάγματος προϋποθέσεις, να απορρίψει την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) (β) του Νόμου∙

(iii) να αναβάλει την υπόθεση και να δώσει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως ζητήσει από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας να διευκρινίσει οποιοδήποτε θέμα προκύπτει από τα έγγραφα που έχουν προσκομισθεί με την αίτηση ή να καταθέσει στο Δικαστήριο οποιοδήποτε απαιτούμενο έγγραφο φαίνεται να μην έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο με την αίτηση, καθορίζοντας επίσης την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να καταχωριστούν οι σχετικές διευκρινίσεις ή έγγραφα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις επτά ημέρες από την ημερομηνία που δίνονται οι οδηγίες από το Δικαστήριο∙ ή

(iv) σε περίπτωση που κρίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για να μπορέσει να καταλήξει σε απόφαση, να ορίσει την αίτηση για ακρόαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (3) του Νόμου.

(δ) Στις περιπτώσεις της παραγράφου (γ) (i) και (ii) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, το Δικαστήριο εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα ή απορρίπτει την αίτηση, εντός το αργότερο επτά (7) ημερών από την καταχώρηση της αίτησης. Σε περίπτωση έκδοσης του προστατευτικού διατάγματος ή σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από το Δικαστήριο, ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, το χρεώστη, το σύμβουλο αφερεγγυότητας καθώς και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

(ε) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναβάλει την αίτηση για υποβολή περαιτέρω διευκρινίσεων ή πληροφοριών από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την παράγραφο (γ) (iii) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, το Δικαστήριο μετά την καταχώριση των σχετικών διευκρινίσεων ή πληροφοριών είτε εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα, εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο Νόμο προϋποθέσεις, είτε απορρίπτει την αίτηση, είτε ορίζει την αίτηση για ακρόαση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) (iv) του παρόντος Κανονισμού.

(στ) Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση, την ορίζει το αργότερο εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης ή από την ημερομηνία που λαμβάνονται οι επιπρόσθετες διευκρινίσεις ή πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, ανάλογα με την περίπτωση, δίνει οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή όπως αποστείλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, τον χρεώστη, το σύμβουλο αφερεγγυότητας και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στην οποία ορίζεται η ημέρα και η ώρα της ακρόασης, και, δύναται να δίνει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως στην ειδοποίηση για ακρόαση, συμπεριλάβει-

(i) τη φύση των πληροφοριών ή των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται από το Δικαστήριο, ώστε να μπορέσει να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) του Νόμου, και τα πρόσωπα που είναι πιθανό να παραχωρήσουν τέτοιες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, και

(ii) ειδοποίηση ως προς το κατά πόσο τα οποιαδήποτε απαιτούμενα περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομιστούν με συμπληρωματική ένορκη δήλωση προσώπου που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο να προσκομίσει, καθώς και τυχόν προθεσμίες εντός των οποίων τέτοια συμπληρωματική ένορκη δήλωση μπορεί να καταχωριστεί, πριν την ακρόαση της αίτησης.

(ζ) Σε περίπτωση που κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι αναγκαίο για σκοπούς απόδειξης κατά την ακρόαση της αίτησης, να προσέλθει ενώπιόν του και ο χρεώστης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ο Πρωτοκολλητής ειδοποιεί τον χρεώστη ή το εν λόγω πρόσωπο με γραπτό έντυπο, στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και ο λόγος για τον οποίο καλείται στο Δικαστήριο σύμφωνα με τον Τύπο 2 του Πρώτου Παραρτήματος.

(η) Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται δημόσια, εκτός εάν το αρμόδιο Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν προφορικού ή γραπτού αιτήματος της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή/και του χρεώστη, όπως αυτή διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών για τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο αναφέρει ή που παρατίθενται στο σχετικό αίτημα.

(θ) Μετά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο, εντός το αργότερο επτά ημερών, είτε εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα είτε απορρίπτει την αίτηση και ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο χρεώστη, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.