20

20. (α) Η δυνάμει του άρθρου 66 (1) του Νόμου αίτηση πιστωτή ή συμβούλου αφερεγγυότητας αναφορικά με υπέρμετρες συνταξιοδοτικές εισφορές, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος, στην οποία παρατίθενται οι αιτούμενες θεραπείες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (3) του Νόμου, και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που καταχωρεί την αίτηση στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και περιστάσεις τα οποία υποστηρίζουν την πεποίθηση για καταβολή υπέρμετρων συνταξιοδοτικών εισφορών σε συνταξιοδοτικό σχέδιο, και, ειδικότερα σε σχέση ιδίως με τα στοιχεία του άρθρου 66(4) του Νόμου και τη βάση επί της οποίας ο ενόρκως δηλών θεωρεί ότι συντρέχουν τέτοια γεγονότα και περιστάσεις που να δικαιολογούν την παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας.

(β) Η αίτηση επιδίδεται στον χρεώστη καθώς επίσης και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο όπως επιδοθεί.

(γ) Τυχόν ένσταση του χρεώστη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταχωρείται το αργότερο εντός επτά (7) ημερών από την επίδοση της αίτησης σε αυτόν, στον Τύπο 4 του Πρώτου Παραρτήματος.

(δ) Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση από το Δικαστήριο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώρησή, και σε περίπτωση καταχώρησης ένστασης από τον χρεώστη ή, σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει απαραίτητο όπως δοθούν περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με υπέρμετρες συνταξιοδοτικές εισφορές του χρεώστη, δύναται να αναβάλλει την ακρόαση σε νέα ημερομηνία το συντομότερο δυνατό. Οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία ζητούνται από το Δικαστήριο καταχωρούνται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτά ζητούνται.

(ε) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί στο σχετικό πιστωτή, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στο χρεώστη, οποιεσδήποτε οδηγίες του δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (δ) .

(στ) Το Δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (3) του Νόμου και στην απόφασή του ρυθμίζει επίσης τα έξοδα της διαδικασίας.