ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ
10

10. (α) Η δυνάμει του άρθρου 39 του Νόμου αίτηση για την έκδοση προστατευτικού διατάγματος, γίνεται μονομερώς στον Τύπο 1, του Πρώτου Παραρτήματος, καταχωρείται το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση προστατευτικού πιστοποιητικού σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) (α) (i) του άρθρου 39 του Νόμου, είτε από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, είτε από δικηγόρο του χρεώστη, ανάλογα με την περίπτωση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση εκπροσώπου της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή του χρεώστη, σε περίπτωση που αυτός εκπροσωπείται από δικηγόρο, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, και, από τα ακόλουθα έγγραφα:-

(i) το προστατευτικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας∙

(ii) αντίγραφα των σχετικών εγγράφων που υποβλήθηκαν στην αίτηση για έκδοση προστατευτικού πιστοποιητικού από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 37 του Νόμου∙

(iii) γραπτή εξουσιοδότηση από τον χρεώστη προς την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας αναφορικά με την εκπροσώπηση του στο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία έκδοσης προστατευτικού διατάγματος∙ ή

(vi) σε περίπτωση εκπροσώπησης του χρεώστη στο Δικαστήριο από δικηγόρο, τη σχετική εξουσιοδότηση.

(β) Η αίτηση της παραγράφου (α) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, αποτελεί την εναρκτήρια αίτηση για τις διαδικασίες έγκρισης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σε σχέση με τον καθορισμένο χρεώστη. Οποιεσδήποτε περαιτέρω αιτήσεις ή ενστάσεις δυνατό να υποβληθούν δυνάμει του Νόμου ή του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού σε σχέση με προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής για το συγκεκριμένο χρεώστη θα γίνονται στο πλαίσιο της εναρκτήριας αίτησης της παραγράφου (α) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού και των εγγράφων που τη συνοδεύουν.

(γ) Κατά την πρώτη ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση της παραγράφου (α) ορίζεται για εξέταση, το Δικαστήριο, εφόσον εξετάσει την αίτηση, δύναται-

(i) Εάν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Νόμου, και οι άλλες σχετικές με την έκδοση προστατευτικού διατάγματος προϋποθέσεις, να εκδώσει προστατευτικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) (α) του Νόμου∙

(ii) εάν δεν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Νόμου, και οι άλλες σχετικές με την έκδοση προστατευτικού διατάγματος προϋποθέσεις, να απορρίψει την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) (β) του Νόμου∙

(iii) να αναβάλει την υπόθεση και να δώσει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως ζητήσει από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας να διευκρινίσει οποιοδήποτε θέμα προκύπτει από τα έγγραφα που έχουν προσκομισθεί με την αίτηση ή να καταθέσει στο Δικαστήριο οποιοδήποτε απαιτούμενο έγγραφο φαίνεται να μην έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο με την αίτηση, καθορίζοντας επίσης την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να καταχωριστούν οι σχετικές διευκρινίσεις ή έγγραφα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις επτά ημέρες από την ημερομηνία που δίνονται οι οδηγίες από το Δικαστήριο∙ ή

(iv) σε περίπτωση που κρίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για να μπορέσει να καταλήξει σε απόφαση, να ορίσει την αίτηση για ακρόαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (3) του Νόμου.

(δ) Στις περιπτώσεις της παραγράφου (γ) (i) και (ii) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, το Δικαστήριο εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα ή απορρίπτει την αίτηση, εντός το αργότερο επτά (7) ημερών από την καταχώρηση της αίτησης. Σε περίπτωση έκδοσης του προστατευτικού διατάγματος ή σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από το Δικαστήριο, ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, το χρεώστη, το σύμβουλο αφερεγγυότητας καθώς και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

(ε) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναβάλει την αίτηση για υποβολή περαιτέρω διευκρινίσεων ή πληροφοριών από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την παράγραφο (γ) (iii) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, το Δικαστήριο μετά την καταχώριση των σχετικών διευκρινίσεων ή πληροφοριών είτε εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα, εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο Νόμο προϋποθέσεις, είτε απορρίπτει την αίτηση, είτε ορίζει την αίτηση για ακρόαση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) (iv) του παρόντος Κανονισμού.

(στ) Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση, την ορίζει το αργότερο εντός μίας εβδομάδας από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης ή από την ημερομηνία που λαμβάνονται οι επιπρόσθετες διευκρινίσεις ή πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού, ανάλογα με την περίπτωση, δίνει οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή όπως αποστείλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, τον χρεώστη, το σύμβουλο αφερεγγυότητας και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στην οποία ορίζεται η ημέρα και η ώρα της ακρόασης, και, δύναται να δίνει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως στην ειδοποίηση για ακρόαση, συμπεριλάβει-

(i) τη φύση των πληροφοριών ή των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται από το Δικαστήριο, ώστε να μπορέσει να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 (2) του Νόμου, και τα πρόσωπα που είναι πιθανό να παραχωρήσουν τέτοιες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, και

(ii) ειδοποίηση ως προς το κατά πόσο τα οποιαδήποτε απαιτούμενα περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομιστούν με συμπληρωματική ένορκη δήλωση προσώπου που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο να προσκομίσει, καθώς και τυχόν προθεσμίες εντός των οποίων τέτοια συμπληρωματική ένορκη δήλωση μπορεί να καταχωριστεί, πριν την ακρόαση της αίτησης.

(ζ) Σε περίπτωση που κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι αναγκαίο για σκοπούς απόδειξης κατά την ακρόαση της αίτησης, να προσέλθει ενώπιόν του και ο χρεώστης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ο Πρωτοκολλητής ειδοποιεί τον χρεώστη ή το εν λόγω πρόσωπο με γραπτό έντυπο, στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και ο λόγος για τον οποίο καλείται στο Δικαστήριο σύμφωνα με τον Τύπο 2 του Πρώτου Παραρτήματος.

(η) Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται δημόσια, εκτός εάν το αρμόδιο Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν προφορικού ή γραπτού αιτήματος της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας ή/και του χρεώστη, όπως αυτή διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών για τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο αναφέρει ή που παρατίθενται στο σχετικό αίτημα.

(θ) Μετά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο, εντός το αργότερο επτά ημερών, είτε εκδίδει το προστατευτικό διάταγμα είτε απορρίπτει την αίτηση και ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο χρεώστη, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

11

11. Το προστατευτικό διάταγμα, εκδίδεται από το Δικαστήριο στον Τύπο 5, του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού.

12

12. Σε περίπτωση που, η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή ο χρεώστης καταχωρεί αίτηση έκδοσης προστατευτικού διατάγματος στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του Νόμου, και, ο χρεώστης ή ο σύμβουλος αφερεγγυότητας επιθυμούν να αποσύρουν την αίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 (3) του Νόμου, η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας με την παραλαβή του γραπτού αιτήματος του χρεώστη ή του συμβούλου αφερεγγυότητας για απόσυρση της αίτησης, ειδοποιεί αμέσως γραπτώς τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου για απόσυρση της αίτησης, και, η αίτηση απορρίπτεται από το Δικαστήριο ως αποσυρθείσα.

13

13. (α) Οι δυνάμει των εδαφίων (6) και (7) του άρθρου 39 αιτήσεις για παράταση της περιόδου ισχύος του προστατευτικού διατάγματος καταχωρούνται το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν τη λήξη της ισχύος του προστατευτικού διατάγματος, ως μονομερείς αιτήσεις από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας, οι οποίες συμπληρώνονται σύμφωνα με τον Τύπο 1 του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, συνοδεύονται από ένορκη δήλωση του συμβούλου αφερεγγυότητας στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η παράταση.

(β) Ακρόαση αίτησης για παράταση προστατευτικού διατάγματος, πραγματοποιείται το αργότερο εντός επτά (7) ημερών από την καταχώρηση της σχετικής αίτησης, και, εν πάση περιπτώσει πριν τη λήξη της ισχύος του προστατευτικού διατάγματος.

(γ) Εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των εδαφίων (6) ή (7) του άρθρου 39 του Νόμου εκδίδει διάταγμα παράτασης της ισχύος του προστατευτικού διατάγματος και σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί απορρίπτει την αίτηση. Ο Πρωτοκολλητής αποστέλλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, το χρεώστη, το σύμβουλο αφερεγγυότητας και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας αναφορικά με την απόφαση του Δικαστηρίου να παρατείνει ή μη την ισχύ του προστατευτικού διατάγματος, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία της αίτησης και η απόφαση του Δικαστηρίου.

14

14. (α) Η δυνάμει του άρθρου 40 (3) του Νόμου αίτηση για παραχώρηση άδειας από το Δικαστήριο έναρξης ή συνέχισης οποιασδήποτε άλλης νομικής ή δικαστικής διαδικασίας ή μέτρων εκτέλεσης, σε σχέση με καθορισμένο χρέος εναντίον του χρεώστη ή της περιουσίας του, ενόσω βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό πιστοποιητικό-

(i) σε περίπτωση που η αίτηση αφορά έναρξη διαδικασιών, καταχωρείται στο αρμόδιο δικαστήριο για να εκδικάσει την υπόθεση που αφορά στο καθορισμένο χρέος, με εναρκτήρια αίτηση διά κλήσεως∙ ή

(ii) σε περίπτωση που η αίτηση αφορά σε συνέχιση διαδικασιών ή μέτρων εκτέλεσης, καταχωρείται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν διαδικασίες ή μέτρα εκτέλεσης των οποίων επιδιώκεται η συνέχιση, με ενδιάμεση αίτηση διά κλήσεως στο πλαίσιο της εκκρεμούσας διαδικασίας, από το πρόσωπο το οποίο αιτείται τη σχετική θεραπεία. Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται τη θεραπεία ή εκπροσώπου του, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται τέτοια άδεια.

(β) Η εναρκτήρια αίτηση ή η ενδιάμεση αίτηση μαζί με την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ανάλογα με την περίπτωση, επιδίδεται στον χρεώστη, στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας καθώς επίσης και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο δυνατό να διατάξει το Δικαστήριο.

(γ) Η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και ο σύμβουλος αφερεγγυότητας δεν οφείλουν να εμφανιστούν κατά την πρώτη ημερομηνία που η αίτηση δυνάμει του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού ορίζεται για ακρόαση ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία δυνατό να αναβληθεί η αίτηση, εκτός εάν διατάξει διαφορετικά το δικαστήριο.

15

15.(α) Η δυνάμει του άρθρου 41 αίτηση καθορισμένου πιστωτή για παραμερισμό προστατευτικού διατάγματος που έχει εκδοθεί από το Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 39 του Νόμου, γίνεται διά κλήσεως, εντός δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση σε καθορισμένο πιστωτή του προστατευτικού διατάγματος, συμπληρώνεται σύμφωνα με τον Τύπο 1, του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του καθορισμένου πιστωτή ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν εκπρόσωπου του, στην οποία αναφέρεται η ημερομηνία επίδοσης του προστατευτικού διατάγματος στον καθορισμένο πιστωτή, τα γεγονότα και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται ο παραμερισμός του προστατευτικού διατάγματος καθώς και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση παραμερισμού.

(β) Η αίτηση παραμερισμού μαζί με την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, επιδίδονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο και ορθό, σύμφωνα με οδηγίες του, οι οποίες κοινοποιούνται γραπτώς στον καθορισμένο πιστωτή από τον Πρωτοκολλητή.

(γ) Το Δικαστήριο ορίζει την αίτηση παραμερισμού του προστατευτικού διατάγματος για ακρόαση το αργότερο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώρισή της.

(δ) Κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει επιδοθεί η αίτηση παραμερισμού, δύναται, εάν το επιθυμεί, να καταχωρίσει στο Δικαστήριο και να επιδώσει στον καθορισμένο πιστωτή, ένορκη δήλωση προς απάντηση των όσων αναφέρει ο καθορισμένος πιστωτής στην αίτησή του, αναφέροντας τα γεγονότα και τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται η απάντησή του με την οποία ενίσταται στην αίτηση παραμερισμού, παραθέτοντας επίσης οποιαδήποτε σχετικά τεκμήρια, τουλάχιστον επτά ημέρες πριν την ημερομηνία κατά την οποία έχει οριστεί για ακρόαση η αίτηση παραμερισμού. Τέτοια ένορκη δήλωση επιδίδεται και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας τουλάχιστον επτά ημέρες πριν την ημερομηνία που είναι ορισμένη η αίτηση παραμερισμού για ακρόαση.

(ε) Κατά την ακρόαση της αίτησης παραμερισμού, το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους, καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς το κατά πόσο πληρούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 41 (4) (α) και (β) του Νόμου προϋποθέσεις παραμερισμού του προστατευτικού διατάγματος. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(στ) Εφόσον μετά από ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 41 (4) (α) και (β) του Νόμου, εκδίδει διάταγμα παραμερισμού του προστατευτικού διατάγματος σε σχέση με το συγκεκριμένο καθορισμένο πιστωτή ο οποίος καταχώρισε την αίτηση παραμερισμού, στο οποίο, εάν κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτό είναι απαραίτητο, δυνατό να περιλαμβάνεται και οποιαδήποτε διαταγή του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 (6) του Νόμου.

(ζ) Το Δικαστήριο επιδικάζει τα έξοδα της αίτησης παραμερισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 (5) του Νόμου.

(η) Η ακρόαση της αίτησης παραμερισμού διεξάγεται δημόσια, εκτός εάν το αρμόδιο Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν προφορικού ή γραπτού αιτήματος από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτή διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών για τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο αναφέρει ή που παρατίθενται στο σχετικό αίτημα.

16

16. (α) Η δυνάμει του άρθρου 43 (9) του Νόμου υποβολή αίτησης επαλήθευσης χρέους στο Δικαστήριο, γίνεται διά κλήσεως, στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την επαλήθευση χρέους ή εκπροσώπου του, όπου αυτό εφαρμόζεται, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση επαλήθευσης χρέους, και την απόφαση του συμβούλου αφερεγγυότητας ως προς την επαλήθευση χρέους. Η αίτηση επαλήθευσης χρέους, καταχωρείται το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του Συμβούλου Αφερεγγυότητας αναφορικά με την επαλήθευση του χρέους στους πιστωτές ή/και σε οποιονδήποτε εγγυητή.

(β) Η αίτηση επαλήθευσης χρέους επιδίδεται στο σύμβουλο αφερεγγυότητας ή/και στο σχετικό καθορισμένο πιστωτή ή/και σε οποιοδήποτε εγγυητή του εν λόγω χρέους, ανάλογα με την περίπτωση, και ορίζεται για ακρόαση από το δικαστήριο, εντός το αργότερο είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώριση της.

(γ) Ένσταση στην αίτηση από οποιοδήποτε μέρος στη διαδικασία δύναται να καταχωριστεί στον Τύπο 4 του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, πριν την ακρόαση της αίτησης, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που καταχωρεί την Ένσταση στην οποία αναφέρονται τα πραγματικά γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η ένσταση.

(δ) Κατά την ακρόαση της αίτησης επαλήθευσης χρέους το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς επίδικο χρέος. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(ε) Μετά την ακρόαση της αίτησης επαλήθευσης χρέους, το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσο θα επικυρώσει την απόφαση του συμβούλου αφερεγγυότητας ή θα την ακυρώσει ή κατά πόσο θα διαφοροποιήσει την απόφαση του συμβούλου αφερεγγυότητας ως προς την επαλήθευση του χρέους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 (10) του Νόμου.

(στ) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, στο σχετικό καθορισμένο πιστωτή ή σε οποιονδήποτε εγγυητή, όπου αυτό εφαρμόζεται, την απόφαση του Δικαστηρίου.

17

17. (α) Αίτηση καθορισμένου πιστωτή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43 (11) του Νόμου για απόσυρση ή διαφοροποίηση, σε σχέση με το ποσό που απαιτείται από τον χρεώστη, της επαλήθευση χρέους, γίνεται διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος διαδικαστικού κανονισμού και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του καθορισμένου πιστωτή, ή εκπροσώπου του, στην οποία περιγράφονται τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση.

(β) Η αίτηση επιδίδεται στο σύμβουλο αφερεγγυότητας ο οποίος έχει δικαίωμα καταχώρισης ένστασης στον Τύπο 4 του Πρώτου Παραρτήματος , εντός προθεσμίας επτά (7) ημερών από την επίδοση της αίτησης, η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του συμβούλου αφερεγγυότητας.

(γ) Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση από το Δικαστήριο εντός είκοσι μία (21) ημερών από την καταχώρισή της.

(δ) Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς την επαλήθευση χρέους. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(ε) Μετά την ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσο θα εγκρίνει την απόσυρση ή διαφοροποίηση του επαληθευμένου χρέους του καθορισμένου πιστωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 (11) του Νόμου.

(στ) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και τον καθορισμένο πιστωτή την απόφαση του Δικαστηρίου.

18

18. (α) Η δυνάμει του άρθρου 58 του Νόμου αίτηση επικύρωσης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής γίνεται διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος , το αργότερο εντός επτά (7) ημερών από την κοινοποίηση της έγκρισης του σχεδίου αποπληρωμής δυνάμει του άρθρου 57(1) , και συνοδεύεται από –

(i) ένορκη δήλωση εκπροσώπου της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας, όταν αυτή καταχωρείται από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, ή του χρεώστη, όταν αυτή καταχωρείται από δικηγόρο του χρεώστη, στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις έγκρισης του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σύμφωνα με το Νόμο∙

(ii) τα έγγραφα που καθορίζονται στο άρθρο 57 (1) του Νόμου∙

(iii) αντίγραφα των ειδοποιήσεων που αποστάληκαν δυνάμει του άρθρου 57 (2) του Νόμου σε όλους τους καθορισμένους πιστωτές και σε κάθε εγγυητή στα οποία φαίνεται η ημερομηνία παραλαβής της σχετικής ειδοποίησης.

(β) Η αίτηση επικύρωσης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής επιδίδεται σε κάθε καθορισμένο πιστωτή, εγγυητή, όπου αυτό εφαρμόζεται καθώς επίσης και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, όπου αυτό εφαρμόζεται.

(γ) Η δυνάμει του άρθρου 57 (2) ένσταση καθορισμένου πιστωτή ή εγγυητή, κατά της θέσης σε ισχύ προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής καταχωρείται στον Τύπο 4, του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός προθεσμίας δεκατεσσάρων (14) ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης έγκρισης του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου του Νόμου και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που καταχωρεί την ένσταση, στην οποία αναφέρεται η ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης έγκρισης του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, τα γεγονότα και οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η ένσταση. Η ένσταση επιδίδεται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και στον χρεώστη.

(δ) Το Δικαστήριο ορίζει την αίτηση επικύρωσης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής μαζί με οποιεσδήποτε ενστάσεις τυχόν καταχωριστούν για ακρόαση, σε ημερομηνία που δεν είναι συντομότερη των δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης έγκρισης του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής και ο Πρωτοκολλητής ειδοποιεί αναφορικά με την ημερομηνία και ώρα της ακρόασης την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, τον σύμβουλο αφερεγγυότητας και οποιοδήποτε καθορισμένο πιστωτή ή εγγυητή έχει καταχωρίσει ένσταση στην επικύρωση του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από το Δικαστήριο.

(ε) Κατά την ακρόαση της αίτησης και οποιωνδήποτε ενστάσεων το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων κρίνει αυτό απαραίτητα. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(στ) Το Δικαστήριο αποφασίζει επί της ένστασης εντός το αργότερο επτά (7) ημερών από την ολοκλήρωση της ακρόασης και-

(i) είτε απορρίπτει την ένσταση∙

(ii) είτε αποδέχεται την ένσταση∙

(iii) είτε, σε περίπτωση που εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης απόφασης του δικαστηρίου σε σχέση με την επαλήθευση χρεών και με την ένσταση εγείρεται το εν λόγω ζήτημα, δίνει οδηγίες για τροποποίηση του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, αφού ληφθεί υπόψη η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου επί της επαλήθευσης χρεών.

(ζ) Σε περίπτωση που δεν καταχωρείται ένσταση από οποιονδήποτε καθορισμένο πιστωτή ή εγγυητή εντός της ταχθείσας από το Νόμο προθεσμίας, ή σε περίπτωση που ένσταση εναντίον της έγκρισης προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής έχει απορριφθεί από το Δικαστήριο, το Δικαστήριο-

(i) Εάν ικανοποιηθεί ότι ικανοποιούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35 και οι άλλες προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, επικυρώνει το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής∙

(ii) εάν δεν ικανοποιηθεί ότι ικανοποιούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35 και οι άλλες προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, απορρίπτει την αίτηση∙

(iii) δύναται να αναβάλει την υπόθεση και να δώσει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή, όπως ζητήσει από την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας να προσκομίσει οποιεσδήποτε πληροφορίες καθορίζονται σε ειδοποίηση του Πρωτοκολλητή προς την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, καθορίζοντας επίσης και τις προθεσμίες εντός των οποίων αυτές θα πρέπει να προσκομιστούν∙

(iv) δύναται, σε περίπτωση που κρίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία για να μπορέσει να καταλήξει σε απόφαση, να ορίσει την αίτηση για ακρόαση για την οποία ειδοποιείται η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, ο σύμβουλος αφερεγγυότητας και ο χρεώστης.

(η) Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση, δίνει οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή όπως αποστείλει γραπτή ειδοποίηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, τον χρεώστη και στον σύμβουλο αφερεγγυότητας στην οποία ορίζεται η ημέρα και ώρα της ακρόασης και δύναται να δίνει οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως στην ειδοποίηση για ακρόαση, συμπεριλάβει-

(i) τη φύση των πληροφοριών ή των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται από το Δικαστήριο ώστε να μπορέσει να καταλήξει στην απόφασή του, και τα πρόσωπα που είναι πιθανό να παραχωρήσουν τέτοιες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, και

(ii) ειδοποίηση ως προς το κατά πόσο τα οποιαδήποτε απαιτούμενα περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να προσκομιστούν με συμπληρωματική ένορκη δήλωση προσώπου που το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο να προσκομίσει καθώς και τυχόν προθεσμίες εντός των οποίων τέτοια συμπληρωματική ένορκη δήλωση μπορεί να καταχωριστεί, πριν την ακρόαση της αίτησης.

(θ) Το Δικαστήριο αποφασίζει το συντομότερο δυνατό κατά πόσο θα επικυρώσει το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής ή μη και ρυθμίζει επίσης οποιοδήποτε θέμα αφορά σε έξοδα που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης χρεών ή οποιασδήποτε άλλης ενδιάμεσης διαδικασίας.

(ι) Ο Πρωτοκολλητής του δικαστηρίου κοινοποιεί την απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στον χρεώστη.

19

19. Οι διατάξεις του Κανονισμού 18, εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση ή ένσταση αφορά σε τροποποίηση επικυρωμένου από το δικαστήριο προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής.

20

20. (α) Η δυνάμει του άρθρου 66 (1) του Νόμου αίτηση πιστωτή ή συμβούλου αφερεγγυότητας αναφορικά με υπέρμετρες συνταξιοδοτικές εισφορές, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος, στην οποία παρατίθενται οι αιτούμενες θεραπείες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (3) του Νόμου, και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που καταχωρεί την αίτηση στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα και περιστάσεις τα οποία υποστηρίζουν την πεποίθηση για καταβολή υπέρμετρων συνταξιοδοτικών εισφορών σε συνταξιοδοτικό σχέδιο, και, ειδικότερα σε σχέση ιδίως με τα στοιχεία του άρθρου 66(4) του Νόμου και τη βάση επί της οποίας ο ενόρκως δηλών θεωρεί ότι συντρέχουν τέτοια γεγονότα και περιστάσεις που να δικαιολογούν την παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας.

(β) Η αίτηση επιδίδεται στον χρεώστη καθώς επίσης και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο όπως επιδοθεί.

(γ) Τυχόν ένσταση του χρεώστη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταχωρείται το αργότερο εντός επτά (7) ημερών από την επίδοση της αίτησης σε αυτόν, στον Τύπο 4 του Πρώτου Παραρτήματος.

(δ) Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση από το Δικαστήριο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώρησή, και σε περίπτωση καταχώρησης ένστασης από τον χρεώστη ή, σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει απαραίτητο όπως δοθούν περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με υπέρμετρες συνταξιοδοτικές εισφορές του χρεώστη, δύναται να αναβάλλει την ακρόαση σε νέα ημερομηνία το συντομότερο δυνατό. Οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία ζητούνται από το Δικαστήριο καταχωρούνται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτά ζητούνται.

(ε) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί στο σχετικό πιστωτή, στο σύμβουλο αφερεγγυότητας και στο χρεώστη, οποιεσδήποτε οδηγίες του δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (δ) .

(στ) Το Δικαστήριο αποφασίζει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (3) του Νόμου και στην απόφασή του ρυθμίζει επίσης τα έξοδα της διαδικασίας.

21

21. (α) Η δυνάμει του άρθρου 68 αίτηση καθορισμένου πιστωτή ή συμβούλου αφερεγγυότητας για τερματισμό προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, καταχωρείται με αίτηση δια κλήσεως στον Τύπο 1 του Δεύτερου Παραρτήματος, και, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που υποβάλλει την αίτηση στην οποία αναφέρονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί των οποίων αυτή στηρίζεται.

(β) Η αίτηση επιδίδεται στο χρεώστη καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο διατάζει το Δικαστήριο όπως επιδοθεί εφόσον κρίνει αυτό δίκαιο. Οδηγίες του Δικαστηρίου αναφορικά με την επίδοση σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κοινοποιούνται στο πρόσωπο που καταχώρισε την αίτηση από τον Πρωτοκολλητή.

(γ) Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση από το Δικαστήριο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την καταχώρισή της, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

(δ) Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο, δύναται να απαιτήσει οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις ή πληροφορίες από τους διαδίκους, καθώς επίσης και την προσκόμιση οποιωνδήποτε περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου αναφορικά με τον τερματισμό προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής. Οι πρόσθετες πληροφορίες ή οποιαδήποτε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του προσώπου από το οποίο αυτές ζητούνται, σε προθεσμίες που καθορίζει το Δικαστήριο.

(ε) Μετά την ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο αποφασίζει το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 (3) του Νόμου.

(στ) Ο Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου κοινοποιεί την απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας.