14

14. (α) Η δυνάμει του άρθρου 40 (3) του Νόμου αίτηση για παραχώρηση άδειας από το Δικαστήριο έναρξης ή συνέχισης οποιασδήποτε άλλης νομικής ή δικαστικής διαδικασίας ή μέτρων εκτέλεσης, σε σχέση με καθορισμένο χρέος εναντίον του χρεώστη ή της περιουσίας του, ενόσω βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό πιστοποιητικό-

(i) σε περίπτωση που η αίτηση αφορά έναρξη διαδικασιών, καταχωρείται στο αρμόδιο δικαστήριο για να εκδικάσει την υπόθεση που αφορά στο καθορισμένο χρέος, με εναρκτήρια αίτηση διά κλήσεως∙ ή

(ii) σε περίπτωση που η αίτηση αφορά σε συνέχιση διαδικασιών ή μέτρων εκτέλεσης, καταχωρείται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν διαδικασίες ή μέτρα εκτέλεσης των οποίων επιδιώκεται η συνέχιση, με ενδιάμεση αίτηση διά κλήσεως στο πλαίσιο της εκκρεμούσας διαδικασίας, από το πρόσωπο το οποίο αιτείται τη σχετική θεραπεία. Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται τη θεραπεία ή εκπροσώπου του, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται τέτοια άδεια.

(β) Η εναρκτήρια αίτηση ή η ενδιάμεση αίτηση μαζί με την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ανάλογα με την περίπτωση, επιδίδεται στον χρεώστη, στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας καθώς επίσης και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο δυνατό να διατάξει το Δικαστήριο.

(γ) Η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και ο σύμβουλος αφερεγγυότητας δεν οφείλουν να εμφανιστούν κατά την πρώτη ημερομηνία που η αίτηση δυνάμει του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού ορίζεται για ακρόαση ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία δυνατό να αναβληθεί η αίτηση, εκτός εάν διατάξει διαφορετικά το δικαστήριο.